Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Κεφάλαιο 8

1

«Πότε θα μπορέσουμε να γυρίσουμε στο σπίτι μας;» είχε ρωτήσει νωρίτερα η κυρία Μαρίνα τη μητέρα Μακρίνα.
«Όταν γίνει η τελική μάχη και εξουδετερωθεί το κακό» απάντησε εκείνη.
«Και ξέρουμε πότε θα γίνει αυτό;».
«Νομίζω σύντομα» αποκρίθηκε προφητικά η αγία του Θεού, κοιτάζοντας πέρα, σε κάποιο μέλλον.
Τώρα είχε σχεδόν σκοτεινιάσει και είχε γίνει φανερό πως η ώρα ζύγωνε.

Η Χρυσένια μέσα στο μυαλό της είχε επίγνωση της κατάστασης· ήξερε πως δεν είχε πάρει μορφή χελιδονιού, αλλά ένιωθε σα χελιδόνι. Η ανθρώπινη συνείδησή της ήταν μαζεμένη σε μια γωνιά, σαν σε κάποιο μισοφωτισμένο δωμάτιο. Το σώμα της, υπακούοντας σ’ ένα μέρος του εαυτού της, που περίεργα ήταν και δεν ήταν δικό της, είχε απλώσει τα χέρια στα πλάγια, σα γιγάντιο πουλί, είχε υψωθεί πάνω από το έδαφος και πετούσε.
Αληθινά πετούσε· έφυγε από το μοναστήρι και ταξίδευε για την Αθήνα πολλά μέτρα πάνω από τα σπίτια, αθέατη, ντυμένη το νεογέννητο σκοτάδι της νύχτας.
Αυτή η εξέλιξη όλους τους αιφνιδίασε.
«Πρέπει να πάμε πίσω της» είπε βιαστικά ο μπάρμπα Νίκος αρπάζοντας τον Αλέξη από το μπράτσο.
«Με ποιον τρόπο;».
«Με ένα αμάξι».
«Θα σας πάω εγώ!» φώναξε ο κ. Σπύρος.
Ο μπάρμπα Νίκος, τρέχοντας προς το παρκινγκ, έξω από την πύλη, σκέφτηκε να τον πληροφορήσει ότι ήξερε να οδηγεί· δεν ήταν όλη του τη ζωή ερημίτης. Θα ’ταν αρκετό να του έδινε τα κλειδιά. Αλλά δε μίλησε.
“Δε χρειάζεται διαφήμιση” είπε μέσα του· “ας έρθει μαζί μας”.
Κάθισε στη θέση του συνοδηγού, ο Αλέξης πίσω και ξεκίνησαν. Δεν την έβλεπαν πια, αλλά τους καθοδηγούσε ο μπάρμπα Νίκος με το πνευματικό GPS του.
Ο έμπειρος ταξιτζής οδηγούσε το ΙΧ του. Για το ταξί είχε πάρει ρεπό από τ’ αφεντικό του και το ’χε παραδώσει στην επόμενη βάρδια.
«Ξέρεις τι θα συναντήσουμε εκεί που πάμε;» ρώτησε κάπως αμήχανα.
«Κάτι πολύ κακό μάλλον. Αλλά μην ανησυχείς· κάλεσα ενισχύσεις».
Μετά από λίγο είχαν μπει σε κατοικημένες περιοχές, πολυσύχναστες και πολυάσχολες, και συνέχιζαν μέσα στη νύχτα. Ο κ. Σπύρος αποφάσισε να ρωτήσει αυτό που τον απασχολούσε από χθες ακόμη:
«Μπάρμπα Νίκο, μπορείς να μου πεις τι είναι αυτό που βλέπουμε;».
«Το αποτέλεσμα μαύρης μαγείας» απάντησε ξερά ο ερημίτης.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του.
«Αν και πιστεύω στο Θεό», σχολίασε, «μέχρι χθες ήμουν βέβαιος πως δεν υπάρχει μαγεία».
Ο μπάρμπα Νίκος τον κοίταξε σοβαρά, κάπως μελαγχολικά.
«Όχι μόνο υπάρχει, αλλά η δράση της είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο νομίζεις» απάντησε. «Δεν εξουσιάζουν τον κόσμο μόνο με τη διαφήμιση, αλλά και με γερές δόσεις μαύρης μαγείας. Κι όταν λέμε μαγεία, εννοούμε καθαρή, σκοτεινή δαιμονική ενέργεια· παγερή, επιθετική, γεμάτη μίσος… γεμάτη γαμψά νύχια».
Ο άντρας τον λοξοκοίταξε για μια στιγμή, όσο του επέτρεπε η οδήγηση, ανατριχιάζοντας. Ο Αλέξης, στο πίσω κάθισμα, άκουγε με προσοχή και δε μιλούσε.
Ο μπάρμπα Νίκος έδειξε τους γύρω δρόμους και τα πεζοδρόμια, που κατέβαζαν πολύχρωμα φωτεινά ποτάμια πεζών και οχημάτων.
«Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που κινούνται σαν αυτόματα, νομίζεις δε βρίσκονται υπό την επήρεια μαγείας; Όλοι οι έφηβοι, που ντύνονται στα μαύρα, βάφονται σαν πτώματα ή φαντάσματα, στολίζονται με ζωγραφισμένα κρανία και δαιμονικές φάτσες, εθίζονται σε υποβλητική μουσική και τραγούδια που εξυμνούν το διάβολο, σε θρίλερ και βίντεο εξορκισμών, ηλεκτρονικά παιχνίδια γεμάτα τέρατα και βία, δεν είναι, νομίζεις, υπό την επήρεια μαγείας; Όλοι όσοι εκπορνεύονται στα σκοτεινά, νομίζοντας πως φτιάχνουν αισθηματικούς δεσμούς, κι αυτοί φυσικά που τρυπιούνται και χτυπιούνται και γκρεμίζουν τη ζωή τους και βρίζουν και βλαστημάνε και χειρονομούν, που χειροδικούν και δεν πάνε στην εκκλησία ποτέ, δεν προσεύχονται, δε νηστεύουν, δεν εξομολογούνται, δεν κοινωνούν, δεν, δεν… δεν είναι, νομίζεις, υπό την επήρεια μαγείας;».

Ο κ. Σπύρος έστριψε σε μια πλατεία, όπως του υπέδειξε ο μπάρμπα Νίκος. Ο Αλέξης χτένιζε με τα μάτια του τον ουρανό, αλλά δεν έβλεπε παρά μόνο την ανταύγεια από τις λάμπες του δήμου και τις φωτεινές διαφημίσεις.
«Συγγνώμη, τώρα, και πώς αρπάζει τόσους ανθρώπους αυτή η μαγεία;» ρώτησε ο πατέρας του, μη μπορώντας να χωνέψει όσα άκουγε.
«Τους αρπάζει με τη μουσική και τα τραγούδια που ακούνε, τη συγκεκριμένη μουσική και τα συγκεκριμένα τραγούδια εννοώ, τις συγκεκριμένες ταινίες, σελίδες στο Διαδίκτυο κ.τ.λ., με το ενδιαφέρον τους για τα ζώδια, το φενγκ σούι, τη γιόγκα, τους τάχα μου ενεργειακούς κρυστάλλους, τα ινδιάνικα φυλαχτά, τις μπλε χάντρες και ένα σωρό άλλες αηδίες – δεν είναι αηδίες, είναι μαγικές μέθοδοι. Πλέον δε στήνονται παγίδες, αλλά δίχτυα, σαν τις μηχανότρατες, και μαζεύουν και το γόνο των ανθρώπων, την αθερίνα».
«Την ανθρώπινη αθερίνα».
«Μάλιστα· από το νηπιαγωγείο, από τις παιδικές ταινίες, από παντού τρυπώνουν και αρπάζουν. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν εξαρτημένοι, εθισμένοι, απελπισμένοι, σχεδόν παρανοϊκοί, έτοιμη λεία για τη Σκύλα και τη Χάρυβδη των σκοτεινών κέντρων…».
«Κι ο Θεός;».
«Ποιος Θεός; Ποιος ασχολείται μαζί Του; Οι λίγοι που ασχολούνται, το παλεύουν. Μακριά απ’ το Χριστό, κανείς δεν είναι θωρακισμένος. “Πιστεύω με τον τρόπο μου” λέει ο άλλος· καλά, πίστευε με τον τρόπο σου και νόμιζε πως είσαι κανένας μέγας διδάσκαλος – στην πραγματικότητα, είσαι μεζεδάκι στη γλώσσα του διαβόλου».
Κι έκανε το σταυρό του. Ο κ. Σπύρος δε μίλησε. Ξαφνικά έκανε μια παρατιμονιά, που παραλίγο ν’ ανέβουν στο πεζοδρόμιο και να πέσουν πάνω σε μια κολώνα.
«Έι!» φώναξε ο Αλέξης.
«Δεν είδατε έναν τύπο που χοροπήδαγε στη μέση του δρόμου;» ρώτησε μουδιασμένος ο έμπειρος οδηγός.
Ήθελε να προσθέσει “και μου φάνηκε πως είχε και πόδια τράγου”, μα ντράπηκε να το ξεστομίσει. Κοίταξε πίσω από τον καθρέφτη· δεν είδε κανέναν. Φοβισμένος έκανε βιαστικά το σταυρό του· δεν ένιωσε ασφάλεια και τον ξανάκανε τρεις φορές ολόκληρο.
«Καλά πάμε!» κραύγασε ο μπάρμπα Νίκος. «Ο διάβολος δεν κάθεται να μας κοιτάζει· κάνει επιθέσεις!».
Στράφηκε στο πίσω κάθισμα κι έδωσε στον Αλέξη ένα κομποσχοίνι.
«Βάρα τον με τη Ευχή» διέταξε.
«Εγώ;» απόρησε ο νέος δείχνοντας τον εαυτό του.
«Εσύ κι εγώ κι ο κυρ Σπύρος και οι άγιοι και η Παναγία και ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός! Κυρ Σπύρο, αν μπορείς, σε παρακαλώ, να οδηγείς κι από μέσα σου να προσεύχεσαι».
Ο κ. Σπύρος ένευσε. Ο ερημίτης παρακάλεσε το Χριστό να μην αφήσει ν’ αποκαλυφθεί η παρουσία τους στους εχθρούς τους. Ο Αλέξης συγχρόνως για πρώτη φορά συλλογίστηκε αυτό που θα καθόριζε τη ζωή του από ’δώ και πέρα:
“Αυτή τη μαγεία… πρέπει ν’ αφιερώσουμε τη ζωή μας στην αντιμετώπισή της”.
Ο μπάρμπα Νίκος άκουσε τη σκέψη του· θα του απαντούσε αργότερα, αν επιζούσαν.

2

Η Χρυσένια πετούσε σε μια απέραντη ευτυχία, θαρρώντας πως ταξιδεύει σ’ ένα λαμπερό γαλάζιο ουρανό, με κάτασπρα βαμβακερά σύννεφα. Λευκά πουλιά, μεγάλα σαν πελαργοί, φτερούγιζαν γύρω της και φωτεινά πλάσματα γεμάτα αγάπη και καλοσύνη την υποδέχονταν στο βασίλειό τους. Στη γη, κάτω από αυτόν τον ουρανό, ανθισμένα λιβάδια και δάση απλώνονταν ώς εκεί που έφτανε η ματιά της.
Στο βάθος κάποια στιγμή διέκρινε ένα πανέμορφο δασύλλιο και ήξερε πως έπρεπε να κατευθυνθεί προς τα εκεί.
Προσγειώθηκε απαλά, σαν να είχε γεννηθεί γνωρίζοντας να πετάει, ανάμεσα σε συστάδες από ασημένιες μηλιές και πορτοκαλιές, που λύγιζαν φορτωμένες χρυσούς καρπούς. Υπέροχες μελωδίες ακούγονταν από κάποιο ξέφωτο. Μικροσκοπικές νεραϊδούλες φτερούγιζαν κρυφοκουβεντιάζοντας και γελώντας και ξωτικά χόρευαν ανέμελα ανάμεσα σε θάμνους με καρπούς κατακόκκινους και αστραφτερούς σα ρουμπίνια.
Πού βρισκόταν; Στον παράδεισο;
Μια πανέμορφη ύπαρξη, σαν πριγκίπισσα, χρυσοστεφανωμένη, με βαθυγάλανα μάτια που θύμιζαν φεγγάρια, πλησίασε χαμογελώντας με τρυφερότητα και της πρόσφερε κάποιο ευωδιαστό ηδύποτο σε κρυστάλλινο ποτήρι. Η Χρυσένια το πήρε με την άκρη των δαχτύλων της, ευχαρίστησε ευγενικά και συνεσταλμένα και ήπιε μια γουλιά.
Μονομιάς άρχισε να ζαλίζεται και να την καταλαμβάνει φόβος, σκαρφαλώνοντας από τα δάχτυλα των ποδιών της σαν ορμητικό αναρριχώμενο φυτό. Το ποτήρι κύλησε στο έδαφος, δίπλα στα μικρά αθλητικά της παπούτσια, και, στο σημείο που χύθηκε το ποτό, φύτρωσαν αγκάθια.
Στρατιώτες με αρχαίες ελληνικές πανοπλίες ξεπρόβαλαν πίσω από τα δέντρα. Φορούσαν περικεφαλαίες, έφεραν ξίφος στη μέση και κρατούσαν μεγάλες στρογγυλές ασπίδες, διακοσμημένες με ανάγλυφες λιονταροκεφαλές. Την περιστοίχισαν.
Η πριγκίπισσα χάθηκε, σα να βυθίστηκε σε κάποιο νοερό τούνελ. Το τοπίο άλλαξε εντελώς και μετατράπηκε σ’ ένα σκοτεινό νυχτερινό άλσος. Από κάποιο ξέφωτο ακούγονταν ύμνοι σε μιαν ακατανόητη γλώσσα και φαινόταν η ανταύγεια αναμμένων πυρσών. Δίπλα στα πόδια της εξακολουθούσε να είναι πεσμένο το κρυστάλλινο ποτήρι και τ’ αγκάθια να είναι φυτρωμένα στο σημείο όπου χύθηκε το μαγικό φίλτρο.
Μια γυναικεία φωνή στρήνιαξε σαν όρνιο, μουδιάζοντας τα γόνατά της. Και ξαφνικά οι λιονταροκεφαλές από τις ασπίδες άρχισαν να βρυχώνται και να βγαίνουν έξω, σαν ολόκληρα λιοντάρια, που την περικύκλωσαν έτοιμα να ορμήσουν. Ο φόβος δυνάμωνε, την είχε ολόκληρη τυλίξει και άρπαζε τώρα, σαν παγωμένο χέρι, το λαιμό της.
Οι στρατιώτες δε φορούσαν πια πανοπλίες, αλλά μόνον ένα περίζωμα γύρω απ’ τη μέση. Ο κόσμος στροβιλίστηκε κι εκείνη σωριάστηκε μισολιπόθυμη στ’ απλωμένα μπράτσα του πιο κοντινού· του Φοίβου.

3

Ο υπουργός Επιβολής του Νόμου φόρεσε το κοστούμι του, παίρνοντας την ειδική ιερατική φορεσιά του σε μια βαλίτσα. Κάρφωσε στο πέτο του μια καρφίτσα από χρυσό και πολύτιμες πέτρες, που παρίστανε το σύμβολο του Τάγματός του, ένα κανόνα κι ένα διαβήτη, σταυρωμένους έτσι που να σχηματίζουν κάτι σαν εξάκτινο αστέρι. Αυτό ήταν το Τάγμα του πριν δημιουργήσει το Τάγμα των Λιονταριών, που το θεωρούσε μυστικό και ισχυρότερο από το προηγούμενο. Δεν ήξερε πως κι ο ίδιος ήταν υποχείριο και πως η ίδρυση του Τάγματος των Λιονταριών δεν ήταν παρά μια ψηφίδα στο σχέδιο Άλλων.
Από χθες έβλεπε μέσα στο νου του κάθε κίνηση του υπαστυνόμου. Γελούσε και τον άφηνε να νομίζει πως τον παρακολουθεί, ενώ στην πραγματικότητα αυτός ήταν που παρακολουθούνταν.
Μόνο την ώρα που άρχισε να διαβάζει από την Καινή Διαθήκη, ο μάγος έχασε την εικόνα. Σαστισμένος, χωρίς καθυστέρηση, μετατράπηκε σε περιστέρι και πέταξε σ’ ένα σύρμα δίπλα στο μπαλκόνι του υπαστυνόμου. Είδε τι έκανε· δεν του άρεσε. Και πάλι όμως θεώρησε πως δεν ήταν κάτι με βαθύτερη σημασία.
Τώρα είχε νυχτώσει και αυτός ήταν έτοιμος. Μπήκε στη λιμουζίνα του και ξεκίνησε συνοδευόμενος από την ακολουθία του, τα επίλεκτα μέλη του στρατεύματός του, τους αφοσιωμένους πιστούς του. Ήξερε πως ξωπίσω τους θα ερχόταν κι ο υπαστυνόμος Μαβίλης, το ανύποπτο θύμα που θα σφράγιζε με το αίμα του την τελετουργία της Άμωμης Σύλληψης· και θα τη σφράγιζε μ’ έναν τρόπο ξεχωριστό, αναπάντεχο ακόμη και για την αρχιέρεια. Χαμογέλασε ξεχειλίζοντας αυτοϊκανοποίηση και αυτολατρεία.
Βέβαια καταλάβαινε πως κι οι Ναζωραίοι θα προσπαθούσαν να αμυνθούν. Όμως η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του ήταν τέτοια, που ούτε τους υπολόγιζε. Θα ’χε άλλωστε κοντά του ολόκληρες λεγεώνες, όχι μόνο ανθρώπων και λιονταριών, αλλά και πνευμάτων.

Έφτασαν στο Ιερό Άλσος, το πιο ιερό από τα ιερά, που το προετοίμαζαν χρόνια με ποικίλες τελετές, ενεργοποιώντας τις αρχαίες δυνάμεις του. Απόμερο, μυστικό, γονιμοποιημένο χιλιάδες χρόνια με λατρείες των θεών από αριστοκρατικές ελίτ, που μοιράζονταν μεταξύ τους αλλόκοτες φιλοσοφίες και ασκούσαν μαντείες, θεουργίες και αποτρόπαιες θυσίες, θα κυοφορούσε τώρα το Βρέφος που θα άλλαζε την ιστορία του πλανήτη.
Ο βωμός ήταν ευτρεπισμένος, οι εγκαταστάσεις πανέτοιμες. Η αρχιέρεια στη θέση της, φορώντας μονάχα ένα λευκό χρυσοκέντητο μανδύα. Ολόκληρο το Τάγμα συγκεντρωμένο. Τους χαιρέτισε αυτοκρατορικά και ζητωκραύγασαν· τον περίμεναν σαν Μεσσία.
Τα μάτια του έβλεπαν τα πνεύματα που τους περιστοίχιζαν. Πήγε παράμερα, γύμνωσε το σώμα του και φόρεσε το μανδύα του από πορφύραν και βύσσον. Εμφανίστηκε, οι πυρσοί άναψαν και άρχισε η τελετή.
Ύμνοι σε μια μυστηριώδη αρχαία γλώσσα, γεμάτη κώδικες και συμβολισμούς, δόνησαν την ατμόσφαιρα· οι οπαδοί, γυμνοί εκτός από ένα περίζωμα, έψαλλαν και χόρευαν ρυθμικά με επιτόπια βήματα, όλο και πιο ξέφρενα. Ήταν περισσότεροι από πενήντα.
Μια συνοδεία από είκοσι ακόμη εμφανίστηκε από αριστερά. Σήκωναν ένα ξυλόγλυπτο χρυσοποίκιλτο φορείο, πάνω στο οποίο καθόταν σταυροπόδι, στεφανωμένη με λουλούδια, η παρθένα που θα γινόταν η Πάναγνη Μητέρα. Το εφηβικό της σώμα ήταν γυμνό και θα βαφόταν αργότερα με το αίμα από τη θυσία. Δίπλα της βημάτιζε, κρατώντας της απαλά το χέρι, η μητέρα της, η ιέρεια και φύλακας της αρχαίας γνώσης, η Ηλέκτρα· φορούσε ένα λευκό μανδύα, παρόμοιο με της αρχιέρειας, αλλά απλούστερο.
Πίσω τους, ένας δεύτερος όμιλος συνόδευε πεζή, κρατώντας την από τα μπράτσα, τη δεύτερη παρθένα, το ιερό σφάγιο, που θα πρόσφερε το αίμα του για τη ζωογόνηση των δυνάμεων· τη Χρυσένια. Εκείνη φορούσε ένα σχεδόν διάφανο μανδύα, χωρίς διάκοσμο, και ήταν στεφανωμένη με μωβ λουλούδια.
Και τα δυο κορίτσια βρίσκονταν υπό την επήρεια ειδικών φίλτρων και προχωρούσαν πειθήνια, σχεδόν μειδιώντας, προς την εκπλήρωση του πεπρωμένου τους.
Μέσα στο φως και τις σκιές από τους πυρσούς, σε καπνούς θυμιάματος και ύμνους, οι θεράποντες ανέβηκαν λίγα πέτρινα σκαλιά, χαμήλωσαν και η Ήβη πάτησε στο έδαφος. 
Η μητέρα της την οδήγησε στο βωμό, καλυμμένο με πολυτελή υφάσματα, και τη βοήθησε να ξαπλώσει, με το πρόσωπο στραμμένο στον έναστρο ουρανό. Οι θεράποντες την τοποθέτησαν με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά και της έδεσαν τους καρπούς και τους αστραγάλους σε τέσσερις κρίκους, χωρίς να την πονέσουν. Το κορίτσι συνοφρυώθηκε ένα δευτερόλεπτο μ’ αυτή την πράξη, όμως ήταν τόσο ναρκωμένη, που δεν είχε τη δυνατότητα να την επεξεργαστεί· απόμεινε να κοιτάζει τον ουρανό, ανάμεσα στα κλαδιά των πεύκων, σε γαλήνια αναμονή.
Δίπλα, η δεύτερη ομάδα έδεσε όρθια τη Χρυσένια σε δυο ξύλινους πασσάλους, αφού της αφαίρεσε το μοναδικό της ένδυμα· τα υφάσματα δεν ήταν νόστιμα.
Ο Άλκης, ανάμεσα στους χορευτές και υμνωδούς, ένιωσε πρωτόγνωρη έξαψη και ανυπομονησία. Βρισκόταν ένα μόλις βήμα από την εκπλήρωση του μεγαλύτερου ονείρου του.
Όλοι οι άλλοι αδιαφορούσαν για τα ωραία εφηβικά γυμνά σώματα, που είχαν εκτεθεί ανυπεράσπιστα μπροστά στα μάτια τους· ήταν μεθυσμένοι από τον πόθο μιας ηδονής εντονότερης από τη σαρκική – της ηδονής της δύναμης!

Ο αρχιμάγος προχώρησε τελετουργικά, ανέβηκε τα σκαλιά και στάθηκε ακριβώς μπροστά στο βωμό, με το σώμα της κόρης του να περιμένει στη διάθεσή του. Παρέδωσε το μανδύα του σε δυο θεράποντες, απομένοντας εντελώς γυμνός. Η πλάτη του, κάθιδρη, φάνηκε καλυμμένη με τερατόμορφα τατουάζ, στα οποία δέσποζαν ο κανόνας με το διαβήτη, τυλιγμένοι σ’ ένα φίδι που έτρωγε την ουρά του. Παραπάνω, ένας φοίνικας ξεπηδούσε από τις φλόγες του και στο μέτωπο του φοίνικα διακρινόταν ένας αγκυλωτός σταυρός.
Ο αρχιμάγος αδιαφορούσε για το ναζισμό, τουλάχιστον την πολιτική πλευρά του. Τον ενδιέφερε μόνο η σκοτεινή αποκρυφιστική πλευρά του κι από ’κεί προερχόταν τούτη η σβάστικα.
Ήταν έτοιμος, εν πλήρη συνειδήσει, να δρέψει τον πλέον απαγορευμένο και δηλητηριώδη καρπό από τον κήπο του Σατανά, τον καρπό της αιμομιξίας. Αιμομιξία και πατροφονία θα συνδύαζαν απόψε την απόλυτη διαστροφή, παράγοντας αυτή τη μοναδική νύχτα το δικό τους καρπό, τον άρχοντα του κόσμου. Μετά τη γέννηση και τον απογαλακτισμό του, μόλις θ’ άρχιζε να τρέφεται με στερεά τροφή, ο αρχιμάγος θα σκότωνε τη μητέρα του, την Πάναγνη Μητέρα, θα την τεμάχιζε και θα του την έδινε σταδιακά να την καταβροχθίσει. Έτσι η Μητέρα θα επανενωνόταν με το μωρό της κι εκείνο θα έμπαινε στην αφετηρία για την πνευματική και σωματική του αναμόρφωση. Κατόπιν, θα το μεγάλωναν εκλεπτυσμένες μαινάδες, αιμοδιψείς και πανέμορφες, σε πολυτελείς ουρανοξύστες από γυαλί και ατσάλι στις μητροπόλεις του κόσμου· και θα γινόταν ο κύριος του κόσμου, παντοδύναμος οικονομικά και πολιτικά – ο μόνος ικανός να εκμηδενίσει τους αληθινούς ανταγωνιστές του, τους σημερινούς κυρίαρχους του κόσμου, τα Τάγματα, τις Στοές και τις Αδελφότητες των άλλων μάγων.
Η Ηλέκτρα περίμενε την ανάδειξή της σε παγκόσμια αυτοκράτειρα, ως μητέρα της Πάναγνης Μητέρας. Προσδοκούσε το Λιονταρίσιο Μωρό περισσότερο απ’ όσο κάθε γιαγιά το εγγονάκι της.
Ήταν είκοσι δύο χρονών όταν την αποπλάνησε ο αρχιμάγος. Σπούδαζε μοντέρνο χορό και αυτή την τέχνη εξάσκησε επαγγελματικά, ως δασκάλα, όλα της τα κατοπινά χρόνια. Την ξεγέλασε, νόμιζε ακόμη και τώρα πως ήταν κάποια χθόνια θεότητα. Δεν τον είχε ξαναδεί από τότε και απόψε, αν και αόριστα κάτι της θύμισε, δεν τον αναγνώρισε.
Η Ηλέκτρα έζησε μια μόνο νύχτα τη σαρκική ένωση· ήταν αρκετή εκείνη η νύχτα για να παραγάγει το κορίτσι, που ήταν προορισμένο εξ άκρας συλλήψεως για μητέρα του Λιονταρίσιου Μωρού. Τώρα ήταν περίπου τριάντα πέντε χρονών και η αποστολή της σχεδόν είχε φτάσει στο τέλος της. Ο αφέντης της – δεν το γνώριζε η ίδια – θα την άφηνε ακόμη εννέα μήνες, να βοηθήσει στην κύηση της εκλεκτής Μητέρας, και κατόπιν θα την παραχωρούσε στο Φοίβο, που κρυφά την ποθούσε. Εκείνος, μέσα σε πέντε χρόνια, θα την αποστράγγιζε από κάθε ικμάδα ζωής, θα της ρουφούσε κυριολεκτικά το αίμα· όχι επειδή θα ήθελε να τη σκοτώσει, αλλά επειδή αυτό ήταν ο Φοίβος: ένα ενεργειακό βαμπίρ. Τελικά, εκείνη θα ικέτευε να πεθάνει, μοιάζοντας με γριά διακοσίων ετών. Τότε ίσως ένιωθε οίκτο και της έπαιρνε το κεφάλι ή θα την εγκατέλειπε σε κάποιο βάραθρο με σκοτεινές νύμφες, να λιμοκτονήσει, παρανοϊκή και λησμονημένη.
Όμως όλα τούτα δεν τα σκεφτόταν απόψε ο αρχιμάγος. Ήταν τόσο κοντά στη στιγμή της δόξας του! Στράφηκε στην αρχιέρεια κι έδωσε το σύνθημα να τελεστεί η θυσία.

4

Η αρχιέρεια χούγιαξε σαν αγριοπούλι κι όλοι οι μάγοι μεταμορφώθηκαν σε λιοντάρια, που μούγκριζαν νευρικά, τινάζοντας δεξιά κι αριστερά τη χαίτη τους. Μόνο η αρχιέρεια ανάμεσά τους ήταν γυναίκα (εκτός από την Ηλέκτρα και τα δυο κορίτσια), γι’ αυτό κι όλα τα λιοντάρια ήταν αρσενικά. Εκείνη διατήρησε την ανθρώπινη μορφή της.
Τα πιο κοντινά λιοντάρια στράφηκαν προς το θύμα, τη δεμένη κοπέλα που παρακολουθούσε μισοναρκωμένη. Εκείνη μόλις που άρχιζε να αντιλαμβάνεται αμυδρά πως κάτι επικίνδυνο ξεκινούσε· τι όμως, δε μπορούσε να συνειδητοποιήσει.
Ποιο λιοντάρι να έμπηγε πρώτο τα σουβλερά του δόντια στη σάρκα της; Ανταγωνισμός άρχισε να επικρατεί. Ο αρχιμάγος κι η αρχιέρεια παρακολουθούσαν. Η Ήβη, δεμένη στο βωμό (άλλου είδους σφάγιο), εξακολουθούσε να ατενίζει τα άστρα. Τίποτα δεν τάραζε τη σιωπή, πέρα από τις βαριές ανάσες και τα πνιχτά μουγκρητά των θηρίων.
Ένα ώριμο λιοντάρι έκανε να ορμήσει. Μεμιάς, το λιοντάρι που ήταν ο Άλκης πήδηξε καταπάνω του και του κατάφερε στην πλάτη μια λυσσασμένη νυχιά. Αν και έμπειρος και δυνατός, ο αντίπαλός του, αιφνιδιασμένος και καταματωμένος, υποχώρησε μπροστά στο μένος του! Ο Άλκης, με την καρδιά του να πάλλεται από ηδονή, ανοιχτά τα σαγόνια και τα σάλια του να τρέχουν, πέρασε μπροστά. Όλα τα λιοντάρια του άνοιξαν δρόμο. Τα μάτια του συναντήθηκαν με της Χρυσένιας, που άρχισε προσχεδιασμένα να ξυπνάει απ’ το λήθαργο. Ο αρχιμάγος κι η αρχιέρεια παρακολουθούσαν· όμως, όχι το ίδιο πράγμα – ο αρχιμάγος παρατηρούσε το σκοτεινό δάσος, περιμένοντας τις εξελίξεις.
Αν ο Άλκης είχε αφήσει τον αντίπαλό του να προχωρήσει, τώρα θα ζούσε. Όμως, καθώς ετοιμαζόταν να βυθίσει τα δόντια του στην τρυφερή σάρκα (κι η Χρυσένια γούρλωσε τα μάτια της, αδύναμη να ουρλιάξει), μια σφαίρα σφηνώθηκε στο κρανίο του και σωριάστηκε στο έδαφος σπαρταρώντας.
Άλλη μια θανάτωσε το διπλανό του, που ετοιμαζόταν να εφορμήσει στο δεμένο θύμα.
Όλα τα λιοντάρια στράφηκαν ξαφνιασμένα προς την κατεύθυνση, απ’ όπου προήλθαν οι σφαίρες. Η μουσική σταμάτησε. Η αρχιέρεια κοιτούσε αποσβολωμένη.
Ο αρχιμάγος, ο μόνος που δεν ξαφνιάστηκε, έδωσε εντολή απλώνοντας το χέρι και τα δεσμά που κρατούσαν τη Χρυσένια πήραν μόνα τους φωτιά και κόπηκαν. Και με μια δεύτερη εντολή, το κορίτσι ούρλιαξε σαν αγριεμένη αρκούδα και ρίχτηκε στον πατέρα της με νύχια και δόντια!

Αιμομιξία και πατροφονία. Η Χρυσένια ήξερε πως δεν ήταν αρκούδα, όμως ένιωθε βαθιά μέσα της σαν αρκούδα. Στριμωγμένη σε μια γωνιά της συνείδησής της, έβλεπε θαμπά τον πατέρα της και ήθελε να τον αγκαλιάσει· όμως ο υπόλοιπος εαυτός της, υπακούοντας σε ακατανίκητη έλξη, ένιωθε αρκούδα, τρελή από πείνα, τον έβλεπε σαν κρέας και ορμούσε να τον κατασπαράξει!
Ο υπαστυνόμος την απώθησε με όλη τη δύναμη των χεριών του, προσέχοντας να μη ρίξει με το πιστόλι του. Η αγωνία του έκοβε τα γόνατα· η ίδια του η κόρη, η γλυκιά και πολυαγαπημένη, η αιχμάλωτη στη συμμορία αυτών των δαιμόνων, που μόλις είχε σώσει τη ζωή της πυροβολώντας ένα λιοντάρι – η ίδια του η κόρη τού είχε επιτεθεί σαν θηρίο!
Δυο δυνατά χέρια την άρπαξαν από τα μαλλιά, κάνοντας συγχρόνως στο σβέρκο της το σημείο του σταυρού. Πριν προλάβει ν’ αντισταθεί, ο μπάρμπα Νίκος την πέταξε στα χέρια του Αλέξη! Εκείνος την κράτησε, με την καρδιά του να πυροβολεί το σκοτάδι και λέγοντας όσο πιο έντονα μπορούσε μέσα του την Ευχή του Ιησού.
Η κοπέλα, με τα μάγια λυμένα, τον έσφιξε κλαίγοντας στην αγκαλιά της. Ήταν ολόγυμνη κι ο νέος ένιωσε τρυφερότητα και μια ερωτική διάθεση απέναντί της· μα δεν ήταν ο κατάλληλος τόπος και χρόνος. Σκέφτηκε πως είχε ξεχάσει να πάρει το μπουφάν του, για να τυλίξει το σώμα της.
Τότε κάτι σαν χιτώνας την έντυσε προστατευτικά· ένας χιτώνας από φως, χειροπιαστός, απαλός και ζεστός. Η Χρυσένια γαλήνεψε κι ο Αλέξης χάρηκε κι ένιωσε ασφάλεια. Η προσευχή του, χωρίς να το καταλαβαίνει το λόγο, δυνάμωσε.
Ψηλά, ο άγγελος που της έριξε το χιτώνα πέταξε κι ενώθηκε με τις δυνάμεις που καρτερούσαν, αόρατες από τους ανθρώπους, παραταγμένες για μάχη.
Ο κ. Σπύρος στεκόταν δίπλα στους δυο νέους ελπίζοντας να βοηθήσει. Μέσα του προσευχόταν κι εκείνος, κατά την οδηγία που τους είχε δώσει ο μπάρμπα Νίκος. Ο υπαστυνόμος έπεσε στα γόνατα, κρατώντας το όπλο του και προσπαθώντας να συγκεντρώσεις τις δυνάμεις του και να συνέλθει.
Ο παράξενος γέρος είχε στραφεί προς την αγέλη. Κάνοντας το σταυρό του κι επικαλούμενος το όνομα της Αγίας Τριάδος και την Υπεραγία Θεοτόκο, προχώρησε ανάμεσα στα λιοντάρια, που μούγκριζαν αγριεμένα, πήγαιναν να χιμήξουν, μα πισωπατούσαν τρέμοντας από ταραχή, εξοργισμένα με την ανημποριά τους, και άνοιγαν δρόμο για να περάσει.
Ο αρχιμάγος ύψωσε το χέρι του να ρίξει κατάρα και τα μάτια τους συναντήθηκαν. Τα δικά του ήταν κατακόκκινα, όπως πάντα, σα να βγήκαν από τις φλόγες της κόλασης. Τα μάτια του ερημίτη ήταν αυστηρά, μα γαλήνια και καθαρά. Ο αρχιμάγος άνοιξε το στόμα του, μα μια σφαίρα τον χτύπησε στο ξυρισμένο κεφάλι κι έπεσε ανάσκελα βογκώντας κι αιμορραγώντας.
Τα λιοντάρια ταράχτηκαν ακόμα πιο πολύ κι ένα προς ένα ξανάπαιρναν την ανθρώπινη μορφή τους. Ο Σπύρος με τον Αλέξη παρακολουθούσαν με τρομαγμένα μάτια.
“Πού είναι οι ενισχύσεις;” σκέφτηκε ο νέος. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά, τίποτα δεν έβλεπε. Ο υπαστυνόμος κρατούσε ακόμη το πιστόλι του προτεταμένο, γονατισμένος. Σηκώθηκε κι έτρεξε στην κόρη του. Ο Αλέξης του την πρόσφερε, ντυμένη το φωτεινό χιτώνα. Η Χρυσένια, με τα μάτια κλειστά, γαντζώθηκε στον Αλέξη και δεν ήθελε να πάει στο μπαμπά της. Εκείνος τη φίλησε στο μάγουλο, την άφησε στα χέρια του νέου και σημάδεψε ξανά το συρφετό των αντιπάλων τους, που ήταν πια άνθρωποι, όχι θηρία.

Ο ασκητής της Αθήνας προχώρησε προς την αρχιέρεια κι έφτασε στο πρώτο σκαλί του πέτρινου βάθρου. Εκείνη στάθηκε απέναντί του αγέρωχη. Ο κ. Σπύρος, αθόρυβα, πλησίασε από το πλάι, ανέβηκε κι έλυσε την Ήβη. Η μητέρα της παρακολουθούσε τη σύγκρουση που έμελλε να ξεσπάσει και δεν τον είδε. Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του ναρκωμένη ακόμη και κατέβηκε από το βάθρο. Τέσσερις πέντε απειλητικοί άντρες τον περικύκλωσαν σφίγγοντας τις γροθιές τους. Τρόμαξε· θα τα ’βγαζε πέρα;
Όμως ο μπάρμπα Νίκος άρχισε να μιλάει κι όλοι πρόσεχαν τα λόγια του και τις αντιδράσεις της αρχιέρειας. Ο κ. Σπύρος ξέφυγε από τους εχθρούς του και, με την Ήβη στα χέρια, γύρισε κοντά στο γιο του.
«Εις το όνομα του Ιησού Χριστού» αντήχησε η φωνή του ερημίτη με ξαφνική μεγαλοπρέπεια, καθώς ανέβαινε ένα ένα τα σκαλοπάτια πλησιάζοντας την αρχιέρεια, «ξέρω ποια είσαι».
«Λες ψέματα, γέρο!» ούρλιαξε εκείνη καρφώνοντάς τον με τα κεραυνοβόλα μάτια της. «Τίποτα δεν ξέρεις!».
Μα μέσα της ήξερε πως δεν ήταν έτσι και πρώτη φορά είχε αρχίσει να νιώθει φόβο.
Χρόνια είχε να ζήσει αυτό το συναίσθημα, το είχε ξεχάσει και τώρα γινόταν αμήχανη, μπερδευόταν και ντρεπόταν· κι αυτό την έκανε πιο αγριεμένη, επιθετική κι αιμοβόρα.
Ο μπάρμπα Νίκος στάθηκε ακριβώς μπροστά της. Τα μάτια της σπίθιζαν κι αστραποβολούσαν σα σκοτεινά σύννεφα πριν την καταιγίδα.
«Ξέρω» της είπε, κι η φωνή του τώρα είχε μια τρυφεράδα, «πώς σε ξεγέλασε, πώς σε χρησιμοποίησε… Πώς σε βασάνισε, παρατώντας σε τρία χρόνια στις ερημιές της Ρωσίας, ενώ εκείνος απ’ το σκοτάδι σε παρακολουθούσε με σαδισμό να πεινάς, να τρέμεις και να ματώνεις. Ξέρω γιατί έριξες το αεροπλάνο έξω από τη Μόσχα». Η αρχιέρεια ταράχτηκε· γούρλωσε τα μάτια της κι άνοιξε το στόμα βαριανασαίνοντας. «Το έριξες, γιατί είδες στον ουρανό, πάνω από την πόλη, τεράστια, την εικόνα της Παναγίας. Εκείνη σκέπαζε την πόλη και την προστάτευε από δυνάμεις σαν τις δικές σου… και του δήθεν δασκάλου σου».
«Σταμάτα!» φώναξε η αρχιέρεια κάνοντας ένα βήμα πίσω – σαν αίλουρος που ετοιμαζόταν να ορμήσει.
«Όμως την Παναγία δεν τη φοβόμαστε, ακριβό μου παιδί» συνέχισε ήρεμα ο παράξενος γέρος και πλησίασε ένα βήμα. «Εκείνη μας αγαπάει και μας προστατεύει. Αλλά ο σατανικός αφέντης σου, που είχε τρυπώσει σαν τύραννος στο μυαλό σου, σου προκάλεσε τέτοιο πανικό, ακριβώς για να σε αφήσει ανυπεράσπιστη, πληγωμένη, εξαγριωμένη, και να σε κάνει όργανό του».
«Όχι!» ούρλιαξε εκείνη κλείνοντας τ’ αφτιά της με τις παλάμες. Η φωνή της είχε κάτι το λιονταρίσιο. Από το δάσος γύρω τους, με μικρούς θορύβους, που κανείς δεν τους άκουγε, άρχισαν να συγκεντρώνονται μικρά ζώα, μαγνητισμένα από την αγιάτρευτη ιδιότητά της να ενώνεται μαζί τους.
Ο μπάρμπα Νίκος πλησίασε κι άλλο και η αρχιέρεια οπισθοχώρησε. Η Ηλέκτρα αναζήτησε τη δεμένη κόρη της, που δεν την αγαπούσε, και, σα δεν τη βρήκε, κατέβηκε από το βωμό ψάχνοντάς την. Ο ερημίτης άπλωσε λίγο τα χέρια, σα να ήθελε ν’ ανοίξει την αγκαλιά του.
«Έχεις ακόμη επιλογή» είπε. «Ο Χριστός σε περιμένει. Εκείνος, που συγχώρησε ληστές, φονιάδες, μάγους, άσωτους, πόρνες, ακόμα και διώκτες των χριστιανών και βασανιστές των αγίων, πίστεψέ με, κόρη μου, σ’ αγαπάει και σε περιμένει!».
Η αρχιέρεια τον κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα και γουρλωμένα μάτια. Ανάσαινε βαριά, μη ξέροντας τι να κάνει. Μέσα στην καρδιά της, κάποιος σα να της έδωσε εντολή να τον κομματιάσει! Λοξοκοίταξε· στο σημείο όπου είχε πέσει τραυματισμένος ο μέντοράς της, δεν υπήρχε τώρα κανένα σώμα.

«Διάλεξε την ειρήνη, κόρη μου», συνέχισε ο μπάρμπα Νίκος, «σταμάτα να μάχεσαι· για ό,τι κακό κι αν έγινε στη ζωή σου, η μάχη φταίει!».
Η αρχιέρεια απότομα μισόκλεισε τα μάτια της, από τα οποία τινάχτηκαν αστραπές. Μαύρα σύννεφα στροβιλίστηκαν από πάνω τους κι άρχισε να βρέχει με μπουμπουνητά και μικρούς κεραυνούς, που έπεφταν στις κορυφές των δέντρων τσακίζοντας τα κλαδιά τους. Πλήθη από σκύλους, γάτες, φίδια κι αρουραίους άρχισαν να καταφτάνουν από παντού· περιστέρια, κοράκια, νυχτερίδες και μερικοί γλάροι φτερούγιζαν κυκλικά πάνω απ’ τα κεφάλια τους, μέσα στη λιλιπούτεια νεροποντή. Έντομα κι αράχνες μαζεύονταν γύρω τους μέσα στο σκοτάδι.
Η μάγισσα, αστραπιαία, μεταμορφώθηκε σε Λερναία Ύδρα με πολλά κεφάλια φιδιών που σφύριζαν. Και μετά σε ελέφαντα, που ούρλιαζε στυλωμένος στα πισινά του πόδια. Και μετά σε τίγρη, που βρυχήθηκε ξεκουφαίνοντάς τους κι όρμησε με λύσσα καταπάνω στον άγιο του Θεού.
Ο μπάρμπα Νίκος άνοιξε το φθαρμένο πουκάμισό του στο στήθος, σπάζοντας μ’ ένα τράβηγμα τα κουμπιά του, και φάνηκε ένας μικρός σιδερένιος σταυρός, που κρεμόταν στο λαιμό του μ’ ένα τρίχινο κορδόνι. Ο σταυρός φεγγοβόλησε και ευωδίασε. Το τέρας στάθηκε όρθιο με ανοιχτά σαγόνια και κόκκινα μάτια, μούγκριζε κι εξαπέλυε σάλια, μα δεν τολμούσε να τον αρπάξει και να τον ξεσκίσει.
Τότε φάνηκε στην άκρη του ξέφωτου ένας γέρο παπάς, ο π. Ιερόθεος, φορώντας το πετραχήλι του και κρατώντας έναν παλιό ξύλινο σταυρό, με σκαλίσματα, σαν αυτόν που κρατάνε οι παπάδες κι ευλογούν το λαό, όταν λειτουργούνε. Ευωδίαζε κι αυτός ο σταυρός – σα λιβάνι, σα μέλι; – και φεγγοβολούσε. Τον κρατούσε υψωμένο και απάγγελλε τις προσευχές του αγίου Κυπριανού, που επικαλούνται το όνομα του Ιησού Χριστού και διώχνουν τους δαίμονες.
Στην άλλη άκρη ξεπρόβαλε μια γερόντισσα μοναχή (η ίδια που είχαν συναντήσει ο Αλέξης με το Νικήτα τη χθεσινή νύχτα στο μοναστήρι), κοντή σαν τους θάμνους που βρίσκονταν δίπλα της, όρθια, τυλιγμένη στα μαύρα της ράσα, με το μαυροκόκκινο αγγελικό σχήμα φορεμένο απ’ έξω, να φαίνεται. Έμοιαζε κι αυτό σαν πετραχήλι, αν δεν ήξερες να το ξεχωρίσεις, μόνο που είχε μεγάλα κόκκινα γράμματα που έγραφαν:
ΤΣ ΔΦ
ΡΡ ΔΡ
XX XX
ΘΘ ΘΘ
ΕΕ ΕΕ
ΦΧ ΦΠ
ΤΚ ΠΓ *
Η αγία αυτή ψυχή κρατούσε στ’ αριστερό της χέρι ένα κομποσκοίνι, που έφτανε σχεδόν μέχρι κάτω, και πρόφερε σιωπηλά, μέσα στην καρδιά της, την πανίσχυρη Ευχή του Ιησού. Με το δεξί της χέρι, αργά και μεγαλόπρεπα, έκανε το σταυρό της.
Τότε όλες οι δυνάμεις του Καλού και του Κακού, που βρίσκονταν εκεί, έγιναν ορατές.


* Η εξήγηση των γραμμάτων του μεγάλου αγγελικού σχήματος:
ΤΣ ΔΦ: Τούτο το Σχήμα Δαίμονες Φρίττουσι.
ΡΡ ΔΡ: Ρητορικοτέρα Ρημάτων, Δακρύων Ροή.
XX XX: Χριστός Χριστιανοίς Χαρίζεται Χάριν.
ΘΘ ΘΘ: Θεού Θέα Θείον Θαύμα.
ΕΕ ΕΕ: Εωσφόρος Έπεσεν. Εύρωμεν Εδέμ.
ΦΧ ΦΠ: Φως Χριστού Φαίνει Πάσι.
ΤΚ ΠΓ: Τόπος Κρανίου Παράδεισος Γέγονεν.
 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...