Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Κεφάλαιο 8. Τρεις προσευχές

 

Εικ. από εδώ

Οι δορυφόροι των δυνατών χωρών και των δυνατότερων ομίλων των Μ.Μ.Ε. είδαν με τα ηλεκτρονικά τους μάτια την πύλη να σχηματίζεται σαν αέρινη δίνη κι από μέσα να βγαίνουν ορδές των πιο αλλόκοτων πλασμάτων που θα μπορούσε ποτέ ν’ αντικρύσει ανθρώπου μάτι!

Το μέρος, όπου άνοιξε η πύλη, ήταν η έρημος του Αφγανιστάν.

Ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ, η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία και φυσικά το Αφγανιστάν και οι γύρω χώρες συνασπίστηκαν, χωρίς να ξεχάσουν τις διαφορές τους, κι άρχισαν να συγκεντρώνουν τα στρατεύματά τους γύρω απ’ τους εισβολείς.

Τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα στην αρχή αποκάλυψαν στο κοινό όλου του πλανήτη πως πλάσματα άγνωστης προέλευσης και ταυτότητας εισβάλλουν στη Γη. Κατόπιν όμως έλαβαν διαταγή ν’ αλλάξουν το ρεπορτάζ τους κι έτσι διόρθωσαν, λέγοντας πως πρόκειται για στρατό τρομοκρατών με στολές και μάσκες μυθικών τεράτων!

Κάθε χώρα και συμμαχία τούς ονομάτιζε με τα ονόματα των εχθρών της, κι ας ήταν κι οι δικοί τους στρατιώτες παραταγμένοι εκεί δίπλα. Πρόσκαιρες λυκοφιλίες δε μπορούσαν ν’ απαλύνουν μίση δεκαετιών.

Κάτω από παγκόσμια τηλεοπτική κάλυψη, εκπρόσωποι των δυνάμεων της Γης προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τους πρωτόγονα οπλισμένους ξενόφερτους:

«Ποιοι είστε; Από πού έρχεστε; Τι θέλετε;».

Οι δυο Μάγοι είχαν σταθεί σε δυο γιγάντιους βράχους, δεξιά κι αριστερά του στρατού τους. Οι δυο Βασιλιάδες είχαν σταθεί δίπλα δίπλα, σ’ έναν τρίτο βράχο.

«Είμαστε ο στρατός της Νάρνια!» φώναξε ο Γεηρός με ένταση ενισχυμένη από μαγεία. «Ζητάμε τη διακυβέρνηση του πλανήτη! Επιτεθείτε, και θα σας συντρίψουμε αμέσως!».

***

Στο αρχηγείο του ΝΑΤΟ δόθηκε εντολή να ρίξουν πυραύλους.

«Αυτοί, με τόξα και ξίφη, είναι ανόητοι που θέλουν να τα βάλουν μαζί μας!» αποφάνθηκε ένας αρχιστράτηγος.

Οι πύραυλοι εκτοξεύτηκαν. Οι δυο Μάγοι ύψωσαν τα χέρια και τους σταμάτησαν στον αέρα.

Ενώ ο ανθρώπινος πληθυσμός – όπου υπήρχε τηλεόραση – κοιτούσε με την ανάσα κομμένη, οι πύραυλοι στάθηκαν λίγο μετέωροι πάνω απ’ το αλλόκοτο στράτευμα και μετά άλλαξαν κατεύθυνση κι έπεσαν καταπάνω στους υπερασπιστές της Γης!

Η έκρηξη τράνταξε τα πάντα για πολλά χιλιόμετρα. Χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κι οι στρατιώτες των δυο Βασιλιάδων παραλίγο να το βάλουν στα πόδια! Τέτοια φοβερά όπλα διέθεταν οι Γιοι του Αδάμ;

Μόνο τα σκοτεινά πλάσματα δε φοβήθηκαν· στρίγκλιζαν και ξεφυσούσαν, ανυπομονώντας να ριχτούν στη μάχη!

«Μη φοβάστε!» φώναξε ο Βασιλιάς Χρύσιππος. «Οι Μάγοι φίλοι μας μάς προστατεύουν! Η νίκη είναι δική μας!».

«Επίθεση!» ούρλιαξε κι ο Βασιλιάς Ροκ.

«Επίθεση!» φώναξαν κι οι στρατηγοί των υπερασπιστών της Γης.

Και η μάχη άρχισε.

***

Στη Νάρνια, η Φλογέα, η γυναίκα του Πολεμιστή Ήλιου, ένιωσε πως είχε έρθει η ώρα να κάνει την προσευχή της.

Μάζεψε ένα μπουκέτο λουλούδια και ξεκίνησε για τον Τάφο του Ασλάν. Όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια των Κενταύρων την ακολούθησαν. Έτσι, χιλιάδες Κενταυρίνες πέρασαν μέσα απ’ τα δάση και τα λιβάδια και συγκεντρώθηκαν γύρω απ’ τον ιερό τόπο, εκεί όπου ο Ασλάν θυσίασε τη ζωή του για να κερδίσει τη σωτηρία ενός Ανθρώπου που είχε διαπράξει ένα σφάλμα.

Γονάτισαν όλες στα μπροστινά τους πόδια κι η Φλογέα ακούμπησε τα λουλούδια στο ραγισμένο πέτρινο Τραπέζι της Θυσίας.

«Μεγάλε Ασλάν» είπε με φωνή λυπημένη, μα σταθερή, «αν μας ακούς, αν, και αν θέλεις να μας βοηθήσεις, σε ικετεύουμε, τώρα είναι η ώρα να το κάνεις…».

 ***

Στο Αφγανιστάν, που πολλούς επιδρομείς, Παιδιά του Αδάμ, σήκωσε στην πλάτη του για πολλά χρόνια και η βία έγινε ένα με το πετσί των Ανθρώπων, η γριά Ταχέρα, που πέντε παιδιά της πολεμούσαν αυτή την ώρα ενάντια τους αλλόκοτους επιδρομείς, γονάτισε στο χωματένιο δάπεδο του φτωχόσπιτού της κι άρχισε να μιλάει στο Θεό, όπως τον καταλάβαινε η ίδια κι όπως της Τον είχε διδάξει η μάνα της και η μάνα της μάνας της και σ’ εκείνες οι άλλες γυναίκες της οικογένειάς της, αιώνες πίσω.

***

Στο Σαν Φρανσίσκο, ο π. Τύχωνας Κάρπωφ συγκέντρωσε τους πνευματικούς αδελφούς του στην εκκλησία κι άρχισε παράκληση υπέρ της ειρήνης. Ήταν ο μόνος που ήξερε ποιοι πολεμούν τους Γήινους. Στο εκκλησίασμά του υπήρχαν πολλοί γονείς στρατιωτών· κρατούσαν κεριά και προσεύχονταν με δακρυσμένα μάτια.

Η πρεσβυτέρα Ξένια, ο γιος της και τα μικρά της κορίτσια – η Νάντια κι η Λιούμπα – στέκονταν παράμερα και προσεύχονταν επίσης. Και δίπλα τους η Σου και η Κρίστι.

Λίγο πιο δίπλα, στο γραφείο του ιερέα, οι Τρεις Επισκέπτες παρακολουθούσαν με αγωνία.

«Δεν πρέπει να πάμε;» ρώτησε ο Ευθύβουλος. «Εδώ θα καθόμαστε, ενώ οι δικοί μας σκοτώνονται;».

«Και με ποιους θα πολεμήσεις;» είπε ο Ποντικός. «Θα βοηθήσουμε τους δικούς μας να ξεκάνουν τους Ανθρώπους; Ή μήπως τους Ανθρώπους να ξεκάνουν τους δικούς μας;». Κοίταξε από τη χαραμάδα της πόρτας το λαό που προσευχόταν.

«Αυτή είναι η καλύτερη συμμετοχή σ’ αυτή τη μάχη» πρόσθεσε. «Μακάρι ν’ ακούσει ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει τούτη την ώρα».

«Ο Ασλάν…» ψιθύρισε η Κρυσταλίνα. Έσφιξε τις γροθιές της στο στήθος κι ένωσε, χωρίς να το ξέρει, τις προσευχές της με της μητέρας της, μέσα από τις πύλες που διαχώριζαν, μα και ένωναν τους δύο Κόσμους.

 ***

Στο διαμέρισμά της, η Βασίλισσα Σούζαν παρακολουθούσε τη μάχη από την τηλεόραση. Έβλεπε Ναρνιανούς πρώτη φορά μετά από δεκαετίες – και τώρα είχαν έρθει στο δικό της Κόσμο ως επιδρομείς, έχοντας συμμαχήσει με τις ορδές του κάτω Κόσμου!

Η καρδιά της βροντούσε. Τι θα γινόταν;

Και τότε ένιωσε την παρουσία του και στράφηκε. Εκείνος καθόταν ήρεμος μέσα στο δωμάτιο. Δεν ένιωσε φόβο· η παρουσία του τη γέμισε ασφάλεια και γαλήνη.

«Ασλάν» ψιθύρισε με ανείπωτη αγάπη.

Το Μεγάλο Λιοντάρι σηκώθηκε και την πλησίασε.

«Άργησα;» τη ρώτησε με την ήρεμη και μεγαλόπρεπη φωνή του.

«Δεν είμαι άξια εγώ να το πω» απάντησε η Γυναίκα.

Το Λιοντάρι έδειξε με το αστραποβόλο βλέμμα του την τηλεόραση.

«Κάτι πρέπει να κάνουμε για όλους αυτούς» είπε. «Θα βοηθήσεις;».

«Εσύ ζητάς τη δική μου βοήθεια;».

«Ξέρεις πως δεν είναι στη φύση μου να παρεμβαίνω άμεσα. Αναζητώ άξιους και πρόθυμους, που θα διαφυλάξουν την ελευθερία επιλογής όλων των πλασμάτων».

«Και είμαι εγώ άξια και πρόθυμη;» ρώτησε με συντετριμμένη φωνή η Γυναίκα που Είχε Χάσει την Πίστη της.

Ο Ασλάν πλησίασε και άγγιξε με τη χαίτη του την παλάμη της. Εκείνη τόλμησε να τον χαϊδέψει. Το είχε κάνει όταν ήταν στην εφηβεία και τώρα το έκανε ξανά, μια ζωή μετά. Μα δεν της αρκούσε να τον χαϊδέψει· έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε κι άνοιξαν οι καταρράχτες της λύτρωσης από τα μάτια της.

«Ασλάν, αγαπημένε μου Ασλάν…».

Εκείνος την άφησε να κλάψει. Όταν ηρέμησε, της είπε με αγάπη:

«Λοιπόν, θα βοηθήσεις;».

«Πώς μπορώ να βοηθήσω; Δεν είμαι πια τίποτα για το λαό μας».

«Κάνεις λάθος. Όταν γίνεις Βασιλιάς στη Νάρνια…».

Έστρεψε το κεφάλι του κι έδειξε το τόξο και τη γεμάτη φαρέτρα που κρέμονταν στον τοίχο. Όμως δεν ήταν πια το αγωνιστικό τόξο, με το οποίο η Σούζαν είχε κερδίσει πολλά πρωταθλήματα τοξοβολίας, αλλά ένα περίτεχνο τόξο από λεπτοδουλεμένο ελεφαντόδοντο, τεχνούργημα της Νάρνια.

Η Σούζαν ένευσε. Δεν είχε πια αναστολές. Εκείνος εξάλλου ήταν μπροστά της και την καθοδηγούσε. Ξεκρέμασε και φόρεσε τα όπλα της. Και είπε μόνο μια λέξη:

«Φεύγουμε;».

«Κάθισε στην πλάτη μου. Αλλά κρατήσου γερά, γιατί πρέπει να τρέξουμε, Βασίλισσα Σούζαν, αγαπημένη μου Σούζαν».

Κάθισε στη ράχη του σφίγγοντας τη μεγάλη χαίτη, όπως είχε καθίσει κάποτε με την αδερφή της, τη Λούσυ, την αθωότερη και ικανότερη όλων. Ο Ασλάν βγήκε στο μπαλκόνι. Συσπειρώθηκε και, μ’ ένα σάλτο, βρέθηκε σε μια ταράτσα χιλιόμετρα μακριά! Το ταξίδι άρχιζε.

***

Ο πόλεμος μαινόταν! Οι αλλόκοτοι πολεμιστές είχαν ρίξει χιλιάδες ακόντια και βέλη και τελικά είχαν φτάσει στις γραμμές των Ανθρώπων. Η μάχη είχε καταλήξει όπως ήξερε η Νάρνια: σώμα με σώμα.

Οι στρατιώτες και τα πολεμικά άρματα κι από τις δυο πλευρές ήταν αναρίθμητα. Σπαθιά, τσεκούρια και πυροβόλα όπλα έσπερναν το θάνατο χωρίς έλεος.

Ο Μινώταυρος Βασιλιάς Ροκ, πάνω στο άρμα του, στράφηκε στο Μονόκερω αντίζηλό του, που στεκόταν δίπλα του απορροφημένος στην παρακολούθηση της φοβερής μάχης. Κανείς δεν τους έβλεπε, εκτός από τα πιστά του Άλογα που τραβούσαν το άρμα. Χωρίς να πει λέξη, σήκωσε το τσεκούρι του και του κατάφερε ένα φονικό χτύπημα, που του σύντριψε το κρανίο.

Ο Μονόκερως σωριάστηκε στο βράχο χωρίς ούτε βογγητό. Τα Άλογα ταράχτηκαν για μια στιγμή, μα ο Βασιλιάς τα συγκράτησε με τα γκέμια τους. Ένα μοχθηρό χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο πρωτόγονο μούτρο του. Όταν θα τελείωνε η μάχη, θα έλεγε πως κάποιος εχθρός σκότωσε το Βασιλιά. Ένα όνειρο γενεών είχε εκπληρωθεί! Ήταν πλέον ο μοναδικός Βασιλιάς στη Νάρνια και, επιπλέον, ο ιδιοκτήτης του Κάιρ Πάραβελ!

Οι δυο Μάγοι είδαν τη δολοφονία και αντάλλαξαν θυμωμένες ματιές. Πώς τολμούσε αυτός ο ασήμαντος αρχηγίσκος να κάνει τέτοια πράξη χωρίς να τους ρωτήσει;

“Ας τελειώνουμε από ’δώ και θα ξεμπερδέψουμε μαζί του μια και καλή!” σκέφτηκε ο Γεηρός. Ελάχιστα τον ενδιέφεραν οι διαμάχες της Νάρνια· αν ήθελαν να σκοτωθούν μεταξύ τους, δεν του καιγόταν καρφάκι. Όμως δε θα τους επέτρεπε να νιώσουν ελεύθεροι! Ήταν πια κάτω από τις διαταγές του! Δεν το είχαν καταλάβει, αυτά τα ζωντόβολα που μιλούσαν;

Και τότε ένας βρυχηθμός σκέπασε τους κρότους των όπλων και τις κραυγές των πολεμιστών, σα να έβγαινε από γιγάντιο λαρύγγι.

Οι συγκρούσεις σταμάτησαν κι όλα τα μάτια αναζήτησαν την πηγή του. Ένα μεγαλόπρεπο Λιοντάρι και μια αρχοντική ηλικιωμένη Γυναίκα στέκονταν δίπλα δίπλα σ’ έναν ψηλό βράχο, πάνω από το ματωμένο πεδίο της μάχης.

Τώρα στέκονταν σε βράχους οι δυο Μάγοι, ο Βασιλιάς Ροκ και το Λιοντάρι με τη Γυναίκα.

«Ο Ασλάν!» μουρμούρισαν οι Ναρνιανοί και τα βδελυρά πλάσματα ανατρίχιασαν κι έγιναν ένας σωρός, πέφτοντας το ένα πάνω στο άλλο σκούζοντας και θρηνολογώντας.

Τα λιοντάρια σ’ όλο τον κόσμο άκουσαν το βρυχηθμό και κατάλαβαν πως είχε προβάλει κάτι ανώτερο από όμοιό τους.

Επιτελείς και δημοσιογράφοι κι όσοι παρακολουθούσαν μέσα από οθόνες, άκουσαν επίσης, είδαν τη μάχη να σταματάει κι ένιωσαν ελπίδα.

Ο Ασλάν έδωσε στη Σούζαν δύναμη να φωνάξει κι εκείνη ύψωσε το χέρι, κρατώντας το ελεφάντινο τόξο που της είχε δώσει στα δάση της Νάρνια ο Άγιος Βασίλης, και είπε:

«Λαέ μου! Αγαπημένε μου Λαέ! Σας μιλάει η Σούζαν η Ευγενική, Βασίλισσα της Νάρνια!».

Νέα έκπληξη κατέλαβε τους Ναρνιανούς. Άρχισαν να κατεβάζουν τα όπλα, ενώ πολλοί είχαν κιόλας γονατίσει γεμάτοι σεβασμό και δέος.

Αυτό ήταν το μόνο που δεν περίμεναν οι δυο Μάγοι. Ύψωσαν τα χέρια, μα ένας δεύτερος βρυχηθμός του Ασλάν, πιο σιγανός, έκανε τη μαγική τους ενέργεια να εξατμιστεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τρομοκρατήθηκαν.

«Αυτός ο πόλεμος δε σας ταιριάζει!» συνέχισε η Σούζαν. «Εδώ είναι η δική μου πατρίδα και ο λαός μου, τα Παιδιά του Αδάμ και της Εύας, δε σας πείραξαν ποτέ. Αντίθετα, κάποτε βοήθησαν στην απελευθέρωση της Νάρνια από τον Αιώνιο Χειμώνα και σας έδωσαν τους Τέσσερις Υψηλούς Βασιλιάδες, για τους οποίους βλέπω με τα μάτια μου, συγκινημένη, το σεβασμό σας.

»Σας εξαπάτησαν! Διαβολικοί ξένοι κι επιπόλαιοι Ναρνιανοί σάς έσυραν σε μια μάχη χωρίς αιτία, που κοστίζει ήδη τη ζωή χιλιάδων δικών μας και φορτώνει τις ψυχές σας με το έγκλημα του φόνου! Κατεβάστε τα όπλα και γυρίστε στην πατρίδα! Η μάχη τέλειωσε! Ήρθε η ώρα της ειρήνης!».

Στο ματωμένο του βράχο, ο Βασιλιάς Ροκ σήκωσε το χέρι του, που κρατούσε το φονικό του τσεκούρι.

«Σκοτώστε την!» ούρλιαξε έξαλλος, δείχνοντας τη Γριά Βασίλισσα, το ζωντανό θρύλο.

Μερικά τόξα κινήθηκαν προς το μέρος της. Τα σκοτεινά πλάσματα αναθάρρησαν κι άρχισαν ν’ αργοσαλεύουν. Η Βασίλισσα Σούζαν, καταλαβαίνοντας το ρόλο του, πέρασε ένα βέλος στο μυθικό της τόξο. Της έφτασε ένα δευτερόλεπτο να σημαδέψει.

Το βέλος σφύριξε φτερωτό και καρφώθηκε στο λαιμό του Βασιλιά Ροκ πέρα ώς πέρα. Ο Βασιλιάς βόγκηξε και σωριάστηκε δίπλα στο νεκρό αντίζηλό του, πέφτοντας απ’ το άρμα του. Τα δυο Άλογα τραντάχτηκαν φοβισμένα και μετά άρχισαν να κατηφορίζουν τρέχοντας προς τη μεριά της πύλης, που πια δε φαινόταν.

Λες κι αυτό ήταν το σύνθημα, όλοι οι Ναρνιανοί άρχισαν να υποχωρούν, άλλοι άτακτα, άλλοι συνταγμένοι, περιμαζεύοντας τους τραυματίες. Οι νεκροί που άφηναν πίσω τους εξανεμίζονταν, σα να τους έκανε σκόνη ένας μαγικός άνεμος.

Οι Κένταυροι στάθηκαν προσοχή και παρουσίασαν όπλα προς τη μεριά της Βασίλισσας. Κατόπιν στράφηκαν κι ακολούθησαν τους υπόλοιπους.

Εκτός από δύο· ο Κεραυνόποδος κι ο Ωκυθόας έμειναν πίσω, αναθέτοντας την αρχηγία σε κάποιους άλλους. Έπρεπε να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους στον αγαπημένο τους Πολεμιστή Ήλιο.

Κατά βάθος, κανείς δε λυπήθηκε που σκοτώθηκε ο Βασιλιάς Ροκ, ούτε που είδαν το Βασιλιά Χρύσιππο να κείτεται νεκρός πάνω στο γιγάντιο βράχο. Όλοι ένιωσαν λύτρωση!

Ο Ασλάν έξυσε την επιφάνεια του βράχου με το μπροστινό του πόδι και η πύλη εμφανίστηκε στο βάθος, σα γαλάζια δίνη. Οι Ναρνιανοί άρχισαν να μπαίνουν μέσα και πατείς με πατώ σε ακολουθούσαν και τα βδελυρά πλάσματα.

Οι Άνθρωποι δεν πίστευαν στα μάτια τους.

«Να τους χτυπήσουμε;» ρώτησε ένας επιτελής.

«Είσαι καλά;» απάντησε ένας αρχιστράτηγος. «Δε βλέπεις πως φεύγουν; Θες να τους κάνουμε να ξαναγυρίσουν;».

***

Και τότε, οι δύο Μάγοι ένωσαν τις δυνάμεις τους για να χτυπήσουν το Λιοντάρι και τη Γυναίκα. Ο Γεηρός κάλεσε τους δαίμονές του κι ο αιμοβόρος μαύρος σκύλος, που κάποτε είχε εμφανιστεί στο σπίτι του, πρόβαλε απ’ τον αέρα ακολουθούμενος από δέκα άλλους.

Ακόμη κι ο Κοριάκιν τρόμαξε στη θέα. Ο Ασλάν συσπειρώθηκε και επιτέθηκε. Τα σκυλιά τον συνάντησαν στον αέρα, σκόρπισαν σαν πούπουλα στο πέρασμά του και χάθηκαν σαν καπνός. Πριν προσγειωθεί στο βράχο και ορμήσει στο Γεηρό, εκείνος κραύγασε ένα ξόρκι κι η ψυχή του πήδησε έξω απ’ το σώμα του σαν ατμός. Πέταξε ταχύτατη και τρύπωσε στο σώμα του τελευταίου από τα βδελυρά πλάσματα που υποχωρούσαν· στο σώμα της Φίδως.

Η Φίδω σπάραξε για μια στιγμή και κατόπιν συνέχισε να σέρνεται ασυγκράτητη. Ο Ασλάν την κοιτούσε που μπήκε στην πύλη. Τώρα ο σκοτεινός Μάγος από τον Κόσμο των Ανθρώπων είχε τρυπώσει στη Νάρνια. Ο Γεηρός πια ήταν η Φίδω. Και κάποτε θα γινόταν η Πράσινη Μάγισσα, για να εκδικηθεί όσους Ανθρώπους συναντούσε στο πέρασμά της, κυβερνώντας τα υπολείμματα των μοχθηρών πλασμάτων στον υπόγειο Κόσμο [1].

Η Σούζαν παρακολουθούσε σοβαρή και βλοσυρή, με χαμηλωμένο το τόξο. Είχε αφαιρέσει ζωή και δεν της άρεσε καθόλου αυτό. Όμως φαινόταν να έχει κερδηθεί η μάχη· η μάχη του Ασλάν, η δική της μάχη.

Ο Κοριάκιν, ανίσχυρος, έκανε να φύγει. Ο Ασλάν μ’ ένα σάλτο βρέθηκε μπροστά του.

Ο πονηρός Μάγος, που ήταν το σμαραγδένιο Αστέρι στον ουρανό της Νάρνια, γονάτισε εκλιπαρώντας.

«Είσαι αξιολύπητος» του είπε ο Ασλάν χωρίς περιφρόνηση, χωρίς μίσος. «Θα ζήσεις, μα δεν είσαι πια άξιος να είσαι Αστέρι. Σε στέλνω με ανθρώπινη μορφή στο Νησί των Μονόποδων [2] και φρόντισε να κυβερνήσεις με φρόνηση και σοφία».

Ο Μάγος υποσχέθηκε πως θα το κάνει. Ο Ασλάν βρυχήθηκε κι ο Κοριάκιν, παίρνοντας για τελευταία φορά μορφή Άστρου, πέταξε και τρύπωσε τελευταίος απ’ την πύλη, που έκλεισε και χάθηκε στον αέρα.

Ο Ασλάν επέστρεψε μ’ ένα τίναγμα στο βράχο όπου στεκόταν η Σούζαν.

«Και τώρα, καλή μου», της είπε, «θέλεις να φύγουμε ήσυχα από ’δώ ή προτιμάς να μιλήσεις στους Ανθρώπους και να τους εξηγήσεις ποια είσαι και τι ακριβώς έγινε σ’ αυτό τον τόπο;».

Η Σούζαν γονάτισε και τον αγκάλιασε.

«Προτιμώ να φύγουμε» αποκρίθηκε. «Όμως βλέπω πως έχουμε μια εκκρεμότητα ακόμη».

Οι δυο Κένταυροι είχαν ανέβει καλπάζοντας απ’ την πίσω πλευρά του βράχου κι είχαν φτάσει κοντά τους. Γονάτισαν μπροστά στον Ασλάν και τη Βασίλισσα Σούζαν.

«Σηκωθείτε» είπε το Λιοντάρι. «Ήταν καλύτερα για σας να μην πολεμούσατε σ’ αυτό τον άδικο και μάταιο πόλεμο. Μα ξέρω πως το κάνατε από αφοσίωση στον πολύτιμο φίλο σας και αγάπη στην άξια κόρη του. Μείνετε ήσυχοι· θα φροντίσω ο ίδιος την Κρυσταλίνα και θα επιστρέψει στον πατέρα της αύριο το βράδυ».

Έξυσε το βράχο με το πόδι του και μια μικρή πύλη άνοιξε μπροστά τους. Οι δυο Κένταυροι χαιρέτισαν με σεβασμό, πέρασαν την πύλη και βρέθηκαν στη Νάρνια.

Ήδη αμέτρητοι Άνθρωποι κατευθύνονταν προς το βράχο, πεζοί, με αυτοκίνητα, άρματα μάχης και ελικόπτερα. Ανάμεσά τους, ο Ασλάν ξεχώρισε τους πέντε γιους της Ταχέρα, σώους. “Ό,τι κι αν νομίζεις για μένα, εγώ σ’ ακούω” σκέφτηκε με αγάπη. Στράφηκε στη Σούζαν.

«Και τώρα η Νάρνια έχει μείνει χωρίς Βασιλιά» της είπε ήρεμα. «Μα θα την κυβερνήσει ο πιο κατάλληλος Βασιλιάς. Όπως είπες, θα βρεθεί ένας σοφός Βασιλιάς που θα ενώσει τα δυο βασίλεια. Η Νάρνια θα περάσει μια περίοδο άνθησης ακόμη».

Η Σούζαν χάιδεψε την πυκνή χαίτη και, πιάνοντάς την, καβαλίκεψε στη λιονταρίσια πλάτη.

«Ώστε μας άκουγες» είπε χαμογελώντας. Η χαρά τώρα ξεχείλιζε από μέσα της σα σιντριβάνι.

«Η αγάπη όλα τα ακούει» απάντησε ο Ασλάν· «αλλά παραμένει διακριτική και αθέατη».

Και μ’ ένα πήδημα ξέφυγε απ’ τους Ανθρώπους και χάθηκε στον ορίζοντα.



[1] Θα την αντιμετωπίσουν οι ήρωες της νουβέλας του C. S. Lewis Ο Ασημένιος Θρόνος.

[2] Εκεί θα τον συναντήσουν οι ήρωες της νουβέλας του C. S. Lewis Ο Ταξιδιώτης της Αυγής.


Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Κεφάλαιο 7. Τα μάτια του άνοιξαν στη Νάρνια κατά το σούρουπο

 

Τα μάτια του άνοιξαν στη Νάρνια κατά το σούρουπο. Είδε αμέσως το υπέροχο ηλιοβασίλεμα, τον κόκκινο δίσκο να κυλάει πίσω από τη γαλάζια ειρηνική θάλασσα. Μα ένιωσε τον καινούργιο κόσμο πρώτα με την όσφρηση και την ακοή του. Τα χιλιάδες αρώματα των λουλουδιών και οι οσμές όλων των άλλων πλασμάτων έσπευσαν να τον επισκεφτούν, κι η δροσερή αύρα τον τύλιξε σα μεταξένιος μανδύας. Ένας μανδύας υφασμένος όχι μόνο με μόρια αέρα, μα και με συναισθήματα καλοσύνης, αγάπης και γαλήνης.

Από τα γύρω δάση, αναρίθμητα Πουλιά κάθε Είδους τιτίβιζαν, έκρωζαν και κελαηδούσαν, καθώς συνάζονταν στις φωλιές τους για να κουρνιάσουν.

Κατάλαβε πως βρισκόταν σ’ έναν παράδεισο. Δεν του άρεσε και πολύ αυτό· όμως ένας παράδεισος είναι εύκολο να κατακτηθεί, γιατί δεν είναι καχύποπτος, ούτε προετοιμασμένος για πόλεμο.

Όμως από τα βάθη της γης, κάτω απ’ τις μαύρες μπότες του, ένιωθε κραδασμούς. Όχι κραδασμούς του υπεδάφους, αλλά των ψυχών· κραδασμούς κακίας και αγριότητας. “Εκεί είναι η κόλαση” σκέφτηκε. “Εκεί θα είναι ο τόπος μου”.

Απέναντί του, στην ακρογιαλιά, ένα καΐκι ετοιμαζόταν να πάει για ψάρεμα. Το πλήρωμά του ήταν Σάτυροι, που ετοίμαζαν τα δίχτυα και τα σύνεργά τους. Μερικές Νύμφες, οι γυναίκες τους, είχαν φέρει κολατσιό τυλιγμένο σε πετσέτες. Ένας αργόσχολος Φαύνος στεκόταν στην άκρη του καϊκιού και φλυαρούσε.

«Χμ…» έκανε ο Γεηρός βλέποντας με τα μάτια του ένα δείγμα από τον πληθυσμό αυτού του παράξενου Κόσμου.

Με τη σκέψη του έφτιαξε ένα φανταστικό πουλί – ένα διάφανο, αόρατο σκεπτοπούλι – και το ’στειλε να πετάξει πάνω απ’ τη θάλασσα· εκεί το μετέτρεψε σε ψάρι – σκεπτόψαρο – που βούτηξε στα βαθιά. Ό,τι θωρούσε το σκεπτόψαρο, θωρούσε κι ο Μάγος.

Είδε ένα γαλήνιο βυθό που έσφυζε από ζωή, όπως κι η στεριά. Δεν είχε μόνο πανέμορφα Ψάρια όλων των Ειδών, των μεγεθών και των σχημάτων (Ψάρια που έμοιαζαν με τα γήινα, μα και άλλα, νοήμονα και μη, που σε καμιά θάλασσα του δικού μας Κόσμου δεν κολυμπάνε) και απέραντα δάση από κοράλλια απίστευτης ομορφιάς, ή μόνο γιγάντια στρείδια με ποικιλόχρωμα μαργαριτάρια και ναυάγια με αμύθητους θησαυρούς, μα και ολόκληρα βασίλεια από Γοργόνες, Σειρήνες, Τρίτωνες, Ναϊάδες και Νηρηίδες, με παλάτια, χωριά και πόλεις, που δεν τα χωρούσε ο νους του Ανθρώπου.

Ένα ψυχικό κύμα τον άγγιξε ξαφνικά, αποσπώντας τη σκέψη του· το σκεπτόψαρο εξανεμίστηκε και πέρασε στην ανυπαρξία.

Ήταν ένα κύμα αλαζονείας, που μόνο η δική του σκοτεινή ψυχή μπορούσε να νιώσει. Κι ερχόταν από ψηλά. Κοίταξε τον ουρανό, που σκοτείνιαζε. Τα Άστρα ανέτελλαν κατά χιλιάδες, σε διάφορα μεγέθη και χρώματα, μα ένα ξεχώριζε: ένα σμαραγδένιο Αστέρι, που ταξίδευε κάθετα στον ουρανό. Από κει ερχόταν αυτό το ασυνήθιστο κύμα, που τον έκανε να νιώσει μεγάλη ευφροσύνη.

Έκλεισε τα μάτια και το κάλεσε τηλεπαθητικά. Το Αστέρι ανταποκρίθηκε· κύλησε απ’ τον ουρανό, σχηματίζοντας μια πράσινη φωτεινή ουρίτσα, και προσγειώθηκε παίρνοντας ανθρώπινη μορφή, όπως όλα τα ουράνια σώματα στη Νάρνια μπορούν να κάνουν.

Στάθηκε ήρεμο και σοβαρό μπροστά του. Ο Γεηρός ένιωσε πως αυτό το πλάσμα είχε ισχυρές μαγικές δυνάμεις, ισάξιες με τις δικές του. Δεν του άρεσε αυτό. Όμως ίσως είχε βρει το σύνδεσμό του μ’ αυτό τον Κόσμο, που θα τον βοηθούσε να ενώσει και τους δυο Κόσμους – να τους ενώσει κάτω από την εξουσία του.

«Είμαι ο Γεηρός, Μάγος από τον Κόσμο των Ανθρώπων».

«Είμαι ο Κοριάκιν, Αστέρας της Νάρνια».

«Νιώθω πως έχεις μεγάλες δυνάμεις, Κοριάκιν».

«Κι εγώ νιώθω πως έχεις κακές προθέσεις. Μα, με κάποιον παράξενο τρόπο, οι προθέσεις σου με γοητεύουν».

«Με διαβάζεις σαν ανοιχτό βιβλίο» τον κολάκεψε ο Γεηρός. «Ίσως είμαστε εκείνοι που θα συνδέσουν τους δυο Κόσμους και θα τους ενώσουν κάτω από μια κοινή εξουσία· ο Κόσμος σου θα είναι για σένα και ο δικός μου για μένα!».

Η ψυχή του Κοριάκιν τρικύμισε καθώς δέχτηκε την κολακεία. Αυτό σήμαινε, κατάλαβε ο Μάγος, πως είχε ακόμα συναισθηματικό κόσμο, έστω και διεφθαρμένο. Ήταν ένα αδύνατο σημείο, που μπορεί να τον έριχνε σε παγίδες. “Άρα είναι πιο αδύναμος από μένα” σκέφτηκε με χαρά. Ο Κοριάκιν ένιωσε τη χαρά του, μα πίστεψε πως οφειλόταν στη γνωριμία τους.

«Καλή συμφωνία. Και καλή συμμαχία. Ίσως είσαι εκείνος που περίμενα αιώνες, χωρίς να το ξέρω» είπε και τον τύλιξε μ’ ένα σύννεφο λαμπερής αστερόσκονης, σε ένδειξη εκτίμησης.

Ο Μάγος κοίταξε προς τη θάλασσα. Οι ψαράδες είχαν αποπλεύσει και η ακτή ήταν έρημη από νοήμονα όντα. Σίγουρα θα είχαν δει το Αστέρι να κατεβαίνει, όπως και χιλιάδες άλλα μάτια σε πολλά μέρη, μα δε θα φαντάζονταν τι πραγματικά συνέβαινε αυτή τη στιγμή στον παράδεισό τους.

***

Οι δυο Μάγοι μπήκαν σε μια μεγάλη παραθαλάσσια σπηλιά κι ο Γεηρός, με μια κίνηση, εξόντωσε κάθε ζωντανό πλάσμα που ζούσε μέσα – έντομα, όστρακα και μικρά ζωάκια – και τη γέμισε με τη σκοτεινή ενέργειά του. Έτσι θα μπορούσαν να κάνουν επικλήσεις, να διαλογίζονται και να συνωμοτούν με άνεση.

Είπε την αλήθεια στον Κοριάκιν για το πώς έμαθε για τη Νάρνια και πώς ήρθε σ’ αυτήν. Κι ο Κοριάκιν του μίλησε για τον υποχθόνιο Κόσμο και τα βδελυρά πλάσματα.

«Είναι ο κατάλληλος στρατός για μας. Κανείς όμως δε μπορεί να τους μιλήσει. Το μυαλό τους είναι θολωμένο και νιώθουν μόνο πείνα και μίσος!».

«Μ’ αυτά θα τους κατευθύνουμε εύκολα. Δε θα μας φέρουν καμιά αντίσταση. Και τα πλάσματα του πάνω Κόσμου;».

«Θα τα παρασύρουμε δελεάζοντάς τα με το πιο λεπτό δόλωμα, τη φιλοδοξία».

«Όλα;».

«Αρκεί να δελεάσουμε τους Βασιλιάδες, που θα ’ναι πανεύκολο, γιατί είναι ανόητοι μωροφιλόδοξοι. Θα τους ακολουθήσουν χιλιάδες, υπακούοντας στις διαταγές τους. Η Νάρνια θα κατακτηθεί χωρίς μάχη».

«Όμως κάτι σε ανησυχεί».

«Υπάρχει κάτι… Ή μάλλον, Κάποιος. Ο Ασλάν».

«Διάβασα γι’ αυτόν στο βιβλίο των σκιών, που δημιουργήθηκε με τα ξόρκια μου. Μα λέει πως έχει αιώνες να εμφανιστεί».

«Εγώ όμως ξέρω πως περπατάει αθέατος στα λιβάδια, τις ακρολιμνιές και τ’ ακροθαλάσσι τις νύχτες. Είναι απρόβλεπτος. Δε φάνηκε στον Εμφύλιο Πόλεμο, μα μπορεί να παρέμβει εναντίον μας, αν το θελήσει. Και είναι ανίκητος».

«Μέχρι στιγμής» είπε ο Μάγος και μαύρες αστραπές πετάχτηκαν από τα μάτια του. «Δεν έχει αντιμετωπίσει μαγεία, που έρχεται έξω από τη Νάρνια! Ξέρεις, σύντροφέ μου, έχω κι εγώ συμμαχίες που κανείς δε μπορεί να τις νικήσει».

Έλεγε ψέματα, γιατί οι δαίμονες, που νόμιζε πως τον υπηρετούσαν (ενώ στην πραγματικότητα τους υπηρετούσε αυτός κι εκείνοι περίμεναν να πεθάνει για ν’ αρπάξουν την ψυχή του για πάντα, όπως γίνεται με όλους τους Μάγους), είχαν νικηθεί πολλές φορές από κείνους, που δε δίσταζαν να θυσιάσουν τη ζωή τους για την αγάπη και το καλό. Έλεγε ψέματα· μα η αλήθεια ούτε του ήταν χρήσιμη, ούτε τον ευχαριστούσε.

***

Ο Πολεμιστής Ήλιος στεκόταν μπροστά στο Βασιλιά Ροκ, το Μινώταυρο. Φορούσε τα όπλα του – είχε αυτό το δικαίωμα, λόγω της διαπιστωμένης αφοσίωσής του στους νόμους, που τον έκανε απόλυτα έμπιστο – μα στεκόταν κάμποσα μέτρα μακριά απ’ το θρόνο, ενώ γύρω πάνοπλοι φύλακες Μινώταυροι, Κένταυροι, Αίλουροι και Αρκούδες είχαν το νου τους.

Ο Βασιλιάς φορούσε το στέμμα και τη στολή του, κατάφορτη με πολύτιμους λίθους και στολισμένη με ένα σωρό παράσημα. Η προσωποποίηση της ματαιοδοξίας.

Ο Βασιλιάς Ροκ ζούσε σε κάστρο οικοδομημένο από τον παππού του κι αυτό φούντωνε μέσα του τη ζήλεια κατά του Μονόκερου Βασιλιά Χρύσιππου, που ζούσε στο Κάιρ Πάραβελ, το αρχαίο ιστορικό παλάτι της Νάρνια.

«Μεγαλειότατε, αυτό που σχεδιάζετε, δεν είναι μόνο λάθος· είναι έγκλημα! Ποιος ο λόγος να κάνετε αυτή την επίθεση, που θα κοστίσει αίμα και δάκρυα;».

«Είσαι ο μόνος που μπορεί να μου πει αυτά τα λόγια», ρουθούνισε ο Βασιλιάς, «χωρίς να χάσει το κεφάλι του, πιστέ μου φίλε».

«Γιατί δε με φοβίζει το να χάσω το κεφάλι μου… Όμως, αν δε μπορώ να σας μεταπείσω…».

«Είναι σίγουρο πως δε μπορείς. Ο Βασιλιάς σου είναι αποφασισμένος».

«Το ίδιο και ο Μονόκερως αντίπαλός σας. Πώς θα συμμαχήσετε;».

«Προσωρινά. Το πεδίο είναι μεγάλο». Χαμήλωσε τη βαριά φωνή του. «Και θα βρεθεί και ευκαιρία να του δώσω αυτό που του αξίζει!».

«Όμως σας κατευθύνουν, δεν το βλέπετε; Μπορεί να έχει καλή πρόθεση ένας Μάγος που οδηγεί κατακτητές στο δικό του Κόσμο;».

«Δε φοβάμαι».

Ο Κένταυρος κούνησε το κεφάλι.

«Όπως έλεγα, αν δε μπορώ να σας μεταπείσω, θα δεχόμουν ευχαρίστως να τεθώ επικεφαλής του στρατού σας».

Ο Μινώταυρος μούγκρισε με ευχαρίστηση.

«Με εκπλήσσεις, φίλε μου. Η πρότασή σου με γεμίζει χαρά! Όμως, θα μπω εγώ ο ίδιος επικεφαλής».

«Τότε πάρτε με σαν απλό στρατιώτη».

Ο Βασιλιάς σηκώθηκε και τον πλησίασε με βαριά βήματα, που νόμιζε πως τον έκαναν μεγαλοπρεπή.

«Θέλω να μείνεις εδώ, στο πόδι μου, μέχρι να γυρίσω».

Ο Πολεμιστής Ήλιος ταράχτηκε. Το ανέκφραστο πρόσωπό του δεν τον πρόδωσε, όμως τα μάτια του σπίθισαν και τ’ αφτιά του πετάρισαν.

«Προτιμώ να πολεμήσω» αντέτεινε, κρύβοντας τις αληθινές του σκέψεις.

«Είναι διαταγή, πολεμιστή φίλε μου. Είσαι ο πιο συνετός, γενναίος και ικανός. Θα με αντικαταστήσεις και θα διαφεντέψεις τη Νάρνια όσο θα λείπω. Όταν επιστρέψω, θα σε ανταμείψω πλουσιοπάροχα, για όλη σου τη ζωή».

Ο γενναίος άντρας με το κορμί του αλόγου σώπασε για μια στιγμή. Μέσα του γινόταν μάχη. Μα ήξερε πως δε θα έβγαινε νικητής.

«Τότε επιτρέψτε μου να πάω στο σπίτι, να ενημερώσω τη γυναίκα μου».

«Θα της στείλω μήνυμα μ’ έναν Φαύνο, να έρθει να μείνει μαζί σου στο παλάτι».

«Τότε, σας παρακαλώ, ειδοποιήστε και τους αδελφούς μου, να έρθουν να με δουν».

***

Ο Πολεμιστής Ήλιος είχε τριάντα αδέρφια. Όμως ο Βασιλιάς ήξερε πως, όταν έλεγε “τους αδελφούς μου”, εννοούσε τον πιο δυνατό απ’ όλους, τον Κεραυνόποδο, και τον πιο στενό φίλο του, τον Ωκυθόα.

Σε λιγότερο από δυο ώρες, οι δυο Κένταυροι βρίσκονταν κοντά του, τρέχοντας σαν αστραπή από το χωριό τους, διακόσια χιλιόμετρα μακριά.

Η Φλογέα, η σύζυγός του, τού μήνυσε πως θα ερχόταν το βράδυ· δεν ταιριάζει σε μια γυναίκα να τρέχει σα μανιακή στα δάση και τα λιβάδια.

«Ξέρουμε πως διαφωνείς μ’ αυτή την επιχείρηση» του είπαν. «Είναι ένα λάθος που θα μας βάλει σε νέους μπελάδες».

«Μόνο με μια επανάσταση θα σταματούσε» είπε ο φίλος τους. «Δηλαδή, ένα νέο Εμφύλιο. Έχει πολλούς φιλόδοξους κι επιπόλαιους που τον στηρίζουν».

Άπλωσε τα χέρια και τους έπιασε δυνατά απ’ τους ώμους.

«Ο Βασιλιάς με αφήνει στο πόδι του, κι εγώ σας στέλνω στο δικό μου πόδι. Ήθελα να πάω, είναι μοναδική ευκαιρία να ψάξω για την Κρυσταλίνα, μα είναι αμετάπειστος. Σας παρακαλώ, κάντε το εσείς για μένα».

Οι Κένταυροι του έσφιξαν τα χέρια αντρίκεια.

«Έχεις το λόγο μας πως δε θα γυρίσουμε αν δεν τη βρούμε, ό,τι κι αν γίνει!».

 ***

Μπροστά στην Πηγή των Χαρισμάτων, που συνδέει Όλους τους Κόσμους, συναντήθηκαν οι στρατοί της Νάρνια. Η σκόνη από χιλιάδες πόδια κάλυψε τα πάντα. Ο κρότος, οι βρυχηθμοί, τα κρωξίματα και τα μουγκρητά έτρεψαν σε φυγή τους Σπίνους και τ’ άλλα αθώα και απόλεμα πλάσματα που έπιναν νερό.

Ο Μονόκερως Βασιλιάς Χρύσιππος φορούσε την πανοπλία του από καθαρό ασήμι, φτιαγμένη από τους πρωτομαστόρους των Νάνων, στολισμένη ολόκληρη με ανάγλυφα που παρίσταναν τις νίκες του πρόγονού του στον Εμφύλιο Πόλεμο. Αδελφοκτόνες νίκες, για τις οποίες όλοι οι λαοί της Νάρνια θρηνούσαν και μόνο οι Βασιλιάδες καμάρωναν. Ο Βασιλιάς Ροκ ήρθε πάνω στο πολεμικό του άρμα, που το έσερναν ομιλούντα Άλογα, οπλισμένος με δυο πελώρια τσεκούρια. Ήταν ντυμένος με την πολύχρωμη πανοπλία του, από χρυσάφι και πολύτιμους λίθους.

Χιλιάδες Μονόκεροι συνωστίζονταν στο στρατό του Χρύσιππου και Μινώταυροι στις δυνάμεις του Ροκ. Εκτός αυτού, οι δυο στρατιές απαρτίζονταν από πλάσματα όλων των Ειδών που μπορούσαν να πολεμήσουν· Κένταυρους, Νάνους, Φαύνους, Σάτυρους, Άλογα, Αίλουρους, Αρκούδες, Αγριόχοιρους, Γρύπες, Γεράκια και πολλά ακόμη. Μέχρι και Γίγαντες είχαν έρθει από τα βόρεια βουνά, κρατώντας τεράστια ρόπαλα από ολόκληρους κορμούς ξεριζωμένων πανάρχαιων Δέντρων.

Μόνο δύο Είδη είχαν παραμείνει ουδέτερα: οι Αετοί και οι Ποντικοί. Οι πρώτοι ήταν πολύ υπερήφανοι για να καθοδηγηθούν σ’ έναν πόλεμο, κάτω από την ηγεσία άλλων και μάλιστα με την εμπλοκή ενός άγνωστου ξένου. Οι δεύτεροι αρνήθηκαν να συμμαχήσουν, αφού απουσίαζε ο πρίγκιπάς τους.

Και φυσικά απείχαν ολοκληρωτικά τα βασίλεια του βυθού της θάλασσας, που αδιαφορούσαν για τους πολέμους των Ειδών της ξηράς, θεωρώντας τους μάταιους και ανόητους.

Δίπλα στους στρατούς των δυο Βασιλέων, οι δυο Μάγοι άνοιξαν με τα ξόρκια τους ένα ευρύχωρο πηγάδι, απ’ όπου άρχισαν να ξεπροβάλλουν τα πλάσματα του υποχθόνιου Κόσμου. Ξεπρόβαλλαν, ξεπρόβαλλαν ατελείωτα, ασύνταχτα, ασυγκράτητα, σκορπώντας το δέος και τη φρίκη με τις μορφές, τη δυσοσμία και τα ουρλιαχτά τους. Μια ολόκληρη κόλαση είχε ξεβραστεί ανελέητη στον απάνω Κόσμο! Ακόμη και οι πιο γενναίοι, ακόμη και οι Βασιλιάδες ένιωθαν φόβο. Όλοι ετοίμασαν τα όπλα τους, μήπως τους ριχτούν οι βδελυρές στρατιές. Όμως οι Μάγοι, με τις δυνάμεις τους, κρατούσαν σε απόσταση τα ανήμερα θηρία κι αυτό τα ’κανε ακόμη πιο ανήμερα! Κι έκανε τους δυο Μάγους να φαίνονται πιο τρομεροί και πιο σεβαστοί σε όλα τα μάτια.

Κι όταν είχαν παραταχτεί όλοι κι από τα τρία στρατεύματα, οι Μάγοι έδωσαν τη διαταγή να κινήσουν. Κι οι Βασιλιάδες, για να φανεί πως τάχα διατηρούσαν ακόμη κάποια εξουσία, επανέλαβαν τη διαταγή. Και μυριάδες πόδια περπάτησαν και συνωστίστηκαν στην Πηγή των Χαρισμάτων. Κι άρχισαν να περνάνε στον Κόσμο των Γιων του Αδάμ και των Θυγατέρων της Εύας. Κι όταν είχαν περάσει πια όλοι, η Πηγή των Χαρισμάτων, που συνδέει Όλους τους Κόσμους, είχε δεχτεί τόση βία, που είχε στερέψει για πάντα.

 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...