Διήγημα ηρωικής φαντασίας
Από τη συλλογή διηγημάτων Εξομολόγηση ενός ιδανικού ανθρώπου, εκδόσεις Πύρρα 2006
Εικ. από εδώ
Μητέρα, δε θα
σ’ αφήσω!
Ακόμα κι αν η
πάνθηρας των πανθήρων, μαζί με όλο το στρατό της, κατεβεί από τ’ άστρα,
φορώντας το φλογερό της δέρμα και το περιδέραιο με τα χίλια νύχια (που θα
σημαίνει για μένα βέβαιο θάνατο), δε θα κινηθώ· θα πολεμήσω!
Ακόμα κι αν οι
Αχτίδες, οι κόρες του βασιλιά Ήλιου, οπλισμένες με σπαθί και τόξο από χρυσάφι
κι αλάβαστρο, χορέψουν στο πλάτωμα του σπηλαίου, κάτω απ’ τα φτερά μου, θα
κρύψω τα μάτια μου και θα περιμένω να σβήσουν κάτω απ’ τα τύμπανα του ερχομού
σου!
Ακόμα κι αν η
πιο όμορφη νεράιδα του κόκκινου δάσους έρθει για την καρδιά μου, θα κρυφτώ στις
κόγχες σφίγγοντας το σπαθί μου, ώσπου ν’ ακούσω το τραγούδι της ν’
απομακρύνεται· γιατί δεν είμαι εραστής,
ούτε γεννήτορας, ούτε σύζυγος. Είμαι ο Φύλακάς σου!
Είμαι ο
φύλακας της Θεάς· ο φύλακας της Μητέρας· ο φύλακας της Νύχτας!…
Ο Νύκτωρ έψαλε την ωδή ψιθυρίζοντας νοερά,
κουρνιασμένος ανάποδα στην οροφή της σπηλιάς, αγκιστρωμένος με τα δυνατά του
νύχια. Ήταν γέρος, αλλά δε φοβόταν· δεν ήταν πια αθάνατος, η αθανασία της φυλής του
ανήκε στο μακρινό παρελθόν, αλλά η αφοσίωσή του ήταν δυνατότερη από την αγάπη
του για τη ζωή ή από το φόβο του για το θάνατο.
Οι περισσότεροι από το λαό του είχαν πεθάνει, από τη
μυστηριώδη Φθορά –κρέμονταν σα μούμιες μέσα σε σάκους στις οροφές απέραντων
διαδρόμων– ή καρφωμένοι από τα δόρατα
των ξανθών εχθρών τους, με τα φτερά νυχτερίδας, μεμβράνες που φύτρωναν στους
ώμους τους, ξεσχισμένα σαν πανιά ιστιοφόρων σε τυφώνα· αν και οι φύλακες δεν είχαν
δει ποτέ ιστιοφόρο, ούτε ήξεραν τί είναι τυφώνας, ούτε είχαν ακούσει ποτέ για
τη θάλασσα.
Το μόνο νερό που γνώριζαν (και ήταν αρκετό για να ξεδιψάνε, στα
διαλείμματα της μακραίωνης νάρκης τους, όταν ξυπνούσαν για να βεβαιωθούν ότι
όλα ήταν εντάξει) ήταν το αλμυρό νερό των σταλακτιτών· χιλιάδες σταλαγμίτες
υψώνονταν στα αχανή άδυτα, συστάδες από πανύψηλες στήλες άλατος, με τα πιο
περίτεχνα, αλλόκοτα σχήματα. Πολλοί από αυτούς ήταν πρώην ζωντανές υπάρξεις,
που παγιδεύτηκαν στη σταγόνα τη στιγμή που ο Χρόνος γεννούσε. Ήταν ένας
υπέροχος καθεδρικός ναός, αντάξιος Εκείνου που αναπαυόταν στα σπλάχνα του.
Εκείνου που φύλαγαν, εκατομμύρια χρόνια, οι Φύλακες με τα φτερά νυχτερίδας και
τα μάτια που έβλεπαν υπέρυθρες και τ’ αφτιά που άκουγαν υπέρηχους και
συχνότητες υποήχων. Μόνο που δεν ήξεραν τί ήταν. Αλλ’ αυτό δεν είχε καμιά
σημασία. Ήταν η Νύχτα.
Ο Πολεμιστής, ο αρχηγός των Βασιλέων, άναψε τον
πυρσό.
Έξω η μάχη μαινόταν –ο ήχος είχε τρομάξει νύμφες,
γοργόνες και σατύρους, τις ψυχές της θάλασσας και του δάσους, στα όρη και στα
φαράγγια και στις οπές της γης. 10.000 Φύλακες Νυκτίδες πολεμούσαν λυσσαλέα με
12.000 Ανθρώπους, αρματωμένους ώς τ’ αφτιά· οι Άνθρωποι περιβάλλονταν από τις νεφέλες του Φωτός
και οι Φύλακες από τα πέπλα της Νύχτας.
Το έδαφος ήταν καλυμμένο κουφάρια, για
τα οποία αδιαφορούσαν όλοι, καθώς αναζητούσαν μανιασμένα το κρανίο και το λαιμό
και το στέρνο του αντιπάλου τους· φονεύονταν ανελέητα και τα πάντα ήταν βαμμένα με
αίμα. Οι άγγελοι έκλαιγαν, στον ουρανό, πάνω από το φωτοσκότεινο χαλί των
μπλεγμένων στρατευμάτων, και τα δάκρυά τους έπεφταν αόρατα στις πλαγιές του
Όρους Οπάλ κάνοντας χρυσάνθεμα να φυτρώσουν· έπεφταν στα ύδατα της Λίμνης Ανάτ κάνοντας
χρυσόψαρα να γεννηθούν· έπεφταν στα κορμιά των δυο
σφιχταγκαλιασμένων φουσάτων, κάνοντας πίδακες από σπίθες να τιναχτούν, σα χρυσά
πούπουλα.
Όμως, αυτό ήταν για Εκεί. Εδώ, ο Πολεμιστής, με τους
στρατιώτες του, κρατώντας τον Πυρσό των Πυρσών, έκανε το σύμβολο της Αυγής με
τα δυο του δάχτυλα και διασκέλιζε το κατώφλι της Σπηλιάς. Εισχωρούσε. Η καρδιά
του βροντούσε, τα δόντια του ήταν μουδιασμένα απ’ το σφίξιμο και τα μάτια του
έτρεμαν από μια υποψία δακρύων ταραχής· όχι φόβου, αλλά ταραχής. Έπρεπε!
Η πανοπλία του άστραφτε. Οι θεές του, οι Αχτίδες
(που το χορό τους τον ξέφρενο και δημιουργικό των απάντων μιμούνταν ο λαός του
με απελπισία στην κορυφαία τελετή της μύησής του), έπλεξαν έναν αόρατο μανδύα
που ξεκινούσε από τη φλόγα του Πυρσού και τύλιγε το φραγμένο στην πανοπλία
κορμί του ίδιου και των συντρόφων του.
Η Καρδιά του Σκότους που φώλιαζε στα έγκατα του
Σπηλαίου ήταν η πηγή του θανάτου τους. Αιώνες τη διεκδικούσαν. Μαύρους αιώνες,
όπου μόνο τα μιαρά στομάχια, τα κρεμασμένα στα πανύψηλα δέντρα του Δάσους που
ήταν το σπίτι τους, κυριαρχούσαν στον κόσμο βεβηλώνοντας ό,τι περιέκλειαν στο
υγρό κλουβί τους.
Μόνο που δεν ήξεραν τί ήταν. Έπρεπε να φτάσουν εκεί
και ν’ ανοίξουν το απόστημα με τα σπαθιά τους.
Οι Εφτά Πολεμιστές τον ακολούθησαν σιωπηλοί, χωρίς
φόβο. Κατέβαιναν μέσα στα μονοπάτια και ο Πυρσός των Πυρσών σκότωνε το σκοτάδι· και έβλεπαν.
Πρώτη φορά σ’ αυτά τα αιώνια ερέβη, εισχωρώντας
διακριτικά σαν σπίθα, εισέβαλλε το Φως. Και μόνο γι’ αυτό οι Εφτά Πολεμιστές
και ο αρχηγός τους θα γράφονταν στα έπη των επόμενων γενεών· και μόνο αυτό… δεν αρκούσε,
γιατί δε θα υπήρχαν επόμενες γενεές αν δεν… τρύπωναν… και έφταναν…
Χούγιαξε ο Εφιάλτης και κάλεσε το κοπάδι του από
νυχτοπούλια, μεγάλα σαν αετούς. Τον αντιμετώπισαν με τα σπαθιά τους. Έστρωσαν
το δάπεδο κορμιά και έχασαν έναν από τους δικούς τους. Ήταν εφτά τώρα.
Οι Ώρες τους επιτέθηκαν με τα φίδια και τα μαλλιά
τους! Τις αντιμετώπισαν με τα σπαθιά τους κι έστρωσαν το δάπεδο με τα κουφάρια
τους· και
έχασαν έναν από τους δικούς τους· ήταν έξη τώρα.
Ο Ουρανός, ένας πολεμιστής, έκοψε το κεφάλι μιας
Ώρας, το κάρφωσε στο σπαθί του και άναψε τα εύφλεκτα σαν πίσσα μαλλιά της από
τον Πυρσό των Πυρσών· έτσι έλεγε ο χρησμός. Ήταν δύο οι Πυρσοί τώρα. Και έξη οι άντρες.
Προχώρησαν σε βάραθρα, όπου οι ανάσες του Δράκοντα
(οι σκοτεινές φλόγες) υψώνονταν και ορμούσαν αχόρταγες κι έπρεπε να τις
αναχαιτίζουν με τους Πυρσούς τους. Αυτή η διάβαση κράτησε πολύ χρόνο. Και
κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψουν.
Όταν πέρασαν, κι ακούμπησαν στα τοιχώματα να
ξαποστάσουν, μετρήθηκαν. Ένας είχε χαθεί· έτσι, είχαν μείνει Πέντε. Τα Πέντε δάχτυλα της
Μέρας· ενάντια
στα Δέκα νύχια της Νύχτας. Μουρμούρισαν ξόρκια. Ήξεραν ότι στα βάθη τους
περίμενε η χειρότερη δοκιμασία· οι Δέκα επίλεκτοι Νυκτίδες, που φώλιαζαν εκεί από την αρχαιότητα, στις
οροφές που χάνονται σε αδιόρατα ύψη, περιμένοντας. Τώρα, αυτό που περίμεναν,
είχε έρθει.
Η Μάχη κράτησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα, όπου
στροβιλίζονταν κορμιά και ξίφη σφύριζαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και ασύλληπτη
μανία. Ήταν αρκετά για να πέσουν τα κορμιά και να σβήσει ο πυρσός από τα μαλλιά
της Ώρας. Έμειναν όρθιοι μόνο δυο, ματοβαμμένοι, προτείνοντας ο καθένας το
σπαθί του προς το λαιμό του άλλου· ακίνητοι και ανίκητοι.
Ο βασιλιάς των βασιλέων, ο Πολεμιστής των
Πολεμιστών, κρατούσε τον Πυρσό του κι αυτό εμπόδιζε το Νύκτωρα να τον ξεσχίσει.
Το φως τον τύφλωνε κι έκανε τα μάτια του να μισοκλείνουν. Μητέρα, δε θα σ’ αφήσω!
Ο Πολεμιστής μίλησε στην Πρωτογλώσσα, που σπαράγματά
της είχαν μείνει στα κρυμμένα αρχεία των Προσκυνητών και του την είχαν διδάξει
γι’ αυτή τη στιγμή, τη στιγμή που θα αντιμετώπισε τον Τελευταίο.
«Ονομάζομαι Φλόγα».
Ο Νύκτωρ κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να δει· η γλώσσα που άκουγε είχε ν’
ακουστεί αιώνες, αφού οι Νυκτίδες του εξώτερου σπηλαίου επικοινωνούσαν με
τηλεπάθεια και οι Δέκα επίλεκτοι δεν επικοινωνούσαν ποτέ, παρά μόνο με τον
εαυτό τους. Όμως την ήξερε· ήταν η γλώσσα τους. Η λέξη φλόγα
σήμαινε κάτι πολύ απειλητικό σ’ αυτή τη γλώσσα· κάτι φωτεινό. Αλλά ο τόνος του Πολεμιστή, του
εχθρού, του δολοφόνου, ήταν ήρεμος.
«Είμαι Άνθρωπος» συνέχισε εκείνος. «Ζούμε πάνω στη
γη εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο πολιτισμός μας είναι πολιτισμός του Φωτός· ποιήματα, σπίτια, εργάτες,
ξανθά σπαρτά, μπολιασμένα δέντρα, χρυσά κοσμήματα, ρουμπίνια δεμένα με
μαλαματένιο μπρισίμι… Πλοία· ψαράδες που φωνάζουν στο κόκκινο φως της Αυγής, καθώς φεύγουν με
καΐκια φορτωμένα δίχτυα, κι οι γυναίκες στο σανιδένιο μόλο ρίχνουν αλάτι από τα
δάκρυά τους στην αχόρταγη θάλασσα, για να τους προστατεύσει».
Ο Νύκτωρ άκουγε· μέσα στο νου του σχηματιζόταν μια αντίστοιχη
απάντηση, για το δικό του λαό και το δικό του πολιτισμό –μα αυτός ο πολιτισμός
δεν είχε νόημα, παρά μόνο στην υπηρεσία της Μητέρας, και αυτός ο Άνθρωπος ήταν
το Κακό!
«Όμως εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν υπάρχει πια
κόκκινο φως, ούτε ψαράδες, ούτε ποιήματα, σπίτια, εργάτες, ούτε ξανθά σπαρτά…
Οι Κυνηγοί της Νύχτας άρπαξαν την Αυγή, την κόρη της Μέρας που γεννιέται κάθε
πρωί, και τη φυγάδευσαν σε ασημένια λάρνακα στολισμένη με φεγγαρόπετρες και
μάτια της τίγρης».
Ο Νύκτωρ γνώριζε τα πετράδια των αρχαίων Κυνηγών, των Μάγων
της φυλής του.
Το σφύριγμα της Νύχτας ακούστηκε από μακριά· οι δυο εχθροί ανατρίχιασαν.
«Μόνο θάνατος για το λαό μου, που πεθαίνει τυλιγμένος στα αχόρταγα στομάχια,
που ρουφούν τη ζωή του και τον αφήνουν στραγγιγμένο από κάθε ικμάδα, ένα άδειο
κέλυφος, αιώνια σφραγισμένο στη σαρκοφάγα μεμβράνη τους, μια μούμια!».
Το σφύριγμα της Νύχτας έγινε τώρα εκκωφαντικό, μέσα
στα μυαλά τους·
ο Άντρας ταράχτηκε, κλονίστηκε, μα συνέχισε να κρατά ψηλά τον Πυρσό· η Νύχτα δεν μπορούσε να
τους αγγίξει·
όπου υπάρχει φως, δεν υπάρχει σκοτάδι.
Η Μητέρα θα με
σκοτώσει, για να σκοτώσει τον εχθρό Της, συλλογίστηκε ο Νυκτίδης, χωρίς λόγια.
Και τί μ’
αυτό; Υπήρχε για να θυσιαστεί, όχι για ν’ αγαπιέται!
«Χιλιάδες χρόνια βρίσκουμε τα στομάχια κρεμασμένα
στα πανύψηλα δέντρα του Δάσους που είναι το σπίτι μας» συνέχισε ο Άντρας –η
φωνή του τώρα ακουγόταν αμυδρά, στο βουητό που άλλαζε συχνότητες για να τους
ξεσχίσει. «Τα κατεβάζουμε και πασχίζουμε να θάψουμε τους νεκρούς μας, μα τα
πλοκάμια που τους κρατούν παλεύουν ολοζώντανα να μην τους αφήσουν! Πόλεμος,
πόλεμος, πόλεμος, τελετές, προσευχές, αγωνία είναι η ζωή, ή μάλλον ο θάνατος,
του λαού μου, που κατάντησε λαός ερπετών κρυμμένων στις κουφάλες των δέντρων
και τις τρύπες των βράχων!».
Φώναζε τώρα ο Άνθρωπος, κρατώντας τον Πυρσό, που η
φλόγα του στριφογύριζε αντέχοντας στη δίνη, σα ρομφαία Χερουβείμ.
«Και τώρα,
Εσύ κι Εγώ θα κρίνουμε την τύχη του, με τη φλόγα μου και το σπαθί σου!».
Ο Νυκτίδης άκουγε, και τ’ αφτιά του πήγαιναν να σπάσουν
από τον ήχο, που προσπαθούσε να πνίξει τη φωνή του Ανθρώπου· έβλεπε με τα μάτια του νου
του τις χιλιάδες κύστες που κρέμονταν στις οροφές της Σπηλιάς, με τα άδεια
κελύφη των αδελφών του. Δεν ήταν κύστες· ήταν στομάχια. Οι Άνθρωποι
δεν ήταν αρκετοί.
Η Μητέρα μάς
τρώει.
Το βουητό μεγάλωνε, κι ο Νυκτίδης έχανε ολοένα την
επαφή του μ’ αυτό τον κόσμο· θα πεθάνει.
Πέταξε το σπαθί του. Ο Άνθρωπος μισόκλεισε τα σκούρα
του μάτια. Μια νέα θεά γεννήθηκε, με κοσμικό σπασμό, στις γαλάζιες λίμνες τους· η Ελπίδα.
Τυλιγμένος στα μαστίγια του σφυρίγματος της
ανήμπορης Μάνας, ο Νύκτωρ προχώρησε στο διάδρομο της Σπηλιάς, εκεί όπου φώλιαζε
το Άρρητο, το Άγνωστο και το Απρόσιτο. Παραμέρισε μια χωμάτινη πύλη στηριγμένη
σε πλέγματα από γλοιώδεις ρίζες, στολισμένη με φεγγαρόπετρες και μάτια της
τίγρης, και μπήκε μέσα.
Η Νύχτα μούγκρισε και μαζεύτηκε στο κορμί της, το
σκοτάδι συσπάστηκε. Η Αυγή, ένα μωράκι με χρυσά μαλλιά και λευκά φτερουγάκια,
αναδεύτηκε μέσα στην πέτρινη κούνια του και ξύπνησε· άνοιξε τα μάτια του και
χαμογέλασε. Και στον κόσμο άρχισε να ξημερώνει.
Από τις πέτρες της πόλης Νους, που ιδρύθηκε
τη χαραυγή της
Πρώτης Μέρας μετά την Αιώνια Νύχτα.