Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Συνέντευξη από τους Τρεις Ιεράρχες

Τρεις Ιεράρχες και παιδεία: έξοδος στη Ζωή

Του πρωτοπεσβυτέρου Βασίλειου Θερμού
 

 
Ζητούμε ένα σχολείο συνδεδεμένο με τη ζωή. Οι προστάτες άγιοι μας υποδεικνύουν ένα σχολείο συνδεδεμένο με τη Ζωή.
Διδάχθηκαν από την πείρα τους ότι Ζωή είναι το άνοιγμα της καρδιάς στον Θεό και στον άνθρωπο. Και η παιδεία χρειάζεται να αποβλέπει εκεί, διαφορετικά γίνεται επικίνδυνη. Σαν ένα όπλο στα χέρια αδέξιου ή εμπαθούς.
Όταν η παιδεία αντί για τη Ζωή συνδέεται με τον θάνατο, τότε αρχίζουν τα εκφυλιστικά φαινόμενα. Στο περιεχόμενο γίνεται τεχνοκρατική και διδάσκει εγωκεντρική χρήση τού κόσμου. Στη μέθοδο γίνεται αφύσικη και βασανιστική, ταλαιπωρώντας τον μαθητή. Στη δομή της γίνεται ανταγωνιστική και συντεχνιακή, εξωθώντας τον εκπαιδευτικό στην αδιαφορία και τον μαθητή στη βίαιη διαμαρτυρία.
Στη συνέχεια θα αφήσω να μιλήσουν οι προστάτες μας, οι Τρεις Ιεράρχες. Κατέκτησαν το κύρος τους με την αγάπη τους για την παιδεία, με την ασκητική τους προσπάθεια για διαρκή έξοδο προς τον Θεό και τον άλλον.
 
Παρακαλώ, διαβάστε το εδώ
 
Και:

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

Κεφάλαιο 7. Δυο μονοπάτια

 

Ο στρατηγός Ουράνιος κάλεσε τους τέσσερις φίλους στο διαμέρισμά του. Τα τρία παιδιά από τον Κόσμο των Ανθρώπων φορούσαν τώρα πεντακάθαρα ρούχα από φίνο μετάξι, χρυσοκέντητα, που τους είχαν προσφέρει οι Λαμπηδόνες. Ο Οπάλιος δε φορούσε ρούχα, όπως κι ο Λαός του.

Εκεί γνώρισαν την Ανταύγεια, την αγαπημένη σύζυγο του στρατηγού, ξακουστή σ’ όλη τη Λαμπαδία για την ομορφιά και το δυναμισμό της. Τους υποδέχτηκε εγκάρδια κι αρχοντικά. Από την πλάτη της έβγαιναν δυο κρυστάλλινα φτερά πεταλούδας, μυτερά στην κάτω άκρη.

«Πώς γίνεται αυτό;» τόλμησε να ρωτήσει το Μικρό Άνθος, ενώ και οι τέσσερις φίλοι την κοιτούσαν αποσβολωμένοι.

Η αρχόντισσα χαμογέλασε και χάιδεψε το κορίτσι στο κεφαλάκι.

«Η Ανταύγεια κατάγεται από τους αρχαίους Λαμπηδόνες» απάντησε ο στρατηγός. «Με το πέρασμα των αιώνων, τα φτερά χάθηκαν από το είδος μας. Διατηρούνται μόνο σε μια δυο οικογένειες και μόνο στις γυναίκες».

«Έχουν σχέση με τα φτερά των Πεταλούδων;» ρώτησε ο Οπάλιος.

«Και βέβαια» είπε η Ανταύγεια. «Η Λαμπαδία δημιουργήθηκε όταν το ουράνιο τόξο, όπου βρισκόμαστε, καρφώθηκε σ’ ένα μεγάλο κοίτασμα ηλιόπετρας μέσα στη γη. Τότε κρυσταλλώθηκε κι από τα θραύσματα της ηλιόπετρας και του ουράνιου τόξου γεννήθηκαν οι πρώτοι Λαμπηδόνες και οι πρώτες Πεταλούδες. Με τον καιρό, οι πρόγονοί μας δημιούργησαν όλον αυτό τον πολιτισμό που βλέπετε».

«Οι Πεταλούδες είναι αδέρφια μας» πρόσθεσε ο στρατηγός. «Είναι κι αυτές Λαμπηδόνες, απλώς άλλου είδους».

***

Σε λίγο, ο στρατηγός πήρε παράμερα τους τέσσερις φίλους.

«Υπάρχει ένας τρόπος να μάθουμε την αλήθεια» τους είπε, «αλλά είναι αρκετά τρομακτικός και επικίνδυνος».

«Ποιος τρόπος;» ρώτησε ο Τζαμάλ.

«Η μαγεία». Τα τέσσερα παιδιά σφίχτηκαν. «Πιθανότατα, ο εχθρός μας χρησιμοποίησε μαγεία και μάλιστα εξελιγμένη».

Τους κοίταξε προσεχτικά, μετρώντας τις αντιδράσεις τους. Η λαμπερή καρδιά του έδειχνε ταραχή, όπως και του Οπάλιου.

«Άρα, ο καλύτερος τρόπος να βρούμε ποιος είναι, είναι η μαγεία».

«Σ’ αυτό τον Κόσμο σίγουρα η μαγεία είναι άφθονη» υπέθεσε ο Τζαμάλ.

«Ναι, αλλά εκείνη που θεωρούμε πραγματική μαγεία και διαφέρει από τις ξεχωριστές ικανότητες κάθε Είδους ή από τις δυνάμεις του Ασλάν, ας πούμε, είναι η μαύρη μαγεία. Τη μαύρη μαγεία κανείς δεν τη συμπαθεί – ούτε κι εγώ. Γι’ αυτό, θα ενεργήσω χωρίς την άδεια της Βασίλισσας, που δεν πρόκειται να μου τη δώσει ποτέ».

Ήταν φανερό πως ενεργούσε χωρίς την έγκριση όχι μόνο της Βασίλισσας, μα και της σοφής συντρόφισσάς του, της αρχόντισσας Ανταύγειας.

«Άρα, συγχωρέστε με, εξοχότατε» είπε συνεσταλμένα ο Οπάλιος, «πράγματι γίνονται στη Λαμπαδία ενέργειες που μένουν κρυφές».

Ο στρατηγός αναστέναξε.

«Όχι» απάντησε με σταθερή φωνή. «Αυτή θα είναι η πρώτη. Θα ’ρθετε μαζί μου;».

«Τι να μας κάνετε εμάς;» ρώτησε η Τορπεκάι.

«Επειδή ξεναγηθήκατε στο Κοραλλένιο Παλάτι. Ίσως η γνώση και η εμπειρία σας φανούν πολύτιμες».

Οι τέσσερις φίλοι κοιτάχτηκαν.

«Προτείνω όχι» είπε ο Αλή.

«Εγώ δεν προτείνω τίποτα για σας, κάντε ό,τι θέλετε» είπε ο Τζαμάλ. «Εγώ όμως θα πάω. Είμαστε εδώ για ένα σκοπό, όχι για διακοπές».

«Κι εγώ θα πάω» είπε ο Οπάλιος. «Είναι ο Λαός μου».

«Η σύνεση επιβάλλει να κάτσουμε στ’ αβγά μας» είπε το Μικρό Άνθος. «Αλλά εσείς οι δύο έχετε δίκιο, πρέπει να πάμε».

«Πειράζει να μείνω εγώ πίσω;» είπε ο Αλή.

Ο Τζαμάλ τον χτύπησε στην πλάτη.

«Και πού θα μας αφήσεις χωρίς προστασία;» γέλασε. «Κι ύστερα, όταν γυρίσουμε σπίτια μας με το καλό, θα ’χεις σ’ όλη σου τη ζωή την πίκρα ότι δεν ήρθες».

«Μα ακριβώς επειδή θέλω να γυρίσω στο σπίτι, λέω να μην έρθω».

Κοίταξε την Τορπεκάι, ελπίζοντας για υποστήριξη.

«Καλύτερα να μείνουμε ενωμένοι» του είπε εκείνη. Ο Αλή ξεφύσηξε απογοητευμένος.

«Ας κάνω τη διαθήκη μου» είπε, κι όλοι, από το φόβο τους, ξέσπασαν σε γέλια!

***

Κοντά στα Γαλάζια Βουνά προσγειώθηκαν οι τέσσερις Κρυστάλλινες Πεταλούδες κι άφησαν τους τέσσερις φίλους, οπλισμένους με τις ασπίδες και τα σπαθιά τους, μαζί με τον Ουράνιο και τρεις πιστούς πολεμιστές του.

«Εδώ κοντά είναι» είπε στα παιδιά.

«Τι είναι αυτή η Μάγισσα;» ρώτησε ο Οπάλιος. «Άνθρωπος;».

«Όχι» απάντησε με φυσικότητα ο στρατηγός. «Μαϊμού».

Τα παιδιά γέλασαν.

«Αστειεύεστε» είπε ο Αλή. Ο στρατηγός τον κοίταξε απορημένος. «Όχι;».

«Την έχετε συναντήσει ποτέ;» ρώτησε το κορίτσι. Ο στρατηγός ένευσε αρνητικά· θα ήταν η πρώτη φορά. Η καρδιά του φανέρωνε πως ένιωθε κι εκείνος κάποιο φόβο, το ίδιο κι οι σύντροφοί του. Μα κατανικούσαν το φόβο τους, σαν καλοί και συνετοί πολεμιστές, και προχωρούσαν.

Άρχισαν να μπαίνουν σε μια χαράδρα. Κάπου βαθιά, σε μιαν αθέατη σκοτεινή σπηλιά, μια κρυστάλλινη σφαίρα άρχισε να λάμπει μ’ ένα απόκοσμο κόκκινο φως. Η Μάγισσα Μαϊμού γέλασε. Έρχονταν τα πουλάκια της, τα θύματά της!...

Όμως, πριν κάνουν λίγα βήματα μέσα στη χαράδρα, ακούστηκαν καλπασμοί. Στάθηκαν. Δυο καβαλάρηδες φάνηκαν πίσω τους και σταμάτησαν λίγα βήματα κοντά τους.

Ήταν νέοι, ντυμένοι με πανοπλίες και οπλισμένοι με ασπίδες και δόρατα. Πανέμορφοι, χωρίς γένια, το πρόσωπό τους έλαμπε και τα μαλλιά τους έμοιαζαν στεφανωμένα από κατάλευκο φως. Ο ένας ίππευε λευκό άλογο κι ο άλλος κοκκινωπό. Αυτά τα υπέροχα ζώα, γνώρισε ο στρατηγός, δεν ήταν απ’ τη Νάρνια.

«Ποιοι είστε;» ρώτησε. «Ποιον Βασιλιά υπηρετείτε;».

«Εκείνον που εσείς ονομάζετε Ασλάν. Και σας παραγγέλλει να μην πάτε στη Μάγισσα, που θα προσπαθήσει να σας ξεγελάσει, αλλά στο αριστερό μονοπάτι, που οδηγεί προς την κορυφή του Γαλάζιου Βουνού».

Τα παιδιά κοίταξαν τον Ουράνιο, προσπαθώντας να καταλάβουν αν ήξερε τι βρισκόταν στο τέρμα του μονοπατιού που έβγαζε στην κορυφή. Εκείνος κοιτούσε στα μάτια τους καβαλάρηδες, αυστηρά και καχύποπτα.

«Εσείς δε μπορείτε να μας δώσετε απαντήσεις;» τους ρώτησε.

«Δεν είναι αυτή η αποστολή μας» αποκρίθηκαν εκείνοι. «Ας έχετε την ευλογία του».

Έστριψαν τ’ άλογά τους και ξεκίνησαν να φύγουν.

«Είστε Γιοι του Αδάμ;» ρώτησε ο στρατηγός.

«Όχι» απάντησαν οι άντρες, «του Νέου Αδάμ».

Και χάθηκαν στο βάθος, εκεί απ’ όπου είχαν έρθει.

Η μικρή συντροφιά στάθηκε για λίγο προβληματισμένη κι όλοι περίμεναν τον Ουράνιο ν’ αποφασίσει.

«Λοιπόν, τι υπάρχει στο Γαλάζιο Βουνό;» ρώτησε ο Τζαμάλ.

Ο στρατηγός σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει.

«Λένε πως κοντά στην κορυφή του Γαλάζιου Βουνού κατοικεί ο Οδηγός, ένα σοφό πλάσμα που αγαπά όλα τα όντα, απ’ όλα τα Είδη. Είναι πιστός στον Ασλάν και διαθέτει γνώση και δύναμη πολύ ανώτερη από τα περισσότερα πλάσματα αυτού του Κόσμου».

«Γιατί δεν πάμε;» ρώτησε ο Οπάλιος.

Ο στρατηγός έκανε ένα μορφασμό αμηχανίας.

«Και πώς ξέρουμε ότι υπάρχει καν ο Οδηγός; Πώς ξέρουμε ποιοι ήταν αυτοί οι άντρες; “Γιοι του Νέου Αδάμ” – δηλαδή; Δεν έχω ακούσει τίποτα για Νέο Αδάμ. Εσείς;».

Τα παιδιά κούνησαν το κεφάλι· ούτε κι αυτά.

«Προτιμώ λοιπόν να πάμε στη Μάγισσα, εκεί που προγραμματίζαμε από την αρχή και που ξέρουμε σίγουρα πως θα βρούμε κάτι».

«Ναι, αλλά είπαν πως θα προσπαθήσει να μας ξεγελάσει» παρατήρησε η Τορπεκάι.

«Ίσως όμως αυτοί προσπάθησαν να μας ξεγελάσουν».

«Μπορώ να πω τη γνώμη μου;» ρώτησε ο Αλή.

«Φυσικά, παιδί μου».

«Προτείνω Βουνό».

«Και ο λόγος;».

«Στο Συννεφένιο Παλάτι, εξοχότατε, είπατε πως εδώ έχουμε μαύρη μαγεία, που κανείς δεν τη συμπαθεί στη Λαμπαδία και σ’ όλες τις χώρες αυτού του Κόσμου. Γι’ αυτό εξάλλου φύγαμε κρυφά απ’ τη Βασίλισσα. Από την άλλη, οι δυο καβαλάρηδες δήλωσαν πως υπηρετούν τον Ασλάν και ο Οδηγός, όπως λέτε, είναι πιστός του Ασλάν. Ο Ασλάν δεν είναι η Πηγή του Καλού εδώ; Εκεί δεν είμαστε ασφαλείς; Πιο ασφαλείς από τη μαύρη μαγεία;».

«Και στο κάτω κάτω, αν δε βρούμε τίποτα, επιστρέφουμε και πάμε στη Μάγισσα» πρόσθεσε ο Τζαμάλ.

Ο στρατηγός το σκέφτηκε. Η λαμπερή καρδιά του, πάλλοντας, επιτάχυνε προβληματισμένη.

«Όχι» απάντησε τελικά. «Θα πάμε στη Μάγισσα».

«Με την άδειά σας» είπε η Τορπεκάι, «εμείς θα πάμε στον Οδηγό».

«Τι!» έκανε ο Αλή. «Θα πάμε μόνοι μας;».

«Μη μου τα χαλάς τώρα» τον σκούντηξε ο Τζαμάλ. «Τα ’πες μια χαρά πριν. Ναι, μόνοι μας, και λοιπόν; Τίποτα δε θα μας συμβεί· είναι ο τόπος του Ασλάν εδώ».

«Δεν το εγκρίνω» είπε ο στρατηγός. «Ο Ασλάν δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα σας βοηθήσει».

«Ελάτε μαζί μας τότε» είπε ο Οπάλιος.

«Όχι, παιδιά. Θα πάω εκεί που κρίνω ότι πρέπει να πάω. Αν επιμένετε να τραβήξετε προς την κορυφή, μπορείτε να το κάνετε μόνοι σας».

«Και η χρησιμότητά μας στο άντρο της Μάγισσας;» επέμεινε το κορίτσι.

«Τι να κάνουμε; Δε μπορώ να σας υποχρεώσω να έρθετε».

Οι τέσσερις φίλοι το σκέφτηκαν λίγες στιγμές.

«Πολύ καλά» είπε ο Οπάλιος. «Θα συναντηθούμε εδώ, όταν τελειώσουμε τη δουλειά μας».

 

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Κεφάλαιο 6. Λαμπαδία


Πράγματι, οι Κένταυροι και οι Λαμπηδόνες είχαν στρατοπεδεύσει στην ακτή και περίμεναν να βγουν από το Βυθό τα παιδιά.

Περιμένοντας, είχαν ανάψει φωτιές, είχαν φάει μαζί, είχαν πει ιστορίες κι είχαν γνωριστεί μεταξύ τους. Ήταν η πρώτη φορά που Ναρνιανοί και Λαμπηδόνες είχαν πλησιάσει τόσο κοντά.

«Είστε τόσο καλός Λαός!» είπε η Κρυσταλίνα στο στρατηγό Ουράνιο κι η καρδιά του έλαμψε πιότερο μέσα στο διάφανο στήθος του. «Θα θέλαμε να είστε φίλοι και σύμμαχοί μας. Όμως τούτος ο πόλεμος, ενάντια στα Βασίλεια της Θάλασσας, πρέπει να αποτραπεί, γιατί κι εκείνοι, όπως κι εσείς, έχουν πέσει θύματα κάποιου κοινού εχθρού».

«Ποιος θα μπορούσε να εξαφανίσει δέκα επίλεκτους Λαμπηδόνες μέσα στο Κοραλλένιο Παλάτι και να κλέψει το θησαυρό του Βασιλιά Πρωτέα, χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς;» αναρωτήθηκε εκείνος. «Χωρίς καν να γίνει μια φανερή μάχη;».

«Ίσως ένας Μάγος» υπέθεσε ο Κεραυνόποδος.

«Μήπως είμαστε σίγουροι πως ξέρουμε τι πλάσματα κατοικούν σε ολόκληρο τον Κόσμο μας;» ρώτησε ανατριχιάζοντας η Κρυσταλίνα. «Μήπως ξέρουμε τις προθέσεις και τις δυνάμεις όλων των πλασμάτων σε όλα τα Βασίλεια; Ίσως υπάρχουν πανίσχυρα μαγικά όντα στον κάτω Κόσμο ή ολόκληρα Βασίλεια γύρω μας που δεν τα γνωρίζουμε καν. Ή πύλες για άλλους Κόσμους, όπως αυτές για τον Κόσμο των Παιδιών του Αδάμ και της Εύας».

«Έρχονται!» φώναξαν οι φύλακες, Λαμπηδόνες και Κένταυροι.

Όλοι σηκώθηκαν κι έτρεξαν προς το γιαλό. Από τα κύματα αναδύθηκαν οι Γοργόνες φέρνοντας στα χέρια τους τα τέσσερα παιδιά. Μαζί τους βγήκε και η Θάλασσα, η πρωτότοκη Θαλασσοκυρά, χωρίς οπλισμό και συνοδεία. Πάτησε στην αμμουδιά.

«Έχουμε πειστεί αρκετά για την αθωότητά σας» είπε στον Ουράνιο. «Ο πόλεμος φαίνεται να αποτρέπεται προς το παρόν. Ακόμη όμως δεν έχουμε βρει απαντήσεις».

Όλοι ζητωκραύγασαν. Τα παιδιά ένιωσαν κιόλας καλύτερα. Εδώ ήταν άλλος Κόσμος – εδώ ταίριαζαν!

***

Σε λίγο, έχοντας αποχαιρετίσει τους Κένταυρους, ταξίδευαν για τη Λαμπαδία πάνω σε Κρυστάλλινες Πεταλούδες.

Οι Κρυστάλλινες Πεταλούδες ήταν διάφανες, σαν τους Λαμπηδόνες, με πολύχρωμες πιτσίλες που φαίνονταν στα φτερά τους. Το σώμα τους ήταν δροσερό, μα ευλύγιστο, όχι άκαμπτο όπως το φυσικό κρύσταλλο. Τα παιδιά ίππευαν συνοδευόμενα από Λαμπηδόνες, που οδηγούσαν τις Πεταλούδες με χαλινάρια από λεπτές ηλιαχτίδες.

Πέρασαν κάμπους, λίμνες, ποτάμια και βουνά. Ο Οπάλιος ένιωθε αμηχανία κι ο δισταγμός του φαινόταν στο αναβόσβησμα της καρδιάς του.

«Μη φοβάσαι» του είπε χαμογελώντας με καλοσύνη ο οδηγός του. «Έρχεσαι στους δικούς σου!».

«Άραγε θα με δεχτούν σα δικό τους;» εκμυστηρεύτηκε το αγόρι.

Καθώς χάραζε, πετούσαν πάνω από τα Γαλάζια Βουνά, πάντα συννεφιασμένα και χιονοσκέπαστα. Ο οδηγός που ίππευε μαζί με το Μικρό Άνθος άπλωσε το χέρι κι έδειξε στο βάθος.

«Η Λαμπαδία» ανάγγειλε.

Και τα παιδιά άνοιξαν διάπλατα τα στόματά τους. Τέτοιο θέαμα δεν περίμεναν να δουν τα μάτια τους!

Ένα γιγάντιο ουράνιο τόξο ξεφύτρωνε από τη γη και χανόταν σαν πολύχρωμη πλαγιαστή γέφυρα στον ουρανό. Πάνω σ’ αυτή την πολύχρωμη γέφυρα ήταν χτισμένη η Λαμπαδία.

Τα σπίτια, τα κάστρα και τα Παλάτια της Λαμπαδίας ήταν φτιαγμένα από σύννεφα· πράσινα, ροζ, γαλάζια, πορτοκαλιά, όλα σε απαλές αποχρώσεις. Κάτω από το ουράνιο τόξο απλώνονταν απέραντα λιβάδια με ηλιοτρόπια και μαργαρίτες σε ποικίλα χρώματα· απ’ αυτά παίρνανε την τροφή τους οι Λαμπηδόνες, καθώς και οι Κρυστάλλινες Πεταλούδες τους κι όλα τ’ άλλα ζώα και τα πλάσματα της Λαμπαδίας.

Οι Λαμπηδόνες ήταν Λαός ελεύθερος και γενναίος, αλλά ειρηνικός, πειθαρχημένος και πνευματικά ανεπτυγμένος. Τα όπλα τους ήταν φτιαγμένα από ακτίνες του Ήλιου.

Στο Συννεφένιο Παλάτι, οι τέσσερις φίλοι στάθηκαν μπροστά στη Βασίλισσα Ίριδα – το στέμμα της ήταν ένα μικροσκοπικό ουράνιο τόξο – και το επιτελείο της, που αποτελούνταν από συμβασιλείς και στρατηγούς και των δύο φύλων. Όλοι σηκώθηκαν, τους χαιρέτισαν με χειραψία κι υποδέχτηκαν τον Οπάλιο με ιδιαίτερη θέρμη. Κατόπιν γύρισαν στις θέσεις τους· κάθονταν γύρω από μια στρογγυλή τράπεζα κι εκεί τους έβαλαν να καθίσουν κι εκείνοι.

«Πες μου για τον πατέρα σου, νεαρέ μου φίλε» είπε η Βασίλισσα στο αγόρι.

«Δεν ξέρω τίποτα, Μεγαλειοτάτη· μόνο ότι πολέμησε στη Μάχη ενάντια στους Ανθρώπους, πληγώθηκε και δε γύρισε ποτέ πίσω».

«Πώς ήταν η μορφή του;».

«Δυστυχώς, δεν πρόλαβα να τον δω».

«Το σώμα του πού βρίσκεται; Έγινε φως;».

«Η μαμά μου μού είπε πως ήρθαν και τον πήραν από τη γενιά του την ώρα που ξεψυχούσε».

Η Βασίλισσα, οι συμβασιλείς και οι στρατηγοί της κοιτάχτηκαν.

«Ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο» είπε ο στρατηγός Ανθέμιος.

«Κι όμως, έγινε» απάντησε η Βασίλισσα. «Να η απόδειξη» κι έδειξε τον Οπάλιο. «Ίσως δε γνωρίζουμε όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν στη Λαμπαδία ή ίσως και όλους τους Λαμπηδόνες».

«Ανήκουστο» σχολίασαν όλοι μ’ ένα παρατεταμένο σούσουρο.

Ο Οπάλιος αγωνιούσε.

«Μου επιτρέπετε;» ζήτησε το λόγο η Τορπεκάι.

«Και βέβαια, Κόρη της Εύας».

«Ένας Λύκος, όταν βγήκαμε στη Νάρνια, μας είπε πως είδε δέκα Λαμπηδόνες να συμμετέχουν στη Μάχη».

«Τους γνώριζε;».

Το κορίτσι σήκωσε τους ώμους· μάλλον όχι.

«Δέκα είναι και οι Λαμπηδόνες που αναζητούμε τώρα» σχολίασε η δεύτερη στην τάξη Βασίλισσα Διαμαντένια.

«Σύμπτωση» είπε με βεβαιότητα ο Ανθέμιος, κάνοντας μια κοφτή κίνηση με το χέρι του.

Τα παιδιά διηγήθηκαν τις εμπειρίες τους από το Κοραλλένιο Παλάτι. Όλοι συμφώνησαν πως κάποιος πρωτόγνωρος εχθρός είχε εμφανιστεί.

«Κι αυτός ο εχθρός έχει πρόσβαση στο Βασίλειο της Θάλασσας» είπε ο Ουράνιος. «Και σίγουρα υπάρχει κάποιος προδότης ανάμεσά τους».

«Καλοί μου φίλοι», στράφηκε η Βασίλισσα στα παιδιά, «μπορείτε ν’ αναπαυθείτε. Οπάλιε, είσαι μέλος της κοινωνίας μας πια. Ελπίζω πως θα παραμείνεις μαζί μας».

«Αυτό θέλω όσο τίποτα στον κόσμο» απάντησε χαρούμενο και συγκινημένο το αγόρι κι η καρδιά του έλαμψε όσο ποτέ πριν. Τα τρία ξαδέρφια πρόσεξαν πως οι καρδιές όλων των αρχόντων της Λαμπαδίας ανταποκρίθηκαν.

«Δεν είσαι πια ορφανός» είπε η Βασίλισσα Διαμαντένια. «Είσαι παιδί όλων μας. Θα ζήσεις στο Παλάτι».

«Αλλά, αν θέλεις, μπορείς να ζήσεις οπουδήποτε» βεβαίωσε η Ίριδα. «Κι όταν μεγαλώσεις και φανούν τα προτερήματά σου, η Λαμπαδία, η πατρίδα σου, είναι ο τόπος που περιμένει με ευγνωμοσύνη να τα εκδηλώσεις».

Ο Οπάλιος τους ευχαρίστησε όλους. Οι τέσσερις φίλοι έσφιξαν τα χέρια τους μεταξύ τους. Πόση αγάπη απέπνεε αυτό το μέρος, αντίθετα με το Κοραλλένιο Παλάτι!

«Και το Κοραλλένιο Παλάτι έχει καλούς» είπε η Τορπεκάι. «Τον Ούριο, τη Νηνεμία, το Βορέα… Κι ο Μεγάλος Βασιλιάς Πρωτέας φαίνεται καλός και ειρηνικός. Απλά τους συναντήσαμε σε δύσκολη ώρα κι είδαμε πρώτα το σκληρό τους πρόσωπο».

«Άλλος Λαός, άλλα ήθη» της απάντησε, ακούγοντάς την, ο Ανθέμιος.

***

Ο πρίγκιπας Ζέφυρος κοιτούσε προσεχτικά κάθε αίθουσα, αποθήκη, διάδρομο, σκάλα και κήπο στην πτέρυγα του Κοραλλένιου Παλατιού, όπου είχαν δεχτεί την επίθεση οι τέσσερις φίλοι. Μια βαριά ξύλινη πόρτα φαινόταν σφηνωμένη και δε μπορούσε να την ανοίξει.

«Κάτι συμβαίνει εδώ» είπε στο σύντροφό του. «Η πόρτα δε φαίνεται αμπαρωμένη, αλλά η δύναμή μου δεν είναι αρκετή για να την ανοίξω. Θα φέρω ενισχύσεις».

Ο σύντροφός του ήξερε πως οι ενισχύσεις που εννοούσε ήταν πολύ δυνατές.

«Θα προσπαθήσω κι εγώ» είπε. Πλησίασε την πόρτα, την τράνταξε λίγο και την έσπρωξε δυνατά. Η πόρτα άνοιξε.

«Πώς τα κατάφερες;» ρώτησε ο Ζέφυρος.

«Θέλει το κόλπο της» απάντησε αινιγματικά εκείνος. Όμως δεν επρόκειτο για κοινό “κόλπο”, αλλά για μυστικό ξόρκι.

Ο Ζέφυρος πέρασε μπροστά. Βρέθηκαν σ’ έναν υποθαλάσσιο κήπο και δεν άργησε να βρει αυτό που τελικά γύρευε.

Πίσω από μερικούς βράχους, ανοιγόταν μια δίνη.

«Έλα να δεις!».

Η δίνη στροβιλιζόταν αργά, σα φτιαγμένη από γκρίζο σύννεφο. Ο άρχοντας δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο, αλλά ήξερε από περιγραφές άλλων τι ήταν. Κατάλαβε πως το μυστήριο πλησίαζε στη λύση του.

Και ξαφνικά ο σύντροφός του τον έσπρωξε δυνατά. Ξέφυγε από τα χέρια του και τράβηξε το σπαθί του. Λιγομίλητος καθώς ήταν, δεν είπε λέξη· άρχισαν να μονομαχούν.

Η πόρτα του κήπου έκλεισε μόνη της με δυνατό κρότο. Τα σπαθιά άστραφταν κι οι κλαγγές τους αντηχούσαν στο χώρο, μα η κλειστή πόρτα δεν άφηνε ν’ ακούγονται παραέξω. Ο Ζέφυρος ήταν δεινός ξιφομάχος, μα φαίνεται πως ο άλλος ήταν ικανότερος. Μ’ ένα επιδέξιο χτύπημα τον αφόπλισε, ακριβώς στο χείλος της δίνης. Τον έσπρωξε με δύναμη κι ο αγέλαστος, αλλά έντιμος πρίγκιπας έπεσε μέσα και χάθηκε βυθισμένος στο γκρίζο συννεφένιο στρόβιλο.

 

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

Κεφάλαιο 5. Επίθεση!

 

Το θαλασσινό ζευγάρι ξενάγησε τους τέσσερις φίλους στο Κοραλλένιο Παλάτι. Τους έδειξε τα διαμερίσματα για τους ξένους, όπου είχαν φιλοξενηθεί ο πρίγκιπας Ύαλος και οι συνοδοί του, τις περιοχές όπου μένουν οι Θαλασσοκυράδες με τους συζύγους τους κι εκεί όπου κατοικούν οι φρουροί, τα θησαυροφυλάκια, τα οπλοστάσια και τις αποθήκες…

«Κι αυτά είναι τα δωμάτιά σας» είπαν τελικά οδηγώντας τους σε τέσσερις κάμαρες δίπλα δίπλα.

Οι κάμαρες ήταν στεγνές κι επιπλωμένες με όμορφα αναπαυτικά κρεβάτια, καθρέφτες και κομοδίνα.

«Μπορείτε ν’ αφήσετε τις φυσαλίδες σας στο διάδρομο» τα βεβαίωσε η Νηνεμία. «Θα τις ξαναβρείτε όταν θα θέλετε να βγείτε».

Τότε ο Οπάλιος, αν και φοβισμένος, πήρε το θάρρος να ρωτήσει κάτι. “Ή τώρα ή ποτέ” σκέφτηκε.

«Γράφετε εσείς εδώ;».

Ο Ούριος ένευσε αρνητικά. Στο Βασίλειο της Θάλασσας δεν υπήρχε γραφή.

«Ζωγραφίζετε όμως;» ρώτησε το Μικρό Άνθος, σα να μάντεψε το συλλογισμό του.

«Η Αύρα ζωγραφίζει» είπε η Νηνεμία. «Θέλετε χαρτί και μολύβι;».

«Αν είναι εύκολο» είπε το αγόρι.

«Ευχαρίστως θα σας φέρουμε».

Το ζευγάρι έφυγε κολυμπώντας προς το βάθος του διαδρόμου.

«Μακάρι να πηγαίναμε να τα πάρουμε μόνοι μας» είπε ο Οπάλιος. «Θα ’θελα να μιλούσαμε στην Αύρα – φαίνεται τόσο λυπημένη που σκέφτομαι μήπως ξέρει κάτι».

«Δε νομίζω πως θα μας αφήσουν» είπε ο Αλή, χωρίς να καταλαβαίνει ακόμη τι σκέφτονταν οι φίλοι του.

Μια Νηρηίδα φάνηκε και τους έφερε λευκές μεμβράνες και μολύβια από κάρβουνο. Την ευχαρίστησαν και μπήκαν όλοι στο δωμάτιο του Οπάλιου, αφήνοντας τις φυσαλίδες τους απ’ έξω.

Το διάφανο αγόρι και το κορίτσι κάθισαν δίπλα δίπλα παίρνοντας τις μεμβράνες και τα μολύβια κοντά τους.

«Κι εγώ δεν ξέρω να γράφω» είπε ο Οπάλιος. «Ξέρω όμως να ζωγραφίζω κι έχω και καλό αίσθημα προσανατολισμού».

«Κι εγώ το ίδιο» είπε το κορίτσι. «Θα σε βοηθήσω!».

«Τι το θέλετε το χαρτί;» καλαμπούρισε ο Τζαμάλ. «Θα μας κάνετε το πορτραίτο μας;».

«Όχι» απάντησε με φυσικότητα ο Οπάλιος. «Ένα χάρτη».

Και βάλθηκε να ζωγραφίζει.

«Το Παλάτι είναι κυκλικό» είπε. «Το είδαμε απ’ έξω, αλλά φαίνεται κι απ’ τους πλαϊνούς διαδρόμους, που μοιάζουν στρογγυλοί». Τα παιδιά κούνησαν το κεφάλι τους. «Η Καρδιά είναι στη μέση, δηλαδή εδώ». Σχεδίασε. «Ήρθαμε έτσι κι έτσι, άρα η Αίθουσα των Θρόνων είναι εδώ. Φύγαμε από την Καρδιά προς τα εδώ… Να τα διαμερίσματα των πριγκίπων, να η φρουρά, οι αποθήκες, οι θησαυροί… Να τα δικά μας…».

Η Τορπεκάι συμπλήρωνε και σιγά σιγά μπήκαν στο παιχνίδι και τα δυο αγόρια. Σύντομα είχαν φιλοτεχνήσει ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα του Παλατιού.

«Τώρα θα πρότεινα να ξαναπάμε στα διαμερίσματα των ξένων, εκεί απ’ όπου χάθηκε ο πρίγκιπας με τους Λαμπηδόνες» είπε ο Οπάλιος. «Επίσης, νομίζω πως υπάρχει ένας ολόκληρος τομέας του Παλατιού», έδειξε με το χέρι του, «όπου δε μας πήγαν καθόλου. Τι να ’ναι εκεί;».

«Να κυκλοφορήσουμε έτσι μόνοι μας στο Παλάτι;» ρώτησε φοβισμένα ο Αλή.

«Ναι, να πάμε» είπε ο Τζαμάλ, που άρχιζε να νιώθει πως είχε χάσει την αρχηγία. «Όποιος φοβάται, να μείνει στο δωμάτιό του!».

«Ο Μαχητής!» αστειεύτηκε ο Οπάλιος.

«Οπάλιε, να ξέρεις πως μέχρι σήμερα το πρωί ήμουν ο αρχηγός εδώ πέρα».

«Εννοείς εκεί πέρα» γέλασε η ξαδέρφη του. Ο Τζαμάλ κοκκίνισε.

«Τέλος πάντων. Τώρα είμαστε στον Κόσμο σου και αναγνωρίζω κι εσένα ως αρχηγό – είσαι πολύ καλός εξάλλου. Αλλά ναι, μην το ξεχνάτε, είμαι ο Μαχητής!».

***

Ταξίδεψαν στο Παλάτι μέσα στις φυσαλίδες τους, φορώντας τα μικρά τους όπλα, με οδηγό το σχεδιάγραμμά τους. Πήγαν στους ξενώνες, συνάντησαν Τρίτωνες και Γοργόνες και ρώτησαν λεπτομέρειες για τη διαμονή των αγνοούμενων Λαμπηδόνων. Μπήκαν και βγήκαν στα δωμάτια και σε όμορφους υποθαλάσσιους κήπους, τίποτα δε βρήκαν.

«Είμαστε μόνο τέσσερα παιδιά» είπε απογοητευμένος ο Αλή. «Δε νομίζω πως θα βρούμε τίποτα! Ελπίζω μόνο να μη χάσουμε το κεφάλι μας αν αποτύχουμε!».

«Πάμε στον τομέα του Παλατιού όπου δε μας πέρασαν οι ξεναγοί μας» είπε ο Οπάλιος.

«Μισό λεπτό» τον σταμάτησε ο Αλή. «Μήπως θες να πεις πως είναι ύποπτοι ο Ούριος και η Νηνεμία; Είναι οι μόνοι που μας φέρθηκαν καλά. Για μένα, ύποπτος είναι ο Ζέφυρος και οι μεγάλες Αδελφές, οι κακιασμένες!».

«Όμως ο Ζέφυρος μας έδωσε όπλα» απάντησε η ξαδέρφη του.

«Ίσως για να ρίξει στάχτη στα μάτια των άλλων» σχολίασε ο Τζαμάλ.

Κατευθύνθηκαν προς την άγνωστη πτέρυγα, όπως τους το είχε αποδείξει το σχεδιάγραμμα. Είδαν και πάλι αίθουσες, αποθήκες, γυάλινα παράθυρα που έβλεπαν σε κήπους και σε απέραντα υποθαλάσσια λιβάδια που έσφυζαν από ποικιλόμορφη ζωή.

«Δε βλέπω κάτι περίεργο» είπε ο Τζαμάλ.

«Πράγματι» παραδέχτηκε ο Οπάλιος. «Τότε γιατί δε μας έφεραν προς τα εδώ;».

«Προσέξτε!» ξεφώνισε τρομαγμένο το Μικρό Άνθος.

Δυο γιγάντια Καβούρια είχαν βρεθεί ξαφνικά μπροστά τους. Τους έφραζαν το δρόμο και πλησίαζαν με φανερές άγριες διαθέσεις, ανοιγοκλείνοντας τις δαγκάνες τους.

«Τρέξτε!» φώναξε ο Αλή.

Έκαναν πίσω, μα ένας λευκός Καρχαρίας τους είχε κόψει τη δυνατότητα διαφυγής.

Συσπειρώθηκαν πλάτη με πλάτη. Η Τορπεκάι είχε μουδιάσει, μα κι ο Αλή έτρεμε.

«Οι δυο μας είμαστε» είπε ο Οπάλιος στο Τζαμάλ.

«Επίθεση!» πρόσταξε εκείνος.

Και ρίχτηκαν. Οι φυσαλίδες τους έσπασαν αμέσως και τα ξίφη χτύπησαν αιφνιδιαστικά τους εχθρούς τους. Ο Οπάλιος ξέσκισε την κοιλιά του Καρχαρία κι ο Τζαμάλ χτύπησε το όστρακο του πιο κοντινού Κάβουρα, μα δεν του προκάλεσε ούτε αμυχή. Ωστόσο, το νερό άρχισε να μπαίνει στα πνευμόνια τους.

«Πάμε!» φώναξε η Τορπεκάι και πήρε μπροστά. Ο Αλή, σα να ξύπνησε απότομα, την ακολούθησε.

Ο λευκός Καρχαρίας υποχώρησε αιμόφυρτος και τα τέσσερα παιδιά χτύπησαν τα Καβούρια, κραυγάζοντας ταυτόχρονα για βοήθεια. Κατάφεραν να τα ξαφνιάσουν και να τα απωθήσουν. Όμως δεν είχαν πια φυσαλίδες! Ένιωθαν να πνίγονται και το νερό τους παράσερνε πάνω κάτω. Τα Καβούρια ανασυντάχτηκαν για μια τελειωτική εφόρμηση!

Όμως τότε φάνηκαν πίσω απ’ τα παιδιά αρκετοί Τρίτωνες οπλισμένοι με τρίαινες και μακριά ξίφη. Τα Καβούρια δε στάθηκαν να πολεμήσουν. Έστριψαν, κουτούλησαν μέσα στο διάδρομο – τους έπεφτε στενός – μπερδεύτηκαν και κουτρουβάλησαν στο δάπεδο!

Οι Τρίτωνες άπλωσαν δίχτυα και τα αιχμαλώτισαν. Πήραν στα χέρια τους τα παιδιά κι έφτιαξαν μια φυσαλίδα γύρω απ’ το καθένα. Σε λίγο τα είχαν φέρει σε κάποια αίθουσα νοσοκομείου.

***

«Φτηνά τη γλιτώσαμε!» ξεφύσηξε ο Αλή αποκαμωμένος, μόλις συνήλθε.

«Μας έσωσε τη ζωή ο Ζέφυρος» παρατήρησε ο Τζαμάλ. «Οπάλιε, σύντροφε, είσαι καλός πολεμιστής!».

Ο Οπάλιος χαμογέλασε κι η καρδιά του έλαμψε πιο δυνατά.

«Όλοι πολεμήσαμε όπως μπορούσαμε» είπε σεμνά. «Οι Τρίτωνες μας έσωσαν».

«Ήταν η πρώτη αληθινή μεγαλίστικη εμπειρία της ζωής μας» είπε μελαγχολική η Τορπεκάι. «Και στον τόπο μας γίνεται πόλεμος, μα δεν έχουμε δει κάποια μάχη. Και τώρα πολεμήσαμε οι ίδιοι!».

«Και μάλιστα» πρόσθεσε ο Αλή «με σπαθιά και ασπίδες!».

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο πρίγκιπας Βορέας, ο σύζυγος της Θάλασσας. Οι γιατροί κι οι νοσοκόμοι στάθηκαν προσοχή.

«Τι γυρεύατε εκεί, παιδιά;» ρώτησε ήρεμα.

«Δεν είχαμε πάει προς τα εκεί και σκεφτήκαμε μήπως βρούμε κάτι» απάντησε ο Τζαμάλ.

«Και μάλλον είχαμε δίκιο» είπε η Τορπεκάι. «Γιατί μας επιτέθηκαν; Τι υπάρχει σ’ εκείνο το μέρος;».

«Τίποτα» είπε ο πρίγκιπας. «Μόνο αποθήκες και κήποι».

«Κι όμως, υπάρχει» επέμεινε ο Οπάλιος. «Αλλιώς, γιατί έγιναν όλ’ αυτά;».

«Τι απέγιναν τα Καβούρια;» ρώτησε ο Τζαμάλ.

«Τα Καβούρια δεν έχουν τόσο υψηλή νοημοσύνη, ούτε μιλάνε· είναι σαν εκπαιδευμένα ζώα. Ίσως απλά βρέθηκαν εκεί και σας ρίχτηκαν γιατί δε σας είχαν ξαναδεί».

«Ο Καρχαρίας;».

«Αυτός ήταν εξυπνότερος και θα μπορούσε να μας πει κάτι, όμως πέθανε από το σπαθί σας».

«Είσαι καρχαριοφονιάς, φίλε μου» είπε με αληθινό θαυμασμό στον Οπάλιο ο Τζαμάλ. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με περίσκεψη.

«Θα ήταν υπερβολή αν ζητήσουμε ακρόαση;» ρώτησε τον πρίγκιπα.

***

Αρκετή ώρα αργότερα, αφού τα παιδιά συνήλθαν για τα καλά, έφτασαν ξανά στην Αίθουσα των Θρόνων, όπου ο Βασιλιάς Πρωτέας περίμενε να τ’ ακούσει.

Μαζί του ήταν, στους θρόνους τους, τρία από τα πριγκιπικά ζευγάρια: η Θάλασσα κι ο Βορέας, η Φουρτούνα και ο Ζέφυρος, η Νηνεμία και ο Ούριος.

Πρώτο απ’ όλους μίλησε το Μικρό Άνθος:

«Μεγαλειότατε, τα όπλα που μας έδωσε ο άρχοντας Ζέφυρος μας έσωσαν τη ζωή. Τον ευχαριστούμε γι’ αυτό».

Ο Ζέφυρος κούνησε το κεφάλι χωρίς ν’ αλλάξει το βλοσυρό ύφος του.

«Λυπούμαστε που κινδυνεύσατε στο Κοραλλένιο Παλάτι» είπε ο Βασιλιάς. «Ζητούμε συγγνώμη. Είστε πολύτιμοι φιλοξενούμενοί μας και διαπραγματευτές της ειρήνης».

«Σας ευχαριστούμε» απάντησαν όλα τα παιδιά με καμάρι.

«Η επίθεση που δεχτήκαμε» συνέχισε το κορίτσι «μας κάνει να πιστεύουμε πως ίσως σ’ εκείνο το μέρος ο κλέφτης έχει κρύψει το πολύτιμο Κιούπι».

«Όχι» αποκρίθηκε ο Ούριος. «Το Κιούπι δε βρίσκεται στη Θάλασσα, αλλιώς θα συνέχιζε να βγάζει Αλάτι».

«Και, πιστέψτε μας, θα το καταλαβαίναμε αμέσως» πρόσθεσε η Φουρτούνα.

«Πάντως κάτι ύποπτο συμβαίνει εκεί» επέμεινε ο Τζαμάλ ο Μαχητής.

«Γιατί δεν τους πήγατε στην αρχή από ’κεί;» ρώτησε ο Βασιλιάς τη Νηνεμία.

«Δεν έχει και τίποτα σπουδαίο σ’ εκείνο το μέρος» απάντησε εκείνη.

«Με την άδειά σου, πατέρα, θα πάω να το ελέγξω ο ίδιος» είπε ο Ζέφυρος. Ο Πρωτέας ενέκρινε.

«Θα ’ρθω μαζί σου, αδελφέ, αν δεν έχεις αντίρρηση» είπε πρόθυμα ο Ούριος.

«Φυσικά. Κάθε προσφορά δεκτή» απάντησε εκείνος στο γνώριμο ύφος του.

Οι τέσσερις φίλοι συνεννοήθηκαν με το βλέμμα.

«Και τώρα» είπε ο Τζαμάλ, «αν δεν έχετε αντίρρηση, θα παρακαλέσουμε να μας βγάλετε στη Στεριά».

«Κιόλας;» ρώτησε η Φουρτούνα. «Είναι νύχτα στον απάνω Κόσμο. Τα δωμάτιά σας είναι έτοιμα. Γιατί δε διανυκτερεύετε εδώ;».

«Φοβούνται μήπως κινδυνεύσουν ξανά» συμπέρανε η Θάλασσα.

«Ισχύει» παραδέχτηκε ο Τζαμάλ. «Ξέρουμε πως θα μας φυλάτε, αλλά… παιδιά είμαστε και φοβόμαστε. Δεν είμαστε πολεμιστές».

«Πάντως τα καταφέρατε μια χαρά πριν» είπε ο Βορέας.

«Όμως δεν είναι μόνο αυτό» παρενέβη ο Ούριος. «Στην ακτή θα μας περιμένουν οι Κένταυροι και οι Λαμπηδόνες. Ας μην τους κρατήσουμε εκεί ώς αύριο».

«Βιάζεσαι να πας στους δικούς σου, μικρέ Λαμπηδόνα;» ρώτησε ο Πρωτέας.

«Φυσικό είναι» είπε ο Ούριος. «Ας τους αφήσουμε να φύγουν».

Τα παιδιά κοιτάχτηκαν ικανοποιημένα. Δεν ένιωθαν πια ασφάλεια κάτω από την επιφάνεια της Θάλασσας.

 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...