Ο πολύς κόσμος πιστεύει πως οι παράξενες δυνάμεις, τα
μαγικά πλάσματα, οι στοιχειωμένοι τόποι, υπάρχουν μόνο στα παραμύθια, τις
ταινίες και τη λογοτεχνία του φανταστικού. Ελάχιστοι είμαστε αυτοί που ξέρουμε…
Η Αθήνα είναι γεμάτη μαγεία. Ολόκληρη η Ελλάδα είναι
γεμάτη μαγεία. Η Μητέρα Γη είναι γεμάτη μαγεία… Και μερικοί άνθρωποι είμαστε
μυημένοι σ’ αυτή τη μαγεία· είμαστε η μαγεία.
Αν μπορείς ν’ αντέξεις αυτές τις αποκαλύψεις, ακολούθησέ
με.
1
Γνώρισα την Ήβη όταν εκείνη ήταν επτά χρονών κι εγώ εννιά.
Συναντηθήκαμε με τις μητέρες μας σε μια επίσκεψη στο ζωολογικό κήπο. Αμέσως
κατάλαβα πως κάτι ξεχωριστό υπήρχε σ’ αυτήν· και προσδιόρισα εύκολα τι ήταν,
λόγω των δικών μου ξεχωριστών χαρισμάτων – ενωνόταν με τα ζώα.
Γίναμε φίλες αμέσως. Και την άλλη μέρα συναντηθήκαμε και στο
σχολείο. Από τότε είμαστε αχώριστες.
Από τις γυναίκες της οικογένειάς μου κληρονόμησα το μαγικό
χάρισμα. Η μητέρα μου δεν ασχολείται μ’ αυτό, αντίθετα με τη μητέρα της Ήβης·
δεν το αντιλαμβάνεται καν. Εγώ όμως το αντιλήφθηκα πολύ νωρίς – δε θυμάμαι πότε
ακριβώς – όταν πρωτάρχισα να βλέπω τα μικρά ξωτικά που πετούσαν έξω απ’ το
παράθυρό μου σαν πυγολαμπίδες μέσα στη νύχτα.
Μετά, άρχισα να διαβάζω τα αρχαία βιβλία που κρύβονταν σε
απόμερες γωνιές στο σπίτι της γιαγιάς μου, περιμένοντας να τ’ ανακαλύψω·
σύντομα κατάλαβα πως όλα ήταν αληθινά, γοητεύτηκα κι άρχισα να εφαρμόζω απλά
ξόρκια, αντί να παίζω με κούκλες στο δωμάτιό μου. Κανείς δεν ήξερε τον εξαίσιο
κόσμο, στον οποίο ζούσα· και προ παντός τον αγνοούσε η μητέρα μου· οπωσδήποτε,
δε μπορούσα να της τον φανερώσω, προκαλώντας της πανικό.
Στη γειτονιά, στο δρόμο, στο σχολείο, έβλεπα τις δυνάμεις
και τα μαγικά όντα πίσω από τα αντικείμενα ή μέσα σ’ αυτά. Και ξεχώρισα και
μερικούς φίλους, που είχαν χαρίσματα παρόμοια με τα δικά μου. Η Ήβη ήταν η
πρώτη. Αλλά στην πρώτη γυμνασίου συνάντησα και τον Άλκιμο.
Οι τρεις μας γίναμε μια δυνατή συντροφιά. Και η μητέρα της
Ήβης, η κυρία Ηλέκτρα, που ήταν κάτοχος και φύλακας της μυστικής σοφίας, έγινε
η δασκάλα και η προστάτιδά μας, ενώ ο Φοίβος, ένα αγόρι πολύ πιο μεγάλο από
μας, φίλος του Άλκιμου, έγινε ο οδηγός μας.
Εκείνοι μας ξενάγησαν σε όλους τους μαγικούς τόπους της
Αθήνας και γύρω από την Αθήνα. Γνωρίσαμε ομάδες που ασκούσαν μαγεία κάθε
είδους, που γνώριζαν και διαιώνιζαν μυστικές τέχνες, επικοινωνούσαν με
άγνωστους κόσμους ή λάτρευαν διάφορους θεούς. Μυηθήκαμε σε πανάρχαιες λατρείες,
αναβιωμένες από ελίτ εκλεκτών, από έφηβους ή ηλικιωμένους, περιθωριακούς ή
αριστοκράτες· συμμετείχαμε σε τελετές, συνομιλήσαμε με νεράιδες και δαίμονες·
συνδεθήκαμε με τη Μητέρα Γη.
Αυξήσαμε τις δυνάμεις μας· αποχτήσαμε δύναμη.
Η μαγεία είναι μια θρησκεία. Η Ήβη ήταν εξαρχής βαφτισμένη
σ’ αυτήν, από τη μητέρα της, που ήταν ιέρεια. Βαφτιστήκαμε κι εμείς,
εγκαταλείποντας το μωρουδιακό βάφτισμά μας, που έτσι κι αλλιώς δε σήμαινε ποτέ
τίποτα. Και εγώ, συγκεκριμένα, όταν έφτασα δεκατεσσάρων ετών, έγινα ιέρεια της
Άρτεμης.
Δεν είχα δει ποτέ ανθρώπινη θυσία μέχρι τότε. Και πέρασε
ακόμη αρκετός καιρός πριν δω. Ουσιαστικά, δεν πίστευα πως γίνονται στ’ αλήθεια
ανθρωποθυσίες· τις θεωρούσα συκοφαντία θρησκόληπτων χριστιανών ή, έστω,
κατάλοιπα περιθωριακής δαιμονολατρίας, που η δική μας λατρεία, του Φωτός και
της Γης, είχε πολεμήσει και εξαλείψει. Όπως η μητέρα μου νόμιζε πως παίζω
παιδικά και εφηβικά παιχνίδια, ενώ εγώ ιερουργούσα στα ποτάμια, τα σπήλαια και
τα ιερά άλση, δίπλα στις πολυκατοικίες ή τις εργατικές συνοικίες, έτσι κι εμείς
είχαμε γαλουχηθεί από τους πραγματικούς γονείς μας, τις μάγισσες και τους
μάγους, με ένα θεϊκό ανθρωπιστικό ιδεώδες, που έθετε ως στόχο της μαγείας την
ισχυροποίηση του ανθρώπου. Για την ακρίβεια, τη θεοποίηση του ανθρώπου – αυτό
που καταδίκασε ο Θεός της Βίβλου, όταν ο όφις το υποσχέθηκε στους πρωτοπλάστους·
ο Θεός, που ήθελε τους ανθρώπους υποταγμένους στην άγνοια, όπως τους έπλασε.
Τι όμορφο που ήταν να ελευθερώνεσαι από την κηδεμονία του
Θεού! Ήσουν μετά εσύ θεός, και όλα τα πλάσματα το αναγνώριζαν· ζώα και φυτά
υποτάσσονταν σε σένα, μαγικά πλάσματα υποκλίνονταν μπροστά σου ή έρχονταν από
το μυστικό τους κόσμο για να τα δεις και να τους μιλήσεις.
Και κάποια στιγμή, ήμουν στη δευτέρα λυκείου, έγιναν δυο γεγονότα
που άλλαξαν τα πάντα και γκρέμισαν τη ζωή μου, για να μεταμορφωθώ σε κάτι άλλο,
σα χρυσαλίδα. Αυτό προσδοκούσα, αλλά η μεταμόρφωσή μου ήταν αντίθετη απ’ αυτό
που περίμενα και πολύ πιο οδυνηρή.
Διάβασα στο Ίντερνετ πως ένα λιοντάρι κατασπάραξε μια
κοιμισμένη οικογένεια, μπαίνοντας από το ανοιχτό παράθυρο. Αυτό ήταν το ένα
περιστατικό.
Το άλλο ήταν ότι γνώρισα τον Αλέξη.
2
«Ποιος είναι το λιοντάρι, εσύ ή ο Φοίβος;».
«Γιατί πρέπει να συμβαίνει ένα από τα δυο;».
Η Χρυσένια έσπρωξε με δύναμη τον Άλκη, κολλώντας τον στον
τοίχο. Η Ήβη κοίταξε γύρω· δεν τους έδινε σημασία κανείς, αν και περνούσαν
πολλοί πιτσιρικάδες και πήγαιναν για το φροντιστήριο. Ο καθένας είναι για τον
εαυτό του έτσι κι αλλιώς· φλερτάκια και καυγάδες δεν προκαλούν την προσοχή.
Μέσα σ’ ένα δάσος από τσιμέντο και γκράφιτι, νεανικές φιγούρες βαδίζουν με το
κινητό στο χέρι ή ρολάρουν πάνω σε σκέιτς.
Ο Άλκης διαμαρτυρήθηκε, αλλά η Χρυσένια επέμεινε. Οι ματιές
τους διασταυρώθηκαν σαν αστραπές. Ήταν η πρώτη φορά που καυγάδιζαν. Τράβηξαν τα
πνευματικά τους ξίφη με μανία· αμέσως τους έπιασε και τους δυο ζάλη.
Η Ήβη πρόσεξε μια ζήλια στα μάτια του Άλκη. Η Χρυσένια ήταν
πιο δυνατή απ’ αυτόν – εκείνος βέβαια είχε άλλες δυνάμεις, άλλα χαρίσματα, και
μέσα στην καρδιά του ψιθύριζε πως σύντομα θα γινόταν πιο δυνατός από κείνη σε
όλα. Αλλά η κοπέλα δεν άκουγε, ούτε έβλεπε, όχι γιατί την εμπόδιζε η μαγεία
του, αλλά η εμπιστοσύνη που του είχε (ήταν, έτσι ένιωθε, ο μεγάλος αδερφός
της), τουλάχιστον μέχρι σήμερα το πρωί, που διάβασε την είδηση σ’ ένα μπλογκ.
«Ρε Χρυσενάκι, θα σε φάει ο Άλκης μια μέρα» θα της πει η Ήβη
αργότερα, όταν θα γυρνάνε μόνες στο σπίτι.
«Εντάξει, άσε με ήσυχο!» φώναξε ο Άλκης. «Δεν ήμουν εγώ,
εντάξει; Ούτε ο Φοίβος!».
«Τότε ποιος;».
«Γιατί πρέπει να ’ταν κάποιος;».
Η Χρυσένια μειδίασε ειρωνικά: «Μήπως κυκλοφορούν λιοντάρια
στην Αθήνα και δεν το ξέραμε; Πόσοι μπορούν να μεταμορφώνονται σε ζώα;».
«Σταμάτα, ρε, θα μας ακούσουν» της σφύριξε η Ήβη. Μα κανείς
δεν τους άκουγε και, έτσι κι αλλιώς, κανείς δε θα πίστευε.
«Υπάρχουν πολλοί» είπε ο Άλκης. «Δεν το ξέρεις;».
«Όμως δεν ήταν ένας ξένος, έτσι δεν είναι; Ξέρεις ποιος ήταν
– έτσι κι αλλιώς, τους ξέρουμε όλους στην Αθήνα».
Ο νέος διόρθωσε την τσάντα στην πλάτη του και προχώρησε για
το φροντιστήριο. Πήγαινε τρίτη λυκείου, η Χρυσένια δευτέρα κι η Ήβη τελείωνε το
γυμνάσιο.
«Όχι, δεν τους ξέρεις όλους» της είπε. «Και υπάρχουν πολλοί
που δεν ξέρεις έξω απ’ την Αθήνα».
«Ένας τέτοιος ήταν;» ρώτησε η Ήβη.
Ο Άλκης την κοίταξε με το διαπεραστικό βλέμμα του. «Ναι,
ένας τέτοιος».
Και προχώρησε, αφήνοντάς τις.
Η Ήβη πλησίασε τη φίλη της, που την κοιτούσε ικετευτικά,
ζητώντας βοήθεια.
«Θα μου πουν τα πουλιά» της είπε.
Τη νύχτα βγήκε στο μπαλκόνι, να καλέσει τις κουκουβάγιες. Η
μητέρα της βγήκε σχεδόν αμέσως.
«Τι τρέχει;» τη ρώτησε.
«Τίποτα, μαμά».
«Ηβάκι μου, δε με γελάς. Ξέρω τι κάνεις και τι θέλεις να μάθεις».
«Λοιπόν, μαμά μου;».
«Μην το ψάχνεις. Είστε μικρές ακόμα. Υπάρχουν πράγματα και
δυνάμεις που ούτε τα φαντάζεστε».
Όμως ούτε η ίδια, η μεγάλη αυτή κληρονόμος της μαγείας, δε
φανταζόταν πού θα οδηγούσε η σημερινή ρωγμή, αφήνοντας να μπουν γεγονότα που θα
τους σημάδευαν όλους.
3
Το λιοντάρι πήδηξε από ταράτσα σε ταράτσα κι έφτασε σε μια
σκοτεινή γωνιά γεμάτη δέντρα, σ’ ένα αδιέξοδο δρομάκι, όπου σάπιζε κάποιο
θλιβερό σιντριβάνι.
Εκεί, κάτω από τα δέντρα, γυάλισαν άλλα δυο ζευγάρια μάτια.
Δυο λιονταρίσια κεφάλια πρόβαλαν. Τα λιοντάρια ήταν τρία. Δυο αρσενικά και μια
λέαινα.
Μίλησαν μεταξύ τους με σιγανούς γρυλισμούς. Και ξεκίνησαν.
Είναι υπέροχη η δύναμη – η δύναμη στα μάτια, στ’ αφτιά, στα
ρουθούνια, στα πόδια, στο κορμί ολόκληρο. Είναι υπέροχη η μαγεία· η δύναμη της
μαγείας, η δύναμη του ζώου. Και τίνος ζώου; Του βασιλιά!
Τα τρία λιοντάρια δεν πήγαιναν για κυνήγι. Δεν πεινούσαν·
είχαν φάει ανθρώπινο φαγητό λίγη ώρα πριν. Έκαναν μόνο μια βόλτα, από αθέατα
σημεία, παρατηρώντας τα αδύναμα ζωύφια που ονομάζονται άνθρωποι.
Όλα αυτά τα ζωύφια τα εξουσίαζαν. Ακόμα κι ένα απλό λιοντάρι
θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει στο ανυπεράσπιστο πλήθος. Πόσο μάλλον αυτά
τα λιοντάρια! Οι δυνάμεις τους και οι μαγικές τους ικανότητες ξεπερνούσαν κάθε
φαντασία.
Όμως από μια γωνία ξεπρόβαλε ένας άντρας κρατώντας ένα
τουφέκι. Ήταν ένας τρελαμένος με την επιβίωση, που άκουσε τη φοβερή είδηση για
την κατασπαραγμένη οικογένεια και την είχε στήσει όλη τη νύχτα με το όπλο στο
χέρι. Πού ξέρεις, μπορεί να περάσει το θηρίο από ’δώ, μπορεί να χρειαστεί να
προστατέψω την πόλη. Και στάθηκε τυχερός – ή μάλλον άτυχος.
Πριν προλάβουν ν’ αντιδράσουν, πυροβόλησε το πρώτο. Μια
ολόκληρη ριπή βυθίστηκε στο σώμα του, που σπαρτάρησε και κυλίστηκε στο
πεζοδρόμιο αιμόφυρτο μ’ ένα διαπεραστικό νιαούρισμα. Σ’ ένα δευτερόλεπτο, δυο
σαγόνια έκλεισαν γύρω απ’ το λαιμό του άντρα· άγγελοι τον άρπαξαν μέσα απ’ το
σώμα του και δεν πρόλαβε να νιώσει ούτε την καυτή ανάσα. Το τρίτο θηρίο, η
λέαινα, τον δάγκωσε στο στομάχι, ξεσκίζοντας ρούχα, σάρκες, κόκαλα και εντόσθια.
Παρατώντας το ανθρώπινο κουρέλι, τα δυο ζώα πλησίασαν το
τρίτο. Ήταν άψυχο. Αντάλλαξαν ένα βλέμμα θλίψης, πήδηξαν σ’ ένα μπαλκόνι κι από
’κεί εξαφανίστηκαν σε μια ταράτσα, αφήνοντας στο πεζοδρόμιο δυο νεκρά ματωμένα
κορμιά, που ήταν και τα δυο ανθρώπινα…
4
«Υπήρχαν τρία λιοντάρια».
Στο δωμάτιο της Χρυσένιας, με μισόκλειστα φώτα, οι δυο φίλες
αντάλλασσαν σκέψεις σε μια ανασκόπηση των γεγονότων.
«Το ένα ήταν ο μυστηριώδης νεκρός – σκοτώθηκε από το όπλο
του κομάντο. Είμαι σίγουρος πως ήταν κι αυτός λιοντάρι».
Η Ήβη ανακάθισε στο κρεβάτι: «Ίσως αυτός σκότωσε την
οικογένεια».
«Μπορεί. Κι έτσι ο Άλκης δε μας είχε πει ψέματα. Στις
ειδήσεις είπαν δυο λιοντάρια, που έφαγαν τον κομάντο, που είχε σκοτώσει ένα
ανύποπτο θύμα. Μπορεί να σκόπευε τα λιοντάρια και την έφαγε ο άσχετος. Δεν το
νομίζω».
«Σκότωσε τον άσχετο, γιατί ήταν κι αυτός λιοντάρι».
Οι δυο φίλες ένιωσαν κάποιο φόβο που τις έκανε ν’
ανατριχιάσουν.
«Μετά» συνέχισε η Χρυσένια, «τ’ άλλα δυο λιοντάρια του
όρμησαν και τον έκαναν κομμάτια. Τα λιοντάρια, που ήταν ο Φοίβος κι ο Άλκης!».
«Μα γιατί να το κάνουν αυτό; Γιατί να γίνουν λιοντάρια
δολοφόνοι;».
«Ίσως τους παρέσυρε ο άλλος. Ίσως ο άλλος ήταν ο δάσκαλος
του Φοίβου – οι ηλικίες τους ταιριάζουν. Ίσως η μαμά σου ξέρει, γι’ αυτό δε σ’
άφησε να το ψάξεις».
Η Ήβη αγκάλιασε τη Χρυσένια· ήταν το καταφύγιό της κάθε φορά
που φοβόταν.
«Χρυσένια, φοβάσαι;».
«Τι να σου πω;». Η καρδιά της Χρυσένιας πήγαινε να σπάσει. «Νόμιζα
πως είμαι μεγάλη μάγισσα. Με όλες μου τις τέχνες, αν συναντούσα τον τύπο, το
νεκρό λιοντάρι, θα μπορούσα να τον νικήσω;». Κοίταξε την Ήβη με μάτια καθρέφτες
ανησυχίας. «Να καλέσω τις νεράιδες, τα ξωτικά, τα πνεύματα, τις δυνάμεις; Δεν
ξέρω τι να κάνω, αλλά σίγουρα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε με τον Άλκη».
Η Ήβη ξεφώνησε σιγανά. Έξω απ’ το τζάμι φτερούγιζε ένα
κοράκι. Μόλις το άρπαξε το βλέμμα των δυο κοριτσιών, τίναξε τα φτερά του και χάθηκε
μακριά.
«Γιατί δεν κοιμάται αυτό το κοράκι;» ρώτησε η Χρυσένια.
«Γιατί δεν είναι κοράκι» είπε η Ήβη, που ένιωθε κάθε ζώο. «Είναι
ο Άλκης!...».