1
Ψηλός και ξερακιανός, με ξυρισμένο κεφάλι, τυλιγμένος σε πορφύραν και βύσσον, ο υπουργός Επιβολής
του Νόμου στεκόταν μπροστά στην αρχιέρεια επιτιμώντας την για την πράξη της:
«Τι ήταν αυτό που έκανες;».
«Ήταν αποφασισμένος να μας ανακαλύψει» απάντησε εκείνη
υποταγμένα, αλλά και θαρρετά. Στεκόταν προσοχή, με χαμηλωμένο το κεφάλι, αλλά
τον κοιτούσε ήρεμα στα μάτια – στα κατακόκκινα σαν λυσσασμένου τέρατος μάτια
του. «Αργά ή γρήγορα θα το κατόρθωνε».
«Πρέπει να κρυβόμαστε».
«Δεν ήρθε η ώρα που δε χρειάζεται πια; Η ώρα της απροκάλυπτης
κυριαρχίας μας;».
«Το πότε και πώς θα το αποφασίσω εγώ κι όχι εσύ».
Ένευσε αμυδρά, μη ξέροντας τι ν’ απαντήσει. Ο δαιμονικός
μάγος συνέχισε, κι η φωνή του τώρα ήταν μαλακότερη, σα να είχε ανατείλει μέσα
της λίγη στοργή:
«Μάχη, ξέρεις ότι δεν είμαι μόνο ο Δάσκαλός σου».
Η αρχιέρεια ένιωσε κάποια ανακούφιση· και ήξερε πως δεν
πέρασε απαρατήρητο από το μέντορά της.
«Το γνωρίζω, το σέβομαι και το εκτιμώ» αποκρίθηκε. «Είστε και
ο πατέρας μου· πολύ περισσότερο πατέρας μου από το φυσικό μου γεννήτορα».
«Σωστά· γιατί οι γονείς σου προσπάθησαν να εμποδίσουν τη
γνωριμία μας, συκοφαντώντας με ως σκοτεινό μάγο. Και βέβαια είμαι, αλλά όχι για
σένα».
«Γι’ αυτό κι εγώ τους αντικατέστησα με το πρόσωπό σας»
απάντησε με ευγνωμοσύνη η αρχιέρεια.
«Τώρα λοιπόν, εντονότερα από κάθε άλλη φορά, σου ζητώ να
προστατεύσεις και το φυσικό μου παιδί. Το Μεγάλο Θησαυρό του Τάγματος, την
Πάναγνη Μητέρα, που θα μας προσφέρει την παγκόσμια κυριαρχία μας!».
«Θα την προστατεύσω με τη ζωή μου» είπε, κι από τα
φεγγαρίσια μπλε μάτια της ξεπήδησαν οι μικρές κίτρινες αστραπές.
«Και να εξασφαλίσεις αντάξιο θύμα για την τελετή της Άμωμης Σύλληψης».
«Έχω επιλέξει ήδη την πιο κατάλληλη».
«Εννοείς το άλλο κορίτσι… Κι εκείνη θα μπορούσε να εξελιχθεί
σε σπουδαία μάγισσα».
«Η αφοσίωσή της έχει κλονιστεί· και είναι η κόρη του εχθρού
μας».
Ο υπουργός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του με περίσκεψη.
«Το ξεκίνημά της ήταν παρόμοιο με το δικό σου» απάντησε.
«Όμως δεν είχε την τύχη να βρεθεί κοντά σας» συμπλήρωσε
κάπως κολακευτικά η αρχιέρεια.
«Ξέρεις πού βρίσκεται τώρα ο πατέρας της;» ρώτησε εκείνος,
σα να μην έδωσε σημασία στη φιλοφρόνηση. Η αρχιέρεια τον κοίταξε με απορία. Ο
μάγος γέλασε σαρδόνια:
«Ακριβώς έξω από αυτό το σπίτι».
«Ώ!...».
«Έχει καταλάβει αρκετά και νοιάζεται για την κόρη του. Δεν
είναι ανόητος, όπως νομίζεις».
«Θα μπορούσα να τον έχω κατασπαράξει».
«Σε εμπόδισα, ώστε να φροντίσω να προστεθεί άλλο ένα θύμα
στην τελετή· το δεύτερο πιο αντάξιο και τέλειο θύμα που μας είναι απαραίτητο».
2
«Μήπως σκέφτεσαι να γίνεις χριστιανή;» ρώτησε τη Χρυσένια η
μητέρα Μακρίνα.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Η πίστη της είχε
κλονιστεί, μα δεν είχε αποφασίσει ακόμα να την αφήσει. Κι αν την άφηνε, δεν
ήταν σίγουρη ποιο δρόμο θ’ ακολουθούσε.
«Πάντως, αν το θελήσεις», εξακολούθησε η ηγουμένη, «θα γίνει
με το να συμμετάσχεις στο μυστήριο του χρίσματος».
Η κοπέλα την κοίταξε χωρίς να μιλήσει. Δεν ήξερε τι ήταν
αυτό, αλλά και δεν είχε διάθεση να ρωτήσει.
«Το βάπτισμά σου, ως μωρού, δεν εξαλείφεται ό,τι και να
γίνει» εξήγησε η γερόντισσα. «Γι’ αυτό, δε βαφτίζεται δεύτερη φορά. Χρίσμα
είναι μια τελετή, όπου με ένα άρωμα, το άγιο μύρο, ευλογημένο στο κέντρο της
Ορθοδοξίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έρχονται σε μας τα τρία αξιώματα του
Χριστού: βασιλιάς, ιερέας και προφήτης».
«Δηλαδή όλοι οι χριστιανοί είναι βασιλιάδες, ιερείς και
προφήτες;» ρώτησε το κορίτσι με έκδηλη αμφιβολία.
«Ναι. Βέβαια, για να ενεργοποιηθούν, πρέπει να έχει αγία ζωή
ο άνθρωπος».
«Σε μας, ενεργοποιούνται απλώς με μια σειρά τελετών».
Η γερόντισσα χαμογέλασε.
«Επειδή ο σατανάς ψάχνει ευκαιρία να τρυπώσει στην ψυχή σας»
απάντησε ήρεμα. «Ενώ το Χριστό πρέπει να Τον θέλεις και να προσπαθήσεις αληθινά
για να ενεργοποιήσεις μέσα σου τη χάρη Του. Έρχεται εύκολα κοντά μας, αλλά δε
μας δίνει – πώς να το πω; – θαυματουργικά χαρίσματα με ρηχό τρόπο».
Η Χρυσένια ένευσε συγκαταβατικά. Πάλι η κουβέντα στο σατανά,
το φόβητρο των χριστιανών. Ποια ήταν η αλήθεια; Άλλαξε θέμα:
«Πάντως βλέπω πως αυτοί εδώ οι άνθρωποι είναι άγιοι. Νόμιζα
πως οι άγιοι είναι μυθικές μορφές, σε μεσαιωνικά βιβλία με φανταστικές
ιστορίες. Δεν περίμενα να συναντήσω αληθινούς αγίους και μάλιστα στην Αθήνα του
21ου αιώνα».
«Ενώ μάγους, ναι» κάγχασε ο κ. Σπύρος.
Η γερόντισσα χαμογέλασε και πάλι.
«Είναι αλήθεια πως
στην πρωτεύουσα η εκκλησιαστική ζωή φαίνεται πιο ψυχρή και τυποποιημένη (δηλαδή
τυπολατρική) απ’ ό,τι στην επαρχία. Πολλές φορές το να πας στην εκκλησία μπορεί
να γίνεται αποκρουστικό και απωθητικό. Είσαι ένας άγνωστος, χαμένος σ’ ένα
ανώνυμο, απρόσωπο πλήθος. Ένα πλήθος που δε νοιάζεται για σένα κι εσύ δεν το
αγαπάς, δεν αγαπάς κανένα μέσα σ’ αυτό, δε βλέπεις καν ανθρώπους μέσα σ’ αυτό,
είναι απλά ένα πλήθος.
Φυσικά, καταλαβαίνεις
(κι αυτό είναι το πιο τραγικό) πως αυτό δεν είναι καθόλου η αυθεντική μορφή του
χριστιανισμού, η αυθεντική μορφή χριστιανικών σχέσεων και χριστιανικής
πνευματικότητας. Σε μια συντροφιά ευαισθητοποιημένων άθεων ή απλά σ’ ένα
μπαράκι όπου θα πας με το έτερον ήμισυ, μπορεί να βρίσκεις περισσότερη αγάπη,
περισσότερη ζεστασιά και ανθρωπιά απ' όση νιώθεις να συναντάς πηγαίνοντας στην
εκκλησία...
Κι όμως μέσα στο τσιμέντο, κάτω απ’ τις στρώσεις της βρομιάς, ανάμεσα στα σκουπίδια και στα γκρίζα κτίρια, ανθίζουν και λουλούδια – ανθρώπινα ορθόδοξα λουλούδια. Άγιοι. Μικροί άγιοι, μικροί ήλιοι, ή μεγάλοι θαυματουργοί άγιοι, μεγάλοι ήλιοι. Και δεν εννοώ άγιοι που έζησαν πριν αιώνες και που η λαϊκή ευσέβεια (όπως ίσως πιστεύεις) τους έντυσε με το μανδύα του “θαυματουργού” χτίζοντάς τους προσκυνήματα όπου συσσωρεύονται από ανάγκη οι πιστοί (τα κατάλοιπα ενός αμαθούς πιστού λαού, ό,τι έχει αντέξει στο χρόνο μέσα στην αφέλεια και την αμάθεια). Εννοώ άγιοι που έζησαν στην εποχή μας και που ήταν θαυματουργοί ενώ ακόμα ζούσαν στη γη.
Κάποιοι απ’ αυτούς ζουν ακόμη – ίσως είναι άνθρωποι της ηλικίας σου – και θα ’ναι πολύ σημαντικό για σένα να τους αναζητήσεις· θ’ αλλάξει η ζωή σου».
Κι όμως μέσα στο τσιμέντο, κάτω απ’ τις στρώσεις της βρομιάς, ανάμεσα στα σκουπίδια και στα γκρίζα κτίρια, ανθίζουν και λουλούδια – ανθρώπινα ορθόδοξα λουλούδια. Άγιοι. Μικροί άγιοι, μικροί ήλιοι, ή μεγάλοι θαυματουργοί άγιοι, μεγάλοι ήλιοι. Και δεν εννοώ άγιοι που έζησαν πριν αιώνες και που η λαϊκή ευσέβεια (όπως ίσως πιστεύεις) τους έντυσε με το μανδύα του “θαυματουργού” χτίζοντάς τους προσκυνήματα όπου συσσωρεύονται από ανάγκη οι πιστοί (τα κατάλοιπα ενός αμαθούς πιστού λαού, ό,τι έχει αντέξει στο χρόνο μέσα στην αφέλεια και την αμάθεια). Εννοώ άγιοι που έζησαν στην εποχή μας και που ήταν θαυματουργοί ενώ ακόμα ζούσαν στη γη.
Κάποιοι απ’ αυτούς ζουν ακόμη – ίσως είναι άνθρωποι της ηλικίας σου – και θα ’ναι πολύ σημαντικό για σένα να τους αναζητήσεις· θ’ αλλάξει η ζωή σου».
Ασυναίσθητα η Χρυσένια
κοίταξε τον Αλέξη· εκείνος, προσηλωμένος στα λόγια της μητέρας Μακρίνας,
δεν το κατάλαβε.
«Εννοώ φυσικά
ορθόδοξους χριστιανούς» συνέχισε η γερόντισσα, «άγνωστους και ταπεινούς, όχι
μέλη προτεσταντικών ομάδων και αιρέσεων που ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια ψαρεύοντας
ανθρώπους που έχουν χάσει τις ρίζες τους και περιπλανώνται χωρίς να ξέρουν τι
ψάχνουν… Εννοώ ορθόδοξους χριστιανούς, που ξέρουν πολύ καλά τι ψάχνουν και πώς
να το βρουν. Ψάχνουν το Χριστό και Τον βρίσκουν μέσα στην εκκλησία, όπως οι
πρόγονοί τους, όπως οι άγιοί τους (οι άγιοί μας, οι άγιοι των προγόνων σου) εδώ και πολλούς αιώνες».
Έκανε μια μικρή παύση.
Τώρα στην κουβέντα μπήκε κι ο γέρο παπάς. Η φωνή του έμοιαζε κουρασμένη, μα είχε κάτι που παρέπεμπε σε ουράνιους κόσμους:
«Άκου μερικούς από τους αγίους της Αθήνας (πολλούς απ’ αυτούς ευδόκησε ο Θεός να τους γνωρίσω): ο άγιος Πορφύριος, ο μεγάλος άγιος της Πολυκλινικής· ο γέροντας Ευσέβιος Γιαννακάκης, ο άγιος του Ιπποκράτειου· η γερόντισσα Στέλλα, το “Σπουργιτάκι του Θεού”, η άστεγη αγία του κέντρου της Αθήνας· ο λεπρός σύγχρονος άγιος Νικοφόρος του Αντιλεπρικού Σταθμού· ο μαθητής του, ο γέροντας Ευμένιος του Αιγάλεω, ο γελαστός άγιος, ο φίλος των λεπρών… Α, και δυο άνθρωποι που αγωνίστηκαν πολύ ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις, παιδί μου: ο Δημήτρης Παναγόπουλος, ένας ιεροκήρυκας που δεν ήταν ούτε παπάς, ούτε μοναχός, και ο π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, ένας συγγραφέας και εκδότης με μεγάλο κοινωνικό έργο και αληθινή πείρα όχι μόνο από πνευματικές μάχες, μα και από πόλεμο ανθρώπων».
Η Χρυσένια, μαζί με όλους, παρακολουθούσε με αληθινό ενδιαφέρον. Η φωνή του αγιασμένου αυτού μοναχού γαλήνευε την καρδιά της.
«Θες ν’ ακούσεις και μερικούς παλιότερους;». Ένευσε καταφατικά. «Ο θαυματουργός φτωχόπαπας της Αθήνας, ο άγιος Νικόλαος Πλανάς (που γιάτρευε τα άλογα των αμαξάδων και όσα λεφτά κι αν πέρασαν απ’ τα χέρια του, αμέσως τα έδινε κι έμενε πάμπτωχος)· ο άγιος Νεκτάριος, που κυνηγήθηκε, συκοφαντήθηκε, ακόμα κι από ανθρώπους της Εκκλησίας, και, όταν έγινε διευθυντής στη Ριζάριο Σχολή, καθάριζε μόνος του τις τουαλέτες, για να μην απολύσει το διοικητικό συμβούλιο μια άρρωστη καθαρίστρια…».
«Ωραίος» ψιθύρισε το κορίτσι.
«Η αγία Φιλοθέη, που διέθεσε όλη της την περιουσία στη βοήθεια του φτωχού λαού και τελικά της επιτέθηκαν οι Τούρκοι και την ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου… Ο άγιος Μιχάλης Πακνανάς, ο κηπουρός και μάρτυρας, που έδωσε τη ζωή του για να μην τουρκέψει… Και μερικοί αρχαίοι: ο άγιος Ιερόθεος, ο πρώτος επίσκοπος της Αθήνας· ο άγιος Αθηναγόρας, ο Αθηναίος φιλόσοφος· ο άγιος Αριστείδης, ο φιλόσοφος και μάρτυρας· ο άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης, μητροπολίτης Αθηνών και μεγάλος συγγραφέας· ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο άγιος των δικαστικών και των δικηγόρων, που έγινε χριστιανός διαπιστώνοντας πως το σκότος, κατά τη σταύρωση του Χριστού (που το είχε δει όταν σπούδαζε στην Αίγυπτο), δεν ήταν φυσιολογική έκλειψη ηλίου…».
Ο γέροντας σταμάτησε να μιλάει και πήρε ανάσα. Η Χρυσένια ένιωσε να ξυπνάει από ένα όμορφο και καθησυχαστικό όνειρο.
«Η Ήβη!», θυμήθηκε, καθώς συνήλθε. «Πού να είναι η Ήβη;».
Κοίταξε τη μητέρα Μακρίνα και τον π. Βασίλειο.
«Ας ψάξουμε» είπε εκείνος και αποσύρθηκε μαζί με το γέροντα,
να προσευχηθούν. Μερικές μοναχές, με ευλογία της γερόντισσας, αποσύρθηκαν κι
αυτές στα κελιά τους, δηλαδή στα δωμάτιά τους, για τον ίδιο λόγο. Ο μπάρμπα
Νίκος, που δεν είχε μιλήσει καθόλου, παρέμεινε κοντά στους φυγάδες, σαν να τους
φρουρούσε.
Ο Αλέξης άρχισε να προσεύχεται κι αυτός μέσα του, λέγοντας
την Ευχή, αν και ήξερε πως η προσευχή του δεν συγκρινόταν με τη βαθιά
πνευματική, νοερή προσευχή αυτών των αγίων, με την πείρα δεκαετιών στην
πνευματική εργασία και τις αμέτρητες νίκες στον ηθικό αγώνα. Ήταν σαν ένα
στιλέτο ανάμεσα σε λόγχες.
«Ακόμα κι ένα στιλέτο μπορεί να βοηθήσει σε μια μάχη»,
σχολίασε ο μπάρμπα Νίκος, διαβάζοντας τη σκέψη του.
«Θα μας πεις τι είναι το Λιονταρίσιο Μωρό;» ρώτησε ο Αλέξης
τη Χρυσένια, χωρίς να πάψει ν’ απαγγέλλει μέσα του την Ευχή.
Εκείνη αναστέναξε ελαφριά. Σκέφτηκε λίγο και κατόπιν άρχισε να
δίνει εξηγήσεις:
«Πριν από χιλιάδες χρόνια, στην Αφρική, κάποιοι πολύ μεγάλοι
μάγοι μπορούσαν να μεταμορφώνονται σε λιοντάρια. Είχαν ασύλληπτες ικανότητες κι
εξουσίαζαν ολόκληρους λαούς, ολόκληρα έθνη… Δεν ήταν κοινά λιοντάρια, αλλά
ανθρωπόμορφα, κάτι τέτοιο, λεοντάνθρωποι ας πούμε, με τρομερές δυνάμεις».
Έκανε παύση. Όλοι παρακολουθούσαν συλλογισμένοι κι ανήσυχοι.
«Κάποια στιγμή, στα αρχαία χρόνια, η τέχνη αυτή χάθηκε. Από
τότε, πολλοί φιλόδοξοι μάγοι προσπαθούν να την επαναφέρουν. Μερικούς αιώνες
τώρα, στην Ευρώπη, δημιουργήθηκε το Τάγμα των Λιονταριών, όπου καλλιεργούν την
ικανότητα μεταμόρφωσης σε ζώο και, ιδιαίτερα, λιοντάρι».
«Όπως ο Άλκης και ο άλλος τύπος» παρατήρησε ο Αλέξης. Η
κυρία Μαρίνα άκουγε βυθισμένη σε περισυλλογή…
«Ακριβώς. Λοιπόν, ξέρουμε πως, για να επανέλθει αυτή η
μαγεία, χρειάζεται μια Πάναγνη Μητέρα, μια παρθένα, ένα κορίτσι, που, σε μια
ειδική τελετή, θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει ένα λιονταρομωρό, που θα είναι
άνθρωπος, προικισμένος με την ικανότητα των αρχαίων μάγων, να γίνεται όχι
λιοντάρι, αλλά ανθρωπόμορφο λιοντάρι. Αυτό, μεγαλώνοντας, θα διδάξει την τέχνη,
θα μεταδώσει τις ικανότητές του – όχι μόνο της μεταμόρφωσης – και με το στρατό
που θα φτιάξει θα κατακτήσει τον κόσμο».
«Πώς είναι δυνατόν να υπηρετείς μια τέτοια θρησκεία;»
απόρησε ανατριχιάζοντας η κυρία Ελένη, η μητέρα του Αλέξη.
«Αυτή είναι σκοτεινή μαγεία» απάντησε η κοπέλα, κάπως
ντροπιασμένη. «Εγώ ποτέ δεν ήμουν και δεν είμαι κακιά μάγισσα».
«Δεν υπάρχει καλή μαγεία» είπε με βεβαιότητα ο Αλέξης. Η
Χρυσένια έκανε μια χειρονομία παραίτησης· δεν ήθελε να το συζητήσει.
«Είδες τι έκαναν οι υποτιθέμενοι καλοί μάγοι σου» επέμεινε ο
νέος. «Και σίγουρα είδες τι έγινε στην εκκλησία, σε σένα την ίδια».
«Σταμάτα» τον διέταξε το κορίτσι κι έσφιξε τα χέρια της γύρω
απ’ το σώμα της. Η μαμά της έσπευσε και την αγκάλιασε.
«Συγνώμη» είπε ο Αλέξης και τα μάτια του δάκρυσαν. «Δε θέλω
να σε πληγώσω. Αλλά ξέρεις την αλήθεια».
Η μαμά του τον έπιασε απ’ τον καρπό και του έκανε νόημα να
σταματήσει. Υπάκουσε.
«Και τι είδους τελετουργία είναι αυτή, Χρυσένια;» ρώτησε ο
κ. Σπύρος.
«Δεν το ξέρω» απάντησε το κορίτσι και φάνηκαν δακρυσμένα και
τα δικά της τα μάτια. «Δεν ανήκω στο Τάγμα».
Πάνω στην ώρα εμφανίστηκε ο π. Βασίλειος.
«Ξέρουμε πού είναι η φίλη σας» είπε. «Θα προσπαθήσουμε να τη
φέρουμε εδώ».
3
Η σφαγή στο αστυνομικό τμήμα συγκλόνισε το πανελλήνιο. Οι
δημοσιογράφοι τη λάτρεψαν, οι πολιτικοί ένιωσαν για λίγο τις καρέκλες τους να
ζεματάνε.
Οι νεκροί εισβολείς στο τμήμα αναγνωρίστηκαν: ένας
ευυπόληπτος Αθηναίος κι ένας μυστηριώδης Ισλανδός ταχυδακτυλουργός, ονόματι
Ντότζο.
Οι κάμερες, που κατέγραφαν το εσωτερικό του τμήματος, δεν
είχαν αποτυπώσει το παραμικρό· σα να είχαν πάθει εμπλοκή, όλες μαζί, με το που
εισέβαλε στο χώρο η παράξενη γυναίκα με την ακολουθία της.
Ο υπαστυνόμος Μαβίλης κατέθεσε την αλήθεια με κάθε
λεπτομέρεια. Φυσικά δεν έγινε πιστευτός. Όχι μόνο αυτό, αλλά συστήθηκε ειδική
επιτροπή, για να εξετάσει αν είναι με τα καλά του.
Ο διοικητής του τμήματος συνέβη να μη βρίσκεται εκεί την ώρα
της σφαγής. Το βλέμμα του τώρα συναντήθηκε με το βλέμμα του υπαστυνόμου,
ανάμεσα στους ερευνητές πάσης φύσεως που εξέταζαν τον τόπο του εγκλήματος. Ο
υπαστυνόμος κατάλαβε αμέσως μια μεγάλη και πικρή αλήθεια: ότι δεν έπρεπε να τον
εμπιστεύεται.
Ότι δεν έπρεπε να εμπιστεύεται κανένα, και μάλιστα όσους
κάθονταν σε υψηλές θέσεις.
«Είναι κύκλωμα» μονολόγησε ψιθυριστά. «Ολόκληρο κύκλωμα,
εξαπλωμένο σε θέσεις κλειδιά, ώστε ο νόμος να μη μπορεί να το νικήσει». Έσφιξε
τις γροθιές του.
Χωρίς να πει λέξη, βγήκε από το τραγικό αστυνομικό τμήμα –
το τμήμα που είχε αγαπήσει, με τα παλικάρια και τις κοπέλες που είχε μαζί τους
υπηρετήσει για χρόνια, τους αγαπούσε και τον αγαπούσαν, τους εκτιμούσε και τον
εκτιμούσαν, και τώρα ήταν όλοι νεκροί, κατασπαραγμένοι από λιοντάρια σαν
χριστιανοί στο Κολοσσαίο, και περίμεναν τη δικαίωσή τους!... Βούρκωσε καθώς
έβαζε μπροστά τη μοτοσικλέτα του και χανόταν σαν τον άνεμο στη στροφή του
δρόμου. Στη μέση του, το υπηρεσιακό του πιστόλι, γεμάτο και οπλισμένο,
αναπαυόταν στη θήκη του.
Στο μυαλό του κατάρτιζε μια λίστα από έμπιστους
αξιωματικούς. Έμπιστους; Έτσι έλπιζε. Αυτούς θα καλούσε, μόλις έβρισκε κάποια
άκρη. Κι ας γίνονταν όλα στάχτη και μπούλμπερη.
Κι αυτός μαζί τους.
4
«Πού είναι η Ήβη;».
«Δεν μπορούμε να τη φέρουμε».
Η Χρυσένια μειδίασε.
«Γιατί; Ο Χριστός σας δεν είναι πιο δυνατός απ’ τους θεούς
μας;».
«Ναι, είναι» απάντησε σοβαρά ο π. Βασίλειος. «Αλλά υπάρχει
ένα πρόβλημα».
«Το οποίο είναι;».
«Ότι η ίδια δεν θέλει να έρθει. Ο Χριστός μας, ο αληθινός
Θεός, αντίθετα από τους “θεούς” σας, δεν παίρνει κάποιον με το μέρος Του διά
της βίας».
Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της.
«Η Ήβη θέλει να γίνει Πάναγνη Μητέρα» συμπέρανε. «Το θεωρεί
μεγάλη τιμή. Κι αν είναι όντως; Κι αν είστε εσείς οι κακοί;». Πετάχτηκε όρθια.
«Πρέπει να κάνω ένα ξόρκι, να μιλήσω μαζί της!».
Η μητέρα Μακρίνα τη σταμάτησε, πιάνοντάς της απαλά το χέρι.
«Εδώ δε γίνονται ξόρκια, παιδί μου. Ούτε μπορώ να επιτρέψω
να μολυνθεί ο ιερός χώρος της μονής μας με επίκληση πονηρών πνευμάτων. Αν όμως
το θέλεις, θα σε βοηθήσουμε να της μιλήσεις».
Πήρε το κομποσχοίνι της, με χίλιους κόμπους.
«Αυτό εδώ το λένε κομποσχοίνι. Σε κάθε κόμπο λέμε μια
επίκληση στον Ιησού Χριστό ή στην Παναγία ή στους αγίους».
Η Χρυσένια άπλωσε, να το πάρει. Μόλις το άγγιξε, το χέρι της
τινάχτηκε πίσω, σα να είχε πάθει ηλεκτροπληξία.
«Σου φαίνεται κακό;» ρώτησε η γερόντισσα.
«Δεν ξέρω…». Μέσα της καταλάβαινε πως η αλήθεια διέφερε απ’
αυτήν που είχε διδαχτεί από τα νηπιακά της χρόνια.
«Ξέρετε, είχα κι εγώ μια πνευματική μητέρα: τη γιαγιά μου.
Ήταν μάγισσα με κληρονομικό χάρισμα· όπως και η μητέρα της, και οι γυναίκες
πρόγονοί της. Κι εγώ γεννήθηκα με αυτό το χάρισμα· είμαι μάγισσα από μικρό κοριτσάκι,
από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου».
«Δεν υπάρχει κληρονομικό χάρισμα, κόρη μου, αδελφή μου,
παιδί μου», είπε με κάποια θλίψη η γερόντισσα. «Απλώς, οι δαίμονες έχουν
τυλίξει κάποιες οικογένειες κι αυτές τους έχουν παραδοθεί και παραδώσει τα
παιδιά τους στα νύχια τους. Ή τις έχουν βρει αφύλαχτες, χωρίς την παραμικρή
σχέση με το Θεό, και φιλόδοξες, ματαιόδοξες, κατάλληλες για να τις παγιδεύσουν
στα δίχτυα τους».
«Υπάρχουν και άγιοι, που έχουν θαυματουργικό χάρισμα από
παιδιά» είπε μια νεαρή μοναχή, «όπως η αόμματη αγία Ματρώνα της Μόσχας και ο
άγιος Νεκτάριος· ή από έφηβοι. Όπως υπάρχουν και αγίες που θανατώθηκαν σε
εφηβική ηλικία και έγιναν μεγάλες θαυματουργές αγίες, όπως η αγία Μαρίνα ή η
αγία Κυριακή. Και αγόρια, όπως ο άγιος Μάμας».
«Αυτοί μπορεί να ήταν μάγοι με κληρονομικό χάρισμα»
αντέτεινε η Χρυσένια.
Η γερόντισσα και η μοναχή σήκωσαν τους ώμους χαμογελώντας
θλιμμένα.
«Δεν ήταν μάγοι» είπε η ηγουμένη· «και μάλιστα,
μεγαλώνοντας, θα μπορούσαν να μη γίνουν άγιοι και φυσικά να χάσουν το χάρισμα
που τους είχε δώσει – με βαριά ευθύνη – ο Πανάγιος Θεός».
«Τι θα κάνουμε με την Ήβη;» ρώτησε το κορίτσι.
Η γερόντισσα άρχισε να προσεύχεται στην καρδιά της, χωρίς ν’
ακούγονται λόγια. Το ίδιο και οι μοναχές που βρίσκονταν εκεί, επιστρατεύοντας
τα κομποσχοίνια τους. Οι άντρες βγήκαν έξω. Οι πιο προοδευμένοι θα προσεύχονταν
κι αυτοί, από μέσα τους.
Η γερόντισσα συνήθως προσευχόταν χωρίς κομποσχοίνι· αλλά
τώρα το είχε επιστρατεύσει για την περίσταση.
Σχεδόν αμέσως η Χρυσένια ένιωσε ένα σκοτεινό σύννεφο να τους
πλακώνει. Να πλακώνει, προπαντός, την ψυχή της. Κάθισε βαριά, αποφασίζοντας να
το αντέξει. Πέρασαν λίγα λεπτά. Το κεφάλι της πόνεσε ξανά, πήγε να σπάσει· το
στομάχι της δέθηκε κόμπος· έσφιγγε τα δόντια και δε μιλούσε.
Σε λίγα λεπτά, το σύννεφο διαλύθηκε κι ένας χαμογελαστός
ζεστός ήλιος ανέτειλε στην ψυχή της. Ανακουφίστηκε, ένιωσε τόση γαλήνη, που
παραλίγο να την πάρει ο ύπνος.
Αντιστάθηκε σ’ αυτό. “Θέλω να μιλήσω στην Ήβη” σκέφτηκε.
Και μονομιάς βρέθηκε κοντά της.
Το δεκατετράχρονο κορίτσι την αγκάλιασε με ενθουσιασμό και
την έσφιξε με όση δύναμη είχε. Η Χρυσένια ξέσπασε σε γέλια, κλαίγοντας από
συγκίνηση.
«Χρυσένια μου! Πού ήσουν;».
«Ήμουν σ’ ένα χριστιανικό μοναστήρι» απάντησε εκείνη.
«Συνέβησαν πράματα και θάματα».
Ξέφυγε από την αγκαλιά της, την κοίταξε προσεχτικά, κοίταξε
γύρω. Βρίσκονταν σ’ ένα άγνωστο σπίτι.
«Είσαι καλά; Πού είμαστε; Τι πρόκειται να συμβεί, ξέρεις;».
«Ξέρω» είπε συνεσταλμένα το κορίτσι. «Εσύ ξέρεις;».
«Τα ’χω μπερδέψει. Θυμάσαι που μου είπες να μην πάω στο
πάρκο; Από τότε δεν ξαναμιλήσαμε. Μου φαίνεται σα να πέρασαν χρόνια – κι είναι
μόνο λίγες ώρες».
Της διηγήθηκε τα γεγονότα· ξαναήρθαν στο νου της η
προειδοποίηση του μπάρμπα Νίκου, η επίθεση στο δωμάτιό της, ο Άλκης και ο
Φοίβος στο δρόμο, η μεταφορά στο μοναστήρι, ο εξορκισμός, οι μοναχοί και οι
μοναχές, η κραυγή του λιονταριού στο τηλέφωνο από το αστυνομικό τμήμα…
Το Ηβάκι σοβάρεψε. Ίσως ανησύχησε λίγο, ίσως
προβληματίστηκε. Ποιος ξέρει;
«Μ’ έχουν προετοιμάσει πως θα γίνω Πάναγνη Μητέρα»
εξομολογήθηκε στην καλύτερη της φίλη – στη μοναδική της φίλη. «Θα ήθελα να
μοιραζόμουν αυτή την τιμή μαζί σου· όμως εμένα επέλεξαν· ελπίζω να μη
ζηλέψεις».
Η Χρυσένια την αγκάλιασε με ειλικρινή αγάπη.
«Μη φοβάσαι, είσαι η αδερφή που δεν έχω», την καθησύχασε.
«Σ’ ευχαριστώ! Μάλλον γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο, γι’ αυτό
συνδέομαι με τα ζώα, επειδή πρόκειται να γεννήσω αυτόν που θα συνδέσει για
πάντα άνθρωπο και ζώο». Χαμήλωσε τη φωνή της και τα ματάκια της γελούσαν. «Και
μάλιστα, δεν μπορώ να το πιστέψω, μου αποκάλυψαν πως θα γνωρίσω και το μπαμπά μου!».
«Το όνειρο της ζωής σου!...».
«Αχ ναι! Τι χαρά!».
Η Χρυσένια σκυθρώπιασε.
«Αν όμως έχουν δίκιο αυτοί οι χριστιανοί; Αν πρόκειται να
σου κάνουν κακό; Ήβη μου, παραλίγο να με σκοτώσουν! Στην εκκλησία ένιωσα καθαρά
πως με είχε κυριεύσει μια σκοτεινή δύναμη κι εκείνοι, ή μάλλον ο Χριστός τους,
την έβγαλε από μέσα μου μ’ ένα παντοδύναμο στοργικό χέρι».
Το πρόσωπο της Ήβης σκοτείνιασε και για μια στιγμή φάνηκε ν’
αγριεύει.
«Σ’ έκαναν δική τους;» ρώτησε θυμωμένα.
Η Χρυσένια κούνησε έντονα το κεφάλι.
«Δεν τους είπα τίποτα. Δεν έδειξα πως τους πιστεύω·
αντιστάθηκα».
«Όμως τους πιστεύεις!» είπε η Ήβη και την έσπρωξε από κοντά
της.
Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και εισέβαλαν δυο γυναίκες με
φλογερά μάτια· η μητέρα της Ήβης και η αρχιέρεια.
Η Χρυσένια καταλήφθηκε από τρόμο. Ιδίως η μορφή της
αρχιέρειας την πανικόβαλε. Τα μάτια τους συναντήθηκαν· δεν είχε ξαναδεί κάτι
τόσο σκοτεινό.
Ψέματα· είχε δει ακριβώς αυτά τα μάτια, να την κοιτάζουν
θέλοντας να τη σκοτώσουν, χθες το βράδυ, όταν κοίταξε τον καθρέφτη του σπιτιού
της, πριν ο Αλέξης τον κομματιάσει σταυρώνοντάς τον με το σύμβολο του Θεού του.
Τώρα τα μάτια δεν ήθελαν να τη σκοτώσουν, αλλά να τη
μαγέψουν και να την εξουσιάσουν, γεμάτα κακία.
«Θέλω να πάω πίσω!» ξεφώνισε. «Πάρε με πίσω!». Και ούρλιαξε
τρομοκρατημένη.
Μονομιάς αρπάχτηκε από κείνο το μέρος και ξαναβρέθηκε στο
μοναστήρι.
Έπεσε βαριά στην αγκαλιά της γερόντισσας, που καθόταν πάντα
στο αναπηρικό της καροτσάκι. Εκείνη την έσφιξε σα να ’ταν μάνα· περισσότερο από
μάνα.
Η κυρία Μαρίνα έτρεξε κι εκείνη κι αγκαλιάστηκαν κι οι τρεις
μαζί. Όλες έκλαιγαν, το ίδιο κι οι μοναχές. Όλες, εκτός από την ηγουμένη, που
κοιτούσε βαθιά, σε άλλους κόσμους, δακρυσμένη, αλλά με βλέμμα γενναίο και
ψύχραιμο, έτοιμο για μάχη.
Η αρχιέρεια είδε αυτό το βλέμμα. Άρχισε να το πολεμάει με
κατάρες και ξόρκια. Η γερόντισσα ανταπέδωσε λέγοντας μέσα της την Ευχή του
Ιησού.
Στο αρχονταρίκι του μοναστηριού, όπου βρίσκονταν, άρπαξαν
φωτιά τα τραπεζομάντηλα. Οι μοναχές έτρεξαν να ρίξουν νερό. Η γερόντισσα,
ακίνητη, κρατώντας στην αγκαλιά της τις δυο γυναίκες, κονταρομαχούσε.
Το μυστικό σπίτι, όπου κρατούσαν την Ήβη, άρχισε να τρέμει
κι όλα στροβιλίζονταν κι έπεφταν δεξιά κι αριστερά. Όχι από κάποια δύναμη της
γερόντισσας, αλλά από την αδυναμία της αρχιέρειας να βλάψει τους εχθρούς της
και τη μαύρη μαγεία που επέστρεφε, νικημένη, και κατέστρεφε τη φωλιά της.
Και η αρχιέρεια σταμάτησε τη μάχη. Έξαλλη έφυγε από το χώρο
πετώντας απ’ το παράθυρο σαν κατάμαυρος πελαργός. Ποτέ δε θα παραδεχόταν πως
νικήθηκε.
Η Ήβη και η μαμά της έμειναν μόνες, αγκαλιασμένες κι εκείνες,
το κορίτσι μπερδεμένο και φοβισμένο, η μητέρα γεμάτη μίσος για όλο τον κόσμο,
ακόμα και για το παιδί της.
Αυτό το μίσος της το είχε βάλει στην καρδιά της ο μεγάλος
σκοτεινός μάγος, για να μη μισήσει εκείνον, όταν θα έχανε την κόρη της.
Η Ήβη είχε ξετρελαθεί που θα γνώριζε τον πατέρα της· δεν
ήξερε πως ο πατέρας της σκόπευε να γίνει και εραστής της.
5
Νύχτα. Νωρίς ακόμη, αλλά χωρίς τηλεόραση στη μονή, ούτε Ίντερνετ,
οι φιλοξενούμενοι, αφού έφαγαν το βραδινό τους και συζήτησαν όσο τους επέτρεπαν
οι αντοχές τους, οδηγήθηκαν στα μικρά και περιποιημένα δωμάτιά τους – στα κελιά
τους, όπως λένε οι μοναχοί – για ύπνο.
Πριν τα μεσάνυχτα θα ξαναχτυπούσε το τάλαντο για νυχτερινή
λειτουργία. Αυτές τις μέρες το μοναστήρι μάζευε τις δυνάμεις του, για ν’
αντέξει την πολιορκία και τις πνευματικές κανονιές.
Η Χρυσένια και η κυρία Μαρίνα οδηγήθηκαν στο κελί τους, στον
ξενώνα, από τη νεαρή μοναχή που είχε μιλήσει στη Χρυσένια για τα παιδιά αγίους.
«Πόσων ετών είστε;» ρώτησε η Χρυσένια τη μοναχή, μη
μπορώντας ν’ αντέξει στον πειρασμό.
«Είκοσι οχτώ» απάντησε εκείνη με κάποια συστολή.
«Συγχωρέστε με», πήρε το λόγο τη κυρία Μαρίνα, «αλλά δεν
είστε κάπως μικρή για να πάρετε μια τέτοια απόφαση, να μονάσετε;».
Η κοπέλα χαμογέλασε και κοκκίνισε ελαφριά· όμως απάντησε:
«Θα λέγατε το ίδιο, αν είχα πάρει την απόφαση να
παντρευτώ;».
«Ναι» απάντησε χωρίς δισταγμό η κυρία Μαρίνα. «Είστε μικρή
ακόμη για ν’ αποφασίσετε και το γάμο».
«Λοιπόν, φαίνεται πως εδώ, σ’ αυτή τη χώρα των θαυμάτων που
λέγεται Ορθόδοξη Εκκλησία», είπε η αδελφή αστειευόμενη, «οι άνθρωποι ωριμάζουν
νωρίτερα. Είκοσι οχτώ ετών νομίζω πως είμαι μια χαρά ώριμη για ν’ αποφασίσω τι
θέλω να κάνω στη ζωή μου».
Σκέφτηκε λίγο.
«Έχετε όμως υπόψιν ότι μοναχή έγινα μόλις προχθές· μέχρι
τώρα, για τρία χρόνια, ήμουν δόκιμη και σ’ αυτά τα τρία χρόνια – όπου τίποτα δε
με δέσμευε στο μοναστήρι – βεβαιώθηκα ότι αυτή είναι η επιλογή που θέλω
πραγματικά».
«Μια ζωή χωρίς έρωτα;» επέμεινε η γυναίκα. Η αδελφή κάθισε
στην άκρη του κρεβατιού και συλλογίστηκε τα λόγια της:
«Δεν είναι χωρίς έρωτα. Ο Χριστός είναι ο Νυμφίος ο
Ωραιότατος. Δεν έχετε ακούσει που λένε “ιδού, ο Νυμφίος έρχεται”; Για το Χριστό
μιλάει».
«Ναι, αλλά ο Νυμφίος αυτός», πήρε το λόγο η Χρυσένια, «που καταλαβαίνω ότι σημαίνει εραστής ή γαμπρός ή κάτι τέτοιο, είναι μεταφορικός και φανταστικός, όχι πραγματικός».
«Ναι, αλλά ο Νυμφίος αυτός», πήρε το λόγο η Χρυσένια, «που καταλαβαίνω ότι σημαίνει εραστής ή γαμπρός ή κάτι τέτοιο, είναι μεταφορικός και φανταστικός, όχι πραγματικός».
«Είναι εντελώς πραγματικός, ενώνεται με τον άνθρωπο και τον
μεταμορφώνει μέσα στο Φως Του. Και μάλιστα, τολμώ να πω, ότι η επιλογή μου
είναι πολύ πιο ελεύθερη από τις επιλογές που κάνει ένας νέος όταν δίνει
πανελλήνιες π.χ. ή όταν επιλέγει το επάγγελμά του, που κι αυτό καθορίζει τη ζωή
του. Και φαίνεται ότι είναι πολύ ελεύθερη, γιατί – συγχωρέστε με που θα το πω,
χωρίς κακία – αναγκάστηκα να συγκρουστώ σκληρά με τους γονείς μου, που μου
άσκησαν φρικτή ψυχολογική βία για να μην έρθω στο μοναστήρι».
Η κυρία Μαρίνα κούνησε το κεφάλι· καταλάβαινε, αν και δεν το
χωρούσε ο νους της.
«Φυσικά, τους αγαπώ και τους συγχωρώ», συνέχισε η μοναχή,
«απλώς είναι παγιδευμένοι στα κοινωνικά στερεότυπα. Λυπάμαι· τι να κάνω;».
Παύση. «Και κάτι ακόμη, αν μου επιτρέπετε…».
«Βέβαια, μιλήστε».
«Σκοπός του μοναχού και της μοναχής, που ζουν σε μια πολύ
ερωτική ατμόσφαιρα (ουράνια ερωτική), είναι ν’ ανοίξουμε τόσο πολύ την
πνευματική καρδιά μας, ώστε να περιλαμβάνει όχι μόνο το Θεό, ούτε μόνο τον
εαυτό μας, μα όλους τους ανθρώπους και όλα τα όντα. Προσευχόμαστε για όλους
τους ανθρώπους και όλα τα όντα. Πολλοί μοναχοί κάνουν και τεράστιο κοινωνικό
έργο, εξαιτίας ακριβώς αυτής της αγάπης τους, αν και η κοινωνική προσφορά δεν
είναι το κυριότερο έργο των μοναχών – ούτε και των κοσμικών, εκείνων που ζουν
στον κόσμο δηλαδή. Ο καθένας επιλέγει το επάγγελμά του με βασικό γνώμονα το
όφελός του, όχι την προσφορά του στην κοινωνία και στο συνάνθρωπο… Και ο
μοναχός έρχεται εδώ για να σώσει την ψυχή του, αλλά, αν πραγματικά προοδεύσει
πνευματικά, όλο και περισσότερο αγωνιά και προσεύχεται για τη σωτηρία όλου του
κόσμου παρά του εαυτού του».
«Καλλιεργείται λοιπόν πνευματικά» συμπέρανε η Χρυσένια.
«Μήπως ένας άνθρωπος του κόσμου βιώνει σίγουρα και
απολαμβάνει αυτό που εκείνος θεωρεί έρωτα; Ξέρουμε πόσο πληγώνουν πολλές φορές
οι ερωτικές σχέσεις».
Η κυρία Μαρίνα, από την πείρα της, δεν μπορούσε να
διαφωνήσει. Ωστόσο, επέμεινε:
«Μιλήσατε πριν γι’ αυτό που ονομάζετε Φως του Χριστού. Το
είδατε εσείς ποτέ;».
«Προσωπικά, όχι, αλλά η γερόντισσα, οι πατέρες που ήταν εδώ
και ο μπάρμπα Νίκος το βλέπουν συχνά».
«Και πώς ξέρετε ότι όντως το βλέπουν; Μπορεί να ζουν σε
παραισθήσεις».
Η αδελφή χαμογέλασε με συγκατάβαση.
«Είδατε αυτά που έγιναν στην εκκλησία» είπε. «Δεν ήταν
ψέματα».
«Κι αν την υπνώτισαν και της υπέβαλαν ό,τι ήθελαν;» είπε η
γυναίκα, αγκαλιάζοντας την κόρη της.
«Ξέρετε πολύ καλά ότι δεν είναι έτσι. Εσύ τι λες, Χρυσένια
μου;».
Η Χρυσένια σκέφτηκε με προσοχή κι αποκρίθηκε πολύ σοβαρά:
«Ξέρω πως αυτό που ο κοινός άνθρωπος ονομάζει μεταφυσικά
φαινόμενα, ή παραφυσικά ή κάπως έτσι, υπάρχει πραγματικά. Αυτό που δεν ξέρω
είναι ποιος λέει την αλήθεια και ποιος το ψέμα». Κοίταξε τη μοναχή στα όμορφα
και γαλήνια μάτια της. «Το κακό είναι ότι είμαι αναγκασμένη να μάθω, γιατί
βρίσκομαι ανάμεσα σε δυο στρατόπεδα. Πάντα πίστευα πως η μαγεία είναι κάτι καλό
και πως ο χριστιανισμός είναι μια πνευματική νέκρα, κάτι στείρο, υποκριτικό…
Τώρα βλέπω πως έχει ακόμα ζωντάνια και δύναμη. Δε σας κρύβω ότι φοβάμαι
αρκετά».
Η μοναχή της έσφιξε τρυφερά το χέρι κι η Χρυσένια ανταπέδωσε
το σφίξιμο. Μέσα της νοστάλγησε το χέρι του Αλέξη κι ένιωσε κάπως παράξενα γι’
αυτό το αίσθημα.
«Έχει σημασία πάντως» παρατήρησε η αδελφή «πως αυτοί εδώ οι
χριστιανοί δεν ανακατεύτηκαν από μόνοι τους, αλλά για να σας προστατεύσουν».
«Σ’ αυτό έχετε δίκιο» απάντησε το κορίτσι και η μητέρα της
συμφώνησε.
Η μοναχή σηκώθηκε να φύγει και τις ασπάστηκε.
«Με λένε Μάρθα» τους είπε. «Παρακαλώ, ας μου μιλάτε στον
ενικό. Χρυσένια, δεν έχουμε μεγάλη διαφορά ηλικίας».
Η έφηβη μάγισσα χαμογέλασε, η μοναχή ανταπέδωσε κι η καρδιά
της μητέρας γλύκανε και φωτίστηκε απ’ αυτά τα δυο ζεστά, γεμάτα ανθρωπιά και
καλοσύνη, νεανικά χαμόγελα.
«Σωστά» αστειεύτηκε η Χρυσένια. «Αν εξαιρέσουμε πως η
καθεμιά μας κουβαλάει μέσα της από μια κληρονομιά χιλιάδων ετών!».
Κάπου μέσα στη νύχτα λάλησε κάποιος κόκορας. Μάνα και κόρη
είχαν μείνει μόνες και ήταν η ώρα για εξομολογήσεις.
Η κυρία Μαρίνα είχε αρνηθεί να εξομολογηθεί στον π. Βασίλειο
κι εκείνος δεν την είχε πιέσει. Είχε συζητήσει, νωρίτερα, εκ βαθέων μαζί του κι
η κουβέντα τους, στο μυαλό της, ήταν σαν εξομολόγηση και την είχε χαλαρώσει
αρκετά, προσφέροντάς της κι ένα συναίσθημα σιγουριάς· έβλεπε πως ήταν ένας
σοφός διδάσκαλος κι οι πνευματικές του δυνάμεις ήταν αναντίρρητες.
Τώρα πάντως ήταν η ώρα ν’ αποκαλύψουν τον αληθινό εαυτό
τους, στην ασφάλεια του μισοσκόταδου, μάνα και κόρη.
Ξάπλωσαν με τα ρούχα η μια δίπλα στην άλλη, κρατημένες χέρι
με χέρι.
«Χρυσένια μου, θα μου πεις την αλήθεια;».
Στην ησυχία ακούγονταν οι ανάσες τους και κάποιο τριζόνι που
είχε αρχίσει το δικό του εσπερινό στην αυλή.
«Ναι, μαμά μου».
«Πώς έμπλεξες σ’ όλα αυτά; Πότε;».
Το κορίτσι αναπόλησε κοιτάζοντας το ταβάνι, μα βλέποντας
πίσω, στο παρελθόν.
«Πρώτη φορά είδα ένα ξωτικό στον κήπο μας, πίσω απ’ τα
κυκλάμινα. Πήγαινα στον παιδικό σταθμό τότε». Η κυρία Μαρίνα ανατρίχιασε στη
σκέψη. «Το ξωτικό μού μίλησε, με πήρε απ’ το χεράκι και με πήγε πίσω απ’ τις
τριανταφυλλιές. Εκεί μου άνοιξε μια μυστική πύλη και μπήκα στον κόσμο των
νεράιδων – μεγάλες νεράιδες, σαν άνθρωποι, όχι νεραϊδάκια με φτερουγάκια, σαν
αυτά που βλέπουμε στα παιδικά. Ήταν καλές, λίγο περίεργες, λίγο τρομαχτικές,
ξέρω ’γώ; Μου μίλησαν, έπαιξαν μαζί μου κι από τότε δεν έπαψα να έχω τέτοιες
επαφές, μέχρι προχτές».
Στράφηκε στη μαμά της, κοιτάχτηκαν στο χαμηλό φως μιας απλίκας.
«Σου τα είχα πει τότε, αλλά νόμιζες πως ήταν η φαντασία
μου».
Η μητέρα της άκουγε σιωπηλά, περιμένοντας ανήσυχη τη
συνέχεια. Από τα μάτια της κύλησε ένα δάκρυ.
«Μεγαλώνοντας λίγο, απ’ τις νεράιδες και τα ξωτικά έμαθα τι
θα πει μαγεία. Μια νεράιδα μου φανέρωσε πως η γιαγιά ήταν μάγισσα. Άρχισα να
ψάχνω στο σπίτι, στο χωριό, και βρήκα σε μια κασέλα, στο στάβλο με τα
γουρούνια, το βιβλίο με τα ξόρκια, φυλαχτά, βότανα, μαντζούνια, ένα σωρό
εργαλεία… Και μετά γνώρισα την Ήβη και τη μητέρα της, και μετά τον Άλκη…».
«Γιατί δε μου είπες τίποτα;».
Η Χρυσένια ντράπηκε.
«Κατάλαβα αμέσως πως δεν τα συμπαθούσες αυτά· μάλλον τα
φοβόσουν. Συμβουλεύτηκα και την κυρία Ηλέκτρα και με βεβαίωσε πως δεν έπρεπε να
σου μιλήσω, όπως και σε κανένα που δεν ανήκε στην κοινωνία των μάγων. Και
πέρασαν τα χρόνια και δε φαντάζεσαι τι έχω κάνει, σε τι χορούς πνευμάτων έχω
βρεθεί, σε τι τελετές, τι μυήσεις…».
«Τι έχεις κάνει;».
«Δεν εννοώ κακές πράξεις· μαγικές γιορτές, τελετουργίες,
ξόρκια, επικλήσεις πνευμάτων και θεοτήτων, λατρείες…».
Δεν της είπε πως είχε συμμετάσχει σε ιεροπραξίες με θυσίες ζώων,
πως είχε πιει και η ίδια από το αίμα των θυμάτων, πως ήταν ιέρεια της Άρτεμης
και την είχε δει στην έκστασή της.
Σώπασε ξαφνικά κι η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν
ταμπούρλο. Αναστέναξε. «Και σήμερα ένιωσα πως όλα αυτά συσσώρευσαν μέσα μου
μόνο κακό».
Άρχισε να κλαίει ήρεμα, κι η μαμά της, όπως ήταν ξαπλωμένες,
πλησίασε και την έσφιξε στην αγκαλιά της.
«Είδα το κακό πρόσωπο της μαγείας. Αυτοί, που τους νόμιζα
για καλούς, φάνηκαν κακοί». Τόνισε τις λέξεις: «Σκοτάδι. Πανικός. Πάγος».
Σκέφτηκε λίγο και πρόσθεσε: «Έλεγχος».
Έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες της κι άρχισε να κλαίει με
αναφιλητά. Η μαμά της αγωνιζόταν να την παρηγορήσει με φιλιά και χάδια.
«Ίσως έχει δίκιο ο Αλέξης» είπε η Χρυσένια και δεν
ξαναμίλησε· έκλεισε τα μάτια και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα αποκοιμήθηκε.
Η κυρία Μαρίνα απόμεινε να τη χαϊδεύει κρατώντας την
αγκαλιά, με τα δικά της μάτια καρφωμένα στο άπειρο.
«Η γιαγιά σου πέθανε στο ψυχιατρείο τη μέρα που γνώρισες την
Ήβη», άρχισε να λέει σχεδόν μονολογώντας. «Σ’ έφερα στο ζωολογικό κήπο και σε
άφησα στη θεία Όλγα, για να πάω στην κηδεία. Τα τελευταία τριάντα χρόνια
μιλούσε μόνο με τ’ αερικά. Έπαψε να μας μιλάει όταν ήμουν δώδεκα χρονών και ο
θείος σου ο Μάρκος δεκατριών. Ο μπαμπάς μου σκοτώθηκε από αυτοκίνητο με λυμένο
χειρόφρενο τη μέρα που είχε αποφασίσει να της φέρει ψυχίατρο. Μας μεγάλωσε η
θεία Όλγα, αυτή έβαλε τη μαμά στο ψυχιατρείο και ποτέ δε μας είπε πως τ’ αερικά
και τα μάγια, που ανέφερε συνεχώς εκείνη, ήταν αληθινά· ούτε είδα ποτέ το
βιβλίο με τα ξόρκια και τα μαντζούνια…».
Κοίταξε το ήρεμο, κοιμισμένο πρόσωπο της κόρης της. Ένιωσε
να σκληραίνει η μητρική της καρδιά. Ενάντια σε ποιον όμως έπρεπε να πολεμήσει;
«Έτσι έμαθα να μισώ τη μαγεία» κατέληξε. «Και τώρα βλέπω με
το χειρότερο τρόπο πως είχα δίκιο».
Αύριο, σκέφτηκε, δε θα πήγαιναν στο σχολείο, ούτε στη
δουλειά. Θα παρέμειναν στο μοναστήρι, περιμένοντας την τελική μάχη.
Και η τελική μάχη – δεν το ήξερε ακόμη – είχε πλησιάσει σε
απόσταση μιας ανάσας.
6
Ο Αλέξης μοιράστηκε ένα κελί με το μπαμπά του και ο Νικήτας
το διπλανό με τη μαμά του. Πριν κοιμηθούν, μαζεύτηκαν στο ίδιο κελί, να τα
πούνε.
Ο μικρός Νικήτας, μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι του κ. Σπύρου,
άνοιξε το τάπλετ του, μπήκε στο Ίντερνετ κι άρχισε να παίζει το αγαπημένο του
παιχνίδι, με υπερήρωες που πολεμούσαν τερατώδη ρομπότ.
Ο πατέρας του έσκυψε από πάνω του και είδε τι παίζει.
«Θα προτιμούσα να το κλείσεις αυτό» είπε.
«Γιατί;» απόρησε – πιο σωστά, διαμαρτυρήθηκε – το αγόρι.
«Δε μ’ αρέσει η φάτσα τους» απάντησε ψύχραιμα ο πατέρας, μη
ξέροντας πώς αλλιώς να το θέσει.
Ο μικρός γύρισε προς τον τοίχο χωρίς να μιλήσει και συνέχισε
να παίζει. Ο κ. Σπύρος αποφάσισε να μη δώσει συνέχεια, αν και πειράχτηκε για
την ανυπακοή. Δε θα ωφελούσε όμως σε τίποτα ένας καυγάς.
«Αλέξη μου», είπε μελιστάλαχτα η κ. Ελένη, «θα προσπαθήσεις,
σε παρακαλώ, να μην εμπλακείς σε όλο αυτό;».
«Πώς να μην εμπλακώ, μαμά», χαμογέλασε ο νέος, «αφού έχω ήδη
εμπλακεί;».
«Αναρωτιέμαι πώς τα κατάφερες» πήρε το λόγο, κάπως νευρικά,
ο πατέρας του.
Το παλικάρι σήκωσε τους ώμους του:
«Να βοηθήσω μια ψυχή πήγα· δε φανταζόμουν πως θα πάρει
τέτοιες διαστάσεις».
«Όταν ακούς για μαγεία, τι καταλαβαίνεις;» επέμεινε ο κ.
Σπύρος. «Πως πρέπει ν’ ανακατευτείς; Πήγες να βοηθήσεις… Και τι σε ένοιαζε
εσένα;».
«Η Χρυσένια είναι συμμαθήτριά μου. Αλλά, εκτός απ’ αυτό, αν
δεις έναν άνθρωπο να ’χει πέσει μέσα σ’ ένα λάκκο, και ξένος να ’ναι, δεν
πρέπει ν’ απλώσεις το χέρι να τον βοηθήσεις να βγει;».
«Καλύτερα να εξαφανιζόσουν όταν άρχισε η φασαρία, να σώσεις
το τομάρι σου».
«Με συγχωρείς, μπαμπά, αλλά τότε θα ήμουν αυτό που είπες,
τομάρι».
Ο Νικήτας σήκωσε το κεφάλι του από το τάμπλετ και στράφηκε
προς το μέρος τους:
«Έχει δίκιο» είπε και γύρισε στο παιχνίδι του.
Ο πατέρας τους κούνησε το κεφάλι του.
«Το ξέρω» παραδέχτηκε σκεφτικός. Τι να πει; Είχε ζαλιστεί.
Να πει: “Εμάς δε μας σκέφτηκες; Θες να σκοτωθούμε όλοι μας;” και κάτι τέτοια;
Τι νόημα είχε; Ο γιος του ήταν χριστιανός· ήταν καλύτερος απ’ όλους τους· κι
από ένα χριστιανό δεν μπορείς ν’ απαιτείς να προδώσει τις αρχές του. Το μόνο
που θα καταφέρεις θα ’ναι να τον πληγώσεις.
“Εμένα δε με σκέφτεστε;” θα μπορούσε να του απαντήσει ο
Αλέξης.
Τη στιγμή εκείνη ο Νικήτας ξεφώνισε ελαφριά και το τάμπλετ
του ’πεσε πάνω στα σκεπάσματα.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ανήσυχος ο κ. Σπύρος. Το αγόρι
πετάχτηκε όρθιο, κρατώντας σφιχτά το τάμπλετ – σχεδόν αγκαλιάζοντάς το – άρπαξε
τον αδερφό του απ’ το μπράτσο και βγήκαν έξω.
«Αλέξη, έλα μαζί μου» τον παρακάλεσε.
Οι γονείς τους κινήθηκαν να τους ακολουθήσουν. Ο νέος τους
έγνεψε να περιμένουν· κάποιο μυστικό ήθελε να του ξεφουρνίσει ο μικρός.
Βγήκαν στην αυλή.
«Τι συμβαίνει, φιλαράκο;».
Του έδειξε το τάμπλετ.
«Η οθόνη έγραψε ένα μήνυμα: “Νικήτα, ακολούθησέ με”. Κι όταν
σκέφτηκα: “Ποιος είσαι;”, έγραψε το όνομα του ήρωα του παιχνιδιού μου, ο
Ιππότης των Παγωμένων Άστρων!».
Ο Αλέξης ανατρίχιασε. Έκανε το σταυρό του και κοίταξε την
οθόνη· έδειχνε μόνο τη φωτογραφία της επιφάνειας εργασίας, μια ζωγραφιά με
Αμερικανούς υπερήρωες.
«Είναι δυνατόν κι εδώ μέσα, στο μοναστήρι, να μας πολεμούν;»
αναρωτήθηκε φωναχτά. Ο αδερφός του ζάρωσε πάνω του. Ήταν ένα παχουλό αγόρι,
αρκετά δειλό και προσκολλημένο κάπως υπερβολικά στη μαμά του. Ο Αλέξης τον
αγκάλιασε διακριτικά, εφηβικά.
«Μη φοβάσαι» είπε, αν και ο ίδιος φοβόταν.
«Εσύ δε φοβάσαι;».
Αναγκάστηκε να πει την αλήθεια:
«Ναι, φοβάμαι». Σκέφτηκε λίγο. «Αλλά εδώ είναι ένα πνευματικό
φρούριο, ίσως μπορούν να ρίξουν μερικά βέλη, ίσως ακόμη και φλεγόμενα βέλη,
αλλά δε μπορούν να διεισδύσουν!».
Το είπε για να εμψυχωθεί ο ίδιος και να εμψυχώσει τον αδερφό
του. Μέσα του ευχήθηκε να ήταν έτσι· ο μικρός τον κοιτούσε στα μάτια
περιμένοντας κάτι που θα του έδινε θάρρος.
«Πάμε μια βόλτα;» είπε το παλικάρι.
Περπάτησαν στην αυλή, ανάμεσα στο ναό, στα οικήματα, στους
κήπους με τα λουλούδια… Είχε φεγγάρι και ενίσχυε τις χλομές λάμπες που άναβαν
πού και πού σε παλιομοδίτικους στύλους. Το μοναστήρι ήταν γαλήνιο και όμορφο
στο ημίφως. Το τριζόνι συνέχιζε τον εσπερινό του.
«Αλέξη;».
«Ορίστε, Νικήτα».
«Το κορίτσι σου είναι, έτσι;».
Ο Αλέξης χαμογέλασε και για πρώτη φορά ένιωσε άνετα να
μιλήσει για τα συναισθήματά του:
«Ακόμα όχι, αλλά θα ήθελα να γίνει».
Ο Νικήτας χαμογέλασε κι εκείνος κοκκινίζοντας λίγο· χαλάρωσε
κάπως.
«Ζούμε μια αληθινή ιστορία μαγείας;».
«Δυστυχώς, πολύ αληθινή. Μη φοβάσαι όμως· κάνε το σταυρό
σου, την προσευχή σου, μείνε κοντά στο ναό, κοντά στο Χριστό. Ο Χριστός είναι ο
πιο δυνατός απ’ όλους». Γέλασε. «Ακόμα κι από τους ήρωες των παιχνιδιών σου!».
«Σίγουρα!» απάντησε γελώντας και το αγόρι.
Όμως στη στιγμή πάγωσε κι έδειξε με το χέρι του στην
απέναντι γωνία:
«Μια γυναίκα!».
Ο Αλέξης έσφιξε τις γροθιές του κι άρχισε να λέει την Ευχή
μέσα στην καρδιά του. Μια γριά μοναχή, μικροκαμωμένη, κάπως κυρτωμένη, ξετρύπωσε
απ’ τις σκιές. Τα δυο αγόρια ηρέμησαν.
Πλησίασαν. Φαινόταν πολύ γριά και φορούσε έξω απ’ τα ράσα
της το μαυροκόκκινο αγγελικό σχήμα,
το διακριτικό της ένδυμα.
«Την ευχή σας, γερόντισσα» είπε ο Αλέξης.
Η γριούλα σταύρωσε τον αέρα προς το μέρος τους με το δεξί
της χέρι. Τότε η καρδιά του παλικαριού ησύχασε εντελώς, γιατί κι ο διάβολος θα
μπορούσε να εμφανιστεί σαν σεβάσμια γερόντισσα.
«Την ευχή του Κυρίου, παιδιά μου» απάντησε ήρεμα και
καλοσυνάτα.
«Είστε εδώ, της μονής;». Πρόσεξαν πως η μαύρη στολή της
διέφερε απ’ τη φορεσιά των μοναζουσών που συναντούσαν από χθες το βράδυ.
«Όχι, ήρθα να σας δω. Σε λίγο, με τη δύναμη του Θεού, θα
φύγω. Το μοναστήρι μου είναι πολύ μακριά».
«Τι λέτε γι’ αυτά τα γεγονότα;».
Τους κοίταξε σοβαρά μ’ ένα ζευγάρι διαπεραστικά φωτεινά
ματάκια.
«Να προσέχετε. Και να προσεύχεστε. Ευτυχώς, έχετε καλούς
υπερασπιστές. Και θα κάνω κι εγώ ό,τι μπορώ από πλευράς μου…».
«Θα γλιτώσει η Χρυσένια, γερόντισσα;» αποτόλμησε να ρωτήσει
ο Αλέξης.
«Αν αφήσει το Χριστό να την προστατέψει… Πρέπει να τη
βοηθήσετε· να τη βοηθήσουμε όλοι. Θα προσπαθήσουν να την πάρουν και θα
κινδυνεύσει περισσότερο απ’ όλους σας».
«Γερόντισσα, ξέρετε τι έγινε με το τάμπλετ μου;» ρώτησε
φοβισμένος ξανά ο Νικήτας, δείχνοντάς της τη συσκευή. «Κάποιος με κάλεσε μέσα
απ’ την οθόνη. Ποιος ήταν; Ο Σατ…». Δεν τόλμησε να ολοκληρώσει το όνομα.
Η γερόντισσα άπλωσε το χεράκι της και πήρε το τάμπλετ. Δεν
το κοίταξε καθόλου. Μόνο, σκυθρωπή, με μια κίνηση, το πέταξε σ’ ένα καλαθάκι
για τα σκουπίδια κρεμασμένο εκεί δίπλα.
«Έι!» διαμαρτυρήθηκε το αγόρι και κινήθηκε να το μαζέψει. Η
μοναχή τον σταμάτησε.
«Αν θες να μην κινδυνεύεις», είπε ψυχρά, «άφησέ το εκεί
μέσα. Δε σου χρειάζεται».
Πλησίασε στο πρόσωπό του – είχαν περίπου το ίδιο ύψος –
κρατώντας τον απ’ τον ώμο.
«Δε σου χρειάζεται» ξαναείπε. «Να σου χρειαζόταν, να πω ναι.
Αλλά δε σου χρειάζεται. Στα παιδιά της ηλικίας σου, αυτά τα πουλάνε μόνο για να
εξαρτηθείτε».
Ο Αλέξης χαμογέλασε. Έσκυψε και ασπάστηκε το λιπόσαρκο χέρι
της μοναχής. Μύριζε σα λιβάνι.
«Πάμε μέσα» είπε τρυφερά στον αδερφό του.
Ο Νικήτας φίλησε κι εκείνος το ευλογημένο χεράκι. Η μοναχή
τον σταύρωσε στα μαλλιά. Σταύρωσε και τον αέρα κατά τον Αλέξη. Τα δυο αγόρια
γύρισαν και κατευθύνθηκαν προς τα κελιά τους. Εκείνη κάθισε σ’ ένα παγκάκι, έβγαλε
ένα τεράστιο κομποσχοίνι κι άρχισε να το ξεκουκίζει, κόμπο κόμπο, λέγοντας από
μέσα της την Ευχή του Ιησού.
Κουκουβάγιες και κοράκια άρχισαν να στρηνιάζουν και να
πετούν μακριά, ξεκολλώντας από τα δέντρα που περικύκλωναν το μοναστήρι. Έφευγαν·
οι μάγοι και οι δαίμονες, που καιροφυλακτούσαν μέσα στο δάσος, έξω από τα
τείχη, έφευγαν. Τους έκαιγε το όνομα του Ιησού.
Η γριά σα να μην καταλάβαινε τίποτα· ήρεμη, σχεδόν
ανέκφραστη, συνέχιζε την προσευχή της. Η μητέρα Μακρίνα πλησίασε στο παράθυρο
του κελιού της με το αναπηρικό καροτσάκι της. Τράβηξε την κουρτίνα, την είδε
και χαμογέλασε. Σε λίγες ώρες θα σήμαινε το τάλαντο και θα ξεκινούσε η
ολονυχτία· όμως αυτή η γριούλα, στο κορμί σχεδόν νάνος, μα στην ψυχή
γιγάντισσα, είχε κιόλας ξεκινήσει, ενισχύοντας και επεκτείνοντας τον πνευματικό
θόλο που, προς το παρόν, τους προστάτευε.