1
Ο Άλκιμος δεν κοιμήθηκε καθόλου τούτη τη νύχτα. Έτρεξε στα
δάση που είχαν απομείνει στην Αττική σαν ελάφι, πέταξε στους ουρανούς σαν
πουλί, κολύμπησε στις λιμνούλες της εξοχής σαν ψάρι. Αλλά δεν ησύχαζε.
Η διπλή αποτυχία τον συντάραζε· του είχαν μάθει πως είναι
παντοδύναμος, πως ό,τι θέλει μπορεί να το καταφέρει, κι όμως δεν μπόρεσε να
πείσει τη Χρυσένια να μην πάει το Σάββατο το βράδυ στο πάρκο, ούτε να την τραβήξει
μαζί του ή έστω να την εξοντώσει έξω απ’ το σπίτι της την ίδια νύχτα!
Η καρδιά του, ένα ενεργό ηφαίστειο, δεν ανεχόταν την
αποτυχία. Δεν ανεχόταν το βλέμμα της αρχιέρειας, που θα του έλεγε με
αυστηρότητα πως την απογοήτευσε. Μια γυναίκα δεν ήταν δυνατόν να ταπεινώνει
έναν άντρα, έναν ισχυρό εκπαιδευμένο και μυημένο μάγο, τον εκκολαπτόμενο
απόλυτο άντρα!
Μα τι να έκανε; Όταν εμφανιζόταν μπροστά της, ένιωθε σαν
ποντίκι. Κι αυτό έκανε την καρδιά του ακόμη πιο οργισμένο ενεργό ηφαίστειο.
Γύρισε στο σχολείο, ένα τεράστιο σχολικό συγκρότημα, που σε
λίγο θ’ άνοιγε τις πύλες του για μια καινούργια εβδομάδα άγχους, ανταγωνισμού,
αποστήθισης, πνευματικού ευνουχισμού και εφηβικών ορμονικών εξάρσεων.
Μετατράπηκε σε λιοντάρι και με δυο σάλτα βρέθηκε στην ταράτσα.
Κοίταξε κάτω και γύρω μισοκρεμασμένος στο κενό, μυρίζοντας
την ατμόσφαιρα. Άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι πλησίαζαν από κάθε κατεύθυνση.
Μαθητές και μαθήτριες, μοσχομυρισμένες, με τρυφερό, νόστιμο κρέας. Έγλειψε τα
χείλη του με την πελώρια λιονταρίσια γλώσσα του.
Μέσα του γεννήθηκε η επιθυμία να περιμένει να μαζευτούν όλοι
κι ύστερα να ορμήσει! Τι πανηγύρι θα γινόταν! Δε θα είχε ξανασυμβεί κάτι
τέτοιο, ούτε στην Κένυα ή στη Νιγηρία. Θα μπορούσε να τους σκοτώσει όλους, να χορτάσει
την πείνα του – τη λαιμαργία του – κατασπαράζοντας έναν δυο, τους πιο
τρυφερούς, τους πιο μικρούς, ασφαλώς κορίτσια, και να φύγει βουτηγμένος στο
αίμα, να ενωθεί με τη λιονταρίσια αγέλη και να περιμένει την τελετή, όταν
νυχτώσει.
Όμως ένιωθε παράλληλα ένα κενό. Εκείνη δεν ήταν εκεί. Εκείνη
που ήθελε να κατασπαράξει, αυτήν μόνο, θα έλειπε σήμερα. Τ’ όνομά της θα
γραφόταν στο απουσιολόγιο, γιατί είχε καταφύγει σ’ έναν αδιαπέραστο πνευματικό
θόλο, που προς το παρόν την προστάτευε από τα δόντια του. Όμως η αρχιέρεια του
είχε υποσχεθεί πως το βράδυ θα την είχε στη διάθεσή του· θα του την πρόσφερε ο
μεγάλος μάγος, ο ιδρυτής του Τάγματος, κι εκείνος θα γευόταν αχόρταγα τη σάρκα
και το αίμα της, που λαχταρούσε!
Επειδή ήταν ερωτευμένος μαζί της και την ποθούσε, όπως ποθεί
ένα λιοντάρι τη λέαινά του.
Εκείνη· η Χρυσένια.
Η προστατευόμενή του, η Ήβη, θα έλειπε επίσης· και το δικό
της όνομα θα γραφόταν στο απουσιολόγιο. Τη φύλαγαν σε ασφαλές μέρος η μητέρα
της και η αρχιέρεια. Εκείνη ήταν το διαμάντι· από κείνη, από τη μήτρα της, θα
άρχιζαν όλα.
Μάγοι από ολόκληρη την Ευρώπη, τα μέλη του Τάγματος των
Λιονταριών, είχαν συγκεντρωθεί στην Αθήνα. Εδώ ο αρχιμάγος, ο πρωτομάγος, είχε
καλέσει τις θεότητες του αρχαίου κόσμου, που παραφύλαγαν στα σπήλαια και τις
καταβόθρες περιμένοντας να ξανασκαρφαλώσουν στην επιφάνεια. Τώρα πια, πολλοί
τους λάτρευαν, απαρνούμενοι τη μισητή θρησκεία του Ναζωραίου, που είχε εξορίσει
τους πολυδύναμους θεούς τους στον κάτω κόσμο, στον κόσμο των σπηλαίων.
Οι
χριστιανοί, αυτοί οι γλοιώδεις υπάνθρωποι που δεν τους άξιζε ν’ αναπνέουν τον ίδιο
αέρα μ’ εκείνον, τον αέρα του Δία, είχαν γεμίσει τα ιερά άλση ναούς των αγίων
τους και του Θεού τους! Είχαν πολεμήσει με μανία να ξεριζώσουν την αρχαία
θρησκεία των πνευμάτων! Μα τα πνεύματα δεν είχαν πεθάνει· περίμεναν, και οι
μάγοι, χρόνια τώρα, τους έδιναν ζωή και ενέργεια και τα ξυπνούσαν.
Από το μυαλό του πέρασε η ζωή του. Ήταν μόνο δεκαοχτώ χρονών
κι ήταν κιόλας ένας σοβαρός μάγος. Οι πολλοί – τα μυρμήγκια – έβλεπαν έναν
έφηβο, άγριο κι εριστικό, μαθητή της τρίτης λυκείου, που ετοιμαζόταν για τις
Πανελλήνιες. Όμως εκείνος είχε μια άλλη ζωή. Μια ζωή, που ξεδιπλωνόταν στην πολύχρωμη
ιστορία της ανθρωπότητας, σελίδα σελίδα, από τότε που θυμόταν τον κόσμο.
Ο Άλκης δεν είχε κληρονομικό χάρισμα, όπως τα κορίτσια. Οι
γονείς του, ευκατάστατοι μικροαστοί, που ο ίδιος τους περιφρονούσε όπως κι όλο
τον κόσμο, δεν ήξεραν τίποτα για τη μαγεία, ούτε για τις κρυφές κι ανομολόγητες
δραστηριότητες του γιου τους.
Στο δημοτικό τον περιμάζεψε ο Φοίβος. Ωραίος και σίγουρος
για τον εαυτό του· του έδωσε σημασία κι έγινε γι’ αυτόν το τέλειο πρότυπο.
Από τις καφετέριες πέρασαν στα μπαράκια κι από τα μπαράκια
στις επικλήσεις πνευμάτων. Σιγά σιγά του έκανε την πρώτη μύηση. Τον έβαλε
κατευθείαν στα σκοτεινά μυστικά. Μυστικά, που συνοδεύονταν από αίμα και σπέρμα.
Μεθυσμένος, ο Άλκης δεν είχε πια ενδιαφέρον για την πεζή,
χωρίς μαγεία, καθημερινότητα των άλλων. Κι όταν γνώρισε την Ήβη και τη
Χρυσένια, πήρε εντολή από το Φοίβο να παραστήσει τον κοινό, ακίνδυνο μάγο,
γιατί η Ήβη έμελλε να γίνει ο Θησαυρός που θα είχε στη φύλαξή του κι η Χρυσένια
η συντρόφισσα και συμπαραστάτις της.
Όμως ο Ναζωραίος ήταν ύπουλος κι έριξε στο δρόμο τους το
γυαλάκια. Έπρεπε αμέσως να τον έχει κατασπαράξει, μα δεν περίμενε πως θα έπαιζε
κάποιο ρόλο αυτός ο ασήμαντος, σαν κατσαρίδα, ηλίθιος, βρομιάρης, κουρελής,
ανάξιος, απεριποίητος…
Βρυχήθηκε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του! Από την ταράτσα
αντήχησε ο βρυχηθμός του σ’ όλο το Γαλάτσι. Μαθητές, καθηγητές κι εργαζόμενοι
στο σχολείο, που είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται, κέρωσαν. Οι κάτοικοι κι οι
περαστικοί απόμειναν αποσβολωμένοι.
Το θηρίο είχε έρθει κοντά τους!
Ο διευθυντής τηλεφώνησε στην αστυνομία. Άντρες της ασφάλειας
του σχολείου ωστόσο, οπλισμένοι με ρόπαλα κι ό,τι άλλο άρπαξαν στο πέρασμά
τους, ανέβηκαν στην ταράτσα.
Δε βρήκαν τίποτα. Όμορφος, περιποιημένος, με την τσάντα στον
ώμο, ο Άλκης περνούσε την πύλη μαζί με εκατοντάδες συμμαθητές του, ένα ανώνυμο
πλήθος που πήγαινε, σαν κοπάδι, για μια ακόμα πνιγηρή και βαρετή μέρα μισητών
μαθημάτων.
2
Η Μάχη σηκώθηκε το πρωί, μπήκε στο μπάνιο, έπλυνε τα δόντια
της, έκανε ένα τονωτικό ντους, έφτιαξε και ήπιε έναν απολαυστικό χυμό από
ανάμικτα φρούτα, ντύθηκε, χτενίστηκε και ξεκίνησε για τη δουλειά της.
Βγαίνοντας από την πολυκατοικία κοίταξε γύρω της· βρισκόταν
στην Καλλιθέα. Ε βέβαια, αφού εκεί έμενε! Πήρε τον ηλεκτρικό και κατέβηκε στην
Ομόνοια, για να επιβιβαστεί στο μετρό και να πάει στην περιοχή του Μέγαρου
Μουσικής· εκεί εργαζόταν, σ’ ένα δικό της κτηνιατρείο.
Στο σταθμό του ηλεκτρικού της Ομόνοιας, κατάμεστο από κόσμο
κάθε ηλικίας, που πηγαινοερχόταν σαν κουρδισμένος ή περίμενε τους συρμούς σ’
ένα σύντομο επιτρεπτό διάλειμμα χαλάρωσης – πολλούς ανάπηρους πρόσεξε, με
δεκανίκια ή καροτσάκια – μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι, όχι, σε τίγρη, και χίμηξε
απροειδοποίητα σε μια συντροφιά φοιτητών, που είχαν ξεκινήσει για τη σχολή
τους. Το πλήθος άρχισε να ουρλιάζει τρέχοντας πανικόβλητο, διασκορπίστηκε σα
φωτιά σε κουκουνάρια, κι εκείνη πλάκωσε με τα νύχια της ένα παλικάρι και μια
κοπέλα κι άρχισε με τα δόντια της να τους ξεσχίζει!
Και τότε απότομα ξύπνησε. Πετάχτηκε απ’ το αναπαυτικό της
στρώμα (ασυνήθιστο γι’ αυτήν) κάθιδρη κι ανασαίνοντας με δυσκολία.
Ανακάθισε και, με τη βοήθεια των ξεχωριστών ικανοτήτων της,
επανέφερε τη συνείδησή της στην καθημερινότητα και τη μνήμη της στην αληθινή
ζωή της.
Δεν ήταν πια η Μάχη. Κανείς πλέον δεν την αποκαλούσε μ’ αυτό
το όνομα, ούτε τολμούσε να ξεστομίσει “η Μάχη φταίει”! Ήταν η αρχιέρεια του
Τάγματος των Λιονταριών και αναρωτιόταν γιατί κάποια όνειρα, ευτυχώς σπάνια,
επανέρχονταν επιμένοντας να την ταράζουν.
Για να ξεμουδιάσει μετατράπηκε σε γάτα και βολτάρισε μέσα
στο σπίτι όπου φιλοξενούνταν αυτές τις μέρες, για να προσέχει την Ήβη,
γουργουρίζοντας αμήχανα στην αρχή και, όσο πήγαινε, πιο άνετα. Δεν είχε καμιά
φυσιολογική ζωή· ποτέ δεν είχε. Δεν πρόλαβε καν να γνωρίσει πώς είναι να ζεις
όπως οι κοινοί άνθρωποι, αφού η Μάχη, για όλους, είχε σκοτωθεί πριν αποφοιτήσει
απ’ το λύκειο στην αεροπορική τραγωδία που θυμόταν πολύ καλά, στο αεροδρόμιο
της Μόσχας.
Δυόμισι χρόνια περιπλανήθηκε στη Ρωσία, χωρίς να ξέρει πού
είχε φτάσει κάθε φορά, μέχρι που την περιμάζεψε ο δάσκαλός της, ο μέντοράς της,
ο πνευματικός της πατέρας, ο περισσότερο
πατέρας της από το φυσικό της γεννήτορα. Μεταμορφωμένη σε πουλί ή ζώο κι
επικοινωνώντας με τ’ άλλα ζώα (ή αποφεύγοντάς τα ή κατασπαράζοντάς τα!), ήταν
ευκολότερο να διανυκτερεύει, να διαχειμάζει, να τρέφεται και να επιβιώνει.
Έτσι, θέλοντας και μη, τελειοποίησε τις ικανότητές της, όχι μόνο στις
μεταμορφώσεις, αλλά και στην προσαρμοστικότητα, τη σκληρότητα και την επιβίωση.
Εκείνος, ως διά μαγείας (ή όχι ως), ήρθε κοντά της ακριβώς την ημέρα που, πρώτη φορά, μετά από
χιλιάδες αναστολές και πολυήμερη πείνα, καταβρόχθισε ανθρώπινο κρέας. Είχε
διαβεί τον προσωπικό της Ρουβίκωνα, το δικό της ποταμό Άλυ, που, διαβαίνοντάς
τον, είχε καταστρέψει μια μεγάλη αυτοκρατορία· τη συνείδησή της [1].
Αν και ποτέ δεν της το είπε, ήταν βέβαιη μέσα της πως
εκείνος τα είχε κανονίσει όλα. Την έφερε εκεί, την εκπαίδευσε και τη μάζεψε
όταν θεώρησε πως είναι έτοιμη· έτοιμη για κείνον, για το σκοπό του.
Ποτέ δεν την άγγιξε ερωτικά, δεν αποπειράθηκε να την
αποπλανήσει – αν και ήδη την είχε αποπλανήσει με άλλο τρόπο. Της έδωσε στοργή,
όση χρειαζόταν, και αυστηρότητα όση χρειαζόταν. Τη μύησε σε απόκρυφες τέχνες
που δε φανταζόταν καν ότι υπάρχουν· την απέκοψε απ’ τον κόσμο και την έβαλε να
ζει σ’ έναν άλλο κόσμο.
Και σ’ αυτό τον κόσμο ζούσε μέχρι τώρα. Πώς ήταν δυνατόν να
προσαρμοστεί σε ζωή κοινού θνητού, αφού ένιωθε πως δεν ήταν πια θνητή, ούτε
αδύναμη, αλλά αθάνατη, ημίθεα και παντοδύναμη; Πώς ήταν δυνατόν να γινόταν
δεκτή από τους κοινούς θνητούς, ακόμη κι αν το επιθυμούσε, με το κάτωχρο δέρμα
και τα σκοτεινά φεγγαρίσια μπλε μάτια, που συχνά πετούσαν κίτρινες αστραπές,
και μ’ αυτή την απαίσια ουλή – ανάμνηση από τη μονομαχία της μ’ έναν άλλο λύκο
στη ρωσική τούνδρα – να διακοσμεί το αριστερό της μάγουλο;
Βέβαια μπορούσε να μεταμορφωθεί, μα δε θα ήταν τότε περήφανη
για τον εαυτό της. Δε χρειαζόταν τη ζωή των κοινών θνητών. Ζούσε εξαίσια στις
σκιές, όπου την είχε βυθίσει ο μέντοράς της, κοιμόταν στα άλση, στους βωμούς,
στα ιερά και τα βάραθρα, σαν πουλί ή ζώο, παρέα με τα θηρία του αγρού, τα πνεύματα του σκοταδιού και τα μεσημβρινά δαιμόνια· και καρτερούσε.
Ήταν η αληθινή εκλεκτή του, περισσότερο κόρη του από τη φυσική του κόρη, που
δεν ήταν γι’ αυτόν παρά ένα όργανο, και δεν ήθελε τίποτ’ άλλο γι’ αντάλλαγμα.
Είχε άλλωστε αρκετά: τις δυνάμεις, την αθανασία, την ενότητα με τα ζώα και τα
πνεύματα όλων των κόσμων.
Όλων; Μάλλον όχι. Ήξερε πως υπήρχε ένας κόσμος με πνεύματα
που δε συμφωνούσαν με τις επιλογές της και με τα σχέδια του μέντορά της (μήπως
από ’κεί έρχονταν τα όνειρα; ό,τι ξόρκια κι αν έκανε, δεν κατόρθωνε ν’
απαλλαγεί εντελώς απ’ αυτά). Αλλά εκείνος την είχε πείσει πως τα πνεύματα που
υπηρετούσε ο ίδιος ήταν πιο ισχυρά και τελικά θα νικούσαν και θα σύντριβαν τους
αποστάτες!
Ή μήπως εκείνοι ήταν οι αποστάτες; Άραγε, αναρωτήθηκες ποτέ,
Μάχη;
3
Οι τέσσερις μαθητές, που οι σοροί τους ανασύρθηκαν την
Κυριακή το πρωί από τα θεμέλια μιας οικοδομής, κηδεύτηκαν μαζί σε μια κεντρική
ορθόδοξη εκκλησία – αφού οι οικογένειές τους το ζήτησαν – χωρίς να ρωτήσει
κανείς ποιο ήταν το θρήσκευμά τους, αν είχαν κάποιο.
Λαοθάλασσα, δημοσιογράφοι, επίσημοι… Συμμαθητές και
καθηγητές κατέκλυζαν το ναό, μαυροφορεμένοι αναρχικοί και οργισμένοι ροκάδες
και ράπερς είχαν συγκεντρωθεί στην αυλή, αλλά και παρέες χορευτών brakedance απέδιδαν τιμή με
το δικό τους παράξενο τρόπο κάνοντας απίθανες χορευτικές φιγούρες στον αύλειο
χώρο γύρω απ’ το ναό, κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας, για το
περιεχόμενο της οποίας κανείς δε νοιαζόταν.
Τα λόγια των παπάδων (μα έλεγαν τίποτα;) καλύπτονταν από
τους δικαιολογημένους γοερούς θρήνους των μαυροντυμένων μανάδων που
ολοφύρονταν.
Πριν το “δεύτε τελευταίον ασπασμόν”, ο διευθυντής του
λυκείου, στο οποίο φοιτούσαν (και που ήταν άλλο από το σχολείο της Χρυσένιας
και του Αλέξη), πήρε το μικρόφωνο και εκφώνησε κάποιον επικήδειο. Διαβάστηκαν
επίσης ψηφίσματα του δεκαπενταμελούς, των καθηγητών και του συλλόγου γονέων και
κηδεμόνων. Η κατάσταση ήταν δεόντως τραγική.
Η μόνη που έλειπε απ’ αυτή τη σύναξη ήταν η Ρεβέκκα. Είχε
βγει από το νοσοκομείο, αλλά υπέφερε ακόμη από ισχυρό νευρικό κλονισμό. Οι
γιατροί δεν είχαν τελειώσει μαζί της.
Ο υπέροχος άντρας, με τον οποίο ήταν ερωτευμένη, της έφερε
λουλούδια και κάθισε μαζί της αρκετή ώρα. Η παρουσία του τη στήριξε φοβερά. Οι
γονείς της κατάλαβαν πως αυτή η σχέση, που δεν την ενέκριναν λόγω της μεγάλης
διαφοράς ηλικίας, θα συνέβαλλε καθοριστικά στην ανάρρωσή της.
Στην εκκλησία, πριν σηκώσουν τα τέσσερα λευκά φέρετρα, ένας
ηλικιωμένος άντρας με λευκό κοστούμι – κάποιος καθηγητής μάλλον – πλησίασε στην
ωραία πύλη, όπου στέκονταν ακόμη οι ιερείς και οι προλαλήσαντες, και ζήτησε να μιλήσει.
Ανέβηκε δυο σκαλοπάτια, πήρε το μικρόφωνο. Ένας αέρας
μεγαλοπρέπειας τον τύλιγε και πριν ακόμη αρχίσει όλοι σώπασαν. Αυτή η ησυχία
εξαπλώθηκε και στον αύλειο χώρο και οι παριστάμενοι, μαζί με τους χορευτές brakedance, σταμάτησαν κι
έδωσαν προσοχή, χωρίς να ξέρουν το λόγο.
Και εκείνος είπε:
«Με έντονη την επίγνωση της ανεπάρκειάς μου, θα προσπαθήσω
να αρθρώσω λίγες σκέψεις για τους πολλούς θανάτους που βλέπουμε γύρω μας,
μεμονωμένους και μαζικούς. Συγχωρέστε την τόλμη μου και εύχομαι ο Θεός να μας καθοδηγήσει
όλους, ώστε να πούμε αλήθειες, προς όφελος όλων μας.
Στα πικρά χείλη και στις ματωμένες καρδιές των ανθρώπων
πλανάται το ερώτημα: Τι Θεός είναι Αυτός, που αφήνει τους ανθρώπους ν’
αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν νέοι; Που επιτρέπει γονείς να θάβουν τα παιδιά
τους, σύζυγοι τους συζύγους τους, παιδιά τους γονείς τους;
Τι έκανε ο Θεός για το θάνατο; Μήπως κάθεται στον ουρανό και
παρατηρεί ασυγκίνητος τα δημιουργήματά Του να βασανίζονται σα μυρμήγκια που
πέσανε σ’ ένα αυλάκι με νερό;»
Σ’ αυτά τα λόγια, που βάρυναν την ατμόσφαιρα σαν κεραυνός,
δυνάμωσαν οι ολολυγμοί των χαροκαμένων μανάδων. Ο ομιλητής περίμενε λίγες
στιγμές, να κοπάσει ο θόρυβος, και συνέχισε:
«Ας πούμε, λοιπόν, τι έκανε ο Θεός για το θάνατο:
Ο Υιός του Θεού και Θεός, ο Ένας από την Αγία Τριάδα, με τη
σύμφωνη γνώμη και τη συνεργασία των Άλλων Δύο (του Πατέρα, που Τον έστειλε, και
του Αγίου Πνεύματος, που πραγματοποίησε την ενανθρώπισή Του), έγινε άνθρωπος
και άφησε τους ανθρώπους να τον βασανίσουν και να τον σκοτώσουν φρικτά, για να
δώσει σε όλους τους ανθρώπους – ακόμα και στους βασανιστές Του – τη δυνατότητα
να Τον γνωρίσουν, να Τον πλησιάσουν, να ενωθούν μαζί Του και να σωθούν στην
αιωνιότητα.
Έγινε άνθρωπος και πέθανε ως άνθρωπος, για να καλέσει κοντά
Του την ανθρωπότητα, που βασανιζόταν από το κακό, το θάνατο και το διάβολο, να
την ενώσει σε ένα σώμα (την Εκκλησία) και να της δώσει τη δυνατότητα
απελευθέρωσης και αθανασίας. Το έκανε μάλιστα έτσι, με το να πεθάνει – αντί να
επέμβει δυναμικά, ως παντοδύναμος, και να συντρίψει τους αμαρτωλούς – για να
Τον πλησιάσει όποιος θέλει, ελεύθερα, χωρίς να επιβάλει σε κανέναν να Τον
πιστεύει και να Τον λατρεύει. Και το έκανε από καθαρή και ανιδιοτελή αγάπη,
χωρίς ο ίδιος να έχει να κερδίσει απολύτως τίποτα.
Γι’ αυτό, στην Ορθόδοξη Εκκλησία λέμε ότι ο θάνατος νικήθηκε
και, ουσιαστικά, καταργήθηκε. Για να είμαστε ακριβείς, προς το παρόν ο θάνατος καταπατήθηκε· θα καταργηθεί οριστικά με
την ανάσταση των νεκρών, στη Δευτέρα Παρουσία.
Δεν υπάρχει θάνατος, μόνο ένα ταξίδι από εδώ στον “ουρανό”,
δηλαδή στον κόσμο των ψυχών. Εκεί οι άνθρωποι περιμένουν το τέλος της Ιστορίας
και τη γενική ανάσταση όλων των νεκρών, μετά την οποία θα υπάρχει αιώνια ζωή
στη Γη ή τουλάχιστον σε μια ανακαινισμένη μορφή του δικού μας σύμπαντος.
“Περιμένουμε καινούργιους ουρανούς και καινούργια γη, κατά
την υπόσχεση του Χριστού, όπου θα κατοικεί η δικαιοσύνη” γράφει ο απόστολος
Πέτρος στη 2η επιστολή του, στο κεφάλαιο
3.
Αποδείξεις;».
Ήδη όλοι κρέμονταν από τα χείλη του και περίμεναν ν’
ακούσουν πού θα το πάει, γιατί κι η χροιά της φωνής του ήταν τέτοια που του
συνέπαιρνε και τους συγκινούσε.
«Υπάρχουν τρία πολύ σοβαρά τεκμήρια για το ότι η ζωή
συνεχίζεται και μετά το θάνατο:
Το πρώτο τεκμήριο είναι η διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Ο
Χριστός κήρυξε πάρα πολλές φορές ότι η ζωή είναι αιώνια και μάλιστα ότι η
αληθινή ζωή είναι κοντά Του – μια ζωή που αρχίζει από εδώ και συνεχίζεται στην
αιωνιότητα.
Είπε: “Αλήθεια σας λέω ότι όποιος ακούει τα λόγια μου και
πιστεύει σ’ Εκείνον που με έστειλε, έχει ζωή αιώνια, και δεν πηγαίνει σε κρίση”
(δηλ. δεν τον κρίνει ο Θεός), “αλλά έχει ήδη πάει από το θάνατο στο ζωή.
Αλήθεια σας λέω, ότι έρχεται ώρα – και ήδη ήρθε – που οι νεκροί θ’ ακούσουν τη
φωνή του Υιού του Θεού και αυτοί που θα την ακούσουν θα ζήσουν… Έρχεται ώρα,
που όλοι όσοι βρίσκονται στους τάφους θ’ ακούσουν τη φωνή του και θα πάνε,
εκείνοι που έκαναν το καλό, σε ανάσταση ζωής, κι εκείνοι που έκαναν το κακό, σε
ανάσταση κρίσης” (κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφάλαιο 5, στίχοι 24-29).
Στην αγία Μάρθα, την αδερφή του Λαζάρου, που έκλαιγε για τον
αδερφό της, ο Χριστός είπε: “Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σ’
εμένα, κι αν πεθάνει, ια ζήσει· και κάθε ζωντανός που πιστεύει σ’ εμένα δε θα
πεθάνει ποτέ. Το πιστεύεις αυτό;”
(κατά Ιωάννην, κεφάλαιο 11, στίχοι 25-26).
Ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε για να λυτρώσει από το
θάνατο εμάς, όχι τον εαυτό του. “Τελευταίος εχθρός καταργείται ο θάνατος”
γράφει ο απόστολος Παύλος στην α΄ επιστολή του προς Κορινθίους, κεφάλαιο 15,
που βρίσκεται μέσα στην Καινή Διαθήκη, μετά τα ευαγγέλια.
Τα σημεία στην Καινή Διαθήκη που μιλούν για την ανάσταση των
νεκρών είναι πάρα πολλά. Η ανάσταση αυτή περιγράφεται κιόλας στο κεφάλαιο 25
του κατά Ματθαίον ευαγγελίου, στα τελευταία κεφάλαια της Αποκάλυψης και αλλού.
Αν λοιπόν κάποιος είναι χριστιανός, αυτό σημαίνει πως
παραδέχεται ότι ο Χριστός δεν είπε ψέματα στους ανθρώπους. Και ο Χριστός
διακήρυξε ότι αυτό ακριβώς ήρθε να κάνει, να φέρει στους ανθρώπους αιώνια ζωή,
ελευθερώνοντάς τους από το θάνατο και το διάβολο».
Κανείς δεν έκλαιγε πια, ούτε ασχολιόταν με τον εαυτό του και
με το πώς ο ίδιος είχε βιώσει την τραγωδία. Κανείς δε σκεφτόταν τις φωτογραφίες
από την κηδεία που θ’ αναρτούσε στο Facebook και τα σχόλια που θ’ ανέβαζε στο
Twitter. Οι έφηβοι
μαθητές, φίλοι και συμμαθητές των νεκρών, ακόμα κι εκείνοι άκουγαν. Ο
λυκειάρχης κι οι καθηγητές, στην πλειοψηφία τους αγνωστικιστές και άθεοι, ακόμα
κι εκείνοι άκουγαν. Οι μαυροφορεμένοι αναρχικοί και οι οργισμένοι ροκάδες, οι
ράπερς και οι χορευτές brakedance,
ακόμα κι εκείνοι άκουγαν.
«Το δεύτερο τεκμήριο ότι η ζωή είναι αιώνια είναι οι άγιοι.
Οι άγιοι είναι άνθρωποι σαν εμάς, που έζησαν μια χριστιανική ζωή, γεμάτη πίστη
και αγάπη προς όλο τον κόσμο, συγχωρώντας ακόμη και τους εχθρούς τους, και
έφτασαν στο σημείο να ενωθούν με το Θεό, να γίνουν ένα μαζί Του, και να αποχτήσουν
αυτή την αιώνια ζωή που δίδαξε ο Χριστός, την κατάσταση της αιώνιας χαράς που
ονομάζουμε “παράδεισο”.
Άγιος γίνεται ο άνθρωπος ακόμη και πριν πεθάνει. Στις
βιογραφίες των αγίων – και των σύγχρονων, όπως των γνωστών μεγάλων γερόντων
Παϊσίου, Πορφυρίου, Ιακώβου της Εύβοιας, Σωφρόνιου του Έσσεξ, Ιωσήφ του
Ησυχαστή, Σοφίας της Κλεισούρας, Λαμπρινής της Άρτας, Ματρώνας της Μόσχας,
Ιωάννη Μαξίμοβιτς, Γαβριήλ της Γεωργίας, Κλεόπα της Ρουμανίας, Ευμένιου του
Λεπροκομείου Αθηνών και πολλών άλλων – βλέπουμε την ενότητά τους με το Θεό και
με όλα τα πλάσματα του κόσμου (ανθρώπους, ζώα, αγγέλους…) ενώ ακόμα ζούσαν.
Όμως “μικροί άγιοι” (ίσως και μεγάλοι) υπάρχουν και δίπλα μας. Απλοί άνθρωποι,
ορθόδοξοι χριστιανοί, γεμάτοι ταπείνωση, πίστη και αγάπη. Άνθρωποι που συχνά
τους κοροϊδεύουμε, αλλά που μπορεί να ζουν μέσα στο Φως του Χριστού.
Δεν είναι τρελοί, αλλά τους θεωρούμε τρελούς, επειδή ζουν
μια ζωή τόσο διαφορετική απ’ αυτήν που έχουμε μάθει εμείς να ζούμε. Αν τους
γνωρίσουμε καλύτερα, χωρίς να τους αντιμετωπίζουμε εγωιστικά, θα ανοίξει
μπροστά στα μάτια μας ένας άγνωστος φωτεινός κόσμος. Αληθινός φωτεινός κόσμος,
κι όχι φανταστικός, σαν αυτούς που διαβάζουμε στα μυθιστορήματα και βλέπουμε
στις ταινίες φαντασίας.
Αλλά αυτός ο κόσμος χρειάζεται μια δέσμευση: το να γίνουμε
μέλη του Σώματος του Χριστού, της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μέσα στην οποία μπορεί
να γιατρευτούν οι πληγές της ψυχής μας, η κακία μας και τα ελαττώματά μας, και
να έρθει στην καρδιά μας η αληθινή ταπεινή αγάπη και το Φως του Θεού.
Για να μην πολυλογούμε, οι άγιοι, πεθαίνοντας, δεν πέθαναν,
αλλά συνεχίζουν να εμφανίζονται αμέτρητες φορές και να κάνουν θαύματα. Ο άγιος
Γεώργιος, η αγία Παρασκευή κ.τ.λ. έζησαν πριν από περίπου 17 ή 18 αιώνες κι
όμως εμφανίζονται ακόμη και σήμερα. Ο άγιος Ραφαήλ πριν από 5 αιώνες. Ο άγιος
Νεκτάριος πριν ένα αιώνα. Ο άγιος Λουκάς ο Ιατρός, ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς,
ο γέροντας Παΐσιος κ.ά., “κοιμήθηκαν” πριν λίγες δεκαετίες – και οι εμφανίσεις
τους είναι πάρα πολλές.
Αυτό είναι και η χριστιανική απάντηση στην ιδέα ότι, δήθεν,
οι ψυχές “μετενσαρκώνονται”, δηλαδή γεννιούνται ξανά και ξανά σε άλλα σώματα.
Αν ίσχυε αυτό, όλοι αυτοί οι άγιοι δε θα μπορούσαν να εμφανίζονται ακόμη με την
προσωπικότητα (αλλά και τη μορφή) που είχαν όταν ήταν ζωντανοί».
Το πολυπληθές ετερόκλητο ακροατήριο ανάσανε, ή αναστέναξε,
σαν φουσκωμένη θάλασσα σ’ αυτά τα λόγια κι όλοι σκέφτηκαν πως ήταν θεολόγος
αυτός ο ομιλητής, που εκφωνούσε τον πιο ασυνήθιστο επικήδειο που ’χαν ακούσει.
Οι μισοί εκεί μέσα, ιδίως οι νέοι, συμπαθούσαν τη μετενσάρκωση. Τώρα, όχι πως
άλλαζαν αυτόματα πεποιθήσεις, αλλά είχαν ακούσει ένα εύλογο ή ευλογοφανές
επιχείρημα.
«Ότι οι άγιοι εμφανίζονται μετά θάνατον, είναι μαρτυρημένο
από τόσες χιλιάδες ανθρώπους, κάθε ηλικίας, φύλου, μορφωτικού επιπέδου και
κοινωνικής τάξης, ώστε δε μπορεί να αμφισβητηθεί. Όμως δεν εμφανίζονται μόνο
στους χριστιανούς, αλλά και σε ανθρώπους άλλων θρησκειών. Δηλαδή χριστιανοί
άγιοι εμφανίζονται σε μουσουλμάνους ή άθεους κτλ και τους βοηθάνε σε δύσκολες
καταστάσεις, αποδεικνύοντας πέρα από κάθε αμφιβολία ότι και μετά το θάνατό τους
είναι ζωντανοί.
Εφόσον λοιπόν οι άγιοι – που είναι άνθρωποι όπως εμείς και
που κι εμείς μπορούμε να φτάσουμε, με τη βοήθεια του Θεού, στην ίδια κατάσταση
μ’ αυτούς – είναι πάντα ζωντανοί, άρα όλοι οι άνθρωποι είναι πάντα ζωντανοί.
Το τρίτο τεκμήριο ότι ο άνθρωπος ζει αιώνια είναι οι
αναρίθμητες περιπτώσεις, όπου η ψυχή ενός κοινού ανθρώπου (όχι αγίου)
εμφανίζεται σε ζωντανούς και τους δίνει ένα μήνυμα.
Οι εμφανίσεις αυτές συχνά γίνονται σε όνειρα, και τότε
πρέπει να τους βάλουμε ένα ερωτηματικό, γιατί τα όνειρα μπορεί να είναι
προϊόντα της φαντασίας μας (ή – λένε οι άγιοι διδάσκαλοι της Ορθοδοξίας – ακόμη
και παγίδες του διαβόλου για να μας ξεγελάσει). Όμως υπάρχουν περιπτώσεις που
μια ψυχή σε όνειρο μας λέει κάτι που δεν το ξέραμε, οπότε δε μπορεί να είναι
προϊόν της φαντασίας μας.
Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που ένας νεκρός εμφανίζεται σε
κάποιον ζωντανό ενώ είναι ξύπνιος. Δε μιλάω για “φαντάσματα”. Τα φαντάσματα, υπόψιν, δεν τα
πιστεύει ο χριστιανισμός. Μια ψυχή βρίσκεται πάντα στον κόσμο των ψυχών, δεν
περιπλανιέται στον κόσμο των ζωντανών, ούτε μπορεί να γίνει επικίνδυνη για τους
ζωντανούς. Μόνο με την άδεια του Θεού μπορεί να επικοινωνήσει σε έκτακτη
περίπτωση με έναν ζωντανό, για να του δώσει ένα μήνυμα.
Οι περιπτώσεις αυτές είναι τόσο πολλές, που σίγουρα και στην
οικογένειά σας και στο χωριό σας θα υπάρχουν κάποιες. Αν δεν ξέρετε, αναζητήστε
τις, ρωτώντας τους ανθρώπους του περιβάλλοντός σας».
Έκανε μια σύντομη παύση και κοίταξε τα λευκά φέρετρα και τις
μαύρες φιγούρες των χαροκαμένων γονιών και αδερφών, παππούδων και γιαγιάδων που
συνωστίζονταν γύρω τους. Το βλέμμα του, καθώς συναντήθηκε με τα δικά τους,
έφερε μια παράξενη γαλήνη στις ψυχές, χωρίς ν’ αφανίσει βέβαια τον πόνο·
τραυμάτιζε όμως και νικούσε (σαν το κοντάρι του άη Γιώργη) έναν άλλο δράκο, την
απελπισία.
«Ο Χριστός αναστήθηκε», πρόσθεσε, «αλλά εμείς συνεχίζουμε να
πεθαίνουμε».
Σωστά. Για να δούμε λοιπόν, πού θα καταλήξει;
«Το σώμα μας συνεχίζει να είναι φθαρτό, να μπορεί να
τραυματιστεί, ν’ αρρωστήσει και να πεθάνει. Αυτό είναι απαραίτητο, αλλιώς η
κακία των κακών ανθρώπων δε θα σταματούσε ποτέ. Ούτε και είναι δυνατόν “οι
κακοί να πεθαίνουν και οι καλοί να ζουν για πάντα”, γιατί όλοι έχουμε μέσα μας
και κακία και καλοσύνη, ενώ για τους καλούς ξέρουμε πολύ καλά ότι ο θάνατος στη
γη σημαίνει ένωση με το Χριστό και τις ψυχές των κεκοιμημένων αγίων στον
ουρανό.
“Τι να προτιμήσω; Να ζήσω ή να πεθάνω;” αναρωτιόταν ο
απόστολος Παύλος όταν ήταν φυλακισμένος από τους Ρωμαίους. “Για σας είναι
καλύτερα να ζήσω, αλλά για μένα είναι καλύτερα να πεθάνω και να είμαι μαζί με
το Χριστό” (επιστολή προς Φιλιππησίους, κεφ. 1, στίχοι 21-24).
Όλοι θ’ αναστηθούμε μαζί, στο τέλος των ημερών, στο τέλος
της παρούσας Ιστορίας του κόσμου, γιατί όλη η ανθρωπότητα είναι ένα σώμα, το
Σώμα του Χριστού (η Εκκλησία), δεμένο με τα δεσμά της αγάπης. Αν ο καθένας που
πέθαινε ανασταινόταν την άλλη μέρα, ο σύνδεσμος της ενιαίας ανθρωπότητας θα
ράγιζε.
Την ανάσταση των νεκρών, έτσι την περιγράφει ο απόστολος
Παύλος στην α΄ προς Θεσσαλονικείς επιστολή, κεφ. 4, στο κομμάτι που διαβάζεται
κάθε φορά στην τελετή της κηδείας: “Ο ίδιος ο Κύριος, με προσταγή, με φωνή
αρχαγγέλου και με σάλπιγγα Θεού θα κατεβεί από τον ουρανό και πρώτα θ’
αναστηθούν οι νεκροί εν Χριστώ. Έπειτα εμείς, όσοι θα έχουμε απομείνει
ζωντανοί, αμέσως μαζί μ’ αυτούς θα αρπαχτούμε σε σύννεφα για να προϋπαντήσουμε
τον Κύριο στον αέρα και έτσι θα είμαστε πάντα μαζί Του”.
Η Αποκάλυψη, στο κεφάλαιο 20, περιγράφει την ανάσταση έτσι: “Και
είδα θρόνο μέγα λευκό και τον καθισμένο σ’ αυτόν, που από μπροστά του έφυγε η
γη και ο ουρανός… Και είδα τους νεκρούς, τους μεγάλους και τους μικρούς, να
στέκονται μπροστά στο θρόνο, και βιβλία ανοίχτηκαν· και άλλο βιβλίο ανοίχτηκε,
που είναι το βιβλίο της ζωής· και κρίθηκαν οι νεκροί από τα γραμμένα στα
βιβλία, κατά τα έργα τους. Και έδωσε η θάλασσα τους νεκρούς της και ο θάνατος
και ο άδης έδωσαν τους νεκρούς τους, και κρίθηκαν ο καθένας κατά τα έργα του…
Και ο θάνατος και ο άδης ρίχτηκαν στη λίμνη του πυρός· αυτός είναι ο θάνατος ο
δεύτερος. Και αν κάποιος δε βρέθηκε γραμμένος στο βιβλίο της ζωής, ρίχτηκε στη
λίμνη του πυρός”.
Να διευκρινίσω αμέσως ότι η “λίμνη του πυρός” (η κόλαση),
κατά τους αγίους Πατέρες της Ορθοδοξίας είναι το ίδιο το Φως του Θεού, που το
δίνει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά οι ταπεινοί και καλοί άνθρωποι το παίρνουν
μέσα τους ως Φως, ενώ εκείνοι που το βλέπουν μέσα από την παραμόρφωση του
εγωισμού δε μπορούν να το αντέξουν και το ζουν ως Φωτιά. Άρα παράδεισος και
κόλαση είναι το ίδιο πράγμα, αλλά αλλάζει η κατάσταση του ανθρώπου απέναντί
τους. “Σκοπός της χριστιανικής ζωής” έγραφε ο μεγάλος θεολόγος καθηγητής π.
Ιωάννης Ρωμανίδης “είναι να δούμε όλοι το Θεό ως Φως και όχι ως Φωτιά”».
Με τούτα τα λόγια ολοκλήρωσε την ομιλία του. Κατέβηκε τα
σκαλιά, αγκάλιασε και ασπάστηκε τους πενθούντες και με σταθερό βήμα – ένα άσπρο
κοστούμι μέσα σε μια θάλασσα από μαύρα ρούχα – κατευθύνθηκε στην έξοδο. Ώς
εκείνη την ώρα κανείς δεν είχε σαλέψει, ούτε παπάς, ούτε δάσκαλος, ούτε
μαθητής, ούτε αναρχικός ή ροκάς ή ράπερ, αφού κι οι παπάδες ακόμη τα ’χανε
χάσει (αστοί παπάδες, επαγγελματίες) με την τόλμη του να πει τέτοια λόγια στην
κηδεία τεσσάρων εφήβων σε κεντρικό αθηναϊκό ναό· πράξη τελείως αντισυμβατική,
γιατί τέτοιες ώρες μόνο θρήνους, κατάρες και λόγια απελπισίας επιβάλλει το
πρωτόκολλο και επιτρέπει η πολιτική ορθότητα.
Μόλις που είχε βγει από την εξώπορτα, κι ένας πατέρας
κουνήθηκε από τη θέση του. Έτρεξε, σπρώχνοντας το εκκλησίασμα, να τον φτάσει,
να του φιλήσει το χέρι και να τον ρωτήσει αν ήταν καθηγητής των παιδιών και πώς
δεν τον είχαν δει ποτέ πηγαίνοντας στο σχολείο – καλά, έτσι κι αλλιώς έπαιρναν
απαλλαγή από τα Θρησκευτικά, μα όλο και κάπου συναντιούνταν οι γονείς με τους
θεολόγους.
Βγήκε στην αυλή. Το πλήθος ήταν πυκνό. Δεν υπήρχε διάδρομος.
«Πού είναι;» ρώτησε.
«Ποιος;».
«Ο ομιλητής».
«Δε νομίζω να βγήκε έξω» απάντησε μια καλοντυμένη κυρία με
ακριβή τσάντα.
«Μα τώρα βγήκε, ο άνθρωπος με το άσπρο κοστούμι· κάτασπρο,
σαν καμωμένο από φως».
Κανείς δεν τον είδε· όλοι διαβεβαίωναν πως δεν είχε βγει
κανείς απ’ την εκκλησία με άσπρο κοστούμι, κανείς που να τον είχαν προσέξει,
κανείς που να θεωρούσαν πως είχε εκφωνήσει τον όμορφο λόγο.
Ο χαροκαμένος πατέρας, σαστισμένος, μπήκε ξανά στο ναό.
Καθώς έμπαινε πρόσεξε, μόνο, έναν άστεγο με κουρελιασμένα ρούχα – κάπως γνωστός
του φάνηκε – ν’ απομακρύνεται μέσα στο πλήθος.
4
Απομεσήμερο Δευτέρας. Την Κυριακή, ξεκινώντας αργά τη νύχτα,
έγινε εσπερινός και αγρυπνία στο μοναστήρι, δηλαδή μια πολύωρη, σχεδόν
ολονύκτια τελετή, που περιείχε ενσωματωμένες πολλές μικρότερες· ανάμεσά τους
και η τέλεση Χαιρετισμών και Παράκλησης προς την Παναγία, το Χριστό, τους
αγγέλους και κάποιους αγίους. Οι κυνηγημένοι, που είχαν βρει καταφύγιο στο
μοναστήρι, δεν υποχρεώθηκαν να παρευρεθούν σε όλα, όμως συμμετείχαν στους
Χαιρετισμούς και την Παράκληση. Η Χρυσένια παρακολούθησε ήρεμη, κρατώντας σφιχτά
από το χέρι πότε τη μητέρα της (που πάντα φορούσε το σταυρό που π. Βασίλειου),
πότε τον Αλέξη, που δεν έπαυε να προσεύχεται νοερά, με όση προσήλωση και δύναμη
μπορούσε.
Το κορίτσι ήταν σαν σκεπασμένο με ένα ελαφρύ, αλλά ισχυρό
προστατευτικό κάλυμμα· ένιωθε ωραία.
Έφτασε το ξημέρωμα ώσπου έγινε πάλι η θεία λειτουργία και
όλοι, εκτός από τη Χρυσένια (που δεν ήταν χριστιανή) κοινώνησαν. Η γριά μοναχή,
που είχε εμφανιστεί στον Αλέξη και το Νικήτα τη νύχτα, ήταν παρούσα σε ολόκληρη
την αγρυπνία· όμως, μετά τη θεία λειτουργία, πουθενά δε φάνηκε.
Πέρασαν τη μέρα κοντά στις μοναχές, τις γνώρισαν όλες,
επισκέφτηκαν όλους τους χώρους, είδαν τα κελιά ορισμένων από αυτές, τη
βιβλιοθήκη με το αναγνωστήριο, το μαγειρείο, τα εργαστήρια υφαντουργίας,
αγιογραφίας (δηλαδή ζωγραφικής ιερών εικόνων), βιβλιοδεσίας, ψηφιδωτού, ένα
περιβόλι, κάμποσα δέντρα, πολλά λουλούδια, μερικές κατσίκες, κότες, κουνέλια…
Ήταν σαν ένα μικρό χωριό, ένα παραμυθένιο τοσοδούλικο μυστικό χωριό, φερμένο
εδώ από άλλη εποχή. Δεν είδαν πουθενά τηλεόραση ή ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Υπολογιστής υπήρχε, τους εξήγησαν οι μοναχές, σ’ ένα ειδικό γραφείο για τις
ανάγκες της μονής.
Το μεσημέρι γευμάτισαν με τις μοναχές στην κοινή τράπεζα,
δηλαδή την τραπεζαρία της μονής. Ήταν ένα ήσυχο γεύμα με ψάρι και λαχανικά, που
αποτελούσε πραγματική ιεροτελεστία· αφού προσευχήθηκαν, μια μοναχή,
αναγνώστρια, διάβαζε σοφά κείμενα αρχαίων, κυρίως, διδασκάλων της Ορθόδοξης
Εκκλησίας και όλοι έτρωγαν σιωπηλά, παρακολουθώντας.
“Πολύ καλύτερο από το να τρώμε μπροστά στην τηλεόραση”
σκέφτηκε η κυρία Μαρίνα και χαμογέλασε πρώτη φορά μετά από δύο μέρες. “Ούτε
εκεί μιλάμε μεταξύ μας, ούτε προσέχουμε ο ένας τον άλλο! Ενώ εδώ είμαστε
δεμένοι, σαν ένας άνθρωπος, ένα σώμα…”. Κοίταζε τους άλλους κι ένιωθε πως κι η
ψυχή της είχε χορτάσει. Ένιωθε ασφάλεια και αγάπη.
Η Χρυσένια εντυπωσιάστηκε με όλα τούτα και συγκλονίστηκε από
τα κείμενα – τόση αγάπη, σοφία, ανθρωπογνωσία! Ούτε είχε φανταστεί ποτέ της πως
θα έβρισκε κάτι τέτοιο στην Εκκλησία, την οποία περιφρονούσε και θεωρούσε
επιχείρηση απατεώνων, ούτε ότι η Ορθοδοξία διέθετε διδασκάλους που είχαν ζήσει
τόσους αιώνες στο παρελθόν· τώρα έβλεπε ανάμεσά τους όχι μόνο Έλληνες, αλλά και
Αφρικανούς, Σύρους, Ρώσους…
Το πιο παράξενο, με το νου της σαν να έβλεπε στ’ αλήθεια
κάθε άγιο και σοφό δάσκαλο, που τα κείμενά του διάβαζε εκείνη την ώρα η αδελφή.
Είδε τον άγιο Ισαάκ το Σύρο στη Νινευή, τον άγιο Μακάριο και την αγία
Συγκλητική στην αιγυπτιακή έρημο, τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ και την αγία
Αθανασία Λονγκάτσεβα στα ρωσικά δάση…
Κανένας άντρας δεν είχε εμφανιστεί μετά τον πρωινό καφέ,
ούτε είχε συμμετάσχει στο κοινό γεύμα, εκτός από τον κ. Σπύρο, τον πατέρα του
Αλέξη, και το Νικήτα.
«Γερόντισσα (πώς να σας προσφωνήσω;), τι θα γίνει με την
Ήβη;» ρώτησε η κοπέλα τη μητέρα Μακρίνα μετά το γεύμα.
«Δεν την ξεχάσαμε» αποκρίθηκε συλλογισμένη. «Προσευχόμαστε
γι’ αυτήν και, αν θέλεις, καλό θα ήταν να κάνεις κι εσύ το ίδιο. Εννοώ στο
Χριστό και την Παναγία, όχι στους θεούς που λάτρευες μέχρι σήμερα – και ίσως να
τους λατρεύεις και αύριο, εσύ ξέρεις· πάντως, νομίζω, κατάλαβες τι εννοώ».
Η Χρυσένια πλησίασε στο αναπηρικό καροτσάκι κι η γερόντισσα
της χάιδεψε το κεφάλι. Το κορίτσι έμεινε σιωπηλό. Δεν είχε προσευχηθεί ποτέ στο
Θεό και στα ιερά πρόσωπα των χριστιανών. Έπρεπε να το κάνει; Δεν πρόδιδε έτσι
την αγαπημένη θεά της;
Ποιος θα βοηθούσε το Ηβάκι; Η Άρτεμη ή η Παναγία; Ο Χριστός
ή ο Δίας;
“Όποιος μπορεί να τη βοηθήσει, ας το κάνει” συλλογίστηκε
σφίγγοντας τα χείλη της. “Όποιος την αγαπάει και θέλει να τη βοηθήσει, ας το
κάνει!”
Απομεσήμερο Δευτέρας. Η Χρυσένια περπάτησε μόνη στην αυλή
του μοναστηριού, ευχόμενη να συναντούσε το μπάρμπα Νίκο. Ανέλπιστα, τον βρήκε
να κάθεται σ’ ένα απόμερο πεζούλι, σα να την περίμενε.
Δε ρώτησε πού βρισκόταν όλη τη μέρα, ούτε πώς εμφανίστηκε
ξαφνικά μπροστά της.
«Κύριε Νίκο», τον παρακάλεσε, «θα μου εξηγήσετε τι ακριβώς
συμβαίνει εδώ;».
«Τι θέλεις να μάθεις;» χαμογέλασε εκείνος.
«Να… Πώς γίνονται όλα αυτά τα παράξενα φαινόμενα; Ποια είναι
η πηγή της δύναμής σας; Τι είστε, αφού δεν είστε μάγοι; Ποια η σχέση σας με την
οντότητα που ονομάζετε Ιησού Χριστό;».
Ο μπάρμπα Νίκος της έκανε τόπο κι εκείνη κάθισε δίπλα του.
Τότε για πρώτη φορά ένιωσε τη λεπτή ευωδία του, αλλά την απέδωσε στο θυμίαμα
της εκκλησίας, αν και είχαν περάσει ώρες απ’ τη λειτουργία.
«Θα σου τα εξηγήσει καλύτερα ο π. Βασίλειος», απάντησε, «που
είναι ιερέας και μορφωμένος».
«Εγώ θα προτιμούσα εσάς, αν δε σας πειράζει· ο π. Βασίλειος…
ομολογώ πως με τρομάζει λιγάκι. Άλλωστε δεν έχει εμφανιστεί καθόλου από το
πρωί».
Ο παράξενος ερημίτης χαμογέλασε καλόκαρδα.
«Πήγε στο μοναστήρι του» είπε· «έχει κι εκεί υποχρεώσεις.
Όσο γι’ αυτό που μου ζήτησες, θα προσπαθήσω» υποσχέθηκε.
Η Χρυσένια τον άκουσε μέσα στο μυαλό της ν’ απευθύνεται στον
π. Βασίλειο: “Γέροντα, η αδελφή μας μου ζήτησε να της εξηγήσω για το Χριστό.
Έχω την ευλογία σου;”
“Δε χρειάζεται να με ρωτάς, αδελφέ μου καλέ” απάντησε η φωνή
του π. Βασίλειου μέσα στο μυαλό του μπάρμπα Νίκου, και ακούστηκε απ’ τη
Χρυσένια.
Η κοπέλα συνοφρυώθηκε νιώθοντας κάποια ταραχή. Τι επρόκειτο
ν’ ακούσει;
Ο μπάρμπα Νίκος έκανε το σταυρό του και προσευχήθηκε λίγη
ώρα μέσα στην καρδιά του. Κατόπιν κοίταξε η Χρυσένια με κάπως επίσημο βλέμμα
και της είπε:
«Ο Θεός, παιδί μου, είναι μια οντότητα ανεξήγητη και
μυστηριώδης. Λίγα πράγματα ξέρουμε γι’ Αυτόν κι ακόμα λιγότερα μπορούσε να
καταλάβουμε και να εξηγήσουμε».
Το κορίτσι ανασήκωσε τα φρύδια της με κάποια έκπληξη· δεν
περίμενε τέτοια εισαγωγή.
«Αυτά όμως που ξέρουμε για το Θεό» συνέχισε ο μπάρμπα Νίκος
«είναι κυρίως τρία: πρώτον, ότι δεν είναι μια απρόσωπη δύναμη, ή ένα κομμάτι
του εαυτού μας, όπως νομίζουν κάποιοι, αλλά μια προσωπική ύπαρξη, ένα πρόσωπο·
και μάλιστα, όχι ένα πρόσωπο, αλλά τρία, που αποτελούν και τα τρία μία Θεότητα,
την Αγία Τριάδα».
«Και πώς είναι ενωμένα και, κυρίως, πώς μπορείτε να το
ξέρετε αυτό;».
«Αν μπορώ να πω κάτι πάνω σ’ αυτό (αν και άνθρωπος
αγράμματος και θα προτιμούσα να ρωτούσες τον π. Βασίλειο γι’ αυτό το θέμα) θα
το περιγράψω ως εξής: Είναι ενωμένα από δύο παράγοντες: κατ’ αρχάς, από την
ουσία της Θεότητας. Τι είναι αυτό, θα μου πεις τώρα… Αν ο Θεός ήταν άνθρωπος,
θα έλεγα πως είναι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος ή, ας πούμε, το DNA του,
που λέτε κι εσείς οι γραμματισμένοι».
Η Χρυσένια χαμογέλασε· “γραμματισμένη” – αυτή ήταν μόνο μια
μέση μαθήτρια της β΄ λυκείου. Κανείς μαθητής λυκείου δεν είναι γραμματισμένος
σήμερα, ούτε νοιάζεται για κάτι τέτοιο, εκτός από ελάχιστους με ένα είδος
αποκλίνουσας συμπεριφοράς προς αυτή την κατεύθυνση, που συνήθως χαρακτηρίζονται
από τους άλλους φυτά.
Ο μπάρμπα Νίκος σταμάτησε για λίγο κι ήταν φανερό πως άκουγε
τις σκέψεις της.
«Ναι, εντάξει» είπε. «Στο Θεό λοιπόν, ουσία λένε οι άγιοι
Πατέρες, οι αληθινοί δάσκαλοι του χριστιανισμού, αυτό το άυλο, άγνωστο και
μυστηριώδες που κάνει το Θεό να είναι αυτό που είναι».
«Ok.Λοιπόν;».
«Λοιπόν, όλα τα πλάσματα του κόσμου που ξέρουμε έχει το
καθένα τη δική του ουσία· χίλιοι άνθρωποι, χίλιες ανθρώπινες ουσίες – ίδιες,
αλλά χίλιες, μία του καθενός. Στην Αγία Τριάδα, μία μόνο ουσία υπάρχει, η ουσία
του Θεού Πατρός. Ο Θεός αυτή τη δική Του ουσία την προσφέρει ολόκληρη και
γίνεται ουσία του Υιού και την προσφέρει ξανά ολόκληρη και γίνεται ουσία του
Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή τρία πρόσωπα, τρία πνεύματα, ας πούμε, που το ένα, ο
Πατέρας, δίνει ύπαρξη και ζωή στα άλλα δύο, και το καθένα έχει για ουσία Του
την ίδια την ουσία του Θεού Πατέρα· άρα και τα Τρία είναι ένας Θεός».
Η Χρυσένια το σκέφτηκε λίγο, μισοκλείνοντας τα μάτια της.
«Θεωρητικά, καταλαβαίνω τι λέτε», σχολίασε, «αλλά δεν μπορώ
να καταλάβω πώς γίνεται κάτι τέτοιο».
«Κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει, γιατί στο δικό μας τον
κόσμο, στο δικό μας το σύμπαν, δεν υπάρχουν όντα που το κάνουν αυτό. Ο Θεός
είναι μοναδική περίπτωση».
Έκανε μια μικρή παύση, για να σκεφτεί πώς θα συνεχίσει.
«Και τώρα, πώς ξέρουμε ότι συμβαίνει αυτό… Εσύ, Χρυσένια
μου, πώς ξέρεις αυτά που θεωρείς ότι ξέρεις για τη θεά σου;».
«Επειδή την έχω δει σε κάποια λατρευτική τελετή και υπάρχουν
και άνθρωποι, πιο προχωρημένοι από μένα, που την έχουν δει πολλές φορές και
ξέρουν πολλά γι’ αυτήν» απάντησε αμέσως η νεαρή μάγισσα.
«Μπράβο. Ακριβώς το ίδιο θα έλεγα κι εγώ για την πηγή γνώσης
μας για το δικό μας Θεό, τον Τριαδικό Θεό. Μόνο που, όταν ένας χριστιανός
φτάνει στο σημείο να δει το Θεό, ή Τον βλέπει με τη μορφή του Ιησού Χριστού ή
Τον βλέπει με μορφή Φωτός».
«Φωτός, ε;».
«Μάλιστα. Ενός ιδιότυπου Φωτός, που είναι σα να μην έχει συγκεκριμένη
πηγή και που μέσα σου καταλαβαίνεις πως δεν είναι απλά ένας Φως, αλλά ο Θεός. Ο
Θεός της αγάπης, ο ταπεινός Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μας, ο Ιησούς Χριστός.
Κατάλαβες;».
«Εσείς το έχετε δει αυτό το Φως, κ. Νίκο;».
«Προτιμώ να μη με ρωτάς τι έχω δει εγώ και τι δεν έχω»
απάντησε σοβαρά, αλλά πάντα ευγενικά και καλοσυνάτα, ο άγιος του Θεού. «Πάντως
μπορώ να σου πω πως ο π. Βασίλειος και ο άλλος, ο γέρο παπάς που ήτανε μαζί μας
και λέγεται π. Ιερόθεος, και η γερόντισσα Μακρίνα και μια δυο ακόμα μοναχές
αυτού του μοναστηριού, αλλά και κάμποσοι άνθρωποι που γνωρίζω (φτωχοί,
μικροσυνταξιούχοι, κάτι γριούλες, αλλά και μερικοί νέοι, άλλοι εργάτες, άλλοι
μορφωμένοι) το ’χουνε δει».
«Ο Αλέξης;» ρώτησε η Χρυσένια με ενδιαφέρον.
«Ο Αλέξης όχι. Αλλά, αν συνεχίσουν τα γεγονότα έτσι όπως
πηγαίνουν τώρα, θα έρθει ώρα που θα το δει». Το πρόσωπο της Χρυσένιας έδειξε
ικανοποίηση. «Χρειάζεται όμως προσοχή, Χρυσένια μου», τόνισε ο μπάρμπα Νίκος,
«γιατί κι ο εχθρός των ανθρώπων, ο διάβολος (και δε με νοιάζει τώρα αν νομίζεις
πως πιστεύεις ή όχι στην ύπαρξή του), στήνει κάθε στιγμή παγίδες στον καθένα
από μας, ανάλογα με τις αδυναμίες και τις επιθυμίες μας. Ξέρεις πόσοι βλέπουν
περίεργα φώτα και νομίζουν πως είναι το Φως του Θεού, ενώ είναι του εχθρού; Ου,
ένα σωρό, δυστυχώς!».
Η Χρυσένια θυμήθηκε άθελά της τα αναρίθμητα πνεύματα και τα
υπερφυσικά φαινόμενα που έβλεπε σε όλη της τη ζωή.
«Και πώς το ξεχωρίζουν;» ρώτησε.
«Δύσκολο πράμα· γι’ αυτό, το καλύτερο είναι να μην έχει
κανείς τη φιλοδοξία να το δει. Να έχουμε την επιθυμία – ας μην πω φιλοδοξία – και αυτό να παρακαλάμε τον
Κύριο ημών Ιησού Χριστό», έκανε το σταυρό του προφέροντας αυτό το όνομα, «να
μπορέσουμε να εκπληρώσουμε στη ζωή μας τις εντολές Του: να είμαστε ταπεινοί και
ν’ αγαπάμε και να συγχωρούμε όλο τον κόσμο, Θεό και ανθρώπους. Αυτό, στην
πραγματικότητα, είναι αρκετό. Τα παραπάνω, θα τα φέρει Εκείνος όταν πρέπει και
αν πρέπει».
Σταμάτησε λίγο πάλι. Και μετά είπε:
«Τέλος πάντων, όταν ένας άνθρωπος γίνεται άγιος και έχει
περάσει από το στάδιο των πειρασμών και μπορεί πια να ξεχωρίζει το αληθινό Φως
του Θεού από τις απομιμήσεις του (και όλοι οι άνθρωποι είμαστε καλεσμένοι να το
κάνουμε αυτό, αλλά δεν κάνουμε όλοι αυτή την επιλογή στη ζωή μας), μέσα σ’ αυτό
το Φως, ή μάλλον με τη μορφή αυτού του Φωτός, βλέπει το Θεό. Έτσι ξέρουμε πως ο
Θεός είναι Ένας και Τριαδικός και όλα τα υπόλοιπα που σου είπα και που θα σου
πω, αν έχεις ακόμη όρεξη και υπομονή να μ’ ακούσεις».
Η Χρυσένια χαμογέλασε. Σηκώθηκε κι έκανε λίγα βήματα να
ξεμουδιάσει. Παραδίπλα ήταν μια πέτρινη βρύση με πόσιμο νερό και μια ανάγλυφη
παράσταση με το Χριστό και τη Σαμαρείτιδα (η Χρυσένια βέβαια δεν αναρωτήθηκε
καν τι ήταν αυτό)· γέμισε ένα μεταλλικό τάσι, ήπιε η ίδια και έφερε και στο
μπάρμπα Νίκο. Εκείνος την ευχαρίστησε και το ήπιε με ευγνωμοσύνη, χαρούμενος
που την είδε επιτέλους να χαμογελάει.
«Ποια είναι τα άλλα δυο πράγματα που ξέρουν οι χριστιανοί
για το Θεό;» ρώτησε το κορίτσι.
«Καλά που μου το θύμισες. Λοιπόν, το ένα είναι ότι ο Θεός
είναι πρόσωπο, το άλλο ότι είναι τριαδικός (τα είπαμε αυτά) και το τρίτο και
τελευταίο, ότι ο Θεός είναι αγάπη».
«Α, έτσι. Και πώς αγαπάει τον κόσμο, όταν αφήνει το κακό να
έχει τόση δύναμη;».
«Αυτό είναι το συνηθισμένο ερώτημα των ανθρώπων, που ψάχνουν
αφορμή να κάνουν τον εαυτό τους θεό» αποκρίθηκε ο μπάρμπα Νίκος. «Βέβαια,
κάποιοι έχουν αληθινή αγωνία γι’ αυτό το ερώτημα, ας μην τους αδικήσω… Η
απάντηση είναι απλή: ο Θεός αφαίρεσε τη δύναμη του κακού, δίνοντας στον άνθρωπο
τη δυνατότητα να γίνει άγιος. Αυτή τη δυνατότητα την έδωσε με το να γίνει
άνθρωπος το ένα από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, να μπορεί κάθε άνθρωπος
να ενωθεί με Αυτόν, με το να γίνει χριστιανός, και τότε το κακό, ό,τι και αν
του κάνει, δεν μπορεί πραγματικά να τον βλάψει. Γι’ αυτό βλέπουμε αγίους να
έχουν χίλια προβλήματα, αλλά να είναι χαρούμενοι, γιατί ο Θεός έχει γίνει ένα
με αυτούς· και μάλιστα προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα άλλων και αδιαφορούν
για τα δικά τους – όχι μόνο αδιαφορούν, αλλά χαίρονται κιόλας, γιατί τα νιώθουν
σαν αγωνίσματα σ’ ένα μεγάλο στίβο. Ο άγιος Παΐσιος, ας πούμε, και άλλοι άγιοι,
ζητούσαν από το Θεό να πάρει τον καρκίνο άλλων ανθρώπων, να τους κάνει καλά,
και να τον δώσει σ’ αυτούς».
«Τι λέτε; Και συνέβαινε;».
«Τι να σου πω; Πάντως ο άγιος Παΐσιος πέθανε από καρκίνο.
Τυχαίο, θα μου πεις. Το βασικό είναι ότι δεν τον ένοιαζε, αλλά ζητούσε από το
Θεό τη θεραπεία άλλων και όχι τη δική του».
«Κι αυτοί που δε θα γίνουν ποτέ χριστιανοί;».
«Κοίτα, ο Θεός δεν θα αδικήσει κανένα στην αιώνια ζωή.
Εξαρτάται γιατί δεν έγιναν· ίσως να μην άκουσαν ποτέ για το Χριστό ή να μην
άκουσαν με το σωστό τρόπο… Πάντως, ο ίδιος ο Χριστός έδωσε εντολή στους μαθητές
Του και κατ’ επέκταση σε όλους τους χριστιανούς, να μεταδώσουν το μήνυμά Του σε
όλους τους ανθρώπους και να τους βοηθήσουν να γίνουν χριστιανοί. Επίσης, όταν
κάποιος δεν είναι χριστιανός, μπορεί να πιστεύει σε μια θρησκεία βίαιη και
επιθετική ή να λατρεύει δαίμονες αντί για θεούς και, τέλος πάντων, όπως και να
’χει, κλείνει τον αληθινό Θεό έξω απ’ την καρδιά του. Γι’ αυτό έχουμε βαριά
ευθύνη, όλοι οι χριστιανοί, για τη σωτηρία του πλησίον μας, η οποία σωτηρία θα
έρθει με την ένωσή του με το Χριστό».
Πήρε ανάσα. «Α, ξέχασα να σου πω ότι η ένωση με το Χριστό
είναι και ένωση με τους συνανθρώπους μας και με τα άλλα πλάσματα του κόσμου –
αυτό είναι που λέμε “Εκκλησία”, δηλαδή είμαστε όλοι ενωμένοι μεταξύ μας και με
το Θεό διά του Χριστού και με τους αγγέλους, και με τα φυτά και τα ζώα ακόμη,
όπως βλέπουμε στις βιογραφίες των αγίων».
«Δεν είναι εγωιστικό να πρέπει να γίνει κανείς χριστιανός
για να σωθεί;».
Ο μπάρμπα Νίκος σήκωσε τους ώμους.
«Όχι· αφού η σωτηρία έρχεται μέσω του Χριστού. Δηλαδή, αν
αρνούμαι να γίνω χριστιανός, άρα δε θέλω το Χριστό, θέλω, ας πούμε, τον εγωισμό
μου ή το μίσος μου για κάποιον (και μπορεί να είμαι βαφτισμένος χριστιανός,
αλλά γεμάτος μίσος, άρα μακριά απ’ το Χριστό) ή λεφτά ή σεξ – πώς να το πω; – ή
τους ψεύτικους θεούς μου κ.τ.λ. Μα τότε δε θέλω αυτό που προσφέρει ο Χριστός.
Πώς θα με σώσει; Με το ζόρι;».
«Μα δεν το θέλω, γιατί δεν ξέρω τι είναι».
«Κάποια στιγμή όμως ίσως μπορώ να μάθω. Τότε θα κάνω την
επιλογή μου. Αν ποτέ δε μάθω, τότε ο Θεός ξέρει πώς θα με κρίνει στην αιωνιότητα
και σίγουρα δεν θα με αδικήσει, όπως σου είπα».
«Και τι είναι αυτή η ένωση με το Χριστό;».
«Δεν τ’ αφήνουμε για άλλη φορά αυτό το μυστήριο;» μισογέλασε
ο μπάρμπα Νίκος. «Έχω επισκέπτες και πρέπει να τους κεράσω».
«Όπως θέλετε» είπε η Χρυσένια ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
Ο παράξενος ερημίτης τη χάιδεψε απαλά στα μαλλιά. Το κορίτσι
ένιωσε όμορφα. Σηκώθηκε κι έβαλε το τάσι στη θέση του, δίπλα στη βρύση. Τότε
πρόσεξε το ανάγλυφο.
«Τι δείχνει αυτό;» ρώτησε στρέφοντας το κεφάλι.
Μα ο μπάρμπα Νίκος δεν ήταν εκεί· λέγοντας διαρκώς μέσα στην
καρδιά του την Ευχή του Ιησού, χαρούμενος από την κουβέντα του με τη Χρυσένια,
τάιζε κάτι αδέσποτους σκύλους και γάτες με αποφάγια που είχε μαζέψει, στη χορταρένια
καλύβα του στο Άλσος των Χελωνών, πολλά χιλιόμετρα μακριά, στο κέντρο της
Αθήνας.
5
Έξω απ’ το σπίτι όπου φιλοξενούνταν η Ήβη απλωνόταν ένας φροντισμένος
κήπος με λουλούδια και, μετά απ’ αυτόν, η απέραντη θάλασσα. Το κορίτσι χάζευε
από το παράθυρο τη μεθυστική και χαλαρωτική ομορφιά της γαλάζιας απεραντοσύνης.
«Σε ποιον ανήκει αυτό το σπίτι, μαμά;».
«Σ’ έναν υπέροχο πρίγκιπα, παιδί μου».
«Δε μπορώ να τον γνωρίσω κι εγώ;».
«Θα τον γνωρίσεις όταν έρθει η ώρα, Ηβάκι μου».
Μερικές καρδερίνες μπήκαν απ’ το ανοιχτό παράθυρο και την
κάλεσαν έξω μαζί τους. Κοίταξε τη μαμά της· εκείνη συγκατένευσε χαμογελώντας.
Βγήκε στον κήπο, πέρασε ανάμεσα στα παρτέρια – τα λουλούδια
ήταν ταξινομημένα και περιποιημένα τέλεια και νόμιζες πως θα σου μιλήσουν – κι
έφτασε στην ακτή. Δυο μικρά γκριζογάλαζα κήτη αναδύθηκαν απ’ το νερό και την
άλλη στιγμή το Ηβάκι ταξίδευε στ’ ανοιχτά, πάνω σε λοξές δελφινιών ράχες, κρατημένη όρθια και σταθερή μ’ ένα
χαλινάρι από φύκια, που περνούσε κάτω από τα δυο δελφινάκια και η Ήβη πατούσε
το κάθε πόδι της στο ένα απ’ αυτά. Ένιωθε σαν την Αφροδίτη.
Αμέτρητα θαλασσοπούλια κάθε λογής φτερούγιζαν πάνω απ’ το
κεφάλι της τραγουδώντας με τις διαπεραστικές φωνές τους· την καλωσόριζαν.
Όλα τα είδη ψαριών του Αιγαίου κολυμπούσαν γύρω της σε
κοπάδια, μαζί με φώκιες και χελώνες κάθε ηλικίας, ενώ πέρα μακριά μια συντροφιά
φαλαινών πρόβαλλε τις ράχες της.
Η ίδια φορούσε ένα λεπτό μαβί φόρεμα (δεν ήταν τα ρούχα της
προηγουμένως, στο σπίτι) κολλημένο πάνω της, μούσκεμα απ’ τον αφρό. Ήταν
τρισευτυχισμένη και γελούσε, γελούσε, γελούσε! Και τα δελφίνια έστρεφαν το
κεφαλάκι τους προς το μέρος της, την κοιτούσαν με τα έξυπνα ματάκια τους και
γελούσαν κι αυτά. Και τα θαλασσοπούλια στριφογύριζαν αδελφωμένα σαν ουράνια
συνοδεία και γελούσαν κι αυτά. Και τα ψάρια και οι φώκιες και οι θαλάσσιες
χελώνες, όλα τα πλάσματα του πελάγους, κολυμπούσαν ειρηνικά και χαρούμενα και
γελούσαν κι αυτά.
Και γελούσαν τα κύματα, τα σύννεφα και ο ήλιος κι εκείνη
ήταν σίγουρη πως άλλο κορίτσι δεν είχε ζήσει τόσο ρομαντισμό και πως ήταν απλά
ένα προοίμιο της ζωής της από ’δώ και πέρα, σαν μητέρας του Λιονταρίσιου Μωρού,
του φίλου των πλασμάτων και διαφεντευτή της πλάσης. Έτσι θα το μεγάλωνε
εξάλλου, με τη βοήθεια της μαμάς της και του θεϊκού πατέρα της, που θα τον
αντάμωνε επιτέλους απόψε – έτσι θα το μεγάλωνε το Μωρό της, θα το έκανε φίλο
όλων των πλασμάτων, όπως ήταν κι εκείνη, και θα ήταν σαν την Παναγία στις
εικόνες, που κρατούσε στην αγκαλιά της το θεανθρώπινο Γιο της.
Ούτε κατάλαβε πότε γύρισε στην ακτή, πόσες ώρες περιδιάβαζε
στη θάλασσα, πότε την πήραν οι καρδερίνες και την έφεραν σπίτι και πότε άλλαξε
και στέγνωσε και ξάπλωσε στο ευωδιαστό κοριτσίστικο κρεβάτι της να ξαποστάσει.
Μόνο που όλα αυτά ήταν μια ψευδαίσθηση. Δεν είχε κουνήσει
απ’ το δωμάτιό της, που βρισκόταν σε μια μονοκατοικία στο Ίλιον – στο σπίτι
ενός πλούσιου ολιγάρχη, παιδεραστή, που το είχε παραχωρήσει για τις ανάγκες του
Τάγματος, του οποίου ήταν μέλος. Ο ίδιος γουργούριζε σαν πορτοκαλής τιγρέ γάτος
στο υπνοδωμάτιο, στο διάδρομο και στο μπάνιο, για να βλέπει το τρυφερό κορμάκι
σε ακατάλληλες στάσεις· αυτό μόνο του επιτρεπόταν, κι αυτό (έτσι νόμιζε) κλεφτά
απ’ τον Ηγέτη τους, γιατί η κοπέλα έπρεπε να ’ναι άσπιλη και αμόλυντη όχι μόνο
από αντρικά χέρια, αλλά κι από αντρικά μάτια.
«Από μάτια γάτας όμως;» είχε ρωτήσει τη Μάχη.
«Μην το παρακάνεις» απάντησε εκείνη, «γιατί θα σε
μεταμορφώσει σε γάτα για πάντα».
Έξω απ’ το παράθυρο, σε μια αροκάρια, γεράκια
παρακολουθούσαν νυχθημερόν· μάγοι φύλακες που περίμεναν τη μεγάλη στιγμή· κι η
μεγάλη στιγμή κοντοζύγωνε ώρα την ώρα.
6
Ο υπουργός Επιβολής του Νόμου παρέστη στην κηδεία των νεκρών
αστυνομικών. Εκφώνησε μάλιστα κι ένα λυρικό επικήδειο. Ο Στάθης Μαβίλης
παρακολούθησε από μακριά. Δε θα πήγαινε, αλλά είχε κολλήσει πίσω απ’ τον
υπουργό κι έτσι βρέθηκε στο χώρο, χωρίς να συμμετάσχει.
Είχε καταγγείλει ευθέως τον υπουργό ως ύποπτο ηθικής
αυτουργίας του εγκλήματος (χώρια τ’ ασυγχώρητα που είπε για μάγους που
μεταμορφώθηκαν σε λιοντάρια) και, αν εμφανιζόταν, σίγουρα θα έβρισκε το μπελά
του. Ούτε κι είχε πρόθεση να περάσει από επιτροπή αξιολόγησης της ψυχικής του
υγείας – πιθανότατα στημένη επιτροπή, για να τον ξεφορτωθούν. Χάθηκε λοιπόν από
προσώπου γης· ουσιαστικά ήταν φυγάς.
Από χθες είχε νοικιάσει δωμάτιο σ’ ένα πεντάστερο
ξενοδοχείο, στην ίδια λεωφόρο με την έπαυλη του υπουργού, στα βόρεια προάστια.
Ακριβό δωμάτιο· έτσουξε η τσέπη του, μα δεν τον ένοιαξε· τώρα προείχαν άλλα.
Το ξενοδοχείο απείχε αρκετά από την έπαυλη, αλλά την έστησε
στο μπαλκόνι και παρακολουθούσε την κίνηση με τα κιάλια. Εκεί την έβγαλε και τη
νύχτα· κοιμήθηκε λίγο στην καρέκλα, τυλιγμένος με μια κουβέρτα, προσπαθώντας αν
ήταν δυνατόν να μη χάσει από τα μάτια του την πύλη ούτε λεπτό.
Το κινητό του χτύπησε νωρίς το απόγευμα, όταν γύρισαν από
την κηδεία, ξαφνιάζοντάς τον. Κοίταξε το νούμερο πριν απαντήσει. Ήταν ο ομόβαθμός
του υπαστυνόμος Πέτρος Μόρφης, από άλλη αστυνομική διεύθυνση, ο αρραβωνιαστικός
της Αμαζόνας.
Της Αμαζόνας, που είχε γίνει βορά των θηρίων, που ανακόπηκε
η ευγένεια, η γλυκύτητα και η νεανική ορμή της τόσο τραγικά και άδοξα.
Ο Μαβίλης την αγαπούσε σαν κόρη του· και κανόνιζαν να τους
παντρέψει.
«Στάθη;», άκουσε τη φωνή του φίλου του με συγκίνηση. «Άκουσα
τι είπες στην Υπηρεσία».
«Πιστεύεις κι εσύ πως είμαι τρελός;».
Ο Πέτρος σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει.
«Όχι. Οι δικοί μας σκοτώθηκαν από λιοντάρια. Οι πολίτες
πυροβολήθηκαν από τους δικούς μας· άρα, προφανώς, πριν πυροβοληθούν ήταν
λιοντάρια».
«Και πώς γίνεται άνθρωποι να μεταμορφώνονται σε λιοντάρια;»
φώναξε ο Μαβίλης, που ακόμα δεν το χωρούσε ο νους του.
«Δεν ξέρω· όλα είναι δυνατά στον κόσμο. Ούτε με νοιάζει.
Αυτό που με νοιάζει… είναι να τους δω νεκρούς!».
«Είμαστε αστυνομικοί» του υπενθύμισε ο φίλος του.
«Απαγορεύεται να σκοτώσουμε ανθρώπους» αποκρίθηκε ο Πέτρος·
«όχι θηρία».
Ο Μαβίλης τώρα μέτρησε τα λόγια του:
«Άκου, Πέτρο. Πίσω απ’ αυτή την ομάδα είναι ο υπουργός
Επιβολής του Νόμου· αλλά κι ο διοικητής μου υποψιάζομαι πως είναι ρουφιάνος… Δεν
ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά έφτιαξα μια λίστα με συναδέλφους που θεωρώ
έμπιστους. Είσαι κι εσύ μέσα, πρώτος πρώτος. Θα σου πω τα ονόματα και σε
παρακαλώ να είστε stand by.
Εγώ θα γίνω σκιά του υπουργού και κάτι θα μάθω».
«Θα είμαστε έτοιμοι».
«Προσέξτε, γιατί έχουμε πόλεμο. Αυτή – λυπάμαι που σου το
λέω – φοβάμαι πως είναι η υπόθεση της ζωής μας».
«Ή του θανάτου μας» αποκρίθηκε ο Πέτρος, σκεπτόμενος την αγαπημένη
του.
«Αξίζει» είπε με επισημότητα ο Μαβίλης. Ο άλλος συμφώνησε.
«Αν αξίζει να πεθάνουμε κυνηγώντας έναν κοινό κλέφτη», συνέχισε εκείνος, «πόσο
μάλλον κάποιους που μεταμορφώνονται σε λιοντάρια και τρώνε ανθρώπους!».
7
Η αποχή του από την κηδεία δημιούργησε στον υπαστυνόμο την
ανάγκη να κάνει κάτι για να τιμήσει τους σφαγιασμένους συνεργάτες του, που τους
αγαπούσε και τους σεβόταν και, όσο ζούσαν, τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Τι όμως;
Τηλεφώνησε στη ρεσεψιόν, για να μη διακόψει την
παρακολούθηση, και ζήτησε να του φέρουν την Καινή Διαθήκη απ’ τη βιβλιοθήκη του
ξενοδοχείου, αν την είχαν.
Έγινε. Την πήρε και αγκυροβόλησε ξανά στο μπαλκόνι. Αλλά τι
να διαβάσει; Δεν ήξερε και τι διάβαζαν στην κηδεία… Κοίταξε τα περιεχόμενα και
επέλεξε την Αποκάλυψη. Την άνοιξε και πήγε στα τελευταία κεφάλαια· λογικά, εκεί
θα ’γραφε για τη δευτέρα παρουσία, άρα θα ’ταν κάπως σχετικό.
Διάβασε:
«Κεφάλαιο κ΄ (20), στίχος 11:Και είδον θρόνον μέγαν λευκόν και τον καθήμενον επ’ αυτω, ου από προσώπου έφυγεν η γη και ο ουρανός, και τόπος ουχ ευρέθη αυτοίς. και είδον τους νεκρούς, τους μεγάλους και τους μικρούς, εστώτας ενώπιον του θρόνου, και βιβλία ηνοίχθησαν· και άλλο βιβλίον ηνοίχθη, ό εστι της ζωής· και εκρίθησαν οι νεκροί εκ των γεγραμμένων εν τοις βιβλίοις κατά τα έργα αυτών.και έδωκεν η θάλασσα τους νεκρούς τους εν αυτη, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους νεκρούς τους εν αυτοίς, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών. και ο θάνατος και ο άδης εβλήθησαν εις την λίμνην του πυρός· ούτος ο θάνατος ο δεύτερός εστιν. και ει τις ουχ ευρέθη εν τη βίβλω της ζωής γεγραμμένος, εβλήθη εις την λίμνην του πυρός».
Κατάλαβε τα μισά. Απ’ όσα κατάλαβε, ένιωσε ικανοποίηση.
Κοίταξε την πύλη της έπαυλης· καμιά κίνηση.
Σ’ ένα καλώδιο της ΔΕΗ, δίπλα στο μπαλκόνι του, ήρθε
φτερουγίζοντας κι άραξε ένα σκουρόχρωμο περιστέρι, απ’ αυτά που πετούν πάνω απ’
την Αθήνα σε τεράστια σμήνη. Ο υπαστυνόμος ξαναστράφηκε στο βιβλίο:
«Κεφάλαιο κα΄ (21)Και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν· ο γαρ πρώτος ουρανός και η πρώτη γη απήλθον, και η θάλασσα ουκ έστιν έτι. και την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καινήν είδον καταβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού, ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην τω ανδρί αυτής. και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του ουρανού λεγούσης· ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και σκηνώσει μετ’ αυτών, και αυτοί λαός αυτού έσονται, και αυτός ο Θεός μετ’ αυτών έσται, και εξαλείψει απ’ αυτών ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος ουκ έσται έτι, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος ουκ έσται έτι· ότι τα πρώτα απήλθον».
Αν και σκληροτράχηλος, δάκρυσε σ’ αυτά τα λόγια. Έριξε μια
ματιά στο στόχο του· ησυχία.
«Και είπεν ο καθήμενος επί τω θρόνω· ιδού καινά ποιώ πάντα. και λέγει μοι· γράψον, ότι ούτοι οι λόγοι πιστοί και αληθινοί εισι. και είπε μοι· γέγονεν. εγώ το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος. εγώ τω διψώντι δώσω εκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν. ο νικών, έσται αυτώ ταύτα, και έσομαι αυτώ Θεός και αυτός έσται μοι υιος. τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ό εστιν ο θάνατος ο δεύτερος…».«Κεφάλαιο κβ΄ (22)Και έδειξέ μοι ποταμόν ύδατος ζωής λαμπρόν ως κρύσταλλον, εκπορευόμενον εκ του θρόνου του Θεού και του αρνίου. εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εκείθεν ξύλον ζωής, ποιούν καρπούς δώδεκα, κατά μήνα έκαστον αποδιδούν τον καρπόν αυτού, και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών. και παν κατάθεμα ουκ έσται έτι· και ο θρόνος του Θεού και του αρνίου εν αυτή έσται, και οι δούλοι αυτού λατρεύσουσιν αυτώ και όψονται το πρόσωπον αυτού, και το όνομα αυτού επί των μετώπων αυτών. και νύξ ουκ έσται έτι, και ου χρεία λύχνου και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτιεί αυτούς, και βασιλεύσουσιν εις τους αιώνας των αιώνων».
Έκλεισε το βιβλίο κι αφοσιώθηκε στο σκοπό του. Η καρδιά του
είχε γλυκάνει και παρακάλεσε το Χριστό να προστατέψει την οικογένειά του, που
δεν είχε καταφέρει ακόμη να επικοινωνήσει μαζί της.
Αυτή ήταν η μόνη θρησκευτική πράξη που έκανε ο υπαστυνόμος
εδώ και πολλά χρόνια, εκτός από την τυπική και αδιάφορη παρουσία του σε μερικές
δοξολογίες. Δε φανταζόταν πως την επόμενη νύχτα θα συμμετείχε ο ίδιος σε σκηνές
παρόμοιες με της Αποκάλυψης...
Κάποια στιγμή τηλεφώνησε στην πρώην γυναίκα του. Κατάφερε να
μιλήσει μαζί της! Επιτέλους!
«Δόξα τω Θεώ» ψιθύρισε κι άρχισε να τη βομβαρδίζει με
ερωτήσεις.
Εκείνη μέσες άκρες του εξήγησε την κατάσταση. Έμεινε
άναυδος. Της διηγήθηκε για τη σφαγή στο τμήμα – δεν είχε ιδέα. Της εξήγησε πως
παρακολουθούσε το σπίτι του υπουργού. Του ευχήθηκε καλή επιτυχία, όπως γινόταν
παλιά, πριν παραστρατήσει. Τι παράξενος τρόπος να ξαναμιλήσουν! Καλύτερα να μην
είχε συμβεί ποτέ, με τόσους θανάτους και κινδύνους!
Όντως αυτό ήθελε ή προτιμούσε που συνέβη, έστω και με τόσους
θανάτους και κινδύνους; Δεν ήθελε να προβληματιστεί γι’ αυτό τώρα.
Η κυρία Μαρίνα έκλεισε το τηλέφωνο. Η Χρυσένια δεν είχε
πετάξει ακόμη μακριά από το μοναστήρι.
Με το σούρουπο, κατέφτασαν κάτι λιμουζίνες. Αργότερα κι
άλλες. Έμπαιναν μέσα από την πόρτα του τείχους και δε μπορούσε να διακρίνει
ποιοι κατέβαιναν απ’ αυτές. Όμως περίμενε. Ούτε έφαγε, ούτε ήπιε, ούτε πήρε τα
μάτια του από το σπίτι.
Και αργά τη νύχτα, όλες οι λιμουζίνες, μαζί κι εκείνη του
υπουργού, βγήκαν η μία πίσω απ’ την άλλη, σα να έκαναν παρέλαση. Και η μεγάλη
μεταλλική πόρτα έκλεισε.
Ο υπαστυνόμος είχε κατεβεί και περίμενε καβάλα στη
μοτοσικλέτα του. Έβαλε μπροστά και τους πήρε στο κατόπι, καλώντας ταυτόχρονα στο
τηλέφωνο τον Πέτρο Μόρφη.
8
Κατά το σούρουπο άρχισε να εμφανίζεται το όραμα, πίσω απ’
τον ορίζοντα, νότια. Αρχικά η μορφή ήταν μικρή κι έμοιαζε φτιαγμένη από σύννεφα·
σταδιακά άρχισε να γίνεται συμπαγής και να μεγαλώνει, ώσπου κάλυψε όλη τη νότια
πλευρά του ουρανού κι έγινε πολύ μεγαλύτερη από τα βουνά.
Η Χρυσένια δέχτηκε την εμφάνισή της χωρίς φόβο. Στην αρχή ένιωσε
κάποια ταραχή, μετά ανακούφιση, καθώς εκείνη καταλάμβανε το μυαλό της. Την είχε
δει πολλές φορές, σε αγάλματα, ζωγραφιές, ακόμα και επιφάνειες, δηλαδή “θεοφάνειες”, σε λατρευτικές τελετουργίες, σε
απόμερα ιερά άλση· την είχε εμπιστευτεί και αγαπήσει, και τώρα προφανώς –
παραβλέποντας τη σχεδόν προδοσία της, να εμπιστευτεί τους ιερείς του Ναζωραίου
– ερχόταν επιτέλους να τη βοηθήσει.
Ήταν η Άρτεμη.
«Βλέπετε;» ρώτησε η Χρυσένια στην αρχή του οράματος,
δείχνοντας με το δάχτυλο. Η μαμά της, ο Αλέξης, οι γονείς του και μερικές
μοναχές που βρίσκονταν στην αυλή κοίταξαν με προσοχή· δεν είδαν τίποτα.
Το κορίτσι περιέγραψε την οπτασία. Περιέγραψε επίσης τα
αισθήματα που γεννιούνταν μέσα της. Όλοι θορυβήθηκαν. Ο Αλέξης στάθηκε μπροστά
της.
«Εμένα κοίτα», την ικέτευσε, «σε παρακαλώ, εμένα κοίτα, όχι
εκείνο».
Για λίγες στιγμές κοίταξε τα μάτια του. Ο Αλέξης έβγαλε τα
γυαλιά του. Για πρώτη φορά είδε τα μάτια του όπως ήταν. Δεν ήταν άσχημα και
καθρέφτιζαν την αγνότητα της ψυχής του και το διαμαντένιο ήθος του. Αλλά σύντομα
τα δικά της μάτια δεν έβλεπαν τίποτ’ άλλο, πέρα απ’ τη θεά της.
Ως εκ θαύματος ήρθαν οι πατέρες Βασίλειος και Ιερόθεος μ’
ένα μικρό αυτοκίνητο, που το οδηγούσε ένας νέος μοναχός. Φόρεσαν τα πετραχήλια
τους κι άρχισαν να τελούν τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου.
Εμφανίστηκε κι ο μπάρμπα Νίκος. Η μητέρα Μακρίνα κήρυξε
επιστράτευση προσευχής σε όλες τις μοναχές. Και προσωρινά το όραμα άρχισε να
μικραίνει, να υποχωρεί και να ξεθωριάζει.
Η κυρία Μαρίνα έσφιξε τη Χρυσένια της στην αγκαλιά της. Όμως
εκείνη είχε ανοίξει την καρδιά της σ’ αυτό που νόμιζε για θεότητα και οι
προσευχές των φίλων της δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν.
Η μυστηριώδης μορφή, που την έβλεπε μόνο εκείνη, γιγαντώθηκε
ξανά· γύρω της άρχισαν να πετούν φτερωτές υπάρξεις, σαν τη θεά Ίριδα. Η Χρυσένια
βυθίστηκε στην οπτασία· και έξαφνα μεταφέρθηκε νοερά σ’ έναν άλλο κόσμο.
Χαμογέλασε γαληνεμένη κι ευτυχισμένη.
Μπροστά της απλώνονταν λαμπεροί κήποι με πολύχρωμα λουλούδια,
υπέροχα δέντρα και εξαίσια σιντριβάνια με αστραφτερούς πίδακες και χρυσόψαρα. Πέρδικες
κυκλοφορούσαν, παγώνια και σμήνη καναρινιών όλων των αποχρώσεων. Ευωδιές και αρμονικές
μελωδίες κυριαρχούσαν παντού. Στο βάθος υψωνόταν ένα τεράστιο παλάτι από χρυσό
και μάρμαρο, κυκλωμένο από έρωτες και νεράιδες που φτεροκοπούσαν· ο Όλυμπος ή
τα Ηλύσια Πεδία!
Πάνω στο παλάτι, στους εξώστες, εμφανίστηκαν οι δώδεκα θεοί,
καθένας με τα χαρακτηριστικά του: ο Δίας κρατώντας έναν κεραυνό που σπίθιζε, η
Ήρα μ’ ένα μανδύα ανυπέρβλητου κάλλους από φτερά παγωνιού, πάνω στα οποία
διακρίνονταν τα μάτια του Άργου, του ακοίμητου δράκου· ο Ποσειδώνας με την
τρίαινα, ο Άρης με μιαν ολόχρυση πανοπλία, η Αφροδίτη, με την έκπαγλη καλλονή,
μισοντυμένη με αέρινα διάφανα πέπλα, ο Ήφαιστος δίπλα της, μαυριδερός και
κοντύτερος, με το παντοδύναμο σφυρί του, η Αθηνά με το κράνος, το δόρυ και την
αιγίδα της, πάνω απ’ την οποία την κοιτούσε η Μέδουσα με τα φιδίσια μαλλιά της
να στριφογυρίζουν, προξενώντας της όμως αίσθημα ασφάλειας κι όχι τρόμο…
Δίπλα
της στέκονταν ο Απόλλωνας, ακτινοβόλος, αγκαλιά με τον Πύθωνα, ο Ερμής με το
κηρύκειο, το φτερωτό κράνος και τα ιπτάμενα σανδάλια του, η Εστία, σεμνή, με
σκεπασμένο κεφάλι, λουσμένη ολόκληρη μέσα σε μια φλόγα, ο Διόνυσος στεφανωμένος
με κισσούς, γελώντας με κέφι και προσφέροντας ένα κύπελλο κρασί, στολισμένο με ρουμπίνια
και ζαφείρια, κι ένα μεγάλο ώριμο τσαμπί σταφύλι. Πιο μπροστά απ’ όλους
στεκόταν η Άρτεμη, η θεά της, μ’ ένα βέλος περασμένο στο αλάνθαστο τόξο, με το
βλέμμα να ξεχειλίζει δυναμισμό και ηρεμία, περιβαλλόμενη από κυνηγόσκυλα και
ελάφια με χρυσά κέρατα και οπλές.
Πιο πίσω απ’ όλους, μέσα σ’ ένα σκούρο σύννεφο, αυστηρός και
σύνοφρυς, μεγαλόπρεπος, στηριγμένος σε μια ψηλή χρυσοποίκιλτη ράβδο, κοιτούσε ο
Πλούτωνας, ο θεός του Άδη.
Τα βλέμματα όλων την προσκαλούσαν. Άπλωσε τα χέρια και
αποδέχτηκε την πρόσκληση. Ένιωσε σα να ξανάμπαινε σε μια στοργική, ασφαλή και
αδιαπέραστη μήτρα.
Και τότε μετατράπηκε σε χελιδόνι και πέταξε στον ουρανό.
[1]
Υπαινιγμός στον απατηλό χρησμό του μαντείου των Δελφών προς το βασιλιά Κροίσο,
που ζήτησε συμβουλή για να ξεκινήσει πόλεμο κατά των Περσών: «Αν ο Κροίσος
διαβεί τον ποταμό Άλυ, θα καταστρέψει μια μεγάλη αυτοκρατορία». Περιχαρής
κήρυξε τον πόλεμο, αλλά καταστράφηκε η δική του αυτοκρατορία. Ο Ρουβίκωνας ήταν
ένας ποταμός στην Ιταλία, πέρα από τον οποίο οι Ρωμαίοι στρατηγοί δεν είχαν
δικαίωμα να κατεβάσουν συντεταγμένες τις λεγεώνες τους, για να αποφεύγεται ο
κίνδυνος εμφύλιου πολέμου ή πραξικοπήματος. Ο Ιούλιος Καίσαρας τον διάβηκε,
αφού αμφιταλαντεύτηκε αρκετά, όταν επρόκειτο να πολεμήσει τον Πομπήιο (49 π.Χ.)
και τότε είπε την περίφημη φράση “ο κύβος ερρίφθη” (alea jacta est).