1
Ο υπαστυνόμος Στάθης Μαβίλης είχε αναλάβει την πιο περίεργη
υπόθεση, στη σταδιοδρομία όχι μόνο τη δική του, αλλά κάθε Έλληνα αστυνομικού
όλων των εποχών: κατασπαραγμός από λιοντάρια σε κεντρική περιοχή της Αθήνας!
Το θηρίο επιμένει, όπως έδειξε το δεύτερο περιστατικό. Και
δεν είναι ένα, αλλά δύο· η νεκροψία φανέρωσε τα σαγόνια δυο διαφορετικών
θηρίων.
Πού κρύβονται; Πού φωλιάζουν; Πώς έφτασαν στην πόλη;
Ο υπαστυνόμος ερεύνησε τσίρκα, πάρκα, ζωολογικούς κήπους·
από κανένα δεν έλειπαν ένα ή, ακόμα χειρότερα, δυο λιοντάρια.
«Κάποιος εκκεντρικός θα τ’ αγόρασε μωρά, τα κράτησε σπίτι
του και μετά τ’ αμόλησε – ή του ξέφυγαν» συμπέρανε. «Θα τα είχε κατοικίδια, να
παίζουν τα παιδιά του· ένας Θεός ξέρει τι, τέλος πάντων».
«Πώς θα τον βρούμε, κ. υπαστυνόμε;» ρώτησε ένα από τα παλικάρια
του.
«Ίσως δεν τον βρούμε» αποκρίθηκε ο υπαστυνόμος. «Αυτό που
επείγει είναι να πιαστούν τα ζώα».
«Έχουμε αιτήσεις από φιλοζωικές οργανώσεις να πιαστούν
ζωντανά» είπε ο διοικητής του τμήματος. «Θα τα πάνε σε κάποιο καταφύγιο και
μετά σε φυσικό περιβάλλον».
«Εγώ λέω να αντιμετωπιστούν ως κατά συρροήν δολοφόνοι,
οπλισμένοι μάλιστα και ιδιαίτερα επικίνδυνοι» είπε ο υπαστυνόμος. «Μόλις
εντοπιστούν, μπαμ! Πριν θρηνήσουμε κι άλλο θύμα. Όχι και να βάλουμε τους άντρες
μας να τα πιάσουν, να χάσουνε κάνα χέρι ή κάνα κεφάλι! Θηριοδαμαστές είμαστε;».
«Όχι, υπαστυνόμε» αποκρίθηκε ο διοικητής. «Οι οικολόγοι μας
στέλνουν ήδη ειδικούς κυνηγούς».
«Τότε ν’ απαλλαγούμε εμείς και ν’ αναλάβουν οι
παλαβιάρηδες!».
«Με συγχωρείτε, υπαστυνόμε», αποτόλμησε μια αστυφύλακας, «αν
μου επιτρέπετε» (ο υπαστυνόμος έγνεψε με το κεφάλι), «οι οικολόγοι δεν είναι
παλαβιάρηδες, ούτε τα ζώα ευθύνονται για τα ένστικτά τους. Όλα πλάσματα του
Θεού είναι και βρέθηκαν εδώ από την ανευθυνότητα ανθρώπων. Φυσικά πρέπει να
προλάβουμε νέους θανάτους…».
«Εντάξει» είπε ο υπαστυνόμος. «Καταλαβαίνω. Αλλά δεν έχω και
πολλή υπομονή, να ξέρεις· έτσι και τα βρω μπροστά μου, δε θα τηλεφωνήσω σε
κυνηγούς σαφάρι· θα έχω γεμάτο το όπλο μου κι ό,τι θέλει ας γίνει!».
Οι αστυφύλακες – παλικάρια και κοπέλες – κούνησαν το κεφάλι
τους. Οι περισσότεροι συμφωνούσαν.
«Χρειαζόμαστε χιλιάδες μάτια να ερευνούν την Αθήνα» είπε η
ανθυπαστυνόμος
Αγγέλου, η Αμαζόνα, όπως την έλεγαν όλοι, η καλύτερη στο
τμήμα. «Μάτια, όχι μόνο αστυνομικών και φιλόζωων, αλλά και πολιτών – χωρίς
βέβαια να κινδυνεύσουν. Πρέπει να επικηρύξουμε τα λιοντάρια στις σελίδες
κοινωνικής δικτύωσης».
«Καλή ιδέα» συμφώνησε ο υπαστυνόμος. «Εμείς ωστόσο, με
συναδέλφους απ’ όλη την Αττική, ας ψάχνουμε στις γωνιές. Η Αθήνα έχει σπηλιές,
στοές, σκοτεινά περάσματα, υπόγειες διαβάσεις… Μπορεί να φωλιάζουν ακόμα και σε
δημόσιες τουαλέτες!».
Ο υπαστυνόμος Μαβίλης είχε μια μόνιμη μελαγχολία στο βλέμμα,
ένα μόνιμο τρέμουλο στη βραχνή του φωνή, ένα μόνιμο σφίξιμο στην καρδιά του.
Όλοι στο τμήμα και σε ολόκληρη την Υπηρεσία ήξεραν γι’ αυτά. Είχε τινάξει στον
αέρα την ευτυχία του, είχε διαλύσει το σπιτικό του απατώντας τη γυναίκα του και
εγκαταλείποντας το παιδί του και ήταν βαθιά και ανομολόγητα δυστυχισμένος γι’
αυτό.
Βέβαια, πολλοί στην Υπηρεσία ήταν χωρισμένοι, και σε ολόκληρη την
κοινωνία· επιδημία έχουν γίνει οι διαλυμένοι γάμοι και κανείς πια δεν το θεωρεί
τραγικό – εκτός ίσως από τα παιδιά, πολλά από τα οποία δεν έχουν γνωρίσει καν
τον ένα γονιό τους ή τον βλέπουν περιστασιακά, μια φορά την εβδομάδα, μια φορά
το μήνα, και δεν έχουν ζήσει ποτέ, σε όλη τους τη σύντομη μέχρι τώρα ζωούλα, το
να είναι οι γονείς τους μαζί, σαν οικογένεια… Μα ο υπαστυνόμος, ίσως για
κάποιους δικούς του παράξενους λόγους, ποτέ δεν κατάφερε να το ξεπεράσει.
Σε όλη του τη σταδιοδρομία προσπαθούσε να προστατεύει το
κοριτσάκι του από μαστροπούς και εμπόρους ναρκωτικών, επίδοξους βιαστές και
ηλεκτρονικούς εγκληματίες… Να το προειδοποιεί, όταν το συναντούσε, κι ας ήταν
ολόκληρη κοπέλα πια, και να συλλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερους. Όχι
φουκαράδες, αλλά πραγματικές απειλές – που δυστυχώς, όχι λίγες φορές, είχαν
δυνατούς προστάτες κι έβγαιναν λάδι. Γι’ αυτό κι ο υπαστυνόμος, αν και άνθρωπος
της εξουσίας, είχε πάντα πρόβλημα με την εξουσία· κι αυτό το πρόβλημα
πειθαρχίας το αισθανόταν και τώρα, με τα λιοντάρια: είτε δύο είτε τέσσερα πόδια
και μακριά ουρά είχε ένας δολοφόνος (αδίστακτος, πεινασμένος για ανθρώπινο
κρέας) δε θα επέτρεπε ν’ απειλήσει τους γονείς αθώων παιδιών, τα παιδιά ανύποπτων
γονιών, και προπάντων την πρώην γυναίκα του, που σε τίποτα δεν του είχε
φταίξει, και την κόρη του, τη Χρυσένια!...
Το μόνο, για το οποίο δεν ήταν προετοιμασμένος, ήταν πως
επρόκειτο για λιοντάρια με ανθρώπινη νοημοσύνη, που τη μέρα κυκλοφορούσαν με
δυο πόδια, φορώντας κοστούμι και γραβάτα.
2
Στα Θρησκευτικά η Χρυσένια ένιωθε περίεργα. Δεν είχε ζητήσει
απαλλαγή, όχι γιατί δε μπορούσε να επικαλεστεί πως ανήκε στη «θρησκεία της
μαγείας», αφού τέτοια θρησκεία δε γνωρίζει και δεν αναγνωρίζει ο νόμος, αλλά
γιατί την τραβούσε μια μεταφυσική αναζήτηση.
Δεν εκδηλωνόταν στην τάξη· όμως ένιωθε μια παράξενη ταραχή.
Σίγουρα αυτά που τους έλεγε ο θεολόγος από το ένα αφτί έμπαιναν κι απ’ το άλλο
έβγαιναν. Όμως, αντίθετα με τους πολλούς, που κορόιδευαν το μάθημα, κοιμούνταν,
κουβέντιαζαν ή διάβαζαν κανένα μάθημα κατεύθυνσης, εκείνη παρακολουθούσε με
προσοχή.
Η ταραχή που ένιωθε την εξίταρε ακόμα περισσότερο, αν και δε
μπορούσε να την εξηγήσει. Κάποια αρνητική ενέργεια υπήρχε σ’ αυτό το μάθημα – ο
Θεός των χριστιανών δε γινόταν να συνυπάρχει με τη θεά της.
Στην τάξη της πήγαινε κι ο Αλέξης. Ένα πιστό παλικάρι, παιδί
του κατηχητικού, φυτό, ξερακιανό, με χοντρά στρογγυλά γυαλιά (ολίγον
πατομπούκαλος) και πεταχτή μύτη, που άκουγε με τρομερό ενδιαφέρον ό,τι τους
ξεφούρνιζε ο θεολόγος.
Καλός μαθητής, όχι άριστος, διαβαστερός, πάντα σοβαρός ή με σεμνότυφο χιούμορ,
περιθωριοποιημένος απ’ όλη την τάξη. Πολλοί τον κορόιδευαν και μερικές φορές
έτρωγε και καζούρα από διάφορους μάγκες. Ήταν δειλός και συναισθηματικός.
Ακατάλληλος για το σχολείο, ακατάλληλος γι’ αυτό τον κόσμο.
Έγραφε πάντως καλές εκθέσεις και πετούσε και τσιτάτα από
μερικούς λογοτέχνες, είχε διαβάσει σίγουρα Ντοστογιέφσκι και αρκετούς ποιητές.
Πράματα που δε μετρούσαν στη σχολική κοινωνία, αλλά μετρούσαν στους φιλολόγους.
Με δυο λόγια, ήταν ένας μικρομέγαλος, ολίγον θεούσης, ολίγον κουλτουριάρης.
Αυτό έλκυε τη Χρυσένια. Ήταν βλέπεις κι εκείνη ακατάλληλη
γι’ αυτό τον κόσμο, είχε μια μυστική ζωή, στεκόταν στο περιθώριο της σχολικής
κοινωνίας κι αυτό ψιλοφαινόταν κι ας προσπαθούσε να το κρύψει. Είχε έναν αέρα
μεγάλης – ολίγον ψηλομύτα, ολίγον απροσάρμοστη, ολίγον φρικιό.
Μια μέρα πλησίασε τον Αλέξη, κρατώντας το Ντέμιαν του
Έρμαν Έσσε.
«Θες να το διαβάσεις;».
Ο νέος το πήρε έκπληκτος. Την ευχαρίστησε.
«Θα το διαβάσω και θα σου πω».
Μετά ήρθε με το μυαλό γεμάτο σχόλια. Λίγο εωσφορικό του
φαινόταν, γεμάτο εγωισμό, δοκησισοφία (πρώτη φορά άκουγε η Χρυσένια τη λέξη), ότι
προσπαθούσε να πουλήσει πνεύμα με αντιχριστιανικές κορώνες περί ηθικής
ελευθερίας – κι άλλα τέτοια σοφιστικέ. Η Χρυσένια ένιωσε μια ανεπαίσθητη
αναγούλα. Χαμογέλασε κι άγγιξε τον Αλέξη στο μπράτσο:
«Έι, πλένε τα δόντια σου!» του είπε. «Μυρίζουν».
Το παλικάρι κοκκίνισε. Συνέχισε, στρέφοντας το κεφάλι προς
τα πέρα.
«Συγνώμη» είπε. Η κοπέλα γέλασε.
«Κοίτα, δεν ήθελα να σε προσβάλω. Αλλά πρέπει να φροντίζουμε
τον εαυτό μας – όχι μόνο για τα κορίτσια, αλλά και για λόγους υγείας!».
«Ε ναι, βέβαια. Δε διαφωνώ». Ξεθάρρεψε. «Μάλλον έχω μείνει
λίγο πίσω σ’ αυτό το θέμα».
Από τότε άρχισαν να τα λένε πότε πότε. Ο Αλέξης ένιωσε πως
βρήκε, πρώτη φορά, κάποιον που τον καταλάβαινε. Κι ας έβλεπε πως η Χρυσένια
ήταν τόσο διαφορετική. Εκείνη ήταν σίγουρη για τα πάντα – εκείνος ψαχνόταν
ακόμα. Όχι για το Θεό, γι’ Αυτόν ήταν σίγουρος· είχε διαβάσει τους βίους όλων
των σύγχρονων γερόντων και δεν αμφέβαλλε καθόλου για την αλήθεια. Ψαχνόταν στη
συμπεριφορά του, στη σχέση του με τους άλλους και ιδιαίτερα με τα κορίτσια.
Δηλαδή ποια κορίτσια; Η Χρυσένια ήταν το πρώτο κορίτσι που
του μιλούσε φιλικά· και ήταν ένα όμορφο κορίτσι. Αντίθετα, βέβαια, απ’ αυτόν,
που ήταν σα στέκα με γυαλούμπες και μύτη.
«Έχεις διαβάσει Κάφκα;».
Κούνησε το κεφάλι του.
«Και Κάφκα και Πόε και Ρεμπώ και Μποντλαίρ» της απάντησε. Η
Χρυσένια ένευσε με θαυμασμό. «Δε μ’ αρέσουν…» συνέχισε εκείνος. «Δηλαδή είναι
σπουδαίοι συγγραφείς, αλλά πες μου, τι αξία έχει να χάσεις την ψυχή σου και να
είσαι καλός συγγραφέας;».
«Γιατί νομίζεις πως έχασαν την ψυχή τους; Το να είσαι καλός
συγγραφέας δε σε κάνει να ξεχωρίζεις; Κι αυτό δε σημαίνει ότι κερδίζεις την
ψυχή σου;».
«Κοίτα… Εσύ έχεις διαβάσει πατέρα Παΐσιο;»
Το κορίτσι έκανε μια γκριμάτσα άγνοιας.
«Μάλλον, θα σου ξεκινήσω απ’ αλλού. Έχεις ακουστά τον πατέρα
Σεραφείμ Ρόουζ;».
«Για να τον λες έτσι, μάλλον θά ’ναι παπάς».
«Ορθόδοξος παπάς Αμερικάνος. Πέθανε το 1982».
«Πολύ πριν γεννηθούμε».
«Όπως κι ο Κάφκα, ο Πόε και οι λοιποί».
«Σωστά… Λοιπόν;».
«Έχω ένα βιβλίο με τη ζωή του και θά ’θελα να το διαβάσεις».
«Φέρ’ το. Να ξέρεις πάντως πως εγώ… δεν πιστεύω στο Θεό».
«Δεν εκπλήσσομαι. Φαίνεται».
Η Χρυσένια χαμογέλασε γλυκά, αλλά ένιωσε αμηχανία: «Αλήθεια;
Έχω ταμπελάκι;».
«Έχεις ένα μικρό» γέλασε ο νέος. Είδε πως τον κοίταζε με
προσδοκία. «Ας μην το συζητήσουμε» είπε. «Ούτ’ εγώ ξέρω να σου το εξηγήσω.
Ξέχασέ το».
«Εννοούσα πάντως πως δεν πιστεύω στο δικό σου Θεό, το
Θεό των χριστιανών – όπως κι οι περισσότεροι εδώ μέσα βέβαια. Ο χριστιανισμός
είναι μια τελειωμένη υπόθεση, προ πολλού. Είσαι από τους τελευταίους του είδους
σου, το ξέρεις φαντάζομαι».
Ο Αλέξης σήκωσε τους ώμους· ήταν η σειρά του να νιώσει
αμηχανία.
«Όπως το πάρεις… Δηλαδή πιστεύεις σε κάποιον άλλο Θεό;».
«Κάποια στιγμή θα σου πω».
«Ανυπομονώ».
3
«Ο θεός μου είναι ένας θεός που με κάνει δυνατή».
Κάθονταν σ’ ένα πεζούλι, στην άκρη της αυλής, μακριά απ’ τη
βαβούρα που δε συμπαθούσαν.
«Μήπως τον λένε Λόρδο Βόλντεμορτ;» αστειεύτηκε με νόημα το
παλικάρι.
Η Χρυσένια έκανε μια θεατρική κίνηση με το χέρι της.
«Είναι η μαγεία» είπε.
«Χμ… Αληθινή μαγεία;».
«Ναι… Δεν εκπλήσσεσαι; Έχω και γι’ αυτό ταμπελάκι;».
Σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει.
«Έτσι κι έτσι. Δεν εκπλήσσομαι, γιατί η μαγεία είναι της
μόδας τώρα. Στην Αγγλία η Wicca έχει χιλιάδες πιστούς, και κυρίως πιστές. Προπαγανδίζεται
συνέχεια, με βιβλία, ταινίες, σειρές, τα πάντα. Και στην Ελλάδα έχουμε
διάφορους βαρεμένους… Συγνώμη κιόλας».
«Πιστεύεις πως δεν υπάρχει μαγεία;» ρώτησε κάπως θιγμένη.
«Α, όχι. Ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια. Και μεγάλη δύναμη
φυσικά. Και εξαπατά εύκολα όποιον ονειρεύεται ν’ αποχτήσει κι εκείνος δύναμη».
«Άκου, πιτσιρίκο» είπε η Χρυσένια, λίγο τρυφερά, λίγο
αμυντικά. «Οι μάγοι δεν ονειρευόμαστε ν’ αποχτήσουμε δύναμη» (έλεγε ψέματα εν
μέρει και της το είπε η καρδιά της)· «μεταφέρουμε μια κληρονομιά μέσα στους
αιώνες, που ενώνει τους ανθρώπους με τις δυνάμεις της Φύσης, με όλα τα πλάσματα
της Φύσης, με την ίδια τη Φύση».
Ο Αλέξης την κοίταξε προσεχτικά.
«Εσύ έχεις τέτοια κληρονομιά;».
«Χαίρομαι που δεν είχα ταμπελάκι γι’ αυτό. Δεν είναι κάτι
που το διαφημίζω βέβαια, εντάξει;».
«Χρυσένια, μιλάς σοβαρά τώρα;».
Ένευσε καταφατικά.
«Ξέρεις, είναι πολύ επικίνδυνο αυτό».
«Είναι πιο επικίνδυνο», κούνησε το δάχτυλό της, «να
καταπίνεις αμάσητα αυτά που σου λένε οι παπάδες για τους δαίμονες».
Ο Αλέξης σκέφτηκε.
«Κι αν αυτοί οι παπάδες είναι άγιοι;» ρώτησε. «Αν έχουν
επαφή με όντα από άλλους κόσμους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι νομίζεις; Αν
έχουν υπάρξει και οι ίδιοι μάγοι;».
«Τότε έχουν προδώσει τη μαγεία».
«Όχι, έχουν καταλάβει τη σκοτεινή της φύση – που την ξέρεις
κι εσύ, αν πράγματι ασχολείσαι σε βάθος».
«Κι εσύ τι ξέρεις για τη μαγεία, πέρα από ορθόδοξα βιβλία
που την πολεμάνε;».
«Ξέρω κάτι. Ας πούμε, πως ένα ξόρκι μπορεί να ελευθερώσει
ένα κακοποιό πνεύμα, που άντε τρέχα μετά να το μαζέψεις με αντίθετο ξόρκι».
«Μόνο αν είσαι άσχετος».
«Ναι, αλλά μια τέχνη που παίζει με τέτοια πράγματα πώς
μπορεί να μην είναι σκοτεινή και δαιμονική;».
«Ο δαίμονας είναι επινόηση των παπάδων σου, φίλε μου… Το καλό
και το κακό συνυπάρχουν στο σύμπαν και πρέπει να βρίσκονται σε ισορροπία για να
βαδίζει ο κόσμος με αρμονία – αλλά και για να έχουν οι άνθρωποι δύναμη και
γνώση».
Ο Αλέξης κούνησε το κεφάλι. Δεν ήθελε να συνεχίσει. Δεν
ήθελε να μπει σε διαμάχη λογικών επιχειρημάτων, εκεί που, όπως πίστευε, η
πραγματικότητα είναι πιο εύγλωττη από χιλιάδες επιχειρήματα.
Και δεν ξαναμίλησαν γι’ αυτό το θέμα μερικούς μήνες.
4
«Έι, σαλτιμπάγκο!».
Η συμμορία του breakdance έκανε το νούμερό της στην Πλατεία των Νεκρών
Σπουργιτιών.
Κανονικά η πλατεία λεγόταν αλλιώς, αλλά οι ίδιοι την
ονόμασαν έτσι, από τα ογδόντα νεκρά σπουργίτια που είχαν μαζέψει κάποτε από
’κεί με τη μία.
Πώς είχαν πεθάνει όλα μαζί; Ένα θλιβερό θέαμα από ισχνά,
μικροσκοπικά κορμάκια και πούπουλα… Σίγουρα κάποιος σκοταδόψυχος, κάποιο ανθρωπόμορφο
κτήνος, θα τα είχε δηλητηριάσει. Τα τοποθέτησαν σ’ ένα χάρτινο κιβώτιο και τα
έθαψαν παραδίπλα, σ’ ένα οικόπεδο. Έπαιξαν για χάρη τους στο cd player μια
λυπητερή ροκ μπαλάντα. Και συχνά πυκνά επισκέπτονταν τον τάφο, που τον είχαν
σημαδέψει μ’ ένα μαύρο ζωγραφισμένο σταυρό σε μια πέτρα.
Πράγματι κάποιος τα είχε δηλητηριάσει. Δεν ήξεραν όμως πως
το δεν το ’χε κάνει με χημικά, αλλά χτυπώντας τα δάχτυλά του – τα ’χε ρίξει
νεκρά όλα μαζί σ’ ένα δευτερόλεπτο – με μια έκρηξη μαγείας, γελώντας σατανικά
με τα δόντια και τα μάτια του. Κάποιος, που είχε κι εκείνος για στέκι του την
πλατεία και του άρεσε να παίζει με τη ζωή των πλασμάτων.
Εκεί, στην πλατεία, από νύχτα σε νύχτα, έβαζαν το cd player στη
διαπασών και ξεδίπλωναν την ψυχή τους χορεύοντας δυο τρεις ώρες. Τις φιγούρες
και τ’ ακροβατικά τους δεν τα χώραγε ο νους. Έβαζαν κι από ένα καπέλο στις
τέσσερις άκρες κι όποιος θεατής είχε την καλοσύνη μπορούσε να ρίξει μέσα κανένα
κέρμα· έτσι έβγαζαν το χαρτζιλίκι τους.
Ήταν ο Αρμπέν, η Ρεβέκκα, η Σάντρα, ο Μπάμπης κι ο Ιωσήφ –
τρία παλικάρια και δυο κοπέλες, μαθητές λυκείου, περπατημένοι στη ζωή από τα
γεννοφάσκια τους. Και τι δεν είχαν περάσει! Πρέζες, μεθύσια, κόντρες, φασαρίες…
Πόσες φορές δεν είχαν μπλέξει, πόσο ξύλο δεν είχαν φάει απ’ τους δικούς τους
για “να γίνουν άνθρωποι”!
Μα ανθρώπους δεν τους έκανε το ξύλο, αλλά μια γυναίκα.
Η πλατεία είχε γίνει στέκι για τα φιλαράκια τους. Έρχονταν
παρέες, έπιναν μπύρες, καμάρωναν το θέαμα, άφηναν και κάνα ψιλό. Οι πιο πολλοί
ήταν ίδιοι κάθε βράδυ, ανάμεσά τους και συμμαθητές των παιδιών,
κουλτουριάρηδες, φρικιά, αυτοί που δε φοβούνται, ούτε ντρέπονται να τρυπώνουν
σε τέτοια μονοπάτια· τα ψαγμένα “ανθρωπιστικά φρικιά”. Περνούσαν και τυχαίοι
και σαραβαλιασμένοι κάθε ηλικίας – από έφηβοι μέχρι ραμολιμέντα, ναυάγια της
ζωής – και γενικά η πλατεία δεν ήταν για να κυκλοφορούν “καθώς πρέπει”. Και οι
γείτονες φυσικά διαμαρτύρονταν και καλούσαν την αστυνομία κι η συμμορία έπαιζε
το παιχνίδι του ποντικιού και της γάτας, γελώντας που έβαζε λίγο κίνδυνο και
μια τζούρα περιπέτεια στη ζωή της.
Μια πανέμορφη λυγερή κοπέλα με γυαλιστερά τζιν και μαύρες
μπότες μπήκε στην πλατεία. Όλα τα βλέμματα μαγνητίστηκαν πάνω της. Οι χορευτές
την είδαν (πρώτη η Σάντρα κι έκανε νόημα στους άλλους) και τη χαιρέτισαν
γελώντας!
«Γεια σου, Αμαζόνα! Αυτό το νούμερο για σένα!».
«Έι, Μπάμπη, είναι αρραβωνιασμένο το κορίτσι!».
«Άσε μας, ρε βλίτο! Τώρα περνάει η βασίλισσα της πλατείας!».
Κι έκαναν το καλύτερο χορευτικό τους, που σίγουρα θα το
ζήλευαν και στη Νέα Υόρκη. Η κοπέλα χαμογέλασε τόσο όμορφα, που θα έκανε και
σαμουράι έτοιμους για μονομαχία να πετάξουν τα κατάνα τους· χαιρέτισε
σηκώνοντας το δεξί της χέρι κι έριξε ένα χαρτονόμισμα στο καπέλο.
«Έι, Αμαζόνα, τι κάνεις εκεί;» γκρίνιαξε ο Αρμπέν. «Τα λεφτά
σου δεν περνάνε εδώ πέρα, δεν το ’μαθες;».
«Σώπα» του σφύριξε εκείνη στ’ αφτί. «Βγάζετε το ψωμί σας τώρα».
Οι πέντε χορευτές αγκαλιάστηκαν από τους ώμους και τη
χαιρέτησαν με μια υπόκλιση. Το κοινό, όποιο ήταν, ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Κι
από τις γύρω πολυκατοικίες ξίνισαν τα μούτρα τους οι φιλήσυχοι μικροαστοί, που
την ησυχία τους ήθελαν μονάχα, μα κανένας δεν το πρόσεξε.
«Δεν πιστεύω να κάνετε πάλι κουτουράδες» είπε η κοπέλα
τρυφερά, με καλοσυνάτη αυστηρότητα.
«Πεντακάθαροι!» δήλωσαν οι μάγκες. Τα κορίτσια της παρέας
έγνεψαν μόνο καταφατικά, χαμογελώντας.
Τους χαιρέτησε αγκαλιάζοντας τα δυο κορίτσια, χτύπησε στο
μπράτσο τ’ αγόρια και χάθηκε με σταθερό βήμα στην άλλη μεριά της πλατείας.
Η συμμορία, χαρούμενη και χαλαρωμένη, άλλαξε το cd κι
ετοιμάστηκε να ξαναχορέψει.
Τότε πλησίασε εκείνος. Νέος, όμορφος, με ακριβά τζιν,
καταδεχτικό ύφος, βλέμμα καπετάνιου μαζί κι αντάρτη.
«Έι, σαλτιμπάγκο!» φώναξε χωρατεύοντας στο Μπάμπη. Πλησίασε
αυτός και χαιρετήθηκαν μ’ ένα ηχηρό χτύπημα στις παλάμες τους.
Κι οι τέσσερις άλλοι πλησίασαν και τον χαιρέτησαν
χαμογελώντας. Τα μάτια του συναντήθηκαν με της Ρεβέκκας· ήταν φανερό πως η
κοπέλα έλιωνε – για πάρτη του. Της χαμογέλασε κι εκείνη ένιωσε την καρδούλα της
να φτερουγίζει.
«Ποια είναι η κοπέλα;» ρώτησε για κείνη που είχε περάσει.
«Ένα πολύ εντάξει παιδί» απάντησε ο Μπάμπης, τονίζοντας με
μια ιδιότυπη επισημότητα κάθε λέξη.
«Το οποίο;».
«Μας βοήθησε να καθαρίσουμε, να ξεκόψουμε απ’ την πρέζα, να
σταθούμε όρθιοι» εξήγησε ο Ιωσήφ, κουνώντας τα χέρια με τον ιδιαίτερο, θεατρικό
τρόπο του.
Ο άντρας κοίταξε τη Ρεβέκκα. “Μη φοβάσαι”, της έστειλε
μήνυμα με το νου του· “εσύ είσαι για μένα, και μόνο εσύ”. Το κορίτσι, χωρίς να
ξέρει γιατί, ένιωσε γαλήνη και σιγουριά. Κόλλησε πάνω του. Όλοι ήξεραν πως ήταν
τσιμπημένη μαζί του.
«Είναι αστυνομικός» συμπλήρωσε η Σάντρα. «Τη λέμε Αμαζόνα.
Την είδαμε κάποτε να πλακώνει στο ξύλο έναν νταβατζή. Ανίκητη σου λέω!».
Χαμογέλασε ο άντρας και τα μάτια του γυάλισαν. Ο Αρμπέν
έβαλε μπροστά τη μουσική.
«Θα χορέψεις;». Ο άντρας έγνεψε όχι με το χέρι. «Έλα! Αφού
είσαι άσσος!».
Κι άρχισαν να χορεύουν. Ο ξένος τους ακολούθησε· χόρεψε μαζί
τους σα φωτιά, σαν αερικό. Όλοι οι θεατές τον θαύμασαν.
“Ανίκητη, ε; Αμαζόνα!” σκεφτόταν, κάνοντας πως καμάρωνε τη
Ρεβέκκα. “Θυμίστε μου να τη φάω κάποτε. Τότε να δούμε ποιος θα νικήσει: η
Αμαζόνα ή ο Φοίβος;”.
5
Το επεισόδιο με τα λιοντάρια τάραξε τη Χρυσένια. Έτσι,
κατέφυγε με χαρά στην παρέα του Αλέξη, όταν τον είδε τυχαία να πηγαίνει στο
φροντιστήριο, στο ίδιο μ’ εκείνη και τους φίλους της, που δεν είχαν πάντα τις
ίδιες ώρες και δεν τους είχε συναντήσει απόψε.
Περπάτησε μαζί του. Εκείνος, με πολύ δισταγμό, ξεπέρασε τη
ντροπή του και βρήκε το θάρρος να τη ρωτήσει:
«Ασχολείσαι ακόμα με τη μαγεία;».
Ένευσε θετικά. Ήθελε και δεν ήθελε να το συζητήσει.
«Ξέρεις», είπε εκείνος, «υπάρχει ένας μάγος, που όχι μόνο
παράτησε τη μαγεία, αλλά έκανε με τα κρεμμυδάκια τους άλλους μάγους κι όλες τις
δυνάμεις που υποτίθεται ότι ελέγχουν».
«Αλήθεια; Ποιος είναι;».
«Και μάλιστα τον βοήθησε μια απλή κοπέλα, που μπορεί να ήταν
στην ηλικία μας… Αυτή τον νίκησε πρώτη και μετά εκείνος ενδιαφέρθηκε να μάθει
τι υπάρχει από πίσω».
Τον κοίταξε με ενδιαφέρον.
«Το όνομά του;».
«Κυπριανός. Έζησε πριν από δεκαεφτά αιώνες».
«Με δουλεύεις, ρε Αλέξη;».
Χαμογέλασε.
«Όχι, γιατί η δύναμη που χρησιμοποίησε υπάρχει ακόμα και
έχει τα ίδια αποτελέσματα και σήμερα».
«Ποια δύναμη;».
Έκανε το σταυρό του· η Χρυσένια ένιωσε μια ανεξήγητη
παγωνιά.
«Αυτή» απάντησε. Τα μάτια της κοπέλας βούρκωσαν· ρίγησε. Ο
Αλέξης το πρόσεξε σιωπηλά.
«Πάντως μεταστράφηκε τόσο πολύ, που έδωσε και τη ζωή του γι’
αυτό που πίστευε. Τον σκότωσαν οι Ρωμαίοι με πολλά βασανιστήρια, μαζί με την
κοπέλα, την αγία Ιουστίνα».
«Και πού ήταν τότε η δύναμη του σταυρού;».
«Για να καταλάβεις, πρέπει να δεις όλο το παζλ».
«Δηλαδή;».
«Η δύναμη του σταυρού τον ανέβασε στον ουρανό. Οι χριστιανοί
νικάμε, όχι με τη βία, αλλά με την αγάπη. Φαίνεται να χάνουμε, όπως ο Χριστός,
αλλά έτσι, ενωμένοι μαζί Του, πάμε στον ουρανό και επηρεάζουμε θετικά και τον
κόσμο. Εννοώ με την προσευχή των αγίων – αυτοί είναι που έχουνε σίγουρα μερίδιο
στον ουρανό, οι άλλοι είμαστε γιαλαντζί. Στον κόσμο φαίνεται να υπερισχύει το
κακό, αλλά όταν κάποιος δεν επιτίθεται με βία, αλλά με αγάπη και προσευχή στο
όνομα του Χριστού, τότε κερδίζει το καλό».
«Πού ακριβώς είναι αυτό το καλό;» ειρωνεύτηκε η Χρυσένια.
«Εκεί». Έδειξε τον ουρανό. «Εδώ… και εδώ», κι έδειξε την
καρδιά του και τη δική της. «Έξω κυριαρχεί το κακό – δηλαδή οι ίδιες δυνάμεις
που κάνουν πάρτι στη μαγεία σου».
Η Χρυσένια σκέφτηκε λίγο.
«Παραμύθια» είπε. «Πώς ξέρεις πως ο άγιός σου δεν είναι
παραμύθι;».
Σήκωσε τους ώμους του.
«Υπάρχει η βιογραφία του, η εικόνα του… Η μνήμη του, που
γιορτάζεται 2 Οκτωβρίου… Αλλά και τα κείμενά του, οι εξορκισμοί του, που ακόμα
και σήμερα κάνουν το διάβολο να τσιρίζει».
Έκανε το σταυρό του, νιώθοντας ένα φόβο που πρόφερε το όνομα
του ακατονόμαστου.
«Αλήθεια, Αλέξη, δεν έχω δει άλλον σαν εσένα» είπε η
Χρυσένια. «Δεν ξέρω αν είσαι θρησκόληπτος, δεισιδαίμονας, μορφωμένος, σοβαρός ή
γελοίος· με μπερδεύεις! Έχεις κάτι αντιλήψεις που με εκπλήσσουν!».
«Υπάρχουν και σύγχρονοι μάγοι, αντίστοιχοι με τον άγιο Κυπριανό·
παράδειγμα, ο Κλάους Κένεθ, ένας Αυστριακός μάγος, που, μετά από πολλές
αναζητήσεις και ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο, γνώρισε έναν άγιο της εποχής μας και
μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία».
«Ζει αυτός;».
«Βέβαια· και υπάρχουν πολλά βίντεο με ομιλίες και συνεντεύξεις
του».
«Θα τον ψάξω στο Facebook» υποσχέθηκε. «Αλλά αμφιβάλλω για την περίπτωσή του».
«Δεν είναι κακό πράγμα η αμφιβολία».
«Η Εκκλησία την πολεμάει».
«Καθόλου. Η απιστία του αγίου Θωμά έκανε το Χριστό να του
εμφανιστεί και να του προσφέρει τα χέρια Του με τα σημάδια. Και ακριβώς έτσι το
σχολιάζουν οι άγιοί μας και οι ύμνοι της Κυριακής του Θωμά».
«Χμ… Κάπως καινούργιο αυτό για τον τρόπο που βλέπω την Εκκλησία
μέχρι τώρα – Ιερά Εξέταση κι έτσι».
«Δεν είναι Εκκλησία αυτό», χαμογέλασε ο Αλέξης, «αλλά αυτό
που λέμε αίρεση· ακριβώς γι’ αυτό είναι αίρεση, επειδή έχει “Ιερά Εξέταση κι
έτσι”».
«Μάλιστα…».
«Πες μου, σε παρακαλώ… Στη μαγεία έχεις δει υπερφυσικά
πράγματα;».
«Πάρα πολλά, φυσικά». Σκέφτηκε τα λιοντάρια.
«Έχω να σου δείξω κι εγώ κάτι».
«Τι; Σχετικό με τον Κυπριανό σου;».
«Μπα, όχι. Έλα το Σάββατο, κατά τις οχτώ το βράδυ, στο
πάρκο. Μπορείς;».
«Γιατί όχι; Να ’ναι κάτι καλό όμως, ε;».
Ο νέος χαμογέλασε αινιγματικά. Ίσως είχε προβάρει αυτό το
σημείο κάμποσες φορές.
«Σούπερ» απάντησε.
6
Εκείνη τους είπε:
«Υπάρχουν ελάχιστοι που δεν υποτάσσονται, προς το παρόν,
στις δυνάμεις μας. Και λιγότεροι από δέκα άνθρωποι που μας απειλούν». Κοίταξε
τον Άλκη. «Ο ένας μάς απειλεί περισσότερο, γιατί η μικρή σου φίλη ετοιμάζεται
να τον συναντήσει».
«Αδύνατον» ψέλλισε εκείνος.
«Μην κάνεις τον έκπληκτο. Ξέρεις πως έχει αρχίσει να
λοξοδρομεί. Πρόκειται να πάει απόψε, ακολουθώντας τον ανόητο φίλο της!».
Ο Άλκης ένιωσε φόβο – ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή τη μάγισσα.
Διακυβευόταν η ζωή του.
Ένιωθε τώρα τι σήμαινε να είσαι πιστός σ’ αυτό το Τάγμα, και
σ’ εκείνον που στεκόταν αθέατος πίσω απ’ το Τάγμα. Όλη η αλαζονεία του είχε
μαζευτεί στο μπλουτζίν του, στην πίσω τσέπη.
«Αν του μιλήσει, ίσως καταστραφούν όλα» συνέχισε η
αρχιέρεια. «Εκείνος ξέρει και σίγουρα θα το προσπαθήσει».
Στα μπράτσα της κουλουριάζονταν φίδια και στα πόδια της ήταν
μαζεμένες δεκάδες γάτες και ποντίκια, μεθυσμένα, που τρίβονταν το ένα στο άλλο αρνούμενα
ν’ ακολουθήσουν τα ένστικτά τους. Πάνω απ’ τα κατάμαυρα μαλλιά της με το χρυσό
στέμμα φτερούγιζαν νυχτερίδες.
Δεν ήταν μεγαλύτερη από είκοσι πέντε χρονών. Όμως ένιωθε σα
να ’χαν περάσει από πάνω της χιλιάδες χρόνια. Σα να είχε ζήσει πολλές ζωές, που
τις θυμόταν όλες· σχεδόν σαν να μην ήταν πια άνθρωπος.
«Θα την προειδοποιήσω» μουρμούρισε ο νέος χαμηλώνοντας τα
μάτια, χωρίς να τολμάει να ρωτήσει ποιος είναι “εκείνος”, τι ακριβώς ξέρει και
– το κυριότερο – από ποια πηγή.
Σκέφτηκε να προσθέσει “θα υπακούσει”, αλλά δεν τόλμησε να
δώσει υπόσχεση που δεν ήξερε αν θα τηρούσε.
Η αρχιέρεια τον κάρφωσε με τα φεγγαρίσια μάτια της, απ’ όπου
ξεπήδησαν μικρές κίτρινες αστραπές.
Γύρω τους αναδεύονταν τουλάχιστον είκοσι λιονταρίσια κορμιά
μέσα στη νύχτα και τα μάτια τους λαμπύριζαν στο σκοτάδι.
«Αν δεν υπακούσει» έκρωξε σαν κοράκι (και πολλά κοράκια τη
συνόδευσαν απ’ τα γύρω δέντρα), «ρίξε της κατακέφαλα!».
7
«Μην πας στο πάρκο».
Η Χρυσένια κοίταξε με απορία την Ήβη, που της μιλούσε από
την οθόνη του κινητού της.
«Ποιος σου είπε πως θα πάω στο πάρκο;».
«Ο Άλκης».
«Μπα; Και σου είπε τι θα κάνω εκεί πέρα;».
«Όχι, μόνο μου είπε να σου πω να μην πας».
«Και γιατί δε μου το λέει ο ίδιος;».
«Τι να σου πω, ρε Χρυσενάκι; Αφού δεν του μιλάς. Θα σκέφτηκε
πως εμένα θα μ’ ακούσεις».
«Κι από πότε κάνω αυτό που μου λέει ο Άλκης;».
«Πάντως, αν θέλεις τη γνώμη μου, μην πας. Δεν ξέρω τι θα
κάνεις, αλλά τρόμαξα όπως τον είδα».
«Καλά, άσ’ τον να γαυγίζει».
Της έστειλε φιλάκια κι έκλεισε το τηλέφωνο. “Ένας λόγος
παραπάνω να πάω” σκέφτηκε και σούφρωσε τα χειλάκια της γεμάτη πείσμα.
Αλλά στο πάρκο, στο Άλσος των Χελωνών, ώρα 8, είχε
βραδιάσει. Έκανε και ψύχρα. Λίγοι περπατούσαν, μερικά ζευγαράκια αγκαζέ, ένας
δυο παππούδες… Ο Αλέξης φαινόταν ενθουσιασμένος· η Χρυσένια αμήχανη.
«Δε θα μου πεις;».
«Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω· καλύτερα να δεις μόνη σου
αυτό που βλέπω κι εγώ».
Χώθηκαν στα μονοπάτια. Για κάποιο λόγο τους φάνηκε πιο
μεγάλο, με σκοτεινές γωνιές· ίσως ήταν που σιγά σιγά έπεφτε η νύχτα.
Κάμποσες χελώνες αργοσέρνονταν αθέατες, φορώντας πάνω στο
καβούκι τους το λυκόφως. Έβοσκαν, έπιναν νερό από τις λιμνούλες, όπου να ’ναι
μάλλον θα πήγαιναν για ύπνο.
Σε μιαν ακρούλα, κοντά στον τοίχο με τα μυτερά κάγκελα στην
άλλη άκρη, διακρινόταν κάτι σαν παράγκα. Ήταν φτιαγμένη με κλαδιά από φοίνικες,
μαζί με πλατιά φύλλα μπανανιάς, ανακατεμένα με διάφορα άλλα, μαζί και κάτι
χρωματιστά σεντόνια και κουρέλια. Ήταν το καλυβάκι ενός άστεγου.
Σ’ ένα κούτσουρο καθόταν εκείνος, τυλιγμένος με κάτι σαν
πανωφόρι. Σήκωσε το βλέμμα. Η κοπέλα τον μέτρησε από πάνω ώς κάτω·
απροσδιόριστης ηλικίας, ρυτιδιασμένος, με κοντά γκρίζα γένια· και μάτια που
έλαμπαν σαν αστέρια.
Σηκώθηκε κι άνοιξε την αγκαλιά του.
«Καλώς τα καλά μου τα παιδιά!» φώναξε σχεδόν, γεμάτος κέφι.
Το κορίτσι ξαφνιάστηκε, ενώ το αγόρι άφησε ένα χαρούμενο γέλιο.
«Αυτή είναι η Χρυσένια, μπάρμπα Νίκο».
Η κοπέλα ένιωσε το βλέμμα του να βυθίζεται στο δικό της,
ζεστό και φιλικό, όπως ο ήλιος που βασιλεύει στη θάλασσα. Κάτι σα συγκίνηση,
πρωτόγνωρο, ανέτειλε στην καρδιά της.
«Γεια σου, Χρυσένια» είπε κοφτά, χαμογελώντας με καλοσύνη.
Τους χαιρέτισε με μια θερμή χειραψία. Τους έδειξε κάτι
κούτσουρα και κάθισαν. Έβγαλε κάτι παλιόκουπες και τις γέμισε ζεστό τσάι από
ένα θερμό.
Τα ρούχα του ήταν βρώμικα και κουρελιασμένα, όμως δε μύριζε,
όπως άλλοι άστεγοι, που έτσι και βρεθείς δίπλα τους το βάζεις στα πόδια από τη
μπόχα – πού να πλυθούν, αφού κανείς δεν τους βάζει σπίτι του να κάνουν ένα
μπάνιο; Ο μπάρμπα Νίκος, λοιπόν, δεν έζεχνε. Μάλιστα, ανέδιδε μια παράξενη
λεπτή ευωδία, που η Χρυσένια δεν τη συνειδητοποίησε εκείνο το βράδυ.
“Είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος” σκέφτηκε η κοπέλα. “Αυτή
όμως η καλοσύνη δεν είναι ικανή ν’ αλλάξει όσα ξέρω για τον κόσμο”. Λοξοκοίταξε
τον Αλέξη, που απολάμβανε την παρουσία του εκεί, και μειδίασε θλιμμένα. “Θα τον απογοητεύσω” κατέληξε με μια κρυφή εγωιστική
ικανοποίηση.
Είπαν μερικές κουβέντες για το σχολείο, τις πανελλήνιες που
θ’ ακολουθούσαν του χρόνου, την αγωνία τους για το επαγγελματικό μέλλον… Και
μετά, ξαφνικά, ο λιπόσαρκος γεροντάκος της είπε, θα ’λεγες σαν με κάποια
επισημότητα:
«Χρυσένια, ξέρω γιατί σε έφερε απόψε εδώ ο Αλέξης».
«Σας μίλησε ο Αλέξης για μένα;» ρώτησε κάπως αμήχανα το κορίτσι.
Ο μπάρμπα Νίκος σκέφτηκε μια στιγμή.
«Όχι…» απάντησε. «Κάποιος άλλος μου τα είπε».
“Ο άγιος Κυπριανός; Ο Χριστός;” σκέφτηκε εκείνη, μα σαν κάτι
την εμπόδισε να πει αυτά τα ονόματα και να ρωτήσει. Αντί γι’ αυτό, ρώτησε:
«Είστε ιερέας;».
Χαμογέλασε καλόκαρδα το γεροντάκι.
«Όχι· αν ήμουν ιερέας, θα φορούσα ράσα. Είμαι μόνο ένας
ταλαίπωρος άστεγος, που δεν έχει ούτε χρυσό ούτε ασήμι να τον βαραίνει και ζει
με την ελεημοσύνη των καλών ανθρώπων, μ’ ένα πιάτο σούπα από το συσσίτιο της
Εκκλησίας και καμιά μικρή σοκολάτα από το ζαχαροπλαστείο του Χριστού».
Η Χρυσένια ρίγησε σ’ αυτό το όνομα.
«Ζαχαροπλάστης είναι;» ρώτησε, κι η φωνή της άρχισε να
γίνεται λίγο επιθετική.
«Και ζαχαροπλάστης και γιατρός και αρτοποιός… και πολεμιστής
και γεωργός… και ήλιος και φεγγάρι. Ό,τι και να χρειαστούμε, Εκείνος γίνεται».
Η έφηβη μάγισσα κοίταξε στα μάτια τον παράξενο ερημίτη·
προσπάθησε να τον διαβάσει με τις μαγικές της δυνάμεις, μα κουτούλησε σ’ έναν
πνευματικό τοίχο. Συνοφρυώθηκε.
«Κι εμένα μ’ αρέσουν οι σοκολάτες» απάντησε.
«Μπαίνεις στα βαθιά, είσαι θαρραλέα· θέλεις να γευτείς, μα
θα σου φανεί λίγο πικρή στην αρχή».
“Ξέρω από πίκρα” σκέφτηκε να του πει. “Δε φαντάζεσαι τι
εμπειρίες έχει ζήσει αυτό το πνεύμα που βλέπεις!”. Αντίθετα, είπε με κάποια
αυθόρμητη αυθάδεια:
«Αν υπάρχει, είναι πιο αδύναμος απ’ τη θεά μου».
«Και ποια είναι η θεά σου;».
«Η Φύση, που δίνει τις δυνάμεις στις μάγισσες και τους
μάγους».
Ο Αλέξης, δίπλα, παρακολουθούσε τη στιχομυθία με αγωνία, μα
και χαρά· γι’ αυτό είχαν έρθει.
«Τις δυνάμεις», είπε ήρεμα ο ερημίτης του πάρκου, «δεν τις
δίνει η Φύση, αλλά ο σατανάς».
«Επιτρέψτε μου να πω ότι δεν ξέρετε τίποτα για τη μαγεία»
απάντησε με έξαψη η κοπέλα, ενώ μέσα της χόρευαν οι λογισμοί πως ήταν ένας
φανατικός γέρο ξεκούτης και πως έπρεπε να του το πετάξει κατάμουτρα, φτύνοντάς
τον μάλιστα, και να την κάνει.
«Ενώ εσύ ξέρεις για το Χριστό, ε;».
Σήκωσε τους ώμους της. Ο μπάρμπα Νίκος συνέχισε, στον ίδιο
φιλικό, πατρικό θα έλεγε κανείς, τόνο:
«Αγαπημένη μου αδελφή, όλα εδώ γύρω είναι λουσμένα στη χάρη
του Θεού – του Ιησού Χριστού – και καμιά μαγεία, όσο δυνατή κι αν είναι, δε
μετράει εδώ πέρα. Δε μπορώ να σου το αποδείξω χωρίς να κάνω κάποια επίδειξη,
και θα ήταν άδικο, γιατί είσαι μικρή ακόμα».
Όμως εκείνη το ήξερε, γιατί δεν έβλεπε ξωτικά, ούτε
πνεύματα, ούτε νεράιδες. Δεν είχε δει κανένα, από τη στιγμή που πάτησαν τα
παπούτσια της στην πύλη του άλσους. Πήγε κάτι ν’ αντιτείνει, μα ο άντρας ύψωσε,
χωρίς έπαρση, το δάχτυλο προς τα χείλη της.
«Ναι, έχεις δυνάμεις, έτσι νομίζεις, μα είσαι μικρή ακόμα.
Θα ’ρθει στιγμή που θα τα δεις και θα τα μάθεις όλα. Προς το παρόν, σε
παρακαλώ, πες στη φίλη σου την Ήβη να μην πάει στη συνάντηση με το φίλο σας και
τους άλλους μάγους, γιατί σκοπεύουν να της κάνουν…», κόμπιασε λίγο, «πάρα πολύ
μεγάλο κακό».
Το κορίτσι σάστισε. Κοίταξε τον Αλέξη περιμένοντας να
διαβάσει στο βλέμμα του πως εκείνος είχε μιλήσει.
«Πώς ξέρετε την Ήβη; Πώς ξέρετε για όλα αυτά;».
«Επειδή ο Χριστός μας είναι πολύ δυνατότερος από την
υποτιθέμενη θεά σου».
«Και ποιο είναι το κακό που θέλουν να της κάνουν;» ρώτησε
και το σάλιο της είχε στεγνώσει.
«Δε μου είπε. Αυτό είναι αρκετό για να σε προειδοποιήσω.
Πρέπει να διαλέξεις μόνη σου, ξέρεις». Την κοίταξε βαθύτερα. «Ακόμα και η
Παναγία, πρώτα διάλεξε να πει ναι στην πρόσκληση του Θεού και μετά έμεινε
έγκυος το Θεάνθρωπο».
Η εικόνα ενός κρίνου ανάτειλε στο μυαλό της.
«Όχι βέβαια με κρίνο», διάβασε τη σκέψη της ο ερημίτης,
«αλλά με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος».
Την πλησίασε ένα βηματάκι.
«Θέλεις ακόμα λίγη σοκολάτα από το ζαχαροπλαστείο του
Χριστού;».
Σκέφτηκε λίγο.
«Ναι» απάντησε θαρρετά. Τώρα ήταν που δεν έπρεπε να κάνει
πίσω.
Ο ερημίτης ύψωσε το δεξί του χέρι κι άρχισε να σταυρώνει τον
αέρα προς το μέρος της.
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος» είπε. «Σταυρός ο φύλαξ πάσης της οικουμένης, σταυρός η ωραιότης της
ευσεβείας…».
«Όχι!» ούρλιαξε η κοπέλα, νιώθοντας αναρίθμητες σουβλιές στο
μυαλό της. «Σταμάτα!».
Τους
γύρισε την πλάτη κι άρχισε να τρέχει.