Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Όταν ο Δικαστής Ντρεντ πολέμησε δίπλα στον άγιο Γεώργιο (Α΄)

Πειρατική νουβέλα ηρωικής επιστημονικής φαντασίας

Υπό συγγραφέως ανωνύμου (του Έλληνος)

Άγιος Γεώργιος, εικ. από εδώ

Ο Δικαστής Ντρεντ είναι φανταστικός χαρακτήρας, πρωταγωνιστής της ομώνυμης σειράς κόμικς, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Βρετανικό περιοδικό κόμικ 2000 AD το 1977 και από τότε σε πολλά άλλα περιοδικά σε όλο τον κόσμο, κάποια από αυτά με τίτλο το όνομα του Δικαστή Ντρεντ. Το κόμικ και ο χαρακτήρας δημιουργήθηκαν από το συγγραφέα Τζον Βάγκνερ (John Wagner) και το γραφίστα Κάρλος Εζκουέρα (Carlos Ezquerra), με συμμετοχή και του εκδότη Πατ Μίλς (Pat Mills) στα πρώτα στάδια (πηγή: el.wikipedia.org). Αποτελεί ιδιοκτησία της Rebellion Developments.
Σήμερα στη χώρα μας οι περιπέτειές του αναδημοσιεύονται στην επανέκδοση του περιοδικού Μπλεκ, εκδόσεις Μικρός Ήρως.
Η παρούσα ιστορία γράφεται και δημοσιεύεται εντελώς αφιλοκερδώς, χωρίς να αποφέρει το παραμικρό οικονομικό όφελος στους συντελεστές της. Αν προκύψει τέτοιο, ανήκει στους ιδιοκτήτες των πνευματικών δικαιωμάτων για τις ιστορίες του Δικαστή Ντρεντ, σύμφωνα με το νόμο.
Οι φωτογραφίες των αναρτήσεων προέρχονται από το Διαδίκτυο (αγγλόφωνη αναζήτηση για το Ντρεντ).


Μέρος πρώτο: Μεγάπολη

1

Διακόσια πατώματα από ατσάλι, μπετό και γυαλί υψώνονταν σιωπηλά, σα σκελετός μεγαθήριου, στο βορειοδυτικό τομέα της Μεγάπολης 1. Και δίπλα, άλλα διακόσια.
Γύρω η Πόλη έσφυζε από ζωή – δηλαδή άγχος, αγωνία, πόνο, μοιρολατρία, κούραση, βία, έγκλημα… Οχτακόσια εκατομμύρια πολίτες κυκλοφορούσαν στους δρόμους, σε τριάντα επίπεδα, καθώς χάραζε άλλη μια μέρα στον κόσμο της παράνοιας, που πριν από εκατό χρόνια ονομαζόταν Νέα Υόρκη και ανήκε σε μια συνομοσπονδία γνωστή ως Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Σήμερα, όλα ήταν διαφορετικά.
Τα γειτονικά Οικοδομικά Συγκροτήματα “Ντόναλντ Τραμπ” και “Ντόναλντ Ντακ” δεν είχαν δώσει σήμερα στην κυκλοφορία ούτε ένα όχημα· από τις αμέτρητες εξόδους τους δεν είχε ξεπροβάλει ούτε ένας πολίτης. Στα αυτόματα ιπτάμενα σχολικά λεωφορεία δεν είχε μπει ούτε ένας μαθητής.
Ένας πλανόδιος περιπτεράς, που άραζε κάθε χάραμα το περίπτερο-μπρεκφαστάδικο-εστιατόριο-καυσιμοπωλείο του έξω από το Συγκρότημα “Ντ. Τρ.”, ανάμεσα σε φτηνά τσιγάρα και σκάρτο ουίσκι, ονειροπολώντας τις δώδεκα συζύγους του, πρόσεξε την αλλόκοτη αδράνεια και τηλεφώνησε στις Αρχές.
Τα Νεκροταφεία· τα Νεκρά Κήτη· τα Στοιχειωμένα Ανάκτορα· έτσι ονομάστηκαν τα δυο Συγκροτήματα τα επόμενα χρόνια, όταν είχε κλείσει η υπόθεση και είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς ο διάσημος πρωταγωνιστής της.
Ένα ιπτάμενο όχημα σάρωσε τα κτήρια αναζητώντας ίχνη ζωής· ούτε ένα – για την ακρίβεια, μόνο ένα, στο δεξιό Συγκρότημα, αυτό με το όνομα της γνωστής Πάπιας.
Δέκα Δικαστές – πέντε στο κάθε κτήριο – εισήλθαν από την κεντρική είσοδο οδηγώντας τις Μηχανές τους· άλλοι δέκα κατέβηκαν απ’ την οροφή.

Ο Δικαστής Φώκας, επικεφαλής της ομάδας εδάφους στο Συγκρότημα “Ντ. Ντ.”, ύψωσε το χέρι δίνοντας εντολή στους συντρόφους του να σταματήσουν.
Μπροστά στα μάτια τους απλωνόταν ένα φρικτό θέαμα· όλοι νεκροί. Στην είσοδο, στους διαδρόμους, στις σκάλες, σε όλους τους χώρους που ανοίγονταν ενώπιόν τους, εκατοντάδες πτώματα ήταν σκορπισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σε αλλόκοτες στάσεις.
Σίγουρα και οι δέκα χιλιάδες ένοικοι του κτηρίου, πολίτες εργαζόμενοι σε κάθε είδους επάγγελμα, ανήλικοι μαθητές και υπερήλικες συνταξιούχοι, βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση.
Αίμα, πληγές, καψίματα, ίχνη μαχών πουθενά. Όλα σιωπηλά· γαλήνια· και άψυχα.
«Μεταλλαγμένος ιός; Εξωγήινη επίθεση; Εισβολή των Μαχητών της Μετα-Τζιχάντ;» αναρωτήθηκαν οι νεότεροι Δικαστές, άντρες και γυναίκες.
Μα ο βετεράνος Δικαστής Φώκας είχε κυριολεκτικά μυριστεί την αλήθεια· μια αλήθεια πολύ χειρότερη απ’ όσα φαντάζονταν.
«Μην προχωρήσει κανείς!» διέταξε. «Κρινγκ», στράφηκε στο νεαρό Δικαστή αριστερά του, «μίλα με τους άλλους, στο διπλανό· και με την ταράτσα. Να μην προχωρήσει κανείς!».
«Τι συμβαίνει, Αρχηγέ;» ρώτησαν οι γενναίοι Άνθρωποι του Νόμου, που ήταν σχεδόν ατρόμητοι.
Ο Δικαστής Φώκας ήταν από κείνους που ήταν πλήρως ατρόμητοι. Και τούτα τα παλικάρια και οι κοπέλες, αν επιζούσαν, θα κατέληγαν κάποτε επίσης έτσι.
«Η μυρωδιά» συμπέρανε η Δικαστίνα ΜακΆιβορι. «Τι σημαίνει αυτή η μυρωδιά, Αρχηγέ;».
Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή από μια απαίσια βρόμα πτωμαΐνης· θα ’πρεπε να μυρίζουν χιλιάδες νεκροί σε προχωρημένη αποσύνθεση – κι όμως κανένα θύμα δεν είχε περιέλθει σε κατάσταση σήψης.
Αυτή την αποφορά την ήξερε καλά ο Δικαστής Φώκας. Όπως σε όλους όσοι την είχαν νιώσει, είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στην ψυχή του, γεννώντας (το μόνο πράγμα που κατόρθωνε ν’ αφήσει τέτοιο αβγό στην ψυχή των ατρόμητων Δικαστών), γεννώντας φόβο. Κι όπως όλοι όσοι την είχαν νιώσει, έλπιζε κι εκείνος να μην την εισπνεύσει ποτέ ξανά.
Όλοι, εκτός από Έναν.
«Καλέστε τους Ψ» συνέχισε τις διαταγές του ο βετεράνος μαχητής. «Να στείλουν όσους μπορούν, όσο το δυνατόν περισσότερους, και να κλείσουν τα κτήρια σ’ έναν αδιαπέραστο θόλο νοητικής ενέργειας».
Από ένα ανοιχτό παράθυρο μπήκε στο κτήριο ένα σμήνος μεταλλαγμένα κοράκια, φτερουγίζοντας δυνατά. Μερικοί Δικαστές ανατρίχιασαν. Όχι από τα πουλιά, που έσπευσαν να τα απωθήσουν καταρρίπτοντας καμιά εκατοστή με τα Πιστόλια τους, τους “Νομοθέτες” (τα υπερεξελιγμένα όπλα, το καθένα μοναδικό και προσωπικό για το Δικαστή που το χειρίζεται), μα γιατί ψυχανεμίστηκαν τι εννοούσε, και δίσταζε να το ξεστομίσει, ο Αρχηγός τους.
«Είναι Εκείνος;» αποτόλμησε να ρωτήσει ο Δικαστής Κρινγκ.
Ο Δικαστής Φώκας ένευσε καταφατικά.
«Ποιος Εκείνος;» απόρησαν άλλοι Δικαστές.
Ο Δικαστής Κρινγκ ξεστόμισε το όνομά του, με κάποια άγρια χαρά που παρευρισκόταν σ’ αυτή τη στιγμή και που το ανακοίνωνε αυτός στους συντρόφους του:
«Ο Δικαστής Θάνατος!».
Ψίθυροι απλώθηκαν στο χώρο κι ένα ανατριχιαστικό γέλιο ακούστηκε απόμακρο, σαν ηχώ, από κάποιο όροφο πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Το Τέρας τους άκουγε.
Ο Δικαστής Κρινγκ βάλθηκε να επικοινωνήσει μ’ εκείνους που τον διέταξε ο Αρχηγός του.
«Μα υπάρχει ο Δικαστής Θάνατος;» ρώτησε ο νεοσύλλεκτος Δικαστής Σάγιεφ, προσδοκώντας μια αμφιβολία. «Όλοι νομίζαμε πως ήταν θρύλος».
Ο Δικαστής Φώκας ένευσε αρνητικά. Είχε πολεμήσει εναντίον του πριν από χρόνια. Άλλος βέβαια ήταν εκείνος που τον είχε απωθήσει.
«Και η ένδειξη ζωής μέσα στο κτήριο;» ρώτησε η ΜακΆιβορι. «Εκείνος είναι;».
«Όχι. Εκείνος δεν είναι ζωντανός. Υπάρχει και κάποιος κανονικός άνθρωπος εδώ πέρα». Αναστέναξε. «Θα τον βρούμε. Ακόμα κι αν πεθάνουμε όλοι, θα τον βρούμε».
Σύντομα, πενήντα μέλη του Τμήματος Ψ, του Σώματος Παραψυχολογικών Δυνάμεων, κατέφτασαν και τύλιξαν τα δυο Συγκροτήματα μ’ ένα νοητικό τείχος, που το έλπιζαν αδιαπέραστο. Ταυτόχρονα έφτασε, καλπάζοντας με τη Μηχανή του, ο μόνος εχθρός που υπολόγιζε ο Δικαστής Θάνατος, μετά την απώλεια της Δικαστίνας Άντερσον· ο Γέρος.


Ο Δικαστής Ντρεντ εισήλθε στο Συγκρότημα “Ντ. Ντ.” καβάλα στη Μηχανή του και αφίππευσε βαρύς κι αποφασισμένος δίπλα στους συναδέλφους του.
Με το Δικαστή Φώκας είχε συνεργαστεί σε πολλές υποθέσεις, ακόμη και ενάντια στο Δικαστή Θάνατο, και τον σεβόταν για την ακεραιότητα και την ανδρεία του. Ήταν είκοσι χρόνια νεότερός του, αλλά και πάλι μεγάλος για Δικαστής. Όλοι οι παλαίμαχοι Δικαστές ήταν κάποια χρόνια νεότεροι από το Ντρεντ· εκείνος ήταν ο μεγαλύτερος στην ηλικία και ο παλαιότερος στην υπηρεσία απ’ όλους τους εν ενεργεία Δικαστές των Δρόμων.
Ήταν ζωντανός θρύλος απ’ όταν ήταν ακόμη σχετικά νέος. Τώρα που ήταν εβδομήντα πέντε χρονών, με πενήντα πέντε χρόνια στην υπηρεσία (υποχρεωμένος να υφίσταται διαδικασία αναζωογόνησης κάθε λίγα χρόνια), η νέα γενιά τον αποκαλούσε χαϊδευτικά “ο Γέρος”.
Ο Δικαστής Ντρεντ είχε επανέλθει στο φυσικό μέγεθός του πριν μισή ώρα. Είχε τέσσερις μέρες να κοιμηθεί. Πολεμούσε μια σπείρα κακοποιών σε μέγεθος μυρμηγκιών, που διείσδυαν στο σώμα του θύματός τους και τρέφονταν από τα υγρά του. Σε μια βδομάδα ο άνθρωπος πέθαινε, αποξηραμένος σα μούμια, αφού του είχαν απομυζήσει κάθε ικμάδα ζωής.
Ήταν χιλιάδες· αν και εντοπίστηκε ο τελευταίος ξενιστής τους, ήταν αδύνατο να τους εξοντώσουν χτυπώντας με ακτινοβολία ή με δηλητήριο, χωρίς να σκοτώσουν τον ξενιστή. Μια δύναμη είκοσι Δικαστών, με επικεφαλής τον Ντρεντ, συρρικνώθηκαν μέσω ειδικής συσκευής και εισχώρησαν στο σώμα του θύματος.
Πολέμησαν λυσσαλέα και εξολόθρευσαν τα Μυρμήγκια. Μα η Αρχηγός τους το έσκασε και κρύφτηκε κάπου μέσα στο σώμα το ξενιστή. Οι Δικαστές, σε ομάδες των δύο, έψαχναν γι’ αυτήν τρεις ημέρες, άυπνοι, τρεφόμενοι με διατροφικά χάπια, ταξιδεύοντας σε όλη την έκταση του ανθρώπινου σώματος με τις Μηχανές τους. Η πρώτη ομάδα που την εντόπισε δολοφονήθηκε. Ο Ντρεντ με το συνεργάτη του έσπευσαν στο σημείο, πίσω απ’ την καρδιά, όπου ήταν σχεδόν αδύνατο να πυροβολήσουν χωρίς θα θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του θύματος.
Όμως για το Ντρεντ το σχεδόν αδύνατο, ακόμη και το τελείως αδύνατο, είναι δυνατό. Σκότωσε την αδίστακτη αντίπαλό τους με μια και μόνο βολή. Πήραν το σώμα της και τα σώματα των νεκρών Δικαστών και εξήλθαν εποχούμενοι από τ’ αφτιά του πολίτη, που βρισκόταν σε κατάσταση νάρκης και είχε πλέον σωθεί. Ήταν ένας δεκαπεντάχρονος μπασκετμπολίστας.
Οι Δικαστές επανήλθαν στις φυσικές διαστάσεις τους και παρέδωσαν τη νεκρή κακοποιό στα ερευνητικά εργαστήρια, για να διαπιστωθεί τι είδους πλάσματα ήταν εκείνη και η φάρα της. Τους λοιπούς νεκρούς κακοποιούς τους διέλυσαν στο σώμα του ξενιστή μ’ ένα ειδικό φάρμακο.
Εκείνη την ώρα μαθεύτηκε ο συναγερμός του Δικαστή Φώκας για τον ισχυρότερο εχθρό τους όλων των εποχών.
Ο Ντρεντ δεν ξεκουράστηκε ούτε μια σταλιά. Πέρασε από το θάλαμο απολύμανσης όπως ήταν, με τη στολή και τη Μηχανή του, και ξεκίνησε χωρίς καθυστέρηση για τα Νεκρά Κήτη.
Συγνώμη, έτσι ονομάστηκαν αργότερα, αλλά τώρα, λογοτεχνική αδεία, εκφράζομαι κάπως πρωθύστερα.


«Έπρεπε να κοιμάσαι τώρα» του είπε ο Δικαστής Φώκας, κρύβοντας τη χαρά του που τον αντίκρισε.
«Δε νυστάζω» απάντησε ψυχρά και λακωνικά ο θρύλος της Μεγάπολης. Μερικοί αναρωτιούνταν αν ήταν άνθρωπος ή ρομπότ.
«Θα πεθάνεις».
«Το ξέρω. Αλλά όχι σήμερα· ούτε από αϋπνία». Ο Δικαστής Φώκας χαμογέλασε κάτω απ’ το μουστάκι του. Αστειευόταν ο Ντρεντ; Δύσκολα θα βρισκόταν κανείς να πει πως τον άκουσε να κάνει χιούμορ· συνέβαινε καμιά φορά, ένα ιδιότυπο χιούμορ, κυρίως σαρκαστικό, που το έκανε ιδιότυπο ακριβώς το αγέλαστο στόμα που πρόβαλλε κάτω απ’ το θωρακισμένο του κράνος, που, όπως όλα τα κράνη των Δικαστών, έκρυβε το πρόσωπό του μέχρι τη μύτη του. «Ούτε από σφαίρα, γιατί είμαι πενήντα πέντε χρόνια στους δρόμους» συνέχισε ο Ντρεντ με την ίδια απάθεια· «ούτε από γερατειά, γιατί οι Δικαστές δεν πηγαίνουν από φυσικό θάνατο».
Κοίταξε το σύντροφό του μέσα απ’ το κράνος του· κανείς δε θυμόταν να τον έχει δει χωρίς αυτό.
«Τελικά, ίσως δεν πεθάνω ποτέ» κατέληξε και ξεκίνησε για τον εικοστό όροφο μ’ ένα άλμα μέχρι τις σκάλες, για να μη συντρίψει τα πτώματα. Το χαμόγελο του Δικαστή Φώκας πλάτυνε αυθόρμητα.
Οι Μηχανές των Δικαστών δεν ήταν κοινές μοτοσικλέτες εφοδιασμένες με υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα· ήταν ρομπότ με εξελιγμένο ηλεκτρονικό εγκέφαλο, που ενεργούσαν αυτόματα σε πολλές περιπτώσεις, σα να διέθεταν αληθινή νοημοσύνη. Ονομάζονταν “Εφαρμοστές του Νόμου” και κάθε Δικαστής είχε τη δική του, που υπάκουε μόνο σ’ αυτόν· ήταν ο συνεργάτης του.
Οι συνάδελφοί του τον ακολούθησαν με τον ίδιο τρόπο, αποφασισμένοι· στον εικοστό όροφο ανιχνεύονταν τα σημεία ζωής· έπρεπε ν’ ανακαλύψουν ποιος ήταν, πάση θυσία.

Ο Δικαστής Θάνατος παραμόνευε στα σκοτάδια. Κοιτούσε μέσα απ’ το δικό του κράνος, ένα απέθαντο Τέρας, σκελετωμένο, που βρωμοκοπούσε σαν προχωρημένη αποσύνθεση. Είχε έρθει για κυνήγι, αφήνοντας τον παράλληλο κόσμο του, τη Νεκρόπολη, όπου η ίδια η ζωή είχε κηρυχθεί παράνομη και όλοι οι κάτοικοι είχαν καταδικαστεί και εκτελεστεί μαζικά.
Και δεν είχε έρθει μόνος· στο διπλανό κτήριο βρίσκονταν οι σύντροφοί του, σαν σκοτεινοί, αποτρόπαιοι ιππότες της Αποκάλυψης – αν και ο Δικαστής Θάνατος δεν είχε ακούσει ποτέ να μιλούν γι’ αυτήν.
Οι είκοσι χιλιάδες νεκροί των δύο κτηρίων δεν ήταν παρά το δόλωμα, για να πιάσει έναν μόνο άνθρωπο· τον μόνο άνθρωπο που στεκόταν ώς χθες ανάμεσα σ’ αυτόν και στην καθολική εκτέλεση ολόκληρου του πληθυσμού της Μεγάπολης, ολόκληρου του πληθυσμού της Γης. Ώς χθες· γιατί σήμερα, κι αυτό προβλημάτιζε το σάπιο, αλλά εξαιρετικά εύστροφο μυαλό του, μάλλον είχε εμφανιστεί απότομα κι άλλος ένας.

Στον εικοστό όροφο, το ίδιο θέαμα· πτώματα παντού, στους διαδρόμους, στα διαμερίσματα, στους βοηθητικούς χώρους· και η ίδια απαίσια αποφορά αποσύνθεσης.
Η Δικαστίνα ΜακΆιβορι ανακάλυψε το μικρό άνθρωπο κρυμμένο κάτω από ένα σωρό πτωμάτων. Τον τράβηξε από το χέρι και βγήκαν στο διάδρομο. Ήταν ένα κορίτσι με πελώρια φοβισμένα μάτια. Φορούσε ακόμα τις πιτζάμες του και δε μιλούσε, ούτε έκλαιγε· μόνο κοιτούσε, μ’ αυτό το βλέμμα των ανθρώπων που αντίκρισαν το θάνατο καταπρόσωπο.
Η ΜακΆιβορι έβγαλε το κράνος της, για να δει το κορίτσι πως ήταν άνθρωπος. Η μελαχρινή αλογοουρά της ξεπετάχτηκε ελεύθερη. Η στραβή της μύτη, τσακισμένη σε συμπλοκές, την έκανε να υστερεί σε εμφάνιση· υπερτερούσε όμως σε καρδιά και ψυχή.
Ο Ντρεντ, χωρίς χρονοτριβή, σάρωσε το κορίτσι με τον υπολογιστή του περικάρπιού του. Ήταν οχτώ χρονών, ονομαζόταν Τατιάνα Κουλίκοβα, Σιβηριανή δέκατης γενιάς.
Όλοι κάποτε είχαν έρθει μετανάστες σ’ αυτό τον τόπο· κι όλοι τώρα ένιωθαν ξένοι και μόνοι.
«Πού είναι Εκείνος;» ρώτησε. Το κορίτσι έδειξε με το δάχτυλο τους πάνω ορόφους. Έσφιγγε με το άλλο χεράκι του το γάντι της ΜακΆιβορι και το λεπτό του κορμάκι έτρεμε ελαφριά.
Ο Γέρος δεν είχε πάψει να την κοιτάζει καχύποπτα· αν δεν ήταν αυτό που έδειχνε;
«Εσύ πώς γλίτωσες;» τη ρώτησε.
«Τον έδιωξε ο Άλλος» απάντησε το κορίτσι, ψιθυρίζοντας για πρώτη φορά.
«Ποιος άλλος;» ρώτησε η ΜακΆιβορι κοιτώντας την τρυφερά.
Το κορίτσι ανταπέδωσε το βλέμμα γαληνεύοντας κάπως.
«Ο Καβαλάρης με το Άσπρο Άλογο» αποκρίθηκε.
«Πού είναι τώρα;» ρώτησε ο Κρινγκ. Ξανά το κορίτσι έδειξε με το δαχτυλάκι του προς τα πάνω.
Ο Δικαστής Ντρεντ την άρπαξε απροειδοποίητα και την εκτίναξε από ένα ανοιχτό παράθυρο στο κενό, από ύψος είκοσι ορόφων. Το ουρλιαχτό της ξέσκισε το πρωινό. Οι νεότεροι Δικαστές γούρλωσαν τα μάτια τους. Ο Δικαστής Φώκας σχεδόν ξέσπασε σε γέλια με την έκπληξή τους· το στήθος του πίσω απ’ τη βαριά στολή του τραντάχτηκε.
Οι Δικαστές του Τομέα Ψ την είδαν να πέφτει και την άρπαξαν αμέσως με τις νοητικές δυνάμεις τους. Τη συγκράτησαν στον αέρα και την κατέβασαν σώα και αβλαβή. Ήταν ασφαλής πια· και μόνη· τώρα έπρεπε να τη φροντίσει το Κράτος· δηλαδή η Πόλη Κράτος.
Ο Ντρεντ είχε κιόλας ξεκινήσει για τους πάνω ορόφους, χωρίς να νοιάζεται τώρα που οι τροχοί του πολτοποιούσαν τα πτώματα.
Οι συνάδελφοί του ίππευσαν τις Μηχανές τους. Όλοι αναρωτιούνταν πού πάει – να πεθάνει; Ο Δικαστής Θάνατος δε σκοτώνεται· μόνο οι Ψ μπορούν, αν μπορούν, να τον αντιμετωπίσουν. Μα κανείς δε ρώτησε· ξεκίνησαν αποφασισμένοι, ακολουθώντας το Δικαστή Φώκας.

Ο Δικαστής Θάνατος ένιωσε το θανάσιμο εχθρό του να πλησιάζει. Το φρικιαστικό πρόσωπό του, ένα αποστεωμένο κρανίο με υποψία σάρκας και σουβλερά δόντια, είχε μια μόνιμη έκφραση σαρκαστικού γέλιου, σαν τον Άνθρωπο που Γελά του Ουγκώ. Φυσικά, ο Φονιάς Ταξιδιώτης όλων των κόσμων δεν είχε ακούσει ποτέ γι’ αυτό.
Καθώς περίμενε από τη νύχτα, συλλογιζόταν ξανά και ξανά το χτύπημα που δέχτηκε απ’ το μακρύ δόρυ του Λευκού Καβαλάρη. Είχε σκοτώσει τους χιλιάδες ασήμαντους ενοίκους του ουρανοξύστη σε ένα δευτερόλεπτο, όμως εκείνο το μικρό κοριτσάκι, για ανεξήγητο λόγο, είχε μείνει ζωντανό· άκουγε την καρδιά του να χτυπάει σαν κουνελιού. Έσπευσε σα μαύρος καπνός στο θλιβερό διαμέρισμα, για να στραγγίξει τη ζωή από μέσα της.

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Τότε εμφανίστηκε ο Καβαλάρης. Νέος, ωραίος, με χρυσαφένιο θώρακα, σαν πολεμιστής κάποιου αρχαίου πολιτισμού. Ίππευε ένα υπέροχο κατάλευκο άλογο, άγριο, μεγαλόσωμο και δυνατό, κι από τους ώμους του ανέμιζε ένας μεγαλόπρεπος μανδύας, κόκκινος σαν ποτάμι από ρουμπίνια – ή από αίμα. Με μια κίνηση ύψωσε το δόρυ του και τον χτύπησε δυνατά στο στήθος· αποφασιστικά· ψύχραιμα· χωρίς μίσος. Ένα είδος άγνωστης ενέργειας τον διαπέρασε, τραντάχτηκε σύγκορμος, ένιωσε – πράγμα τόσο σπάνιο γι’ αυτόν, άρα τόσο σοκαριστικό – ένιωσε φόβο. Βγήκε στο διάδρομο, ζάρωσε στην άκρη και ενστικτωδώς εκτινάχτηκε δέκα ορόφους πιο πάνω. Εκεί σταμάτησε, κοίταξε γύρω και γρήγορα ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του· ήταν πάντα ο Δικαστής Θάνατος, που δίκασε και καταδίκασε ένα ολόκληρο σύμπαν.
Δεν επέστρεψε να επιχειρήσει ξανά την εκτέλεση του κοριτσιού· ίσως του φαινόταν χρησιμότερο ζωντανό, θα τραβούσε τους Δικαστές της Μεγάπολης σα μαγνήτης. Κι ο πολεμιστής με το άλογο δεν ανέβηκε. Από πού είχε έρθει; Ήταν σίγουρο πως δεν ανήκε σ’ αυτό τον κόσμο – ούτε όμως και σε κάποιον απ’ τους χιλιάδες κόσμους που γνώριζε ο Δικαστής Θάνατος. Ήταν κάτι καινούργιο, γι’ αυτόν που πίστευε πως δεν είχε να μάθει τίποτα καινούργιο.
Ο Εφαρμοστής του Νόμου πρόβαλε μουγκρίζοντας στο κεφαλόσκαλο. Ο Ντρεντ είχε έρθει.
Έριξε τους προβολείς του στο διάδρομο, στρωμένο με νεκρούς. Διέκρινε τη σιλουέτα του εχθρού του, ακίνητη σαν κανονικό πτώμα (τόσο ακίνητη που θα ξεγελούσε οποιονδήποτε άλλον), καθισμένη εκατόν πενήντα μέτρα μπροστά του, στην άλλη άκρη.
«Δικαστή Θάνατε!» ούρλιαξε. «Είσαι ένοχος χιλιάδων σημερινών δολοφονιών και εκατομμυρίων άλλων εγκλημάτων! Και καταδικάζεσαι σε θάνατο!».
Το ανήγγειλε για το γράμμα του Νόμου, γιατί ήξερε πως ο Δικαστής Θάνατος δεν ήταν άνθρωπος και δε μπορούσε να τον σκοτώσει· εξάλλου, ήταν ήδη νεκρός, αφού στον κόσμο του η ζωή είχε χαρακτηριστεί έγκλημα και είχε παταχθεί από τον ίδιο το Θάνατο και τους συντρόφους του.
Ο τερατώδης Φονιάς γέλασε εκκωφαντικά και σαρδόνια, με γέλιο που αντήχησε και στους διακόσιους ορόφους. Και σηκώθηκε. Το σώμα του τεντώθηκε τρία μέτρα ψηλό. Πήρε από το πάτωμα έναν τεράστιο βαρύ πέλεκυ και τον ύψωσε έτοιμος για μάχη. Ο Ντρεντ τον σημάδεψε με το Πιστόλι του, το Νομοθέτη. Έριξε! Ο Θάνατος απέκρουσε το μικρό όλμο και τον έστειλε ν’ ανοίξει με κρότο μια τρύπα στον τοίχο, διαλύοντας ένα ολόκληρο διαμέρισμα.
Ο θρύλος της Μεγάπολης έσφιξε το γκάζι και τινάχτηκε κατά πάνω του. Ο Θάνατος περίμενε, με υψωμένο το μπαλτά.


Στη σκάλα ακούστηκαν οι Μηχανές των υπόλοιπων Δικαστών, που ανέβαιναν.
Και τότε ξεπρόβαλε ο Καβαλάρης.
Ρίχτηκε ανάμεσα στους δυο μονομάχους, χτύπησε το δόρυ του κάτω και ανέκοψε τη σύγκρουσή τους. Στάθηκε αντιμέτωπος με το Θάνατο και σχημάτισε με το δεξί του χέρι το σημείο του σταυρού στον αέρα.
«Στο όνομα του Ιησού Χριστού» φώναξε με βροντερή και μελωδική φωνή, «γύρνα στον κόσμο σου!».
Ο Δικαστής Θάνατος στρίγγλισε. Τινάχτηκε προς τα πίσω, μετατράπηκε σε σύννεφο μαύρου καπνού γεμάτου αστραπές, που κάλυψε τα πάντα και μετά διαλύθηκε κι εξαφανίστηκε χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.
Ο Ντρεντ είχε απομείνει έκπληκτος. Ακινητοποίησε τη Μηχανή του και στράφηκε απότομα στον Καβαλάρη. Εκείνος τον κοίταξε κι ο Ντρεντ τον ανέλυσε με μια ματιά· γενναίος και γαλήνιος.
«Ποιος είσαι και πώς το έκανες αυτό;» ρώτησε βραχνά.
«Αδερφέ μου Τζόζεφ» απάντησε με ευγένεια ο Καβαλάρης, «δεν έχουμε χρόνο· απέναντι γίνεται μάχη».
Κοίταξαν στο διπλανό Συγκρότημα από την τρύπα στον τοίχο. Οι Δικαστές είχαν βρεθεί μπροστά στους τρεις σκοτεινούς συντρόφους του Θανάτου. Ήταν ζήτημα στιγμών να πέσουν νεκροί, σαν κομμένα στάχυα· δεν είχαν καμιά ελπίδα.
Η ελπίδα τους βρισκόταν λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά και τους χώριζαν οι εναέριοι αυτοκινητόδρομοι, απ’ όπου περνούσαν, μέσα στο πρωινό φως, χιλιάδες οχήματα με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
«Άλμα!» φώναξε ο Δικαστής Ντρεντ κι ο Εφαρμοστής του Νόμου, ο “συνεργάτης” του, εκτέλεσε την εντολή του. Πέρασε από την τρύπα του τοίχου κι εκτοξεύτηκε στον απέναντι ουρανοξύστη. Δίπλα του είδε τον Καβαλάρη να καλπάζει στον αέρα με το ασύγκριτο λευκό του άλογο. Κράδαινε το δόρυ του, που είχε στην κορυφή του ένα δυσδιάκριτο μικρό σταυρό.
O Εφαρμοστής του Νόμου εισέβαλε στο Συγκρότημα “Ντόναλντ Τραμπ” συντρίβοντας το κρυστάλλινο παράθυρο του διαδρόμου. Άλογο και Καβαλάρης πέρασαν απ’ τον τοίχο, χωρίς να τον σπάσουν. Οι δυο μαχητές, δίπλα δίπλα, αναχαίτισαν την ορμή των Δικαστών και των Τεράτων, μπαίνοντας στη μέση και αποτρέποντας τη σύγκρουση – τη σύγκρουση, που θα ήταν μοιραία για τους Δικαστές.


Οι τρεις Σκοτεινοί Δικαστές, οι απέθαντοι σύντροφοι του Δικαστή Θάνατου, ήταν έτοιμοι, αχόρταγα, λυσσασμένα, ν’ αφαιρέσουν ζωές: ο Δικαστής Φόβος, με τη σιδερένια περικεφαλαία που έκρυβε την αποτρόπαια όψη του και, όταν την άνοιγε, η θέα και μόνο προκαλούσε το θάνατο των θυμάτων του· ο Δικαστής Φλόγα, καλυμμένος ολόκληρος με φωτιά, που ξεχυνόταν από πάνω του σαν καταρράκτης και την εξαπέλυε κατά βούληση με την πύρινη τρίαινά του σα φλογοβόλο· κι ο Δικαστής Άκαμπτος (Mortis), με την περικεφαλαία από κρανίο προβάτου, που επέφερε σήψη στα θύματά του με το νεκρικό του άγγιγμα.
Ο Ντρεντ πυροβόλησε κατά ριπάς και πίσω του οι υπόλοιποι Δικαστές τον μιμήθηκαν. Οι Φονιάδες όλων των κόσμων τραντάχτηκαν, μα δεν έπεσαν. Οι σφαίρες ήταν ανήμπορες να τους ξεκάνουν. Ανασυντάχθηκαν κι ετοιμάστηκαν για λουτρό αίματος!
«Δείτε το πρόσωπο του Φόβου!» κραύγασε ο Δικαστής Φόβος, με τη φωνή του που ακουγόταν σαν από τάφο, κι ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει τα σιδερένια πορτάκια που έκρυβαν την όψη του. Μα δεν πρόλαβε.
Ο Λευκός Καβαλάρης χτύπησε το δόρυ του στο πάτωμα φωνάζοντας:
«Στο όνομα του Πατρός!».
Και πήδησε κάτω απ’ το άλογό του.
Άνθρωποι και Κτήνη οπισθοχώρησαν ξαφνιασμένοι.
«Και του Υιού!» φώναξε ο μαχητής και πλησίασε τα Τέρατα με σταθερά βήματα. Οι Σκοτεινοί Δικαστές κοιτάχτηκαν· μια παράξενη ενέργεια άρχισε να τους τυλίγει, προκαλώντας ανατριχίλα σ’ αυτούς που έφερναν τη θανάσιμη, βασανιστική ανατριχίλα σε χιλιάδες κόσμους.
«Και του Αγίου Πνεύματος!» και σταύρωσε τον αέρα κατά τη μεριά τους. «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», απάγγειλε με επισημότητα, «ελέησόν με».
Από τα Τέρατα τον χώριζε μια ανάσα. Η αβάσταχτη αποφορά τους δε φαινόταν να τον επηρεάζει. Οι Δικαστές παρακολουθούσαν περίεργοι, με αγωνία στην ψυχή τους. Ο Ντρεντ δεν έπαυε να σημαδεύει, περιμένοντας να δει αν θα επαναλαμβανόταν ο άθλος του Συγκροτήματος “Ντόναλντ Ντακ”.
«Στο όνομα του Ιησού Χριστού, φύγετε και γυρίστε στον κόσμο σας» διέταξε ο άντρας. Οι Σκοτεινοί Δικαστές φάνηκαν πανικόβλητοι· ούτε κι οι ίδιοι καταλάβαιναν τι είχαν πάθει. Στροβιλίζονταν τσιρίζοντας δαιμονισμένα, κουτουλούσαν μεταξύ τους, έβγαζαν καπνούς και σπίθες και τελικά χάθηκαν μέσα σ’ ένα απίστευτο πάταγο.

Ο άγνωστος ιππότης έπιασε το ανήσυχο άλογό του απ’ το χαλινάρι ανασαίνοντας κουρασμένα. Οι Δικαστές κοιτούσαν τριγύρω για ύποπτες κινήσεις. Ο Δικαστής Ντρεντ χαμήλωσε το Πιστόλι, μα δεν το έβαλε στη θήκη του. Κατέβηκε απ’ τη Μηχανή του και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μπροστά στον ξένο.
«Αυτό που έκανες είναι πρωτοφανές» είπε ατάραχα, αλλά σκληρά. «Όμως είμαι υποχρεωμένος να σε διατάξω να με ακολουθήσεις για ταυτοποίηση και κατάθεση».
Ο Καβαλάρης χαμογέλασε και μ’ ένα σάλτο κάθισε ανάλαφρα στη σέλα του αλόγου του, που χλιμίντρισε χαρούμενα, γαληνεμένο.
«Τζόζεφ, αδερφέ μου», είπε, όπως και πριν, «δε θα σε ακολουθήσω. Ρώτα για μένα το Δικαστή Φώκας. Θα σε ξανασυναντήσω… όταν θα πρέπει».
«Σε γνωρίζει;» ρώτησε ο Ντρεντ. Οι λοιποί Δικαστές κινήθηκαν για να τον περικυκλώσουν.
«Δεν το ξέρει, αλλά με γνωρίζει» αποκρίθηκε ο Καβαλάρης. Κοίταξε το Ντρεντ στα μάτια. «Με λένε Γεώργιο». Έκανε το σημείο του σταυρού στον αέρα κατά τους Ανθρώπους του Νόμου. «Η ειρήνη του Χριστού μαζί σας» είπε.
Το άτι σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και, προτού ξανακαθίσει στα τέσσερα, άλογο και Καβαλάρης είχαν χαθεί.

2

Όλοι οι ερευνητές και οι αναλυτές του Δικαστικού Σώματος ερεύνησαν τα δεδομένα απ’ όλους τους γνωστούς κόσμους, αναζητώντας μάταια τον παράξενο πολεμιστή.
Ο Δικαστής Φώκας, αφού το σκέφτηκε, κατέληξε σε κάποια υπόθεση για την ταυτότητά του· αλλ’ αυτή η υπόθεση τον είχε προβληματίσει.
«Αξιότιμοι Σύμβουλοι Δικαστές» είπε στο Ανώτατο Συμβούλιο, το Συμβούλιο των Πέντε, «ζητώ την άδεια να το ερευνήσω σε συνεργασία με το Ντρεντ».
«Συμφωνώ» παρενέβη ο Ντρεντ. «Με αποκάλεσε με τ’ όνομά μου και φάνηκε να θέλει μια κάπως προσωπική επαφή». Έκανε μια μικρή παύση. «Επίσης» πρόσθεσε, «ομολογώ πως η παρουσία του με επηρέασε με κάποιο παράξενο τρόπο, εμπνέοντάς μου φιλία κι εμπιστοσύνη».
«Δίστασες να το πεις» παρατήρησε η Σύμβουλος Δικαστίνα Άστερ· «δε σου αρέσει να δείχνεις πως έχεις συναισθήματα».
«Ήταν κάτι αυτόματο και απαιτεί διερεύνηση» αποκρίθηκε ο Γέρος ανέκφραστα· «ίσως κρύβει κάτι ύποπτο».
«Έλα σπίτι μου απόψε» του είπε ο Φώκας, «να σου πω τι πιστεύω και να σου δείξω και κάτι».


Μετά το τέλος της βάρδιας τους (γιατί και οι Δικαστές έχουν βάρδιες, άσχετα αν συνήθως τις υπερβαίνουν), οι δυο συνεργάτες συναντήθηκαν στο διαμέρισμα του Δικαστή Φώκας.
Οι Δικαστές συνήθως δεν παντρεύονται, ούτε προλαβαίνουν να γεράσουν. Ο Νικ Φώκας ήταν μία από τις λίγες εξαιρέσεις, τουλάχιστον ως προς το πρώτο σκέλος. Η σύζυγός του, η Σύνθια, εργαζόταν σε μια εταιρία πώλησης οχημάτων και από χόμπι ζωγράφιζε· ήταν από τους τυχερούς, που είχαν ένα σκοπό στη ζωή τους, γιατί το 98% του πληθυσμού είναι άνεργοι, λόγω της ανάπτυξης της ρομποτικής, κι αυτό προκαλεί τα περισσότερα ψυχολογικά και εγκληματολογικά προβλήματα.
Είχε αποδεχτεί, πράγμα δύσκολο, το υπερβολικά ριψοκίνδυνο επάγγελμα του συζύγου της – πάντως, μέχρι στιγμής, μετά από τριάντα χρόνια στους δρόμους, ήταν ζωντανός και αρτιμελής.
Γενικά, ήταν φιλήσυχο κι ευτυχισμένο ζευγάρι, γύρω στα πενήντα· έναν καημό είχαν, ότι δεν είχαν αποχτήσει παιδί. Το σπέρμα του Νικ ήταν στείρο και δεν ήθελαν γονιμοποίηση από τράπεζα σπέρματος, ούτε κλώνο.
Ο Νικ Φώκας έκανε ντους και φόρεσε μια οικιακή ρόμπα. Τα γαλάζια μάτια του, που δεν τα έκρυβε πια το κράνος, έλαμπαν από χαρά και ειλικρίνεια. Ο Ντρεντ εκτιμούσε αυτά τα μάτια· εκτιμούσε και τον άντρα που κοσμούσαν το πρόσωπό του.
Όταν έφτασε, είχαν στρώσει τραπέζι. Χαιρέτισε και κάθισε, φορώντας την αιώνια στολή και το κράνος του.
«Βγάλε το κράνος σου, Τζο», τον παρότρυνε ο Νικ, «δεν είμαστε σε υπηρεσία».
Νόμισε πως τον άκουσε ν’ αναστενάζει για μια στιγμή.
«Εγώ είμαι πάντα σε υπηρεσία» αποκρίθηκε με φυσικότητα.
«Δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό του» ψιθύρισε η Σύνθια στο σύζυγό της, καθώς τη βοηθούσε να φέρει τα τελευταία πιάτα από την κουζίνα.
Εκείνος την κοίταξε κι ανασήκωσε τους ώμους του:
«Ούτε εγώ».
Έφαγαν· ο Ντρεντ πάντα με το κράνος. Είχε μαγειρέψει στην εντέλεια, όπως κάθε μέρα, το οικιακό ρομπότ – επαγγελματίες ή ρομπότ μαγειρεύουν, ομοίως και καθαρίζουν, δεν υπάρχουν πια νοικοκυρές.
«Βιάζομαι να μου πεις για τον ξένο» είπε κάποια στιγμή ο Γέρος.
Ο Νικ καθάριζε ένα μήλο. Το έκοψε στα τρία και το άφησε στο κοινό πιάτο.
«Ξαναπές μου με ποια φράση απώθησε τους Φονιάδες» είπε στον αγαπημένο του φίλο, συμπολεμιστή και ίνδαλμά του.
«Στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» είπε ο Ντρεντ, «και στο όνομα του Ιησού Χριστού».
«Του Ιησού Χριστού» επανέλαβε ο Νικ.
«Ποιος είναι αυτός;».
«Δεν ξέρεις ποιος ήταν ο Ιησούς Χριστός;».
«Δεν τον έχω ακούσει ποτέ».
 
Ο Δικαστής Φώκας συλλογίστηκε πώς να το θέσει.
«Ήταν ένας μαραγκός από το αρχαίο Ισραήλ» απάντησε. «Έζησε είκοσι δύο αιώνες πριν από μας. Περιπλανήθηκε σ’ όλη τη χώρα κηρύσσοντας “αγαπάτε αλλήλους” και στηλιτεύοντας την υποκρισία και την αδικία· αν και ήταν δάσκαλος της μη βίας, οι αρχές τον θεώρησαν επαναστάτη και τον θανάτωσαν με σταύρωση».
«Φρικτός θάνατος» σχολίασε ανέκφραστα ο Ντρεντ.
«Οι μαθητές του όμως και γενικά οι οπαδοί του τον θεωρούσαν Υιό του Θεού – τον Μονογενή Υιό του Μοναδικού Θεού – και είπαν πως, τρεις ημέρες μετά, αναστήθηκε και αναλήφθηκε στους ουρανούς».
«Κλασικός μύθος».
«Πάντως απ’ αυτό γεννήθηκε ο χριστιανισμός, οι χριστιανοί – έχεις ακούσει αυτές τις λέξεις ξανά;».
«Ποτέ» παραδέχτηκε ο Ντρεντ, περιμένοντας την κατάληξη.
Ο Νικ σήκωσε τους ώμους του.
«Τέλος πάντων… Για να είμαι ειλικρινής, κι εγώ δεν έχω ξαναμιλήσει ποτέ στη ζωή μου για το Χριστό· ούτε έχω μπει σε εκκλησία· ούτε έχω δει ποτέ εκκλησία, αν και οι πρόγονοί μου ήταν πιστοί χριστιανοί». Χαμογέλασε. «Το ίδιο και οι δικοί σου ασφαλώς, Ντρεντ».
«Οι πρόγονοί μου;» γρύλισε ο Ντρεντ. “Αν θεωρήσεις πως έχω προγόνους” σκέφτηκε. “Κλωνοποιημένος από τον Αρχιδικαστή Φάργκο, μεγάλωσα στην Ακαδημία του Νόμου· με έναν δίδυμο αδερφό, κι αυτόν κλώνο, που αναγκάστηκα να τον καταδικάσω σε θάνατο…”.
Έσφιξε τις γροθιές του, με τα χοντρά, βαριά γάντια, εξοπλισμένα με ένα σωρό νανοσυσκευές, μα δε μίλησε. Αντί γι’ αυτό, ύψωσε το χέρι, προλαβαίνοντας ένα σχόλιο του συναδέλφου του.
«Πώς σχετίζονται όλ’ αυτά με το μυστηριώδη άγνωστο;» ρώτησε.
«Αρκετοί από τους οπαδούς του, ανά τους αιώνες, από τους οπαδούς του Χριστού εννοώ, έφτασαν σε κάποιο είδος πνευματικής τελειότητας και, μετά το θάνατό τους, εμφανίστηκαν και βοήθησαν τους ανθρώπους».
«Τέτοιος είναι;».
Ο Νικ έφερε στο τραπέζι ένα δέμα τυλιγμένο σ’ ένα πανί. Το ξετύλιξε κι έβγαλε μια ξύλινη ζωγραφιά. Παρουσίαζε έναν καβαλάρη που σκότωνε με το δόρυ του ένα δράκο.
«Αυτό το εικόνισμα μου το έδωσε η γιαγιά μου, που το είχε από τη δική της γιαγιά και πάει λέγοντας, σε μια μακρινή χώρα που λεγόταν Ελλάδα».
Στο Ντρεντ ήταν αρκετό ένα βλέμμα για ν’ αποφανθεί:
«Αυτός είναι».
«Έζησε πριν από δεκαεννέα αιώνες» είπε σοβαρά ο Δικαστής Φώκας.
«Τότε είναι κάποιος που τον μιμείται».
«Κι όμως, υπάρχουν μαρτυρίες για εμφανίσεις του σε όλες τις εποχές. Και υπάρχουν εκατοντάδες παρόμοιοι».
«Χμ…».
«Θυμήσου πως και η ύπαρξη του Δικαστή Θάνατου δεν είναι λιγότερο παράλογη· το ίδιο και πολλών άλλων, που έχουμε πολεμήσει κατά καιρούς».
Ο Ντρεντ συμφώνησε μ’ ένα νεύμα του κράνους του – συγνώμη, της κεφαλής του ήθελα να πω.

Ένα δυνατό χλιμίντρισμα ακούστηκε από το διάδρομο του ορόφου. Οι δυο Δικαστές αναπήδησαν και μεμιάς βρέθηκαν με το Πιστόλι στο χέρι – ο Ντρεντ το τράβηξε από τη θήκη στο μηρό του κι ο Νικ ξεκόλλησε αυτό που έκρυβε κάτω απ’ το τραπέζι – να σημαδεύουν την πόρτα του διαμερίσματος.
«Άνοιξε» διέταξε ο οικοδεσπότης. Η πόρτα υπάκουσε αυτόματα. Η Σύνθια, που ζωγράφιζε στον προσωπικό της χώρο, κρύφτηκε πίσω από τον υπολογιστή καβαλέτο της.
Ο παράξενος ξένος μπήκε στο διαμέρισμα περπατώντας, επίσημος, με τον πορφυρό χιτώνα να καλύπτει σχεδόν ολόκληρη την αρματωσιά του, χωρίς δόρυ, αλλά μ’ ένα ξίφος με περίτεχνη λαβή και θήκη ζωσμένο στη μέση του.
«Ειρήνη σε σας» χαιρέτισε. «Είμαι φίλος».
«Κυκλοφορείς παράνομα στη Μεγάπολη και μάλιστα οπλισμένος» βροντοφώναξε ο Ντρεντ. «Συλλαμβάνεσαι και καταδικάζεσαι σε δεκαετή φυλάκιση!».
«Ήρεμα, Τζο» είπε ο Δικαστής Φώκας· «ας τον ακούσουμε πρώτα».
«Ευχαριστώ» του είπε ο ξένος κι ο Δικαστής ένιωσε μια παράξενη συγκίνηση· συνοφρυώθηκε.
Επέστρεψαν τα Πιστόλια στη θέση τους. Ο Νικ τους έκανε νόημα να καθίσουν. Η Σύνθια γαλήνεψε επίσης· σηκώθηκε απ’ το πάτωμα, κάθισε στην καρέκλα της κι άκουγε.
«Λέγομαι Γεώργιος ο Καππαδόκης», άρχισε ο ξένος, «και είμαι δούλος, μαθητής, αδερφός, στρατιώτης και συμβασιλιάς του Ιησού Χριστού».
«Πού μένεις;» ρώτησε ο Ντρεντ. 
«Στο Φως».
«Και ποιο είναι το Φως;» ρώτησε ο Νικ. Ο Ντρεντ διέκρινε στη φωνή του κάποιο αληθινό ενδιαφέρον.
«Ο Χριστός».

Ντρεντ: «Εκείνος σε έστειλε;».
«Για την ακρίβεια… με κάλεσαν».
Νικ: «Ποιος; Το κορίτσι;».
«Η γιαγιά του».
Ντρεντ: «Όμως δεν την έσωσες… Άργησες;».
«Δε με κάλεσε για τον εαυτό της».
Ακόμα κι ο Ντρεντ ένιωσε κάποια έκπληξη μ’ αυτή την απάντηση.
«Πώς ήξερε την ύπαρξή σου;» ρώτησε.
«Είναι χριστιανή, μία από τους τελευταίους· από εκείνους που κρατούν ζωντανό τον κόσμο με την προσευχή τους». Είδε την αμφιβολία στο βλέμμα τους. «Πιο αποτελεσματική από τα Πιστόλια σας» πρόσθεσε.
Αποφάσισαν να μη σχολιάσουν. Δεν είχαν χρόνο για συζήτηση.
«Πώς κατόρθωσες να διώξεις τους Σκοτεινούς Δικαστές;» ρώτησε ο Ντρεντ.
«Με τη δύναμη του Ονόματος».
«Του Ονόματος του Χριστού».
«Ακριβώς, Νικ».
Ντρεντ: «Γιατί το τρέμουν τόσο;».
«Γιατί Εκείνος είναι ο Θεός, ενώ αυτοί είναι δαίμονες».
Νικ: «Μπορούμε να το χρησιμοποιούμε κι εμείς;».
Ο ουράνιος άνθρωπος αναστέναξε ελαφριά:
«Στην πραγματικότητα, χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις».
«Τι προϋποθέσεις;».
«Να είστε χριστιανοί…». Σκέφτηκε λίγο. «Όμως δε βλάπτει να δοκιμάσετε. Εσείς μεταχειρίζεστε όλα τα μέσα, εκτός από αυτό που πρέπει».
Σχημάτισε με το δάχτυλό του έναν πύρινο σταυρό στον αέρα. Ο σταυρός έπεσε στο τραπέζι, έσβησε και μετατράπηκε σ’ ένα μεταλλικό σταυρό ύψους δέκα πόντων, με τον Εσταυρωμένο πάνω του.
«Αυτός είναι ο Χριστός;» ρώτησε ο Ντρεντ.
«Σωστά».
Ο Νικ έπιασε το σταυρό· έκαιγε.
«Θυμάσαι να κάνεις το σταυρό σου, Νικ;» ρώτησε ο άγιος Γεώργιος.
Ο Νικ έκανε το σταυρό του με τον ορθόδοξο τρόπο, πρώτη φορά στη ζωή του ή, τουλάχιστον, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του.
«Με αυτά να οπλιστείτε ενάντια σε εχθρούς σαν το Δικαστή Θάνατο, και άλλους».
Ο Ντρεντ έπιασε κι εκείνος το σταυρό. Τον σάρωσε με τον υπολογιστή του περικάρπιού του· απλό μολύβι, τίποτε παραπάνω.
Αλλά είχε δημιουργηθεί από φωτιά κι η φωτιά είχε βγει από ένα γυμνό δάχτυλο.
Τεχνολογία; Μαγεία; Χριστός;
Κοίταξε τον ξένο. Το βλέμμα του ενέπνεε μια γλυκύτητα. Αυτά όμως καμιά φορά εξαπατούν.
«Αυτά πρέπει να τα πεις στις αρχές της Πόλης» του είπε.
«Εντάξει. Θα με συνοδεύσετε;».
«Θα σε προσαγάγουμε. Αλλά δε μπορείς να πας μόνος σου; Πώς ταξιδεύεις; Με το άλογό σου;».
Ο άγιος χαμογέλασε. «Το άλογό μου… είναι κάτι άλλο. Αν θέλει ο Θεός, θα μπορούσα να πάω μόνος μου. Αλλά προτιμώ να με συνοδεύουν οι φίλοι μου».
«Δεν είμαστε φίλοι σου» είπε αυστηρά ο Νικ.
«Είστε. Εσύ, Νικ, το ξέρεις. Και ο Τζόζεφ θα το μάθει».
“Έχει δίκιο” σκέφτηκε ο Νικ. “Ο άγιος Γεώργιος! Δεν υπάρχει πιο θετική δύναμη απ’ αυτόν. Εκτός απ’ τον ίδιο το Χριστό βεβαίως – αν ζει ακόμα”.
«Ζει» απάντησε ο άγιος.
«Εντάξει, διαβάζεις τη σκέψη, το καταλάβαμε. Μην το παίρνεις πάνω σου».
Ο Λευκός Καβαλάρης χαμογέλασε ξανά.
«Τη λύση στο πρόβλημά σου την είδες σήμερα» είπε ξαφνικά, ήρεμα και φιλικά. «Και θα γίνεις κι εσύ, μαζί με τη Σύνθια», κοίταξε προς το ατελιέ της, όπου η Σύνθια άρχισε ν’ αναστατώνεται, «λύση στο πρόβλημα κάποιου άλλου· πολλών άλλων». Σκέφτηκε. «Αν το θέλετε, βέβαια».
“Το θέλουμε” σκέφτηκε η Σύνθια κι άρχισε να κλαίει από μια απρόσμενη ελπίδα. Χάιδεψε την κοιλιά της· μα τα λόγια του Καβαλάρη είχαν άλλο νόημα απ’ αυτό που φαντάστηκε.
«Εξηγήσου» είπε ο Νικ.
«Θα το βρεις».
Τα μάτια του Νικ άστραψαν.
«Το βρήκα» είπε με καμάρι. Ο άγιος χαμογέλασε. «Γουστάρω όταν χαμογελάς» είπε ο Νικ.
«Είναι ύποπτος» του υπενθύμισε ο Ντρεντ.
«Δε νομίζω» αποκρίθηκε ο Νικ. «Αν είναι αυτός που λέμε, είναι ο λιγότερο ύποπτος σ’ όλη την Πόλη». Γέλασε. «Λιγότερο κι από σένα!».

3


Ο Δικαστής Φώκας φόρεσε τη στολή και το κράνος του, ανακοινώνοντας συγχρόνως στο Αρχηγείο τις εξελίξεις. Σε λίγο οι δυο Δικαστές όδευαν προς το Μέλαθρο της Δικαιοσύνης καβάλα στις Μηχανές τους. Ο Λευκός Καβαλάρης αχνοφαινόταν στα σύννεφα να τους ακολουθεί, με την ίδια ταχύτητα, ταξιδεύοντας με τ’ άλογό του.
Αυτό δεν άρεσε στο Ντρεντ· θα προτιμούσε να τον είχαν προσαγάγει με δικαστικό όχημα· όμως ο Φώκας τον εμπιστευόταν κι επίσης ήταν φανερό πως ο ξένος μπορούσε να τηλεμεταφέρεται κατά βούληση.
Ο Ντρεντ δεν εμπιστευόταν το Φώκας. Ήταν έντιμος, αλλά είχε μια αδυναμία· συναίσθημα. Τον σεβόταν και τον εμπιστευόταν στη μάχη, αλλά όχι στην αξιολόγηση ενός παραπλανητικού ύποπτου. Κανένα δεν εμπιστευόταν, εκτός από τον εαυτό του.
Τα σκεφτόταν αυτά οδηγώντας ανάμεσα σε χιλιάδες οχήματα κάθε μεγέθους και είδους και το πρόσωπό του, μέσα στο κράνος, δεν άλλαζε έκφραση ούτε στο ελάχιστο. Υπήρχαν μερικοί – το ξανάπα; – που υπέθεταν πως δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ρομπότ.
Εσύ, Τζόζεφ, είσαι βέβαιος για το τι είσαι;

Συναντήθηκαν στην είσοδο του Μέλαθρου της Δικαιοσύνης. Ο Γεώργιος αφίππευσε και το άλογό του απογειώθηκε στους ουρανούς, καλπάζοντας αθόρυβα στον αέρα. Στη σέλα του έμεινε το δόρυ, στερεωμένο σε ειδική βάση.
Διέσχισαν τους φαρδείς διαδρόμους ανάμεσα σε πάνοπλους παραταγμένους φρουρούς, ακίνητους σαν αγάλματα, ομοιόμορφους μέσα στα κράνη και τις στολές τους.
Ο παράξενος ταξιδιώτης, ανάμεσα στους δυο βετεράνους Δικαστές, φάνηκε να κοντοστέκεται προς στιγμή.
«Νιώθεις αμηχανία, Γεώργιε;» ρώτησε ο Δικαστής Φώκας.
«Απλώς θυμήθηκα μια παλιά περίσταση, όπου παρουσιάστηκα σ’ έναν αυτοκράτορα, μόνος, ανάμεσα σε αναρίθμητους στρατιώτες» απάντησε ψύχραιμα ο άγιος και προχώρησε πρώτος.
«Ξέρεις», είπε ο Δικαστής Φώκας στο Ντρεντ, «αυτός ο άνθρωπος ήταν στρατηγός του Διοκλητιανού, ενός απάνθρωπου αυτοκράτορα, που διέταξε τους στρατηγούς του να αφανίσουν τους χριστιανούς. Ο Γεώργιος εμφανίστηκε μπροστά του και του είπε: “Δεν μπορώ να το κάνω, γιατί κι εγώ είμαι χριστιανός”. Συνελήφθη αμέσως και υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια μέχρι θανάτου».
Ο Ντρεντ κοίταξε το στρατιώτη που προπορευόταν κι ο πορφυρός μανδύας του ανέμιζε πίσω του. Μόνος μπροστά στο δολοφονικό αυτοκράτορα· σίγουρα δε φοβόταν – “αξιοσέβαστο, αλλά και επικίνδυνο” σκέφτηκε.
«Γιατί δεν πήρε το στράτευμά του να επιτεθεί στον αυτοκράτορα;» ρώτησε το Νικ.
«Στους χριστιανούς δεν αρέσει να σκοτώνουν».
«Κατανοητό – έχουμε δει κι εδώ υπέρμαχους της μη βίας – αλλά ανόητο. Θα μπορούσε να υπερασπιστεί και τους άλλους χριστιανούς. Και τι κέρδισε;».
«Λοιπόν, είναι ακόμα ζωντανός· ζει στα φωτεινά ανάκτορα του Χριστού, έχει τρομερές δυνάμεις… Και λίγα χρόνια μετά την εκτέλεσή του, τριακόσια χρόνια μετά το Χριστό και μετά από ποτάμια χριστιανικού αίματος, ο τότε αυτοκράτορας της Ρώμης έγινε χριστιανός».
«Τριακόσια χρόνια, ποτάμια αίματος… Βαρύ τίμημα».
«Το πλήρωσαν, αλλά έγιναν σαν αυτόν», έδειξε τον άντρα με τον πορφυρό μανδύα, που περνούσε τώρα την πύλη για την αίθουσα του Συμβουλίου. «Έτσι δουλεύει ο Χριστός».

Ο άγιος Γεώργιος στάθηκε μπροστά στην υπερυψωμένη έδρα της Αρχιδικαστή Χέρσυ και των Ανώτατων Συμβούλων Δικαστών, μπροστά στο Συμβούλιο των Πέντε, την ηγεσία της Μεγάπολης.
Ντρεντ και Φώκας παρατάχτηκαν πίσω του. Δεκάδες Δικαστές όλων των βαθμίδων και των Τμημάτων, άντρες και γυναίκες, τους περικύκλωσαν.
«Μίλα, πολίτη» έδωσε εντολή η Αρχιδικαστής.
Ο άγιος Γεώργιος έκανε το σταυρό του ενώνοντας τα τρία δάχτυλα του δεξιού του χεριού.
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» άρχισε. «Εξοχότατη Αρχιδικαστή, αξιότιμοι Σύμβουλοι… Ονομάζομαι Γεώργιος ο Καππαδόκης και είμαι ακόλουθος του Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού. Η Πόλη σας υποφέρει. Σας φέρνω ένα μήνυμα Φωτός και Ζωής, ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο υιό του Θεού».
«Ξέρεις, έχουμε ακούσει πολλά τέτοια δήθεν μηνύματα» παρενέβη ο Σύμβουλος Δικαστής Μιγιότο.
«Θανατώθηκα πριν από δεκαεννέα αιώνες» απάντησε ο Γεώργιος.
«Και πώς γίνεται να είσαι ζωντανός;» ρώτησε η Αρχιδικαστής.
«Επειδή ο Ιησούς Χριστός είπε: “Όποιος πιστεύει σε μένα, δε θα πεθάνει ποτέ, αλλά, κι αν πεθάνει, δεν πέθανε, αλλά μεταφέρθηκε από το θάνατο στη ζωή”».
«Αρκεί λοιπόν να πιστέψουμε στο Χριστό;» ρώτησε η Σύμβουλος Δικαστίνα Άστερ.
«Λοιπόν, αυτή η πίστη προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής» αποκρίθηκε ο άγιος. «Τρόπο ζωής, από τον οποίο ο Χριστός δεν έχει να κερδίσει τίποτα, αλλά μόνο ο άνθρωπος ωφελείται».
Ο Δικαστής Ντρεντ έσκυψε προς το αφτί του Δικαστή Φώκας, που κρυβόταν βέβαια κάτω απ’ το κράνος.
«Γιατί τους σκότωναν οι Ρωμαίοι;» ρώτησε ψιθυριστά. «Ξέρεις;».
«Επειδή απειθαρχούσαν στις διαταγές τους, όπου ο αυτοκράτορας έπρεπε να λατρεύεται σα θεός».
«Ώστε έτσι».
«Ξέρεις, Ντρεντ», συνέχισε ο Νικ, «οι Ρωμαίοι είχαν σύμβολο τον Αετό, όπως κι εμείς».
«Δε μοιάζουμε μ’ αυτούς» αποφάνθηκε ο Ντρεντ με περιφρόνηση.
«Κάθε Ρωμαίος στρατιώτης ισοδυναμούσε με δέκα αντιπάλους του».
«Δε μοιάζουμε μ’ αυτούς».
«Πίστευαν ακλόνητα στην ισχύ του Νόμου, όσο σκληρός κι αν ήταν, και η ανθρώπινη ζωή είχε ελάχιστη αξία στη χώρα τους».
Ο Ντρεντ τον κοίταξε καταπρόσωπο.
«Ίσως μοιάζουμε μ’ αυτούς» παραδέχτηκε.

«Πώς εξουδετέρωσες τους Σκοτεινούς Δικαστές;» ρώτησε ο Σύμβουλος Δικαστής Μομπάντα.
«Με τη δύναμη του ονόματος του Ιησού Χριστού» αποκρίθηκε ο άγιος. «Και με αυτό» – και σχημάτισε έναν πύρινο σταυρό στον αέρα, που μετατράπηκε σε μολυβένιο κι έπεσε ζεστός μπροστά στην Αρχιδικαστή Χέρσυ.
Η κίνηση αυτή όλους τους εντυπωσίασε· και συγχρόνως τους έκανε πιο καχύποπτους.
«Προτείνεις να γίνουμε χριστιανοί;» ρώτησε η Αρχιδικαστής.
«Μάλιστα».
«Αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή και έρευνα. Μπορεί να κρύβει παγίδες».
«Συμφωνώ» είπε ο άγιος. «Ας ερευνηθεί λοιπόν αυτή η προοπτική».
Η Αρχιδικαστής στράφηκε στο Σύμβουλο Δικαστή Σένκερ, επικεφαλής του Τμήματος Ψ:
«Λέει αλήθεια;» τον ρώτησε. Εκείνος διείσδυσε με τις νοητικές του δυνάμεις στο νου του ξένου.
Ο Γεώργιος προσευχόταν μέσα στην καρδιά του. Ο Δικαστής Σένκερ ένιωσε να μπήκε σ’ ένα ευωδιαστό δάσος από ανθισμένα λαμπερά δέντρα. Ξαφνικά, ένα σκοτεινό χέρι άρπαξε αυτή την εικόνα απ’ το μυαλό του και την αντικατέστησε μ’ ένα ζοφερό στοιχειωμένο νεκρότοπο. Σοκαρισμένος στράφηκε στην Αρχιδικαστή:
«Ψεύδεται» αποφάνθηκε.
Οι Δικαστές τριγύρω τράβηξαν τα Πιστόλια, τους Νομοθέτες τους. Ο ξένος έκανε το σημείο του σταυρού στον αέρα κατά το Δικαστή Σένκερ.
«Εις το όνομα του Ιησού Χριστού», είπε επίσημα και σταθερά, «πνεύμα Πύθωνα, βγες απ’ αυτόν».
Ο Δικαστής Σένκερ έπιασε το ξυρισμένο κεφάλι του· τα πράσινα, σα σμαράγδια, αμυγδαλωτά του μάτια γούρλωσαν.
«Δεν έχω δυνάμεις» ψέλλισε.
Όλα τα όπλα σημάδεψαν το Γεώργιο. Εκείνος ύψωσε τα χέρια σα σταυρωμένος, σαν προσευχόμενος, κι εκεί, μπροστά στα μάτια τους, άρχισε να σβήνει. Τα μάτια του συναντήθηκαν μ’ εκείνα της Αρχιδικαστή Χέρσυ κι ήταν γεμάτα από γλυκό παράπονο – το παράπονο ενός αθώου.
Ο Ντρεντ όρμησε να τον αρπάξει, αλλά έπιασε τον αέρα· ο παράξενος ξένος είχε χαθεί.
Στιγμιαία άκουσε τη φωνή του: “Θα με ξαναδείς”. Την είχε ακούσει με τ’ αφτιά του ή μέσα στο νου του;
Το χειρότερο ήταν πως χάρηκε κατά βάθος μ’ αυτό· κάτι κρυφό μέσα στην καρδιά του επιθυμούσε να τον ξαναδεί. Κι ο Ντρεντ δεν παραδεχόταν πως είχε καρδιά.
Η καρδιά είναι αναποτελεσματική.
Η Αρχιδικαστής πήρε στο χέρι της το σταυρό και τον παρατήρησε προσεχτικά.
«Με μια κίνηση έδιωξε το Δικαστή Θάνατο», μονολόγησε, «και στέρησε από τις δυνάμεις του το Δικαστή Σένκερ». Φαινόταν ένα κοινό κομμάτι μέταλλο. «Πρέπει να είναι πολύ ισχυρό όπλο» κατέληξε.

Και εγένετο εσπέρα· και εγένετο πρωί· ημέρα μία (*).

(*) Στίχος από το 1ο κεφάλαιο της Γένεσης, στην Παλαιά Διαθήκη, που αναφέρεται στην εξαήμερο Δημιουργία.
 
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στην αμέσως επόμενη ανάρτηση.
Για τον άγιο Γεώργιο, περισσότερα εδώ.

Μία από τις αμέτρητες παρεμβάσεις της ΝΙΚΗΣ για την Υγεία

    Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης Rethemnos.gr Η Κρήτη έχει κινητοποιηθεί πολλές φορές για την κατάρρευση του αείμνηστου Εθνικού Συστήματος Υγείας...