Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Νους (διήγημα επιστημονικής φαντασίας)

 

Από τη συλλογή διηγημάτων Εξομολόγηση ενός ιδανικού ανθρώπου, εκδόσεις Πύρρα 2006

Φωτο: «Αυλή της Βασίλισσας», το πιο μακρινό γαλαξιακό πρωτοσμήνος που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα (από εδώ)

Α΄

– Είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι μεγαλύτερο και δυνατότερο απ’ αυτό; Κανείς δε μπορεί να το αντιμετωπίσει. Υπάρχουμε γιατί μας ανέχεται –και μας ανέχεται επειδή γελάει μαζί μας, όπως ένας άρχοντας με τα μαϊμουδάκια ενός τσιγγάνου.

– Ένα απ’ αυτά τα μαϊμουδάκια όμως κρύβει στην παλάμη του μια μακριά σιδερένια περόνη· κι όταν ο άρχοντας θα κρατάει την κοιλιά του, θα του την καρφώσει κάτω απ’ τον αφαλό! 

– Αφέλειες, αγαπητέ μου, αφέλειες! Είναι αδύνατον να αντιμετωπιστεί. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να πάψουμε ν’ ασχολούμαστε μαζί του· υπάρχουν αρκετά φλέγοντα θέματα στους πλανήτες μας. Ασ’ το εκεί. Δεν πειράζει πια κανέναν· απλά βρίσκεται.

– Η παρουσία του και μόνον είναι μια τρομερή απειλή –η ύπαρξή του! Δεν είναι δυνατόν να βρισκόμαστε στο ίδιο σύμπαν με κάτι τέτοιο! 

– Τότε ν’ αρχίσουμε να ψάχνουμε για καινούργιο σύμπαν· γιατί αυτό ακούει τώρα τη φωνή μας και θα είμαστε τυχεροί αν δε μας παίρνει στα σοβαρά.

*****

Κυρία Πρύτανις του Πανεπιστημίου των Σκιών,

Εδώ διακόπτεται, ή σταματάει, η συνομιλία ανάμεσα στο Γεώργιο Μαλ και το Νικόδημο Βόκοβιτς, τους δύο κορυφαίους συμπαντικούς φυσικούς που χάθηκαν πέρα από το γαλαξία Φλόγα πριν εννιακόσια χρόνια. Τα έργα τους έμειναν, καταχωρισμένα σε αρχαίες ίνες ψηφιακών δεδομένων, για να αποδεικνύουν την ύπαρξή τους· για τη ζωή τους υπάρχουν πολλές εκδοχές· για το θάνατό τους καμία.

Ασχολήθηκαν με τη διερεύνηση κάποιου φαινομένου που είχε συνταράξει το σύμπαν, έφυγαν με το πιο προηγμένο ερευνητικό σκάφος της εποχής τους (αληθινά πρωτοποριακό, καλό ακόμα και για μας –το μοναδικό του είδους, που ναυπηγήθηκε ειδικά για την αποστολή) και χάθηκαν τα ίχνη τους.

Βρήκα για την αποστολή τους με ενδελεχή έρευνα στα Κυανά Αρχεία· για να είμαι δίκαιος, με βοήθησε ο Χναρ, ο φίλος και μαθητής μου, με το διδακτορικό του σε Αρχεία που χάθηκαν στη μεγάλη Κλοπή που είχε προκαλέσει την απώλεια των γνώσεων πέντε αιώνων· γνώσεων που υπάρχουν στο χαώδη εγκέφαλο των Μνημόνων, των αρχαίων υπολογιστών, αλλά κανείς δε γνωρίζει τους κωδικούς πρόσβασης και συνεπώς είναι αδύνατο να τις βρεις. Σχεδόν αδύνατον, γιατί μπορείς να βασιστείς σε εικασίες (σχετικές με το περιεχόμενο όσων γνωρίζεις) και μ’ αυτό τον τρόπο ο Χναρ, εγώ και αρκετοί άλλοι έχουμε ανακαλύψει περίπου το ένα τέταρτο.

Ξημερωνόμασταν μπροστά στην οθόνη, συχνά τρέμαμε από τους καφέδες –νυστάζαμε, αλλά τα μάτια μας ήταν μονίμως γουρλωμένα σαν του ψαριού– όχι για να ικανοποιήσουμε την ερευνητική μας δίψα (αυτή την απαίσια έξη ποτέ δεν την είχα αποχτήσει), αλλά για να βρούμε έστω και μια λέξη που να διαλεύκαινε το μυστήριο του ήσκιου που φαινόταν να πέφτει απειλητικός σε ολόκληρο το φωτεινό σύμπαν που εμείς, οι απόγονοι της ανθρωπότητας, είχαμε δημιουργήσει.

 *****

Για ένα ολόκληρο έτος –μετρημένο με την περιφορά του Τζαρ– παράξενα φαινόμενα είχαν αναστατώσει δέκα γαλαξίες, τόσο απομακρυσμένους μεταξύ τους που είναι αδύνατον σε σκάφος να ταξιδέψει στους πιο μακρινούς, εκτός αν τηλεμεταφέρεται σε βαθμό επικίνδυνο για τη μοριακή δομή του. Φιλήσυχοι πληθυσμοί μετατρέπονταν σε ηφαίστεια εμφύλιων σπαραγμών που κατέληγαν σε λουτρά αίματος· ανθρωποειδή επιστήμονες, με εξαιρετικά λεπτές παρεμβάσεις, προκαλούσαν μαζικές μεταλλάξεις σε ζώα και φυτά αφανίζοντας ολόκληρους πληθυσμούς ηλιακών συστημάτων· άστρα ενώνονταν και επιτάχυναν την περιστροφή τους προκαλώντας δίνες που κατάπιναν δεκάδες κατοικημένων κόσμων. Και το πιο περίεργο· δεκαεφτά αστέρες γίγαντες έσβησαν ξαφνικά –τι λέω; μετατράπηκαν σε κολοσσιαία παγόβουνα που αιωρούνται ακόμη, σιωπηλά και σκοτεινά, στο απέραντο έρεβος σαν παγάκια σε σκοτεινή αύρα [1].

Υπήρχε η εικασία, βασισμένη σε θρύλους των πρωτόγονων γεωργών της Ουρρ (που είναι απόγονοι κοσμοναυτών και ο Ναός τους πρέπει να είναι τα ερείπια αρχαίου Πανεπιστημίου), ότι ανάλογο φαινόμενο είχε προκαλέσει την αποστολή Μαλ και Βόκοβιτς· μια σειρά αστέρων είχε γίνει μπλε, σχηματίζοντας μιαν απέραντη αλυσίδα από μπλε φώτα που κατευθυνόταν από τις εσχατιές προς το κέντρο του σύμπαντος. Ποια ήταν αυτά τα άστρα δε γνωρίζαμε, γιατί το γεγονός είχε συμβεί, υποθετικά, σε κάποιον από τους πέντε σκοτεινούς αιώνες –που ήταν σκοτεινοί για μας, λόγω της έλλειψης στοιχείων, όχι για τους ανθρώπους που ζούσαν τότε (είναι σαφές αυτό, ελπίζω).

Κι όταν αποκαταστάθηκε η σειρά των Αρχείων που κάλυπτε την περίοδο της δράσης των δύο ερευνητών, καμία αναφορά δεν υπήρχε στην αποστολή ούτε βέβαια στην κατάληξή της. Εμείς όμως τη βρήκαμε. Αυτή ήταν η ανακάλυψη που απέφερε, δίκαια, στον Χναρ τη θέση του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Ωχρού Ρόδου και σε μένα τη θλιβερή μοίρα του αποδιοπομπαίου αλαφροήσκιωτου που περιφέρεται στο σύμπαν αναζητώντας ουτοπίες και πνεύματα.

Υπολογίσαμε με ακρίβεια τη θέση των άστρων που είχαν αλλάξει χρώμα και τα συνδυάσαμε με προγενέστερους και μεταγενέστερους χάρτες· όλα τα στοιχεία ταίριαξαν σ’ ένα ψηφιδωτό που μας κόστισε εβδομάδες αϋπνίας και κόπωσης. Όμως στο τέλος το μόνο που είχαμε πιστοποιήσει ήταν ότι το φαινόμενο είχε πράγματι παρατηρηθεί και η αποστολή είχε γίνει. Πλέον τούτων, ουδέν.

Μετά απ’ αυτό, και ενώ ο Χναρ αποσύρθηκε στο νεόκτητο ακαδημαϊκό του θώκο (δεν τον κατηγορώ, γιατί τα πρόσφατα φαινόμενα, αφού είχαν στοιχίσει τη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπινων πλασμάτων και την ολοκληρωτική καταστροφή είκοσι τριών ηλιακών συστημάτων, είχαν σταματήσει αιφνιδίως), εγώ άρχισα να ψάχνω ερμηνεία στο ανερμήνευτο σκάβοντας απ’ αλλού. Γιατί το έκανα; Μακάρι να μπορούσα να ισχυριστώ ότι με ωθούσε η ανησυχία μου για πιθανή επανάληψη των φαινομένων με ανάλογες ή και μεγαλύτερες συνέπειες! Ακόμα κι αυτό όμως, που μου περνούσε απ’ το μυαλό και το ’λεγα συχνά όταν πάλευα για καινούργια κονδύλια, ήταν μια πρόφαση· η αλήθεια είναι ότι είχα εθιστεί.

Β΄

Η εποχή στο μέσο των σκοτεινών αιώνων (και κατά τούτο θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ήταν αληθινά σκοτεινοί) είχε γνωρίσει μια έξαρση του μυστικισμού· πολλές αδελφότητες είχαν συσταθεί ή αναγεννηθεί από τα λείψανα που διατηρούνταν στη μνήμη των ανθρώπων, σαν το φοίνικα του Ανθαδδόρ, που αναγεννάται από τα κατάλοιπα της ύπαρξής του στη μνήμη άλλων πουλιών. Για πολλές θρησκείες το ενδιαφέρον είχε αναζωπυρωθεί, ενώ είχαν ιδρυθεί και νέες, μάλιστα δε και αιματηρές, όπως ο τλαλοκισμός και μια μορφή γεντουϊσμού που πήγαζε από το σύστημα του Πετρίνου. Εν πάση περιπτώσει, μεταξύ αυτών των θρησκευτικών μορφωμάτων υπήρχαν και μερικά φιλοσοφικά, νεογνωστικού και ελληνικού τύπου, ανάμεσα στα οποία ο νεοπυθαγορισμός.

Βρήκα με βεβαιότητα στις κοσμικές στήλες πολλών ηλεκτρονικών περιοδικών της εποχής (που τα περισσότερα το χλεύαζαν) ότι οι καθηγητές Μαλ και Βόκοβιτς ήταν μυημένοι σε μιαν αδελφότητα Νεοπυθαγόρειων του Ουρανού 72, όπου έδρευαν τότε το Πανεπιστήμιο του Ωχρού Ρόδου και άλλα Πανεπιστήμια.

Έφαγα μέρες και νύχτες κοιτάζοντας σύμβολα και μελετώντας μύθους αμέτρητων πλανητών που θεωρείται ότι είχαν προστεθεί στις μυθολογίες τους τα τελευταία εννιακόσια χρόνια μήπως εντοπίσω κάτι, μια ελάχιστη ένδειξη, για πιθανό πέρασμα των δύο επιστημόνων από κει. Άρχισα από τα συστήματα πέρα από το γαλαξία Φλόγα (που ήταν ήδη πάρα πολλά) και κατόπιν προχώρησα στα ενδότερα. Τότε έμαθα και ότι το σκάφος του ταξιδιού τους ονομαζόταν π, πράγμα που, δεν ξέρω για ποιο λόγο, δεν αναφερόταν στις επίσημες καταχωρίσεις, παρόλο που το ίδιο το σκάφος περιγραφόταν διεξοδικά και εξαίρονταν τα πλεονεκτήματά του με διθυράμβους. Το βρήκα σε κάποια περιθωριακή ιστοσελίδα, που μιλούσε για τους βουλευτές που είχαν παρευρεθεί στην απογείωση και έδειχνε μάλιστα φωτογραφίες· ήταν ένα όμορφο σκάφος, σα λαμπερό βέλος.

 *****

Οι άνθρωποι που είναι δοσμένοι σε μια ιδέα δεν πρέπει να παντρεύονται. Δυστυχώς, όταν ζητούσα σε γάμο την αγαπημένη μου Σιρροάν (και ήμουν ακόμη ένας ταπεινός λέκτορας), δεν ήξερα τί μου επιφύλασσε η “τύχη”. Έτσι, όταν η κατάστασή μου έφτασε στο απροχώρητο, η μελαψή καλλονή από την Έβδομη Αφροδίτη με εγκατέλειψε και παντρεύτηκε τον πιστό μου Χναρ. Ήμουν τόσο απορροφημένος από τις έρευνές μου ώστε σχεδόν δε με πείραξε.

Το μεγάλο μου πρόβλημα εκείνη την καθοριστική στιγμή ήταν ότι ο πραιπόζιτος Καδόργκ του ομοσπονδιακού συστήματος των Αβελιαδών μού είχε στερήσει την επιχορήγηση, τη βασική πηγή εσόδων μου κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου που δε μου είχε αφήσει περιθώριο για παραγωγική και αμειβόμενη ακαδημαϊκή εργασία. Το συμβούλιο της ομοσπονδίας, δηλαδή στην πραγματικότητα ο ίδιος ο πραιπόζιτος, δήλωσε ότι η έρευνα δεν είχε πλέον κανένα σκοπό, ενώ εκείνοι έπρεπε να αφοσιωθούν “στο μεγαλύτερο έργο κοινής ωφελείας μετά τη δημιουργία του σύμπαντος”, την κατασκευή ενός τεχνητού κόσμου, μιας Εδέμ, που θα λειτουργούσε ως εργοστάσιο αέναης παραγωγής παντοίων αγαθών εκμεταλλευόμενη την ενέργεια ενός ολόκληρου ήλιου. Έτσι, με τα γιγαντιαία μηχανήματά τους, που τα αποκαλούσαν Εκατόγχειρες και Τυφώνες, άρχισαν να αποδομούν τους τριάντα πλανήτες που περιέβαλλαν με τις τροχιές τους τον αστέρα γίγαντα Δαλιδά για να χτίσουν με τα υλικά τους τη θήκη που θα κάλυπτε, σαν κουκούλι, την επιφάνεια του ήλιου απομυζώντας την ενέργειά του προς χάριν των ανθρώπων.

Οι αγωγοί που θα βυθίζονταν στην καρδιά του, για να τη συνδέσουν με τις υπερκυκλώπειες μονάδες ενεργειακής μετατροπής, ήταν κατασκευασμένοι από χαλυδάμαντα του Ελέφαντα 2 ενισχυμένο με δώδεκα πολυσυνθετικά κράματα· το ισχυρότερο υλικό του σύμπαντος· και οι δαπάνες για την κατασκευή τους απαιτούσαν μυθώδη κεφάλαια –φανταστείτε τί χρειαζόταν για την περάτωση του έργου! Όλος ο πλούτος της ομοσπονδίας για δεκαετίες θα διοχετευόταν στο έργο αθανασίας του Καδόργκ. Μια βλακεία –γιατί κανείς δε χρειαζόταν τα αγαθά που θα παρήγαγε σωρηδόν· θα έπρεπε να πείσει τους πληθυσμούς ότι οι ανάγκες τους διογκώνονταν καθημερινά, για να πουλάει την πραμάτεια του, εκτός αν νόμιζε ότι θα την απορροφούσαν οι τρισευτυχισμένοι έποικοι που θα κουβαλούσε στην Εδέμ του!

Όπως και να έχει, ακόμα και με τη στήριξη του Καδόργκ είναι αμφίβολο αν τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Λοιπόν, ας είναι.

Φυτοζωώντας μερικούς μήνες με τη βοήθεια των φίλων μου (πανεπιστημιακών που δεν ανέφεραν πια τ’ όνομά μου, γιατί ήδη είχα θεωρηθεί “ιδιόρρυθμος” –είχα μάλιστα αποπεμφθεί απ’ όλα τα Ιδρύματα που κάποτε επιζητούσαν τη συνεργασία μου) ανακάλυψα τελικά ένα σύμβολο στις ασπίδες των ιθαγενών του έκτου πλανήτη της Κλυμμένης, μιας Ωκεανίδας. Ήταν ζωγραφισμένο με χρυσό χρώμα και το σχήμα του διακρινόταν καθαρά· μια τετρακτύς [2].

Κάλεσα αμέσως τον παλιό μου φίλο Φίλιππο Νεμάνια, που είχε την αφροσύνη να ανταποκριθεί στην παράκλησή μου, και νοικιάζοντας ένα μικρό σκάφος κατεβήκαμε στις Ωκεανίδες, που έλαμπαν σαν περιδέραιο ανατολικά της γιγάντιας σμαραγδόχρωμης Ιντούν.

Όταν έδειξα το σύμβολο της τετρακτύος εκτυπωμένο σ’ ένα χαρτί στον αρχηγό των ιθαγενών, εκείνος θαύμασε. Μας είχαν υποδεχτεί θετικά αυτοί οι έτσι κι αλλιώς φιλήσυχοι άνθρωποι (αν και γενναίοι πολεμιστές) και τώρα μας αντιμετώπιζαν σχεδόν σαν ημίθεους. Μας οδήγησαν, εμένα και το Φίλιππο, σε μια σπηλιά, στο βάθος της οποίας, ασφαλισμένο με βαριά πόρτα, υπήρχε κάτι σαν κρύπτη.

Πάνω στην πόρτα ήταν χαραγμένα με οξύ αντικείμενο τέσσερα κεφαλαία γράμματα: Κ Τ Τ Φ. Με τη φαντασία μου διάβασα πίσω απ’ αυτά τη γνωστή πυθαγόρεια υποθήκη: κοινά τα των φίλων. Το είπα στο Φίλιππο και συγκινηθήκαμε, γιατί ξύπνησε μέσα μας η αλλόκοτη παιδιάστικη πεποίθηση ότι εννοούσε ανθρώπους σαν εμάς, που τους περίμενε για αιώνες· μπήκαμε νιώθοντας μια γλυκιά ταραχή, ιερή, σα να παραβιάζαμε το υπνοδωμάτιο ενός φίλου, στο οποίο βρισκόταν μόνη η γυναίκα του και καλούσε σε βοήθεια απεγνωσμένα.

Η ανακάλυψη δικαίωσε τις προσδοκίες μας· σ’ αυτή την κρύπτη βρισκόταν ολόκληρος ο θησαυρός της αποστολής Μαλ και Βόκοβιτς! Συσκευές, εξαρτήματα, ακόμα και έπιπλα και γραφεία (όλα φερμένα από το σκάφος που για κάποιο λόγο είχε πέσει στο μικρό πλανήτη) και, το κυριότερο, ένας νανοδίσκος με ηχογράφηση των συζητήσεών τους σε όλη τη διάρκεια της αποστολής και σχέδια της πορείας και των συμπερασμάτων τους. Δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος των καταγραφών, και όλα ανεξαιρέτως τα σχέδια, ήταν φθαρμένο –εννιακόσια χρόνια είχαν περάσει– και μόνο μετά από πολύωρο καθαρισμό στα δικά μας μηχανήματα μπορέσαμε να ξεκαθαρίσουμε κάτω από το παχύ στρώμα των παρασίτων τη συνομιλία.

Είχαν ανακαλύψει κάτι που το αποκαλούσαν, ελληνικά, Νου. Αυτό, κατά τη γνώμη τους, ευθυνόταν για το φαινόμενο, όχι μόνο της μεταβολής, αλλά και της εξαφάνισης μιας ολόκληρης σειράς αστέρων σε απόλυτη ευθεία γραμμή απ’ άκρη σ’ άκρη στο σύμπαν. Το είχαν ανακαλύψει ακριβώς στο κέντρο του σύμπαντος (όπου κανείς άνθρωπος δεν είχε φτάσει μέχρι τότε) και το χαρακτήριζαν τεράστιο, ακατανίκητο και, κατά τον Βόκοβιτς, επικίνδυνο.

Τί ήταν όμως; Για κάποιον μη προφανή λόγο δεν διευκρίνιζαν τη φύση ή έστω τη μορφή του αντικειμένου. Ήταν ουράνιο σώμα; Κοσμική ανωμαλία; Βαρβαρική αυτοκρατορία; Τίποτα· ήταν απλά ο Νους.

Το βράδυ ο Φίλιππος μου παρέθεσε από μνήμης δεκάδες αποσπάσματα αρχαίων διανοητών που αποκαλούσαν Νουν την κινητήρια δύναμη ή την πηγή προέλευσης του παντός. Τα πιο ενδιαφέροντα μου φάνηκαν μια φράση του Δημόκριτου, κατά την οποία ο Θεός είναι νους εν πυρί σφαιροειδεί, και το απόσπασμα 12 του Αναξαγόρα για τον Νουν, το λεπτότατόν τε και καθαρώτατον, που πάντα διεκόσμησε και προκάλεσε την περιστροφή με την οποία διαχωρίστηκαν τα τε άστρα και ο ήλιος και η σελήνη και ο αήρ και ο αιθήρ και από του αραιού το πυκνόν και από του ψυχρού το θερμόν και από του ζοφερού το λαμπρόν και από του διερού το ξηρόν, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του κόσμου. Αινιγματικό πράγματι· αλλά δε νομίζω ότι ο Αναξαγόρας ή ο Δημόκριτος (έστω κι αν υποθέταμε το απίθανο, ότι ήξεραν κάτι περισσότερο από μας) θα μπορούσαν να μας διαφωτίσουν.

Γ΄

Το ταξίδι στο κέντρο του σύμπαντος είναι, όπως γνωρίζετε, ένα από τα ακατόρθωτα μέχρι σήμερα οράματα της ανθρώπινης επιστήμης. Το ίδιο το κέντρο του σύμπαντος είναι ένα σημείο ιδεατό, περιβεβλημένο με το ιμάτιο του μύθου σε αμέτρητους πλανήτες. Οι μύθοι αυτοί, όπως έχουν αποδείξει με τις διατριβές τους οι μεγαλύτεροι θρησκειολόγοι του περασμένου αιώνα, συγκλίνουν σε βασικά σημεία, όχι λόγω κάποιας αρχαίας κοινής πηγής αλλά επειδή πλάστηκαν από το συλλογικό ασυνείδητο για να ικανοποιήσουν τις ίδιες βασικές ανάγκες· την ανάγκη της ψυχής να αναφερθεί εκστατικά σε μια έξωθεν πηγή της ζωής, της φαντασίας να κορέσει την πείνα της, που ολοένα διογκώνεται, και της διάνοιας να νοηματοδοτήσει το μυστήριο του απείρου. Βέβαια, γνωρίζουμε πλέον τα πάντα για τη διαδικασία δημιουργίας των γαλαξιών και τους νόμους που διέπουν το μικρόκοσμο και το μακρόκοσμο, αλλά ο μυστικισμός ελλοχεύει στα μύχια της ανθρώπινης διάνοιας τόσο, που κάποιοι εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι εκτός από τον εγκέφαλο υπάρχει στα νοήμονα όντα και ένα άλλο κέντρο ελέγχου, ανιχνεύσιμο μόνο από τη νεοψυχανάλυση, η πνοή· πόσο μάλλον λαοί ολόκληρων πλανητικών αλυσίδων, εμφορούμενοι ακόμη από θεϊστικές αντιλήψεις, πλέκουν ολόκληρους μυθικούς κόσμους για να ερμηνεύσουν αυτό που η επιστήμη παλαιόθεν ερμήνευσε αλλά οι ίδιοι, στερημένοι των δικών μας γνώσεων (λόγω της φτώχιας τους ή και κάποιων δεισιδαιμονιών του πολιτισμού τους), δεν το γνωρίζουν.

Πρέπει να αναφέρω εδώ, παρεμπιπτόντως, ότι η φανταστική λογοτεχνία των προηγούμενων αιώνων επηρέασε τα μέγιστα τη μυθολογία αμέτρητων κατοικημένων συστημάτων, και μάλιστα με δύο τρόπους· αφενός δίνοντας τροφή στο θεολογικό στοχασμό, ιδίως θρησκευτικών ηγετών ή προφητών που επιδίωκαν συνειδητά την καθυπόταξη του πνεύματος, αφετέρου προκαλώντας σύγχυση σε λαϊκούς φιλοσόφους και διδασκάλους, που αδυνατούσαν να διακρίνουν το φανταστικό δημιούργημα από την επιστημονική πληροφόρηση. Αυτό όμως, τουλάχιστον προς το παρόν, δε μας αφορά.

Εν πάση περιπτώσει, η αποστολή Μαλ και Βόκοβιτς είχε καταγράψει στο ημερολόγιό της ταξίδι που έφτανε ώς το κέντρο του σύμπαντος. Και εκεί, σ’ αυτό το πολυπόθητο για όλους τους εξερευνητές άγνωστο σημείο, ανακάλυψε το Νου, τον οποίο θεωρούσε αιτία των κοσμικών αναταραχών της εποχής εκείνης και βέβαιη μελλοντική απειλή.

Οι δίαυλοι μέσω των οποίων οι Μ&Β κατόρθωσαν το ασύλληπτο (μάλιστα για την εποχή τους), καθώς και οι πηγές ενέργειας που χρησιμοποίησαν, αναφέρονταν λεπτομερώς, με τη γνωστή μεθοδικότητα που χαρακτήριζε τους δύο πολυβραβευμένους ερευνητές. Οι αναφορές βέβαια ήταν φθαρμένες σε αρκετά σημεία, αλλά κατορθώσαμε, με νέα μεγάλη προσπάθεια και αξιοποιώντας όλες τις γνώσεις που είχαμε στη διάθεσή μας, να τις αποκαταστήσουμε στο ακέραιο.

Από την κατοικία του Φίλιππου, στα νότια του Σίσυφου (όπου ζούσε με την οικογένειά του), στείλαμε τα συμπεράσματα των μελετών μας και προτείναμε ένα πλήρες σχέδιο για την πραγματοποίηση του ταξιδιού στο Πανεπιστήμιο του Ωχρού Ρόδου. Ενδιαφέρθηκαν αμέσως· μας προσκάλεσαν και αναπτύξαμε ενώπιον των πρυτάνεων τους συλλογισμούς μας και κατόπιν, γεμάτοι διαβεβαιώσεις ότι θα ηγηθούμε της αποστολής υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου, αναχωρήσαμε για το Σίσυφο.

Μια ηλιακή καταιγίδα στο Τόξο του Κάστορα 5 κατέστρεψε το σκάφος μας· ο Φίλιππος σκοτώθηκε κι εγώ μόλις που πρόλαβα να ναυαγήσω στην Αργυρή Χορδή με τη σωστική άκατο. Απ’ όσο μου επιτρέπουν οι γνώσεις μου να αντιληφθώ, η καταιγίδα εκείνη ήταν ανεξήγητη· επιπλέον, το Πανεπιστήμιο θα έπρεπε να την έχει προβλέψει και να μας αποτρέψει να ταξιδέψουμε.

Έζησα έξη χρόνια σε μια βαθιά σπηλιά στη Ζούγκλα των Βουτράχων, τρεφόμενος με τους ιερούς άρτους της αγγελολατρίας της Αργυρής Χορδής, που οι δενδρόβιοι ασκητές, οι μόνοι που επιτρέπεται να τους φάνε, μου παραχώρησαν χωρίς δισταγμό μόλις τους εξήγησα την κατάστασή μου. Η μόνη μου επαφή με τον “έξω κόσμο” ήταν ένα φορητός υπολογιστής, ήταν αρκετό όμως για να γνωρίζω ότι καμιά πρωτοβουλία για παρόμοια αποστολή δεν είχε αναληφθεί, τουλάχιστον δεν είχε ανακοινωθεί, μέχρι τότε. Με τη βοήθεια του ηγουμένου Βοτάν κατέφυγα στο Ναό των Αρχαγγέλων και εκεί ζω, στα άγια των αγίων. Από το σημείο τούτο, το ιερότερο σημείο ολόκληρου του συστήματος του Κάστορα 5 (άσχετα αν πιστεύετε στο Θεό, γνωρίζετε όμως ότι η ιερότητα ενός χώρου εξαρτάται άμεσα από τα ενεργειακά κύματα των ανθρώπων που θρησκεύουν σ’ αυτόν –καθότι ο άνθρωπος είναι ιερός, σύμφωνα με όλες τις αποδεκτές από εμάς θρησκείες), σας αποστέλλω το υπόμνημά μου, στο οποίο επισυνάπτω αντίγραφο των μελετών μας.

Αγνοώ τα κίνητρα και τις προθέσεις των Πανεπιστημίων μας και των πολιτικών κύκλων που πιθανότατα έχουν αναμιχθεί. Το μόνο για το οποίο είμαι βέβαιος είναι ότι κάποιοι πρόκειται, για μια ακόμη φορά, να εκμεταλλευτούν την επιστημονική γνώση για ίδιον όφελος· και φυσικά, για να γίνει αυτό, έπρεπε οι αυθεντικοί φορείς της γνώσης να τεθούν στο περιθώριο ή, όπως στην περίπτωσή μας, να λείψουν από τη μέση.

*****

Έφτασα στο κρίσιμο σημείο του κειμένου μου και τα συναισθήματά μου είναι ανάμικτα· οι φυλές μας ποτέ δεν ήταν σύμμαχοι, ή μάλλον, για την ακρίβεια, ποτέ δεν έπαψαν να είναι εχθρικές· νομίζω βέβαια ότι η άγνοια συντελεί σε μεγάλο βαθμό στην αμοιβαία επιφυλακτικότητα, αν και οφείλω να ομολογήσω ότι ποτέ μέχρι τώρα δε με είχε απασχολήσει το ζήτημα των σχέσεών μας. Όπως και αν έχει το πράγμα, η συνεργασία σας είναι η τελευταία μου ευκαιρία, ή έστω ελπίδα, να ανακαλύψω, να διαπιστώσω, τί ακριβώς συμβαίνει.

Τί έχω να σας προσφέρω εγώ; Τίποτα σημαντικό ίσως· όμως με τη συνεχή κατανάλωση του ιερού άρτου της Αργυρής Χορδής, ενώ ήμουν αμύητος στη λατρεία των δενδρόβιων ασκητών, οι οποίοι, όπως γνωρίζετε, προφυλάσσονται από τις παρενέργειες μέσω της μύησής τους, έχω αρχίσει να μεταμορφώνομαι. Βρίσκομαι στη διαδικασία που ονομάζεται διεθνώς φάντασμα του Ελπήνορα [3], δηλαδή χάνω σταδιακά την υλική υπόστασή μου και σύντομα θα εξαφανιστώ από την πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις των ανθρώπων. Όχι βέβαια και όπως την αντιλαμβάνεστε εσείς. Το φαινόμενο αυτό έχει να παρατηρηθεί στη δική μας πλευρά του σύμπαντος τουλάχιστον τετρακόσια χρόνια και, κατ’ ουσίαν, δεν έχει μελετηθεί ποτέ. Αυτή είναι η προσφορά μου· εγώ ο ίδιος.

Αιτούμαι τη συνεργασία σας για την πραγματοποίηση του ταξιδιού, που, σύμφωνα με τις εικασίες των δικών μας επιστημονικών κύκλων, για σας είναι όχι απλώς εφικτό αλλά ενδεχομένως και αρχαία ήδη πραγματικότητα, καθώς οι νόμοι, στους οποίους υποκείμεθα εμείς και μας παρεμποδίζουν από τέτοια απίστευτα ανδραγαθήματα, για σας φαίνεται να είναι σχετικοί. Και αυτό βεβαίως είναι εικασία, αφού κανείς από μας δεν έχει δει κανέναν από σας, και, υποθέτω, το αντίστροφο.

Βέβαια, ως φάντασμα του Ελπήνορα δεν αποτελώ τυπικό δείγμα νοήμονος ζωής της δικής μας πλευράς του σύμπαντος, όμως οι ιατρικές μου γνώσεις μου επιτρέπουν να υποθέσω με σχετική βεβαιότητα ότι τα όργανα του σώματος και οι ζωτικές μου λειτουργίες, αν και περνούν σε άλλη συχνότητα ύπαρξης, δεν αλλοιώνονται σημαντικά· έτσι, η μελέτη μου θα σας βοηθήσει να τελειοποιήσετε τις γνώσεις σας στο θέμα όχι μόνο της εξαιρετικά σπάνιας αυτής πάθησης αλλά και του τρόπου ύπαρξής μας γενικότερα.

Πρέπει να αναφέρω κλείνοντας ότι, λίγα χρόνια πριν και ενώ ήδη κρυβόμουν στην Αργυρή Χορδή, άρχισα να οραματίζομαι σε κατάσταση ημιύπνωσης αυτό που πιθανόν αντίκρισαν οι Μ&Β στο τέλος του ταξιδιού τους. Στο όραμά μου εμφανίζονταν, με μικρές διαφορές, οι γαλαξίες που δεν έχουν ακόμη γίνει ορατοί, αλλά απλώς υπολογίζεται ότι υπάρχουν, και στο κέντρο τους αιωρούνταν, μεγάλο σαν μισός γαλαξίας, ένα αυτόφωτο σώμα, στην επιφάνεια του οποίου αναβόσβηναν συνεχώς λάμψεις προκαλούμενες από ηλεκτρική δραστηριότητα. Το σώμα αυτό ήταν ένας εγκέφαλος· ένας τέλειος ανθρώπινος εγκέφαλος, απείρου μεγέθους, περιστρεφόμενος αργά, που συνιστούσε το κέντρο του σύμπαντος και μάλλον την οντολογική αρχή του· ο Νους του Αναξαγόρα, το άπειρον και αυτοκρατές, που μέμεικται ουδενί χρήματι, αλλά μόνος αυτός εφ’ εαυτού εστίν –ίσως αυτό που αποκαλούμε Θεό, το πυρ τεχνικόν των στωικών, και του αποδίδουμε την προέλευση των πάντων· η πίστη μας βέβαια σ’ αυτό είναι εντελώς υποθετική, αφού κανείς δεν το έχει αντικρίσει ποτέ, εκτός ίσως από τους Μ&Β.

Ο εγκέφαλος αυτός όμως, στο όραμά μου, ήταν παράφρων. Το γνώριζα αυτό και γνώριζα επίσης ότι αυτή η παραφροσύνη του είχε προκαλέσει την ατελείωτη αλυσίδα των μπλε άστρων της αρχαίας εποχής, καθώς και τις δικές μας πληγές του Φαραώ· τους εμφύλιους πολέμους, τις εξεγέρσεις των ανθρωποειδών, τις ανωμαλίες στις αστρικές τροχιές, τις κοσμικές δίνες, την ψύξη των αστέρων –και τελικά την τραγωδία μου. Γνώριζα, ακόμη, και οφείλω να το ανακοινώσω, αφού εξάλλου δεν επηρεάζει την απόφασή μου να προσφύγω σε σας, ότι εσείς, ο κόσμος σας, ολόκληρη η δική σας πλευρά του σύμπαντος και ό,τι αυτή περιλαμβάνει και εκπροσωπεί, ήταν επίσης συνέπεια της παράνοιας του υπερεγκεφάλου, του κοσμικού Νου, όπως τον είχαν επονομάσει οι ερευνητές.

Στη δεύτερη φάση των οραμάτων μου, όπου σίγουρα με είχε επηρεάσει βαθύτερα ο ιερός άρτος, ένιωθα ότι ο εγκέφαλος εκείνος ήταν απλά ο δικός μου εγκέφαλος· και είτε βρισκόμουν κλινήρης στο Κέντρο Νοητικής Αποκατάστασης του Κουράκον έχοντας πέσει θύμα φαντασιώσεων (μέρος των οποίων ήταν το σύνολο της ζωής μου, ο γάμος μου με τη Σιρροάν, η επιστημονική μου ιδιότητα, η σταδιοδρομία μου και φυσικά η οδύσσεια των τελευταίων ετών) είτε, το πλέον αποτρόπαιο, εγώ ο ίδιος δεν ήμουν, δεν είμαι, παρά ένας εγκέφαλος, προϊόν πειράματος ανάλογου με τα γνωστά της ομάδας Πενθέα, που επιζεί χωρίς σώμα, σε ειδικό θόλο, συνδεδεμένος με συντηρητικά υγρά και αφημένος να οικοδομεί το φανταστικό σύμπαν του μόνος ή με τη βοήθεια εξωτερικών ερεθισμάτων.

Και τώρα ακόμη δε γνωρίζω, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, με απόλυτη βεβαιότητα ποια είναι η αλήθεια· ούτε φυσικά τί ακριβώς πρέπει να νοήσω ως αλήθεια, αφού το μόνο που γνωρίζω είναι ό,τι αντιλαμβάνεται ή κατασκευάζει η σκέψη μου· ωστόσο, έχοντας δει τους τελευταίους επιζώντες από τους εγκεφάλους της ομάδας Πενθέα (και μάλιστα συνομιλήσει με την Αγαύη, το γυναικείο εγκέφαλο που αναμόρφωσε το δέκατο επίπεδο των μετασφαιρικών μαθηματικών, βραβεύτηκε με αδαμάντινο Εμπεδοκλή και ποτέ δεν πίστεψε ότι ήταν απλώς ένας εγκέφαλος χωρίς σώμα), θεωρώ ότι αποκλείεται να ανήκω στην ίδια κατηγορία ύπαρξης· δε θα μου είχε χορηγηθεί η πληροφορία για τα πειράματα εκείνα, εκτός… αν η αντίδρασή μου σε κάτι τέτοιο ήταν επίσης αντικείμενο μελέτης. Γεγονός είναι ότι αυτός ο συλλογισμός ήταν το μόνο που με προστάτευσε από την τρέλα, αν με προστάτευσε, και φυσικά δεν έχω πρόθεση να τον αμφισβητήσω.

Έχοντας μακρηγορήσει ανεπίτρεπτα, νομίζω ότι έφτασα στο τέλος του υπομνήματός μου. Το αποστέλλω ηλεκτρονικά, στη συχνότητα που θεωρείται από εμάς δική σας συχνότητα. Ίσως είναι η τελευταία πράξη που θα μπορέσω να κάνω με το αισθητό μου σώμα πριν “εξαϋλωθώ” εντελώς. Έχω αφήσει μήνυμα στον ηγούμενο Βοτάν, παρακαλώντας τον να ελέγχει το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο για πιθανή απάντησή σας και να με ενημερώσει προφορικά γι’ αυτήν, έστω κι αν δε με βλέπει. Είμαι ήσυχος ότι το κείμενό μου δεν θα διαβαστεί από τρίτους, γιατί η συχνότητά σας έχει πάψει να εποπτεύεται από ανιχνευτές εδώ και τουλάχιστον χίλια χρόνια· μόνον η έρευνά μου στα χαμένα Κυανά Αρχεία μου επέτρεψε τη γνώση της και ασφαλώς είμαι ο μόνος άνθρωπος από αυτή την πλευρά του σύμπαντος που τη χρησιμοποιεί ποτέ ως δίαυλο επικοινωνίας.

Είμαι εξάλλου βέβαιος ότι υπάρχετε ακόμη, γιατί καμιά κοσμική ένδειξη δεν έχει καταγραφεί τα τελευταία χίλια χρόνια για το αντίθετο. Αναρωτιέμαι αν γνωρίζετε αυτό που ερευνώ· πιθανότατο, αν έχετε ταξιδέψει στο κέντρο του σύμπαντος. Φοβάμαι την επαφή μας· αλλά και την εύχομαι.

Διατελώ μετά μεγίστης τιμής και πρόθυμος να σας μεταφέρω το φως του ταπεινού λύχνου μου για να φωτιστώ από το σκοτεινό ήλιο σας.

Έχετε υγεία, αν αυτό σημαίνει κάτι για σας.

Επίλογος

Η Αγαύη συνέλαβε το κοσμικό μήνυμα και ένιωσε ευθυμία. Αν είχε στόμα, θα χαμογελούσε· και τώρα όμως μπορούσε να μεταδώσει την ευθυμία της στο λαό της.

Αυτό το πλάσμα ήταν μια ενδιαφέρουσα περίπτωση, αποφάνθηκαν οι πρυτανίδες του Πανεπιστημίου των Σκιών, αλλά μόνον ως φάντασμα του Ελπήνορα ίσως μπορούσε κάποτε να εναρμονιστεί με τον τρόπο ύπαρξής του δικού τους κόσμου· του κόσμου που είχαν συνθέσει εκείνοι, εκατοντάδες σφαιρικά όντα απομονωμένα μέσα στις γυάλες τους –τις διασκορπισμένες εδώ και αιώνες, μετρημένους με την περιφορά του Τζαρ, στα αμέτρητα Πανεπιστήμια όλων των ανθρώπινων συστημάτων– που είχαν αναγκαστεί να δημιουργήσουν ένα άλλο επίπεδο επικοινωνίας μέσω της ανώτατης νοημοσύνης τους· και μετά, έναν άλλο κόσμο, ονειρικό, με την ιστορία και τη μυθολογία του, τη γλώσσα και τη συνείδησή του, ένα άλλο σύμπαν, που συνυπάρχει με το ανθρώπινο, αλλά ποτέ δεν εφάπτεται μ’ αυτό.

Ακίνητοι, σιωπηλοί, σχεδόν ξεχασμένοι, αλλά συνεχώς δραστήριοι στον αδιάστατο κόσμο τους, οι άντρες και οι γυναίκες των Σκιών αποφάσισαν να περιμένουν· η γνώση τους για ό,τι συνιστά ον ξεπερνούσε τη γνώση οποιουδήποτε άλλου είδους σε κάθε σύμπαν· μια μικρή εξέλιξη θα ήταν ενδιαφέρουσα. Ένα ξένο σώμα, με συγκεκριμένες προδιαγραφές, στο δικό τους σύμπαν, που το δημιουργούσαν και το διεύρυναν κατά βούλησιν· τί θα μάθαιναν και τί θα δίδασκαν τώρα ένας Θεός ήξερε· ίσως, πολύ απλά, να ήταν και η καταστροφή τους.



Σημειώσεις

[1] Ηδύποτο του πλανήτη Κουράκον.

[2] Βασικό πυθαγόρειο σύμβολο των τεσσάρων πρώτων αριθμών (1,2,3,4), που θεωρούνται συνδεόμενοι μεταξύ τους με διάφορες σχέσεις.

[3] Σύντροφος του Οδυσσέα, που σκοτώθηκε σε ατύχημα στο παλάτι της Κίρκης και το σώμα του δεν ανακαλύφθηκε για να ταφεί· κατά την κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη εμφανίστηκε και του υπέδειξε πού βρισκόταν το σώμα του, για να το θάψουν και να μπορέσει το πνεύμα του να βρει ανάπαυση.

Ο Αντισκάρος (μυθιστόρημα): «Ξέρουμε ποιοι είμαστε;» – «Να κάμεις τη μολυβένια καρδιά και το νου χρυσάφι!...»


Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, Ο Αντισκάρος, εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα 2018, ISBN: 978-960-597-148-9. 


Του Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ - ΡΕΘΕΜΝΟΣ

Αγαπητέ μου κ. Νίκο,
Δεν έλαχενε να πάω κιαμιά φορά σάμε τον Αρτό, μα φαίνεταί μου πως θ’ αρματώσω μιαν ημέρα Εβδομήντα Μιχελήδες, να πάρω κάτω, να γυρεύγω τη Σπηλιά του Καλόγερου – έκειά που τροζάθηκεν ο κακομοίρης απού το «δαίμονα της περιεργείας» κι εγύριζε χώρες και χωριά κι ετραγούδιε…
Και θα γυρέψω και το μητάτο του μπάρμπα Μανούσο, να βρω το θησαυρό του ποθαμένου (πώς να τονε πω; γιατρό; καπετάνιο; πειρατή; τραγουδιχτή; ερωτευμένο; αγιογράφο; καλόγερο; αντισκάρο σε φράγκικη γαλέρα; γ-ή συγγραφέα;): ένα κεντητό γυναικίστικο μαντήλι, με τυλιμένα μέσα ένα βενέτικο χρυσό τσεκίνι, δακαμένο στη μιαν άκρα, ένα σμαραγδένιο δαχτυλίδι, πράσινο σαν τα μάθια τσ’ αρχοντοπούλας, κι άλλον ένα, στην πέρα αποκάτω γεμάτο φαρμάκι.
Κοντό, ν’ αποκρατεί θέλει το φαρμάκι τόσους αιώνες; Και τίνος να το ποτίσω, που λώπως δε θέλω να ξεβγάλω κιανένα, γ-ή πούρι μπορεί να θέλω να ξεβγάλω πολλούς και στο τέλος μπορεί να ξεβγώ μοναχός μου γ-ή (όπως έλεγεν ένα δάσκαλος μια φορά, που ’χε κάμει αιχμάλωτος στη Γερμανία, ο Θεός να του συχωρέσει) να ξεβγούμεν ούλοι μαζί!... 

Μα εγώ θα τα πάρω και δε φοβούμαι, κι ας είναι στοιχειωμένα. Κι όχι για τα γρόσσα – κι από τούτα δεν έχω πράμα, που ’ναι σαν και να τα ’χω ούλα, δόξα Σοι ο Θεός – μόνο για το μεράκι, για να πιούμε κρασί με τσ’ Εβδομήντα απού τα βαρέλια του Πενταχτένη και να σύρομε κείνο το ριζίτικο του Νικολού του γιατρού (έτσά δεν πάει να πει ντοτόρος; καλά δε νιώθω;) στο περβόλι του Φραντσέσκο Μπαρότση, το τραγούδι τσ’ αγάπης και τση λευτεριάς:
– Φράγκους εγώ δεν προσκυνώ!...
Κι άνε μασε παντήξει η γρε Πανώκλα και πετά και χαχαρίζει στση Νύφης τα Ποτάμια και τραγουδεί:
Η Πανώκλα ’ναι κοντά κι ο πασάς με τον ορτά
θα τα χαχαλιάσει ούλα στη μεγάλη ντου σακούλα!...,
γ-ή θα τση πέψω τον άγιο Χαράλαμπο (που ’ναι στα Περβόλια γείτονάς μου, μαζί με τον άη Νικόλα – έκειά π’ αποθέκανε τσι Τέσσερις Μάρτυρες πρίχου πάνε να τσι θάψουνε στον Άη Γιώργη το Μυλούρη οι Περβολιανοί), κι εκείνος κατέχει να τηνε καταστέσει κατά πώς τση βγαίνει, γ-ή θ’ ανοίξω το σακούλι και το τεφτέρι του παπά Δοσίθεου, μα πράμα θα ’χει γραμμένο κείνοσάς και για πάρτε τζη, δε μπορεί α δε γενεί!
Κι απόκειας θα κάτσω να τση πω κι απατός μου ένα παραμύθι, για ένα βοσκό, που του χτύπησεν η Πανώκλα την πόρτα τη νύχτα και του ’πενε: «Α δε μου δώσεις το πλια καλύτερό σου τ’ αρνάκι, θα σε πάρω!». Εφορτώθηκεν εκείνος ξεγλωσσισμένος τ’ αρνάκι και τση ’κλούθιενε, να τση το πάει στη σπηλιά τζη. Κι έκειά είδενε κρεμασμένα στον τοίχο μιλλιούνια καντήλια, κι άλλο ήτονε γεμάτο λάδι, άλλο μεσάτο, άλλο δεν είχενε παρά μόνο στον πάτο πομεινάρικη κιαμιά σταλέ.
Θωρεί το λοιπός ένα καντήλι κι ήτονε ό,τι ό,τι να ποκάμει το λάδι και να σβήσει. Και τηνε ρωτά: «Τίνος κακομοίρη να ’ναι τούτονέ το καντήλι;». «Τ’ αδερφού σου, κακορίζικο, είναι» τ’ απηλογάται κείνη όλο κακία. «Εμά! Κι εμένα ποιο ’ναι;». «Τούτονέ» του λέει και του δείχνει ένα, ξεχειλιστό λάδι. «Και δε γίνεται να βγάλομενε μια ολιά λάδι απού το δικό μου, να το βάλομε στ’ αδερφού μου;». «Όσκες. Μούδε να βάλομε, μούδε να βγάλομε λάδι δε γίνεται. Όσο έχει κάθα καντήλι, έχει!».
«Αλήθειο;» τηνε ρωτά ο βοσκός. «Μούδε μπαίνει, μούδε βγαίνει λάδι απού τα καντήλια;». «Ναίσκε!». «Ε, τότες, δε σ’ έχω ανάγκη!» τση λέει εκείνος, ξαναφορτώνεται τ’ αρνάκι και γιαγέρνει στο κονάκι ντου και στα οζά ντου!

Έτσα που λες, κ. Νίκο… Θα σε πάρω μιαν ημέρα (μόνο να ’μαστονε καλά), να μου δείξεις τον άη Γιώργη στον Αρτό, που τον εκάψαν οι Τούρκοι γιατί δεν εμουτίζαν οι χωριανοί. Κι άνε μ-προβάλουνε οι σκιανιάδες τω σκοτωμένω, θα τσι ρωτήξω για το Γομαρά. Δε μπορεί, πράμα θα ’χουν ακουστά εκειά στον ουρανό, να μας το πούνε κι εμάς, να ξεστραβωθούμε, να μη γυρεύγομε τόσους χρόνους άδικα το σπήλιο με τα κόκαλα τω μαρτύρω και τσι θησαυρούς.
Ο Γομαράς – α δεν το κατές – ήτον ένα χωριό στο Κέντρος, στ’ Αηβασιλειώτικα, κοντά στον Άγιο Αστράτηγο απού λένε, κι εκάμαν ένα γιουρούσι οχτροί. Τούρκοι ήσανε; Σαρακηνοί; Κουρσάροι; Δε γατέχω. Μάλλον πως ήσανε Τούρκοι, γιατί θαρρώ πως ελέγανε πως μια γυναίκα, που έκλωθε με τη ρόκα, άκουε την ανέμη τζη κι έτριζε, κι έκειά που έτριζε τάξε πως έβγανε μια φωνή: «Τούρ-κοι! Τούρ-κοι!». Και πιάνουν τ’ ανάπλαγα οι χωριανοί, γέροι, γυναίκες και κοπέλια χώνουνται σε μια σπηλιά, μ’ ό,τι χρυσαφικά και παράδες είχανε, και τσουρούν οι γι-άντρες ένα θεόρατο χαράκι και φράσσουνε τον πόρο. Σέρνουνε σπαθί και μοντέρνουνε τω ντουσουμάνηδω, μα όσο κι αν επολεμήσανε, σκοτωθήκαν ούλοι.
Οι οχτροί δεν εβρήκανε το σπήλιο, εκάψανε πρέπει το χωριό κι εφύγανε. Μα μέσα στο σπήλιο, οι κλεισμένοι δεν εμπορούσανε να ταράξουνε το χαράκι, που ήτονε θεόβαρο! Κι επομείναν εκειά κι εποθάναν απού την πείνα και το λιγοστό αέρα, κι ακόμη σήμερο δεν εβρέθηκεν η σπηλιά κείνηνά.
Και γράφει ο Παύλος ο Βλαστός απού το Βιζάρι για ένα βοσκό, που έπαιζενε τη λύρα τω νεραϊδώ κι εχορεύγανε, έκειά στου Γομαρά τα χάλαβρα, και μια νεραϊδόνυφη εγύρεψε να στεφανωθούνε… Μα μ’ ένα διαβαστικό απού το δεσπότη, γίνηκεν ανέφαλο κι εσκόρπισεν εις τον άνεμο – κι έκειά που πρωτοπαντήξανε βγήκεν ένας δρυγιάς, που τον ελέγαν οι ντόπιοι «τση Νεραϊδόνυφης ο Δρυγιάς». Και του ’χενε λέει ειπωμένη την ιστορία ένας Αποδουλιανός, χωριανός μου, κατά τα 1855. 

Σάμε τα Ρούστικα, γιατί που λες, κ. Νίκο, ευλοημένε μου δάσκαλε και φίλε, είμαι παωμένος, στο μαναστήρι, έκειά που ’χωνεν ο Μητροφάνης το μπαρούτι – ήτον εκειά ένας άγιος γέροντας, όπως το κατές, ο πατήρ Ευμένιος, ας έχομε την ευκή ντου, με θεία φώτιση, χωριανός σου, απού τον Άη Κωσταντίνο. Μα τον Αρτό, μούδε δεν τον είχα ακουστά, και πλια πολύ δεν είχα ακουστά τον παπά Τζώρτζη και το Νικολό, τον καπετάν Κόκκο και τον Αρκολέο (τ’ όνομα πούρι γνωστό) και το Δράκο και το Μιχελή, τη Φωτεινιά και την Πουλισένα κι ούλα τα παλληκάρια που μνόγανε, όχι στα γρόσσα και στο χρυσάφι, μα στον έρωντα και στη λευτεριά! Κι εδά εχάρηκα πως τσι γρώνισα στα μυρισμένα φύλλα του βιβλίου σου, σασμένα από λούλουδα και μυρωδικά τση πέρα μπάντας, κι εμέθυσα κι απού το κρασί του Πατερομανούσο στη Μέσα Γωνιά, κι είδα και την Ερωφίλη παισμένη στο περβόλι του άρχοντα φονιά, του Λομπάρδο, και το Δράκο το μερακλή κονταροχτυπώντας να ξαπλώνει κάτω το Βενετσιάνο, ξεγιβεντίζοντας τη Γαληνοτάτη, λίγο πριν να πατήσει το τούρκικο φουσάτο τα Ρεθεμνιώτικα!...
Και σκέφτομαι, όλο σκέφτομαι, πως κι εμουτίσαμενε κι εφραγκέψαμεν εμείς εδά (και τα δυο μαζί!), σα μερικούς απού γράφεις, κι αντίς να μάχομέστανε δυο τυράννους, σαν εκείνουσάς τσι παλιούς πολεμάρχους απού ξιστορείς, εμείς προσκυνούμεν ούλους τσι τυράννους, και στο καπηλειό του Λαρδέα και στα παλάτσα και στα ουνιβερσιτά και στα σπιτάλια!... Κι έκειά που σκέφτομαι, άνε καμνύσω και μια ολιά, να σου και προβέρνουνε τραϊτόροι και μυλωνάδες με ψακωμένο αλεύρι (γεμάτο ήρα) και τρυγηδάδες με λαδωμένες φουφούλες!
Όρθες δεν έχω, μα τα περιστέρια φωλεύουν από πάνω από ’κειά που μένω και κάνουνε κουτσουλιές βουναλάκια. Να τσι μαζώξω, να τσι πέψομε του Μπαρτολομαίο να κάμει μπόμπες, να ζιγώξομε τσι τυράννους, γ-ή μόνο των ορνίθω του παπά Μητροφάνη οι κουτσουλιές κάνουνε, απού ’θελα κουτσουλιδιάσει τσι Τούρκους, να φύγουνε τρισμαγαρισμένοι μέσα στη βρόμα; 

Μα μπορεί και να φυσήξει ο νους μου, να πάω στην υστεργιά αντισκάρος σε τούρκικη γαλέρα, να σέρνω κουπί κιαμιά δεκαπενταρέ χρόνους, σαν τον άλλο, καλλιά παρά το κουπί που σέρνομεν εδά ούλοι μαζί, κι ο κάθαείς αμοναχός του, απού ’χουν ούλο τον κόσμο καωμένο οι σκυλογαυγισμένοι σα μια γαλέρα!
«Θωρείς τηνε, κοπέλι μου, τούτηνά τη Μαδάρα;» είπεν ο γέρο Πατερομανούσος του Σηφαλιό, του Δρακακιού. «Ορίζω σού τηνε, να τηνε φυλάεις! Δεν επάτησεν ως εδά κιανείς μαγαρισμένος! Και σ’ ορκίζω, να μην τ’ αφήσεις να γενεί. Έχε την ευκή μου!».
Κι εγώ θέλω το Σηφαλιό μου, κ. Νίκο. Κι ο Θεός να πέψει… Δοξασμένο τ’ όνομά ντου.
Άχι, παντέρμο Ρέθεμνος, ανεμοδαρμένη πολιτεία! Ξεγίνεται ένας ντοτόρος;
Νικολό, παιδί μου, μη ζωγραφίζεις φράγκικα.
Να ’χε ζει ο μακαρίτης ο Καυκαλάς, γιατρός κι εκείνος (θα τον εγρώνιζες πούρι), που ’χεν έρωντα με την κρητικήν εμιλιά, να διαβάσει το χαρτί σου, να χαρεί ο κακομοίτσης, απού ’θελα ζήσει άλλους τόσους χρόνους απού τη χαρά κι απού το καμάρι ντου, να γραφτεί τέθοιο βιβλίο στα κρητικά τα λόγια! Μα μπορεί να το ’χει κιόλας διαβασμένο στον ουρανό, προπαντός αν του το ’πήγεν ο Μαυρογόνατος γ-ή ο Πατελάρος, οι δυο γιατροί, που θα καμαρώνουν κι εκείνοι πως γράφουνται μέσα!... 

Είντα κάθομαι και ροζονάρω, που θα με θαρρούνε ούλοι ανεραϊδοπαρμένο και μοσκοκούζουλο! Μα μήμπα να ’ναι, θα μου πεις, η πρώτη φορά; Έτσα το ’χω το συνήθειο κι έτσά μ’ αρέσει.
Ώρα καλή σου. Την ευκή του Μητροφάνη και του Δοσίθεου, του Θεόφιλου και του παπά Τζώρτζη (και του Νικόδημου, του άφαντου και κανονισμένου) να ’χετε ούλοι σας.
Αποδούλου (έκειά ’θελα να ’μαι), είκοσι εννιά του Πρωτογούλη (Πέτρου και Παύλου, βοήθειά μας), εν έτει σωτηρίω (;) ΄βιη΄.
Ο μαγάρι κι αντισκάρος στη γαλέρα τσ’ αγάπης και τση λευτεριάς,
ο αδερφός τση Κοκκινοσκουφίτσας (κείνης απού πολεμά λύκους, δράκους και κουρσάρους)
Πρασινοσκουφάκος με τ’ όνομα.

Ν. Ε. ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, Ο ΑΝΤΙΣΚΑΡΟΣ ή «και τα μάτια της στο πράσινο της Βερόνας»
 
«Η Κρήτη ανάμεσα στα οράματα και στον αγώνα, λίγο πριν τη δική της Άλωση»

Ελπινίκη Νικολουδάκη-Σουρή
Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης

ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ - Φωτο από εδώ (ο συγγραφέας)

«Κακομοίρα Αννεζίνα, σαλή και καταφρονεμένη, σαν το μάλαμα του αλωνιού είναι κι η καρδιά σου∙ ο άνεμος παίρνει τ’ άχερα κι ο αφέντης τον καρπό του και δεν απομένει στα έρμα σου χεροπάλαμα παρά μόνο η αχερόσκονη, να σε τρώει μέρα νύχτα. Θ’ αρχίξεις πάλι να τραγουδείς στσι στράτες ‘Μου το πήρανε! Μου το αρπάξανε!’ κι άθρωπος δε θα κατέχει τον καημό σου∙ μόνο ο θεός, α δε σ’ έχει κι εκείνος ξεχασμένη.» (01)

Αυτή η ψυχοπονετική αποστροφή του αφηγητή στην Αννεζίνα, ένα δευτερεύον αλλά σημαδιακό πρόσωπο του μυθιστορήματος Αντισκάρος είναι η επιγραμματική και αλληγορική αναγνώριση της αβέβαιης τύχης που κατατρέχει όχι μόνο τη φτωχολογιά την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη αλλά γενικότερα και τον τόπο μας στο διάβα των αιώνων.
Το νέο ιστορικό μυθιστόρημα του κυρίου Νικόλαου Παπαδογιανάκη, ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης, πραγματεύεται όσα γεγονότα συνέβησαν και όσα έργα συνέβαλαν ώστε η Κρήτη να αλλάξει κατακτητή, όταν ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669) λήγει με το μαρτυρικό πέρασμά της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας χάνει οριστικά και τον έλεγχο στη Μεσόγειο. Το προβλέπει ο ντοτόρος [γιατρός] Νικολός, το κύριο πρόσωπο του μυθιστορήματος, ο γιος αυτής της σαλής της Αννεζίνας, όταν έχει μάθει «ποιος είναι» και βλέπει τον πρεβεδούρο Μινότο, να περιμένει τους εκπροσώπους του πασά για να παραδώσει τα κλειδιά του Ρεθύμνου: 

«Σκεφτόταν άραγε αν και πότε θα ξανάβλεπε το σπίτι του ή θωρούσε πως η θάλασσα μίκραινε, μίκραινε για τη Γαληνοτάτη, που θα ’πρεπε πια αργά ή γρήγορα να σύρει τις γαλέρες της από τα μέρη της Ανατολής και ν’ αφήσει πίσω της τα κάστρα και τα πόρτα δίχως άρμενα, και μούλους σπαρμένους παντού∙ μούλους που δεν θα ’ξεραν πού ανήκουν, ποιοι είναι και θα γυρεύουν το αίμα τους, τη γενιά τους, το είναι τους.» (02)
Η περίοδος του 15ου -17ου αι. είναι για την Κρήτη σημαντική, γιατί, παρά την κατάκτηση, η νήσος παράλληλα με τις οκονομικές σχέσεις που αναπτύσσει με την Δύση, ευρισκεται σε μια αλληλοπεριχώρηση μ’ αυτήν, σ’ έναν διάλογο στον χώρο του πολιτισμού· δίδει όσα έχει ακόμη ζωντανά από την δική της παράδοση και δέχεται το πνεύμα της Αναγέννησης. Αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης  υπήρξαν τα  λαμπρά έργα στον χώρο της Τέχνης και της Λογοτεχνίας, στα οποία τα δυτικά πρότυπα προσαρμόζονται στο τοπικό στοιχείο, που διατηρεί έντονη την βυζαντινή συνέχεια· «ένα είδος μεικτό αλλά νόμιμο». Αυτή η αλληλοπεριχώρηση δεν έπαυσε ποτέ να ισορροπεί σε μια «εμπεδόκλεια αρμονία» φιλότητος και νείκους, έλξης και άπωσης, σε όλα τα επίπεδα, μέχρι και την ύστατη ακόμη στιγμή,  όταν με την πτώση του Χάντακα, κατίσχυσε πλέον ο βάρβαρος κατακτητής.

Στον Αντισκάρο οι ήρωες αναζητούν την ταυτότητά τους, μέχρι το τέλος, ανάμεσα στην παράδοση της Ελληνικής Ανατολής και στον αναδυόμενο Νέο Κόσμο της Δύσης. Ο «ντοτόρος» Νικολός είναι ένας διχασμένος ήρωας· «είναι αυτός που δεν είναι και δεν είναι αυτός που είναι». Παράλληλα, η Κιάρα, ο Δοσίθεος ο Μητροφάνης, ο Λομπάρδος, οι εκπρόσωποι της Γαληνοτάτης, είναι δυνάμεις ενός πεδίου, στο οποίο ο ήρωας θα περάσει με τις προδιαγραφές της  «μοίρας» του, αλλά και με τις αποφάσεις και πράξεις του, σε μια τραγική διάσταση.
Ο συγγραφέας πιστός στις συμβάσεις του ιστορικού μυθιστορήματος υφαίνει τον μύθο του μέσα σ’ αυτό το ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον. Το κύριο μέλημά του είναι η Δυτική Κρήτη στα τέσσερα πρώτα χρόνια του Κρητικού Πολέμου (1645-1649)∙ και, μάλιστα, ενδιαφέρεται να αποδοθούν με ακρίβεια η αντίληψη και η αντίδραση του συλλογικού εντόπιου «προσώπου» όχι μόνο μπροστά στην οργανωμένη και ορμητική επέλαση του οθωμανικού στρατού αλλά και απέναντι στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι της εποχής, απέναντι στη στάση που κράτησαν η Βενετία και τα υπόλοιπα χριστιανικά κράτη, όταν οι Βενετοί διοικητές και οι ντόπιοι πολέμαρχοι ζητούσαν τη βοήθειά τους. Τα επώνυμα γνωστά πρόσωπα, όπως ο Cornaro, o Gonzaca, o Molino, ο Αρκολέος, ο Χουσεΐν πασάς που είναι στη γραμμένη Ιστορία κεντρικά εδώ έχουν δευτερεύοντα ρόλο και, ως επί το πλείστον, δρουν αντιστικτικά προς πρωταγωνιστικά φανταστικά.

Δεν είναι όμως μόνο η εμπεδόκλεια αρμονία, όπως τονίζει ο συγγραφέας, η φιλότης και το νείκος που διέπει τις σχέσεις του αφομοιωμένου βενετοκρητικού ευγενούς με την εντόπια παράδοση και τους Κρητικούς, αλλά είναι και το κενό των έμπρακτων αποφάσεων που πλανάται στο μυθιστόρημα ως εφιάλτης. Ο μυθιστοριογράφος, βαθύς γνώστης και ερευνητής της βυζαντινής λογοτεχνίας, επώνυμης και δημώδους, της ευρωπαϊκής, της κρητικής λογοτεχνίας και των κειμένων του λαϊκού μας πολιτισμού εισάγει στο ιστορικό μυθιστόρημα την παράδοση της βυζαντινής χρονογραφίας, την ιδεολογία της και τη γραφή της που εδώ εξελίσσεται στην «καθομιλουμένη» του τόπου μας.

Η κύρια ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στα πολεμικά γεγονότα. Η απόβαση των μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων στη Γωνιά (Ιούνιος 1645), η πολιορκία και η πτώση των Χανίων (27 Ιουνίου 1645-18 Αυγούστου 1645), η οργάνωση της άμυνας στα χωριά μεταξύ Χανίων και Ρεθύμνου, όπου τα μοναστήρια, οι καλόγεροι και οι ντόπιοι αγωνιστές προσφέρουν υπεράνθρωπη βοήθεια στους Βενετούς (Σεπτέμβριος 1645-Οκτώβριος 1645), η προετοιμασία της άμυνας στο Ρέθυμνο, η επερχόμενη πανούκλα, οι συνεννοήσεις των οπλαρχηγών άλλοτε με τον Κορνάρο, διοικητή των στρατιωτικών δυνάμεων των Βενετών στο Ρέθυμνο και άλλοτε με τον Χουσεΐν πασά  η οργάνωση του νοσοκομείου στην πόλη, οι τελευταίες ημέρες της (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1646), η έξοδος των πολιορκημένων (9 Νοεμβρίου 1646), η καταστροφή του Αρτού από τον Χουσεΐν πασά (10 Νοεμβρίου 1646) συνεπάγονται μια δυναμική όσο και συναρπαστική δράση των προσώπων∙ απομονωμένα και αβοήθητα καίγονται σχεδόν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μέσα στη φωτιά του πολέμου. Τι εξέφραζε, αλήθεια, το θαύμα της πολιτισμικής άνθισης στην Κρήτη κατά τα τέλη του 16ου και την πρώτη εικοσαετία του 17ου αιώνα;

Ωστόσο, αυτή η ιστορία, που θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της το ιστορικό μυθιστόρημα, είναι το κυριότερο μέρος δύο άλλων ιστοριών. Πρώτα –  πρώτα αναπτύσσει είκοσι δύο  fragmenta που βρέθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1692 σε μια κασέλα στο κατακαημένο ξωμονάστηρο του Αγίου Παύλου. Ο ντοτόρος Νικολός, δόκιμος καλόγερος, γράφει το ημερολόγιό του με αφετηρία τη θητεία του ως αντισκάρου στη βενετσάνικη γαλέρα. 
Γραμμένο στην καθομιλουμένη της Κρήτης του 17ου αιώνα, με στοιχεία της λαϊκής ιερατικής ιδιολέκτου και απηχήσεις του πνεύματος και του ύφους της βυζαντινής χρονογραφίας, με κενά από τη φωτιά και τον χρόνο, εμπνέουν τον αναγνώστη του εικοστού αιώνα και τον συγγραφέα να συμπληρώσει και να αναπτύξει την ιστορία των προσώπων που έχουν ως βασικό τόπο στη ζωή τους την Κρήτη. Το Τσιριγότο, το Τσιρίγο, η Padova, η Βενετία, η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος είναι οι τόποι υποδοχής και σωτηρίας των προσώπων που τους περιζώνει ο κίνδυνος του Σουλτάνου. Έτσι, εισάγεται στο μυθιστόρημα ο κοσμοπολιτισμός με τη διπλή του όψη. Οι ιταλικές πόλεις, η Ζάκυνθος και η Κέρκυρα εκπέμπουν τη λάμψη μιας ευημερίας, που μοιάζει να υπονομεύει τις σταθερές αξίες του κρητικού πολιτισμού.

Ο ντόπιος αφηγητής, αεικίνητος και πάντα κοντά στα διάφορα πρόσωπα, βλέπει την εντοπιότητα να τη διαπερνά η ιταλική κουλτούρα, να την εμπλουτίζει αλλά και να δημιουργεί δύο ειδών συνειδήσεις: αυτές που αφομοιώνονται στις πρόσκαιρες υλικές αξίες, όπως είναι ο Πιέρος στην Padova και τις άλλες, με την κρίση ταυτότητας∙ ο ντοτόρος Νικολός, ο ρέμπελος, ο αλτρουιστής αλλά και ο ξένος μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, με τη γερή αρματωσιά, που θα ’λεγε κι ο Σεφέρης, της  ανθρωπιστικής παιδείας, δεν μπορεί να βρει την ισορροπία ανάμεσα στη γενναιότητα του επαναστάτη, στην αυτοδιάθεση του επιστήμονα και τις σειρήνιες προκλήσεις της Βενετίας ή της Ιταλίας γενικότερα. 
Όπως αυτός, έτσι και το χειρόγραφό του έχει μια περίεργη τύχη∙ ανήκε σ’ ένα γέρο χωρικό που πήγαινε στην Αθήνα και είχε μαζί του τη «φυλλάδα»∙ πνίγηκε όμως στο ναυάγιο του πλοίου ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ κοντά στη Φαλκονέρα. Μαζί του χάθηκε και το ημερολόγιο. Ο συγγραφέας είχε προλάβει να αντιγράψει αυτά τα είκοσι δύο αποσπάσματα που του δίνουν την ώθηση να ανασυνθέσει τη ζωή του πρωταγωνιστή του πάντα δίπλα στις ζωές των άλλων.

Ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τις ιστορίες των ανθρώπων να εξελίσσονται μέσα σ’ ένα περίεργο κράμα συνθηκών και συμπτώσεων, καθιστώντας τις πόλεις και την περιφέρεια των Χανίων και του Ρεθύμνου «μοιραίο χωροχρόνο». Εντός του διαμορφώνονται οι άνθρωποι και από εκεί φαίνεται να τους δίνει ένα λάκτισμα η κάθε ιστορική στιγμή προς την ανοιχτή θάλασσα, προς την αμφίσημη Ευρώπη, προς την εσωστρεφή αναζήτηση του «εαυτού».  
Και είναι φυσικό να συμπάσχει ο αναγνώστης και να εξοργίζεται με την πολιτική των οικονομικών συμφερόντων, της αδιαφορίας και της αδράνειας, με την υποτίμηση του αγώνα που κάνει ο τόπος σ’ αυτήν την αναμέτρηση.
Όταν οι Τούρκοι, π.χ., αποβιβάζονται στο Κολυμπάρι και κατευθύνονται προς τα Χανιά, ο ντοτόρος Νικολός παίρνει διαταγή από τον Βενετό διοικητή να βοηθήσει στο Νοσοκομείο της πόλης τον γέρο γιατρό Μπαρτολομαίο. Στην Επισκοπή συναντά  Κρητικούς και συζητούν για την εισβολή της πολυάριθμης τούρκικης στρατιάς και την αδράνεια του Μεγάλου Δούκα της Κρήτης που εδρεύει στον Χάνδακα. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται νύξη για την αδιαφορία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας και ο Νικολός διερωτάται: 
«Μα, πώς γίνεται να πλακώσει η Τουρκιά κι οι Ρετούρηδες να μη νοιάζουνται για τον τόπο;» (03)

Αλλά και ο αλχημιστής, ο ηλικιωμένος Βενετός γιατρός Μπαρτολομαίο εκμυστηρεύεται στον Νικολό τις δυνατότητες που έχουν οι μπόμπες που κατασκευάζει και σχολιάζει την αδιαφορία της Γαληνοτάτης με αυτά τα λόγια:

«Το λέω από δυο χρόνια τώρα. Χρειάζομαι διάργυρο και τειάφι και βότανο από κουτσουλιές. Σαν τα γύρεψα, ο διάργυρος είναι ακριβός και χρειαζούμενος να κάνουν στη Βενεθιά καθρέφτες για τις μεγάλες κυράδες, αποκρίθηκαν, κι οι … κουτσουλιές… Γέλασαν μαζί μου∙ ε, αυτό δα κι αν είναι… κουτσουλιές θα μαζώνομε… είπανε. Και χρειάζεται πολύς διάργυρος. Δεν καταλαβαίνουν και θα χαθούν.» (04)
Καθώς, μάλιστα, η ανάγνωση του μυθιστορήματος χρειάζεται την παράλληλη υποστήριξη έγκυρων ιστορικών συγγραμμάτων (05), σκεφτόμαστε τα ιστορικά και τα φανταστικά πρόσωπα του μυθιστορήματος να παίρνουν τη θέση τους στα διάστιχα των επιστημονικών βιβλίων∙ να ζουν, να αγωνιούν, να αγαπούν και να μισούν, να υπερασπίζονται ή να μηχανεύονται υπογείως εξοντώσεις που μπορεί να τις επινοούν προσωπικά πάθη, συντελούν όμως σε ιστορικές καταστροφές∙ γιατί, ο άνθρωπος, ο τόπος, ο χρόνος και τα γεγονότα σφιχτοδένονται στο μυθιστόρημα. Στις πολιορκίες των Χανίων και του Ρεθύμνου οι σολντάτοι, οι αστοί, οι καπετάνιοι με τις «πατούλιες» τους γίνονται ένα σώμα, μια δύναμη για να υπερασπίσουν τις αδύναμες πόλεις. 
Ο αγώνας της επιβίωσης και η αβεβαιότητα της επόμενης μέρας, προς στιγμήν, παραμερίζουν, θα έλεγε κανείς, τα πάθη και τα μίση. Οι μηχανορραφίες, τα συμφέροντα, οι προσηλυτισμοί, οι αντιπάθειες που σιγοβράζουν ανάμεσα στους Βενετοκρητικούς και τους Βενετούς ευγενείς, η καχυποψία των ντόπιων καπετάνιων απέναντι στις Διοικήσεις των πόλεων, η κατάντια των βιλλάνων από τους φόρους και τις αγγαρείες, η οργή των Εβραίων λόγω της αφαίμαξής των, όλα τούτα που αποτελούν την καθημερινότητα της Κρήτης υποχωρούν, όταν η πανούκλα και η Τουρκιά κατακλύζουν το Ρέθυμνο: «Η Φορτέτζα στέκει σαν ξεδοντιασμένη γριά. Δεν υπάρχει ελπίδα…» (06)

Η λογοτεχνικότητα

Στις αρετές του μυθιστορήματος θα προσθέσουμε την απόλυτη σχέση του τόπου με τους χαρακτήρες. Η πόλη έχει διαφορετικά ήθη, διαφορετική ψυχαγωγία από την ύπαιθρο. Ο άνθρωπος της υπαίθρου έχει το σθένος να εντάσσει σε μια αδιάσπαστη ενότητα τη ζωή και τον θάνατο, το γλέντι και το πένθος, τον γάμο και τον πόλεμο. Τα τραγούδια, ριζίτικα, ρίμες και μαντινάδες, τα παραμύθια, οι παραδόσεις, οι διοσημίες, τα όνειρα, ακόμη και η λαϊκή «παραποίηση» της Οδύσσειας  ακτινοβολούν από μόνα τους, έχουν όμως και ρόλο συμπαράστασης, έκφρασης και ερμηνείας των διαθέσεων που έχει η κοινότητα την ώρα που τα τραγουδά. 
Η διαύγεια του νοήματος και ο ρυθμός είναι διαφορετικός από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή ποίηση που απαγγέλλεται στις συνάξεις των βενετοκρητικών αρχόντων. Εκεί, με εξαίρεση τη «ριζίτικη» πρόσληψη του ποιητή Αλκαίου, το πάθος των στίχων υποβάλλει την αστάθεια και τη μελαγχολία, ενώ ο πολιτισμικός διάλογος που δημιουργείται  αντικατοπτρίζει αυτούς τους κόσμους της έλξης και άπωσης, που είπαμε παραπάνω.
Όλα τούτα τα καλύπτει η τραγική ειρωνεία, γιατί στο μυθιστόρημα δεν ταλανίζονται μόνο οι ήρωες από το ερώτημα «ξέρουμε ποιοι είμαστε;», αλλά και εμείς οι αναγνώστες. Ποιον ρόλο παίζει, αλήθεια, η μνήμη στις τύχες και στο τέλος αυτών των ανθρώπων; Κι εμείς ποια ηθική και πολιτική στάση διαμορφώνουμε  ζώντας σ’ αυτό το σταυροδρόμι των πολιτισμών; Και ο Νικολός; Μπόρεσε να πραγματοποιήσει αυτό που του εμπιστεύθηκε ο Μπαρτολομαίο στην πρώτη του επίσκεψη στο εργαστήρι των Χανιών; «Να κάμεις το μολύβι χρυσάφι∙ να κάμεις τη μολυβένια καρδιά και το νου χρυσάφι.» (07) Κι εμείς αναλογιζόμαστε τις δυνάμεις μας σαν τον Νικολό «σε τούτο το αντιμάμαλο των καιρών», αν μπορούμε να ξαλαφρώσουμε την καρδιά μας.
  
Σημειώσεις

(01) Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, Ο Αντισκάρος, Λεξίτυπον, Αθήνα 2018, σελ. 125.
(02) Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, ό. π., σελ. 435.
(03) Ό. π., σελ. 100
(04), Ό. π., σελ. 109
(05) Ενδεικτικά: Θεοχάρης Δετοράκης,  Ιστορία της Κρήτης, αυτοέκδοση, Αθήνα 1986, σσ. 254-260 και η ενότητα Χρύσας Μαλτέζου «Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της Βενετοκρατίας (1211-1669», στο Ν.Μ. Παναγιωτάκης (επιστημονική επιμέλεια), Κρήτη. Ιστορία και Πολιτισμός, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη – ΤΕΔΚ, Κρήτη 1988, σσ. 156-157.
(06) Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, ό. π. σελ. 426.
(07) Ό. π., 111.

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...