1
«Η Μάχη φταίει!»
Τα παιδιά από τα κοντινά καθίσματα γύρισαν και κοίταξαν τη
Μάχη με περιέργεια. Εκείνη έφερε βόλτα τα μάτια της πάνω τους και στράφηκε στο
παράθυρο του αεροπλάνου σουφρώνοντας τα χειλάκια της· ήταν συνηθισμένη σ’ αυτό
το βλέμμα, όχι μόνο από τους συμμαθητές της, αλλά κι από τους καθηγητές, ακόμα
και πολύ πιο πριν, από τους συγγενείς της.
Μισούσε αυτό το βλέμμα, αν η λέξη μίσος ταιριάζει σ’ ένα
δεκαεξάχρονο. Ο ουρανός τους κύκλωνε απέραντος, γεμάτος σύννεφα, από τα οποία
ξεπρόβαλλαν οι συνοδοί της· τα πουλιά.
Το πρωί που συγκεντρώθηκαν στο αεροδρόμιο είδαν τα πρώτα
πουλιά να μαζεύονται γύρω από την ομάδα. Μικρά πουλιά, σπουργίτια, κοτσύφια,
χελιδόνια, τρυγόνια, τσαλαπετεινοί, κοκκινολαίμηδες, ακόμα και πέρδικες που
κατέφτασαν ξεπηδώντας απ’ τους θάμνους. Η Μάχη κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε
καλά· δε θά ’ταν μόνοι τους στο ταξίδι. Στους στύλους κάθισαν μερικά γεράκια
και κοράκια φτερούγιζαν ψηλά, πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Μερικοί τα πρόσεξαν, μα δεν έδειξαν παραξενεμένοι, ούτε
φάνηκε να συνδέουν τη Μάχη μ’ αυτή την αλλόκοτη φτερωτή συνάθροιση. Όλοι είχαν
το νου τους στην εκδρομή. Δεν πας εκδρομή στη Ρωσία κάθε μέρα, ιδίως αν είσαι
μαθητής της πρώτης λυκείου και ζεις σε μια επαρχιακή πόλη χωρίς ευκαιρίες και
πλεονεκτήματα. Έτσι δεν είναι, παιδιά;
Εδώ που τα λέμε, οι πιο πολλοί θέλανε Θεσσαλονίκη ή Ρόδο·
νυχτερινή ζωή, κλαμπάκια δικά μας, λίγο φλερτ και καμιά φίρμα απ’ αυτές που
τραγουδάνε απάνω τέτοια εποχή, την Εποχή των Εκδρομών. Πέντε χιλιάδες μαθητές
θα μαζευτούν αυτή την εβδομάδα στη συμπρωτεύουσα κι η Ρόδος θα βουλιάξει!
«Α ρε, τι χάνουμε!»
Αλλά αυτός ο σπαστικός κ. Κόντος, ο πληροφορικός, επέμενε να
πάνε στο εξωτερικό.
«Δε συνοδεύω αν δεν πάμε έξω, είπε. Σκυλάδικα θ’ ακούσουνε
και μετά, κλαμπάκια και φλερτάκια θά ’χουνε και σα φοιτητές, έτσι κι αλλιώς
κάπου θα μπούνε… Έξω όμως μπορεί να μην πάνε ποτέ. Και πρέπει να πάνε· είμαστε Ευρωπαίοι τώρα, τα παιδιά μας θα
μεγαλώσουνε στο παγκόσμιο χωριό, κι έχουμε ακόμα την κουλτούρα της
Ψωροκώσταινας!
Δεν υπήρχε άλλος να συνοδεύσει, έλειπε βλέπεις ένας· ο κ.
Κόντος ήταν απολύτως απαραίτητος. Έτσι, αυτή η εκδρομή, που την προετοίμαζαν
τόσους μήνες και την ονειρεύονταν τόσα χρόνια, πήγε κατεύθυνση για “πρώην
Σοβιετική Ένωση”, κοινώς για Ρωσία.
«Ωραία είναι η Ρωσία, με ιστορία και παράδοση× από
τις πιο διδακτικές εκδρομές που μπορεί να γίνουν! Κι από νυχτερινή ζωή δεν πάει
πίσω».
«Θέλει όμως προσοχή», είπε ο διευθυντής, «γιατί έχει
αναπτυχθεί ακανόνιστα κι έχει πέσει με τα μούτρα στις…», κόμπλαρε λίγο.
«Στις εμπειρίες», τον βοήθησε η φιλόλογος υποδιευθύντρια, η
κ. Σουμιτζού. «Και δυστυχώς οι πιο έντονες εμπειρίες είναι κι οι πιο
επικίνδυνες».
Ο αρχηγός της εκδρομής, ο κ. Μπαμπαέλας – ένα φαλακρό
καθηγητάκι που δίδασκε βιολογία κι ήταν μανιώδης των εκδρομών, επειδή, λέγανε
κάποιοι, έβαζε και κάτι στην τσέπη του από τα ξενοδοχεία και τα ξενυχτάδικα –
κούνησε το κεφάλι του.
“Μπορεί νά ’χουν δίκιο που του τα σούρνουν” σκέφτηκε ο
διευθυντής, μια κι ο κ. Μπαμπαέλας είχε αντιδράσει μετά μανίας για ν’
ακολουθήσουν την πεπατημένη.
«Θα προσέχουμε» υποσχέθηκε. «Όλα είναι κανονισμένα, έχουμε
μιλήσει και με την πρεσβεία και με τις τοπικές αρχές… Δε θα υπάρξει κανένας
κίνδυνος».
Ακόμα βέβαια τότε κανένας δεν ήξερε τι θα πει κίνδυνος. Ούτε
η ίδια η Μάχη, αν και η Μάχη έφταιγε, ως συνήθως.
Το σλόγκαν “η Μάχη φταίει”, που επαναλάμβαναν τα πειραχτήρια
σε κάθε δυνατή ευκαιρία, θ’ αποχτούσε νέα σημασία σε λίγες μέρες.
2
Καθώς έπαιρναν ύψος, τα πουλιά ξεκαθάριζαν· έφευγαν τα μικρά
κι απόμεναν όσα μπορούσαν ν’ ακολουθήσουν. Το κοπάδι πλουτίστηκε με πελαργούς,
ερωδιούς και αγριόπαπιες, ενώ σύντομα έκαναν την εμφάνισή τους οι αετοί.
Η Μάχη τα κοιτούσε να πολλαπλασιάζονται κι η καρδιά της
σφιγγόταν×
την πονούσε η καζούρα. Αλλά δεν έλπιζε πως θα την απέφευγε. Μετά από μισή ώρα
πτήσης το αεροπλάνο το ακολουθούσαν τεράστια κοπάδια πουλιών. Ευτυχώς πήγαιναν
πίσω και δίπλα του, σχεδόν σε κανονικούς σχηματισμούς, σα νά ’χαν πάρει σήμα
απομάκρυνσης, για να μη μπλεχτούν σε κανέναν έλικα και το ρίξουν. “Η Μάχη
έφταιγε” και γι’ αυτό.
Βέβαια, οι πιλότοι και οι αεροσυνοδοί τα κοιτούσαν με
τρόμο. Δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο. Κανείς δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο, ούτε
η ίδια η Μάχη. Αλλά κανείς δεν έλεγε τίποτα, μέχρι που ο μικρός – ο Κωστάκης με
τα στρογγυλά αφτιά και τα μάτια που γυάλιζαν από μια μόνιμη διάθεση για
σκανταλιές και κοπάνες – πέταξε το σλόγκαν κι όλοι ξεφύσηξαν ανακουφισμένοι.
Επιτέλους κάποιος παραδεχόταν πως κάτι περίεργο συνέβαινε!
Μόνο να μην έχει μοιραία κατάληξη, σκέφτονταν οι συνοδοί.
Όχι μόνο για μας και τα παιδιά – υπήρχαν φυσικά κι άλλοι επιβάτες στο
αεροπλάνο.
Ο κ. Κόντος πλησίασε τη Μάχη.
«Όλα εντάξει;» τη ρώτησε.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι με μια ψεύτικη γκριμάτσα απορίας.
Φυσικά και είναι όλα εντάξει. Ο κ. Κόντος φούσκωσε τα χείλη του. Ήταν πολύ
όμορφο αυτό το κορίτσι. Κρίμα που δεν ήταν καλή μαθήτρια· κι ακόμη περισσότερο,
κρίμα που ήταν τόσο… τόσο αλλόκοτη! Σαν την αλλόκοτη φτερωτή συγκέντρωση του
αεροδρομίου. Σαν τα αλλόκοτα μάτια της, τα πανέμορφα σμαραγδένια μάτια της, που
κοιτούσαν λες και τρυπούσαν το σώμα σου κι έβλεπαν μέσα στην ψυχή σου. Δεν
έμοιαζαν με άλλα μάτια. Τίποτα στη Μάχη δεν έμοιαζε με όσα έχει ένα κανονικό
κορίτσι δεκαέξι χρονών. Ίσως γι’ αυτό τ’ αγόρια την πείραζαν και τα κορίτσια…
τη ζήλευαν; ή τη θαύμαζαν; Μάλλον ούτε και τα ίδια δεν ήξεραν.
Κι η Μάχη μελαγχολούσε και χωνόταν στο μόνο πράγμα που της
έδινε θάρρος, αγάπη, εμπιστοσύνη και τρυφερότητα, στις επαφές με τους φίλους
της.
Από τότε που θυμόταν τον κόσμο, η Μάχη είχε τους πιο
ανέλπιστους φίλους που μπορεί να έχει ένα παιδί, τα ζώα. Το χάρισμα να ελκύει
τα ζώα το θυμόταν πάντα στον εαυτό της. Σκυλάκια και γατάκια μαζεύονταν στο
γκαζόν, όταν πήγαιναν στο εξοχικό τους, μαζί με σκιουράκια, νυφίτσες, κουνάβια,
βατράχια, βαριεστημένες χελώνες, σκαντζοχοιράκια, πολύχρωμα πουλιά κι ένα σωρό
ζουζούνια που χαλούσαν τον κόσμο με τα βομβητά τους. Χρειαζόταν να τρέξει η
μαμά, να διώξει τα πιο πολλά μ’ ένα μικρό ξόρκι, για να μπορέσει η μικρούλα
Μάχη να παίξει με αυτά που ήθελε.
Η μικρούλα Μάχη δεν ήξερε ακόμα να ελέγχει το χάρισμά της.
Ήξερε όμως πως το απόχτησε στη βάφτισή της, σα δώρο από τη νονά της, την καλή
νεραϊδομάγισσα Βέστλα, που την είχε δει μόνο τρεις φορές στη ζωή της, αλλά είχε
πάρει πολλή από τη δύναμη και τη γνώση της.
Κι οι γονείς της ήταν περίφημοι μάγοι. Όλοι στο Μπλε Τριαντάφυλλο
τους αγαπούσαν και τους θαύμαζαν. Η Μάχη είχε βρεθεί σε μια δυο συγκεντρώσεις
μάγων από το Μπλε Τριαντάφυλλο κι είχε δει τον ενθουσιασμό τους, όταν οι γονείς
της έκαναν τα εντυπωσιακά κόλπα τους. Και η Μάχη ένιωθε όμορφα ανάμεσά τους.
Η μαμά της τής έδειξε αρκετά ξόρκια και την έμαθε να μη
φοβάται τους τετράποδους και τους φτερωτούς φίλους, που συνεχώς έκαναν αισθητή
την παρουσία τους γύρω της.
«Πρέπει να είσαι περήφανη, αγάπη μου», της έλεγε. «Είσαι μια
μάγισσα της Γης, θα γίνεις ιέρεια της φυλής μας. Τα ζώα το ξέρουν και σ’
αγαπούν. Αν δεν τα φοβάσαι, μπορείς να τα διατάζεις».
«Πώς δε θα τα φοβάμαι, μαμά;» ρωτούσε το κορίτσι. Κι η μαμά
τής μάθαινε ξόρκια για να διώχνει το φόβο και της υποσχόταν πως στα δώδεκα
χρόνια της θα τη μυήσουν στην Αδελφότητα του Μπλε Τριαντάφυλλου και θ’ ανοιχτεί
μπροστά της ένας πολύχρωμος κόσμος πέρα από κάθε φαντασία!
Έτσι η Μάχη έμαθε να νικάει το φόβο με τα ξόρκια. Γνώρισε τα
ζώα κι έμαθε πράγματα για τα ζώα. Τώρα, που κοιτούσε τα κοπάδια των πουλιών που
συνόδευαν το αεροπλάνο της, ήξερε όλα τα προσωπικά ονόματά τους· και συνειδητοποιούσε
πως οι συμμαθητές της δεν ήξεραν να ξεχωρίζουν ούτε τα σπουργίτια. Χαμογέλασε·
ήταν μια παρηγοριά κι αυτό. Δεν υπήρχε ζώο στην Ελλάδα (στην ξηρά, τη θάλασσα ή
τον ουρανό) που να μην ήξερε τ’ όνομά του και τις συνήθειές του. Τα μάθαινε
βέβαια από βιβλία, ταινίες, αλλά και μαθήματα που έκανε παίζοντας στο σπίτι με
τους γονείς της. Ήθελε να γίνει ζωολόγος. Ακόμη καλύτερα, ήθελε να γίνει
κτηνίατρος.
Μόνο που δεν της άρεσε το διάβασμα στο σχολείο. Σκούρα τα
πράματα! Γιατί να μη με βάλουν να διαβάζω για ζώα;
3
Η Μάχη έμαθε επίσης από τη μαμά και το μπαμπά της πως οι
περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι μάγοι και δεν ξέρουν ότι υπάρχουν μάγοι.
Νομίζουν πως οι ιστορίες για μάγους είναι παραμύθια, κι οι μάγοι τους αφήνουν
να το πιστεύουν, γιατί, αν ανακαλυφθεί η ύπαρξή τους, εκατομμύρια άνθρωποι θα
κινηθούν εναντίον τους. Οι απλοί άνθρωποι φοβούνται ό,τι είναι διαφορετικό απ’
αυτούς – και απλοί άνθρωποι, έλεγαν οι γονείς της Μάχης, είναι όλοι όσοι δεν
είναι μάγοι, ακόμη κι αν είναι καθηγητές πανεπιστημίου.
Έτσι η Μάχη δε μιλούσε ποτέ για το χάρισμά της. Όταν πήγε
σχολείο, πάντα την πλησίαζαν ζώα στα διαλείμματα· οι συμμαθητές της
παραξενεύονταν, αλλά πού να φανταστούν την αλήθεια; Άλλωστε τους άρεσε να
παίζουν με τους παράξενους φίλους. Τα πράγματα όμως δυσκόλεψαν στη δευτέρα
δημοτικού, όταν μια νυφίτσα δάγκωσε την Έβελιν, την πιο κολλητή της φίλη! Όλοι
κατατρόμαξαν, το μικρό πήγε στο νοσοκομείο, οι γονείς του διαμαρτυρήθηκαν, η
δασκάλα έβαλε τη Μάχη τιμωρία κι η μικρή μάγισσα κατάλαβε για πρώτη φορά πώς
είναι να σε πληγώνουν οι άνθρωποι που σ’ αγαπούσαν μέχρι χτες. Ή τουλάχιστον
έλεγαν πως σ’ αγαπούσαν. Η Έβελιν από τότε δεν της ξαναμίλησε. Σήμερα καθόταν
μερικές σειρές πιο μπροστά, αλλά η Μάχη δεν την έβλεπε πια. Είχε συνηθίσει να
αγνοεί εκείνους που την αγνοούσαν. Κι από το επεισόδιο με τη νυφίτσα, πριν οχτώ
χρόνια, όλοι σχεδόν οι συμμαθητές της αγνοούσαν τη Μάχη!
Τώρα κοίταξε τα πουλιά μ’ ένα αίσθημα περηφάνιας. Μπορούσε
να τους μιλάει με το νου της, να τα κρατάει σε απόσταση· αν ήθελε, μπορούσε να
τα κάνει να ρίξουν το αεροπλάνο!
“Είμαι μάγισσα” ψιθύρισε χωρίς ήχο, κουνώντας μόνο τα χείλη
της· χαμογέλασε.
Αλλά δεν ήθελε.
«Πώς τα καταφέρνεις;» τη ρώτησε πέρυσι ο Χρήστος, ο
καλύτερος μαθητής, βλέποντάς την να παίζει με δυο σκιουράκια.
Ήταν ένα πανέμορφο αγόρι κι όλες οι κοπέλες ήταν ερωτευμένες
μαζί του. Η Μάχη τα ’χασε βλέποντάς τον να της μιλάει. Ούτε που σκέφτηκε πως
ήταν μια πρόφαση για να της πιάσει κουβέντα. Ήταν όμορφη, μα δεν το ήξερε
ακόμη.
Μειδίασε ειρωνικά κι αποφάσισε να δοκιμάσει:
«Κάνω μάγια» απάντησε και τα σμαραγδένια μάτια της έλαμψαν.
Ο Χρήστος γέλασε κι η μικρούλα μάγισσα κατάλαβε πως δεν είχε
πολλούς λόγους ν’ ανησυχεί· ακόμα κι αν έβγαινε στα κεραμίδια να ξεφωνίσει το
μυστικό της, κανείς δε θα την πίστευε!
4
Λίγο πριν τα δωδέκατα γενέθλιά της όμως, η Μάχη έμαθε και
κάτι άλλο, κάτι που την τάραξε συθέμελα και την τρόμαξε ώς τη ρίζα της ύπαρξής
της: ότι υπάρχουν και κακοί μάγοι!
Άκουσε πρώτη φορά μια έντονη συζήτηση των γονιών της μ’ έναν
άλλο μάγο από το Μπλε Τριαντάφυλλο, που μιλούσε για έναν πολύ κακό μάγο, και
πολύ δυνατό. Δεν κατάλαβε τι έλεγαν, αλλά ένιωσε πόσο ανήσυχοι ήταν οι γονείς
της. Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν κάτι σαν ηλεκτρική εκκένωση, μια τεράστια
σκοτεινή απειλή.
Μετά τους ρώτησε κι εκείνοι της είπαν απλά πως υπάρχουν
δυνάμεις στον κόσμο που μπορεί να θελήσουν να κάνουν κακό στους καλούς
ανθρώπους. Αυτές τις δυνάμεις τις προσέχουμε και μαθαίνουμε δυνατά ξόρκια για
να τις καταπολεμούμε.
«Και, όπως όλα τα ξόρκια», πρόσθεσε ο μπαμπάς της, «πρέπει
να τα λέμε σωστά, γιατί, αν τα πούμε λάθος, μπορεί ν’ ανοίξουμε κάποια πύλη κι
αυτό που θα βγει από μέσα να μην είναι… ακριβώς ό,τι θα θέλαμε να
συναντήσουμε!».
Η Μάχη ανατρίχιασε.
«Δηλαδή;» ψέλλισε.
«Όλες οι απορίες σου θα λυθούν στην τελετή μύησης» είπε η
μαμά και την έκλεισε στην τεράστια (έτσι φαινόταν στη Μάχη) καθησυχαστική
αγκαλιά της.
Από τότε η Μάχη περίμενε τα δωδέκατα γενέθλιά της με
ανυπομονησία! Ήταν ήδη μέλος του Μπλε Τριαντάφυλλου – είχε γίνει με τη βάφτισή
της, όταν ήταν δύο χρονών – αλλά με τη μύηση θα γινόταν ιέρεια της Αδελφότητας
κι ένας κόσμος απίστευτης ομορφιάς θα ξετυλιγόταν μπροστά της!
Έτσι της έλεγε η
μαμά κι η Μάχη το πίστευε, γιατί συχνά οι γονείς της έφευγαν και πήγαιναν σ’
αυτό τον κόσμο, αφήνοντάς την με κάποιον άλλο μάγο που τους επισκεπτόταν,
συνήθως το Ντότζο, έναν Ισλανδό νάνο, ή τον Ντουμ, έναν χωρατατζή Ιάπωνα. Η
Μάχη περνούσε πολύ καλά μαζί τους, της έκαναν ένα σωρό απίθανα κόλπα, της
μάθαιναν μάλιστα και τα πιο εύκολα, και μάζευαν στο σπίτι ολόκληρες συντροφιές
από ζώα κι έπαιζαν μαζί. Οι γονείς της συνήθως έλειπαν μόνο λίγες ώρες ή το
πολύ μια νύχτα.
Τώρα η Μάχη βρισκόταν στα δέκατα έκτα γενέθλιά της. Και ήταν
μια οντότητα πολύ διαφορετική από το δωδεκάχρονο κορίτσι που τρύπωνε στην
αγκαλιά της μαμάς της.
Τα μάτια της δεν ήταν πια σμαραγδένια, αλλά μπλε, σαν μπλε
φεγγάρια, και πετούσαν κίτρινες αστραπές. Το δέρμα της ήταν ωχρό κι είχε μια
κάθετη ουλή στο αριστερό της μάγουλο. Ήταν η μόνη που σώθηκε από το αεροπορικό
δυστύχημα, όταν σμήνη πουλιών έριξαν το αεροπλάνο τους στο αεροδρόμιο της
Μόσχας.
Κανείς δεν την είχε δει να φεύγει από τα συντρίμμια.
Κανείς
δεν την ξαναείδε από τότε, ούτε γονείς, ούτε συμμαθητές· επίσημα είχε
καταγραφεί στους νεκρούς.
Κάποιοι μόνο, μέσα στη νύχτα και την ομίχλη, φαντάστηκαν πως
είδαν τη σιλουέτα ενός αιλουροειδούς να ξεκολλάει από τα φλεγόμενα συντρίμμια
και ν’ απομακρύνεται βιαστικά ανάμεσα στις εγκαταστάσεις. Έκαναν λάθος φυσικά,
γιατί δεν κυκλοφορούν λιοντάρια στα αεροδρόμια, ούτε υπάρχουν αδέσποτα θηρία
στις ορθολογικές πόλεις του λευκού ανθρώπου· ούτε μαγεία.