Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Κεφάλαια 4 + 5

Κεφάλαιο 4

1

Ο Αλέξης κοίταξε το μπάρμπα Νίκο. Εκείνος του έγνεψε να την ακολουθήσει. Το παλικάρι έτρεξε ξωπίσω της μουρμουρίζοντας την Ευχή του Ιησού. Το πράγμα είχε παρασοβαρέψει.
Ο γεροντάκος τρύπωσε στην αυτοσχέδια καλυβίτσα του κι άρχισε να προσεύχεται κι εκείνος μπροστά σε μερικές μικρές εικονίτσες, που παρίσταναν το Χριστό, την Παναγία, τον άγιο Νικόλαο κι άλλους αγίους. Αμέσως έφυγε νοερά απ’ τον κόσμο και του δόθηκε εποπτεία όλων των γεγονότων. Η προσευχή του δυνάμωσε σαν ηφαίστειο κι αν ήταν εκεί κάποιος, που είχε τη χάρη να βλέπει πνευματικές καταστάσεις, θ’ αντίκριζε όλο το πάρκο να λάμπει σαν ήλιος, σκεπάζοντας με το φως του τη συνοικία.
Μα κανείς δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος εκεί πέρα. Μόνο πολύ μακριά, πολύ κοντά, σε μια φτωχική γειτονιά ξεχασμένη απ’ το χρόνο και τους μεγάλους του κόσμου, ένας παπάς ανασήκωσε το κεφάλι, κι ακόμα πιο μακριά, σ’ ένα μικρό καλογερικό κελί γεμάτο εικόνες, μια γριά μοναχή κοντοστάθηκε πηγαίνοντας ν’ ανάψει το καντηλάκι μπροστά σ’ ένα κασελάκι με άγια λείψανα. Είχαν αντιληφθεί την ενέργεια – την αγαθή ενέργεια του Θεού, τη θεία χάρη – κι άρχισαν αμέσως κι αυτοί να προσεύχονται για τη Χρυσένια και τον Αλέξη και την Ήβη και τις οικογένειές τους, χωρίς να τους γνωρίζουν.
“Λιγότεροι από δέκα μας απειλούν” είχε πει η αρχιέρεια. Να, εκείνοι ήταν απ’ αυτούς τους δέκα.

Ο Αλέξης έφτασε τη Χρυσένια κάμποσους δρόμους έξω απ’ το πάρκο. Την έπιασε απαλά απ’ το χέρι. Στάθηκαν κι οι δυο λαχανιασμένοι.
Το κορίτσι φαινόταν να ’χει κάπως ηρεμήσει· ο πανικός της είχε φύγει, μα η καρδιά της χτυπούσε τώρα σαν ταμπούρλο και το στήθος της ανεβοκατέβαινε με το ρυθμό της.
Κοίταξε τον Αλέξη αγριεμένη, σα μαινάδα.
«Τι δεν ξέρω;» τον ρώτησε αυστηρά.
«Ο πατέρας μου είναι ταξιτζής· η μαμά μου υπάλληλος σε παπουτσίδικο».
«Όχι! Τι μου κρύβεις;»
«Ότι μου αρέσεις και σ’ αγαπώ» απάντησε εκείνος με πρωτόγνωρο θάρρος. «Κι όταν μεγαλώσουμε, θα ’θελα πολύ να σε κάνω γυναίκα μου».
«Με δουλεύεις;» φώναξε, χτυπώντας τον στο στήθος με τη γροθιά της. «Είπα, τι μου κρύβεις;».
«Κι εγώ σου απάντησα· αυτό μόνο σου έκρυβα. Τώρα το ’μαθες».
«Κι αυτός εκεί;». Έδειξε με το δάχτυλό της κατά το πάρκο.
«Δε σου κρύβω τίποτα για το μπάρμπα Νίκο. Δεν του είπα τίποτα, δεν έκανα κανένα κόλπο. Ήθελα μόνο να τον γνωρίσεις, να σου μιλήσει, γιατί είναι ένας κρυμμένος πνευματικός φάρος μέσα στη ζούγκλα της πόλης».
Άρχισαν να περπατούν στα στενά, μέσα στη νύχτα.
«Βέβαια, μπορεί να ξέρεις την Ήβη, μα δεν ξέρεις για τη συνάντηση με τον Άλκη και τους άλλους μάγους».
«Ώστε θα γίνει».
«Μπορεί να είναι κι εκείνος μάγος».
«Δεν είναι μάγος. Το ξέρεις πολύ καλά. Είναι άγιος».
Κοντοστάθηκε. Είχε δίκιο· το ένιωθε, δεν ήταν μάγος.
Ήταν κάτι άλλο. Κάτι που δεν μπορούσε να κατανοήσει, κάτι που δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι υπάρχει.
Ήταν η Αλήθεια.
Κοίταξε γύρω. Δεν διέκρινε ξωτικά, ούτε πνεύματα, ούτε νεράιδες. Ανατρίχιασε· όλα σα να την είχαν εγκαταλείψει.
«Έλα σπίτι μου» τον παρακάλεσε. «Δεν έχεις δουλειά, ε; Δεν πιστεύω να μ’ αφήσεις τώρα».
Εκείνος χάρηκε μέσα του, όπως κάθε ερωτευμένος σε μια παρόμοια πρόσκληση.
«Όχι βέβαια! Ευχαρίστως θα έρθω». Αυτή – δεν το φανταζόταν τότε – ήταν η φράση που άλλαξε τη ζωή του.
«Ώστε μ’ αγαπάς;».
Σήκωσε τους ώμους του κοκκινίζοντας κάτω από το χλομό φως των στύλων. Εκείνη χαμογέλασε βλέποντάς το.
«Τι να κάνουμε;» της είπε. «Ήτανε να το μάθεις έτσι».
«Ναι, αλλά ξέρεις πόσο διαφορετικοί κόσμοι είμαστε;».
«Ξέρω, αλλά ελπίζω».
Χαμογέλασε πιο πλατιά. Τα μάτια της άστραψαν. Εκείνος, μέσα στη ντροπή που τον είχε κυριεύσει, σχεδόν δεν την έβλεπε· όμως κάτι πρόσεξε.
«Είσαι παράξενος άνθρωπος, γυαλάκια. Παράξενο παιδί».
«Δεν πας πίσω».
«Γι’ αυτό φοβάμαι πως ή θα παντρευτούμε…». Κοντοστάθηκε και σοβάρεψε απότομα, σα να της ήρθε ένα μήνυμα απ’ το υπερπέραν. «Ή θα σκοτωθούμε» κατέληξε πνίγοντας ένα λυγμό.

2

Η μαμά της Χρυσένιας δεν είχε ιδέα για όλ’ αυτά. Ο πατέρας της ζούσε μίλια μακριά· ήταν χωρισμένοι από τότε που εκείνη πήγαινε στο νηπιαγωγείο.
Η κυρία Μαρίνα, γραμματέας σ’ ένα καρδιολογικό ιατρείο, χάρηκε που η κόρη της έφερε επιτέλους ένα φίλο στο σπίτι. Μόνο διάβασμα, διάβασμα – έτσι νόμιζε – στο τέλος θα ξεχνούσε πώς είναι να είσαι γυναίκα.
Τους έστυψε πορτοκαλάδες και τους πρόσφερε σπιτικό κέικ και κοτόπιτα. Ευχαρίστησαν και τα πήραν μέσα, μπήκαν στο δωμάτιο της κοπέλας κι έκλεισαν την πόρτα.
Ο Αλέξης ήταν ακόμα κοκκινισμένος· διπλασίαζε τη ντροπή του (και το κοκκίνισμα) η ιδέα πως η μαμά θα σκεφτόταν πως κάτι άλλο πήγαιναν να κάνουν μέσα, παρά να μιλήσουν ή να διαβάσουν.
«Μη σε νοιάζει», μάντεψε η Χρυσένια. «Η μαμά μου χαίρεται. Είναι αθώα η καημένη. Και σε συμπάθησε».
Του έδειξε να κάτσει στο κοριτσίστικο κρεβάτι της· τα πάντα γύρω ήταν ροζ και μωβ, μόνο που υπήρχε ένα μαρμάρινο ειδώλιο της Άρτεμης υψωμένο σ’ ένα μικρό βάθρο, σε μια γωνία. Ήταν τώρα η σειρά του Αλέξη ν’ ανατριχιάσει αντικρίζοντάς το.
Είπε μέσα του το “Πάτερ ημών” και του φάνηκε πως το άγαλμα συνοφρυώθηκε. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του πως ήταν της φαντασίας του, ανοησίες.
Η Χρυσένια κάθισε σε απόσταση αναπνοής απέναντί του.
«Τι μέρος του λόγου είναι αυτός ο άνθρωπος που συναντήσαμε;».
Το αγόρι σκέφτηκε λίγο σουφρώνοντας τα χείλη του.
«Δεν ξέρω πολλά γι’ αυτόν» παραδέχτηκε. «Τον θυμάμαι από μικρό παιδί, στην αρχή να περιφέρεται στους δρόμους ρακένδυτος, σα ζητιάνος, και κάποιοι να του δίνουν ελεημοσύνη. Αργότερα, που μεγάλωσα κι άρχισα να κάνω βόλτες, τον είδα να μένει σ’ αυτή την καλύβα στο πάρκο. Είδα κάτι εικονίτσες, ένα σταυρό, ένα κεράκι… Κατάλαβα πως πίστευε στο Θεό κι άρχισα να του μιλάω».
«Εσύ πάντα πίστευες;».
Ένευσε καταφατικά: «Οι γονείς μου είναι αρκετά θρήσκοι. Πάνε εκκλησία, νηστεύουν, μεταλαβαίνουν… Ακολούθησα αυτό το δρόμο με το παράδειγμά τους, χωρίς να μου πούνε τίποτα. Τέλος πάντων, έχω και μια λόξα με τα γράμματα, είμαι λοιπόν ένας θρησκευόμενος γραμματισμένος, λίγο σπασίκλας…».
Χαμογέλασε αμήχανα κι η Χρυσένια ανταπέδωσε μ’ ένα χαμόγελο τόσο γλυκό, που του ράγισε την καρδιά.
«...λίγο ούφο, λίγο στον κόσμο μου… Μάλλον πάω για θεολόγος».
«Θρησκευτικός δηλαδή; Σαν αυτό τον καραγκιόζη που έχουμε στην τάξη;».
«Γιατί είναι καραγκιόζης; Δεν έχεις καταλάβει ποτέ τι λέει».
«Θέλω να τον ακούσω, αλλά παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του».
«Ενώ εσύ θα ’θελες να πει πως είναι όλα ψέματα, όλες οι θρησκείες είναι ίδιες, δεν ξέρουμε τίποτα για την αλήθεια και τέτοια».
Χαμογέλασε ξανά με μια γκριμάτσα παραδοχής. Ο Αλέξης έκανε μια μικρή επίθεση:
«Κι όμως, εσύ δεν τα πιστεύεις αυτά. Θεωρείς πως αυτό εδώ είναι η αλήθεια», κι έδειξε το μικρό άγαλμα πάνω στο βάθρο του στη γωνία.
«Κι αυτό δε μου το συγχωρείς, ε;» έκανε εκείνη. «Ξέρεις, έχω κάνει πολλές τελετές στο όνομά της· έχω ιερουργήσει πολλές τελετές. Είμαι ιέρεια της Άρτεμης».
Ο Αλέξης έκανε μια χειρονομία απελπισίας αναστενάζοντας ελαφριά.
«Καλά κρασιά» ξεφύσηξε. «Ξέρεις πως η Άρτεμη ήταν από τις πιο σκληρές, πιο αιματηρές θεότητες, που της άρεσε να λατρεύεται με ανθρωποθυσίες και τσάκιζε ανελέητα όποιον αρνιόταν να τη λατρέψει;».
«Αυτά τα γράφουν οι πονηροί παπάδες σου» θύμωσε εκείνη.
«Οι αρχαίοι Έλληνες τα γράφουν. Θυμήσου την Ιφιγένεια, το ξόανο της Ορθίας Αρτέμιδος, που λατρευόταν με ανθρωποθυσίες στην Ταυρίδα και με αίμα μαστιγωμένων έφηβων στη Σπάρτη, τον Ακταίωνα, που τον μεταμόρφωσε σε ελάφι γιατί την είδε κατά λάθος, ο φουκαράς, να κάνει μπάνιο, κι έβαλε τα ίδια τα σκυλιά του να τον κατασπαράξουν· τον Ιππόλυτο, το γιο του Θησέα – α όχι, αυτόν τον σκότωσε η Αφροδίτη, επειδή λάτρευε την Άρτεμη, σαν κυνηγός που ήταν, και αρνιόταν να λατρέψει αυτήν, τη θεά της πορνείας, συγνώμη, του έρωτα ήθελα να πω…».
«Άει παράτα μας!».
«Συγνώμη· διάβασε και λίγο μυθολογία. Υπάρχουν κι άλλα θύματά της».
«Εγώ έχω δει την Άρτεμη, δε χρειάζεται να διαβάσω μυθολογία».
«Κι εγώ έχω δει πολλές φορές τη σοφία, αλλά και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος που έχουν άνθρωποι σαν το μπάρμπα Νίκο. Και με συγχωρείς, αλλά η Άρτεμή σου δεν είναι καλό παιδί· σε κοροϊδεύει».

Σταμάτησαν για λίγο ν’ ανασάνουν από τη μονομαχία. Η Χρυσένια ένιωθε κάποια θλίψη. Δεν ήθελε να μαλώνουν· αυτός την αγαπούσε. Ή μήπως κι εκείνη, χωρίς να το καταλαβαίνει;
«Η Ήβη. Τι θα πάθει η Ήβη;», θυμήθηκε ξαφνικά την προειδοποίηση του ερημίτη.
«Δεν ξέρω, αλλά πρέπει να της μιλήσεις».
Η κοπέλα έπιασε το κινητό της.
Και τότε το άγαλμα γκρεμίστηκε από το βάθρο του. Η Χρυσένια ξεφώνισε τρομαγμένη κι ο Αλέξης ενστικτωδώς την αγκάλιασε.
Η μαμά της φώναξε απ’ το διάδρομο. Έπιασε ν’ ανοίξει την πόρτα, μα είχε σφηνώσει.
«Παιδιά, κλειδώσατε; Είναι όλα εντάξει;».
Ένα είδος σκοτεινής ενέργειας άρχισε ν’ απλώνεται στο χώρο.
«Κάτι δεν πάει καλά» ψιθύρισε η Χρυσένια. «Ξέρουν πού πήγα και θα θέλουν να με τιμωρήσουν».
Έφυγε από κοντά του και προσπάθησε να κάνει ένα προστατευτικό ξόρκι.
Και τότε, απότομα, σαν τσουνάμι, άρχισε το πάρτι.
Όλα στο δωμάτιο δονήθηκαν και τα πιο ελαφριά – βιβλία, κουκλιά, μαξιλάρια, σεντόνια, φωτογραφίες, το φωτιστικό και το λάπτοπ – άρχισαν να σβουρίζουν· το κρεβάτι και το γραφείο ανασηκώνονταν και κοπανούσαν με βία το πάτωμα· η καρέκλα του γραφείου ακολούθησε το χορό τρέχοντας σα μεθυσμένη με τα ροδάκια της. Τα συντρίμμια του ειδωλίου σηκώθηκαν και την ακολουθούσαν και προσγειώθηκαν πάνω στο λάπτοπ, στον αέρα, τσακίζοντάς το, σα να συγκρούστηκαν μικροσκοπικοί αστεροειδείς σε κοσμική δίνη.
Τα δυο παιδιά κέρωσαν στην αρχή· ένιωσαν τρόμο, μα ο τρόμος τους ήταν διαφορετικός, χωρίς να το ξέρουν. Μετά, σαν έτοιμος από καιρό, ο Αλέξης άνοιξε την αγκαλιά του κι η Χρυσένια τρύπωσε μέσα κρύβοντας τα ματάκια της. Εκείνος, μετά από στιγμιαία αμηχανία, σταύρωσε το χώρο με το δεξί του χέρι απαγγέλλοντας δυνατά:
«Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τη Θεοτόκωτο χαίρε!...».
Αμέσως ένα κύμα βίαιου ανέμου τους άρπαξε, σα φούχτα γίγαντα, τους κοπάνησε στον τοίχο και τους άφησε να γκρεμοτσακιστούν χάμω, σαν πατσαβούρια.
Βόγκηξαν.
Και μεμιάς όλα είχαν ησυχάσει κι είχαν γίνει φυσιολογικά, όπως πριν.
Η μαμά της Χρυσένιας άνοιξε με δύναμη την πόρτα κι όρμησε μέσα.
«Παναγία μου!» κραύγασε σκύβοντας πάνω απ’ το κορίτσι της. Η Χρυσένια, στο άκουσμα, τινάχτηκε από σπασμούς.
«Κύριε, ελέησον!» φώναξε ο Αλέξης. «Χριστέ, ελέησον!».
Οι σπασμοί συνεχίστηκαν· η μάνα έσφιγγε το παιδί της στην αγκαλιά της κι ο νέος, εμβρόντητος, στεκόταν από πάνω τους σαν ιππότης, ιππότης με γυαλούμπες και πεταχτή μύτη – αυτός δεν το ένιωθε βέβαια, ήταν γεμάτος φόβο, ακίνητος, μα ένιωθε να τον διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα – κι απάγγελλε με φωνή όσο πιο σταθερή γινόταν τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και την Ευχή του Ιησού:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς τους αμαρτωλούς»…
Ποτέ δε φανταζόταν πως θα ερχόταν ώρα να τα χρησιμοποιήσει ενάντια σε αληθινούς δαίμονες – να τα χρησιμοποιήσει για να προστατεύσει τη ζωή του.
Και τη ζωή κάποιων άλλων· κάποιων που αγαπούσε.
Κι όταν κάλμαρε το κορμί της κι αφέθηκε μόνο να τρέμει σαν ψάρι στην αγκαλιά της μαμάς της, εξαντλημένος έπεσε στα γόνατα, έκρυψε το πρόσωπό του στις δυο παλάμες κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

3

«Τι έγινε, παιδί μου; Γιατί τα σπάσατε όλα εκεί μέσα;».
Η κυρία Μαρίνα ξάπλωσε τη Χρυσένια της στον καναπέ και ρωτούσε τον Αλέξη κρατώντας το χέρι της με αγωνία.
«Δεν τα σπάσαμε εμείς» απάντησε αυτός. Κοίταξε το κορίτσι, που μόλις είχε μισοσυνέλθει. «Δεν ξέρει πως ασχολείσαι με τη μαγεία η μαμά σου;».
«Τιιι;!».
«Γιατί το είπες;» ξεφώνισε η Χρυσένια με όση φωνούλα της είχε απομείνει.
«Καιρός να το μάθει – σε παρακαλώ, μη στενοχωριέσαι – γιατί τα πράγματα έχουν γίνει πολύ σοβαρά».
«Γιατί μου το έκαναν αυτό; Γιατί;» έκλαψε το κορίτσι.
«Γιατί δεν είναι οι καλοί, Χρυσένια μου» απάντησε ο Αλέξης. «Είναι οι κακοί». Σκέφτηκε μια στιγμή. «Και δε θέλουν να προειδοποιήσεις την Ήβη» συνέχισε. «Άρα πρέπει να την προειδοποιήσουμε αμέσως!».
«Την Ήβη; Είναι κι αυτή μπλεγμένη;» ρώτησε η μητέρα.
«Δεν το ήξερα, αλλά μάλλον ναι» είπε το αγόρι.
«Μπλεγμένη;» απάντησε η κοπέλα. «Όχι μόνο μπλεγμένη· η Ήβη γεννήθηκε μέσα στη μαγεία. Η ίδια και η μητέρα της είναι ιέρειες κι ο πατέρας της…», κοντοστάθηκε λίγο, «δεν είναι άνθρωπος, αλλά κάποιου είδους θεότητα».
«Τι είναι αυτά που λες, αγάπη μου;» απόρησε, όλο και πιο φοβισμένη, η κυρία Μαρίνα.
«Δηλαδή δαίμονας» ψιθύρισε ο Αλέξης. «Μπα, δε νομίζω πως οι δαίμονες κάνουν παιδιά… Μάλλον κάποιος απατεώνας μάγος θα ήταν, το ελπίζω δηλαδή, γιατί ποτέ δεν ξέρεις. Όμως αυτό που λες τώρα, Χρυσένια, Χρυσένια μου, κορίτσι μου», της έσφιξε στοργικά το χέρι, «ίσως απαντάει στο γιατί θέλουν να της κάνουν τόσο κακό. Μήπως πρόκειται να τη θυσιάσουν;».
Η κοπέλα τον κοίταξε αποσβολωμένη.
«Μήπως τη γέννησαν και την ανάθρεψαν ακριβώς για να τη θυσιάσουν;» συνέχισε ο Αλέξης. Ένιωσε μια κρυφή εγωιστική χαρά, που έβλεπε στα μάτια της αυτόν το φόβο. “Θεέ μου, συγχώρεσέ με” σκέφτηκε· “αυτή η χαρά είναι εωσφορική, δεν έχει μέσα της ίχνος αγάπης – κι εγώ θέλω να την αγαπώ καθαρά και παντοτινά”.
Έβγαλε το κινητό του.
«Μου λες το νούμερό της;».
Η Χρυσένια, σαστισμένη, πρόφερε τα ψηφία. Ο Αλέξης κάλεσε και της το έδωσε.
«Καλύτερα να της μιλήσεις εσύ».
Όμως το σήκωσε η μαμά της Ήβης, η κάτοχος και φύλακας της αρχαίας γνώσης.
«Χρυσένια μου, η Ήβη δεν μπορεί να σου μιλήσει αυτή τη στιγμή. Καλύτερα να συναντηθούμε και θα σου εξηγήσω ποια είναι η αλήθεια. Μόνο…», η γλυκιά φωνή της σκλήρυνε ξαφνικά, «να φύγει από κοντά σου αυτός ο ιερόσυλος!».
«Πώς ξέρετε ότι είμαι εδώ, κυρία Ηλέκτρα;» φώναξε σαρκάζοντας το παλικάρι.
Αμέσως η γραμμή νεκρώθηκε. Πριν πέσει τελείως, τους φάνηκε πως άκουσαν ένα μουγκρητό, που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Ανατρίχιασαν.
Ο Αλέξης έκανε το σταυρό του. Η Χρυσένια ρίγησε σ’ αυτή την πράξη. Ένιωσε παγωνιά. Και για πρώτη φορά στη ζωή της δεν ήξερε τι να πιστέψει – ποια αλήθεια να πιστέψει, ποια να επιλέξει. Ή μάλλον ποιο στρατόπεδο να επιλέξει.
«Είναι φανερό πως έχουμε ανοίξει πόλεμο» αποφάνθηκε ο νέος, ανακτώντας την ψυχραιμία του και κοιτάζοντας τις δυο γυναίκες. «Δεν είμαστε ασφαλείς εδώ. Και δεν ξέρω πού είμαστε ασφαλείς, ούτε αν είναι ασφαλείς οι δικοί μου γονείς κι ο μικρός μου αδερφός, που θα κάθονται αμέριμνοι στην τηλεόραση ή στο κομπιούτερ τους».
Η Χρυσένια σηκώθηκε, πήγε στο μπάνιο κι έπλυνε το πρόσωπό της. Τη στιγμή που στράφηκε στον καθρέφτη, κάτι είδε κι άρχισε να ξεφωνίζει. Ο Αλέξης έτρεξε, δεν είδε τίποτα παρά μόνο το πανικόβλητο είδωλο του προσώπου της, σταύρωσε τον καθρέφτη λέγοντας το όνομα του Χριστού κι εκείνος έγινε δυο κομμάτια κι έπεσε στο πάτωμα.
Η Χρυσένια απόμεινε να τον κοιτάζει.
«Αν το έκανες αυτό εσύ, ένας σπασίκλας», ψέλλισε με δέος, «φαντάσου τι μπορεί να κάνει ο μπάρμπα Νίκος».

Κεφάλαιο 5

1

«Πού θα είμαστε ασφαλείς;» αναρωτήθηκε ο Αλέξης.
Κατά βάθος ήξερε. Τηλεφώνησε στους γονείς του:
«Πάρτε το μικρό και πηγαίνετε αμέσως στο μοναστήρι. Έρχομαι κι εγώ. Κινδυνεύουμε».
«Από ποιον κινδυνεύετε;» ρώτησε θορυβημένος ο πατέρας του.
Το αγόρι σκέφτηκε λίγα δευτερόλεπτα πριν απαντήσει.
«Από μαύρη μαγεία!».
«Τι εννοείς; Πες μου πού είσαι και θα ’ρθω να σε πάρω αμέσως».
«Όχι! Έχουμε αμάξι, ερχόμαστε στο μοναστήρι. Θα ξαναμιλήσουμε στο δρόμο. Σε παρακαλώ, ξεκινήστε αμέσως! Μην ανησυχείτε για μένα».
Έκλεισε το τηλέφωνο ευχόμενος να κάνουν ό,τι τους είπε.
«Πάμε» είπε στις δυο γυναίκες, κι η φωνή του ήταν ικετευτική, αλλά μαζί κι επιτακτική.
«Τι μοναστήρι είναι αυτό;» ρώτησε η κυρία Μαρίνα.
«Η μονή της Παναγίας της Πεντάπυργης· δεν είναι μακριά. Σίγουρα την ξέρετε. Εκεί είναι ο πνευματικός μας».
«Πνευματικός τι σημαίνει;» ρώτησε η γυναίκα, καθώς ξεκινούσαν. Η Χρυσένια κοίταξε φευγαλέα το διαλυμένο της δωμάτιο με το σπασμένο ειδώλιο της Άρτεμης – το θάρρος και τη δύναμή της μέχρι πριν λίγο.
Ο Αλέξης σκέφτηκε. Πώς να το εξηγήσει;
«Ο πνευματικός μας οδηγός» απάντησε.
«Δεν είναι ο μπάρμπα Νίκος;» ρώτησε η Χρυσένια, καθώς έβγαιναν στο διάδρομο της πολυκατοικίας.
«Άλλο ο μπάρμπα Νίκος, άλλο αυτό».
«Είναι πιο δυνατός;».
«Ο Χριστός είναι ο δυνατός, Χρυσένια. Πάμε, θα σας εξηγήσω αργότερα».

Πήραν το ασανσέρ, κατέβηκαν, βγήκαν στο δρόμο. Το αυτοκίνητο της κυρίας Μαρίνας ήταν παρκαρισμένο δίπλα στο πεζοδρόμιο. Μα, πριν ξεκλειδώσει την πόρτα, δυο νεανικές φωνές τους σταμάτησαν:
«Χρυσένια, έλα μαζί μας! Όλα θα πάνε καλά!».
Στράφηκαν· πίσω τους στέκονταν δυο όμορφοι νέοι, ο Φοίβος κι ο Άλκης.
Ο Αλέξης και η κυρία Μαρίνα ήξεραν τον Άλκη· το Φοίβο, γύρω στα τριάντα, πρώτη φορά τον έβλεπαν.
Αθλητικοί, περιποιημένοι, φαινόταν η ταραχή στα μάτια τους.
«Έλα» ξαναείπε ο Άλκης, «μαζί με τη μαμά σου. Θα σε προστατεύσουμε».
Η κοπέλα σκέφτηκε μια στιγμή.
«Από σας ποιος θα με προστατεύσει;» ρώτησε ενοχλημένη, με μια παγωνιά στη φωνή της.
«Δεν έχεις να φοβηθείς από μας» απάντησε ο Φοίβος.
«Ψέματα! Είδα τι κάνατε – ή εσείς ή οι δικοί σας. Τι θα κάνετε στην Ήβη;».
Ο Άλκης έκανε ένα βήμα μπροστά· η Χρυσένια, ενστικτωδώς, ένα βήμα πίσω. Ο Αλέξης άρχισε να προσεύχεται μέσα του, ενώ ο φόβος άρχισε να πολιορκεί την καρδιά του.
«Τίποτα κακό» είπε ο Άλκης. «Τη μεγαλύτερη τιμή· θα γίνει μια Πάναγνη Μητέρα».
«Και θα γεννήσει τι;».
«Το Λιονταρίσιο Μωρό!».
Τα μάτια της Χρυσένιας άστραψαν – από έκπληξη; φόβο; ή ίσως ζήλεια; Έδιωξε και τους τρεις αυτούς πειρασμούς.
«Ξέρεις πόσο σημαντικό είναι» συμπλήρωσε ο Φοίβος. «Κι εσύ, αδελφή μας, πρέπει να είσαι δίπλα της».
«Αδελφή σας;» σάρκασε ο Αλέξης.
«Σκάσε εσύ, φιόγκο!» ούρλιαξε ο Άλκης.
Το παλικάρι σήκωσε το δεξί του χέρι κι αποκότησε να πολεμήσει. Σταύρωσε τον αέρα προφέροντας δυνατά το όνομα του Ιησού Χριστού. Οι δυο μάγοι ρουθούνισαν σαν λιοντάρια, δείχνοντας τα δόντια τους.
«Το ήξερα!» φώναξε η Χρυσένια. «Μαμά, πάμε!».
Η σαστισμένη γυναίκα πάτησε το κουμπί ξεκλειδώνοντας αυτόματα το αμάξι της. Οι δυο άντρες βρυχήθηκαν δυνατά και στη στιγμή είχαν μεταμορφωθεί σε λιοντάρια.
Οι γυναίκες ξεφώνισαν φοβισμένες. Ο Αλέξης προσευχόταν εντός του με την Ευχή του Ιησού και τράβηξε προστατευτικά τη Χρυσένια κοντά του.
Το λιοντάρι, που ήταν ο Φοίβος, μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στην οροφή του αυτοκινήτου, κόβοντάς τους το δρόμο. Το άλλο πλησίασε αργά, καρφώνοντάς τους με τα πελώρια μάτια του, βαριανασαίνοντας, έτοιμο να ορμήσει.
Στις γύρω πολυκατοικίες οι ένοικοι κοίταξαν, παγωμένοι από τρόμο, πίσω απ’ τις γρίλιες. Ένας έφηβος άρπαξε το κινητό του κι άρχισε να τραβάει.
Η Χρυσένια σήκωσε το χέρι και προσπάθησε να εξαπολύσει μια κατάρα ενάντια στους αντιπάλους της. Σοκαρίστηκε, διαπιστώνοντας πως δεν μπορούσε. Η επίδραση της Ευχής δίπλα της ίσως ήταν που δεν την άφηνε.
Από την κορυφή μιας κολώνας του ηλεκτρικού, μια κουκουβάγια παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Δεν ήταν κοινή κουκουβάγια· ήταν η αρχιέρεια.
“Φάτε τους!” διέταξε τα λιοντάρια μέσα στο νου της.
«Χριστέ μου, βοήθεια!» φώναξε ο Αλέξης. «Μπάρμπα Νίκο, βοήθεια!».
Και ξαφνικά, από το πουθενά, εμφανίστηκε ένας ιερέας, με μαύρα ράσα και πετραχήλι στο στήθος. Τα λιοντάρια κοντοστάθηκαν. Εκείνος, χωρίς να πει λέξη, άνοιξε τα μπράτσα, έκλεισε στην αγκαλιά του τους τρεις φυγάδες κι εξαφανίστηκε μαζί τους.
Τα λιοντάρια απόμειναν να οσφραίνονται τον αέρα σαστισμένα. Μετά έτρεξαν, το ένα από ’δώ, το άλλο από ’κεί, και χάθηκαν στους μισοσκότεινους δρόμους, όπου κανείς δεν περνούσε.
Η κουκουβάγια, πάνω στο στύλο, άρχισε να βρίζει και να καταριέται χωρίς λόγια. Η δύναμη του Ναζωραίου ήταν μεγάλη! Το ήξερε, αλλά πρώτη φορά έπαιρνε μια γεύση.
Τι θα έκαναν τώρα οι κυνηγημένοι; Θα προστάτευαν το τομάρι τους – όπως έλπιζε – ή θα φρόντιζαν να της κάνουν χαλάστρα;
Ευχήθηκε κρώζοντας μακάβρια να μη συμβεί κάτι τέτοιο. Κατόπιν άνοιξε τα φτερά της και χάθηκε στο συννεφιασμένο νυχτερινό ουρανό.

2

Τα ξημερώματα, στο Μαραθώνα, ένα λιοντάρι είχε φάει ένα νυχτοφύλακα, που επέστρεφε από τη δουλειά του. Απόψε, κατά το σούρουπο, ένα άλλο κατασπάραξε δυο κορίτσια, που έπαιζαν κοντά στη θάλασσα, στη Σαρωνίδα.
Από το Υπουργείο Επιβολής του Νόμου ήρθε εντολή να πάψουν οι έρευνες για τα θηρία στην περιοχή της Αθήνας· όμως πριν λίγο ένας έφηβος, στο Γαλάτσι, ανέβασε στο Facebook ένα βίντεο, που έδειχνε δυο εξαγριωμένα θηρία να μάχονται στο δρόμο κάτω απ’ το διαμέρισμά του!
Στο βίντεο δεν φαινόταν ποιους κυνηγούσαν, ούτε βέβαια είχε προλάβει να καταγράψει πως ήταν μεταμορφωμένοι άνθρωποι. Όμως ο υπαστυνόμος Μαβίλης, που ενημερώθηκε επειγόντως για το συμβάν, διαπίστωσε έντρομος πως βρίσκονταν ακριβώς έξω από το σπίτι της κόρης του!
Τηλεφώνησε αμέσως στο κοντινό τμήμα, απ’ όπου έστειλαν περιπολικά. Έσπευσε κι ο ίδιος, ιππεύοντας τη μοτοσικλέτα του. Δε βρήκαν τίποτα, εκτός από μερικές τρίχες (που έδειξαν γνήσιο λιονταρίσιο DNA όταν εξετάστηκαν) και τα σημάδια από το σκαρφάλωμα του λιονταριού στο αμάξι της πρώην συζύγου του. Πανικοβλήθηκε.
Χτύπησαν το κουδούνι, κανείς δεν ήταν. Τηλεφώνησαν στα κινητά, δεν είχαν σήμα. Μπήκαν στο σπίτι παραβιάζοντας την πόρτα και είδαν το δωμάτιο του κοριτσιού άνω κάτω. Ρώτησαν τους γείτονες κι επιβεβαίωσαν πως άκουσαν κρότους και φωνές – και μετά έφυγαν οι δυο γυναίκες, μαζί μ’ ένα νεαρό, προς άγνωστη κατεύθυνση.
Μίλησαν και στο νεαρό με το βίντεο, από την απέναντι πολυκατοικία. Δεν είχε δει τίποτα περισσότερο.
Ο υπαστυνόμος ειδοποίησε την κεντρική διεύθυνση και μάζεψε στο αστυνομικό τμήμα όλες τις δυνάμεις του.
Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ο διοικητής.
«Η έρευνα σταματάει – ή μάλλον, μετατοπίζεται εκτός Αθηνών. Τα λιοντάρια έχουν φύγει».
«Με συγχωρείτε, κ. διοικητά», απάντησε με ένταση ο υπαστυνόμος, «αλλά πριν από λίγο εντοπίστηκαν στο Γαλάτσι, έξω από το σπίτι της πρώην συζύγου μου και της κόρης μου. Πήγα επιτόπου, μπήκα στο διαμέρισμα και ήταν όλα λίμπα. Η οικογένειά μου αγνοείται. Δε θα υπακούσω το υπουργείο, αλλά τα μάτια μου και τη λογική».
Κατόπιν στράφηκε στην ανθυπαστυνόμο Αγγέλου και σ’ όλους τους άντρες και τις γυναίκες της δύναμής του:
«Όλα τα μάτια πρέπει να κοιτάζουν· από ελικόπτερα μέχρι δορυφόροι. Και να σταλούν μηνύματα σ’ όλα τα μέσα, σ’ όλες τις ιστοσελίδες, ακόμα και στα κινητά τηλέφωνα. Δεν μπορεί να χάθηκαν δυο ολόκληρα λιοντάρια – κάποιος θα τα δει. Και τα όπλα μας να είναι γεμάτα».
«Κι αν δεν είναι μόνο δύο;» ρώτησε ένας αστυφύλακας.
Όλοι ανατρίχιασαν.
«Τότε μάλλον κάτι ανεξήγητο συμβαίνει εδώ» αποκρίθηκε ο υπαστυνόμος. «Ας το εξηγήσουν, ξέρω ’γώ, οι χαρτογιακάδες του υπουργείου, που γνωμάτευσαν πως έκλεισε η υπόθεση. Εμείς ξέρουμε ένα πράγμα, πως έχουμε πόλεμο!».
Οι αστυνομικοί, άντρες και γυναίκες, ένευσαν καταφατικά, μ’ ένα ξαφνικό σφίξιμο στην καρδιά τους. Ο διοικητής δεν μπορούσε να προβάλει αντίρρηση. Τηλεφώνησε όμως στο προσωπικό τηλέφωνο του υπουργού, ενημερώνοντάς τον εμπιστευτικά για τις εξελίξεις.

3

Ένα μεγαλόσωμο λιοντάρι με πυκνή χαίτη μπήκε περπατώντας αργά στην Πλατεία των Νεκρών Σπουργιτιών. Το κοινό είχε σκορπίσει και η συμμορία των χορευτών τα μάζευε για να φύγει. Είχαν πιει μια δυο μπύρες, καθισμένοι στα σκαλοπάτια μιας εισόδου, είχαν μετρήσει τις πενιχρές τους εισπράξεις και σιγοκουβέντιαζαν, να μην ενοχλούν.
Αντίθετα με ό,τι νόμιζαν οι γείτονες, αυτά τα παιδιά είχαν σεβασμό· έναν αντρίκιο, πολεμικό σεβασμό, προς εκείνους που θεωρούσαν γενναίους και τίμιους. Είχαν επίσης σεβασμό στον άμαχο πληθυσμό, σαν τους άγνωστους μικροαστούς που φώλιαζαν, συγνώμη, κατοικούσαν τριγύρω, κρεμασμένοι κάμποσους ορόφους πάνω απ’ τα κεφάλια τους, σαν καναρίνια. Τι φταίγανε κι αυτοί; Σ’ αυτό τον πόλεμο ή τρως ή σε τρώνε, κι αυτά τα ανθρωπάκια ήτανε το κανναβούρι.
Ναι, η κοινωνία είναι σε πόλεμο, ο κόσμος είναι σε πόλεμο κι εμείς είμαστε πολεμιστές, λαβωμένοι, μπαρουτοκαπνισμένοι, στραπατσαρισμένοι, αλλά ακόμα όρθιοι και ζωντανοί. Έτσι έβλεπαν τον κόσμο οι πέντε της συμμορίας, όπως και χιλιάδες άλλοι έφηβοι σαν αυτούς σ’ όλο τον πλανήτη. 
Μόνο που δεν ήξεραν, κι ας νόμιζαν πως ήξεραν, ποιος πολεμούσε με ποιον και οι ίδιοι με τίνος το μέρος ήταν.
Και τότε η Ρεβέκκα διέκρινε τον ίσκιο του λιονταριού πίσω από τα δέντρα. Τέντωσε το χέρι ξεφωνίζοντας δυνατά. Όλοι πετάχτηκαν επάνω! Θεέ μου! Τώρα;
Άρχισαν να χτυπούν τα κουδούνια μετά μανίας. Χτυπούσαν, χτυπούσαν, κανείς δεν τους άνοιγε. Καλά, όλο κουφοί κατοικούσαν σ’ αυτή την πολυκατοικία;
«Δεν είναι κουφοί!» έγρουξε ο Αρμπέν. «Είναι κάτι χειρότερο: δειλοί και προδότες!».
«Ανοίξτε! Λιοντάρι!» τσίριξε η Σάντρα.
«Σκάσε» της φώναξε πνιχτά ο Ιωσήφ.
Στέκονταν ακριβώς στην είσοδο του κτηρίου, σ’ ένα μέρος με άπλετο φωτισμό. Ήταν τέλειος στόχος, τέλεια θύματα. Ανοήτως τέλεια και ανυπεράσπιστα, σαν αμνοί.
Ήταν μοιραίο το θηρίο να τους πάρει χαμπάρι.
Ο Φοίβος, με λιονταρίσια μορφή, τους είχε δει και τους είχε αναγνωρίσει αμέσως. Χαμογέλασε μέσα στο νου του. Τι ειρωνεία! Οι “φίλοι” του, που τους περιφρονούσε και τους σιχαινόταν, αλλά έπαιζε μαζί τους όταν ήθελε να παραστήσει το τζέντλεμαν.
Ας τους τρόμαζε λίγο. Βέβαια, έψαχνε τη Χρυσένια, αλλά ήταν σίγουρος πως δε θα την έβρισκε. Ας διασκέδαζε λοιπόν, ας τους τρόμαζε λίγο. Και, αν άνοιγε η όρεξή του, ας έτρωγε και κανέναν.
Βγήκε απ’ τις σκιές και βημάτισε στο κέντρο της πλατείας πλησιάζοντας προς το μέρος τους. Εκείνοι, ξεφωνίζοντας, ξεκόλλησαν από την είσοδο και το ’βαλαν στα πόδια, όλοι προς μια κατεύθυνση. Τη στιγμή εκείνη, κάποιος από πάνω πάτησε το αυτόματο άνοιγμα.
Η Ρεβέκκα άκουσε το θόρυβο, δεν είχε κατέβει ακόμα τα σκαλοπάτια, στράφηκε μ’ ένα πήδημα κι άνοιξε την πόρτα.
«Έι, άνοιξε, ελάτε!» φώναξε στους φίλους της, μα εκείνοι έτρεχαν και χάνονταν σ’ ένα στενάκι.
Τρύπωσε μέσα κατάχλομη από τρόμο· η καρδιά της είχε σχεδόν σταματήσει. Το λιοντάρι της έριξε μια ματιά, την περιφρόνησε – έτσι δεν έκανε όλος ο κόσμος; σκέφτηκε υποσυνείδητα το κορίτσι – κι άρχισε να τρέχει, κυνηγώντας τα θηράματά του.

Τους έφτασε κοντά στα θεμέλια μιας οικοδομής. Τους στρίμωξε για τα καλά κι άρχισε να πλησιάζει, ήρεμα κι ωραία, ενώ εκείνοι στέκονταν μπροστά στο κενό. Τα τέσσερα παιδιά πιάστηκαν χέρι χέρι, παγωμένα απ’ το φόβο τους. Και ξαφνικά, άρχισαν να χορεύουν. Μπροστά στο θηρίο βάλθηκαν να κάνουν τις απίστευτες φιγούρες τους, χωρίς μουσική, έχοντας το ρυθμό στην αναπνοή και στο χτύπο της καρδιάς τους.
Ο Φοίβος σάστισε μια στιγμή. Τι προσπαθούσαν να κάνουν; Να ξεφύγουν; Αδύνατον. Να πεθάνουν αξιοπρεπώς; Ανόητο. Μια αξιοπρέπεια ήξερε εκείνος: του νικητή, που τρομοκρατεί και ταπεινώνει τους ηττημένους!
Όρμησε μπροστά. Εκείνοι ξεφώνισαν και πισωπάτησαν. Μονομιάς βρέθηκαν στον αέρα. Ένιωσαν για ένα δευτερόλεπτο να πετάνε, καθώς βουτούσαν στην άβυσσο. Και μετά, άγγελοι τους άρπαξαν μέσα απ’ το σώμα τους και ξεκίνησαν να τους περάσουν υπερμαχώντας μέσα από στρατιές σκοτεινών δαιμόνων, που ούρλιαζαν μανιασμένοι και τους διεκδικούσαν.
Την άλλη μέρα βρήκαν τα σώματά τους τσακισμένα στον πάτο της οικοδομής. Κανείς δεν τα σύνδεσε με τα λιοντάρια. Η Ρεβέκκα έκλαιγε πεσμένη στο πάτωμα, προφυλαγμένη μέσα στην είσοδο της πολυκατοικίας. «Αμαζόνα, πού είσαι, Αμαζόνα;» ψιθύριζε. Αυτή δεν την περιφρονούσε· κι αν ήταν εκεί, θα του έδινε να καταλάβει του κτήνους και θα έσωζε τους φίλους της, που κι αυτοί δεν την περιφρονούσαν.
Κανείς δεν είχε βγει στο διάδρομο να δει τι κάνει, να τη ρωτήσει τι είχε συμβεί, να της προσφέρει ένα ποτήρι νερό, να καλέσει την αστυνομία… Τη βρήκαν μισολιπόθυμη το ξημέρωμα, σοκαρισμένη, οι πρώτοι που πήγαιναν για τη δουλειά τους.
Το λιοντάρι, καθώς ορμούσε, είχε αλλάξει δρόμο, υπακούοντας σ’ ένα αόρατο ξαφνικό κάλεσμα, πριν τα τέσσερα θύματά του φτάσουν στον πάτο, εκεί όπου τους περίμενε ο θάνατός τους.
Είχε αλλάξει δρόμο, γιατί έπρεπε να ενωθεί με την αγέλη και να πάνε κάπου.
Εκείνη τη νύχτα ο μπάρμπα Νίκος έκλαιγε στην καλύβα του και προσευχόταν. Δεν έκλαιγε και δεν προσευχόταν μόνο για τη Χρυσένια και τον Αλέξη, αλλά και για τέσσερα παιδιά που πέθαναν κι ένα πέμπτο, που είχε απομείνει ζωντανό και δυστυχισμένο.

4

Η μονή της Παναγίας της Πεντάπυργης είναι γυναικεία, με καμιά εικοσαριά μοναχές· δυο τρεις ηλικιωμένες, κάποιες μεσήλικες, οι περισσότερες νέες.
Ηγουμένη είναι η γερόντισσα Μακρίνα, η “μητέρα Μακρίνα”, μια σοφή γυναίκα, δυναμική κι ανοιχτόκαρδη, αν και καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι.
Σήμερα στο μοναστήρι είχαν καταφτάσει και τρεις παπάδες, δηλαδή ορθόδοξοι ιερείς, ιερομόναχοι, απ’ την ανδρική μονή των Αγγέλων, λίγα χιλιόμετρα παραπέρα. Η μονή γιόρταζε στη Σύναξη των Μυρίων Αγγέλων, στις 11 του Γενάρη. Και τα δυο μοναστήρια βρίσκονταν βόρεια, μέσα στα δάση που είχαν απομείνει ακόμη να περιβάλλουν την Αττική.
Είχε έρθει ο ηγούμενος, ο π. Βασίλειος, πνευματικός και των δύο μονών, με δυο ιερείς του μοναστηριού του, έναν ηλικιωμένο κι ένα νεότερο. Πνευματική οδηγός των μοναζουσών ήταν η ηγουμένη, αλλά για το μυστήριο της εξομολόγησης πνευματικός ήταν ο π. Βασίλειος, ένας άγιος αρχιμανδρίτης, μεγαλόπρεπος και ψηλός. Αυτός ήταν που είχε μεταφέρει, με τόσο εκπληκτικό τρόπο, τους τρεις κυνηγημένους από το Γαλάτσι στο μοναστήρι.
Η Χρυσένια, από τη στιγμή που έφτασε, καταλήφθηκε από τρομερό πονοκέφαλο και μετακινούνταν από αγκαλιά σε αγκαλιά· πότε στης μαμάς της, πότε στου Αλέξη.
Ο ηγούμενος σήκωσε το σταυρό που κρεμόταν στο στήθος του (έναν μικρό μεταλλικό σταυρό, με τον εσταυρωμένο πάνω του, κούφιο από μέσα, που περιείχε ίχνη από τίμιο ξύλο και λείψανα αγίων με θαυματουργική δύναμη) και τον ακούμπησε στο μέτωπό της ψιθυρίζοντας προσευχές. Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια κι άρχισε ν’ αγκομαχεί και μετά να ξεφωνίζει και κατόπιν σωριάστηκε μισολιπόθυμη. Οι άνθρωποι που την αγαπούσαν την ανασήκωσαν προστατευτικά και τη βοήθησαν να καθίσει.
Βαριανάσαινε· δεν ήξερε τι την έχει πιάσει. Η κυρία Μαρίνα κοίταξε τον π. Βασίλειο με έκπληξη και ανησυχία, ανακατεμένα με κάποιο θυμό – τι είχε κάνει στο κοριτσάκι της;
«Θα τα ξαναπούμε αργότερα» είπε σοβαρά εκείνος. «Μην ανησυχείτε. Ας είναι περαστικά, με τη βοήθεια του Χριστού και της Παναγίας μας».

Στην ώρα έφτασαν, με την ψυχή στο στόμα, οι γονείς κι ο μικρός αδερφός του Αλέξη.
Όλοι συναντήθηκαν στο αρχονταρίκι του μοναστηριού, στην αίθουσα δηλαδή φιλοξενίας των επισκεπτών, κι οι δικοί του αγκάλιασαν το παλικάρι με ανακούφιση. Εκείνος τους σύστησε τη Χρυσένια και την κυρία Μαρίνα και συνοπτικά τους εξήγησε την κατάσταση. Δεν το χωρούσε ο νους τους!
«Μάγια; Δαίμονες; Λιοντάρια;» έλεγε ο πατέρας του σηκώνοντας τα χέρια. «Άνθρωποι που μεταμορφώνονται σε λιοντάρια; Τι είν’ αυτά που λέτε;».
Κοίταξε τη μαμά της Χρυσένιας, ψάχνοντας ένα λογικό άνθρωπο.
«Δυστυχώς, είναι ακριβώς όπως σας τα λένε» απάντησε εκείνη. «Τα είδα με τα μάτια μου».
«Επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να σας εξηγήσω κάτι» είπε με τη βαθιά φωνή του ο π. Βασίλειος. Όλοι κάθισαν γύρω του, μαζί με την ηγουμένη Μακρίνα και μερικές μοναχές. Έξω η ανατολή ρόδιζε.
«Είναι γνωστό, αλλά και εύκολα αντιληπτό, ότι τον κόσμο πάντα τον κυβερνούσαν εκείνοι που έχουν το χρήμα. Πρόσωπα και ομάδες με αμύθητα πλούτη, που τους παρέχουν τεράστια πολιτική και κοινωνική δύναμη· πολυεθνικές εταιρίες, που ελέγχουν κυβερνήσεις. Όλος ο πλανήτης είναι στα πόδια τους. Οι συνειδήσεις μας και ασφαλώς η ενημέρωσή μας ελέγχονται από αυτούς, με τη βοήθεια των ΜΜΕ. Πολύ εύκολα μια ιδέα σφηνώνεται στο μυαλό μας, αφού κάποιοι μπορούν να “δώσουν γραμμή” στα ηλεκτρονικά, ιδίως, ΜΜΕ πώς να την προβάλουν».
Κοίταξε, να δει αν τον παρακολουθούν.
«Ακόμη και η επιστήμη και η τεχνολογία» συνέχισε «προωθούνται και εξελίσσονται με σκοπό το εμπόριο και την αύξηση του κέρδους των μεγάλων εταιριών και όχι φυσικά την εξυπηρέτηση των ανθρώπων. Οι άνθρωποι, απλώς, υφίστανται πλύση εγκεφάλου μέσω των διαφημίσεων για να αγοράζουν συνεχώς, ακόμη και τα πιο περιττά πράγματα – εντυπωσιακά, αλλά περιττά. Από την παιδική μας ηλικία ακόμη, να γίνουμε εξαρτημένοι καταναλωτές, να αγοράζουμε μέχρι θανάτου. Αν δεν μπορούμε να αγοράζουμε, νιώθουμε δυστυχισμένοι».
«Αυτά είναι γνωστά, αγαπητέ μου γέροντα», τον διέκοψε ευγενικά ο πατέρας του Αλέξη. «Αλλά τι σχέση έχουν με τη μαγεία και τα λιοντάρια;».
«Εσύ τι λες, Ελένη μου;» ρώτησε ο ηγούμενος τη μητέρα του αγοριού.
«Όλα τα θεωρώ πιθανά. Αφού δέχομαι πως υπάρχει και ο Θεός και ο διάβολος, ακόμη και στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά».
Ο ηγούμενος ένευσε καταφατικά.
«Το παράξενο είναι, αγαπητέ Σπύρο», είπε, «ότι ο πολιτισμός, που έχουν στήσει και επιβάλει τα παγκόσμια κέντρα εξουσίας, δεν αποσκοπεί μόνο στην οικονομική εκμετάλλευση των λαών. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής δεν αρκείται στο να μας αφαιρεί τα χρήματά μας (προς όφελος των πολυεθνικών), αλλά προχωρεί στην ψυχική και σωματική μας εξόντωση. Σαν να είναι οργανωμένη πλέον η ζωή μας έτσι, ώστε να καταλήξουμε στον ψυχίατρο ή στον ογκολόγο ή να μαραθούμε, εξαρτημένοι είτε από ναρκωτικά, είτε από τη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή και του κινητού τηλεφώνου μας.
«Και ο λόγος;».
«Ο λόγος, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι οι εξουσιαστές των λαών είναι επίσης και λάτρεις του σατανά, οργανωμένοι σε ομάδες που ασκούν μαύρη μαγεία και σατανισμό. Και ο σατανάς δεν ενδιαφέρεται για το χρήμα, αλλά για την καταστροφή των ανθρώπων. Και οι λάτρεις του, στο τέλος, γίνονται κι αυτοί θύματά του, αφού τους έχει χρησιμοποιήσει (δελεάζοντάς τους με το χρήμα, την εξουσία και τις ηδονές – τους τρεις αιώνιους πειρασμούς) για να εξουθενώσει και να εξολοθρεύσει τις λαϊκές μάζες».
«Και στις λαϊκές μάζες» αποκρίθηκε ο κ. Σπύρος «προπαγανδίζονται επίσης ως στόχοι της ζωής ακριβώς αυτά τα τρία: το χρήμα, η εξουσία και οι ηδονές, όχι η σοφία, η ηθική, η σύνεση ή η αγιότητα. Αυτά τα τελευταία έχουν συκοφαντηθεί προσεχτικά και μελετημένα και έχουν τεθεί στο περιθώριο».
«Ακριβώς. Με δέλεαρ αυτούς τους υποτιθέμενους τρεις στόχους της ζωής, οι άνθρωποι, από παιδική και εφηβική ηλικία, υποδουλώνονται στους εξουσιαστές των λαών και τελικά σ’ εκείνον που κρύβεται στις σκιές πίσω από τους εξουσιαστές των λαών, τον οποίο αναφέραμε προηγουμένως».
Στράφηκε στην κυρία Μαρίνα, που τον κοιτούσε επιφυλακτικά.
«Διαφωνείτε;». Εκείνη σήκωσε τους ώμους της. «Δεν πειράζει. Καλή καρδιά! Δε γίνεται να συμφωνούμε όλοι σε όλα».
«Δεν μπορώ πια ούτε να συμφωνήσω, ούτε να διαφωνήσω σε τίποτα» απάντησε εκείνη εξαντλημένη. «Θέλω μόνο να είναι το κοριτσάκι μου καλά. Έγιναν τόσα απόψε, που δεν περίμενα να τα δω ούτε στα χειρότερα όνειρά μου».

Εκείνη την ώρα, χτύπησε το τάλαντο.
Μια μοναχή, με τα πέπλα της ν’ ανεμίζουν, άρχισε να κυκλοφορεί στην αυλή, μέσα στο ψυχρό πρωινό ημίφως, χτυπώντας ρυθμικά ένα μακρόστενο ξύλο μ’ ένα σφυράκι.
Δεν ήταν απλό ξύλο, αλλά ένα παράξενο μουσικό όργανο, και το χτύπημα παρήγε μια μελωδία. Ήταν το τάλαντο κι έδινε το σύνθημα στις μοναχές και στους επισκέπτες να συγκεντρωθούν στο ναό.
Ο νέος ιερομόναχος πήγε αμέσως κι άρχισε η κυριακάτικη ακολουθία. Μετά τα προκαταρκτικά, θα εξελισσόταν στον όρθρο, την υπέροχη τελετουργία, όπου ψάλλονται όλα τα σπουδαία μουσικά και ποιητικά έργα των μεγάλων – και συχνά αγίων – υμνογράφων της Ορθοδοξίας των τελευταίων χιλίων τετρακοσίων χρόνων. Αμέσως μετά, θ’ ακολουθούσε η λειτουργία, με το μυστήριο της θείας μετάληψης.
Αυτό ήθελαν, αυτό χρειάζονταν.
Ο π. Βασίλειος ρώτησε την κυρία Μαρίνα αν είναι χριστιανή.
«Φυσικά» απάντησε εκείνη.
«Χρυσένια;».
«Φυσικά όχι» είπε ξέπνοα το κορίτσι, που καθόταν ακόμα με το κεφάλι χαμηλωμένο. Ο πονοκέφαλος δεν είχε περάσει.
«Παρόλα αυτά, σε παρακαλώ να έρθεις στην εκκλησία» είπε τρυφερά ο π. Βασίλειος. «Εσάς, κυρία Μαρίνα, σας παρακαλώ όχι μόνο να έρθετε, αλλά και να κοινωνήσετε. Κι εσείς, αδελφοί μου», είπε στον Αλέξη και στην οικογένειά του.
Γονάτισε μπροστά στη σαστισμένη γυναίκα, που κρατούσε πάλι στη αγκαλιά της την κόρη της.
«Κυρία Μαρίνα, συγχωρέστε με. Καταλαβαίνετε ότι η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή. Μπορείτε να πολεμήσετε μόνη ενάντια στις δυνάμεις, που παραλίγο να σας σκοτώσουν;».
Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι κοιτάζοντάς τον στα μάτια με κουρασμένο, αλλά αγέρωχο βλέμμα.
«Τότε, σας παρακαλώ, ακολουθήστε τις οδηγίες μου. Εμείς εδώ, να ξέρετε, που αγωνιζόμαστε μέσα στο Φως του Χριστού, έχουμε δει πολλές φορές τέτοια πράγματα. Όχι μόνο εμείς, αλλά και οι προκάτοχοί μας και οι δικοί τους προκάτοχοι κ.τ.λ. και υπάρχει μια πείρα αιώνων στην αντιμετώπισή τους. Με πιστεύετε;».
Ένευσε καταφατικά.
«Σας ευχαριστώ. Λοιπόν, ελάτε στη λειτουργία, κοινωνήστε και αργότερα θα σας ζητήσω να κάνουμε μια ακόμα συζήτηση, ιδιαιτέρως, που ονομάζεται εξομολόγηση». Κοντοστάθηκε. «Έχετε θάρρος» πρόσθεσε. «Ορίστε, φορέστε αυτό».
Και της πέρασε στο λαιμό το σταυρό του.
«Ό,τι κι αν γίνει, κρατηθείτε από το σταυρό. Έχει μεγάλη δύναμη. Τον τρέμουν».

5

Εκείνη την ώρα χτύπησε το κινητό της.
«Η κυρία Σαχτούρη;» ρώτησε μια γυναικεία φωνή, γλυκιά αλλά δυναμική.
«Μάλιστα. Η ίδια».
«Αστυνομία εδώ. Είστε καλά, εσείς και η κόρη σας;».
«Τώρα ναι» απάντησε η γυναίκα κι έριξε ένα βλέμμα στο χώρο. «Και νομίζω πως είμαστε ασφαλείς».
«Πού βρίσκεστε, παρακαλώ;».
«Σ’ ένα μοναστήρι, βόρεια της Αθήνας».
«Σας συνδέω αμέσως με τον υπαστυνόμο Μαβίλη. Έχει ανησυχήσει πολύ για σας· όπως και όλοι μας».
Η κυρία Μαρίνα δεν περίμενε να ερχόταν στιγμή, που θα ένιωθε ανακούφιση ακούγοντας το όνομα του πρώην συζύγου της. Της φάνηκε σαν να προσγειώθηκε στον αληθινό κόσμο, ξυπνώντας από έναν εφιάλτη· σα να επρόκειτο να λυθούν ως εκ θαύματος όλα τα προβλήματα.
Όμως η σύνδεση δεν έγινε. Η γραμμή έπεσε. Και, πριν πέσει, άκουσε καθαρά μέσα απ’ το τηλέφωνο – όλοι το άκουσαν και πάγωσαν – το βρυχηθμό ενός αγριεμένου λιονταριού!

Η ανθυπαστυνόμος Αγγέλου κρατούσε στο χέρι της το ακουστικό ενθουσιασμένη. Στράφηκε στον προϊστάμενό της, να του αναγγείλει το σπουδαίο νέο και να του δώσει τη χαρά να μιλήσει με την οικογένειά του. Τον είδε να συνομιλεί με μια αλλόκοτη γυναίκα, που περιστοιχιζόταν από τουλάχιστον δεκαπέντε άντρες, ντυμένους σα χούλιγκανς. Συνοφρυώθηκε.
Ο υπαστυνόμος συντόνιζε τις έρευνες. Εκατοντάδες αστυνομικοί είχαν εξαπολυθεί στην Αθήνα, ελικόπτερα περιπολούσαν, χιλιάδες ηλεκτρονικά μάτια κάθε λογής σάρωναν κάθε δρόμο και πλατεία, κάθε γωνία, κάθε ταράτσα. Αλλά δεν έβρισκαν, κι ούτε θα έβρισκαν, απολύτως τίποτα.
Η γυναίκα με το κάτωχρο δέρμα, τα σκοτεινά μπλε μάτια και την ουλή στο πρόσωπο, φορούσε μια μαύρη καμπαρτίνα, μοιάζοντας σαν πελώρια νυχτερίδα ή θηλυκός δράκουλας. Είχε εισβάλει στο αστυνομικό τμήμα ακολουθούμενη από το στρατό της κι είχε ζητήσει τον υπαστυνόμο Μαβίλη. Εκείνος προχώρησε.
«Υπαστυνόμε, γιατί δε συμμορφώνεστε με τις εντολές του υπουργού;».
Ενστικτωδώς ο υπαστυνόμος προσπέρασε όλα τα ενδιάμεσα στάδια σε μια πιθανή συζήτηση. Ποιοι είστε, τι θέλετε· όλα αυτά, προς το παρόν, ήταν περιττά.
«Συλλαμβάνεστε» είπε σταθερά. «Νομίζω πως βρήκαμε επιτέλους την πρώτη άκρη!».
Όλοι οι αστυνομικοί, όσοι βρίσκονταν στο τμήμα, πετάχτηκαν απ’ τις θέσεις τους. Η ανθυπαστυνόμος κατέβασε το ακουστικό, την ώρα που αντήχησε ο πρώτος βρυχηθμός.
Δεκαπέντε εξαγριωμένα λιοντάρια ρίχτηκαν καταπάνω τους.
Η Αμαζόνα τράβηξε το πιστόλι της αστραπιαία και πυροβόλησε ένα στο κεφάλι. Εκείνο κυλίστηκε στο πάτωμα – ένα άλλο της έκοψε το χέρι με τα τρομερά δόντια του κι ένα τρίτο όρμησε για την καρδιά της!
Αυτό το τρίτο κάποτε είχε σκεφτεί “θυμίστε μου να τη φάω”· και το έκανε.
Δυο τρεις ακόμη αστυνομικοί πρόλαβαν να πυροβολήσουν. Άλλο ένα λιοντάρι χτυπήθηκε και ξεψύχησε, επιστρέφοντας στην ανθρώπινη εμφάνισή του. Βρυχηθμοί, ουρλιαχτά και πίδακες αίματος γέμισαν το χώρο. Σε δευτερόλεπτα, συντελέστηκε ολόκληρη σφαγή!
Ο υπαστυνόμος σωριάστηκε στο πάτωμα, πισωπατώντας για ν’ αποφύγει μιαν επίθεση. Η αλλόκοτη γυναίκα, μεταμορφωμένη πια σε λιοντάρι, βημάτισε εναντίον του. Πλησιάζοντας, άλλαξε μορφή· δεν ήταν πια λιοντάρι, αλλά τίγρη.
Ο υπαστυνόμος κοίταξε τα μεγάλα μπλε μάτια, μάζεψε την αξιοπρέπειά του κι ετοιμάστηκε για το μοιραίο. Το τέρας μύρισε με ικανοποίηση το φόβο του· από τα μάτια του άρχισαν να ξεπηδούν κίτρινες αστραπές.
Μα εκείνη την ώρα, ένα κάλεσμα το σταμάτησε. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε αναποφάσιστο. Έπειτα, έκανε μεταβολή και βγήκε τρέχοντας από την εξώπορτα, ακολουθούμενο από τα υπόλοιπα.
Ο υπαστυνόμος έμεινε άναυδος. Ήταν ζωντανός!
Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω. Ο μόνος ζωντανός!…
Ακόμα και οι φρουροί, που είχαν τρέξει μέσα ακούγοντας τους ήχους της συμπλοκής, κείτονταν νεκροί από τα ανελέητα, ανίκητα σαγόνια των ασυγκράτητων τεράτων. Τεράτων, που ήταν μεταμορφωμένοι άνθρωποι! Τι είχαν αντικρίσει τα μάτια του;
Άρπαξε το πιστόλι από το γραφείο του κι ακολούθησε χωρίς λογική τα θηρία.

Έξω από το αστυνομικό τμήμα δεν υπήρχαν λιοντάρια. Μόνο άνθρωποι, που έφευγαν σαν τον άνεμο, σαν βάρβαροι καβαλάρηδες άλλης εποχής, όμως ιππεύοντας μοτοσικλέτες μεγάλου κυβισμού. Κι ανάμεσά τους ένα πολυτελές αυτοκίνητο, στο οποίο ο υπαστυνόμος πρόλαβε να δει πως έμπαινε, πίσω δεξιά, η αρχηγός των τεράτων.
Ανέβηκε στη δική του μοτοσικλέτα και ξεκίνησε ξωπίσω τους.
Λίγους δρόμους αργότερα, διαχωρίστηκαν. Εκείνος συνέχισε ν’ ακολουθεί το αυτοκίνητο. Διέσχισαν την Αθήνα κάτω από το πρώτο φως της αυγής και σταμάτησαν έξω από μια έπαυλη, σαν ανάκτορο. Άνοιξε η πόρτα της αυλής και το αυτοκίνητο μπήκε μέσα.
Ο υπαστυνόμος παρέμεινε απέξω. Ήξερε ποιος έμενε σ’ αυτό το σπίτι.
Τι έπρεπε να κάνει; Να χτυπήσει το κουδούνι; Να καλέσει ενισχύσεις; Να προσπαθήσει να κατασκοπεύσει;
Ποιος θα τον πίστευε πως η αρχηγός των λιονταριών δολοφόνων – λιονταριών, που ήταν μεταμορφωμένοι άνθρωποι, μην το ξεχνάμε – μπήκε με επισημότητα στο σπίτι του υπουργού Επιβολής του Νόμου; Εκείνου που είχε διατάξει να σταματήσει η έρευνα για την υπόθεση…

6

Η κυρία Μαρίνα κάλεσε τον αριθμό του αστυνομικού τμήματος με επανάληψη κλήσης. Τίποτα· μέσα στη συμπλοκή, κανείς δεν άκουσε το τηλέφωνο και, αν το άκουγε, δε θα μπορούσε να το σηκώσει. Το ίδιο και το τηλέφωνο του πρώην συζύγου της, που το κάλεσε από τη μνήμη του κινητού της, όπου υπήρχε ακόμη.
«Μήπως πρέπει να πάμε εκεί;» αναρωτήθηκε με αγωνία.
«Όχι, μαμά!» απάντησε σχεδόν φωνάζοντας η Χρυσένια. «Δεν έχουμε καμιά ελπίδα». Κοίταξε τον ηγούμενο. «Τι λέτε κι εσείς;».
Ήταν η πρώτη φορά που του απεύθυνε το λόγο. Εκείνος χάρηκε ενδόμυχα. Στο μεταξύ, ο πονοκέφαλός της είχε υποχωρήσει ελάχιστα.
«Έχει δίκιο» είπε ο γέροντας στη μαμά της. «Λοιπόν, είναι η αστυνομία, σωστά; Είναι πιο κατάλληλοι από μας για σωματική μάχη. Εμείς θα πολεμήσουμε πνευματικά, εκεί».
Κι έδειξε την εκκλησία.

Παρακολούθησαν ήρεμα τον όρθρο. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε κι ο μπάρμπα Νίκος (ένας Θεός ξέρει πώς κι από πού – τα μάτια του ήταν κλαμένα ακόμη για τα πέντε θύματα της προηγούμενης νύχτας) και χαιρετήθηκαν διακριτικά με τον Αλέξη και τον αδερφό του, τους γονείς του και τη Χρυσένια. 
Το κορίτσι άρχισε να δείχνει ανήσυχο όταν οι μοναχές κίνησαν να ψάλλουν τη μεγάλη δοξολογία· και με την εκφώνηση “Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…”, που αποτελεί την έναρξη της θείας λειτουργίας, άρχισε ο χορός.
Η κοπέλα βάλθηκε να ξεφωνίζει, έπεσε κάτω και χτυπιόταν. Όλοι τραβήχτηκαν μακριά. Η μητέρα της πλησίασε, μα δε μπορούσε να την αγκαλιάσει. Η π. Βασίλειος κι ο ηλικιωμένος ιερομόναχος βγήκαν απ’ το ιερό, αφήνοντας το νεότερο ιερέα να λειτουργήσει. Πλησίασαν κρατώντας τους σταυρούς, που χρησιμοποιούσαν στη λειτουργία.
Κάτι σαν ανεμοστρόβιλος άρπαξε το κορίτσι και το εκσφενδόνισε στο υπερώο, στον εξώστη του ναού. Οι δυο ιερείς ανέβηκαν από τις σκάλες, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ο π. Βασίλειος την ακινητοποίησε στρέφοντας καταπάνω της το σταυρό κι ο γέρο παπάς άρχισε να εκφωνεί τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου κατά των δαιμόνων:
«Εξορκίζω σε τον αρχέκακον της βλασφημίας, τον αρχηγόν της ανταρσίας και αυτουργόν της πονηρίας! Εξορκίζω σε τον εκριφθέντα εκ της άνω φωτοφορίας και σκότω βυθού κατενεχθέντα διά την έπαρσιν!…».
Τα ουρλιαχτά της ξεκούφαιναν και προκαλούσαν ανατριχίλα. Ο Αλέξης παρακολουθούσε συγκλονισμένος και δακρυσμένος, προσευχόμενος μέσα στην καρδιά του. Ο αδερφός του, ο Νικήτας, ένα δεκάχρονο αγόρι, είχε τρέξει έξω απ’ την εκκλησία μαζί με τη μητέρα του. Η μητέρα της κοπέλας σωριάστηκε μισολιπόθυμη – τι συνέβαινε στο κοριτσάκι της;
Στα παράθυρα του υπερώου ράγισαν τα τζάμια με τα πολύχρωμα υαλογραφήματα κι όλα τα καντήλια του ναού άρχισαν να τρέμουν. Μια φρικτή δυσωδία απλώθηκε στο χώρο, ως κάτω στο Ιερό, σα να είχαν φυλακιστεί όλοι στην καρδιά ενός βόθρου. Μα στο Ιερό, ο άρτος και ο οίνος, που περίμεναν στην αγία πρόθεση να γίνουν αργότερα Σώμα και Αίμα Χριστού, άρχισαν να ευωδιάζουν και το άρωμά τους ξαπλώθηκε κι αυτό στο ναό. Ήταν φανερό πως δυο δυνάμεις μονομαχούσαν για την ψυχή της.
Οι παπάδες έλεγαν και όλο έλεγαν· η ηγουμένη κι οι μοναχές της προσεύχονταν με τα κομποσχοίνια τους· ο μπάρμπα Νίκος προσευχόταν νοερά με σκυμμένο το γκρίζο φαλακρό του κεφάλι κι από τα μάτια του έρεαν δάκρυα σαν ποτάμια.
«Φοβηθητι, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον, δαιμόνιον ακάθαρτον και εναγές, καταχθόνιον, βύθιον, απατηλόν, άμορφον, θεατόν δι’ αναίδειαν, αθέατον διά την υπόκρισιν…».
«Αισχύνθητι την εικόνα, την χειρί Θεου πλασθείσαν και μορφωθείσαν! Φοβήθητι του σαρκωθέντος Θεου το ομοίωμα και μη εγκρυβής εις την δούλην του Θεού Χρυσένιαν, αλλά ράβδος σιδηρά και κάμινος πυρός και τάρταρος και οδόντων βρυγμός, άμυνα της παρακοής σε περιμένει!...».
Και η μάχη τούτη κράτησε μέχρι που ο λειτουργός διάβασε το ευαγγέλιο, γύρω στα είκοσι λεπτά δηλαδή. Κατόπιν, η Χρυσένια ξάπλωσε απαλά στο πάτωμα του υπερώου και κοιμήθηκε μέχρι το τέλος της λειτουργίας. Η δυσοσμία χάθηκε. Η μητέρα της έτρεξε κοντά της. Ανέβηκε κι ο Αλέξης, ακολουθούμενος απ’ το μπάρμπα Νίκο. Οι ιερείς κατέβηκαν και οι δυο άντρες έμειναν δίπλα της, σαν πνευματικοί φρουροί, μέχρι την ώρα της θείας κοινωνίας.
Τότε ο Αλέξης κατέβηκε και κοινώνησε, μαζί με όλους όσοι βρίσκονταν στον κυρίως ναό. Γύρισε και η κυρία Ελένη με το Νικήτα, που είχε γίνει κάτασπρος από το φόβο. Η κυρία Μαρίνα δεν κουνήθηκε ρούπι από το πλευρό της κόρης της· το ίδιο κι ο μπάρμπα Νίκος.

Η Χρυσένια ξύπνησε μόλις έληξε η λειτουργία. Σηκώθηκε κι ήταν μια χαρά. Αγκαλιάστηκαν με τη μητέρα της γεμάτες ανακούφιση.
Κατέβηκαν απ’ το υπερώο. Η κυρία Μαρίνα κι ο μπάρμπα Νίκος κοινώνησαν. Όλοι βγήκαν έξω και κάθισαν στα παγκάκια, στην αυλή του μοναστηριού – μια πέτρινη αυλή, πανέμορφη και συγυρισμένη, γεμάτη λουλούδια.
Η Χρυσένια κρατούσε χαμηλωμένο το πρόσωπό της και δε μιλούσε.
«Τι έγινε, κοριτσάκι μου;».
Έσφιξε το χέρι της μαμάς της.
«Δεν ήμουν εγώ» ψιθύρισε και τα μάτια της βούρκωσαν. «Σα να τα έβλεπα όλα απ’ έξω, κλεισμένη σ’ ένα μικρό δωμάτιο. Μια δύναμη μέσα μου, που με μισούσε, που ήθελε να με βασανίσει και να με κάνει κομμάτια, αυτή πάλευε με το σταυρό και με τους παπάδες».
Στράφηκε στους ιερείς.
«Σας ευχαριστώ. Καταλαβαίνω ότι με βοηθήσατε. Πολεμήσατε για μένα και μάλλον με σώσατε από το θάνατο».
«Ο Χριστός σε έσωσε» είπε ο π. Βασίλειος, «από τον πνευματικό θάνατο. Ο εχθρός δε θα σε σκότωνε, γιατί σε είχε δική του. Θα σε έστυβε όσο ήσουν ζωντανή και θα σε έπαιρνε τελείως μετά το θάνατό σου».
«Πώς τελείωσε;» τη ρώτησε ο Αλέξης.
«Σαν ένα ζεστό και στοργικό χέρι να τον άρπαξε από μέσα μου και να τον πέταξε σε μιαν απύθμενη, σκοτεινή άβυσσο».
«Το χέρι του Χριστού» αποφάνθηκε η ηγουμένη, πλησιάζοντας με την αναπηρική καρέκλα της.
Το κορίτσι χαμογέλασε μελαγχολικά, σηκώνοντας τους ώμους.
«Το κεφάλι μου είναι τώρα εντάξει» είπε. «Νιώθω υπέροχα».
Ο Αλέξης έκανε το σταυρό του ψιθυρίζοντας “δόξα τω Θεώ”.
«Ήταν δαιμονισμένο το κορίτσι μου;» ρώτησε η κυρία Μαρίνα τους ιερείς, γεμάτη πίκρα.
«Όλοι οι μάγοι είναι δαιμονισμένοι» αποκρίθηκε ο μπάρμπα Νίκος. «Ίσως όχι με την ιδέα που έχει για το δαιμονισμό ο κοινός άνθρωπος, αλλά είναι δεμένοι χειροπόδαρα από τον εχθρό, που τους δένει ολοένα και περισσότερο, για να μην του φύγουν».
«Μη νομίζετε πως τελείωσαν όλα» είπε ήρεμα ο π. Βασίλειος. «Ο εχθρός θα επιμείνει. Θα αντεπιτεθεί. Έχουμε μπροστά μας κι άλλες μάχες».

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...