1
«Αν θέλεις να πολεμήσεις τη μαγεία», είπε στον Αλέξη ο
μπάρμπα Νίκος καθώς κάθονταν όλοι σε κοντά κούτσουρα έξω απ’ την παράγκα του,
στο Άλσος των Χελωνών, «θα χρειαστείς τρία πράγματα».
“Τρία πράγματα” σκέφτηκε η Χρυσένια χαμογελώντας· “σαν
παραμύθι”.
Η Ήβη καθόταν παραδίπλα και άκουγε συνοφρυωμένη.
«Το ένα υποθέτω πως είναι η Ευχή του Ιησού» απάντησε σοβαρά
ο νέος. Ο παράξενος ερημίτης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Σωστά» είπε. «Χρειάζεται όμως η πραγματική εργασία της
νοεράς προσευχής, όπως την ασκούν οι ησυχαστές, που μπαίνουν μέσα στο Φως του
Χριστού ενώνοντας όλες τις πνευματικές τους δυνάμεις, νου και καρδιάς. Κι αυτό
είναι χάρισμα απ’ το Θεό, που αποκτάται με κόπο, αφοσίωση, προσπάθεια, θυσίες,
και φυσικά ταπείνωση – και χρόνια».
«Και δε διδάσκεται από βιβλία, απ’ όσο ξέρω» είπε ο Αλέξης,
«αλλά μόνο με την καθοδήγηση ενός έμπειρου πνευματικού».
«Μάλιστα. Ο π. Βασίλειος είναι τέτοιος πνευματικός. Έχεις
λοιπόν το πρώτο εφόδιο, για να μπεις στην αφετηρία ενός τέτοιου αγώνα».
Ο Αλέξης σιώπησε συλλογισμένος, αποθηκεύοντας στην καρδιά
του τα λόγια του μπάρμπα Νίκου.
«Το δεύτερο που θα χρειαστείς είναι να ζεις μια αγία ζωή».
«Ωχ! Εδώ δυσκολεύουν τα πράγματα» χαμογέλασε το παλικάρι.
«Δεν είναι δύσκολο» αποκρίθηκε χαμογελώντας ανάμεσα στα
ακατάστατα γένια του κι ερημίτης. «Δεν είναι και τόσο δύσκολο. Δηλαδή… είναι
ευκολοδύσκολο. Πρέπει να έχεις πάντα στο νου σου το Χριστό και, πριν κάνεις
οτιδήποτε, ν’ αναρωτιέσαι: συμφωνεί ο Χριστός με αυτό; Κι αν δεν ξέρεις, έχεις
την Καινή Διαθήκη και τον πνευματικό σου».
Έκανε μια σύντομη παύση. Τα τρία παιδιά τον παρακολουθούσαν
με προσοχή· όμως όχι με τα ίδια συναισθήματα στην ψυχή τους. Ο άνθρωπος του
Θεού ένιωθε τα συναισθήματά τους και ανησυχούσε.
Δεν ανησυχούσε για τον Αλέξη και τη Χρυσένια, αλλά για την
Ήβη, που μέσα της μεγάλωνε ένα σκοτεινό πνευματικό αβγό – το αβγό του μίσους,
της απελπισίας, του αισθήματος της προδοσίας και ίσως του φθόνου.
«Είναι δρόμος αίματος αυτός, Αλέξη, αδελφέ μου», συνέχισε,
σα να μην καταλάβαινε όσα καταλάβαινε, ο μπάρμπα Νίκος. «Δρόμος του δικού σου
αίματος, μεταφορικά μιλώντας, αλλά μπορεί και κυριολεκτικά… Γιατί έχουμε μέσα
μας πάθη και αδυναμίες και ο διάβολος δε θα μας αφήσει ήσυχους. Ή θα μας αφήνει
ήσυχους, για να νομίζουμε πως τον νικήσαμε και να φουσκώσει ο εγωισμός μας, και
μετά θα μας δίνει τις σφαλιάρες τη μια πάνω στην άλλη!». Τους κοίταξε καλά καλά.
«Γι’ αυτό, προσευχή, εξομολόγηση, θεία κοινωνία τακτικά, νηστεία όταν πρέπει,
διαρκής επιφυλακή, πόλεμος με τον πρώτο μας εχθρό».
«Που είναι ποιος;» ρώτησε η Χρυσένια. Ο μπάρμπα Νίκος
κοίταξε τον Αλέξη.
«Ο εαυτός μας» υπέθεσε εκείνος. Ο γέρο άστεγος χαμογέλασε
και τα γέρικα μάτια του έλαμψαν.
«Ώς πότε;» ρώτησε ο νέος. Ο ερημίτης σήκωσε τους ώμους:
«Ίσως για όλη μας τη ζωή. Αν με τη χάρη του Θεού φτάσουμε
κάπου, ίσως αλαφρώσουμε. Αλλά απαιτείται υπομονή, επιμονή, ταπείνωση (γιατί
σίγουρα θα πέσουμε πολλές φορές, θα έχουμε πολλές ήττες, δηλαδή θα κάνουμε
αμαρτίες – η ταπείνωση θα μας βοηθήσει να μην απελπιστούμε, γιατί μόνο ένας
εγωιστής απαιτεί από τον εαυτό του να είναι ανίκητος, ενώ ένας υποκριτής δεν
παραδέχεται τις ήττες του· ο ταπεινός παραδέχεται τις ήττες του και συνεχίζει
με την ελπίδα του στο Χριστό), απαιτούνται λοιπόν όλα αυτά, καθώς επίσης και
χρόνια, όπως είπαμε και πριν. Υπομονή, γιατί θα χρειαστούν χρόνια».
«Κατάλαβα, μπάρμπα Νίκο, δε χρειάζεται να το αναλύσεις άλλο.
Το τρίτο;».
«Το τρίτο, παιδί μου, είναι να γίνεις ιερέας».
Ο Αλέξης αιφνιδιάστηκε.
«Ομολογώ ότι δεν το περίμενα αυτό» είπε κοκκινίζοντας
ελαφριά.
«Σε πειράζει;».
«Όχι ότι δεν το είχα σκεφτεί ποτέ μου, αλλά να… είναι μια
μεγάλη απόφαση, που αλλάζει τα πάντα».
«Μα το να πολεμήσεις τη μαγεία, που κυβερνά τον κόσμο, έτσι
κι αλλιώς είναι μια απόφαση που αλλάζει τα πάντα. Και απλά να είσαι χριστιανός,
κι όχι τυπικός, χλιαρός κι αδιάφορος, είναι μια απόφαση που αλλάζει τα πάντα –
και επηρεάζει καθοριστικά τη σχέση σου με την κοινωνία, τους φίλους σου, το
κράτος, όλο τον κόσμο».
«Εγώ καταλαβαίνω πολύ καλά, κ. Νίκο», είπε η Χρυσένια,
«γιατί έχω ήδη πάρει αυτή την απόφαση».
Ο μπάρμπα Νίκος την ευλόγησε σταυρώνοντας τον αέρα· το
κορίτσι ένιωσε την ενέργεια του σταυρού σαν κάτι ωραίο, αλλά την Ήβη δίπλα της
την έπιασε πονοκέφαλος. Ο μπάρμπα Νίκος έστρεψε πάνω της την Ευχή του Ιησού,
που δεν είχε πάψει να λέει νοερά, μέσα στην καρδιά του. Δεν ήταν ώρα να της
μιλήσει ακόμη.
«Αλέξη, αδελφέ μου, το κατά των δαιμόνων χάρισμα πολλές
φορές δίνεται από το Χριστό και σε λαϊκούς, δηλαδή ανθρώπους που δεν είναι
ιερείς ή μοναχοί, όταν είναι άγιοι»…
Για τα δυο παιδιά ήταν φανερό πως ο γέρο ερημίτης του πάρκου
διέθετε αυτό το χάρισμα.
«…όμως η εξουσία κατά των δαιμόνων που έχουν οι ιερείς (που
φορούν το πετραχήλι, τελούν τη θεία κοινωνία, σηκώνουν στα χέρια τους το Σώμα
και το Αίμα του Ιησού Χριστού) είναι άλλου επιπέδου. Αν μάλιστα ο ιερέας είναι
και άγιος, μπορώ να πω ότι γίνεται ανίκητος».
«Ένας άγιος ιερέας λοιπόν θέλεις να γίνω» είπε με περίσκεψη
ο νέος.
«Όχι εγώ, εσύ το θέλεις, με την απόφαση που έχεις πάρει·
εκτός αν την αναιρέσεις, που ελπίζω όχι». Χαμογέλασε αμυδρά. Κοιτάζονταν στα
μάτια. «Κάτι ακόμα: μην περιμένεις νίκες, πριν περάσει πολύς καιρός. Ίσως
χρειαστείς ακόμη και είκοσι χρόνια – είκοσι χρόνια προετοιμασίας για να δεις
μια νίκη!».
«Ώω!» έκανε η Χρυσένια.
«Δεν πειράζει» είπε ο Αλέξης μετά από μικρή σκέψη. «Σε
είκοσι χρόνια θα είμαι τριάντα εφτά χρονών, νέος ακόμη».
«Και μη θέλεις τη νίκη για να δοξαστείς εσύ, αλλά από αγάπη
στο Χριστό και στους ανθρώπους».
«Και; Συνέχισε».
Ο μπάρμπα Νίκος χαμήλωσε τη φωνή του:
«Και να είσαι αποφασισμένος να πεθάνεις γι’ αυτή την αγάπη,
όπως Εκείνος πέθανε από την αγάπη Του για σένα και για όλο τον κόσμο».
Σώπασαν για λίγο, αναλογιζόμενοι τα τελευταία του λόγια.
«Κι εγώ, πάτερ… συγνώμη, κ. Νίκο, ήθελα να πω;» ρώτησε η
Χρυσένια.
«Εσύ, αδελφή μου, γενναία αδελφή μου, εύχομαι με τη χάρη του
Χριστού και της Παναγίας να γίνεις μια σωστή πρεσβυτέρα».
«Πρεσβυτέρα τι σημαίνει;».
«Παπαδιά, σύζυγος ιερέα». Έδειξε τον Αλέξη. «Η σύζυγός του».
Τα δυο παιδιά κοκκίνισαν και η Ήβη ένιωσε μια παράξενη
ταραχή. Ο Αλέξης κοίταξε τρυφερά τη Χρυσένια και πήρε το χέρι της στα δικά του.
Η κοπέλα του έσφιξε τα χέρια κοιτάζοντας πάντα τον ερημίτη, προσδοκώντας
σπουδαίες εξηγήσεις.
«Ο Χριστός, κόρη μου», άρχισε εκείνος, «γεννήθηκε από
γυναίκα, για να ευλογήσει τη γυναίκα. Γεννήθηκε από παρθένα, για να ευλογήσει
την παρθενία. Και γεννήθηκε από αρραβωνιασμένη, για να ευλογήσει το γάμο».
«Ωραίο αυτό. Παρακάτω;».
«Η Μητέρα Του είναι η Μητέρα όλων των χριστιανών, και κατ’
επέκταση όλων των ανθρώπων, αφού όλοι – αν το θέλουμε βέβαια – κατευθυνόμαστε
στο να ενωθούμε με το Χριστό. Αλλά κυρίως η Αυτή η Μητέρα, η Παναγία εννοώ,
είναι η Αρχηγός των γυναικών που αγωνίζονται ενάντια στο κακό. Και αγωνίζονται
με όλους τους τρόπους που το κάνουν και οι άντρες, εκτός ότι δεν γίνονται
ιερείς». Κάτι πήγε να πει η Χρυσένια· ο μπάρμπα Νίκος δεν την άφησε. «Κι οι
άντρες» συμπλήρωσε «αγωνίζονται με όλους τους τρόπους που το κάνουν κι οι
γυναίκες, εκτός ότι δεν γίνονται μάνες».
«Ώστε η μητρότητα είναι το αντίστοιχο της ιεροσύνης;» ρώτησε
το κορίτσι.
«Μάλιστα. Λοιπόν, στην ιστορία της Εκκλησίας έχουμε πάρα
πολλά ζευγάρια αγίων, ακόμη και ολόκληρες οικογένειες αγίων (άγιοι γονείς και
παιδιά, που μεγαλώνουν και γίνονται κι αυτά άγιοι), αλλά και πολλές μεγάλες
αγίες, που είναι διδασκάλισσες της ανθρωπότητας. Έχουμε την αγία Μακρίνα, την
αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, την αγία Συγκλητική, την αγία Αικατερίνη, την αγία
Ματρώνα της Μόσχας, τέλος πάντων, να μην πολυλογώ, είναι χιλιάδες. Και επίσης
χιλιάδες οι αγίες ασκήτριες και οι αγίες μάρτυρες και μεγαλομάρτυρες, που ακόμα
και σήμερα εμφανίζονται και θαυματουργούν.
Λοιπόν, είπαμε πως έχουμε πολλά ζευγάρια αγίων: οι άγιοι
π.χ. Ακύλας και Πρίσκιλλα, Αδριανός και Ναταλία, Ανδρόνικος και Ιουνία,
Γαλακτίωνας και Επιστήμη…».
«Αγία Επιστήμη;» ρώτησε η Χρυσένια.
«Βέβαια υπάρχει. Και πολλοί άλλοι. Λοιπόν, αυτή τη θέση
ελπίζω και εύχομαι για σένα, για σας τους δυο: ένα άγιο ζευγάρι, που θα
πολεμήσει το Κακό, υπέρ του Καλού, μέχρι…».
Σώπασε.
«Μέχρι;» ρώτησε ο Αλέξης.
«Μέχρι να θέλει ο Χριστός. Και μακάρι να βοηθήσετε στη
σωτηρία πολλών ανθρώπων. Αυτό».
Οι δυο νέοι κοιτάχτηκαν με τρυφερότητα. Η Χρυσένια έπιασε
απ’ το χέρι την Ήβη και την τράβηξε στην αγκαλιά της. Εκείνη πλησίασε απρόθυμα.
«Κάτι ακόμα» απευθύνθηκε στη Χρυσένια ο μπάρμπα Νίκος.
«Εκεί, στην αυλή του μοναστηριού, δεν είπαμε για το τελευταίο χαρακτηριστικό
του Θεού, που έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους, την αγάπη».
«Ότι ο Θεός είναι πρόσωπο, τριάδα και αγάπη» θυμήθηκε η
Χρυσένια.
«Σωστά. Λοιπόν, είναι βασική διδασκαλία των αγίων διδασκάλων
της Ορθοδοξίας, ότι ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν από αγάπη, τη ζωή από αγάπη
και την κορύφωση της δημιουργίας, τον άνθρωπο, από το ξεχείλισμα της αγάπης
Του. Και σκοπός αυτής της δημιουργίας είναι να μοιραστεί ο Θεός τη θεότητά Του
με άλλα πλάσματα, που θα είναι εικόνες Του, λογικά και ελεύθερα, όπως Αυτός».
«Δηλαδή τους ανθρώπους» υπέθεσε το κορίτσι.
«Ακριβώς. Δημιούργησε τους ανθρώπους, για να τους δώσει τη
δυνατότητα, αν το θέλουν, να γίνουν
άγιοι, όπως ο Θεός, να γίνουν – όπως λέμε – θεοί
κατά χάριν, όπως ο Θεός είναι Θεός
κατά φύσιν».
«Δεν κατάλαβα».
«Στο Θεό υπάρχει μια αγαθή ενέργεια, με την οποία
δημιούργησε το σύμπαν και δημιουργεί κάθε πλάσμα του, δίνει ύπαρξη, ζωή,
ελευθερία, λογικά, ό,τι υπάρχει. Μη μπερδεύεστε, η επιστήμη βρίσκει πώς έγινε ή
πώς γίνεται κάτι στον κόσμο, αλλά δε βρίσκει αν υπάρχει ο Θεός, η θεία ενέργεια
ή το θείο σχέδιο πίσω απ’ αυτό».
«Λοιπόν;».
«Λοιπόν, η ενανθρώπηση του Χριστού – το ότι έγινε άνθρωπος –
δημιούργησε τη γέφυρα ενότητας Θεού και ανθρώπων. Η ένταξη του ανθρώπου στην
Εκκλησία, με το βάφτισμα, η θεία κοινωνία και όλα όσα περιλαμβάνει η
χριστιανική ζωή, ανοίγει το πνεύμα και το σώμα του ανθρώπου σ’ αυτή την αγαθή
ενέργεια του Θεού, τη θεία χάρη, όπως λέμε, και ο άνθρωπος ενώνεται με το Θεό.
Στην αρχή, λίγο, σταδιακά περισσότερο (θα έχει βέβαια και ήττες και πτώσεις)
και τελικά ο άνθρωπος γίνεται άγιος, δηλαδή, όπως λένε οι ίδιοι οι άγιοι, “θεός
σε όλα εκτός από την θεϊκή ουσία”».
Έκανε μικρή παύση.
«Έτσι έγιναν όλα όσα είδατε τις δύσκολες μέρες του
μοναστηριού και του άλσους» κατέληξε. «Έτσι μια χριστιανή μάνα, που έχει
αγιότητα λόγω της πίστης και της αγάπης της, μπορεί να ευλογήσει το παιδί της
και να προσευχηθεί αποτελεσματικά γι’ αυτό. Και έτσι ελπίζω και περιμένω πως θα
συνεχιστεί η ζωή σας από ’δώ και πέρα».
Μειδίασε:
«Να ξέρετε πως αυτή η γνώση είναι απαγορευμένη· δεν την
ποινικοποιεί κάποιος νόμος, αλλά το σύστημα, που εξουσιάζει τον κόσμο, κάνει
ό,τι μπορεί για να μην την αποχτήσετε ποτέ».
Στράφηκε στην Ήβη κι η φωνή του έγινε πιο πατρική.
«Και τώρα, κόρη μου, βασανισμένη αδελφή μου, ήθελα να σε
παρακαλέσω… πώς να το πω; να μου επιτρέψεις να κάνω κάτι για σένα».
«Τι θα γίνει με τη μαμά μου;» ρώτησε κάπως ψυχρά το μικρό
κορίτσι.
«Η μαμά σου, Ήβη μου, δε σε αγαπά. Είναι παγιδευμένη σ’ ένα
δίχτυ μαγείας από το μπαμπά σου, που της έχει στερήσει από μέσα της την αγάπη
και που εσένα σε – συγχώρεσέ με να το πω έτσι – σε έσπειρε μέσα της για να σε
χρησιμοποιήσει σε σατανικά σχέδια».
«Δεν το πιστεύω!».
«Επίτρεψέ μου να σου δείξω, με τη δύναμη του Χριστού, τι
έγινε τη νύχτα της μεγάλης μάχης μέσα στο δάσος. Τότε θα δεις με τα μάτια σου
ότι ο πατέρας σου αποπειράθηκε να σε βιάσει και ότι, δίπλα σου, ο δήθεν φίλος
σας ο Άλκης, μεταμορφωμένος σε λιοντάρι, θα κατασπάραζε τη Χρυσένια, τη μόνη
αληθινή σου φίλη».
«Μην τα λες αυτά· δεν τα πιστεύω».
«Είναι αλήθεια, αγάπη μου» είπε η Χρυσένια, βουρκώνοντας
μπροστά στη σκληρότητα και τον πόνο της φίλης της. «Και με έκανε να νιώθω
αρκούδα, για να κατασπαράξω το μπαμπά μου!».
«Αφού κάνετε τέτοια κόλπα», ρώτησε με αυθάδεια το κορίτσι το
μπάρμπα Νίκο, «γιατί κατηγορείτε συνέχεια τους μάγους;».
«Δεν είναι κόλπα» απάντησε ψύχραιμα εκείνος, «ούτε είμαστε
μάγοι, δεν κάνουμε ξόρκια, δε λέμε ότι έχουμε δυνάμεις, απλά βρισκόμαστε, κατά
τη χάρη του Ιησού Χριστού, μέσα στο Φως Του κι εκείνο τα κάνει όλα».
Το κορίτσι τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και τα δικά της ήταν
γεμάτα σκοτάδι.
«Ακόμη κι αν μου τα δείξεις, δεν τα πιστεύω. Δε μπορώ να
ξέρω ότι αυτά που μου δείχνεις έγιναν όντως!».
Σηκώθηκε απότομα και ξεκόλλησε από την αγκαλιά της
Χρυσένιας.
«Φεύγω. Αρκετό πονοκέφαλο μου δημιουργήσατε».
Χάιδεψε μια γάτα και μια χελώνα, που στέκονταν σε μιαν άκρη,
κι απομακρύνθηκε αμίλητη στο μονοπάτι.
Ο μπάρμπα Νίκος αναστέναξε.
«Είναι δύσκολα τα πράγματα» είπε. «Χρειάζεται προσευχή.
Αλλά, αν την απορρίπτει, μάλλον δε θα την επηρεάσει θετικά». Σκέφτηκε μια
στιγμή. «Να την προσέχετε» κατέληξε· «εκείνος θα προσπαθήσει να τη
χρησιμοποιήσει για να σας βλάψει – εκτός αν προλάβει ο Χριστός, με τη βοήθειά
σας, και τη γιατρέψει».
2
Η Ρεβέκκα κοίταξε από το ματάκι της πόρτας. Δεν περίμενε
κανένα μέσα στη νύχτα.
Έμενε μόνη της πια, σε μια γκαρσονιέρα στο υπόγειο της
μοιραίας πολυκατοικίας. Τα ’χε σπάσει με τους γονείς της, είχε ξανακυλήσει στα
ναρκωτικά, δεν είχε συνέλθει ποτέ, κανείς δεν τη βοηθούσε.
Είδε ποιος ήταν κι άνοιξε την πόρτα σαστισμένη κι
ενθουσιασμένη! Μήπως ονειρευόταν;
«Ήρθα» είπε ο Φοίβος. «Μη φοβάσαι τίποτα τώρα· εγώ θα σε
προστατέψω».
Κι εκείνη, κλαίγοντας από τη συγκίνηση, ρίχτηκε στην αγκαλιά
του.
3
Δεν είχε ύπνο. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και βημάτισε μέσα στο
σκοτεινό σπίτι. Σε μια γωνιά έκαιγε ένα καντήλι δίπλα σε δυο εικονίτσες του
Χριστού και της Παναγίας. Τώρα τελευταία είχαν έρθει στο σπίτι κι εκείνη
απέφυγε να τις ζυγώσει.
Πλησίασε στο παράθυρο, με τις ανοιχτές γρίλιες που έβλεπαν
στο δρομάκι· στο ίδιο δρομάκι, που κάποτε δυο λιοντάρια παραλίγο να κάνουν
κομμάτια τον Αλέξη, τη Χρυσένια και τη μαμά της.
Είδε το είδωλό της. Είχε βάψει τα μαλλιά της πράσινα και τα
βλέφαρά της μαύρα και είχε περάσει στη μύτη της ένα μαύρο σκουλαρίκι. Γεμάτη
οδύνη στην ψυχή της, είχε αποφασίσει να μη δείχνει πια όμορφη στα μάτια των
άλλων.
Και τότε της εμφανίστηκε μέσα απ’ το τζάμι, σα να ήταν η
οθόνη ενός εντοιχισμένου υπολογιστή. Το κορίτσι ξεφώνισε σιγανά.
«Ποιος είσαι;» ψιθύρισε, ξεπερνώντας την τρομάρα της.
«Ο μπαμπάς σου, Ήβη» απάντησε ο ξερακιανός άντρας με το
ξυρισμένο κεφάλι και τα διαπεραστικά μάτια. Το κορίτσι ένιωσε ένα αλλόκοτο
συναίσθημα, φόβο και ικανοποίηση ανάμικτα. Τα μάτια της έλαμψαν και λίγο
δάκρυσαν από συγκίνηση.
«Είσαι θεός;» ρώτησε αμήχανα.
«Το ξέρεις αυτό» είπε η ψυχρή, μεγαλόπρεπη φωνή του.
«Τι θα γίνει η μαμά μου;».
«Μην ανησυχείς· θα τη σώσουμε».
«Πάρε με από ’δώ» τον παρακάλεσε.
«Θέλω να μου κάνεις μια χάρη, Ήβη μου».
«Ό,τι θέλεις».
«Να μείνεις εκεί, ανάμεσά τους. Θα είσαι τα μάτια μου και τ’
αφτιά μου, για να τους νικήσουμε με την πρώτη ευκαιρία».
Η Ήβη τον κοίταξε προσεχτικά στα μάτια και τα δικά της
εξαπέλυσαν μικρές κίτρινες αστραπές. Χαμογέλασε μοχθηρά.
«Έγινε» απάντησε.
ΤΕΛΟΣ
Σημείωση: Αν σας άρεσε η ιστορία μας, συνεχίστε να επισκέπτεστε το ιστολόγιό μας. Ελπίζουμε ότι θα ακολουθήσουν κι άλλα.