Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης ο Αρματωμένος την Αρματωσιά του Θεού (Αφιέρωμα)

26 του Οκτώβρη, μνήμη ενός από τα μεγαλύτερα παλικάρια της Ορθοδοξίας, του αγίου Δημητρίου. Ας δούμε ένα μικρό αφιέρωμα σ' εκείνον.

Η εικ. από εδώ, όπου αφήγηση σύγχρονης μυροβλυσίας του αγίου

Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης ο Αρματωμένος την Αρματωσιά του Θεού (Αφιέρωμα) 

Εικ. από εδώ
Είναι μυροβλύτης ή όχι ο άγιος Δημήτριος; - Ποιος είναι ο πολεμιστής που χτυπάει ο άγιος στην Εικόνα του;

Θαύματα του αγίου Δημητρίου στους μουσουλμάνους (& εδώ) 

Όταν ο άγιος Δημήτριος διαφώνησε... με το Χριστό! 

Τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου

Saint Demetrios the Great Martyr of Thessaloniki

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Ουγκάντα – Κένυα: Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Αφρικής

 

Μελετώντας την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην υποσαχάρια Αφρική (δηλ. στις χώρες από την έρημο Σαχάρα και κάτω) διαπιστώνουμε κάτι συγκινητικό: την εμπλοκή των Ορθοδόξων Εκκλησιών στους αγώνες των αφρικανικών λαών για την απελευθέρωσή τους από τους δυτικοευρωπαίους αποικιοκράτες και ιδιαίτερα τους Άγγλους.

Στο άρθρο «Orthodox Mission in Tropical Africa» του Νοτιοαφρικανού Stephen Hayes, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Missionalia, the journal of the Southern African Missiological Society (και αναδημοσιεύεται στο Διαδίκτυο, όπου μπορείτε να το αναζητήσετε), διαβάζουμε πως οι περισσότεροι δυτικοευρωπαίοι συγγραφείς που έγραψαν για την ιστορία της χριστιανικής ιεραποστολής στην Αφρική, δεν αναφέρονται καθόλου (ή σχεδόν καθόλου) στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ένας λόγος που εντοπίζει γι’ αυτό, είναι η προκατάληψη των ρωμαιοκαθολικών και των προτεσταντών απέναντι στις Ορθόδοξες Εκκλησίες των αφρικανικών χωρών, επειδή πολλές από αυτές ταυτίστηκαν με την πάλη ενάντια στην αποικιοκρατία.

Η αποικιοκρατία

Από το 15ο αιώνα μ.Χ. (την εποχή των «μεγάλων εξερευνήσεων») όλα τα βασίλεια της δυτικής Ευρώπης, με το στόλο και το στρατό τους, κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη μας και το μετέτρεψαν σε «αποικίες» τους. Δημιούργησαν, δηλαδή, αυτοκρατορίες, που εκμεταλλεύονταν όσα προϊόντα ή πλούτη μπορούσαν να πάρουν από τις διάφορες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής. Έτσι, χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία μετατράπηκαν σε μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις. Το ίδιο και η Γερμανία και (λιγότερο) η Ιταλία. Η ισχυρότερη από τις αυτοκρατορίες αυτές ήταν η Αγγλία, γι’ αυτό και ήταν, αρχικά, ο κυριότερος αντίπαλος του Χίτλερ, στη δική του προσπάθεια να κατακτήσει τον κόσμο.

Από το 18ο και 19ο αιώνα, κάποιες χώρες, ιδίως στην Ασία (π.χ. Κίνα, Επανάσταση των Μπόξερς, 1900 – στην οποία δυστυχώς συνέβησαν και βαρβαρότητες, όπως το μαρτύριο των 222 ορθοδόξων Κινέζων αγίων) και στην Αμερική, άρχισαν να επαναστατούν για να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους. Η πρώτη απ’ αυτές ήταν η Αϊτή (τις ΗΠΑ δεν τις συμπεριλαμβάνω, γιατί εκεί επαναστάτησαν οι Βρετανοί άποικοι ενάντια στη μητρόπολή τους, την Αγγλία, και όχι οι ντόπιοι, δηλ. οι Ινδιάνοι, των οποίων η τύχη είναι λίγο πολύ γνωστή). Η Αϊτή ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος. Μόλις τελείωσε τον δικό της απελευθερωτικό πόλεμο εναντίον των Γάλλων αποικιοκρατών, κατεστραμμένη οικονομικά, έστειλε στο Παρίσι, στον Αδαμάντιο Κοραή, 25 τόνους καφέ, να πουληθούν, για να αγοραστούν όπλα για τον ελληνικό αγώνα. Επίσης έστειλε 100 εθελοντές μαύρους στρατιώτες να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων, αλλά δυστυχώς το πλοίο βυθίστηκε!

 Ορθόδοξοι χριστιανοί της Αϊτής (από εδώ)

Οι χώρες της Αφρικής (που, τους προηγούμενους αιώνες, είχαν ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα και από το δουλεμπόριο) ανεξαρτητοποιήθηκαν, μία προς μία, κατά τον 20ό αιώνα, ενώ ακόμη και σήμερα υπάρχουν περιοχές έξω από την Ευρώπη, που «ανήκουν» («νόμιμα») σε ευρωπαϊκές χώρες.

Οι δυτικοευρωπαίοι ιεραπόστολοι, που έφταναν στις αποικίες, κάποτε υπερασπίζονταν τους ιθαγενείς πληθυσμούς, αλλά τις περισσότερες φορές τάσσονταν με το μέρος των αποικιοκρατών κατακτητών. Γι’ αυτό, αν και μεγάλοι ντόπιοι πληθυσμοί γίνονταν χριστιανοί (ρωμαιοκαθολικοί και προτεστάντες), σταδιακά οι ντόπιοι άρχιζαν να αποστρέφονται αυτές τις μορφές του χριστιανισμού, που τις συνέδεαν με την καταπίεση και την εκμετάλλευσή τους από τους κατακτητές. Σύγχρονος ορθόδοξος κληρικός από την Τανζανία είπε κάποτε: «Όταν ήρθαν εδώ οι Ευρωπαίοι, εκείνοι κρατούσαν στα χέρια τους το ευαγγέλιο κι εμείς κρατούσαμε τη γη μας. Τώρα, εμείς κρατάμε το ευαγγέλιο και εκείνοι κρατούν τη γη μας!».

Έτσι, στην Αφρική, άρχισαν να σχηματίζονται οι λεγόμενες «Ανεξάρτητες Αφρικανικές Εκκλησίες» ή «African Initiated Church», δηλαδή αυτόνομες χριστιανικές ομάδες, που δεν υπάγονται σε καμιά κανονική Εκκλησία, και που συχνά συνδυάζουν το χριστιανισμό με στοιχεία από τις αρχαίες ειδωλολατρικές θρησκείες των αφρικανικών φυλών. Οι ομάδες αυτές σήμερα είναι περισσότερες από 10.000 και αριθμούν εκατομμύρια οπαδούς σε πολλές χώρες της Αφρικής.

Κάποιες από τις ομάδες αυτές, όταν μάθαιναν την ύπαρξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εντάσσονταν σ’ αυτήν, πράγμα που συνέβαλε πάρα πολύ στην εξάπλωση της Ορθοδοξίας στην αφρικανική ήπειρο. Τέτοια είναι π.χ. η Αφρικανική Ορθόδοξη Επισκοπελιανή Εκκλησία στη χώρα της Νότιας Αφρικής, που για την ένωσή της με την Ορθόδοξη Εκκλησία πρωτοστάτησαν ο ηγέτης της, αρχιεπίσκοπος Σίμων Thamaga, και η Νοτιοαφρικάνα Χριστίνα Mothapo († 10 Ιουλίου 2015 [φωτο (από εδώ)]).


Christina Mothapo with members of her family on her 87th birthday, 1 Jan 2013

Ουγκάντα

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα (το πιο χαρακτηριστικό ίσως) είναι ο τρόπος, με τον οποίο ρίζωσε η Ορθοδοξία στην Ουγκάντα και την Κένυα.

Τη δεκαετία του 1920, μια ομάδα μορφωμένων μαύρων αναζητητών εντάχθηκε στη λεγόμενη «Αφρικανική Ορθόδοξη Εκκλησία», που είχε ιδρύσει στην Αμερική ο Αφροαμερικανός George Alexander McGuire. Η ομάδα αυτή αποτελούνταν από τους Ουγκαντέζους Ρουβήμ-Σπάρτα Μουκάσα, Οβαδία Μπασαγιακιτάλο (Basajjakitalo), Θεόδωρο Ναγκιάμα και Ειρηναίο Ματζίμπι και τον Κενυάτη Άρθουρ-Γεώργιο Γκαντούνα.

Ο Ρουβήμ-Σπάρτας και ο Οβαδίας χειροτονήθηκαν ιερείς της «Εκκλησίας» αυτής στην Ουγκάντα. Κάποια στιγμή όμως διαπίστωσαν ότι υπάρχει η πραγματική Ορθόδοξη Εκκλησία, που έχει κέντρο στην Αφρική το πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Ήρθαν σ’ επαφή με τον τότε πατριάρχη και μετά από μελέτη και πολλές συζητήσεις – μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου – ολόκληρη η ομάδα της «Αφρικανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» της Ουγκάντας εντάχθηκε στην κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτό ήταν το πρώτο κατέβασμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στους ντόπιους πληθυσμούς κάτω από τη Σαχάρα, με πρόσκληση των ίδιων των ιθαγενών, χωρίς ιεραποστολή από πλευράς της Εκκλησίας.

Όλα τα μέλη της παραπάνω συντροφιάς χειροτονήθηκαν ιερείς, μάλιστα ο Ρουβήμ-Σπάρτας και (πολύ αργότερα) ο Θεόδωρος Ναγκιάμα κάποια στιγμή έγιναν και επίσκοποι.

Όμως δεν χρησιμοποίησαν τις θέσεις τους για να εξυπηρετήσουν τον εαυτό τους, αλλά μπήκαν στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας τους από το αποικιοκρατικό καθεστώς. Έτσι, το καθεστώς άρχισε να καταδιώκει την Εκκλησία και ο π. Ρουβήμ-Σπάρτας έμεινε πέντε χρόνια στη φυλακή, λόγω των προσπαθειών του για τη μόρφωση του λαού, πράγμα που εμπόδιζε το κράτος.

Στην Αμερική, το 1979, ο π. Σεραφείμ Ρόουζ (ένας πρώην άθεος φιλόσοφος, που έγινε ορθόδοξος χριστιανός και κατέληξε ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους διδασκάλους της Ορθοδοξίας στο δυτικό κόσμο) δημοσίευσε  στο περιοδικό του, τον «Ορθόδοξο Λόγο» («Orthodox Word»), επιστολή ενός ορθόδοξου χριστιανού από την Ουγκάντα, που είχε φτάσει χέρι με χέρι και κατάγγελλε το καθεστώς του δικτάτορα Ίντι Αμίν (Αμίν Νταντά). Και έγραψε:

«Σήμερα οι Αφρικανικές Ορθόδοξες Εκκλησίες στην Ουγκάντα, την Κένυα και άλλες χώρες της Ανατολικής Αφρικής, είναι παραδείγματα καρποφορίας της αναζήτησης της Ορθοδοξίας. Παρ’ όλη τη δυσκολία και χωρίς να παρέχεται οποιαδήποτε βοήθεια από τον ορθόδοξο κόσμο του εξωτερικού, έχουν φθάσει στην πληρότητα της Ορθοδοξίας, αποφεύγοντας τις παγίδες στις οποίες πολλοί δυτικοί νεοφώτιστοι έχουν πέσει» (βλ. παραπομπή στο τέλος του άρθρου).

Το 1982, όταν κοιμήθηκε ο π. Ρουβήμ-Σπάρτας, ως επίσκοπος πλέον (με τον τίτλο επίσκοπος Νειλοπόλεως), γράφτηκε: «Ο τολμηρός και πιστός δούλος Κυρίου... Αν οι άρχοντες κυβερνούν εν ζωή, οι άγιοι κυβερνούν από τον τάφο».

Μια λεπτομέρεια: ο π. Ρουβήμ-Σπάρτας είχε πάρει μόνος του το όνομα «Σπάρτας», όταν ήταν νέος, από θαυμασμό προς τη γενναιότητα των αρχαίων Σπαρτιατών, για την οποία είχε διαβάσει σε εφηβική ηλικία.

Ο επίσκοπος Ουγκάντας π. Ιωνάς
Κένυα

Στην Κένυα (αγγλική αποικία επίσης), ένας από την παρέα των Αφρικανών αναζητητών, που αναφέραμε πριν, ο Άρθουρ Γκαντούνα, είχε δημιουργήσει την ανεξάρτητη «Αφρικανική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κένυας». Το 1946 τον επισκέφτηκαν από την Ουγκάντα ο π. Ρουβήμ-Σπάρτας και ο π. Οβαδίας και του μίλησαν για την Ορθόδοξη Εκκλησία, με την οποία είχαν ενωθεί. Έτσι ο Γκαντούνα και η ομάδα του εντάχθηκαν στο πατριαρχείο Αλεξανδρείας και ο ίδιος έγινε ο πρώτος Κενυάτης ορθόδοξος ιερέας, παίρνοντας το όνομα Γεώργιος.

Τη δεκαετία του 1950 ο π. Γεώργιος Γκαντούνα, μαζί με πολλούς ορθόδοξους ιερείς, αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της Κένυας. Ο ίδιος έμεινε δέκα χρόνια στη φυλακή, λόγω της συμμετοχής του σ’ αυτόν τον αγώνα, και εκεί έγινε φίλος του φυλακισμένου ηγέτη Γιόμο Κενυάτα, μελλοντικού προέδρου της ελεύθερης Κένυας.

Την εποχή εκείνη η Ορθόδοξη Εκκλησία υπέστη σκληρό διωγμό από το καθεστώς. Ο Stephen Hayes γράφει: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία απαγορεύτηκε, τα σχολεία και οι ναοί έκλεισαν από το αποικιακό καθεστώς. Πολλές εκκλησίες κάηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις και οι κληρικοί οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης».

Όλα αυτά προκάλεσαν ραγδαία εξάπλωση της Ορθοδοξίας στις χώρες αυτές, ενώ οι ρωμαιοκαθολικοί και προτεστάντες ιερείς και ιεραπόστολοι θεωρήθηκαν από τους ίδιους τους ντόπιους ως συνεργάτες των αποικιοκρατών. Γράφει ο Stephen Hayes: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρήθηκε από πολλούς Κενυάτες (και από τους Βρετανούς αποικιοκράτες) ως η εκκλησία της Uhuru» (= ελευθερία, στη γλώσσα σουαχίλι της Ανατολικής Αφρικής)

Ο Μακάριος στην Κένυα



Το 1956 ένας άλλος αγωνιστής ενάντια στην αποικιοκρατία, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος, εξορίστηκε από τους Άγγλους στις Σεϋχέλλες, μαζί με το μητροπολίτη Κυρηνείας (της Κύπρου) Κυπριανό και τον δημοσιογράφο Πολ. Ιωαννίδη. Το Μάρτιο του 1957 απελευθερώθηκε και τον Απρίλιο του 1957 ήρθε την Κένυα, συμμετείχε στη θεία λειτουργία στον ορθόδοξο μητροπολιτικό ναό του Ναϊρόμπι και κήρυξε εναντίον της αποικιοκρατίας. Αυτό εμψύχωσε και ενθουσίασε τους ηγέτες του αγώνα της ανεξαρτησίας της Κένυας, πολλοί από τους οποίους (μαζί με τον ορθόδοξο κλήρο) ήταν ακόμα στη φυλακή. Προκάλεσε επίσης κατάπληξη στις αγγλικές αρχές, καθώς και ερωτήματα που τέθηκαν στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, σχετικά με το γιατί ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε επιτραπεί να κηρύξει στην Κένυα!

Μια στενή φιλία αναπτύχθηκε μεταξύ του Μακαρίου και του Γιόμο Κενυάτα, του μελλοντικού προέδρου της Κένυας. Η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1960 και η Κένυα το 1963. Το 1970 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, που ήταν πλέον Πρόεδρος της Κύπρου, κλήθηκε στην Κένυα για επίσημη επίσκεψη και συναντήθηκε επίσης με τους ηγέτες της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκεί, ενώ επισκέφθηκε ορθόδοξες ενορίες σε διάφορα μέρη της Κένυας.

Ο Μακάριος συγκλονίστηκε από τη φτώχεια της Εκκλησίας και του λαού και έγραψε στο πατριαρχείο Αλεξανδρείας, προσφέροντας συγχρόνως τη βοήθειά του. Έτσι, σε συνεργασία με τον πρόεδρο Κενυάτα, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος χρηματοδότησε δύο εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ο λαός της Κένυας τον αγκάλιασε ως μεγάλο ευεργέτη και μέχρι το 1971 (που ξαναπήγε) βάφτισε ορθόδοξους χριστιανούς περισσότερους από 10.000 ανθρώπους στις περιοχές Kagira και Nyeri.

Για πολλά χρόνια στην Κένυα δεν υπήρχε Μητροπολίτης, αλλά το 1981 τοποθετήθηκε εκεί, ως μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής, ο επίσκοπος Αναστάσιος Γιαννουλάτος (σημερινός αρχιεπίσκοπος Αλβανίας), ένας από τους σπουδαιότερους ορθόδοξους ιεραπόστολους του εικοστού αιώνα, αλλά και από τους ανώτερους κληρικούς που είχαν αγωνιστεί υπέρ της δημοκρατίας την περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα. Η παρουσία του στην Αφρική (όπου είχε ζήσει και παλαιότερα, έχοντας μελετήσει τις τοπικές θρησκείες, διαλέκτους και πολιτισμούς, αλλά είχε φύγει γιατί προσβλήθηκε από μαλάρια) συνέβαλε καθοριστικά όχι μόνο στην ανάπτυξη της Ορθοδοξίας (χειροτόνησε δεκάδες ιθαγενείς ιερείς, ενώ προηγουμένως υπήρχαν ελάχιστοι), αλλά και στην εκπαιδευτική και ανθρωπιστική προσφορά της Εκκλησίας σε ολόκληρη την Ανατολική Αφρική.

Τανζανία

Ορθόδοξοι γάμοι στην Τανζανία. Ιερουργεί ο μητροπολίτης Μουάνζας Ιερώνυμος. Από εδώ.

Αξιοσημείωτο θεωρώ και τον τρόπο που μεταφέρθηκε η Ορθοδοξία στην Τανζανία, χωρίς η Ορθόδοξη Εκκλησία να επιδιώξει κάποια ιεραποστολική κίνηση.

Τη δεκαετία του 1960 (η χώρα τότε λεγόταν Τανγκανίκα και είχε ανεξαρτητοποιηθεί από την αγγλική κυριαρχία το Δεκέμβρη του 1961) λειτουργούσε στο βορρά ένα εργοστάσιο, στο οποίο εργάζονταν και ντόπιοι, αλλά και πολλοί Έλληνες μετανάστες και Ινδοί. Ανάμεσά τους ένας Κύπριος, ο Κωνσταντίνος Χατζηπαναγιώτου. Η καλοσύνη του συγκίνησε τόσο τους ντόπιους εργάτες, που όχι μόνο έγιναν φίλοι του, αλλά κάποια στιγμή τον ρώτησαν για τη θρησκεία του ελληνικού έθνους. Τότε εκείνος τους μίλησε για την Ορθοδοξία, λέγοντάς τους ό,τι ήξερε, χωρίς να έχει κάποιες ιδιαίτερες γνώσεις.

Ιδίως ένας ιθαγενής Τανζανός, ο Πολ Μπουντάλα, γοητεύτηκε τόσο, που άρχισε να τον πλησιάζει σε κάθε στιγμή ελεύθερου χρόνου και να τον ρωτάει διαρκώς, ακόμα και σε βάρος του φαγητού ή του ύπνου του. Ο Χατζηπαναγιώτου δεν μπορούσε να του ικανοποιήσει όλες τις απορίες του. Τελικά, ο Μπουντάλα τον παρακάλεσε να του μάθει ελληνικά, ώστε να διαβάσει για την Ορθοδοξία από ορθόδοξα βιβλία. Ο Κύπριος φίλος του, τότε, θυμήθηκε την ύπαρξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουγκάντα και του πρότεινε να στείλει εκεί ένα γράμμα.

Έτσι, οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Ουγκάντας έλαβαν με έκπληξή τους μια θερμή επιστολή, που εξελίχθηκε σε αλληλογραφία και συνοδεύτηκε από αποστολή βιβλίων στην Τανγκανίκα.

Το Δεκέμβρη του 1963 ο Ουγκαντέζος ιερέας π. Θεόδωρος Ναγκιάμα επισκέφτηκε το χωριό Kassamua, στη βόρεια Τανγκανίκα, κοντά στη Μουάνζα, όπου ζούσε ο ενδιαφερόμενος. Εκεί περικυκλώθηκε από μια ολόκληρη ομάδα φιλικών ιθαγενών, που όλη τη νύχτα τον ρωτούσαν για την Ορθοδοξία και συζητούσαν μαζί του. Λίγους μήνες αργότερα έλαβε επιστολή από τον Πολ Μπουντάλα, που τον ενημέρωνε ότι τριάντα άνθρωποι ήταν έτοιμοι να βαφτιστούν!

Η βάφτισή τους έγινε την Κυριακή των Μυροφόρων (2η Κυριακή μετά το Πάσχα) του 1964, στο οίκημα όπου ζούσαν οι εργάτες του εργοστασίου, με νονούς τον Κων. Χατζηπαναγιώτου και άλλους Έλληνες εργάτες. Ο Χατζηπαναγιώτου είχε κατασκευάσει μια κολυμπήθρα από χάλυβα, ενώ ο Πολ είχε μεταφράσει ο ίδιος τη θεία λειτουργία στα σουαχίλι, όπου και τελέστηκε εκεί στην τοπική αυτή γλώσσα για πρώτη φορά.

Σήμερα η Τανζανία έχει αμέτρητους ορθόδοξους χριστιανούς και τρεις επισκοπές, την επισκοπή Αρούσας & Κεντρική Τανζανίας, τη μητρόπολη Ειρηνουπόλεως, με έδρα το Νταρ ες Σαλαάμ (που σημαίνει, ακριβώς, Πόλη της Ειρήνης ή, ακριβέστερα, Οίκος Ειρήνης) και τη μητρόπολη Μουάνζας, στο βορρά. Οι τρεις αυτές επισκοπές, όπως και όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες στην υποσαχάρια Αφρική, επιτελούν όχι μόνο πνευματικό έργο, αλλά και τεράστιο κοινωνικό έργο.

Η συνέχεια

Τα χρόνια που ακολούθησαν, πρωτοπόροι Έλληνες ιεραπόστολοι ταξίδεψαν στην υποσαχάρια Αφρική, γνώρισαν και αγάπησαν τους αφρικανικούς λαούς και αγωνίστηκαν με πάθος, όχι μόνο για την ανάπτυξη της Ορθοδοξίας, αλλά και για την αναβάθμιση της ζωής των ιθαγενών πληθυσμών, που δοκιμάζονται ακόμη από τη φτώχεια, τους εμφύλιους πολέμους, τα δικτατορικά καθεστώτα, τις ληστρικές ομάδες και την αποστράγγιση του πλούτου των χωρών τους από τους σημερινούς αποικιοκράτες, τις πολυεθνικές εταιρίες (πολλοί από τους εμφύλιους πολέμους και τους δικτάτορες της σημερινής Αφρικής – αν όχι όλοι – υπάρχουν με τις ευλογίες των πολυεθνικών και των κρατών του δυτικού κόσμου, τα οποία αυτές ελέγχουν).

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι ορθόδοξοι ιεραπόστολοι αγωνίζονται για την Αφρική. Από τους πρώτους ήταν οι αγιασμένοι ιερομόναχοι Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος, Χαρίτων Πνευματικάκις (φωτο από εδώ) και Κοσμάς Γρηγοριάτης, οι Όλγα Παπασαράντου και Σταυρίτσα Ζαχαρία ("Μάμα Σταυρίτσα") κ.ά., ενώ ακολούθησαν εκατοντάδες άλλοι, που μέχρι σήμερα έχουν δημιουργήσει ένα τεράστιο δίκτυο βοήθειας των αφρικανικών λαών. Πάρα πολλοί ορθόδοξοι εθελοντές, όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες, συνεργάζονται με τις ιεραποστολικές μητροπόλεις και επισκοπές του πατριαρχείου Αλεξανδρείας, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σε τομείς όπως η περίθαλψη, η εκπαίδευση, οι καλλιέργειες, οι γεωτρήσεις για νερό, η συμπαράσταση των φυλακισμένων, των γυναικών και των παιδιών και ένα σωρό έργα υποδομής. Σχολεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία (για τα ορφανά των τόσων πολέμων) κ.λ.π. οικοδομούνται από τους ορθόδοξους ιεραποστόλους στις πόλεις, αλλά και στις ζούγκλες και τις σαβάνες. Εκεί βρίσκουν καταφύγιο όχι μόνο χριστιανοί, αλλά άνθρωποι κάθε θρησκείας.

Είναι γνωστή η περίπτωση Ρεθεμνιώτη γιατρού, που επί σειρά ετών επισκέπτεται κάθε χρόνο την Ουγκάντα (και, τώρα, τη Ρουάντα), είτε μόνος είτε με συνεργάτες, προσφέροντας αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του. Επίσης ομάδες εθελοντών πηγαίνουν κι από τα Χανιά.

Ο π. Κοσμάς Γρηγοριάτης κατάγγελλε τη σύγχρονη αποικιοκρατία της οικονομικής εκμετάλλευσης γράφοντας: 
«Κάτω από τέτοια καταπιεστική μεταχείριση ο απλός Αφρικανός παραμορφώνεται, μετατρέπεται σε ασυνείδητο και άοπλο επαναστάτη, που μισεί τους πάντες και τα πάντα, μη γνωρίζοντας πού και ποιον να χτυπήσει, δεχόμενος από όλους βολές και τραύματα, ώστε χάνει τελικώς την ταυτότητά του, επειδή χάνει τον προσανατολισμό του. Σε αυτό το ψυχικό αδιέξοδο, που βρίσκεται ο Αφρικανός, θέλει και πρέπει να βοηθηθεί, να βρει τις θεϊκές ρίζες του, να γαληνέψει η ψυχή του, να συνδεθεί με τον Θεό, να αγαπήσει τον συνάνθρωπο και τότε, με ηρεμία και ησυχία, να αποφασίσει μόνος του για το μέλλον του».
Έγραφε επίσης: 
«Δεν χρειάζεται να μπολιάσουμε τον δικό μας πολιτισμό στο αφρικανικό σώμα με όλα τα παρεπόμενα καρκινώματα. Ο Αφρικανός έχει δικό του, πολύ αξιόλογο πολιτισμό, δική του κοινωνικότητα. Πρέπει όμως ο ιεραπόστολος να κοπιάσει πολύ, να τον ανακαλύψει και να τον εκχριστιανίσει». «Ο ιεραπόστολος πρέπει να ζήσει κοντά στους μαύρους, να μοιραστεί τα προβλήματά τους, να φάει μαζί τους στην καλύβα τους και να πεθάνει κοντά τους. Μόνο έτσι θα αγαπήσουν τον Χριστό»
(πράγματι, σκοτώθηκε σε τροχαίο και θάφτηκε στο Κονγκό, μέσα σε συγκινητικές εκδηλώσεις λαϊκού θρήνου).

[Τα παραθέματα προέρχονται από τη μελέτη του Ι. Λάππα «Η Αρχή της Προσαρμογής (της Σάρκωσης) στην ιεραποστολική σκέψη και πράξη του π.Κοσμά Γρηγοριάτη», που δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο].

Στην Αφρική εργάζονται δεκάδες ανθρωπιστικές οργανώσεις (ΜΗΚΥΟ), αλλά εργάζεται επίσης και η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία, εκτός από το πολύτιμο ανθρωπιστικό έργο της, προσφέρει και κάτι ακόμη, μοναδικό: την ένωση του ανθρώπου με το Θεό, την αγιότητα – στις Ορθόδοξες Εκκλησίες των αφρικανικών χωρών συναντούμε πολλούς ιθαγενείς αληθινούς πνευματικούς αγωνιστές, ακόμη και ανθρώπους που εμφανίζουν σημάδια αγιότητας.

Να επισημάνουμε επίσης ότι οι ιεραποστολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες σε όλο τον κόσμο (στις χώρες της Αφρικής, αλλά και της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής) δεν έχουν χρήματα. Βασίζονται στη βοήθεια των ορθοδόξων χριστιανών των ανεπτυγμένων χωρών, μητροπόλεων και μοναστηριών, αλλά και των ιεραποστολικών κέντρων και οργανώσεων στην Ελλάδα, τις ΗΠΑ κ.α., που από το υστέρημα των μελών τους καλύπτουν όσο είναι δυνατόν τις οικονομικές ανάγκες των ορθόδοξων κοινοτήτων στον τρίτο κόσμο. Τέτοιες οργανώσεις είναι η Αδελφότητα Ορθοδόξου Εξωτερικής Ιεραποστολής, το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες», ο Ιεραποστολικός Σύνδεσμος «άγ. Κοσμάς ο Αιτωλός», το Orthodox Christian Mission Center στις ΗΠΑ κ.ά.

Σήμερα στην Αφρική έχουμε εκατομμύρια ορθόδοξους χριστιανούς, εκατοντάδες Αφρικανούς ιερείς και αμέτρητους ιεραποστόλους και συνεργάτες της ιεραποστολής, που βρίσκονται σε συνεργασία με τις ειρηνικές Αφρικανικές φυλές, αλλά και διακινδυνεύουν από τις βίαιες ομάδες και τις σκληρές κυβερνήσεις. Το πατριαρχείο Αλεξανδρείας διαθέτει τέσσερις μαύρους επισκόπους και ένα Άραβα. Όλοι οι υπόλοιποι επίσκοποί του είναι Έλληνες.

Οι μαύροι αυτοί επίσκοποι είναι ο Ουγκάντας Ιωνάς, ο Μουάνζας (στα βόρεια της Τανζανίας) Ιερώνυμος, ο Μπουρούντι και Ρουάντας Ιννοκέντιος και ο Νιτρίας Νεόφυτος, ενώ ο Άραβας είναι ο Νουβίας Νάρκισσος (Νότιο Σουδάν) [Πλέον (2018) ο επίσκοπος Νεόφυτος υπηρετεί στην Κένυα, το ίδιο και ο Αφρικανός επίσκοπος Αθανάσιος Ακούντα (η Κένυα έχει τρεις επισκοπές, οι δύο με Αφρικανούς επισκόπους - και το πατριαρχείο Αλεξανδρείας έχει πέντε μαύρους επισκόπους) ενώ ο π. Νάρκισσος είναι μητροπολίτης Γκάνας]. Θυμάμαι μια φράση του π. Νάρκισσου, από την περιοδεία του στη σπαραγμένη από τους πολέμους περιοχή του Σουδάν. Ιερουργούσε, αλλά δεν είχε θυμιατό. Βρήκε κάπου ένα πεταμένο καλάσνικοφ. Και γράφει: «Άναψα τα καρβουνάκια στην άκρη του γεμιστήρα του καλάσνικοφ, έβαλα το λιβάνι και θύμιασα τους ανθρώπους»…

Σχόλιο στην αρχική ανάρτηση (εδώ):

Δεν πρέπει να ξεχνάμε το Σπύρο Χαγκαμπιμάνα, που από τις 27 Ιουλίου 2015 συνελήφθη, φυλακίστηκε και υποβλήθηκε σε βασανιστήρια στο Μπουρούντι (ένα μικρό κράτος της Αφρικής, που βρίσκεται στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου), επειδή, ως αξιωματικός της αστυνομίας, αρνήθηκε να ασκήσει βία ενάντια σε άοπλους διαδηλωτές!!
Είναι ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες μαύρους Αφρικανούς που έχουν γίνει ορθόδοξοι χριστιανοί τις τελευταίες δεκαετίες, βρίσκεται ακόμα στη φυλακή και πιθανόν να θανατωθεί – και να γίνει, ασφαλώς, έτσι μάρτυρας και άγιος.
Είναι ένας άνθρωπος που πήρε στα σοβαρά αυτά που διδάσκουν, δεκαετίες, τώρα, οι ορθόδοξοι ιεραπόστολοι στην Αφρική. Τα πήρε στα σοβαρά και τα εφάρμοσε, όταν ήξερε πως έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στη ζωή του και στη διδασκαλία του Χριστού και των αγίων μας.
Για την απελευθέρωσή του (έχει σύζυγο που φυγοδικεί και μικρό παιδί) διενεργείται ψήφισμα στο διαδίκτυο. Δείτε, παρακαλώ, εδώ.
Παρακαλώ, ας τον υποστηρίξουμε, κάνοντας κι εμείς ένα μικρό δώρο στην Αφρική, δώρο που επιστρέφει σε μας, προς όφελος της ψυχής μας!
Ευχαριστώ...  

Σημ.: Ο αδελφός απελευθερώθηκε τον Ιανουάριο 2016. Δείτε εδώ, στο τέλος της ανάρτησης.

Πηγές: 
Παρακαλώ και:

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Μελένιος Δράκος – Κεφάλαιο 10 (β΄ μέρος) & Επίλογος

Η υπέροχη αυτή φωτογραφία προέρχεται από αυτή την ανάρτηση.
 

Το κανονικό μου όνομα είναι Ασημίνα, όπως της γιαγιάς μου, αλλά από τότε που θυμάμαι τον κόσμο κανείς δε με φώναξε αλλιώς, παρά μόνο Μίνα – εκτός από κάτι μεγαλύτερα ξαδέρφια μου, όταν θέλανε να με ειρωνευτούν και να με πικάρουν.

Έτσι, το μόνο όνομα που έμαθα ν’ αναγνωρίζω είναι το Μίνα. Το Ασημίνα, εκτός από ξένο, μου ήταν και μισητό· τόσο ξένο και μισητό, όσο κι η γιαγιά μου.

Η γιαγιά μου, με τα κοντά σγουρά μαλλιά, ξεβαμμένα ξανθά, τη φουσκωτή μύτη και την άσχετη πράσινη ρόμπα με τους μικρούς ρόμβους… Έμενε σ’ ένα πολύ μακρινό προάστιο, που έμοιαζε με χωριό. Νομίζω πως δεν άκουσα ποτέ τ’ όνομά του. Πηγαίναμε πότε πότε. Εγώ μετά βίας άντεχα πέντε μουτρωμένα λεπτά και μετά βυθιζόμουν στη μοναξιά του tablet μου ή την κοπάναγα για την παρακμιακή καφετέρια της περιοχής, πάλι αγκαλιά με το tablet. Με τη γιαγιά μου δε θυμάμαι ν’ ανταλλάξαμε ποτέ ούτε μια λέξη.

Λογικά, θα υπήρχε και κάποιος παππούς, αλλά δε θυμάμαι να τον είδα ποτέ, ούτε ν’ άκουσα ποτέ να μιλάνε γι’ αυτόν· ίσως είχε πεθάνει ή εξαφανιστεί ή εγκαταλείψει τη γιαγιά μου όταν ήταν νέα – θα υπήρξε κι εκείνη νέα κάποτε…

Επίσης, δεν έμαθα ποτέ αν αυτή η γιαγιά ήταν η μαμά του μπαμπά μου ή της μαμάς μου. Γενικά, νομίζω πως κανείς δε μου είπε ποτέ τίποτα γι’ αυτήν. Θεωρήθηκε δεδομένη.

Γι’ αυτό και δεν την αγάπησα, όπως δεν αγάπησα και τους γονείς μου, που δεν ένιωθα τίποτα να μου προσφέρουν, πέρα από κριτική και έλεγχο. Χρειάστηκε να περάσω τα ζόρια για να καταλάβω πως κατά βάθος τους αγαπούσα όλους.

Τέλος, ποτέ δεν έμαθα αν υπήρχε και δεύτερο σετ παππού και γιαγιάς – αυτοί κυκλοφορούν ανά ζεύγη των δύο, όπως κάποια σερβίτσια. Αλλά εγώ ή δεν είχα (δηλαδή θα είχαν πεθάνει) ή ζούσαν πολύ μακριά (σε άλλη χώρα; σε άλλη ήπειρο; σε άλλον πλανήτη; στη Γη, ας πούμε;), γιατί ούτε τους συνάντησα, ούτε άκουσα ποτέ να μιλάνε γι’ αυτούς.

Anyway, όταν βρέθηκα κυκλωμένη από το απαίσιο σκοτάδι, είδα μακριά τη γιαγιά μου να κουνάει τα χέρια, σα να με φωνάζει. Αυτό με ξύπνησε και μπόρεσα να καλέσω βοήθεια, που ήρθε πιο γρήγορη και πιο δυναμική απ’ ό,τι φανταζόμουν!

Έτσι, όταν τέλειωσαν όλα, ήξερα ότι έπρεπε να συναντηθώ με τη γιαγιά μου· να ξεκαθαρίσω το ρόλο της στην υπόθεση και να την ενημερώσω εγώ η ίδια για τις εξελίξεις· και να της πω, αλλά και ν’ ακούσω απ’ αυτήν (όπως έλπιζα υποσυνείδητα) όλα όσα έπρεπε να έχουμε πει η μία στην άλλη όλ’ αυτά τα χρόνια…

Στην αρχή σκέφτηκα να πω στους γονείς μου να πάρουμε το αμάξι μας και να πάμε το σαββατοκύριακο. Αλλά ένιωσα μπόλικη αμηχανία κι η καρδιά μου σφίχτηκε· δεν ήθελα να πάω σαν προστατευόμενο παιδί, αλλά ανεξάρτητη – και να ζήσω κάποιες στιγμές πολύ προσωπικές μου, που να της μοιραστώ με όποιον θέλω.

Έτσι, ρώτησα μόνο το όνομα του χωριού. Αμέσως βρήκα τη διαδρομή στο Google Maps, ρύθμισα στο κινητό μου το JPS, πήρα τους κολλητούς μου, κάθισα πίσω μου στη σέλα τον αδερφό μου και κινήσαμε πρωί Σαββάτου με τα μηχανάκια του Νόντα, της Στέλλας και το δικό μου (που είχαν διασωθεί κι επισκευαστεί μετά από κείνο το ανεκδιήγητο βράδυ στο net café), κι ένα δανεικό μηχανάκι από ένα πρώτο ξάδερφο της Οξάνας· το δικό της, του Τζίμη και της Σοφίας είχαν καεί κι είχαν πάει για παλιοσίδερα.

Φτάσαμε στο χωριό μετά από ώρες κι εκεί δοκιμάσαμε καινούργια έκπληξη. Η γιαγιά μου μας περίμενε. Δε φορούσε τη γνώριμη κακόγουστη ρόμπα, αλλά ένα υπέροχο, παλιομοδίτικο βέβαια, σκούρο μπλε φόρεμα. Τα μαλλιά της ήταν περιποιημένα και γενικά έλαμπε ολόκληρη. Το ίδιο και το σπίτι και η αυλή και ο κήπος, όλα έμοιαζαν ίδια μα έδειχναν διαφορετικά, πιο καθαρά, πιο επίσημα, πιο φωτεινά. Υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα – το νιώθαμε, μα δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε.

Η γιαγιά μας αγκάλιασε και μας φίλησε, κι εμάς και τους φίλους μας. Κατόπιν μας πήρε και πήγαμε στο δωμάτιό της. Νομίζω πως πρώτη φορά έμπαινα. Ήταν μικρό, κατειλημμένο ολόκληρο από ένα διπλό κρεβάτι (απομεινάρι από την εποχή του παππού μας) και μια ντουλάπα. Στον τοίχο, σε μια γωνιά, ήταν κρεμασμένα εικονίσματα και στον άλλο τοίχο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Τώρα σκέφτομαι πως θα έδειχνε τον παππού και τη γιαγιά μας, μα τότε δε μου ’κοψε και δεν πλησίασα να την παρατηρήσω. Κοντά στα εικονίσματα ήταν κρεμασμένη μια στεφανοθήκη με δυο στεφάνια – τα στεφάνια τους προφανώς – κι αποκάτω ήταν στερεωμένο ένα μικρό καρφωμένο ράφι, που πάνω του ισορροπούσε, γαλήνιο και καρτερικό, ένα αναμμένο καντήλι.

Τα μάτια της γιαγιάς έλαμπαν. Μας κρατούσε, το Θάνο κι εμένα, από τα χέρια. Καθίσαμε στο διπλό κρεβάτι κι οι υπόλοιποι στέκονταν γύρω κι έμοιαζαν λίγο με τιμητική φρουρά (χαμογελάω γράφοντάς το). Όλοι φαίνονταν συγκινημένοι, σα να είχε απλωθεί μια μαγική γέφυρα, όπως αυτές που βλέπουμε σε κάποιες ταινίες, που μας είχε συνδέσει μ’ έναν ακόμη άγνωστο κόσμο: το παρελθόν της γενιάς μας, τις ρίζες μας, που ώς τότε – αποκομμένοι απ’ όλα και καλωδιωμένοι στα gadgets, με το μυαλό γεμάτο ψυχοζωύφια – δεν είχαμε σκεφτεί καν ότι υπήρχαν.

«Παιδιά μου», μας είπε, «πάντα σας αγαπούσα, μα δεν τόλμησα ποτέ να σας το δείξω. Ιδίως σ’ εσένα, Μίνα μου, που ήσουν πάντα απόμακρη και βλοσυρή».

Την κοιτούσα χωρίς να μιλάω. Παράλληλα, έβλεπα και τη μορφή της στην κολασμένη έρημο, όπου με είχε σώσει.

«Οι γονείς σας δε μου είπαν τίποτα για την περιπέτειά σας… Τα έμαθα όμως όλα από έναν παράξενο επισκέπτη. Ένα μικρούλη δράκο, που έβγαινε από το εικόνισμα του άη Γιώργη, καθόταν στο κομοδίνο μου και μου μιλούσε».

Κοιταχτήκαμε με το Θάνο και τα μάτια του ήταν δακρυσμένα· σίγουρα το ίδιο και τα δικά μου. Η γιαγιά συνέχισε:

«Προχθές, που ξεκίνησα να ποτίζω τις γλάστρες μας…». Χαμογέλασε. «Αυτές οι γλάστρες έχουν ονόματα και μακάρι να θέλατε να σας τα πω κάποτε» πρόσθεσε. Εμείς κουνήσαμε το κεφάλι μας περιμένοντας να συνεχίσει, με τα μάτια μας καρφωμένα στα δικά της, που γελούσαν από χαρά και συγκίνηση. «Εμφανίστηκε ανάμεσα στα δέντρα του δρόμου το παλικάρι». Αναστέναξε. «Αχ, το ίδιο το παλικάρι, ο άγιος Γεώργιος… Με χαιρέτισε σα ν’ άξιζα κι εγώ κάτι και μου ζήτησε επίμονα να σταματήσω και να προσευχηθώ για σένα, γιατί βρίσκεσαι σε μεγάλο κίνδυνο!».

Κρατούσα την ανάσα μου. Η γιαγιά συνέχισε και στα μάτια της τώρα γυάλιζαν δάκρυα:

«Παράτησα το λάστιχο ανοιχτό, μπήκα μέσα κι έτρεξα στα εικονίσματα. Γονάτισα, έσμιξα τα χέρια κι άρχισα να παρακαλάω την Παναγία, το Χριστό, όλους τους αγίους, δεν ήξερα τι έπρεπε να πω, έλεγα μόνο “εσείς ξέρετε, εσείς τρέξτε, βοηθήστε την!” και δώσ’ του κλάματα… Και μετά, σα να με πήρε ο ύπνος, Μινάκι μου, Μινάκι μου», με χάιδεψε στο πρόσωπο, που ήταν βρεγμένο κι από δικά μου ξαφνικά δάκρυα, «και σε είδα μέσα σ’ ένα καρβουνιασμένο χωράφι, να σε κυκλώνουν σα φίδια μαύρα πλοκάμια! Χριστέ μου, τι τρομάρα που πήρα! Ξύπνησα κι άρχισα να φωνάζω “Χριστέ μου! Παναγιά μου!”, ώσπου γαλήνεψα κι ένιωσα πως ο κίνδυνος είχε περάσει».

«Αλήθεια είχε περάσει, γιαγιά μου» απάντησα και, πρώτη φορά, την αγκάλιασα. «Με ξύπνησες και θυμήθηκα να καλέσω κι εγώ το Χριστό, και ήρθε στο δευτερόλεπτο, μέχρι να πεις κύμινο!».

«Δόξα τω Θεώ» αναστέναξε η γιαγιά μου. «Αμέσως πήρα τηλέφωνο σπίτι σας, δε βρήκα κανέναν. Τηλεφώνησα του μπαμπά σου στο κινητό, μου ’πε πως έχετε δουλειά, πως είσαι μαζί του, και δε ρώτησα περισσότερα. Σκέφτηκα πως μπορεί να μου φάνηκε, πως ίσως δεν είχες βρεθεί σε κανένα κίνδυνο, και μακάρι να ’ταν έτσι, κι όλα αυτά μπορεί να ’ταν η φαντασία μου, μια γριά είμαι εξάλλου, που αρχίζει να τρελαίνεται και κανείς δεν την παίρνει στα σοβαρά – εμένα θα ’ρχόταν να ειδοποιήσει ο άη Γιώργης;».

«Κι όμως, γιαγιά μου, ήρθε, και σ’ εσένα και σ’ εμένα!...».

«Και πέρασε μια μέρα και χθες ήρθε στ’ όνειρό μου ο μικρούλης ο δράκος και μου ’πε πως όλα πήγανε καλά, πως αντάμωσες τον αδερφό σου – οι γονείς σου, ούτε πως είχες χαθεί, αγοράκι μου, δε μου ’χανε πει, για να μη στενοχωρήσουνε βέβαια – και πως σήμερα το απόγεμα θα ερχόσασταν με τους φίλους σου να μου μιλήσετε! Τι χαρά! Μόνο που έχω κι εγώ τώρα μια αποστολή, που μου την ανακοίνωσε ο μικρός ο δράκος απ’ τον άη Γιώργη».

«Δηλαδή, γιαγιά;» ρώτησε ο Θάνος, που είχε πέσει κι εκείνος στην αγκαλιά της.

Η γιαγιά ξέφυγε απ’ το αγκάλιασμά μας, σηκώθηκε και μας κοίταξε, μαζί με τους φίλους μας.

«Δηλαδή, παιδιά, μου ζήτησε να σας πω δυο κουβέντες για τη ζωή του, που δε σας τις είπα ποτέ και που κανείς δε βρέθηκε στο δρόμο σας να σας τις πει».

 

Έτσι η γιαγιά μου μας είπε για τον άη Γιώργη. Για τους γονείς του, τον άγιο Γερόντιο και την αγία Πολυχρονία, που τους θανάτωσαν οι Ρωμαίοι για την πίστη τους στο Χριστό, για το γενναίο στρατιώτη που πολέμησε κατά των βαρβάρων κι αναδείχτηκε στρατηγός των Ρωμαίων σε ηλικία μικρότερη από τριάντα χρονών… Για τη διαταγή του αυτοκράτορα, τον αλύπητου Διοκλητιανού, προς τους στρατηγούς του, να βασανίσουν και να εξολοθρεύσουν τους χριστιανούς. Για την τόλμη του αγίου, που παρουσιάστηκε μπροστά του και του είπε πως δε μπορεί να εφαρμόσει τη διαταγή του, γιατί κι ο ίδιος είναι χριστιανός!

Για τα φρικτά βασανιστήρια που του κάνανε, τα θαύματα που γίνανε όσο ήταν στη φυλακή, τους ειδωλολάτρες που πίστεψαν στο Χριστό, απλώς και μόνο βλέποντας τη δύναμη και το θάρρος του αγίου… Για το θάνατό του, την ταφή του, τα πολλά του θαύματα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, για το μοναστήρι του στην Πόλη, όπου μαζεύονται οι Τούρκοι, τον τάφο του στην Παλαιστίνη, όπου μαζεύονται οι Άραβες, ακόμη και την ιστορία με το δράκο και τη βασιλοπούλα, που πολλοί νομίζουν πως είναι μύθος, μα εμείς ξέραμε πια πως ήταν αλήθεια…

Και μετά μας μίλησε για τον άγιο Δημήτρη και τον άγιο Νέστορα και το Λυαίο, τη φυλάκιση του αγίου Δημητρίου στους βόθρους των ανακτόρων, το μύρο που έτρεξε και τρέχει ακόμα πολλές φορές απ’ τα λείψανά του, τη σπουδαία εκκλησία του στη Θεσσαλονίκη, πάνω στο σημείο που ήταν η φυλακή και ο τάφος του… Και τα πολλά θαύματά του, όπως στη μάχη για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, που ο Τούρκος πασάς την παράδωσε στις 26 του Οχτώβρη, επίτηδες, για να συμπίπτει με τη γιορτή του αγίου Δημητρίου, και τη μάχη με το Σκυλογιάννη, τον τύραννο των Βουλγάρων, που ζωγραφίζεται στις εικόνες του να τον νικάει…

Τι παλικάρια! Τι άγιοι! Τι άνθρωποι γεμάτοι αγάπη, δύναμη, πίστη!

Αυτοί είναι ήρωες κι όχι οι μεταλλαγμένοι, οι εξωγήινοι κι οι εκδικητές που διαβάζουμε στα κόμικς.

Κι ο Νόντας τη ρώτησε για τον άγιο Μάμα, που μας είπε ο δράκος πως ήτανε δεκαπέντε χρονών, κρυβόταν στα βουνά και τον έτρεφαν τα ελάφια. Η γιαγιά ήξερε. Μάθαμε και γι’ αυτόν. Δεν περίμενα καθόλου πως η γιαγιά μου ήταν μια σοφή δασκάλα, κι όμως, είχα τόσα να μάθω απ’ αυτήν, αν της είχα δώσει σημασία από τα μικρά μου χρόνια…

Και μας είπε για την αγία Βαρβάρα, που τη βασάνισε και τη σκότωσε ο πατέρας της, για την αγία Αικατερίνη, που, ενώ ήταν φυλακισμένη, έπεισε πενήντα φιλοσόφους, πεντακόσιους στρατιώτες και τη γυναίκα του αυτοκράτορα να γίνουν χριστιανοί, την αγία Παρασκευή, που γιάτρεψε τα μάτια του βασιλιά, που είχαν καεί από την καυτή πίσσα που ετοίμαζε για να τη βράσει ζωντανή!...

Κι όταν φύγαμε από ’κεί, είχε νυχτώσει. Κι όλοι νιώθαμε αναμμένοι και φουντωμένοι, σα να ’χαμε μυηθεί σε μια κρυφή γνώση, που μας την είχανε κρύψει σκόπιμα για να μας παραπλανήσουν και τώρα την είχαμε μάθει σε μια μυστική συνάντηση, μιας ομάδας αντίστασης.

Δεν ήμασταν πια μόνο Πειρατές των Υπονόμων, αλλά και η Αντίσταση, όπως στο Terminator και στο Star Wars.

***

Όμως, πριν φύγουμε, η γιαγιά μας εξομολογήθηκε και τον καημό της.

«Αυτός είναι ο παππούς σας» μας είπε και μας έδειξε τη φωτογραφία του στον τοίχο. «Δυστυχώς, εγώ τον κατέστρεψα».

«Δηλαδή, γιαγιά μου;» τη ρώτησα με αγωνία.

Μας διηγήθηκε με σπασμένη φωνή:

«Ήμασταν νέοι, ερωτευμένοι, αλλά πάρα πολλοί φτωχοί… Μέναμε σ’ αυτό εδώ το σπίτι. Του γκρίνιαζα και τον έπεισα να φύγει μετανάστης στην Αμερική, όπως τόσοι και τόσοι εργάτες τον καιρό εκείνο. Έφυγε κι εγώ ήμουν έγκυος στη μαμά σας, παιδιά μου. Κι όταν έφευγε κι έσκυβε να με φιλήσει, αντί να τον χαιρετήσω, του είπα σαν οχιά: “Αν δε φέρεις λεφτά στο σπίτι μας, μην ξαναγυρίσεις”».

«Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό, γιαγιά μου;» ρώτησα με φρίκη.

«Αυτή είναι η αμαρτία μου, παιδιά μου, που παρακαλώ μια ζωή το Θεό να με συγχωρέσει… Ήμουν άμυαλη, δεν ήθελα λούσα, μόνο μια ζωή κάπως άνετη για μένα και τα παιδιά μου και νόμιζα πως τα λεφτά θα ήταν η λύση. Κι εκείνος τραβήχτηκε με μάτια συννεφιασμένα, έφυγε χωρίς να μιλήσει και, όπως του είχα πει, δεν ξαναγύρισε…».

Σταμάτησε ν’ ανασάνει, με νέο κλάμα, αυτή τη φορά γεμάτο πόνο και δυστυχία.

«Ξέρω πως πήγε στον Παναμά να δουλέψει. Έλαβα μια δυο φορές χρήματα, ποτέ γράμμα. Κι έπειτα τίποτα. Περίμενα, περίμενα κι έκλαιγα. Τι απέγινε; Δεν έμαθα». Έκανε παύση. «Μετά από χρόνια γνώρισα έναν εργάτη, που είχε έρθει από τον Παναμά σαν τουρίστας και ξέπεσε στα μέρη μας. Του μίλησα για τον παππού σας και τα μάτια του έλαμψαν. Τον είχε γνωρίσει και μου ’πε πως πιο καλό άνθρωπο δεν είχε δει στη ζωή του… Και πως συνέχεια μιλούσε με αγάπη για μένα και για το παιδί του, που δεν το ’χε γνωρίσει, και πως πολλές φορές τους μιλούσε για το Χριστό και κάμποσοι έγιναν χριστιανοί ορθόδοξοι απ’ όσα τους έλεγε! Κι εκείνος τους βάφτισε κι έγινε νονός τους. Κι ο ίδιος ο εργάτης που ήταν στην πόρτα μας, ήταν ένας απ’ αυτούς…».

«Και μετά;».

«Μια μέρα έφυγε σ’ άλλη πόλη και κανείς δεν ξανάκουσε τίποτα γι’ αυτόν. Ζει; Πέθανε; Αν πέθανε, πώς, πού, πού είναι θαμμένος; Αν ζει, γιατί δεν επικοινώνησε ποτέ μαζί μου; Παντρεύτηκε άλλη; Έκανε άλλα παιδιά; Δε θα τον κατηγορούσα. Δεν τον αγαπούσα – το ήξερε· γυναίκα που αγαπάει τον άντρα της, δεν τον αποχαιρετάει με τέτοια κουβέντα. Τώρα θα ’ναι γέρος, ίσως να ’χει πεθάνει από άλλη αιτία… Πάντως, να ξέρετε, παιδιά μου», είπε σε όλους μας, «πως πρέπει ν’ αγαπάτε. Να μη θεωρείτε τίποτα δεδομένο, ούτε πως ο άλλος είναι υποχρεωμένος να σας αγαπάει. Να αγαπάτε, κι όλα θα πάνε καλά, ακόμη κι όταν πάνε χάλια».

Έτσι, εκείνη τη μέρα, πολλά από τα ποτέ, που έγραψα στην αρχή, σε σχέση με τη γιαγιά μου και τον παππού μου, καταργήθηκαν.

Αποχαιρετιστήκαμε με γεύση γλυκόπικρη. Ξέχασα να σας πω πως, ενώ μας μιλούσε για τους αγίους, μας είχε φιλέψει γλυκά κουταλιού, που είχε φτιάξει μόνη της, και ξηρούς καρπούς και σοκολατάκια… Αλλά η τελική γεύση ήταν γλυκόπικρη. Δεν την έκρινα τη γιαγιά μου· είχε κάνει λάθος. Όλοι κάνουμε λάθη κι όσο μεγαλώνουμε θα κάνουμε κι άλλα. Της είπα:

«Γιαγιά, εξομολογήθηκες ποτέ σου όσα σε βαραίνουν;».

«Ναι, παιδί μου. Και ξέρω πως ο Θεός συγχωρεί. Εγώ δυσκολεύομαι να συγχωρέσω τον εαυτό μου».

Μετά, μου είπε:

«Σε παρακαλώ, αν μπορείς, πάρε αύριο τους γονείς σου κι ελάτε από ’δώ. Για λίγο μόνο. Πες τους το· είναι ανάγκη».

***

Και την άλλη μέρα, Κυριακή, προς το μεσημέρι, πήραμε το αυτοκίνητό μας και πήγαμε. Είχα πει στους γονείς μου όλη την αλήθεια. Εκείνοι μουρμούριζαν που δεν τους είχα πει τίποτα. Δε μ’ ένοιαξε τότε, ούτε τώρα. Τα γεγονότα εκείνων των ημερών νομίζω ότι καθάρισαν κι απολύμαναν το μυαλό μου από τα κομπιουτεροκακάκια και τα ψυχοζωύφια.

Πήγαμε στη γιαγιά. Μας καλοδέχτηκε, περιποιημένη όπως χθες. Μας έστρωσε τραπέζι μ’ ένα σωρό καλούδια. Μετά, μας έβγαλε στην αυλή, το Θάνο κι εμένα, με μια παράξενη επισημότητα, σα να μας έβαζε μέσα στην καρδιά της, και άρχισε να μας δείχνει τις γλάστρες, που ήταν αραδιασμένες κοντά στους τοίχους:

«Αυτά τα βασιλικά λέγονται Λουκάς και Κατίνα, όπως οι γονείς μου. Αυτές οι μπιγκόνιες είναι τ’ αδέρφια μου, η Γωγώ, ο Σταύρος, η Χρυσούλα κι ο Παύλος. Τα κυκλάμινα εκείνα είναι τα πεθερικά μου, ο Λάμπρος κι η Σπυριδούλα. Εκεί, τα ζουμπούλια, η κόρη μου κι ο γαμπρός μου, οι γονείς σας, παιδιά μου, ο Βαγγέλης κι η Ρένα, κι αυτές οι γαρδένιες εσείς, να ο Θάνος και να η Μίνα».

Φωτο από εδώ

Μας έδειξε κι άλλα, γιασεμιά, γαρύφαλλα, τριανταφυλλιές, ονοματισμένα από παππούδες, γιαγιάδες, χωριανούς, ξαδέρφια και φίλους… Ήταν μια μυρωμένη ξενάγηση, μια μικρή γωνιά παραδείσου γεμάτου αγάπη σε μια φτωχική χωριάτικη αυλή, που μας θύμισε κάπως το βασίλειο του Μελένιου Δράκου.

Έκανε παύση κι αναστέναξε από την καρδιά της.

«Κι αυτή η μπουκαμβίλια, η πιο αγαπημένη μου, είναι ο Γιώργης, ο παππούς σας» κατέληξε κι έκλαιγε.

Κατόπιν μπήκαμε μέσα, μας αποχαιρέτησε και μας φίλησε, γονείς και παιδιά, και είπε με φωνή που μας φάνηκε πως κρεμόταν σ’ ένα ελαφρό τρέμουλο:

«Δοξάζω το Θεό, που, έστω και την τελευταία στιγμή, έκανα λίγο το χρέος μου, μιλώντας στα εγγόνια μου για τους αγίους. Παιδιά μου, σας παρακαλώ, συγχωρέστε με. Ν’ αγαπάτε και να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο… Μίνα μου, Θάνο μου, σας παρακαλώ, ν’ αγαπάτε και να συγχωρείτε τους γονείς σας. Ν’ αγαπάτε το Χριστό και την Παναγία, παιδιά μου, που είναι το Φως της ζωής μας. Καλή αντάμωση».

Έτσι έμαθα ν’ αγαπώ τους γονείς μου και να τους συγχωρώ που δεν ήξεραν πώς να είναι τέλειοι γονείς· ελπίζω πως κάποτε θα με συγχωρέσουν κι εμένα τα παιδιά, που ίσως αποχτήσω, αφού κι εγώ δε θα είμαι τέλεια μαμά. Βέβαια, στην κατάλληλη στιγμή (εκείνη που θα νομίζω κατάλληλη, πάντως όχι πριν πεθάνω από βαθιά γεράματα), σκοπεύω να τους πω αυτή την ιστορία και σίγουρα θα τους έχω μιλήσει για τους αγίους, που τόσο με γοήτευσαν.

Έκανε το σταυρό της κοιτώντας τα εικονίσματα, που είχε στον τοίχο, ξεκρέμασε τη φωτογραφία του παππού μας, ξάπλωσε κρατώντας την στην αγκαλιά της και, μπροστά στα κατάπληκτα μάτια μας, έκλεισε τα δικά της κι απογειώθηκε η ψυχούλα της για το δρόμο προς τον παράδεισο.

Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτή καλύτερα.


Επίλογος

 

Φωτο από εδώ (Αγία Σοφία Μονεμβασιάς)

Γεια σας. Είμαι ο Χρήστος, ο αδερφός της Λένιας. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε την ιστορία μου.

Ή μάλλον, ήμουν ο Χρήστος – τώρα ζω μια εντελώς διαφορετική ζωή κι έχω ένα εντελώς διαφορετικό όνομα.

Τα παιδιά μού έκαναν την τιμή να μου ζητήσουν να γράψω τον επίλογο στην ιστορία μας.

Ας πω γι’ αρχή πως οι μήνες που περάσαμε στο βασίλειο του Μελένιου Δράκου καθόρισαν το χαρακτήρα μας. Όλα τα παιδιά που γνωριστήκαμε εκεί συνεχίσαμε να είμαστε φίλοι για πάντα. Και οι περιπέτειες που ζήσαμε στο διάστημα εκείνο θα μπορούσαν να γεμίσουν τρία βιβλία.

Αν θέλετε, θα προσπαθήσω μια μέρα να σας διηγηθώ μερικές απ’ αυτές…

Στο μεταξύ, από τα γεγονότα έχουν περάσει δεκαετίες· όλοι πια είμαστε μεγάλοι κι ο καθένας έχει τραβήξει το δρόμο του. Βασικά, δεν έχουμε χαθεί. Είμαστε ακόμη οι Ιππότες της Παναγίας της Γαλακτοτροφούσας και, ο καθένας με τον τρόπο του, προσπαθούμε να βοηθήσουμε τους συνανθρώπους μας ενάντια στην Απειλή.

Ο κόσμος έχει αλλάξει, δυστυχώς όχι προς το καλύτερο· οι ψυχοκάντζαροι έχουν αποθρασυνθεί κι οι αναποδοσταυροφόροι δεν είναι πια οπλισμένοι μόνο με ξίφη. Ευτυχώς όμως υπάρχει και Αντίσταση. Και μέσα στην Αντίσταση, με τη δύναμη της Παναγίας, είμαστε κι εμείς. Έχει ο Θεός.

Το Μελένιο Δράκο τον ξαναείδαμε μερικές φορές, μέχρι που κλείσαμε τα 18. Το ίδιο και τους στρατιώτες αγίους, τους πολεμιστές του ουρανού, τους αληθινούς σταυροφόρους, που ήρθαν να μας σώσουν όταν η ζωή μας βρισκόταν πάλι στον έσχατο κίνδυνο… Είδαμε όμως κι άλλους δράκους, πονηρούς, που τους είχαν στείλει οι αναποδοσταυροφόροι να παραστήσουν πως είναι ο Μελένιος Δράκος, για να μας ξεγελάσουν!

Ευτυχώς, σχεδόν κανείς δεν έπεσε στην παγίδα τους.

Γενικά, περάσαμε πολλά. Όλ’ αυτά τα χρόνια μας ωρίμασαν και μας δυνάμωσαν· και, με τη βοήθεια των δικών μας και του αγαπημένου μας π. Σάββα, καταλήξαμε σ’ αυτό που είμαστε.

Από την παρέα μας, ο Γιάννης κι η Μίνα με το Νόντα (που είναι πλέον σύζυγοι) έχουν ανοίξει ένα γραφείο εύρεσης εξαφανισμένων παιδιών, που ονομάζεται – πώς αλλιώς; – Μελένιος Δράκος. Έχουν βοηθήσει στην ανακάλυψη δεκάδων παιδιών σε πολλές χώρες, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους ενάντια σε διεφθαρμένα κυκλώματα κάθε είδους.

Οι υπόλοιποι έχουν τις οικογένειές τους, το επάγγελμά τους και τις ασχολίες τους… Άλλοι ασχολούνται με τη μουσική, άλλοι με τους υπολογιστές, άλλοι με τον αθλητισμό, άλλοι άλλα. Κάποιοι τα παράτησαν όλα, πήγαν σε χωριά κι επιδόθηκαν σε βιολογικές καλλιέργειες. Πάντως, ο καθένας στο μετερίζι του, όλοι αγωνίζονται για τον ιερό σκοπό: την ελευθερία του πλησίον.

Αυτός είναι κι ο λόγος που παρακάλεσα το Γιάννη και τη Μίνα να γράψουν την ιστορία, για να καταλάβετε από πού ξεκίνησαν όλα. Μετά μπήκε στο παιχνίδι κι ο Νίκος, ο γιος του π. Σάββα, που την ιστορία του και τον αγώνα του, με τη Μελίνα, τώρα πια τα ξέρετε…

Τα Τρία Γουρουνάκια – τα θυμάστε; – ο Στάθης, ο Πάνος και ο Ιωσήφ, είχαν κι αυτά μια ενδιαφέρουσα πορεία, αν και αρκετά μελαγχολική. Ο Στάθης έγινε χάκερ και συνελήφθη από την Υπηρεσία Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος για πράξεις ηλεκτρονικής τρομοκρατίας· φυλακίστηκε αρκετά χρόνια και κατόπιν έφυγε στο εξωτερικό, όπου, απ’ ό,τι ξέρω, ξανάρχισε μυστικά τις δραστηριότητές του.

Ο Πάνος βυθίστηκε στο χάος της ηλεκτρονικής εξάρτησης, νοσηλεύτηκε σε κλινικές, είδε κι έπαθε να ορθοποδήσει… Τώρα μένει κοντά μας, έχει οικογένεια και καμιά φορά έρχεται σε μας για να γαληνέψει και να ξανακουβεντιάσουμε για τα παλιά.

Ο Ιωσήφ έμαθε την ύπαρξη ενός σπουδαίου ιεραποστόλου στη Σιέρα Λεόνε, του π. Θεμιστοκλή, ενός πρώην άθεου ροκά, που έφυγε από την Αυστραλία να συναντήσει τους πιο ταλαιπωρημένους και βασανισμένους ανθρώπους της Γης… Έτσι, ο Ιωσήφ πήγε να τον βρει κι έμεινε εκεί, ως συνεργάτης του. Τώρα ο π. Θεμιστοκλής έχει κοιμηθεί, αλλά το έργο του συνεχίζεται από μερικούς φωτισμένους ανθρώπους με μεγάλη καρδιά, όπως ο φίλος μας.


Εμένα, όπως σας είπα, δε με λένε πια Χρήστο… Είμαι μοναχός και με λένε Αριστείδη. Ζω σ’ ένα μικρό μοναστηράκι, μια σκήτη, αφιερωμένη στην Παναγία τη Γαλακτοτροφούσα, κρυμμένη σε μια χαράδρα, κάπου στην επαρχία της Κρήτης, κοντά στο χωριό μου. Έχω συντροφιά μου άλλους τρεις ορθόδοξους μοναχούς: ένα Γερμανό, το Βονιφάτιο, έναν Κινέζο, το Μητροφάνη, κι έναν Ουγκαντέζο, το Ρουβήμ, από την πρώτη χώρα της Αφρικής, κάτω απ’ τη Σαχάρα, που αγάπησε την Ορθοδοξία και οι ορθόδοξοι κάτοικοί της αγωνίστηκαν με σθένος για την απελευθέρωση της πατρίδας τους από τη βρετανική κατοχή – και οι τρεις συμμοναστές μου έχουν ονόματα πρωτοπόρων ορθοδόξων αγίων του λαού τους.

Εδώ, στην ησυχία μας, καλλιεργούμε τα λαχανικά μας κι επιδιδόμαστε σε μεταφράσεις της Αγίας Γραφής και κειμένων της αρχαίας χριστιανικής σοφίας, δηλαδή ορθοδόξων κειμένων, σε όσο το δυνατόν περισσότερες γλώσσες της Γης, τα οποία στέλνουμε στις ορθόδοξες Ιεραποστολές και τα δημοσιεύουμε και στο ηλεκτρονικό περιοδικό μας, στο Διαδίκτυο.

Ας πούμε πως αυτή η παράξενη ιεραποστολή είναι ο δικός μας ο τρόπος να βοηθήσουμε τον κόσμο, όσο μπορούμε. Και, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, με τη βοήθεια του Χριστού μας, φέρνει καρπούς.

Το όνομά μου το διάλεξα για να τιμήσω το θείο μου (αυτό ήταν το βαφτιστικό του και με αυτό και κηδεύτηκε), αλλά γιορτάζω και έναν αρχαίο, δυναμικό άγιο, τον άγιο Αριστείδη, που γιορτάζει στις 13 του Σεπτέμβρη, μια μέρα πριν την αγαπημένη μας εορτή του Τιμίου Σταυρού. Ο άγιος Αριστείδης ήταν από την πόλη των φιλοσόφων, την Αθήνα· φιλόσοφος ο ίδιος, γλυκάθηκε ο νους κι η καρδιά του όταν άκουσε τον άγιο Διονύσιο και τον άγιο Ιερόθεο, τους μορφωμένους Αθηναίους που είχαν γίνει χριστιανοί από τον ίδιο τον απόστολο Παύλο! Έγινε λοιπόν κι αυτός χριστιανός και προσπάθησε, με ένα εξαιρετικό φιλοσοφικό κείμενο (μια Απολογία, όπως τη λέμε) να πείσει τον αυτοκράτορα Αδριανό να σταματήσει να καταδιώκει και να θανατώνει τους χριστιανούς. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί ο άγιος και να κρεμαστεί στην αγορά της Αθήνας, στον ίδιο χώρο όπου άλλοτε γίνονταν οι σπουδαίες φιλοσοφικές συζητήσεις των Αθηναίων. Έγινε έτσι μάρτυρας και άγιος, πολύ νωρίς, λιγότερο από εκατό χρόνια μετά την ανάσταση του Χριστού.

Κι ο θείος μου, που, αμέσως αφού είχε εξομολογηθεί, μπήκε μπροστά να δεχτεί τη βολή, για να μη χτυπήσει τον άνθρωπο του Θεού, είναι για μένα μάρτυρας και, πιθανόν, άγιος… Η αλήθεια είναι ότι τον έχουμε δει μερικές φορές στα όνειρά μας να μας συμβουλεύει και να μας καθοδηγεί. Αλλά τα όνειρα χρειάζονται προσοχή, γιατί συχνά κρύβουν και παγίδες. Ο Θεός θα δείξει, όταν θελήσει, αν πράγματι ο θείος Άρης είναι ένας άγιος. Εμείς τον μνημονεύουμε όπως όλες τις ψυχούλες, τον αγαπάμε (όπως όλες τις ψυχούλες) και απλά περιμένουμε.

Τώρα θα σωπάσω και θα κλείσω αυτό το βιβλίο. Να προσέχετε, παιδιά, ν’ ακούτε τους γονείς σας και ν’ αγαπάτε το Χριστό μας, την Παναγία μας και τους αγίους μας. Και όχι συνέχεια στο τάμπλετ, στον υπολογιστή και στο κινητό, έτσι; Τα κομπιουτεροκακάκια καραδοκούν.

Κι όποτε θέλετε, να σας πω κάποιες ιστορίες για το πώς φτάσαμε ώς εδώ, τι άλλο περάσαμε όταν ήμασταν παιδιά και τι ζήσαμε όσο προστατευόμασταν στο βασίλειο του Μελένιου Δράκου – πω πω, πολλά έβαλα, ε;

Δόξα τω Θεώ. Σας ευχαριστώ μέσα απ’ την καρδιά μου! Τα λέμε!

ΤΕΛΟΣ


Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...