Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

Τα ιερά κειμήλια των Τεσσάρων Μαρτύρων στην ενορία Επισκοπής Ρεθύμνης (βιβλίο)

 


Rethemnos.gr

Το 1824, όταν ανακοινώθηκε η εκτέλεση των αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων στο Ρέθυμνο, ο ιερέας Ευστάθιος Τσουράκης από το χωριό Μαρουλού Ρεθύμνης ήρθε στην πόλη και έγινε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων. Μετά την εκτέλεση, κατάφερε να πάρει το ακόνι, δηλαδή τη μικρή πέτρα, στην οποία ο δήμιος ακόνισε το σπαθί του, καθώς και λίγο από το αίμα των αγίων σε ένα κομμάτι βαμβάκι. Αργότερα, παρευρέθηκε και στην ανακομιδή (εκταφή) των λειψάνων τους από τον επίσκοπο Ρεθύμνης Ιωαννίκιο και έλαβε και ένα τεμάχιο του αγίου λειψάνου.

Σχεδόν 180 χρόνια αργότερα, το 2002, οι απόγονοι του π. Ευστάθιου παραχώρησαν τα ιερά αυτά κειμήλια στην ενορία του χωριού Επισκοπή Ρεθύμνης, όπου πλέον διέμεναν. Εκεί φυλάσσονται μέχρι σήμερα, στον καθεδρικό ναό του Προφήτη Ηλία, και τιμώνται ιδιαίτερα την ημέρα μνήμης των αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων (28 Οκτωβρίου) και την Κυριακή των Μυροφόρων (δύο Κυριακές μετά το Πάσχα), επέτειο της παράδοσής τους στην ενορία.

Φέτος, τον Οκτώβριο 2021, η ενορία της Επισκοπής εξέδωσε ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι 40 σελίδων με το ιστορικό των ιερών κειμηλίων, έγχρωμες φωτογραφίες τους, καθώς και ιστορικά στοιχεία για τους αγίους Τέσσερις Μάρτυρες και ορισμένες γενικότερες πληροφορίες για τους μάρτυρες και το μαρτύριο στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Το βιβλίο πλαισιώνεται με προλογικό σημείωμα του Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγενίου και με περιεκτικό κείμενο του κ. Μιχάλη Τρούλη για την ιστορία της Επισκοπής.

Μετά από παραχώρηση της ενορίας, δημοσιεύεται ολόκληρο εδώ:

ΤΑ ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ

Οι άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες του Ρεθύμνου: Η βιογραφία τους εδώ.

Τοιχογραφία από το παρεκκλήσι του Επισκοπείου Ρεθύμνου, αφιερωμένο στον άγιο απόστολο Τίτο και πάντες τους Ρεθυμνίους αγίους (εδώ)

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Μια ανούσια ιστορία (διήγημα)

Το διήγημα αυτό είναι γραμμένο το 2004, κατά τη διαμονή του συγγραφέα στην πόλη των Χανίων. Δημοσιεύεται για πρώτη φορά. Εμπνέεται μόνον από τα Νέα Καταστήματα, πλέκοντας ένα λογοτεχνικό τοπίο, όπου πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα είναι φανταστικά. Η φωτογραφία, σκοπίμως, είναι από άλλη πόλη.
 


Στα σουβλατζίδικα της Πλατείας 1866, στα Χανιά (που οι ντόπιοι τη λένε Νέα Καταστήματα), συμβαίνει μια γλωσσολαλία παράξενη και κάθε μέρα έχουμε Πεντηκοστή. Αλβανοί, Άραβες, Ρώσοι, Γεωργιανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ουκρανοί και Ρουμάνοι τρώνε γύρο, πίνουν μπίρα και καπνίζουν κουβεντιάζοντας, παρέες παρέες, και δεν πλεονάζουν οι Έλληνες· ούτε πίσω απ’ το γκισέ πλεονάζουν· ούτε οι πινακίδες είναι ελληνικές· όμως αυτές είναι γραμμένες στην παγκόσμια γλώσσα της αυτοκρατορίας, που όλοι οι λαοί του κόσμου αναγνωρίζουν τώρα πια, καλύτερα μάλιστα κι από τις δικές τους γλώσσες. Έξω περνάνε τα ταξί.

Αυτή η πραγματικότητα είναι συγχρόνως πεζή και ποιητική, ανάλογα με το μάτι που την κοιτάζει.

Το δικό μου το μάτι, που βλέπει πάντα ό,τι δεν υπάρχει, πρόσεξε αμέσως τον Τζεμάλ. Απ’ όλους τους ανθρώπους, είδα μόνο τον Τζεμάλ· ουδείς έτερος υπήρξε για μένα, καθώς σταμάτησα να φάω μόνος, όπως πάντα (όχι, όπως συνήθως), στη γωνία απέναντι από… τα πάντα. Απέναντι από την πόλη· στο κέντρο της πόλης.

Απέναντι από την αλήθεια, εκεί όπου συνήθως βρίσκομαι.

Ο Τζεμάλ είναι ποιητής. Δε φαίνεται αυτό όταν τον βλέπεις πρώτη φορά, να φωνασκεί ανάμεσα στην παρέα του (όλοι μελαψοί, από ένα λαό που κατοικούσε κάποτε τη Βακτριανή, αλλά τώρα δεν υπάρχει ούτε η ανάμνησή του, παρά μόνο στα παραμύθια άλλων λαών, που κι αυτά πεθαίνουν, γιατί τα καταβροχθίζει η Τηλεόραση, το big mouth της αυτοκρατορίας). Όταν όμως σταματήσει να μιλάει και τραβήξει μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του χαϊδεύοντας το μικρό γκρίζο του μούσι (στενό, ανάμεσα στη μύτη και το πηγούνι) και ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στα πάντα, που περνάνε απ’ έξω (στην πιάτσα των ταξί, στην πλατεία, τη νύχτα, το άπειρο, απέναντι στην πόλη, στο κέντρο της πόλης), τότε για ένα δευτερόλεπτο καταλαβαίνεις, αν είσαι έμπειρος, ότι δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ποιητής. Αν είσαι ασκημένος να παρατηρείς αυτά που θα μπορούσαν να υπάρχουν, αυτά που διαφεύγουν από τα μάτια των άλλων, διακρίνεις την ποίηση στις κινήσεις του, στο βλέμμα του, στον καπνό που αφήνουν απαλά τα ρουθούνια του, ένα δευτερόλεπτο πριν επανέλθει στην πραγματικότητα, δηλαδή στην πραγματικότητα της συντροφιάς του.

«Τζεμάλ», τον πλησιάζω. Με κοιτάζει και το βλέμμα του με ρωτάει πώς ξέρω τ’ όνομά του. Ο σύντροφοί του σταματάνε να μιλούν, θέλουν ν’ ακούσουν την απάντησή μου στο βλέμμα του.

Χαμογελάω. Και ο Τζεμάλ δακρύζει· κατάλαβε ότι είμαι φίλος. Οι σύντροφοί του μου κάνουν τόπο να κάτσω· ζητάνε απ’ το κορίτσι (ξένη φυσικά, μια μικρή Ουκρανέζα με ελιές στο λαιμό, κάτω απ’ το γιακά της) να φέρει μπίρες κι ένα ποτήρι για μένα.

«Τζεμάλ», δείχνω με τον αντίχειρά μου το δρόμο, όπου περνάνε τα ταξί, απέναντι στην πόλη, στο κέντρο της πόλης, πίσω απ’ τη τζαμαρία, κοιτώντας πάντα τον άντρα στα υγρά μάτια του· «όταν κοιτάζεις εκεί, τι βλέπεις;».

Ο Τζεμάλ χαμογελάει, αλλά το ίδιο κι οι σύντροφοί του. Το κορίτσι φέρνει τις μπίρες· βάζουμε στα ποτήρια, πίνουμε. Έχω μιλήσει τη γλώσσα της Βακτριανής (γι’ αυτό χαμογέλασαν ο Τζεμάλ και οι σύντροφοί του), που την έμαθα σ’ ένα από τα αμέτρητα ταξίδια μου, σ’ εκείνα που απέχτησα πληγές και γνώσεις. Ήμουν γέρος τότε.

Ο Τζεμάλ ρίχνει μια φευγαλέα ματιά εκεί όπου είχε δείξει το χέρι μου, πίσω απ’ το τζάμι, κατόπιν με κοιτάζει όπως τον κοιτούσα εγώ, και μου απαντάει:

«Στη σπηλιά του αφέντη των Κρυστάλλων τρύπωσαν δυο χρυσαλλίδες, από κείνες που γίνονται όνειρα όταν ωριμάσουν. Ήθελαν να γίνουν όνειρα κοριτσιών· όμως μια μαύρη χρυσαλλίδα, μαγεμένη, έκλεινε το δρόμο και δεν τις άφηνε να προχωρήσουν. Μπήκαν σε μια λάμπα από χαρούμενο κρύσταλλο, κι εκείνη άναψε· έλαμψε για λίγες στιγμές κι έπειτα λυπήθηκε, έκλαψε και έσβησε μ’ ένα στεναγμό. Μπήκαν σε μια δεύτερη λάμπα, από θλιμμένο κρύσταλλο, κι εκείνη έριξε ένα θαμπό φως και τις άφησε να κουρνιάσουν στις αραχνιασμένες μικρές γωνιές της και να υφάνουν το αθέατο κουκούλι τους. Το πρωί ο αφέντης των Κρυστάλλων τις βρήκε ξερές, τυλιγμένες σε ιστούς αράχνης· η μαγεμένη χρυσαλλίδα είχε πεθάνει μαζί τους, σε κάποια άλλη γωνιά του σύμπαντος, για να θεραπεύσει τα τραύματά της. Είχαν γίνει το όνειρο του θανάτου».

Κοιτάζω πίσω απ’ τον ώμο του, στο τζάμι, όπου είχα δείξει από την αρχή.

«Εκεί είναι οι νεκρές χρυσαλλίδες;» τον ρωτάω. «Όχι», μου λέει και δείχνει την καρδιά μου· «εκεί είναι». Κατόπιν γύρισε στους φίλους του κι έδειξε το στήθος του. «Εδώ είναι» είπε.

Έσβησε το τσιγάρο του. Οι φίλοι του δεν τον άφησαν να πληρώσει.


Την άλλη μέρα ο Τζεμάλ βρέθηκε νεκρός. Τον σκότωσαν οι φίλοι του έξω απ’ το μαγαζί (μπροστά στα μάτια μου, μπροστά στα μάτια των λίγων περαστικών και των πολλών ταξιτζήδων), γιατί; Γιατί αποπλάνησε το δεκάχρονο κορίτσι του ενός και ασέλγησε πάνω του παρά φύσιν.

Γι’ αυτό τον σκότωσαν· η ιστορία που μου είπε ήταν η ομολογία και η καταδίκη του· στην πραγματικότητα την είπε στους φίλους του, καλώντας έτσι το μαχαίρι να τρυπήσει το σημείο του στήθους του που έδειξε και είπε “εδώ είναι”· εννοούσε την καρδιά του.

Γιατί το έκανε; Δε μου φάνηκε μετανιωμένος· πιο πολύ νομίζω πως δεν είχε πια λόγο να ζει, είχε φτάσει στο τέρμα εκείνων που ήθελε να κάνει· είχε καταστρέψει το κορμί, την ψυχή και την τιμή του κοριτσιού, είχε ερωτευτεί σαρκί και αίματι το απείραχτο δεκάχρονο σώμα, είχε κουρελιάσει τη ζωή του φίλου του· τι άλλο πια του έμενε να ποιήσει;

*****

Μισώ αυτό τον κόσμο. Αυτός ο κόσμος είναι καμωμένος από αίμα και λάσπη. Από τη στάχτη των Τιτάνων που καταβρόχθισαν το Διόνυσο –και από τη στάχτη του Διόνυσου, που υπήρχε μέσα στα υπολείμματα της δικής τους.

Είμαστε ίδιοι μ’ εκείνους τους μελαψούς Βακτριανούς; Ίσως· αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά· ένας δικός μας ασελγεί και το κρύβει· ο Τζεμάλ ασελγεί και καλεί το μαχαίρι, και πεθαίνει.

Όσο έζησα στα Χανιά, πήγα πολλές φορές στο συγκεκριμένο μέρος· στο ίδιο, και σε άλλα, βρήκα πολλούς ποιητές· από πολλούς λαούς, από πολλές χώρες. Κανείς δεν ήταν σαν το Τζεμάλ· ο Τζεμάλ εποίησε το κακόν και προκάλεσε τη νέμεση.

Δεν τον θαυμάζω· αλλά τον γνωρίζω· και αυτή η γνωριμία τον κάνει ένα κομμάτι του εαυτού μου, που συνταιριάζει την ποίηση με το έγκλημα, σαν κένταυρο.

Δεν ξανάδα τους φίλους του. Τουλάχιστον ο ένας φαντάζομαι ότι πήγε στη φυλακή. Δεν τον αναζήτησα, δεν ήταν δικός μου φίλους. Ήταν μόνο μια σκιά, που θα στοιχειώνει τη γωνία, όπου έπεσε ο Τζεμάλ, το μεγάλο στοιχειό που θα στοιχειώνει όχι μόνο τον τόπο όπου έπεσε, αλλά και τις ζωές μας.

Λέω ψέματα· τον αναζήτησα. Μέσω των εργατών που περιμένουν για μεροκάματο τα χαράματα στην άλλη μεριά της πλατείας (αν και κανείς δεν ήξερε τη γλώσσα της Βακτριανής), έμαθα ποιος ήταν. Βρήκα την οικογένειά του, τους φίλους του. Και πέντε χρόνια αργότερα, ζήτησα και πήρα σε γάμο το κορίτσι.

Τη λένε Ημέρα. Ήταν ο μόνος τρόπος να θεραπεύσω την καθημαγμένη ψυχή της, αλλά και να διώξω από πάνω μου τον ήσκιο του φόνου του Τζεμάλ, του μεγάλου στοιχειού, που στοιχειώνει όχι μόνο τον τόπο όπου έπεσε (απέναντι στην πόλη, στο κέντρο της πόλης), αλλά και τις ζωές μας.

Αγαπώ τη γυναίκα μου· ταξίδεψα μαζί της στις χώρες των παραμυθιών, που μόνο με τη λευκοφόρα ψυχή της μπόρεσαν να έρθουν σε ύπαρξη και για μας και για τα χιλιάδες απίθανα όντα που τις κατοικούνε.

Το τέλος αυτής της ιστορίας θα σας το πω στο όρος Μαγώγ, όταν θα έρθετε στη μεγάλη σάλα με τα γυριστά σπαθιά, όπου το Καλό και το Κακό διαρκώς πολεμάνε. Δεν είναι μακριά· είναι ακριβώς στα Νέα Καταστήματα, απέναντι από την πιάτσα των ταξί, στην πλατεία, τη νύχτα, το άπειρο, απέναντι στην πόλη, στο κέντρο της πόλης. Εκεί έρχονται σε ύπαρξη όλοι οι αληθινοί άνθρωποι, όταν συναντηθούν με το πρόσωπο της φρίκης· και αγαπήσουν το θύμα τους, και αγαπηθούν απ’ αυτό, και ταξιδέψουν στις χώρες των χιλιάδων απίθανων όντων με το μαγικό χαλί της αγάπης, που περνάει πάνω απ’ τη θάλασσα του πόνου, χωρίς να την κρύβει.

Παραλίγο να πω ψέματα, ότι όλα αυτά τα έπραξα –ενώ, στην πραγματικότητα, αυτά με έχουν πράξει. Καλημέρα σας, αγαπητοί μου αναγνώστες.

Εγώ

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021

Βλασία Μιχαηλίδου – Τριπολιτάκη, Άγγιγμα στον κόσμο του αυτισμού (αφήγημα)

Εκδόσεις Νάμα (2021)

Αυτισμός… Μία αναμέτρηση σώματος και ψυχής, μία πάλη συνεχής και αμείλικτη, ένας αγώνας ολόψυχος.

Η Βλασία Μιχαηλίδου-Τριπολιτάκη μέσα από το βιβλίο της αγγίζει την ψυχή κάθε ανθρώπου που εργάζεται καθημερινά (είτε είναι γονέας, είτε είναι επαγγελματίας) με άτομα στο φάσμα του αυτισμού.

Η προσέγγιση αυτή περιγράφει πολυδιάστατα το ζήτημα από την πλευρά του ίδιου του ατόμου με αυτισμό, της οικογένειας, της εκπαίδευσης και της κοινωνίας. 

Μέσα από την ιστορία του Γιάννη, ξετυλίγεται το φάσμα του αυτισμού σαν παζλ, με τα κομμάτια να απλώνονται μπροστά μας. Η Βασιλική, η ακούραστη μητέρα, δείχνει με τη στάση της πώς είναι να παλεύεις καθημερινά με ένα αόρατο θηρίο, που σου αναιρεί τα αναμενόμενα της μητρότητας, που σε φέρνει στα όριά σου, που σε βάζει σε ένα διαρκές παιγνίδι αναζήτησης γνώσης. 

Η ηρωίδα μας επέλεξε την παρατήρηση, την προσαρμογή και την ακούραστη φροντίδα. Πιστή στον Θεό και στο καθήκον της κατέκτησε πολλά. Η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας ως όχημα το ημερολόγιο αυτής της μητέρας, ενός μικρού παιδιού με αυτισμό, μιας μικρής αδερφής και μιας δασκάλας-σύμβολο, αποδεικνύει ότι η διαχείριση του αυτισμού είναι νίκη. Είναι η νίκη της ζωής, είναι θεία νίκη, νίκη της γονεϊκής αγάπης και αφοσίωσης, νίκη κατά της αμάθειας, νίκη κατά του ρατσισμού.

Ειρήνη Κλάδου

Γονέας ατόμου με αυτισμό, ειδική παιδαγωγός MED, πρόεδρος Συλλόγου Γονέων & Φίλων Ατόμων με Αυτισμό Ρεθύμνου. 

Αναλυτική παρουσίαση του βιβλίου

Rethemnos.gr,  Ευχή

Αέναη επΑνάσταση

Η εξαίρετη φιλόλογος Βλασία Μιχαηλίδου – Τριπολιτάκη, γεννημένη στην Αθήνα, αλλά ριζωμένη με την όμορφη οικογένειά της στο Ρέθυμνο, όπου αναπτύσσει σημαντική πνευματική δραστηριότητα, προσφέρει στους αναγνώστες το δεύτερο βιβλίο της που βλέπει το φως της δημοσιότητας, το αφήγημα «Άγγιγμα στον κόσμο του Αυτισμού», που εκδόθηκε πρόσφατα (2021) από τις εκδόσεις «Νάμα» (namabooks.gr, τηλ. 2103611000).

Πρόκειται για την ιστορία μιας μητέρας που σηκώνει το βάρος της προστασίας και της ανατροφής του μικρού γιου της, που βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού. Όμως δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα αυτό με ηττοπάθεια και μεμψιμοιρία, αλλά αγωνίζεται με ζήλο, μελέτη και δυναμισμό να βοηθήσει το παιδί της να ξεπεράσει τα εμπόδια που μπορούν να το απομακρύνουν από την κοινωνία και να το αφήσουν μόνο και ανυπεράσπιστο. Παλεύει σχεδόν μόνη της και, παρά τον πόνο που βιώνει, όχι μόνο από τη δυσκολία επικοινωνίας με το παιδί της, αλλά και από την εγκατάλειψη και τις προκαταλήψεις ακόμη και προσώπων του στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος και από την αδιαφορία κάποιων «υπευθύνων», κατορθώνει εκείνο που φαινομενικά ήταν ακατόρθωτο: «Ο Γιάννης μου μέσα σε τρία χρόνια κατάφερε να ξεπεράσει γνωστικά το επίπεδο των παιδιών τυπικής ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα της θεραπευτικής του παρέμβασης ήταν απολύτως θετικό, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μικρό θαύμα, γιατί ξεπέρασε τις ανθρώπινες προσδοκίες και, μάλιστα, σε σύντομο χρονικό διάστημα» (σελ. 124).

Η συγγραφέας, στην ιστορία που αφηγείται, δεν μεταφέρει δικά της βιώματα (όπως συνέβη στο προηγούμενο βιβλίο της «Η ζωή στην εντατική»), όμως νομίζω ότι, με σοβαρή και προσεκτική μελέτη και ζώντας κοντά σε ανάλογες περιπτώσεις, κατορθώνει να αποστάξει στο εργαστήριο της ψυχής της την ουσία της υπεράνθρωπης μάχης ενός γονιού ενάντια σε ένα «αόρατο τέρας» που «διεκδικεί το θύμα του, τυλίγοντάς το σφιχτά με τα πλοκάμια του για να το κρατάει έρμαιό του» (σελ. 81). Η εγκυρότητα της προσέγγισής της τεκμηριώνεται, κατά τη γνώμη μου, με τον ισχυρότερο τρόπο από το σημείωμα της κυρίας Ειρήνης Κλάδου, Προέδρου του Συλλόγου Γονέων και Φίλων Ατόμων με Αυτισμό Ρεθύμνου, γονέα ατόμου με αυτισμό και ειδικής παιδαγωγού MED, το οποίο κοσμεί το οπισθόφυλλο. Μεταξύ άλλων γράφει: «Η Βλασία Μιχαηλίδου – Τριπολιτάκη μέσα από το βιβλίο της άγγιξε την ψυχή κάθε ανθρώπου που εργάζεται καθημερινά με άτομα στο φάσμα του αυτισμού. Η προσέγγιση περιγράφει πολυδιάστατα το ζήτημα από την πλευρά του ίδιου του ατόμου με αυτισμό, της οικογένειας, της εκπαίδευσης και της κοινωνίας. Μέσα από την ιστορία του Γιάννη, του ήρωά μας, ξετυλίγεται το φάσμα του αυτισμού σαν παζλ, με τα κομμάτια να απλώνονται μπροστά μας».

«Το δύσκολο αυτό οδοιπορικό ξεκίνησε με ερωτήματα βασανιστικά. Γιατί, άγγελέ μου; Γιατί τα γλυκά σου χείλη να μη λένε την πολυπόθητη λέξη “μαμά”; Ποια δύναμη δαιμονική σε ρίχνει κάτω και φωνάζεις υστερικά; Πώς μεταμορφώνεται το απαλό άγγιγμά μου σε αγκάθινο πλέγμα που τινάζει τις ξανθιές σου μπούκλες με εκνευρισμό; Γιατί δεν ανταποκρίνεσαι στο κάλεσμά μου; Γιατί η χαρά σου γίνεται φτερούγισμα; Γιατί το βλέμμα μου, που σε αναζητά επίμονα, δεν ανταμώνει το δικό σου; Γιατί να μην μπορώ να χαρώ το θείο δώρο της ύπαρξής σου;» (σελ. 53).

«Η αναζήτηση συνοδού είναι μια εξίσου δύσκολη επιλογή, όπως η εύρεση όλων των επαγγελματιών που σχετίζονται με την εκπαίδευση του Γιάννη. Στο μυαλό μου έρχονταν συνεχώς οι άσχημες εικόνες με τον απαράδεκτο τρόπο που τραβούσαν τον Γιάννη κάποιοι εκπαιδευτές στο νησί ή τις σπαρακτικές φωνές του, επειδή δεν ήθελε να κάνει μάθημα μαζί τους. (…) Απευθύνθηκα και πάλι στη διευθύντρια του παιδικού, η οποία συμμερίστηκε την αδυναμία μου και μου υποσχέθηκε να ψάξει η ίδια. Την επόμενη κιόλας ημέρα με ενημέρωσε πως είχε να προτείνει μια κοπέλα, που όμως δεν γνώριζε προσωπικά η ίδια. Κι αυτήν τη φορά λες και κάποιο ευλογημένο χέρι ενέσκηψε στη δυσκολία μας και μας έδωσε λύση. Μια λύση που, όπως αποδείχτηκε στην πορεία, υπήρξε σωτήρια» (σελ. 46).

«Συζήτησα με την ψυχολόγο του παιδικού σταθμού για τη συμπεριφορά του Γιάννη. Με άκουσε προσεκτικά, καθώς της διηγήθηκα τα περιστατικά. (…) Φεύγοντας από εκεί, μου λέει η ψυχολόγος:

– Μην αγχώνεσαι. Ο Γιάννης είναι πολύ συνεργάσιμος. Είμαι σίγουρη πως, μόλις κατακτήσει περισσότερες δεξιότητες επικοινωνίας, οι κρίσεις θυμού και τα κρούσματα επιθετικότητας θα υποχωρήσουν. Έχει αρχίσει να διεκδικεί.

– Μα, δεν φαίνεται να διαμαρτύρεται, όταν μου ζητάει κάτι.

– Διεκδικεί τον δικό του χώρο! Κι αυτό αποτελεί μια θετική εξέλιξη, όσο κι αν προς το παρόν εσύ εισπράττεις κάτι αρνητικό. Όταν εδραιώσει έναν κώδικα επικοινωνίας, τότε θα είναι πιο αποδεκτή και αυτή η συμπεριφορά» (σελ. 57).

«Υπήρχαν κι άλλα, πολλά περιστατικά. Συνεχώς δινόταν αφορμή για κάτι που αποδιοργάνωνε τη σκέψη του Γιάννη, τον τρόπο που αντιλαμβανόταν την πραγματικότητα. Όταν, όμως, άρχισα να βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια του μονάκριβού μου, τότε κατάφερα να τον βοηθήσω πιο αποτελεσματικά. Έγινα ένας πολύτιμος συνεκπαιδευτής, που απογείωσε την προσπάθεια της λογοθεραπεύτριας-συνοδού. Κυρίως, έδωσα τη δυνατότητα τον Γιάννη να ηρεμήσει, να περιοριστούν τα ξεσπάσματα, ώστε να γίνει πιο δεκτικός στις γνώσεις που του παρείχε το εκπαιδευτικό περιβάλλον.

Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν πως όλη αυτή η αγάπη και η ενσυναίσθηση εισχώρησε στην καρδιά και στο μυαλό του και μου τα ανταπέδωσε, όταν είχα κι εγώ τα δικά μου ζόρια και ήθελα να κλειστώ στον εαυτό μου. Τόσο ο Γιάννης, όσο και η Άλκυστη έγιναν τα στηρίγματά μου, οι λαμπεροί μου οδοδείκτες που με οδηγούσαν στο φωτόλουστο μέλλον» (σελ. 86).

Η συγγραφέας, μέσω της πλοκής του βιβλίου της, παρέχει σε κάθε αναγνώστη κατατοπιστική πληροφόρηση για το ζήτημα του αυτισμού, για τις ενδεδειγμένες παρεμβάσεις αντιμετώπισής του (από την πρώτη κιόλας στιγμή της διάγνωσης – σε βρεφική ή προνηπιακή ηλικία – και όχι μόνο από τη στιγμή που το παιδάκι θα πάει στο νηπιαγωγείο) και για τις αδυναμίες του ελληνικού εκπαιδευτικού και κοινωνικού συστήματος, που συχνά προκαλούν πρόσθετες δυσκολίες στις αγωνιζόμενες οικογένειες, αντί να τις διευκολύνουν. Για το τελευταίο θέμα εκφράζει και συγκεκριμένες προτάσεις.

Η ιστορία δίνεται αρχικά από την πλευρά της Άλκηστης, της κόρης της οικογένειας, που, νεαρή γυναίκα πια, ανακαλύπτει με αιφνιδιαστικό τρόπο τον αγώνα της μητέρας της, τον οποίο αγνοούσε, εφόσον σε όλα τα χρόνια που θυμόταν τον αγαπημένο της αδελφό είχαν πλέον ξεπεραστεί οι δυσλειτουργίες που είχε να αντιμετωπίσει και δεν παρουσίαζε καμία ένδειξη για το δύσκολο παρελθόν του. Και η ανακάλυψη αυτή, που γίνεται βήμα βήμα, είναι όχι μόνο ενδιαφέρουσα, αλλά και συγκινητική.

«Ανάμεσα στις μνήμες που ξύπνησαν και στριμώχνονταν ασφυκτικά ποια θα πρωτοεμφανιστεί μπροστά μου, ζωντάνεψε κι αυτό το σπίτι, που μέχρι πρότινος μου φαινόταν ξένο, έγινε το σκηνικό των πρώτων μου οικογενειακών αναμνήσεων (…). Μέσα στις ξέγνοιαστες παιδικές σκηνές άρχισαν να χώνονται και κάποιες άλλες, δυσάρεστες. Θυμήθηκα τις φωνές του Γιάννη, στον παιδικό σταθμό, τότε που έπεφτε στο πάτωμα και χτυπιόταν εκνευρισμένος. Θυμήθηκα τις προσπάθειες που έκανε η μάνα να του μάθει τη χρήση της τουαλέτας, ενώ εγώ είχα ήδη βγάλει την πάνα (…). Ακολουθώντας την ατραπό της μνήμης ανακάλεσα και κάποιες εικόνες από διαδρόμους νοσοκομείου να περιμένουμε τη σειρά μας, στη συνέχεια να εξαφανίζεται ο Γιάννης πίσω από κάποιες πόρτες, που, όταν άνοιγαν, πλημμύριζαν δάκρυα τα μάτια της μάνας. Όμως ποτέ δεν άφηνε αυτόν τον πόνο να την παγιδέψει στα δίχτυα της απελπισίας. Σύντομα η θλίψη έδινε τη θέση της σε χαμόγελα, καθώς παρακολουθούσε τα τρεχαλητά και τα ξεφωνητά μας στην πιο κοντινή παιδική χαρά» (σελ. 111-112).

Η συγγραφέας μας πληροφορεί πως «οι ήρωες του βιβλίου είναι πρόσωπα υπαρκτά. Η ιστορία που ξετυλίγεται στις σελίδες του, αν κι έχει κάποια παραποιημένα στοιχεία, βασίστηκε σε αληθινά γεγονότα και περιστατικά». «Η αγωνίστρια αυτή μητέρα… κρατώντας σφιχτά το χέρι του μονάκριβού της γιου κι έχοντας στη φαρέτρα της αστείρευτη υπομονή και πίστη στη δύναμη του Θεού, πορεύτηκε στον άγριο λαβύρινθο της ζωής, όπου κρυβόταν το τέρας του αυτισμού. Πολέμησε με τους Κύκλωπες και τους Λαιστρυγόνες που αντάμωσε στον δρόμο της, ανατρέποντας κάθε δυσοίωνη πρόγνωση για την εξέλιξη του αγαπημένου της» (πρόλογος, σελ. 4).

«Είναι ένα αληθινό διαμαντάκι που λάμπει, Χριστέ μου, τόσο δυνατά! Σ’ ευχαριστώ, Κύριε! Σ’ ευχαριστώ ολόψυχα που αποκάλυψες αυτή την εξαίσια λάμψη του» (σελ. 102).

«Οι γονείς, βέβαια, με παιδιά στο φάσμα του αυτισμού ενδέχεται να αγωνίζονται ισόβια, προκειμένου να καταστούν πιο λειτουργικά τα παιδιά τους, να αναπληρώσουν ελλείμματα, να απαλείψουν αποκλίνουσες συμπεριφορές. Θα χρειαστεί να υπομείνουν πολύ δύσκολες καταστάσεις, καθώς αντιμετωπίζουν αξεπέραστες αντιξοότητες. Το ζητούμενο όμως δεν είναι ούτε το μέγεθος, ούτε η χρονική διάρκεια του προβλήματος, αλλά η θετική στάση. Αυτή οδηγεί στη δικαίωση και στη λύτρωση. (…) Όχι της προσδοκώμενης ολβιότητας που υπαγορεύουν τα δικά τους θέλω κι επιθυμίες, αλλά της ευτυχίας που καθρεπτίζεται στα αγγελικά μάτια του παιδιού τους» (σελ. 124).

«Η συγγραφέας», καταλήγει η κυρία Ειρήνη Κλάδου στο σημείωμα του οπισθόφυλλου, «χρησιμοποιώντας ως όχημα το ημερολόγιο αυτής της μητέρας, ενός μικρού παιδιού με αυτισμό, μιας μικρής αδελφής και μιας δασκάλας-σύμβολου, αποδεικνύει ότι η διαχείριση του αυτισμού είναι νίκη. Είναι η νίκη της ζωής, είναι θεία νίκη, νίκη της γονεϊκής αγάπης και αφοσίωσης, νίκη κατά της αμάθειας, νίκη κατά του ρατσισμού».

«Από τη χρονιά εκείνη κι έπειτα, η ζωή με τον Γιάννη ήταν γεμάτη υπέροχες, δυνατές συγκινήσεις. (…) Μια μέρα, γυρνώντας από την προπόνηση ποδοσφαίρου – ήταν περίπου οκτώ χρόνων – τον ρώτησα, με σκωπτική διάθεση:

– Γιάννη μου, θα ήθελες να ήταν η Άλκηστη αγόρι και να παίζατε καθημερινά μπάλα, ώστε να μην περιμένεις μόνο την ημέρα της προπόνησης;

Εκείνος, χωρίς να σκεφτεί διόλου, μου απάντησε αυστηρά, σαν να θύμωσε με την ερώτησή μου:

– Την Άλκηστη δεν την αλλάζω με κανέναν!

Κι αμέσως μετά μαλάκωσε και μου είπε:

– Αλλά, αν γινόταν, θα ήθελα να έχω ακόμα έναν αδερφό και μία αδερφή.

Τον κοίταξα έκπληκτη κι εκείνος συμπλήρωσε πάραυτα:

– Τον αδερφό για να παίζουμε μπάλα και την αδερφή για να παίζει με την Άλκηστη κούκλες.

Συγκινήθηκα κι εκείνος συνέχισε να με βομβαρδίζει με σκέψεις αγάπης:

– Και θα ήθελα ο αδερφός μου να είναι μεγαλύτερός μου. – Γιατί; – Για να μου μαθαίνει τα “κόλπα”! – Και η νέα αδερφή; – Μικρότερη απ’ όλους μας. – Γιατί; – Για να τη φροντίζω.

Τον αγκάλιασα δακρυσμένη, σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και προσευχήθηκα:

“Θεέ μου, εσύ που έκανες αυτό το μικρό διαμάντι να λάμψει, δώσ’ του και την ευλογία να κάνει τη δική του οικογένεια, για να πολλαπλασιαστεί ο πολύτιμος θησαυρός που διαθέτει. Αμήν!”» (σελ. 108).

Δείτε επίσης παρακαλώ: 

Βλασία Μιχαηλίδου – Τριπολιτάκη, Η ζωή στην Εντατική (ένα συγκλονιστικό βιβλίο για μια μαμά και το μωρό της)

Ειρήνη Κλάδου, Η ζωή ενός γονέα παιδιού με αναπηρία

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

Υπέρ των αμαρτωλών


Ο ακούραστος ορθόδοξος συγγραφέας Παναγιώτης Σωτήρχος, ανάμεσα στα βιβλία του (περισσότερα από 50), έχει ένα με τον τίτλο "Υπέρ των αμαρτωλών". Εκεί συγκεντρώνει εκπληκτικά κομμάτια της σοφίας των αγίων διδασκάλων του χριστιανικού αγώνα (των Πατέρων της Εκκλησίας και των αγίων ασκητών), που φανερώνουν πόσο προχωρημένη είναι η αληθινή χριστιανική ηθική, που νοιάζεται για τη θεραπεία & τη σωτηρία του ανθρώπου και δεν τον καταδικάζει, αλλά τον στηρίζει και τον γιατρεύει.
Την ηθική αυτή, δυστυχώς, δεν την κάναμε δική μας οι πιο πολλοί άνθρωποι, έστω κι αν λεγόμαστε χριστιανοί, αλλά βιαζόμαστε να πετάξουμε πέτρα ενάντια στους αμαρτωλούς, σαν εμείς να είμαστε αναμάρτητοι (ξεγελάμε τον εαυτό μας ότι είμαστε ή έστω ότι έχουμε δικαιολογία για τις όποιες αμαρτίες μας).
Πέρα απ' όσα γράφει ο συγγραφέας στο βιβλίο, που σας συνιστούμε οπωσδήποτε, παραθέτουμε μερικά ψηγματάκια χρυσού απ' αυτή την αγάπη προς κάθε άνθρωπο, κάθε συνάνθρωπο, για να πάρετε μια μικρή γεύση του τι είναι ο χριστιανισμός στην πραγματικότητα, πέρα από τις ποικιλόμορφες διαστρεβλώσεις του, "ορθόδοξες" και αιρετικές.


Ι


Ακούσατε ότι ειπώθηκε στους προγόνους σας «θα αγαπήσεις τον πλησίον σου και θα μισήσεις τον εχθρό σου». Εγώ όμως σας λέω, αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους που σας καταριούνται, κάντε καλό σ’ εκείνους που σας μισούν και προσεύχεστε υπέρ εκείνων που σας βρίζουν και σας καταδιώκουν. Έτσι θα γίνετε παιδιά του Πατέρα σας του εν τοις ουρανοίς, που ανατέλλει τον ήλιο Του σε πονηρούς και αγαθούς και βρέχει σε δίκαιους και άδικούς.
Γιατί, αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, τι καλό κάνετε; Αυτό δεν κάνουν κι οι τελώνες; Κι αν χαιρετάτε μόνο τους φίλους σας, τι ιδιαίτερο κάνετε; Αυτό δεν κάνουν κι οι τελώνες; Εσείς όμως να είστε τέλειοι, όπως κι ο Πατέρας σας είναι τέλειος.

Ιησούς Χριστός, στο κατά Ματθαίον 5, 43-48.

ΙΙ


Η αγάπη που προέρχεται από οποιοδήποτε πράγμα του κόσμου τούτου, μοιάζει με μια μικρή λάμψη, που τρέφεται με λάδι, όπως το καντήλι, και έτσι διατηρεί το φως του. Μάλλον μοιάζει με ξερό χείμαρρο, που τρέχει μόνον όταν βρέχει, ενώ, αν σταματήσει η βροχή, σταματά κι αυτός. Η αγάπη όμως που προέρχεται από το Θεό είναι σαν μια πηγή αστείρευτη, γιατί έχει άφθονο και ατελείωτο νερό, γιατί μόνο ο Θεός είναι η πηγή της αγάπης.

Καρδία ελεήμων σημαίνει καύσις καρδίας υπέρ όλης της κτίσεως, δηλαδή υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος, από τη θύμηση και τη θέα των οποίων τρέχουν από τα μάτια δάκρυα και από την πολλή συμπάθεια και την ελεημοσύνη μικραίνει η καρδιά του ελεήμονος και δεν μπορεί να υποφέρει να δει ή να ακούσει κάποια βλάβη ή κάτι λυπηρό να γίνεται στην κτίση. Γι’ αυτό και υπέρ των αλόγων ζώων και υπέρ των εχθρών της αλήθειας και υπέρ εκείνων που τον βλάπτουν εύχεται κάθε ώρα με δάκρυα, για να τους φυλάξει και να τους ελεήσει ο Θεός.

Μη μισήσεις ποτέ τον αμαρτωλό, γιατί όλοι είμαστε υπεύθυνοι για αμαρτίες. Κι αν ακόμα κινείσαι από ιερό ζήλο εναντίον του, μάλλον να κλάψεις γι’ αυτόν.
Άνθρωπε, γιατί μισείς τον αμαρτωλό; Τις αμαρτίες του να μισείς και να προσεύχεσαι γι’ αυτόν, για να γίνεις μιμητής του Χριστού, που δεν αγανακτούσε κατά των αμαρτωλών, αλλά προσευχόταν υπέρ αυτών. Δε βλέπεις πώς έκλαψε υπέρ της Ιερουσαλήμ; Ή μήπως κι εμείς σε πολλά δεν ξεγελιόμαστε απ’ το διάβολο; Γιατί λοιπόν να μισούμε εκείνον, που ξεγελάστηκε από τον εχθρό, όπως κι εμείς;
Γιατί, άνθρωπε, μισείς τον αμαρτωλό; Μήπως τάχα γιατί δεν είναι δίκαιος, σαν εσένα; Και πού είναι η δικαιοσύνη σου, αν δεν έχεις αγάπη; Γιατί δεν κλαις μάλλον γι’ αυτόν, αλλά τον καταδιώκεις; Υπάρχουν μερικοί, που από την ανοησία τους οργίζονται, νομίζοντας πως είναι διακριτικοί στα έργα των αμαρτωλών…
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος (=Σύριος), 7ος αιώνας μ.Χ., Λόγοι.

ΙΙΙ


Δεν αποδοκιμάζουμε τον αιρετικό, αλλά την αίρεση, “ου τον άνθρωπον, αλλά την πλάνην”.

Πρέπει να ελέγχουμε και να καταγγέλλουμε τα αιρετικά δόγματα, αλλά τους ανθρώπους πρέπει να τους προσέχουμε και να προσευχόμαστε για τη σωτηρία τους.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος,
Patrologia Graeca, τόμ. 48, στ. 952, τ. 50, στ. 700-701.

ΙV


Εκείνος που κάνει ελεημοσύνη κατά μίμησιν του Θεού (=ακολουθώντας το παράδειγμα του Θεού), δεν κοιτάζει αν ο άλλος είναι καλός ή κακός, αλλά προσφέρει σε όλους κατά την ανάγκη τους, παρόλο που συμπαθεί περισσότερο τη διάθεση του καλού κι όχι του κακού.
Ο Θεός, που είναι από τη φύση Του καλός και χωρίς πάθη, τους αγαπάει όλους εξίσου, ως πλάσματά Του, αλλά τον ενάρετο τον δοξάζει λόγω της καλής του διάθεσης και τον κακό τον φέρνει κοντά Του δίνοντάς του δοκιμασίες. – Έτσι κι ο άνθρωπος που έχει επιλέξει να είναι καλός και χωρίς πάθη, τους αγαπάει εξίσου: τον ενάρετο, επειδή είναι άνθρωπος και για την καλή του πρόθεση, τον κακό επειδή είναι άνθρωπος και επειδή (ο καλός) συμπάσχει μ’ αυτόν και τον λυπάται ως άφρονα (=ανόητο) και παγιδευμένο στο σκοτάδι.

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, 7ος αι., Κεφάλαια περί αγάπης, εκατοντάδα 1η, κδ΄-κε΄.

V


Η ψυχή δεν μπορεί να έχει ειρήνη, αν δεν προσεύχεται για τους εχθρούς.
Χωρίς τη χάρη του Θεού, δε μπορούμε ν’ αγαπούμε τους εχθρούς μας. Το Άγιο Πνεύμα όμως εμπνέει την αγάπη, και τότε η ψυχή λυπάται ακόμη και τους δαίμονες… Σας ικετεύω, δοκιμάστε. Αν κάποιος σας προσβάλει ή σας ατιμάσει ή σας πάρει κάτι από τα υπάρχοντά σας ή και αν καταδιώκει την Εκκλησία ακόμη, προσευχηθείτε στον Κύριο λέγοντας: «Κύριε, όλοι είμαστε πλάσματά Σου. Λυπήσου τους πλανημένους δούλους Σου και κάλεσέ τους σε μετάνοια»… Αν δεν έχεις αγάπη, τουλάχιστον μην τους διαβάλλεις και μην τους καταριέσαι× και τότε καλύτερο θα είναι. Αν όμως κάποιος σκέφτεται το κακό για τους εχθρούς του, σημαίνει μάλλον πως κάποιο πονηρό πνεύμα εισήλθε στην καρδιά του και της φέρνει κακούς λογισμούς.

Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, 1866-1938.

VΙ


Οι παλαιότεροι προσεύχονταν γι’ αυτούς που τους βασάνιζαν και τους κρατούσαν δεμένους στα πόδια και ευλογούσαν αυτούς που πήγαιναν για το θάνατο. […] Είναι αλήθεια ότι δεν είναι κατά φύσιν ν’ αγαπάς με όλη σου την καρδιά αυτόν που σε σκοτώνει με διάφορους τρόπους, αλλά είναι πάνω από τη φύση σου. Αυτή είναι η έννοια της αληθινής μετάνοιας: επανάκτηση της άνευ όρων αγάπης, επιστροφή απ’ όλες τις αμαρτίες προς τον ένα Θεό και όλους τους ανθρώπους. Όσες φορές γίνεται το θαύμα αυτού του μυστηρίου, τότε λέμε ότι η θεία χάρη εργάζεται την επιστροφή των ανθρώπων στην αθωότητα των νηπίων.

Όποιος θέλει να νικήσει τον κόσμο, ας προσεύχεται στον Πατέρα ή μυστικά ή με το νου του για όποιον ζει στο σκοτάδι της άγνοιας και της αμαρτίας. Η υπομονή στην πίεση του κακού, η συγχώρηση των αδελφών μας και η μυστική προσευχή γι’ αυτούς ενώπιον του Θεού είναι οι πνευματικές δυνάμεις, με τις οποίες μεταστρέφουμε προς το καλύτερο τον κόσμο με τις κακίες του. Επιμένοντας σ’ αυτό το έργο μπορείς να γίνεις αιτία σωτηρίας και των εκ του κόσμου αδελφών σου.

Αν εξετάσεις με ειλικρίνεια τον εαυτό σου, μπορεί να διαπιστώσεις ότι δεν ήσουν ελεήμων με τους πτωχούς, τους μικρότερους αδελφούς του Θεού, διότι δεν τους έδωσες να φάνε, δεν τους έντυσες, δεν τους υποδέχτηκες όταν ήλθαν κοντά σου σαν ξένοι, δεν τους επισκέφθηκες όταν ήσαν στη φυλακή, ενώ μόνο γι’ αυτό το έργο ήλθες σ’ αυτή την ολιγόχρονη ζωή.

Το Αίμα του Αμνού της Θείας Μεταλήψεως συντηρεί την ψυχή βαθύτατα και στηρίζει τον κόσμο να στέκεται στα πόδια του. […] Ιδού γιατί όλος ο κόσμος θα έπρεπε να είναι στη Θεία Λειτουργία, διότι η παράταση της ζωής του είναι δώρο της Θείας Λειτουργίας. […] Συνεπώς όσο καιρό θα υπάρχουν άνθρωποι που θα ζητούν τη μετάνοια και τη Θεία Κοινωνία, ο σατανάς δεν θα έχει δύναμη. Τον εμποδίζει η δύναμη του Θεού. Αλλά, αφ’ ότου σκοτεινιάσει υπερβολικά ο νους των ανθρώπων, ώστε να αρνούνται με τη θέλησή τους τη Θεία Λειτουργία, λόγω της απιστίας τους, τις ημέρες εκείνες θα καταπαύσει να τελείται η θυσία αυτή και θ’ αρχίσει το «βδέλυγμα της ερημώσεως».

Γέροντας Αρσένιος Μπόκα (Ρουμανία), 1910-1989 (κλικ και εδώ)

VIΙ


Η τρίτη θεανθρώπινη αρετή [μετά την πίστη και τη νηστεία] είναι η θεανθρώπινη αρετή της αγάπης. Η αγάπη αυτή δεν έχει όρια, δεν ερωτά: ποιος είναι άξιος και ποιος δεν είναι; αλλ’ αγαπά τους πάντες: αγαπά φίλους και εχθρούς, αγαπά αμαρτωλούς και κακούργους, δεν αγαπά όμως τις αμαρτίες τους και τα εγκλήματά τους, ευλογεί εκείνους που καταριούνται και ως ήλιος φωτίζει και τους πονηρούς και του αγαθούς (Ματθ. 5, 45-46). […] Η αγάπη του Χριστού είναι πάντοτε παναγάπη.
Εάν είσαι του Χριστού, ταπείνωσε τον εαυτό σου μέχρι του σκώληκος: σάρκωσε τον εαυτό σου στον πόνο του κάθε πονεμένου, στη θλίψη του κάθε θλιμμένου, στο πάθος του κάθε βασανισμένου, στο άλγος του κάθε ζώου και πουλιού.

Κοιτάζοντας από τον ουρανό, τι είναι εκείνο που διακρίνουμε περισσότερο πάνω στη γη; Όχι τα βουνά ούτε οι θάλασσες ούτε οι πόλεις ούτε οι ουρανοξύστες. Είναι ο άνθρωπος. Διότι η θεοειδής ψυχή του ανθρώπου είναι ένας ήλιος επί της γης. Όσοι είναι οι άνθρωποι, τόσοι είναι οι ήλιοι επί της γης. Και καθένας απ’ αυτούς τους ήλιους είναι ορατός από τον ουρανό.  Αγαπημένο θαύμα του Θεού! Η μικρούτσικη γη, ένα αστεράκι από τα πιο μικρά, να χωράει δισεκατομμύρια ήλιους! Μέσα από το χωματένιο σώμα του ανθρώπου λάμπει ο ήλιος! Ο άνθρωπος! Ένας μικρός θεός μέσα στη λάσπη.
Είναι ευαγγέλιο, παναληθινό ευαγγέλιο –όχι δικό μου, αλλά των αγίων του Θεού– ότι ο άνθρωπος είναι ένα μεγάλο μυστήριο, ιερό μυστήριο του Θεού. Τόσο μεγάλο και τόσο ιερό, ώστε ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μας ερμηνεύσει όλο το βάθος του ανθρώπινου μυστηρίου. Η αλήθεια του ευαγγελίου, η παναλήθεια, είναι ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάμει τον άνθρωπο θεό κατά χάριν. […] Κατ’ ουσίαν, ο αγώνας για το Θεάνθρωπο είναι αγώνας για τον άνθρωπο.

Κάτω από το πρίσμα της ευαγγελικής και ιεράς παραδόσεως είναι αντιευαγγελική και αντίχριστη φρικαλεότητα να φονεύεται ο αμαρτωλός λόγω της αμαρτίας. Εν προκειμένω καμία ιερά εξέτασις δε μπορεί να ανακηρυχθεί ιερά. Σε τελευταία ανάλυση, όλοι οι ουμανισμοί φονεύουν τον αμαρτωλό λόγω της αμαρτίας, εξοντώνουν τον άνθρωπο μαζί με την αμαρτία του. Διότι δεν θέλουν το Θεάνθρωπο, ο Οποίος είναι η μόνη σωτηρία του ανθρώπου και από την αμαρτία και από το θάνατο και από το διάβολο.
Εκείνος που δεν είναι υπέρ του Θεανθρώπου είναι ως εκ τούτου κατά του ανθρώπου, και είναι ως εκ τούτου δολοφόνος του ανθρώπου, και ακόμη είναι ως εκ τούτου και αυτόχειρας. […] Μεταχειριζόμενος κατ’ αυτό τον τρόπο τον αμαρτωλό, ο ουμανιστικός άνθρωπος αναπόφευκτα αυτοκτονεί: φονεύει την ίδια την ψυχή του, παραδίδει τον εαυτό του στην κόλαση, σε αιώνια συναναστροφή με το διάβολο, αυτόν τον έκπαλαι «ανθρωποκτόνο» (κατά Ιωάννην 8, 44).

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (Σερβία), 1894-1979, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος.

VIIΙ


Ο Κύριος μπορεί να περιμένει και χίλια χρόνια για να σωθεί έστω και ένας αμαρτωλός, για να αναπληρωθεί ο αριθμός των αγγέλων που ξέπεσαν.

Τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μας πρέπει ν’ ανάψουμε κερί γι’ αυτούς που προσβάλαμε, που απατήσαμε, που τους κλέψαμε κάτι, που χρωστούσαμε και δεν ξεχρεώσαμε.

Οπωσδήποτε πρέπει να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας× αλλιώς, είναι σα να ρίχνουμε πετρέλαιο στη φωτιά και η φλόγα γίνεται όλο και πιο μεγάλη. Για όλα, ακόμα και για τις θλίψεις, πρέπει να ευχαριστείς τον Κύριο και την Παναγία.

Παλιά οι άνθρωποι όλα τα έκαναν με προσευχή× προσεύχονταν όταν όργωναν τη γη, στη σπορά προσεύχονταν, προσεύχονταν όταν θέριζαν τους καρπούς. Εμείς σήμερα δεν γνωρίζουμε ποιοι παράγουν αυτά που τρώμε και πολλές φορές ούτε ποιοι μαγειρεύουν το φαγητό μας. Μπορεί αυτοί να βρίζουν και να βλαστημούν όταν το μαγειρεύουν […]. Όλα αυτά που χρησιμοποιούμε για τροφή είναι δώρα του Θεού στους ανθρώπους. Μέσω αυτών όλη η φύση και ο νοητός κόσμος των αγγέλων φροντίζουν τον άνθρωπο. Γι’ αυτό, κάθε φορά όταν καθόμαστε να φάμε, πρέπει να προσευχόμαστε με μεγάλη επιμέλεια.

Άγιος Σεραφείμ της Βύριτσα (Ρωσία), 1866-1949.

ΙΧ


Όποιος ασεβεί στον άνθρωπο, ασεβεί και στο Θεό, όπως κάνουμε πολλοί από μας. Να σέβεσαι τον άνθρωπο, την ανεκτίμητη εικόνα του Θεού. Και να δείχνεις κατανόηση απέναντι στα σφάλματα και τις πλάνες του πεσμένου ανθρώπου, όπως και ο Θεός δείχνει κατανόηση απέναντί σου… Να σέβεσαι λοιπόν τον άνθρωπο και να τον σώζεις. Φυλάξου επίσης και ο ίδιος από την οργή, τη μοχθηρία, το φθόνο και όλες τις άλλες αμαρτίες, που αμαυρώνουν μέσα στον άνθρωπο την εικόνα του Θεού.

Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης (Ρωσία), 1829-1908.

Χ


Προστατεύστε τον εαυτό σας από το αμάρτημα του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Μην ταπεινώνετε ποτέ κανέναν. Στο πρόσωπο του πιστού ορθόδοξου χριστιανού κάθε αλλόθρησκος και αλλοεθνής πρέπει να βρίσκει φιλοξενία και βοήθεια.

Άγιος Λουκάς ο Ιατρός (Ουκρανία), 1877-1961.

Αντί για επίλογο

«Οι άγιοι είναι αναγεννημένες και ολοκληρωμένες ψυχές, που βαθμιαία θεραπεύουν από την αμαρτία και την κτίση γύρω τους και την επαναφέρουν στην πρωταρχική της πανενότητα. Ως κατά χάριν υιοί Θεού, σώζουν την κτίση από το θρυμματισμό, από τη φθορά και τη διάσπαση της ενότητας» (άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. Αστήρ, σελ. 25).
 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...