Ι
Έφυγε. «Ο Τζόζεφ έφυγε!».
Αυτό φυσικά ήταν αναμενόμενο, αλλά όχι τόσο σύντομα, όχι πριν την
καύση· και, επιπλέον, από πού έφυγε; Δεν υπήρχε άλλη πρόσβαση στον πρώτο
όροφο απ’ αυτήν που επέβλεπαν οι επισκέπτες.
Το ξαναλέω: η φυγή του ήταν η μόνη πιθανή εξέλιξη, αλλά πίστευαν ότι
θα ήταν τόσο βλάκας, ώστε να παραμείνει μέχρι την τελετή καύσεως –για
ποιο λόγο; για να μην εισπράξει άλλη μια κατηγορία από την αδελφή του,
φυσικά· κι έτσι να βρουν την ευκαιρία τα τσακάλια της Εταιρίας, ακριβώς
κατά τη διάρκεια της τελετής, να τον γραπώσουν!
“Γιατί να μείνω; Έτσι κι αλλιώς, ο Γέρος δε θα με δει· χους ει και εις χουν απελεύση. Αναπαυθήτω η ψυχούλα του στα συννεφάκια του ουρανού, αν υπάρχει”.
Από κρυφή έξοδο, ο Τζόζεφ Κόνορ διέφυγε· και, περνώντας το γρασίδι,
βρέθηκε στο γκαράζ· όχι στο γκαράζ των αυτοκινήτων, αλλά στο δικό του
προσωπικό γκαράζ, όπου αναπαυόταν η μηχανή του, η πανίσχυρη Saab 1800 με
το χρώμα της θυμωμένης θάλασσας. “Hasta la vista, cowboys!”.
Πού θα πήγαινε όμως; Υπήρχε ένα κορίτσι σ’ ένα μπαρ, μια χυμώδης
μελαχρινή Βραζιλιάνα δεκαεννιά χρονών, με την οποία κοιμόταν κάπου
κάπου· όμως δεν ήταν η κατάλληλη· αντίθετα, ήταν η κατάλληλη για να τη
βασανίσουν και να της αποσπάσουν την πληροφορία της θέσης του,
διασκεδάζοντας διεστραμμένα και αδίστακτα για μερικές ώρες!
Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο.
“Μίτε μου, έλα!” σκέφτηκε στρίβοντας μια λεωφόρο, καθώς η ανατολή άρχιζε να γίνεται μπλε.
Ως έμπειρος χάκερ ο Τζόζεφ είχε σχεδιάσει ένα δικό του δίκτυο
υπολογιστών, τρυπώνοντας κι ανοίγοντας σήραγγες στον κυβερνοχώρο,
ανεξάρτητο από το Internet. Το Τράγικ. Το είχαν ονομάσει έτσι από το τραγικό, σε αντιδιαστολή με το κόμικ, που ετυμολογείται από το κωμικό. Όλοι κι όλοι συνδεδεμένοι μ’ αυτό ήταν πέντε άνθρωποι κάτω απ’ τον ήλιο· τρεις τραγίστες,
δηλαδή κομίστες, δημιουργοί κόμικς, και δύο εκδότες, αυτοί που
παραλάμβαναν τη δουλειά τους και τη μετέφεραν, εκδίδοντάς την, από το
Τράγικ στο διαδίκτυο.
Οι τραγίστες ήταν ο Σοφοκλής (ένας άντρας στη Νέα Υόρκη), ο Ευριπίδης
(ο ίδιος ο Τζόζεφ) και η Ιοκάστη (μια κοπέλα από το Περού με το
ψευδώνυμο της ηρωίδας που θεωρούσαν την πιο τραγική στο παγκόσμιο
θεατρικό στερέωμα) και οι εκδότες ήταν η Επίδαυρος και η Πέργαμος, δυο
ζευγάρια από τη Νέα Γουϊνέα με τα ονόματα των δυο σημαντικότερων
θεατρικών χώρων στην αρχαία Ελλάδα. Τα κόμικς που φιλοτεχνούσαν, με
διάφορους τίτλους, αυτοτελή ή σειρές, δημιουργούσαν μια δική τους μυθική
ή ρεαλιστική πραγματικότητα, ρετρώ ή φουτουριστική, εμπνευσμένη από τα
πάντα· παρωδίες άλλων έργων, κλασικών ή μοντέρνων, όλων των τεχνών,
σοβαρές υποθέσεις παρμένες από πίνακες μεγάλων ζωγράφων ή από ποιήματα
κορυφαίων ποιητών (κυρίως βέβαια καταραμένων, όπως ο Ρεμπώ, ο Μποντλαίρ,
ο Πόε), ιστορίες από όνειρα ή μυθικούς κόσμους δικής τους επινόησης και
κάθε είδους πινελιά που πρόσθετε το χρώμα που επιθυμούσαν στον ψηφιακό
κόσμο, φανταχτερό ή μαύρο. Επίσης, παρόλο που ο καθένας είχε το
προσωπικό του ύφος στο σκίτσο του, αντίγραφαν και την τεχνοτροπία όλων
των ρευμάτων της ζωγραφικής, αλλά επιχειρούσαν και δικές τους
παρεμβάσεις, όπως το λευκό φόντο με λευκό σκίτσο, όπου μετά βίας
διέκρινες τις εικόνες. Γενικά δεν υπήρχαν περιορισμοί, ούτε συνεννόηση
μεταξύ τους· μια χαρούμενη παρέα, που ενθουσιαζόταν και προχωρούσε.
Δεν είχαν συναντηθεί ποτέ· γνώριζαν ο ένας τον άλλο από ηλεκτρονικά
μηνύματα, χωρίς εικόνα. Αυτό ήθελαν· γιατί τους ενδιέφερε η τέχνη τους
κι εκείνες οι πλευρές του εαυτού τους που σχετίζονταν μ’ αυτήν, όχι η
ηλικία τους ή το πάχος ή το ύψος ή το χρώμα των μαλλιών και των ματιών
τους. Υπέγραφαν πάντα με το ψευδώνυμό τους. Και, το κυριότερο, κανείς,
εκτός απ’ τους ίδιους, δεν ήξερε για το Τράγικ.
Έτσι υπήρχε μια γωνιά στον κυβερνοχώρο για να καταφύγει ένας
κυνηγημένος χάκερ αυτή τη στιγμή, να κρυφτεί προσωρινά και να καλέσει
βοήθεια.
Στο κουτί των αποσκευών, στο πίσω μέρος της μηχανής του, είχε
φορτώσει ένα μικρό υπολογιστή συνδεδεμένο με μπαταρία, κλειδωμένο σ’ ένα
μαύρο εφαρμοστό κουτί, σαν κιβωτό της διαθήκης· ήταν ο server του
Τράγικ, που δεν έπρεπε να πέσει στα χέρια τους. Δεν είχε πάρει άλλες
αποσκευές· εσώρουχα θ’ αγοράσουμε στο δρόμο.
Ήταν αλήθεια όμως ότι κανείς, έξω απ’ τους ίδιους, δεν ήξερε για το
Τράγικ; Ποτέ κανείς δεν είχε πει καθαρά και ξάστερα ότι το Τράγικ ήταν
μυστικό· κανείς δεν είχε σκεφτεί σοβαρά ότι θα το χρησιμοποιούσε για να
ξεφύγει· ήταν ένα παιχνίδι αυτονόμησης από τα βλέμματα των πολυεθνικών,
ένα ζευγάρι ικάρια φτερά, όπως όλα τους τα παιχνίδια. Πώς μπορούσε να
είναι σίγουρος ότι δεν είχαν μιλήσει, έστω ένας απ’ αυτούς ή ένας από
τους εκδότες, μεθυσμένος, κοιμισμένος ή αμέσως μετά την ερωτική πράξη,
σε κάποιον ή κάποια που τους είχε προδώσει; Το Τράγικ ήταν καθαρό από
παρακολούθηση ή γεμάτο αόρατα μάτια που καιροφυλακτούσαν; Ήταν κρυψώνα ή
παγίδα;
Ήταν κρυψώνα.
Ο Τζόζεφ το ήξερε καλά αυτό, γιατί είχε εγκαταστήσει άυλους φύλακες
κυνηγούς σε όλο το νοερό μήκος του δικτύου, που θα ενεργοποιούνταν και
θα σήμαιναν συναγερμό για κάθε απόπειρα διείσδυσης έξω απ’ τους μύστες.
Και τέτοια απόπειρα δεν είχε γίνει. Αυτό το σύστημα φυσικά το είχαν
όλοι, γιατί μεταξύ τους υπήρχε το σιωπηλό ρίσκο της εμπιστοσύνης. Αν δεν
εμπιστεύεσαι το φίλο σου, μην τον κάνεις παρέα· αυτό πίστευαν.
Έτσι, ο Τζόζεφ άραξε τη μηχανή του σ’ ένα café, στην άκρη κάποιου
αγροτικού δρόμου πολλά χιλιόμετρα νότια του Ρίο Μπράνκο, ανάμεσα σε
ρακούν, αρμανδίλλους, μυρμηγκοφάγους και αγριόχοιρους πέκαρι, παράγγειλε
ένα μυρωδάτο τσάι από τροπικά φύλλα και, με έναν υπολογιστή παλάμης σε
σχήμα μικρού παιδικού κρανίου (το αγαπημένο του, στα χωρατά), έστειλε
ένα ηλεκτρονικό sos στην πιο κοντινή.
Η Ιοκάστη το παρέλαβε σε ένα δευτερόλεπτο και του απάντησε με το
γνώριμο παιδικό της ύφος να περάσει τα σύνορα με το Περού και να
ταξιδέψει για το Ικίτος.
“Κυνηγημένος απ’ τον άνεμο” σκέφτηκε ο Τζόζεφ· “επιτέλους, ζω!”.
Έστειλε το βλέμμα του να πλανηθεί από το ανοιχτό παράθυρο σε μια
έκταση γεμάτη πυκνή βλάστηση και αθέατα ζώα, κρυμμένα με τεχνικές αιώνων
στα αιωνόβια δέντρα.
“Η βαρβακίνα της Τζαμάικα” σκέφτηκε, “το αρπαχτικό με την κόκκινη
ουρά που ζει στους πυλώνες του ηλεκτρικού ρεύματος, μπορεί τις ημέρες με
καθαρή ατμόσφαιρα να διακρίνει ένα κουνέλι ακόμα και σε απόσταση
ενάμισι χιλιομέτρου”. Χαμογέλασε. “Η σαύρα eumeces egregius έχει στο
βλέφαρό της ένα μικρό παράθυρο, κι έτσι μπορεί να βλέπει ακόμα και με τα
μάτια κλειστά”. Ήπιε μια γουλιά από το τσάι του. “Το κεφάλι μου είναι
γεμάτο γνώσεις, έτοιμο να σπάσει σα ρόιδο, αλλά καμιά τους δε μπορεί να
με βοηθήσει να τη γλιτώσω. Ξέρω την ιστορία όλων των πολεμικών τεχνών,
έχω επινοήσει ήρωες μυημένους τέλεια στις τεχνικές τους, κι όμως δεν
ξέρω να παλεύω…”.
Ζήτησε ένα κεράκι από το κορίτσι του café. Ήταν η ώρα που θα έκαιγαν
το σώμα του Γέρου. Του έδωσε ένα λευκό κερί, σε σχήμα νούφαρου.
Χαμογέλασε.
“Αγαπημένε μου, δε θα σε ντροπιάσω” σκέφτηκε ανάβοντάς το μέσα σ’ ένα
ποτήρι του νερού· “σ’ ευχαριστώ που μού ’δειξες, έστω και την τελευταία
στιγμή, ότι ήταν σπουδαίο που ήσουν πατέρας μου”.
Εναντίον του Θεού, Μέρος 1ο, κεφάλαιο 1, 7 (σελ. 32-34).
ΙΙ
Ο Μαν Κάλλερτζ σηκώθηκε από το κρεβάτι οργισμένος. Δεν μπορούσε να
κοιμηθεί. Φόρεσε τη ρόμπα του για να προστατευτεί από το κρύο χωρίς ν’
ανάψει το κλιματιστικό· δε σκόπευε να το ξενυχτίσει.
Η Ελλάδα μέσα του βογκούσε απογοητευμένη· κυρίως από τις απρέπειες
των ρασοφόρων. Είχε νιώσει γερά στο πετσί του τη βρομιά τους, είχε
εμπιστευτεί τα κυκλώματά τους κι είχε γευτεί τα ραπίσματα της διαφθοράς
που κρυβόταν κάτω από τα φαρισαϊκά τους χαμόγελα.
Ούτε ένας, ούτε ένας δεν είναι καθαρός! Ούτε ένας δεν είναι άγιος,
ούτε ένας δε δικαιώνει τα λόγια Εκείνου που υποτίθεται ότι πιστεύουν! Κι
αν υπάρχει κανείς λιγότερο άτιμος, λιγότερο καιροσκόπος, λιγότερο
έκφυλος, γίνεται συνένοχος σιωπώντας ταπεινά και δειλά, σκύβοντας τη
μέση του με υπακοή και ταπείνωση, εκεί που Εκείνος, ο Άξιος, ο αληθινά
Άγιος, ο μόνος Άγιος, θ’ άρπαζε φραγγέλιο!
Άνοιξε τον υπολογιστή κι ώσπου να πάρει μπρος έβαλε ένα κονιάκ με
πάγο και κάθισε. Μπήκε στην ιστοσελίδα του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
του Αριστοτελείου, και βρήκε την ηλεκτρονική διεύθυνση της κας Μπάλαν.
Δίστασε λίγο. Μετά θυμήθηκε πως έχει χρέος, ως άνθρωπος, αν έχει
απομείνει κόπρος του Αυγεία, να την καθαρίσει! Ήπιε μονορούφι το κονιάκ
του κι έγραψε:
Αγαπητή Κυρία,
Είμαι συνεργάτης του Πολ Σάυκλοπς, ένας από κείνους που σας
υπέβαλαν το ερώτημα για τα απόκρυφα ευαγγέλια. Λάβαμε την απάντησή σας
και τη διαβάσαμε με προσοχή. Σας ευχαριστούμε για το χρόνο σας. Είναι
μια εμπεριστατωμένη απάντηση ενός ανθρώπου ιδιαίτερα καταρτισμένου.
Παρόλα αυτά, είναι μια απάντηση εκ πεποιθήσεως. Και λόγω των
δικών μου πεποιθήσεων, μου γεννήθηκαν μερικές απορίες. Δεδομένου ότι,
στην κατακλείδα σας, τίθεστε στη διάθεσή μας για περαιτέρω συζήτηση, και
παρά τα δυσάρεστα γεγονότα, με τα οποία σας επιφόρτισε τούτος ο καιρός,
παίρνω το θάρρος να σας ενοχλήσω. Ζητώ συγνώμη γι’ αυτό· θα χαιρόμουν
αν ήταν δυνατόν να το θεωρήσετε παραφορά ενός ανθρώπου ερωτευμένου με
την αναζήτηση της αλήθειας…
Στο κείμενό σας επικαλείστε τον Παύλο και τους
ιουδαιοχριστιανούς. Για τους τελευταίους εκφράζετε κρίση· άλλους
θεωρείτε αξιόπιστους και άλλους όχι. Η αξιοπιστία του Παύλου όμως πόσο
υψηλή και ισχυρή μπορεί να είναι;
Δεν είναι ένας άνθρωπος που σφετερίστηκε το ρόλο του μαθητή
Εκείνου που υποτίθεται ότι αγαπούσε; Έγινε αυτοδίκαια απόστολος με το
κόλπο (επιστρέψτε μου την πιο ρεαλιστική ερμηνεία) της Δαμασκού, ενώ
πριν καταδίωκε την Εκκλησία. Και κατόπιν μετέτρεψε το χριστιανικό μήνυμα
σε θρησκεία του Χριστού-Θεού, μεταποιώντας το τόσο, που κάποιοι σήμερα
να μιλούν για παυλιανισμό αντί για χριστιανισμό.
Όσο για το ηθικό του σύστημα, που ήταν τόσο σκληρό, ώστε δίνει
οδηγίες στους ανθρώπους για κάθε πτυχή της ζωής τους (αυστηρά
συγκροτημένο σύστημα ενός ευφυούς ανθρώπου, στο έπακρο οργανωτικού), τι
περιέχει; Κάθετη υποτίμηση της γυναίκας και του δούλου (“κι αν μπορείς
να γίνεις ελεύθερος, μην το κάνεις”, λέει κάπου), που ούτε η μεγαλόστομη
διακήρυξη “δεν υπάρχει πια αρσενικό και θηλυκό, δούλος ή ελεύθερος”
κ.λ.π. μπορεί να αναιρέσει· αναγωγή της πίστης σε ηθική δεοντολογία με
λεπτομερείς κανόνες. Μήπως τελικά η ανθρωπότητα έπεσε θύμα ενός Ιουδαίου
με σκοτεινά κίνητρα;
Λέω Ιουδαίου. Υπάρχει και μια άλλη άποψη· ότι ο Παύλος ενέργησε
υποκινημένος από το Μεγάλο Ιουδαϊκό Συνέδριο, αλλοτρίωσε την απλή
ιουδαϊκή αίρεση του χριστιανισμού και τη χρησιμοποίησε ως όχημα, για να
διοχετεύσει το ιουδαϊκό πνεύμα στην ανθρωπότητα, εξοβελίζοντας βίαια το
ελληνικό –η τυφλή υποταγή σ’ έναν Θεό αυθέντη έναντι της φιλοσοφικής
ανησυχίας, αμφισβήτησης και έρευνας. Πιο πέρα: ο μισαλλόδοξος
μονοθεϊσμός έναντι του πλουραλιστικού και ελεύθερου πολυθεϊσμού που
ανέχεται τα πάντα και τα περιλαμβάνει στους κόλπους του για χάρη του
ανθρώπου, ο φόβος της κόλασης έναντι της χαράς της παγανιστικής φυσικής
λατρείας…
Η ιστορία του χριστιανισμού, όπως ξέρετε, είναι γραμμένη με αίμα
–ακόμα και οι Πατέρες που επικαλείστε έπαιξαν το σκοτεινό εξουσιαστικό
τους ρόλο δίπλα σε εμπαθείς αυτοκράτορες, όπως ο Κωνσταντίνος, ο
Ιουστινιανός ή η Ειρήνη η Αθηναία (δεν τύφλωσε αυτή η “αγία” το γιο της,
για να τον εξουδετερώσει από αντίζηλο του θρόνου της;). Ο “άγιος”
Κύριλλος Αλεξανδρείας δεν ενέχεται στη δολοφονία της φιλοσόφου Υπατίας;
Χριστιανικό χέρι δε δολοφόνησε τον Ιουλιανό, τον τελευταίο του αρχαίου
κόσμου, και μάλιστα εν μέσω κρίσιμης μάχης με τους Πέρσες; Ο
Ιουστινιανός δεν έκλεισε τη φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών και ο “μέγας”
Θεοδόσιος δεν κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το απάνθισμα του
κάλλους και του αθλητικού πνεύματος; Ο Αθανάσιος δεν έγραψε Κατά Ελλήνων και ο Χρυσόστομος δεν παγίδευσε τους αφελείς πιστούς του στο ίδιο σκληρό κανονιστικό πλαίσιο με τον Παύλο;
Συγχωρέστε με που πιθανόν σας πικραίνω, αλλά, ειλικρινά,
βασανίζομαι από την επιμονή του χριστιανισμού να παίζει ρόλο στην
απομυθοποιημένη πλέον ιστορία της ανθρωπότητας που προσπαθεί,
αποτινάζοντας τη δυναστική κυριαρχία του, να ορθοποδήσει.
Κλείνω, ενώ ήδη σας έχω απασχολήσει ανεπίτρεπτα, με τους
Εσσαίους. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Ιησούς (ξαδέρφια, δηλαδή προφανώς
προσυνεννοημένοι στο “μεσσιανικό” σχέδιο –άλλωστε, όπως παραδεχτήκατε,
και η Σαλώμη, μητέρα των αποστόλων Ιάκωβου και Ιωάννη, ήταν αδελφή του
Ιησού) δεν ανδρώθηκαν στους κόλπους της εσσαϊκής κοινότητας; Το λεγόμενο
κατά Ιωάννην δεν απηχεί εσσαϊκή ιδεολογία; Τα χειρόγραφα του Κουμράν
(που τα έκρυψαν οι πονηροί καλόγεροι, όπως κατέστρεψαν άπειρα αρχαία
ελληνικά χειρόγραφα για να γράφουν φαντασιόπληκτα συναξάρια) δεν
αποδεικνύουν αυτή τη σχέση;
Αυτά είναι τα ζητήματα που με απασχολούν. Αν βρείτε χρόνο ν’ ασχοληθείτε με τη μανία ενός τρελού, σας παρακαλώ…
Διέγραψε τις τελευταίες δυο λέξεις.
…θα σας ήμουν υπόχρεος αν με κατατοπίσετε. Σας ευχαριστώ εκ των
προτέρων και σας συλλυπούμαι βαθύτατα για το οικογενειακό σας δράμα.
Με τιμή
Μαν Κάλλερτζ
Ακολουθούσαν μια σειρά επιστημονικοί τίτλοι, που τους παρέθετε σα
σημαίες, χωρίς εγωισμό αλλά με ανομολόγητη αγωνία, για να επισύρει την
προσοχή της. Σκέφτηκε να την πληροφορήσει, σε υστερόγραφο, ότι έχει
διαβάσει το Βίο του Ιησού και τον Παύλο του Ρενάν, τη Γενεαλογία της Ηθικής και τον Αντίχριστο του Νίτσε, καθώς και τα Ιησούς – το θανάσιμο μυστικό των Ναϊτών, Ο απόστολος Παύλος και η μυστική ζωή του, Ο Γολγοθάς και τα βαριά μυστικά του, του Robert Ambelain, το Μωυσή, τους Προφήτες και το Ιουδαϊσμός: πρόδρομος του χριστιανισμού του Adolph Lods και Τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας του Μ. Burrows, και ότι έχει αναπαυτεί η ψυχή του με την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη και τον Τελευταίο Πειρασμό
του Καζαντζάκη (οι δυο αφορισμένοι –έτσι νόμιζε– Έλληνες λογοτέχνες),
που ήταν και συμπατριώτης του, από το διπλανό νομό· δεν ήξερε πως ο
δήθεν αφορισμός του είναι αστικός μύθος.
Δεν το έκανε. «Λάθε βιώσας» μουρμούρισε επικούρεια· επέλεξε όλους
τους τίτλους του και πάτησε delete, για να τους αντικαταστήσει με μια
μόνο λέξη: πυρρωνιστής.
Εναντίον του Θεού, Μέρος 2ο, κεφάλαιο 5, 1 (σελ. 288-290).
ΙΙΙ
«Είμαστε οπλισμένοι και αρκετά εκπαιδευμένοι ώστε να σκοτώσουμε όσους κι αν επιχειρήσουν να μας αντισταθούν» συμπλήρωσε ο Νικ.
Ο π. Νείλος πλησίασε ευθυτενής κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Σταμάτησε
σε απόσταση αναπνοής· οι δυο άντρες διαξιφίστηκαν με το βλέμμα.
«Έχετε υπόψιν ότι ο θάνατος δε σημαίνει τίποτα για μας» είπε. Η φωνή
του ήταν ήρεμη κι ευγενική, σε αντίθεση με τα φλογισμένα μάτια του.
«Πριν λίγα χρόνια οι άνθρωποι σφάζονταν σαν αρνιά στην πατρίδα μας».
«Και στη δική μου πατρίδα σφάζονται σαν αρνιά, αλλά οι περισσότεροι φοβούνται το θάνατο».
«Επειδή δεν έχουν πίστη. Οι δάσκαλοί μας και πολλοί από μας έχουν εμπειρίες που ξεπερνάνε το θάνατο». (…)
Ο Νικ μειδίασε.
«Ο πολιτισμός μας είναι σάπιος· κι εμείς είμαστε σάπιοι· αυτή η σαπίλα όμως είναι το σκήπτρο και το στέμμα μου».
Ο παπάς πλησίασε περισσότερο το πρόσωπό του.
«Το δικό μας το σκήπτρο είναι ένας ματωμένος σταυρός, αδελφέ μου» είπε· «και το στέμμα μας ένα στεφάνι από αγκάθια».
«Η Εκκλησία δε δίνει αυτή την εντύπωση».
«Αυτή η Εκκλησία που εννοείς είναι ξεθωριασμένη. Όπου υπάρχει το
αγκάθινο στέμμα, εκεί βρίσκεται η Εκκλησία· όπου αντικαθίσταται με
τιάρες και μίτρες, το βάπτισμα του πυρός ξεβάφει».
«Βάπτισμα του πυρός, ε; Πολύ καλά. Έχετε υπόψιν, πάτερ, ότι κι εγώ δε
φοβάμαι το θάνατο· αλλά ακριβώς επειδή δεν πιστεύω. Με περιμένει το
μηδέν κι ώς τότε θ’ απολαμβάνω αυτό που θέλω να κάνω πιο πολύ απ’ όλα:
να εξουσιάζω».
Ο παπάς ένευσε. Ο Νικ έριξε μια ματιά από τη μεσόπορτα στους
ανθρώπους του, που συνέχιζαν να δουλεύουν πυρετωδώς κάτω απ’ το αόρατο
μαστίγιό του. Ο παπάς στράφηκε στον αδελφό Σάββα:
«Αδελφέ μου, σε απαλλάσσω από τη διακονία σου· μπορείς να ξεκουραστείς. Θ’ αναλάβει άλλος».
Ο Σάββας ένιωσε αμηχανία.
«Πάτερ, ζητώ την ευλογία σου να παραμείνω».
«Είναι επικίνδυνα εδώ από ’δώ και πέρα».
«Το ξέρω. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι δε μου είναι πια ξένοι· θα ήταν τιμή και χαρά μου να συνεχίσω να τους εξυπηρετώ».
Ο π. Νείλος κοίταξε το Νικ, που παρακολουθούσε αμίλητος. «Τι εννοεί;» τον ρώτησε.
Εκείνος σήκωσε τους ώμους· φαινομενικά δεν τον ένοιαζε.
«Τι εννοείς, αδελφέ μου;» ρώτησε ο π. Νείλος το Σάββα. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι.
«Ξέρεις, γέροντα» είπε ντροπαλά.
«Θά ’θελα να τ’ ακούσω, αν δε σου είναι δύσκολο».
«Μου είναι δύσκολο».
«Πάλι θά ’θελα να τ’ ακούσω».
Ο νεαρός μοναχός σήκωσε τα μάτια· τα μάγουλά του φαίνονταν να κοκκινίζουν όσο δεν κρύβονταν απ’ τα πυκνά μελιά γένια.
«Πάτερ, να, οι άνθρωποι που μας μισούν δεν είναι πια ξένοι· έχουν μια
ιδιότυπη σχέση μ’ εμάς, είναι κάτι σα στενοί συγγενείς μας». Κόμπλαρε.
«Μας συνδέουν έντονα συναισθήματα, εννοώ. Έτσι νομίζω. Πώς λοιπόν μπορώ
να τους απαρνηθώ και ν’ αφήσω άλλον να νοιάζεται για τη σωτηρία τους;».
Εναντίον του Θεού, Μέρος 4ο, κεφάλαιο 2, 1 (σελ. 527-529).