1
Πάνω απ’ τα κεφάλια τους διεξαγόταν μια τρομερή μάχη· δεν
ήταν σύννεφα με κεραυνούς, ούτε καταιγίδα· ήταν άγγελοι και δαίμονες που
πολεμούσαν.
Ένα αρχαίο βιβλίο, το Γεροντικό,
που διασώζει ιστορίες από τη ζωή των ορθόδοξων ασκητών του 4ου αιώνα μ.Χ. στην
αιγυπτιακή έρημο, γράφει πως ο άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας, ένας γιγαντόσωμος
ληστής που μετανόησε, απαρνήθηκε την αρχική του ζωή, έγινε μοναχός και κατέληξε
μεγάλος άγιος και δάσκαλος του χριστιανικού πνευματικού αγώνα, κάποια στιγμή
έχασε το θάρρος του, όταν ήταν ακόμη νέος, βλέποντας πόσο δύσκολο του φαινόταν
να νικήσει τα ελαττώματα και τα πάθη του.
Τότε ο πνευματικός του πατέρας του έδειξε στο βάθος της
ερήμου μια παράταξη πάνοπλων δαιμόνων, που ετοιμάζονταν να τον πολεμήσουν· κι
από την άλλη μεριά, ένα πολλαπλάσιο στράτευμα αγγέλων, πάνοπλων επίσης, που
ετοιμάζονταν να τον υπερασπιστούν. Και του είπε: “Έχε θάρρος, γιατί οι φίλοι
μας είναι δυνατότεροι από τους εχθρούς μας”.
Εδώ, στο άλσος της θυσίας, οι δυο παρατάξεις φαίνονταν
ισοδύναμες. Οι άγγελοι ήταν ντυμένοι κατάλευκα, φεγγοβολούσαν και πολεμούσαν με
σπαθιά από φλόγες· οι δαίμονες ντυμένοι κατάμαυρα, τυλιγμένοι σκοτάδι, και
πολεμούσαν με γιαταγάνια από μαύρο πάγο. Οι άγγελοι μάχονταν ψύχραιμα και
σιωπηλά και ευωδίαζαν· οι δαίμονες μούγκριζαν σα γουρούνια ή μοσχάρια και βρομοκοπούσαν
– και τα δύο αισθήματα, άρωμα και δυσωδία, ήταν ευδιάκριτα στους κατάπληκτους
ανθρώπους.
Ο Αλέξης σκέφτηκε πως το μοναστήρι του παπά Βασίλη τιμούσε
τη σύναξη των μυρίων – δηλαδή δέκα
χιλιάδων – αγγέλων. Τυχαία ήταν άραγε
η παρουσία τους εκεί; Ή ήταν οι συγκεκριμένοι δέκα χιλιάδες άγγελοι;
Από καιρό σε καιρό, κάποιοι δαίμονες λαβώνονταν,
μετατρέπονταν σε λεπτούς κόκκινους κεραυνούς και χάνονταν με κρότο στα έγκατα
της γης.
Η αρχιέρεια πήρε ξανά την ανθρώπινη μορφή της. Δε στάθηκε να
περιμένει· βλέποντας την απόδραση του μέντορά της, αντιλήφθηκε την έκβαση της
κατάστασης, μετατράπηκε σε νυχτερίδα και χάθηκε στο δάσος.
Η Ηλέκτρα, πανικόβλητη, ανακάλυψε την κόρη της μισολιπόθυμη,
να στηρίζεται στον κ. Σπύρο. Έτρεξε κοντά της και την άρπαξε βίαια στην αγκαλιά
της.
Και τότε διαπίστωσε ότι μέσα απ’ το δάσος είχαν ξεπροβάλει
δεκάδες οπλισμένοι αστυνομικοί και σημάδευαν την ίδια και τους γυμνούς άντρες
με τα περιζώματα, το Τάγμα των Λιονταριών, που κοιτούσαν εμβρόντητοι τον πόλεμο
του ουρανού με τα καταχθόνια.
Οι αστυνομικοί κοιτούσαν επίσης, σημαδεύοντας
παράλληλα τους κρατουμένους τους, χωρίς να ξέρουν ακόμη τις λεπτομέρειες των
γεγονότων.
Και ξαφνικά, πάνω απ’ όλους, πάνω από τις αντιμαχόμενες
παρατάξεις, εμφανίστηκε μια γιγάντια μορφή· η Άρτεμη – ακριβώς όπως την είδε η
Χρυσένια στο όραμά της το προηγούμενο απόγευμα, μόνο που τώρα φαινόταν
αγριεμένη και μοχθηρή. Μεγαλύτερη από τους λόφους, πέρασε ένα τεράστιο βέλος
στο αλάνθαστο τόξο της και σημάδεψε την παράταξη των αγγέλων.
Όμως μπροστά της ανάτειλε μια δεύτερη φιγούρα αναλόγου
μεγέθους, σεμνή, με κόκκινο κάλυμμα στην κεφαλή και γαλάζιο χιτώνα· η Παναγία –
ακριβώς όπως την είχε δει η Μάχη πάνω από τη Μόσχα.
Γαντζωμένη από ένα δέντρο, σα νυχτερίδα, η αρχιέρεια ένιωσε
τόσο τρόμο, όσο ποτέ στη ζωή της. Δεν ήταν πια η αρχιέρεια του Τάγματος των
Λιονταριών, ήταν πάλι μέσα στην καρδιά της η Μάχη, μια δεκαεξάχρονη έφηβη, που
ένιωθε την ίδια ταραχή που είχε νιώσει τη μέρα που άρχισαν όλα.
Πέταξε μακριά απορώντας ποια θα ήταν η τύχη της από ’δώ και
πέρα.
Στο σκοτεινό ουρανό, η Άρτεμη έστρεψε το οπλισμένο τόξο της
προς την Παναγία. Το βέλος άρπαξε φωτιά, μια κατάμαυρη στριφογυριστή φλόγα,
έτοιμη να χτυπήσει. Η Θεοτόκος άπλωσε το δεξί της χέρι με τα τρία δάχτυλα
ενωμένα και σταύρωσε τον αέρα προς την ολύμπια θεότητα. Μεμιάς εκείνη χάθηκε μ’
έναν εκκωφαντικό κρότο, που συντάραξε συθέμελα αγγέλους, δαίμονες και
ανθρώπους.
Η μορφή της Θεοτόκου σταδιακά έσβησε από τα μάτια τους. Οι
δαίμονες τράπηκαν σε φυγή προς κάθε κατεύθυνση, ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας,
παίρνοντας μαζί τους τη δυσωδία τους! Οι άγγελοι παρατάχτηκαν ήρεμα, σαν
πειθαρχημένοι στρατιώτες, και ανέβηκαν στον ουρανό· δεν κρατούσαν πια ξίφη και
γύρω απ’ τα κεφάλια τους έλαμπαν τα φωτοστέφανα.
Ο γέρο ιερέας και η μοναχή (που ελάχιστοι τους είχαν
προσέξει ούτως ή άλλως) δεν ήταν πια εκεί.
Η Χρυσένια, έχοντας συνέλθει τελείως, έπεσε στην αγκαλιά του
μπαμπά της. Είχαν ν’ αγκαλιαστούν έτσι, τόσο παθιασμένα, από τότε που ήταν
κοριτσάκι.
Δακρυσμένος ο υπαστυνόμος Μαβίλης χαιρέτισε με μια δυνατή
χειραψία τον φίλο του Πέτρο Μόρφη.
«Άργησες» του είπε, χωρίς παράπονο· «παραλίγο να έχουμε
σκοτωθεί όλοι».
«Προλάβαμε τη γυναίκα που μεταμορφώθηκε σε τίγρη» απάντησε
εκείνος. «Μα το Θεό, τέτοια πράγματα ούτε που τα φανταζόμασταν!».
Ο Μαβίλης αγκάλιασε και ασπάστηκε το μπάρμπα Νικο, το Αλέξη
και τον κ. Σπύρο.
«Άνθρωπε του Θεού», είπε στο μπάρμπα Νίκο και τα μάτια του
έγιναν δυο βρύσες, «σ’ ευχαριστώ. Αυτά που έγιναν απόψε δεν έχουν
προηγούμενο!».
Ο μπάρμπα Νίκος χαμογέλασε κουρασμένα και τον ευλόγησε με το
σημείο του σταυρού στο μέτωπο.
Ο υπαστυνόμος Μόρφης μίλησε στους μάγους. Ανάμεσά τους
αναγνώρισε κάμποσες προσωπικότητες απ’ τον “καλό κόσμο” της Αθήνας, από τον
κόσμο του κεφαλαίου, αλλά και του θεάματος. Και υπήρχαν και πολλοί ξένοι,
μερικοί επίσης διάσημοι, από τη δυτική Ευρώπη. Κατά παράξενο τρόπο, είχαν χάσει
τις ικανότητές τους, σα να ήταν αλυσοδεμένοι με πνευματικά δεσμά.
«Συλλαμβάνεστε» είπε. «Μείνετε στη θέση σας, θα έρθουν
αυτοκίνητα και θα μεταφερθείτε στην αστυνομική διεύθυνση».
«Νομίζεις πως θα φτάσουμε στο δικαστήριο;» σάρκασε με
αυθάδεια ένας απ’ αυτούς, υιός βιομηχάνου. «Τι θα πείτε; Ποιος θα πιστέψει πως
είμαστε μάγοι που μεταμορφώνονται σε λιοντάρια;».
«Είμαστε εδώ εκατό αστυνομικοί», απάντησε ψύχραιμα ο
υπαστυνόμος, «και όλοι είδαμε όσα έγιναν και ακούσαμε αυτό που είπες».
«Ηβάκι», είπε η Χρυσένια, «σε παρακαλώ, έλα μαζί μας. Η μαμά
σου πρέπει ν’ ακολουθήσει την αστυνομία».
Το μικρό κορίτσι είχε συνέλθει κι αυτό τελείως, όμως δεν
είχε καταλάβει τα γεγονότα.
«Χρυσένια», παραπονέθηκε, «γιατί μου χαλάσατε αυτή τη μέρα;
Ήταν η μέρα της δόξας μου».
«Ήβη μου, πήγαν να με σκοτώσουν! Με ανάγκαζαν να σκοτώσω το
μπαμπά μου!».
«Σε εκμεταλλεύτηκαν, κόρη μου» είπε ο μπάρμπα Νίκος. «Ο
πατέρας σου σε προόριζε για μητέρα ενός τέρατος και αργότερα θα σε σκότωνε και
θα σ’ έδινε σ’ αυτό να σε φάει».
Ανατρίχιασαν.
«Πώς το ξέρεις αυτό, μπάρμπα Νίκο;» ρώτησε ο Αλέξης.
«Αλέξη, παιδί μου», αποκρίθηκε ο ερημίτης, «ακόμα ρωτάς; Ο
Κύριος μου το είπε». Κι έδειξε με το δάχτυλό του στον ουρανό.
Αστυνομικές κλούβες ήρθαν να φορτώσουν τους κρατούμενους. Οι
λοιποί μπήκαν στα περιπολικά για το αστυνομικό τμήμα, για να δώσουν καταθέσεις
που θα ανέτρεπαν την ιδέα πολλών ανθρώπων για τον κόσμο.
Ο κ. Σπύρος τηλεφώνησε στο μοναστήρι, να ενημερώσει τους
δικούς τους που περίμεναν με αγωνία. Η πρώτη μεγάλη μάχη τελείωσε και είχαν
βγει ζωντανοί.
Νίκησε η Παναγία, μαζί με δέκα χιλιάδες αγγέλους κι έναν
άστεγο από την Αθήνα.
2
Πριν ξημερώσει, αστυνομικές δυνάμεις ήρθαν στο σπίτι του
υπουργού Επιβολής του Νόμου, με την αμυδρή ελπίδα να τον βρουν εκεί και να τον
συλλάβουν. Το βρήκαν να καίγεται από μια φοβερή πυρκαγιά. Η πυροσβεστική είχε
ειδοποιηθεί από τους γείτονες και βρισκόταν ήδη στο χώρο. Δεν έμεινε τίποτα, κι
έτσι χάθηκαν όποια πειστήρια ίσως εντοπίζονταν για τις νυχτερινές ασχολίες του
υπουργού.
Από τ’ αποκαΐδια ανασύρθηκε το σώμα του, σχεδόν καμένο. Ο
ιατροδικαστής διέγνωσε πως είχε πεθάνει νωρίτερα, από καρδιακή προσβολή.
Δεν ήξεραν όμως, πως δεν ήταν εκείνος, αλλά ένας δυστυχής,
που του είχε δώσει τη μορφή του. Ο ίδιος είχε πετάξει μακριά σαν κοράκι, για να
ξεκινήσει μια καινούργια ζωή, με νέα ταυτότητα και καινούργιο σκοπό.
Ίσως κάποτε περνούσε στην αντεπίθεση. Προς το παρόν, είχε ν’
αντιμετωπίσει τους άλλους πανίσχυρους μάγους, που θα θεωρούσαν προδοσία την
απόπειρά του να κυβερνήσει τον κόσμο – δηλαδή να τους τον αρπάξει από τα νύχια
τους.
Αναγκαστικά ο φάκελος έκλεισε και η έρευνα σταμάτησε –
μάλιστα, εσπευσμένα, σαν κάποιοι να βιάζονταν να το τελειώσουν. Ο υπουργός είχε
ακόμα φίλους· ή μήπως ήταν εχθροί του, που ήθελαν να τον απομονώσουν και να τον
ξεκάνουν;
Άρχισαν οι ανακρίσεις για την υπόθεση του άλσους. Οι ύποπτοι
διαβεβαίωναν πως επρόκειτο για μια αθώα τελετή. Οι ισχυρισμοί περί μαγείας
εντυπωσίασαν τα ΜΜΕ, αλλά μπήκαν στην ενότητα με τις αμφισβητούμενες ιστορίες,
μαζί με τα φαντάσματα και τους εξωγήινους.
Ο Αλέξης με τον αδερφό του, η Χρυσένια και οι γονείς τους
γύρισαν στα σπίτια και στα σχολεία τους. Η Ήβη πήγε να μείνει με τη Χρυσένια.
Μέσα της είχε αρχίσει να φωλιάζει κάποιο μίσος, παρά τις διαβεβαιώσεις των
φίλων της για τα γεγονότα.
«Δε θα σε εγκαταλείψω» είχε υποσχεθεί στη μαμά της.
Οι γονείς του Άλκη ήρθαν στην αστυνομία κι αναγνώρισαν
θρηνώντας τη σορό του γιου τους. Ο υπαστυνόμος Μαβίλης ανακρίθηκε για το θάνατό
του, μέχρι ν’ αποδειχτεί πως ετοιμαζόταν να δολοφονήσει τη Χρυσένια, είτε ως
άνθρωπος είτε (πράγμα απίστευτο κι ας το έλεγαν πέντε άνθρωποι) ως λιοντάρι.
Ο Αλέξης κι η Χρυσένια συνέχισαν να έχουν σχέση με το
μπάρμπα Νίκο και τα μοναστήρια της Παναγίας της Πεντάπυργης και των Μυρίων
Αγγέλων.
Ο κίνδυνος της κοπέλας να κατασπαραχτεί από τα λιοντάρια, ο
υπνωτισμός της και η προσπάθειά της να κατασπαράξει τον πατέρα της, σαν
αρκούδα, μαζί με το θέαμα της Παναγίας, που συγκρούστηκε με την τοξοβόλο
Άρτεμη, ήταν οι σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι.
«Θέλω να γίνω χριστιανή» είπε στον Αλέξη. Χαμογέλασε: «Και
τι θα γίνει μ’ αυτό το βιβλίο για τον π. Σεραφείμ Ρόουζ; Πάνε τόσοι μήνες που μου
υποσχέθηκες να μου το φέρεις!».
3
Περιπλανώμενη στη Ρωσία, η Μάχη είδε να γιορτάζονται τα
Χριστούγεννα με ξεχωριστή λαμπρότητα. Στην Ελλάδα δεν είχε καταλάβει ποτέ το
νόημά τους. Μάλλον, τα μπέρδευε με μια γιορτή του χειμώνα, με δώρα και ξωτικά.
Ο άγιος Βασίλης ήταν ο γέρο Χειμώνας, μια μορφή των μύθων που έδινε ομορφιά σε
μια έτσι κι αλλιώς όμορφη γιορτή της φύσης.
Τώρα όμως, στη ρωσική επαρχία, όπου γυρνούσε πεινασμένη και
φοβισμένη μετά τη διαφυγή της από το κατεστραμμένο αεροπλάνο, είδε κάτι
πρωτόγνωρο γι’ αυτήν: σ’ ένα χιονισμένο χωριό στο βορά, με φτωχούς ανθρώπους
που έβοσκαν ταράνδους, η εκκλησία έλαμπε. Δεν έλαμπε από το φως των κεριών ή
κάποιων πολυελαίων, αλλά από κάποιο υπερκόσμιο φως, που σα να κατέβαινε παρέα
με τις πυκνές χιονονιφάδες απ’ τον ουρανό.
Αυτό το φως επικεντρωνόταν στο χώρο της εκκλησίας, μα η
ανταύγειά του έλουζε όλο το χωριό, έμπαινε μέσα σε κάθε άνθρωπο που ερχόταν στη
λειτουργία και τον γέμιζε γαλήνη και καλοσύνη. Αυτή τη γαλήνη και την καλοσύνη
ένιωσε κι η ίδια. Όμως παράλληλα ένιωσε και φόβο· αυτό το συναίσθημα ήταν
εντελώς διαφορετικό απ’ αυτά που ένιωθε στο δικό της κόσμο. Μετατράπηκε σε
άσπρο λύκο και τράπηκε σε φυγή.
Στην περιοχή εκείνη δεν ζούσαν άσπροι λύκοι. Κάτι παιδιά την
είδαν, καθώς πέρασε τρέχοντας ανάμεσά τους, και η ιστορία τους συζητήθηκε πολύ
και δημιούργησε ολόκληρο θρύλο τα επόμενα χρόνια.
Στην άκρη του χωριού συνάντησε μια καλύβα, που απείχε
κάμποσο από τ’ άλλα σπίτια· και πάνω στην καλύβα ξεχυνόταν σαν καταρράκτης αυτό
το παράξενο, απόκοσμο φως.
Εκείνο το φως την καλούσε. Πλησίασε δειλά, πάντα
μεταμορφωμένη σε λύκο. Ανασηκώθηκε και κρυφοκοίταξε απ’ το παράθυρο. Αυτό που
είδε την έκανε να ριγήσει. Μια μάνα νανούριζε το μωρό της σε μια μικρή κούνια, δίπλα
σ’ ένα φτωχικό αναμμένο τζάκι. Πάνω στο τζάκι έκαιγε κι ένα καντήλι και στον
τοίχο, πιο δίπλα, ήταν κρεμασμένες ορθόδοξες εικόνες του Χριστού και της
Παναγίας και κάποιων αγίων.
Η Μάχη, ο άσπρος λύκος, πεινούσε. Εδώ και μέρες δεν είχε
καταφέρει να εξασφαλίσει ένα χορταστικό γεύμα, παρά κανένα λιπόσαρκο λαγό μια
στο τόσο, που ξετρύπωνε από τα χιόνια και την πλησίαζε, ο κακομοίρης,
ξεγελασμένος από το μόνιμο χάρισμά της να προσελκύει τα ζώα. Και τον γράπωνε!
Τώρα, απ’ αυτό το παράθυρο, έβλεπε τον πιο λαχταριστό μεζέ
που είχε αντικρύσει ποτέ στη ζωή της.
Ο πατέρας του μικρού, αν είχε, θα είχε κινήσει για την
εκκλησία. Ίσως είχε πάρει μαζί του και τα μεγαλύτερα αδέρφια του. Στον άλλο
τοίχο κρεμόταν ένα τουφέκι, μα δε φαινόταν κανείς που θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει
εναντίον της.
Δεν είχε γευτεί ποτέ ανθρώπινο κρέας. Όμως το λυκίσιο κορμί
της ένιωθε ακατανίκητη επιθυμία να ορμήσει· μ’ ένα πήδημα να τρυπώσει σπάζοντας
το λεπτό παράθυρο και, πριν καταλάβει η μάνα, να της τσακίσει μ’ ένα αστραπιαίο
δάγκωμα το λαιμό και…
Και την ώρα εκείνη, μια γυναίκα στάθηκε πίσω της και την
κάλεσε με τ’ όνομά της.
Στράφηκε ξαφνιασμένη. Ήταν μια γριά, ρυτιδιασμένη, με
φτωχικά ρούχα και μαύρο μαντήλι. Κρατούσε στα χέρια της ένα ρώσικο σταυρό.
Γρύλισε εναντίον της δείχνοντας τα δόντια της.
«Μη θυμώνεις» είπε η γυναίκα. «Αυτό που σκέφτεσαι, κόρη μου,
να μην το κάνεις. Απόψε γεννιέται ο Χριστός. Ο Υιός του Θεού γίνεται άνθρωπος,
για να κάνει με την αυτοθυσία Του τον άνθρωπο υιό του Θεού. Δεν ωφελεί να
γινόμαστε ζώο· κι ακόμη περισσότερο, να κάνουμε φόνο».
Η Μάχη πήρε την ανθρώπινη μορφή της.
«Πώς καταλαβαίνω τι λες;», ρώτησε, «αφού δεν ξέρεις ελληνικά
κι εγώ δεν ξέρω ρώσικα;».
«Επειδή βρισκόμαστε μέσα στο φως του Χριστού», απάντησε
εκείνη, «κι εκεί καταργούνται οι ανθρώπινοι νόμοι και κανόνες».
«Ο Χριστός σου είναι άγνωστος σε μένα. Ξέρω ποιος είναι,
αλλά εγώ ζω σε άλλες συνθήκες».
«Οι συνθήκες αυτές είναι τα δίχτυα, με τα οποία σε έχει
τυλίξει ο διάβολος. Αν θέλεις, και μόνο αν
θέλεις, με τη χάρη του Θεού, ακολούθησέ με και θα σου δείξω έναν αληθινά όμορφο
κόσμο».
Σταμάτησε λίγο και ψιθύρισε μια μικρή προσευχή· ένα κύμα
στοργής, πρωτόγνωρο για τη Μάχη, εξαπλώθηκε στο χώρο, προκαλώντας της αμηχανία.
«Ο Χριστός, παιδί μου», συνέχισε η γριούλα, «δεν αδιαφορεί
για σένα, δε σε έχει εγκαταλείψει· παρακολουθεί με πόνο τα παθήματά σου και σε
περιμένει με αγωνία. πολλές φορές προσπάθησε να σε καλέσει, αλλά κάθε φορά
έστρεφες τα νώτα κι έκλεινες τα μάτια – τα ωραία και κουρασμένα μάτια σου. Κι
Εκείνος έκλαιγε… Και η Παναγία, στον ουρανό, και οι άγγελοι έκλαιγαν. Δεν έχει
για σένα κάποιο νόμο, αλλά μια τεράστια αγκαλιά. Δε θα σε κρίνει· θα σε
γιατρέψει και θα σε βοηθήσει, όπως τον άσωτο υιό».
Τα μάτια της γυάλισαν με ξαφνική αγριότητα. Ήταν θηρίο,
επιβίωσε δυόμισι χρόνια, ήταν δυνατή· δε θα γινόταν αδύναμη, επειδή μια γριά
της μιλούσε για το Χριστό και την αγάπη.
«Άσωτο υιό; Δεν είμαι άσωτος υιός εγώ, ούτε έχω ανάγκη την
αγκαλιά του» γρύλλισε. «Αφού φάω τη μάνα και το μωρό, αν κάνεις το λάθος να
είσαι ακόμα εδώ, θα σε σκοτώσω».
«Τότε σου προσφέρω τον εαυτό μου, αντί για τη ζωή της
μητέρας και του παιδιού».
Στο δευτερόλεπτο η Μάχη μεταμορφώθηκε σε λύκο και όρμησε
καταπάνω της. Δάγκωσε μόνο το χιόνι, που έπεφτε όλο και πιο πυκνό. Η γριά είχε
χαθεί μυστηριωδώς και είχε εμφανιστεί πενήντα μέτρα πιο πέρα.
Ο λύκος την καταδίωξε. Εκείνη συνέχισε ν’ απομακρύνεται με
τον ίδιο παράξενο τρόπο, ώσπου βρέθηκε μέσα στο δάσος, κάμποση απόσταση απ’ το
χωριό. Η μάνα και το παιδί είχαν σωθεί.
Τότε έμεινε ακίνητη, ψιθυρίζοντας μια προσευχή. Ο λύκος
χίμηξε πάνω της, την τσάκισε μ’ ένα δάγκωμα κι έπεσαν αγκαλιασμένοι μέσα στα
αίματα.
Σηκώθηκε στα τέσσερα πόδια της πάνω στο χιόνι, που είχε
γίνει μια ματωμένη λάσπη. Το σώμα του θύματός της κειτόταν μπροστά της,
κρατώντας σφιχτά στο χέρι το ματωμένο σταυρό. Το συναίσθημα που ένιωσε ήταν
αλλόκοτο· ικανοποίηση και φρίκη!
Τότε μια σκιά τη σκέπασε και με κρότο προσγειώθηκε λίγα
μέτρα δίπλα της ένας τεράστιος κατάμαυρος αετός. Οπισθοχώρησε τρομαγμένη
δείχνοντας τα δόντια της. Μα ο αετός ευθύς μετατράπηκε σε άντρα – έναν ψηλό ξερακιανό
άντρα με ξυρισμένο κεφάλι και μαύρη κάπα.
«Μη φοβάσαι» της είπε ελληνικά με παγερή φωνή, που κροτάλιζε
σαν πολυβόλο. «Αν μοιραστείς μαζί μου το φαγητό σου, θα μοιραστώ κι εγώ μαζί
σου το μεγαλύτερο θησαυρό που μπορείς να φανταστείς· τη δύναμη και την εξουσία
μου σε όλο το σύμπαν!».
4
Ο σταθμός του ηλεκτρικού στην Ομόνοια ήταν κατάμεστος από
κόσμο κάθε ηλικίας, που πηγαινοερχόταν σαν κουρδισμένος ή περίμενε τους συρμούς
σ’ ένα σύντομο επιτρεπτό διάλειμμα χαλάρωσης. Ήταν εκεί κι ένας σύλλογος ΑΜΕΑ, που
πήγαινε να επισκεφτεί την παραολυμπιακή ομάδα στίβου, και παραδίπλα μια
συντροφιά φοιτητών, που είχαν ξεκινήσει για τη σχολή τους.
Από μια γωνία, πρόβαλε το κεφάλι μιας λέαινας.
Κρυμμένη στις σκιές, κανείς δεν την πρόσεξε. Κοίταξε γύρω
λογαριάζοντας το πλήθος (κάτι της θύμιζε αόριστα τούτη η εικόνα), για να
εντοπίσει τα θύματα της προτίμησής της.
Αυτή θα ήταν η εκδίκησή της για την ταπείνωση και την ήττα
που είχε υποστεί. Έτσι θα ζούσε από ’δώ και πέρα· και ήταν βέβαιη πως κάπου θα
την έβγαζε αυτός ο δρόμος.
Ξεχώρισε ένα παλικάρι και μια κοπέλα· φαίνονταν ζευγάρι και
η ευτυχία που αντανακλούσαν, γεννημένη από αγάπη κι ενδιαφέρον του ενός για τον
άλλο, της προκάλεσε φθόνο – ένα φθόνο πικρό και σιδερένιο, ανεξήγητο, σαν
αιφνιδιαστική μαχαιριά.
Και τότε φανέρωσε τον εαυτό της και περπάτησε καμαρωτά στην
αποβάθρα. Το πλήθος άρχισε να ουρλιάζει τρέχοντας πανικόβλητο κι εκείνη στάθηκε
απέναντι στο ζευγάρι, που είχε κερώσει, έγλειψε τα χείλη της, τους κοίταξε στα
μάτια με τα τεράστια δικά της κι ετοιμάστηκε να ορμήσει.
Και τότε μια δυνατή, ατρόμητη φωνή τη σταμάτησε:
«Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, στάσου εκεί που είσαι!».
Στράφηκε απότομα, ξαφνιασμένη, και γρύλλισε δυνατά. Μπροστά
της βρισκόταν η ηγουμένη Μακρίνα, καθισμένη στο αναπηρικό καροτσάκι της. Είχε
ξεκινήσει από νωρίς για να φτάσει, παίρνοντας τον ηλεκτρικό και το μετρό,
συνοδευόμενη από την αδελφή Μάρθα, που τώρα στεκόταν πίσω της τρομαγμένη και
προσευχόταν.
Η γερόντισσα κρατούσε στο χέρι ένα μικρό σταυρό. Η μια άκρη
του ήταν μυτερή, σαν επίτηδες φτιαγμένη για να μπορεί να καρφώσει. Μ’ αυτό ήταν
αποφασισμένη να πολεμήσει.
Σήκωσε το αδύνατο δεξί της χέρι και σταύρωσε τον αέρα,
επικαλούμενη το όνομα της Αγίας Τριάδας. Η Μάχη μούδιασε και, χωρίς να το
θέλει, επανήλθε στην ανθρώπινη μορφή της. Το ζευγάρι βρήκε την ευκαιρία και τρύπωσε
πίσω από τις κυλιόμενες σκάλες.
Λέαινα και μοναχή στάθηκαν απέναντι.
«Και είπεν ο Θεός», πρόφερε με επισημότητα η γεροντική φωνή
της πνευματικής ηγέτιδας· «ποιήσωμεν άθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’
ομοίωσιν» (τόνισε τις λέξεις), «και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης και
των πετεινών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των
ερπετών των ερπόντων επί γης γης. Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα
Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. Και ευλόγησεν αυτούς ο
Θεός, λέγων· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε
αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και
πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της
γης».
Η Μάχη ένιωσε μέσα της ένα αόρατο απαλό χέρι να σηκώνει,
ψηφίδα ψηφίδα, την οργή και το φθόνο. Μια αίσθηση θεραπείας εγκαταστάθηκε στην
καρδιά της και χωρίς να το επιδιώξει, μπροστά στα μάτια του κατάπληκτου
κρυμμένου πλήθους, ξαναέγινε άνθρωπος.
Η φωνή της γερόντισσας συνέχισε την απαγγελία από το 1ο και
το 2ο κεφάλαιο της Γένεσης:
«Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και
ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν
ζώσαν… Και έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον, ον έπλασε, και έθετο αυτόν εν τω
παραδείσω της τρυφής, εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν».
«Γιατί μου τα λες αυτά, γριά;» στρίγκλισε η γυναίκα, κι η
φωνής της έμοιαζε πιο γερασμένη από της ηλικιωμένης ανάπηρης μοναχής – σαν φωνή
γριάς στρίγκλας, που καταριόταν και απειλούσε. «Νομίζεις πως θα με
συγκινήσεις;».
Η γερόντισσα πήρε ανάσα. Έκανε το σταυρό της και απάντησε με
ψυχραιμία:
«Ποιος θεός σού έκανε ποτέ αυτή την τιμή, κόρη μου; Σε
δημιούργησε κατ’ εικόνα Του, σε κάλεσε να γίνεις όμοια με Αυτόν, καθ’ ομοίωσίν
Του (ακόμα και να τον αρνηθείς αν θέλεις, που αυτό έκανες, κι όμως δεν
κατεβαίνει απ’ τον ουρανό να σε συντρίψει, όπως κάνουν οι δικοί σου “θεοί”)…
Έγινε άνθρωπος και καρφώθηκε στο σταυρό για σένα, μπροστά στα πάναγνα και
πανάγια μάτια της Μητέρας Του, που είδες και μόνη σου τι είδους πλάσμα είναι
τώρα πια. Και σε περιμένει ακόμα· σου απλώνει το ματωμένο χέρι Του, με την
πληγή από το καρφί, που έγινε από ανθρώπους όμοιους με σένα (υπηρέτες του
Κακού) κι Εκείνος το ανέχτηκε για να σώσει κι εκείνους κι εσένα – που σε
γνώριζε από πριν δημιουργήσει το σύμπαν – και όλο τον κόσμο. Περιμένει να
πιάσει το δικό σου χέρι, που έχει ευλογήσει δαιμονικές τελετές, έχει ρίξει
κατάρες, έχει κάνει ξόρκια μαύρης μαγείας… Κι όμως, Εκείνος το περιμένει, για
να σε οδηγήσει στο Φως, στην Αλήθεια και στη Ζωή. Δεν αξίζει να Του δώσεις έστω
μια ευκαιρία, που είναι πάλι για χάρη σου κι όχι για κανένα δικό Του όφελος;».
«Κάποτε οι υπηρέτες του Θεού σου έκαιγαν ζωντανές τις
μάγισσες σαν εμένα, αφού τις είχαν βασανίσει με τους πιο διεστραμμένους και
σατανικούς τρόπους! Πώς λοιπόν να περιμένω αγάπη και κατανόηση απ’ αυτόν το
Θεό;».
«Μα δεν ήταν υπηρέτες του Θεού», αναστέναξε η γερόντισσα,
«αλλά του δικού σου αφέντη, του σατανά, που μισεί ακόμα κι εκείνους τους
δυστυχείς, που τους έχει παραπλανήσει και τον λατρεύουν! Τι υπηρέτες του Θεού
ήταν οι μεσαιωνικοί πάπες και οι δήμιοί τους; Μήπως πολλοί απ’ αυτούς δεν ήταν
μάγοι και σατανιστές και διεστραμμένοι και παιδεραστές και αιμομίκτες; Μήπως ο
δικός σου ο αφέντης δεν αρέσκεται σε όλα τούτα κι όχι ο δικός μου Κύριος; Και
ξέρεις πολύ καλά ποια είναι η αλήθεια».
«Με ζάλισες, γριά!» κάγχασε η μάγισσα. «Μιαν άλλη, ίδια με
σένα, την έκανα κάποτε κομμάτια!».
«Το ξέρω» απάντησε ατάραχα η ηγουμένη. «Και τι νομίζεις πως
έπαθε; Κάθεται στον ουρανό, δίπλα στο Θεό, μαζί με εκατομμύρια άλλους αγίους,
που προτίμησαν το Φως από το σκοτάδι. Κανείς δεν μπορεί να τους πειράξει, είτε
στον ουρανό βρίσκονται, είτε στη γη. Ενώ εσύ, αδελφή μου, και οι όμοιοί σου, τι
είστε; Άχυρα στον ανεμοστρόβιλο του διαβόλου, που σας στριφογυρίζει όπως θέλει,
σας εκμεταλλεύεται και σας κοροϊδεύει, μέχρι να σας διαλύσει και να σας
εξαφανίσει στην άβυσσο».
«Εκεί θα στείλω εσένα!». Τα μάτια της άρχισαν να πετούν τις
μικρές αστραπές τους.
«Μόνο στο Φως μπορείς να με στείλεις· γιατί εκεί με
περιμένει ο Άγιός μου Κύριος. Και, ό,τι κι αν κάνεις, σε συγχωρώ και σε αγαπώ
και σε ικετεύω, γύρνα κάποτε κοντά Του. Όταν θα σε έχουν τσακίσει οι βδελυροί
άρχοντες που υπηρετείς, θυμήσου την ιστορία του ασώτου υιού και γύρνα κοντά
Του, αδελφή μου… για να ζήσεις».
Η Μάχη, αστραπιαία, μετατράπηκε ξανά σε λιοντάρι. Της
ρίχτηκε και της έμπηξε τα τεράστια νύχια στο γέρικο σώμα της. Η ηγουμένη άπλωσε
το χέρι και βύθισε ολόκληρο το μικρό σταυρό που κρατούσε, σα μικροσκοπικό
μαχαιράκι, στην κοιλιά του κτήνους.
Μ’ έναν εκκωφαντικό κρότο, σα να έσκασε κάποιο τεράστιο
μπαλόνι, η μάγισσα εξαφανίστηκε!
«Σώσε την» ψιθύρισε αιμόφυρτη η γερόντισσα στη μοναχή Μάρθα,
που είχε γονατίσει ξεφωνίζοντας τρομαγμένη πίσω απ’ τη δασκάλα της.
Δίπλα στη ματωμένη ρόδα της αναπηρικής καρέκλας κάτι
μικροσκοπικό σπαρταρούσε. Η αδελφή Μάρθα έσκυψε και το σήκωσε. Το έριξε σ’ ένα
πεταμένο χάρτινο κύπελλο, που μάζεψε από δίπλα, και στράφηκε βιαστικά σ’ ένα
κορίτσι, κάπου δώδεκα χρονών, που κοιτούσε αποσβολωμένο αγκαλιά με τη μαμά του,
κρατώντας στο χέρι του ένα μπουκαλάκι εμφιαλωμένο νερό.
«Σε παρακαλώ, γέμισέ το» είπε η αδελφή δείχνοντάς του το
ποτήρι. Εκείνο υπάκουσε μηχανικά, κοιτάζοντας μόνο το όμορφο, νεανικό και
γαλήνιο πρόσωπό της.
Μέσα στο κύπελλο κάτι άρχισε να κολυμπάει.
Η γερόντισσα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο μ’ ένα ασθενοφόρο
που έσπευσε στον τόπο. Το προσωπικό σταμάτησε την αιμορραγία όσο μπορούσε. Σε
όλη τη διαδρομή, ξαπλωμένη στο φορείο, με μισόκλειστα μάτια, έλεγε και ξανάλεγε
ξέπνοα:
«Κύριε, συγχώρησε τους εχθρούς μου… Ελέησον τον κόσμο Σου…
Ελέησόν με».
Τη μετέφεραν στα επείγοντα, στο χειρουργείο. Ο γιατρός την
εξέτασε με μια ματιά και κατάλαβε την κρισιμότητα της κατάστασης. Πριν δώσει
εντολή για τα περαιτέρω, η γερόντισσα άνοιξε τα μάτια της:
«Γιατρέ…» ψέλλισε εξαντλημένη.
«Ηρεμήστε, όλα θα πάνε καλά» της είπε, κι ας μην το πίστευε.
«Μη ζητάς από τη γυναίκα σου να κάνει έκτρωση» είπε η
γερόντισσα αδιαφορώντας για τις πληγές της. «Το εισόδημά σας σάς επιτρέπει να
ζήσετε και τρίτο παιδί».
Ο γιατρός ταράχτηκε· ποια ήταν;
«Αυτό το παιδί θα είναι άρρωστο» της απάντησε· «φάνηκε στον
προγεννητικό έλεγχο πως θα έχει σύνδρομο Down».
«Είναι άνθρωπος» είπε η γερόντισσα, «έχει δικαίωμα να
ζήσει». Η φωνή της έσβηνε σιγά σιγά. «Ο Θεός σας το στέλνει και θα σωθείτε
αγαπώντας το και φροντίζοντάς το… Κι ύστερα, πού ξέρεις; Μπορεί κι αυτό να
γίνει ένας άγιος».
«Πώς τα ξέρετε αυτά;» ρώτησε ο γιατρός.
Από τα μάτια της ανάβλυσαν δάκρυα. Σήκωσε το χεράκι της κι
έδειξε πίσω απ’ τον ώμο του:
«Η αγία Βαρβάρα μου τα είπε» απάντησε βάζοντας τα κλάματα.
Ο γιατρός γύρισε απότομα το κεφάλι· κανείς δε στεκόταν πίσω
του – κανείς, τουλάχιστον, ορατός από ανθρώπινα μάτια. Ανατρίχιασε
συγκλονισμένος· η γυναίκα του λεγόταν Βαρβάρα.
Στράφηκε ξανά στη γερόντισσα και το σοκ του δυνάμωσε. Είχε
ξεψυχήσει.
Έτσι πέθανε μια μεγάλη αγία του Θεού και γκρεμίστηκε ένας
από τους στύλους που συγκρατούν την Αθήνα και ολόκληρη την Ελλάδα. Δε
γκρεμίστηκε εντελώς, αλλά μεταφέρθηκε στον ουρανό, απ’ όπου μπορεί να πρεσβεύει
για μας, αν την επικαλούμαστε. Κατά κάποιο τρόπο, τώρα μπορεί να μας βοηθήσει
περισσότερο παρά όταν ήταν στη γη.
Στο γραφείο της, ακόμη και σήμερα, μέσα σε μια γυάλα,
κολυμπάει ένα μικρό χρυσόψαρο. Η μια πλευρά του έχει ένα παράξενο ασπροκόκκινο
σημάδι σε τέλειο σχήμα σταυρού, σα να αποτυπώθηκε εκεί πάνω με ανεξήγητο τρόπο.
Η γυάλα δεν περιέχει νερό, αλλά αγιασμό, κι είναι σκεπασμένη με ένα λευκό πανί,
πάνω στο οποίο είναι αφημένος ένας άλλος μικρός σταυρός. Έτσι, το χρυσόψαρο
δυσκολεύεται να δραπετεύσει, είτε με τη δική του μορφή, είτε με άλλη, αν με
αντιλαμβάνεστε.
Και η Αθήνα, να ξέρετε, έχει κι άλλους στύλους. Η Ελλάδα
έχει κι άλλους στύλους. Και το επόμενο διάστημα γνώρισα μερικούς απ’ αυτούς.