Απελπισία. Ο πατέρας της Σου αρνήθηκε ν’ ακούσει οτιδήποτε. Ήταν αμετάπειστος στην απόφασή του να οδηγήσει την κοπέλα στο χειρουργείο, πάση θυσία.
Κλαίγοντας η Σου συνάντησε τους φίλους της. Είχαν αποφασίσει όλοι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Μέσα τους το πάλευαν από καιρό, μα κι απόψε ακόμη δεν ήξεραν πότε θα ήταν έτοιμοι να το τολμήσουν.
«Η γιαγιά μου ήταν ζωολόγος, εξειδικευμένη στα λιοντάρια» εξηγούσε το κορίτσι στους Τρεις Επισκέπτες, καθώς ανέβαιναν με το ασανσέρ τον ουρανοξύστη, όπου έμενε η γιαγιά της. Λίγο πριν, προς μεγάλη έκπληξη των Ναρνιανών, είχε βγάλει ένα κομψό κινητό τηλέφωνο και την είχε ενημερώσει, χωρίς λεπτομέρειες, για τον ερχομό τους. «Έχει κάνει πολλά ταξίδια, όπου υπάρχουν λιοντάρια, κι έχει προσπαθήσει πολύ για όλα τα άγρια ζώα που κινδυνεύουν».
«Κι από τι κινδυνεύουν τα άγρια ζώα;» ρώτησε ο Ευθύβουλος. «Από μάγισσες και σκοτεινά πλάσματα;».
«Μάλλον» απάντησε το κορίτσι. «Μόνο που αυτές οι μάγισσες και τα σκοτεινά πλάσματα είμαστε εμείς οι ίδιοι και τα μάγια μας είναι η απληστία, η απανθρωπιά και η αλαζονεία μας».
Είχαν φτάσει εκεί από διαφορετικούς δρόμους· η Κρυσταλίνα μέσα από τις σκιές, μεταφέροντας τη Σου και τον Τσίπιριπ στην αλογίσια πλάτη της, κι οι υπόλοιποι είχαν έρθει μ’ ένα ταξί. Και τώρα είχαν συναντηθεί και ανέβαιναν γεμάτοι αγωνία. Οι τρεις έφηβοι αυτού του Κόσμου ένιωθαν πως οι συγκρούσεις στις οικογένειές τους θα κορυφώνονταν, κι οι Τρεις Επισκέπτες περίμεναν να συναντήσουν τον πρώτο Άνθρωπο που θα μάθαινε την ύπαρξή τους εκτός από τα τρία παιδιά – και εκτός από τους κακούς Ανθρώπους στις τουαλέτες και τους περίεργους τύπους στην υπόγεια διάβαση φυσικά.
Κι οι δυο τριάδες δεν υποπτεύονταν καν (και πώς θα μπορούσαν;) τι μεγέθους συγκρούσεις επρόκειτο να επακολουθήσουν λίγο καιρό αργότερα…
***
Χτύπησαν το κουδούνι. Η γιαγιά τους περίμενε κι έτρεξε ν’ ανοίξει.
Ανέβηκαν με το ασανσέρ και τα τρία παιδιά στάθηκαν μπροστά
στην ανοιχτή εξώπορτα, ενώ οι Τρεις Επισκέπτες περίμεναν αθέατοι στη γωνία.
«Γιαγιά μου, έχουμε φέρει μαζί μας φίλους» είπε διστακτικά η Σου.
«Οι φίλοι σας είναι και δικοί μου φίλοι, παιδιά μου» απάντησε πρόθυμα η γιαγιά της.
«Είναι… κάπως ασυνήθιστοι. Μην τρομάξεις όταν τους δεις. Είναι καλοί!».
«Πες τους να περάσουν» είπε η γιαγιά, περιμένοντας τίποτα φρικιά ή πρεζόνια.
Η Κενταυρούλα, ο Νάνος κι ο ξιφοφόρος Ποντικός πρόβαλαν δειλά στο διάδρομο, μπροστά στα μάτια της.
Η γιαγιά γούρλωσε τα μάτια, άνοιξε το στόμα κι αρπάχτηκε από την πόρτα να μην πέσει κάτω.
«Ναρνιανοί!» ψέλλισε.
Η έκπληξη όλων τώρα συναγωνιζόταν τη δική της!
«Γιαγιά, ξέρεις τη Νάρνια;» ρώτησε η Σου.
Μα η γιαγιά κάλυψε το στόμα της με την παλάμη κι από τα μάτια της άρχισαν ν’ αναβλύζουν δάκρυα – αυτά τα μάτια που δεν έλεγε να τα ξεκολλήσει απ’ τους Επισκέπτες.
Τα παιδιά την πήραν από τα χέρια και τη βοήθησαν να καθίσει. Μπήκαν όλοι μέσα κι έκλεισαν την πόρτα.
«Μη φοβάστε» άρχισε ο Μπόρις.
«Δε νομίζω πως είναι φόβος» συμπέρανε προβληματισμένος ο Ευθύβουλος. Πλησίασε και προσπάθησε να παρατηρήσει την ηλικιωμένη Γυναίκα – ψηλή και μεγαλόπρεπη – μα τίποτα γνώριμο ή παράξενο δε διέκρινε.
Εκτός από το κλάμα, που έλουζε στην κυριολεξία τα μάγουλά της εμποδίζοντάς την ν’ αρθρώσει λέξη.
Η Σου και οι φίλοι της τα ’χαν χαμένα· μα κι οι Τρεις Επισκέπτες προσπαθούσαν να καταλάβουν. Άλλα περίμεναν – τρόμο, τσιρίδες, λιποθυμίες… Αυτά θα τους φαίνονταν φυσιολογικά· όχι ν’ ακούσουν το όνομα της Νάρνια – ω, το λατρεμένο όνομα! και πόσο τους έλειπε! – και να δουν τέτοιο θρήνο, χωρίς αιτία!
Χωρίς αιτία;
«Δεν υπάρχει θρήνος χωρίς αιτία» είπε χαμηλόφωνα ο Ποντικός. Ήταν μια από τις σπάνιες φορές που δεν ήξερε τι να πει. Είχε μπροστά του μια κυρία, μια αξιοπρεπή κυρία, αληθινή αρχόντισσα, που θρηνούσε, και σαστισμένος δεν ήξερε τι να κάνει για να τη βοηθήσει.
«Τόξο και βέλη» του είπε ο Νάνος δείχνοντας διακριτικά προς τον τοίχο. «Μου πέφτουν λίγο μεγάλα, μα θα κάνουν τη δουλειά τους… Αν φυσικά μας επιτρέψει να τα δανειστούμε».
Στον τοίχο κρέμονταν ένα αθλητικό τόξο και μια γεμάτη φαρέτρα. Δίπλα, σ’ ένα ράφι, εκτίθονταν κύπελλα και μετάλλια.
«Η γιαγιά ήταν πρωταθλήτρια τοξοβολίας» εξήγησε αμήχανα η Σου.
Ο μικρούλης πρίγκιπάς μας πρόσεξε κορνίζες με φωτογραφίες πάνω σ’ ένα μαρμάρινο τραπεζάκι. Σκαρφάλωσε πηδώντας απ’ το μπράτσο μιας πολυθρόνας. Έδειχναν τη γιαγιά, ως πανέμορφη νέα γυναίκα, δίπλα σε λιοντάρια, πάνθηρες και γορίλες, σε ζούγκλα και σαβάνα. Γύρω της πόζαραν άνθρωποι με μαύρο δέρμα, όπως της Κρίστι, με πολύχρωμες φορεσιές και στολίδια.
«Θα μπορούσε να ’ναι στη Νάρνια» μονολόγησε· μπα, σίγουρα ήταν στη Γη.
Είδε τη Σου σε διάφορες ηλικίες, μ’ ένα ζευγάρι που σίγουρα ήταν οι γονείς της. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, ασφαλώς η παλαιότερη, έδειχνε τέσσερις χαμογελαστούς έφηβους, δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Γελούσαν ανέμελοι, αγκαλιασμένοι κι αγαπημένοι. Και το πιο μεγάλο κορίτσι είχε τα μάτια της γιαγιάς μας.
Η γηραιά κυρία άρπαξε την εγγονή της από τα μπράτσα και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Κόρη μου, πήγες στη Νάρνια;» τη ρώτησε, σχεδόν ικετευτικά.
«Όχι, γιαγιά μου. Ήρθαν από τη Νάρνια οι φίλοι μας».
Η Γυναίκα κοίταξε τους Επισκέπτες. Ηρέμησε κάπως και σταμάτησε να κλαίει.
«Η Κρυσταλίνα» είπε η Σου· «είναι ένας Κένταυρος, όπως βλέπεις».
Η Κενταυρούλα υποκλίθηκε ντροπαλά. Η γιαγιά τη χαιρέτισε γνέφοντας ανεπαίσθητα με το κεφάλι. Το κορίτσι πήρε θάρρος.
«Ο Ευθύβουλος ο Ευθύβολος και ο Τσίπιριπ, ο πρίγκιπας των Ποντικών».
Η γιαγιά σηκώθηκε και πλησίασε τον Ποντικοπρίγκιπα.
«Ρίπιτσιπ;» ρώτησε.
Ο τετράποδος ευγενής υποκλίθηκε.
«Τσίπιριπ, με την άδειά σας, ευγενεστάτη».
«Είσαι απόγονος του Ρίπιτσιπ;».
Ο Ποντικός σκέφτηκε για μια στιγμή.
«Απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει υπάρξει Ρίπιτσιπ στην οικογένειά μας· ίσως βέβαια υπάρξει στο μέλλον…».
«Στο μέλλον…» επανέλαβε η γιαγιά. «Μάλιστα…». Έκανε ένα βήμα πίσω. «Σας χαιρετώ, άξιοι επισκέπτες από τη Νάρνια. Οι φίλοι της εγγονής μου είναι και δικοί μου φίλοι».
«Ακόμη κι αν έχουν οπλές και ουρά;» ρώτησε με δισταγμό η Κρυσταλίνα.
Η γιαγιά πλησίασε και την αγκάλιασε στοργικά.
«Κάθε πλάσμα, με οπλές, ουρά, φτερά, κέρατα ή πτερύγια, μπορεί να γίνει ο πιο έμπιστος φίλος» απάντησε με βεβαιότητα.
Ο Νάνος πλησίασε με ανακούφιση. Πήρε απαλά το χέρι της κυρίας και το ασπάστηκε με σεβασμό. Τα παιδιά δεν ήξεραν πού να βάλουν τη χαρά τους! Η γιαγιά είχε δεχτεί τους φίλους τους! Και τόσο εύκολα!
Το μυστήριο του κλάματος θα το έλυναν αργότερα. Έτσι κι αλλιώς, περίμεναν τα χειρότερα – που ευτυχώς δεν ήρθαν.
Ο Τσίπιριπ στεκόταν ακόμα πάνω στο τραπεζάκι.
«Τα παιδιά σας;» ρώτησε ευγενικά, δείχνοντας τη φωτογραφία με τους χαμογελαστούς έφηβους.
Η γιαγιά τον κοίταξε αμίλητη. Νέα δάκρυα, ορμητικά και αλμυρά, έκαναν την εμφάνισή τους. Όλοι τρόμαξαν· σώπασαν και περίμεναν τις εξηγήσεις.
Η αρχοντική Γυναίκα πλησίασε αργά, όσο της επέβαλλε η ηλικία της. Την ακολούθησαν όλοι και στάθηκαν γύρω απ’ τη φωτογραφία.
«Όχι, μικρέ και καλέ μου φίλε» αποκρίθηκε. «Τ’ αδέρφια μου είναι».
«Χμ» έκανε ο Ποντικός κουνώντας το κεφάλι. Κοίταξε το τόξο και τα βέλη στον τοίχο. Κάτι υποπτευόταν.
«Σκοτώθηκαν στο σιδηροδρομικό δυστύχημα του 1949» εξήγησε η γιαγιά – το κλάμα της δυνάμωσε και σιγά σιγά έσφιγγε το στήθος της και κάλυπτε τη φωνή της. Έδειξε το ξανθό, μεγαλύτερο αγόρι. «Πήτερ ο Μεγαλοπρεπής» είπε με σπασμένη φωνή. Έδειξε το νεότερο αγόρι, με τα μαύρα μαλλιά και τ’ αμυγδαλωτά μάτια, που έμοιαζαν με τα μάτια της Σου: «Έντμουντ ο Δίκαιος». Το πιο μικρό κορίτσι: «Λούσυ η Γενναία». Έκλαιγε γοερά τώρα και δε μπορούσε να συνεχίσει.
«Και Σούζαν η Ευγενική» συμπλήρωσε ο Ποντικός δείχνοντας το μεγάλο κορίτσι. «Βασιλείς της Νάρνια!».
Την τελευταία φράση την πρόφερε με δέος και επισημότητα. Κοίταξε τη γιαγιά και μετά τους δυο συντρόφους του, που είχαν μείνει άφωνοι, όπως εξάλλου και τα τρία Παιδιά του Αδάμ.
«Σούζαν, Εκείνη που Έπαψε να Πιστεύει» διόρθωσε η γιαγιά. «Έχασε το δικαίωμα να λέγεται Βασίλισσα της Νάρνια… Έχασε την ίδια τη Νάρνια και μαζί την παιδικότητά της, την τρυφερότητά της και την ίδια την οικογένειά της».
Η Σου έτρεξε και μπήκε στην αγκαλιά της βουρκωμένη, αν και δεν καταλάβαινε ακόμα τα πάντα.
«Όχι» τη διέκοψε ο Ποντικός. «Σούζαν, εκείνη που νίκησε τους Κύκλωπες στο Ματωμένο Λαγκάδι. Εκείνη που κάλπασε με τον Ασλάν και πολέμησε τη Λευκή Μάγισσα. Εκείνη που κυβέρνησε και νομοθέτησε με σύνεση και σοφία το λαό μας και γιάτρεψε τις πληγές του επί δεκαπέντε ολόκληρα, φωτεινά και χρυσά χρόνια!».
Γονάτισε ιπποτικά στο ένα πόδι και μαζί του υποκλίθηκε ο Νάνος με την Πορτοκαλιά Κόμη και η Κενταυρούλα, λυγίζοντας τα μπροστινά της γόνατα.
«Μεγαλειοτάτη», ψιθύρισε ο Ποντικός, «δεν ξέρω τι να πω… Είναι εκπληκτικό που σας συναντούμε».
Η Κρυσταλίνα χαμογέλασε και το πρόσωπό της έλαμψε. Είχε βρει τελικά τους Υψηλούς Βασιλιάδες, όπως το είχε προαναγγείλει ο Άγγελος! Ή έστω τον τελευταίο επιζώντα απ’ αυτούς!
Η Βασίλισσα Σούζαν, η Κυρά των Λιονταριών, η αγαπημένη γιαγιά, έκλαιγε τώρα κρύβοντας το πρόσωπό της στις δυο παλάμες και δε μπορούσε να σταματήσει. Γύρω της, η πιο ξεχωριστή συντροφιά, συγγενείς, φίλοι και μαγικά πλάσματα – υπήκοοί της, απόγονοι των υπηκόων της – την κοιτούσαν με θαυμασμό. Έβλεπαν μπροστά τους ένα ζωντανό μύθο.
Τούτη η στιγμή κράτησε αρκετή ώρα και τη διέκοψε το καμπάνισμα στο ρολόι του τοίχου.
***
Η Γιαγιά Σούζαν πήρε παράμερα την εγγονή της.
«Τι είν’ αυτό που σε βασανίζει, κόρη μου;» τη ρώτησε. «Και πώς συνάντησες τους καινούργιους σου φίλους;».
«Θα σου πω αργότερα, γιαγιά μου» απάντησε η κοπέλα. «Όσο για τους φίλους», έριξε μια ματιά στους Τρεις Επισκέπτες, «τους γνώρισα σε μια βρομερή τουαλέτα, όπου μ’ έσωσαν από μια φριχτή τύχη! Θα τους είμαι ευγνώμων σε όλη μου τη ζωή!». Δίστασε μια στιγμή. «Είναι καλοί οι Ναρνιανοί, έτσι δεν είναι;».
«Οι Ναρνιανοί που βρίσκονται στο σπίτι μας, σίγουρα είναι πολύ καλοί» τη βεβαίωσε η γιαγιά.
Λίγο αργότερα, όλοι κάθονταν στο σαλόνι. Η γιαγιά είχε φέρει χυμούς, κέικ και φρούτα – οι ταξιδιώτες πεινούσαν κι έτρωγαν όσο τους επέτρεπε το δέος που ένιωθαν ακόμη – κι ετοιμαζόταν να διηγηθεί την πιο αναπάντεχη και παραμυθένια ιστορία του κόσμου.
«Κατ’ αρχάς, πώς ήρθατε στον Κόσμο μας, φίλοι μου;» ρώτησε τους Επισκέπτες.
Ο Ποντικός κι ο Νάνος έδειξαν το κορίτσι.
«Εγώ ευθύνομαι, Μεγαλειοτάτη» εξομολογήθηκε η Κρυσταλίνα.
«Γιαγιά Σούζαν λέγε με – σε παρακαλώ».
«Έχω ακούσει την ιστορία σας αμέτρητες φορές», άρχισε δισταχτικά το κορίτσι, «και την έχω δει στον Καθρέφτη της Μνήμης μιας γριάς Φλαμουριάς. Λαχταρούσα να γνωρίσω τον Κόσμο σας από παιδάκι… Προχθές τη νύχτα χάθηκα στο δάσος και φοβόμουν να γυρίσω στο σπίτι. Ένας Τυφλοπόντικας, πολύ γέρος και σοφός, μου έδειξε την πύλη, κι οι δυο φίλοι ήρθαν μαζί μου, για να με προστατεύουν».
«Άρα είναι πολύ καλοί φίλοι!».
«Και πολύ γενναίοι. Ο Ευθύβουλος πολέμησε με μιαν Άρπυια για να με σώσει!».
«Υπάρχουν ακόμη Άρπυιες;» απόρησε η Σούζαν.
«Το σκοτάδι κουβαλά χίλιους φόβους, που τριγυρνάνε στα δάση μέσα στη νύχτα» αποκρίθηκε ο Νάνος.
«Είναι ό,τι απέμεινε από το στρατό της Λευκής Μάγισσας, Μεγαλειοτάτη» εξήγησε ο Ποντικοπρίγκιπας. «Κρύφτηκαν στα έγκατα της γης δημιουργώντας ένα απόκοσμο και βρομερό βασίλειο».
«Ξέρετε, το δάσος τη νύχτα δεν ήταν πάντα σκοτεινό κι επικίνδυνο» είπε ντροπαλά η Σούζαν, σα να ένιωθε ένοχη για την εξαφάνιση των Τεσσάρων, έστω κι αν δεν το ’χαν κάνει με τη θέλησή τους.
«Σίγουρα στο Χρυσό Αιώνα σας ήταν φωτεινό και ασφαλές» είπε ο Ευθύβουλος.
Οι τρεις έφηβοι κοίταξαν με έκπληξη και θαυμασμό τη γιαγιά. “Στο Χρυσό Αιώνα σας”! Απίστευτο…
«Μην έχεις τύψεις» είπε η Σούζαν στην Κρυσταλίνα. «Ίσως ήρθατε εδώ για κάποιο λόγο, ίσως για να σώσετε την εγγονή μου», αγκάλιασε απ’ τους ώμους τη Σου, «ή για κάτι άλλο… Όπως εμείς ήρθαμε στη Νάρνια για να πολεμήσουμε τη Λευκή Μάγισσα και αργότερα για να βοηθήσουμε το Βασιλιά Κάσπιαν».
Οι Τρεις Επισκέπτες δε γνώριζαν τίποτε για το Βασιλιά Κάσπιαν, μα ντράπηκαν να το φανερώσουν.
«Ο Βασιλιάς Κάσπιαν ζει ακόμη;» ρώτησε η Σούζαν. Δεν ήξερε από ποια εποχή της Νάρνια είχαν έρθει οι τρεις τους.
Οι Τρεις Επισκέπτες κοιτάχτηκαν με απορία.
«Συγχωρέστε μας, Μεγαλειοτάτη», είπε ο Ποντικός, «μα δεν έχουμε ακούσει ποτέ το Βασιλιά Κάσπιαν».
«Ποια χρονιά είναι τώρα στη Νάρνια;».
«Η χρονιά 1322».
Ήταν η σειρά της Σούζαν να απορήσει.
«Ώστε έτσι… Και ποιος είναι Βασιλιάς;».
Ο Νάνος και το κορίτσι σήκωσαν τους ώμους· δεν είχαν ακούσει τίποτα για Βασιλιά της Νάρνια στην εποχή τους. Και πώς ν’ ακούσουν, αφού οι συγκαιρινοί Βασιλιάδες νοιάζονταν μόνο για την εξουσία τους κι αδιαφορούσαν πλήρως για το λαό τους;
Μόνο ο Τσίπιριπ, ο πιο μορφωμένος απ’ όλους, ήξερε ν’ απαντήσει:
«Στη Νάρνια υπάρχουν τώρα δυο Βασιλιάδες, Μεγαλειοτάτη· ο Ροκ, ο Μινώταυρος, κι ο Χρύσιππος, ο Μονόκερως».
«Ένας Μινώταυρος κι ένας Μονόκερως Βασιλείς της Νάρνια» θαύμασε η γιαγιά. «Γιατί όχι; Όλα τα Είδη έχουν το δικαίωμα ν’ αναδείξουν Βασιλιάδες!».
«Πολύ φοβούμαι», απάντησε ο Ποντικός, «πως και οι δυο τους είναι κατώτεροι των περιστάσεων». Κοίταξε τους φίλους του, σα να ζητούσε την έγκρισή τους, και συνέχισε αμέσως:
«Όταν φύγατε για Εκεί Απ’ Όπου Είχατε Έρθει, Βασιλιάς έγινε ο Κένταυρος στρατηγός Ωραίος».
«Γενναίος και συνετός» επιδοκίμασε η Σούζαν.
«Κυβέρνησε σαράντα χρόνια, ακριβώς όπως τον περιγράψατε. Δυστυχώς σκοτώθηκε, πολεμώντας κάποιους Δράκους, και πήρε την εξουσία ο γιος του, ο Ένοπλος». Σταμάτησε μια στιγμή και πήρε ανάσα. «Ο Ένοπλος, όπως λένε, ήταν ανεύθυνος και επιπόλαιος. Ερωτεύτηκε μια Φοράδα, κόρη του πρίγκιπα των Αλόγων Κρότου».
«Τον θυμάμαι ως πουλάρι…».
«Η Φοράδα ήταν ορφανή και την προστάτευε ο φίλος του πατέρα της, ο Μινώταυρος Αστέριος. Όμως ήταν επίσης και πονηρή και της άρεσε να βασανίζει τους άντρες! Έτσι, ενώ παρίστανε την ερωτευμένη, παραπονέθηκε στον προστάτη της πως ο Βασιλιάς την παρενοχλεί. Ο νεαρός Βασιλιάς διαμαρτυρήθηκε και επέμεινε να την πάρει γυναίκα του, κι έτσι άρχισε ο Εμφύλιος Πόλεμος που γέμισε τη Νάρνια νεκρούς και ερείπια!».
Η Σούζαν τον άκουγε με θλίψη κι όλοι περίμεναν τη συνέχεια, ακόμη κι ο Νάνος, που αυτά τα ήξερε απ’ τις ιστορίες της φυλής του.
«Όλοι οι δυσαρεστημένοι απ’ τη διοικητική ανικανότητα του Βασιλιά συντάχθηκαν με τους Μινώταυρους, ενώ οι νομοταγείς κι όσοι ενδιαφέρονταν για την ειρήνη παρέμειναν στην υπηρεσία του. Έγιναν δεκαεπτά μάχες! Και οι δυο ηγέτες σκοτώθηκαν στη δέκατη μάχη. Την ηγεσία των ανταρτών ανέλαβε ο Λάβρος, ο αδερφός του Αστέριου, ενώ το θρόνο, και μαζί και την αρχιστρατηγία, καθώς δεν υπήρχε διάδοχος, πήρε ο Μονόκερως Κύμβαλος, σύντροφος του Βασιλιά».
Ο Τσίπιριπ αναστέναξε.
«Ο πόλεμος σταμάτησε χωρίς νικητή» κατέληξε. «Η Νάρνια χωρίστηκε σε δυο βασίλεια, μα στην πραγματικότητα είναι ακυβέρνητη. Κάθε φυλή λύνει τα προβλήματά της μόνη της, με το καλό ή με το άγριο».
«Λυπάμαι» απάντησε ο γιαγιά Σούζαν συλλογισμένη. «Μακάρι να μπορούσα να έρθω πίσω· μα τόσο γριά που είμαι, δε νομίζω πως θα πρόσφερα κάτι. Όμως κάποιος σοφός Βασιλιάς θα βρεθεί να ενώσει τα δυο βασίλεια… Ο Ασλάν φάνηκε καθόλου όλ’ αυτά τα χρόνια;».
«Δεν εμφανίστηκε από την ήττα της Λευκής Μάγισσας. Η απουσία του είναι τόσο απελπιστική, ώστε κάποιοι πιστεύουν πως δεν υπάρχει». Δίστασε λίγο. «Και για σας ακόμη λένε πως είστε μύθος».
«Δεν έχουν άδικο» αποκρίθηκε η Σούζαν. «Να ξέρεις πάντως, καλέ μου πρίγκιπα, να ξέρετε, φίλοι μου, πως ένας καλός και γενναίος Βασιλιάς θα κυβερνήσει τη Νάρνια – την αγαπημένη μας Νάρνια – κάπου χίλια χρόνια μετά από την εποχή σας».
Οι τρεις φίλοι αναπήδησαν ξαφνιασμένοι.
«Θα έρθετε ξανά στη Νάρνια;» ρώτησε ο Ευθύβουλος.
«Με το δικό μας χρόνο, έχω ήδη έρθει. Με το χρόνο της Νάρνια, θα έρθω, μαζί με τους αδερφούς μου, αιώνες μετά τη δική σας εποχή. Είναι παράξενα πράγματα αυτά. Δεν ξέρω αν τα κανονίζει ο Ασλάν ή είναι τυχαία…».
«Μάλλον το πρώτο» τόλμησε ν’ αρθρώσει η Κρυσταλίνα.
Η Σούζαν της χάιδεψε την πλούσια καστανή κόμη.
«Αυτό θέλω να πιστεύω κι εγώ» χαμογέλασε. «Μα μόνο τώρα, γιατί τόσα χρόνια δεν πίστευα πια και ειρωνευόμουν τ’ αδέρφια μου όταν προσπαθούσαν να με πείσουν πως είχα πάει στη Νάρνια κι είχα βασιλέψει δεκαπέντε χρόνια!». Βούρκωσε. «Ας είναι οι ψυχές τους αναπαυμένες».
«Πείτε μας για τη Νάρνια, κυρία Σούζαν» παρακάλεσε η Κρίστι, εκφράζοντας όλους.
Η Σούζαν κοίταξε τις φωτογραφίες και μετά το τόξο που κρεμόταν στον τοίχο. Σηκώθηκε, πήρε αγκαλιά την ασπρόμαυρη φωτογραφία των τεσσάρων παιδιών κι άρχισε με σπασμένη φωνή:
«Ήρθε η ώρα λοιπόν να εξομολογηθώ, αυτά που ποτέ δεν είπα ούτε στον άντρα μου, ούτε στα παιδιά μου…».
Όλοι κρέμονταν από τα χείλη της. Ο Μπόρις, ασυναίσθητα, άπλωσε σ’ ένα κομμάτι κέικ· η Σου, αυστηρά, τον χτύπησε ελαφριά στο χέρι. Η γιαγιά χαμογέλασε κι όλοι αφέθηκαν να τη μιμηθούν· η μελαγχολία ράγισε για μια στιγμή.
«Φάτε, παιδιά», γέλασε η γιαγιά, «δεν είμαστε σε εκκλησία!».
Και κατόπιν άρχισε μια ιστορία για τέσσερα μικρά αδέρφια που μεγάλωσαν δυο φορές, για ντουλάπες και χιονισμένα δάση και μάγισσες και λιοντάρια και μαγικά πλάσματα κάθε λογής και φοβερές μάχες και συμμαχίες και πρίγκιπες και ζεστές ειρηνικές μέρες και παραμυθένια νησιά και βασίλεια της θάλασσας [1]… Κι όταν τέλειωσε, τα μάτια της, γεροντικά και όμορφα, δεν είχαν ακόμα στεγνώσει.
Οι καρδιές όλων είχαν φουσκώσει· όχι μόνο από τη γοητεία και τη συγκίνηση γι’ αυτά που άκουγαν, μα, σε κάποιους, κι από νοσταλγία για την πολυαγαπημένη τους Νάρνια, παρόλο που έλειπαν μόλις δυο μέρες από κει.
Τα μάτια της Κρυσταλίνας είχαν βουρκώσει κι αυτά· άκουγε την ιστορία από τα χείλη της ίδιας της Βασίλισσας Σούζαν, που τόσο θαύμαζε! Τι κι αν ήταν γριά ογδόντα χρονών; Η καρδιά – έτσι νόμιζε η έφηβη κόρη – δε γερνάει.
«Όσο ζούσαν τ’ αδέρφια μου» συνέχισε η ηλικιωμένη Γυναίκα, «αρνιόμουν με όλη τη δύναμη της ψυχής μου πως οι περιπέτειές μας στη Νάρνια είχαν συμβεί. Είπα σ’ εκείνους και στον εαυτό μου πως ήταν μια παιδική φαντασίωση από την πίεση του πολέμου». Στράφηκε στους Ναρνιανούς: «Γινόταν πόλεμος και στο δικό μας τον Κόσμο τότε, ο πιο φοβερός στην ιστορία της Ευρώπης! Μια φαντασίωση που δεν έπρεπε να την πιστέψουμε, για να μην καταλήξουμε στο τρελοκομείο. Έτσι, δεκαπέντε χρόνια απ’ τη ζωή μου, τα καλύτερα, ένα σωρό φίλους και συντρόφους, ολόκληρο το λαό της Νάρνια, που υπήρξα Βασίλισσά του, και τα ίδια μου τ’ αδέρφια, τον ξάδερφο Ευστάθιο, τη Τζιλ Πόουλ, όλα τα πέταξα στον κάλαθο των αχρήστων και τα σκέπασα με κάτι χειρότερο από τη λήθη: με την απόρριψη.
»Όταν όμως σκοτώθηκαν με το τραίνο», κόμπιασε, «η Νάρνια ήταν ό,τι πιο δυνατό μ’ έδενε μαζί τους. Είχα πείσει τον εαυτό μου πως ήταν ψέμα κι έτσι βρήκα τα δυο πράγματα στη ζωή μου που μπορούσαν να με βοηθήσουν να τη ζήσω λίγο».
«Μου επιτρέπετε να μαντέψω, Μεγαλειοτάτη;», σήκωσε το χεράκι του ο Ποντικός. Η Σούζαν ένευσε.
«Τα λιοντάρια και την τοξοβολία» πετάχτηκε ο Νάνος. Όλοι είχαν μαντέψει.
***
Η μικρή Σου, που δεν ήταν πια τόσο μικρή, εκμυστηρεύτηκε στη γιαγιά της το πρόβλημά της.
Αν και το ήξεραν όλοι, την πήρε ιδιαιτέρως στο δωμάτιό της να το συζητήσουν.
«Πάνω που με έπεισαν να το πετάξω», είπε στο τέλος, «τώρα οι καινούργιοι μου φίλοι με έπεισαν πως το καλύτερο είναι να το κρατήσω… Ο μπαμπάς δεν ακούει τίποτα, η μαμά δε με υποστηρίζει. Μου απόμενες μόνο εσύ!».
Και τρύπωσε στην αγκαλιά της με το στήθος της να τραντάζεται από λυγμούς.
Η γιαγιά τη χάιδεψε τρυφερά. Έπρεπε να ξαναγίνει Βασίλισσα, όχι στον παραμυθένιο Κόσμο «πίσω απ’ τη ντουλάπα», αλλά στην οικογένειά της.
«Παιδί μου, κόρη μου», είπε στοργικά, «εγκρίνω απόλυτα την απόφασή σου να κρατήσεις το μωρό σου. Θα σε στηρίξω με όλες μου τις δυνάμεις. Από τώρα, αυτό είναι το σπίτι σου – που ήταν πάντα σπίτι σου – και αναλαμβάνω εγώ να μιλήσω στους γονείς σου, δηλαδή στα παιδιά μου».
Η Σου την κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
«Είναι ό,τι μου λέει και η καρδιά και ο νους μου» χαμογέλασε η γιαγιά της. «Πες μου όμως, οι φίλοι σου, η Κρίστι κι ο Μπόρις, πώς και είναι μαζί σου;».
Έτσι η Σου είπε στη γιαγιά της για τα προβλήματα των δυο νέων, με λεπτότητα, σα να της έβαζε στα γέρικα χέρια τον πιο πολύτιμο θησαυρό.
«Ξέρουν οι γονείς τους πως είναι εδώ;» ρώτησε η γιαγιά. Η Σου κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε. «Πρέπει να τους πούμε τουλάχιστον πως είναι καλά» είπε η γιαγιά της. «Μπορούν κι αυτοί να μείνουν εδώ όσο θέλουν. Βέβαια, ίσως να με συλλάβουν για απαγωγή» είπε σοβαρά. «Ξέρεις πώς είναι οι νόμοι. Πρέπει κάτι να κάνουμε γι’ αυτό το θέμα και το καλύτερο είναι να ενημερώσουμε τους δικούς τους. Τέλος πάντων, ας μιλήσουμε και με τα παιδιά και βλέπουμε».
Επιστρέφοντας στο σαλόνι, ο Τσίπιριπ πλησίασε τη γιαγιά σκαρφαλώνοντας στη ράχη μιας πολυθρόνας.
«Μου επιτρέπετε, Μεγαλειοτάτη;» ρώτησε με μια μικρή υπόκλιση.
«Προτιμώ να με λες Γιαγιά Σούζαν. Δεν αισθάνομαι Βασίλισσα».
«Όμως, όταν γίνεις Βασιλιάς στη Νάρνια…».
«…είσαι Βασιλιάς για πάντα. Ξέρω την παροιμία, πρίγκιπά μου».
Τον πήρε στα χέρια της κι ο Ποντικός ένιωσε μεγάλο τρακ.
«Τι θέλεις να μου πεις, πολύτιμε φίλε μου;».
«Ήθελα να πω, με την άδειά σας, πως… κι όταν φύγατε από τη Νάρνια, συνεχίσατε να κάνετε αυτό που κάνατε και στο λαό μας: όλη σας τη ζωή αγωνιστήκατε για την προστασία των ζώων από τους εχθρούς τους. Ποτέ δεν πάψατε να είστε η Βασίλισσα Σούζαν η Ευγενική».
Η Γιαγιά Σούζαν χαμογέλασε. “Ίσως έχει δίκιο” σκέφτηκε. “Πάντως, είναι ώρα για βασιλικές πράξεις”.
«Θα ήθελα να με βοηθήσετε να φτιάξουμε μερικά δωμάτια για όλους» παρακάλεσε τη Σου και τους φίλους της.
«Κι εγώ θα βοηθήσω» προσφέρθηκε η Κρυσταλίνα.
«Εγώ είμαι λίγο μικρούλης» κόμπιασε ο Τσίπιριπ. Ο Νάνος δε μίλησε.
Σε λίγο ήταν έτοιμα τα κρεβάτια τους. Τα τρία κορίτσια θα έμεναν μαζί, ο Νάνος, ο Ποντικός και ο Μπόρις ομοίως – και η Γιαγιά στο δωμάτιό της· ίσα ίσα γέμιζε όλο το διαμέρισμα.
«Πηγαίνετε για ύπνο, παρακαλώ» είπε η Σούζαν στους Τρεις Επισκέπτες. «Λέω να τα πούμε λίγο με τα παιδιά από δω».
Κι άρχισε το επόμενο μέρος της συζήτησης, που κανείς δεν ήξερε πώς θα κατέληγε, ούτε πώς θα έπρεπε να καταλήξει…
***
«Τι να κάνει τώρα η μητέρα σου, μικρή μου Κρίστι;».
«Δεν είμαι και τόσο μικρή, κυρία Σούζαν. Απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου κρυβόμαστε απ’ τις συμμορίες. Είδα να σκοτώνουν τον πατέρα μου και να πυροβολούν εμένα και τη μαμά μου. Είδα φίλους μου γεμάτους αίματα και μερικούς να πεθαίνουν ή να σκοτώνουν (ειλικρινά, δεν ξέρω ποιο είναι χειρότερο!)… Οι πιο πολλοί φίλοι μου είναι σε συμμορίες και νιώθουν πως δεν έχουν μέλλον στον έξω κόσμο». Την κοίταξε θλιμμένα. «Εσείς, δεκαπέντε χρονών ήσασταν βασίλισσα κι είχατε πολεμήσει με τέρατα! Καταλαβαίνετε λοιπόν».
«Και μετά, που ξανάγινα δώδεκα χρονών και μεγάλωσα απ’ την αρχή, δεν έλειψαν τα τέρατα και οι πόλεμοι απ’ τη ζωή μου – απ’ τη ζωή όλων μας… Βιετνάμ, Κορέα, Ψυχρός Πόλεμος, Κίνημα Ειρήνης, αμερικάνικες και ρώσικες εισβολές… Αφρική, πείνα, αρρώστιες, θάνατοι, εμφύλιοι πόλεμοι απίστευτα άγριοι, ξένες επεμβάσεις, πολυεθνικές που εκμεταλλεύονται ολόκληρους λαούς για να πάρουν τη γη και τον πλούτο τους, βυθίζοντάς τους σε μια κόλαση χωρίς τέλος!».
«Δεν είναι αλήθεια πως η μαύρη φυλή είναι πιο βίαιη απ’ τη λευκή» διαμαρτυρήθηκε η μικρή Νέγρα.
«Δε διαφωνώ» χαμογέλασε η Σούζαν. «Λευκοί είναι άλλωστε οι αποικιοκράτες όλων των εποχών, και του καιρού μας».
Χάιδεψε τα ολόσγουρα μαύρα μαλλιά του κοριτσιού.
«Βλέπεις», είπε αναπολώντας, «δε χρειάζεται να πας στη Νάρνια για να πολεμήσεις με τέρατα… Και το χειρότερο είναι πως μερικές φορές γινόμαστε τέρατα εμείς οι ίδιοι!...». Έκανε μια παύση. «Πρέπει όμως να ειδοποιήσουμε τη μανούλα σου» πρόσθεσε. «Ας τη φέρουμε εδώ, εδώ δεν κινδυνεύει. Ας μείνετε εδώ και οι δύο».
«Για πόσο; Και μετά;».
«Για πάντα» αποκρίθηκε σοβαρά η Σούζαν.
«Για πάντα; Κι εσείς;».
Η γιαγιά σκέφτηκε λίγο.
«Κάτι θα γίνει» είπε. «Θα δούμε. Προς το παρόν, πάντως, δεν υπάρχει λόγος να μένετε στην κόλαση, όταν υπάρχει… όχι ακριβώς ο παράδεισος», κοίταξε το διαμέρισμά της, «αλλά, τέλος πάντων, μια μικρή ασφαλής νησίδα στο μεγάλο πέλαγος».
«Σίγουρα θα τους προσέξουν περισσότερο, αν τους προστατεύεις εσύ, γιαγιά» είπε η Σου. «Μια λευκή γυναίκα του καλού κόσμου, με ιστορία και παιδιά επιστήμονες, μπορεί να βοηθήσει μια μαύρη οικογένεια – συγγνώμη, Κρίστι μου – σ’ ένα κόσμο όπου εξουσιάζει το λευκό χρώμα».
«Ένας μαύρος κόσμος, όπου εξουσιάζει το λευκό χρώμα» συμπλήρωσε η γιαγιά της. «Έχεις δίκιο, γλυκιά μου. Αν δεν έχετε αντίρρηση, Κρίστι, ας είμαστε στενοί φίλοι από ’δώ και πέρα».
Τα μάτια της μικρής έλαμψαν.
«Αντίρρηση; Μα τι λέτε; Θα σας είμαστε ευγνώμονες για όλη μας τη ζωή!».
«Όχι ευγνώμονες… Δεν υπάρχει λόγος. Έτσι γίνεται στη Νάρνια» χαμογέλασε η Σούζαν.
«Ο μπαμπάς;» ρώτησε η Σου, εννοώντας “τι θα γίνει με τις αντιρρήσεις που θα προβάλει;”.
«Δεν είναι σε θέση να μου φέρει αντίρρηση ο πατέρας σου» απάντησε με σοβαρότητα η Κυρά. Στράφηκε στο Μπόρις.
«Και τώρα εσύ, νεαρέ μου Ρώσε. Συγχώρεσέ με, μα θα ’θελα να μιλήσουμε και στους δικούς σου και να βρούμε μια λύση στο ζήτημά σας».
***
Μόνη με την ανήσυχη εγγονή της, η Γιαγιά Σούζαν σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε το γιο της, το διάσημο κύριο Άλφρεντ Λάνερ, καθηγητή Πυρηνικής Φυσικής στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο.
«Γιατί δεν αφήνεις την κόρη σου ν’ αποφασίσει μόνη της για την τύχη του μωρού της;» τον ρώτησε χωρίς περιστροφές. Η καρδούλα της κοπέλας χτυπούσε σαν ταμπούρλο.
«Ποιου μωρού;» ρώτησε ο καθηγητής. «Δεν υπάρχει κανένα μωρό, ούτε και θα υπάρξει. Μόνο μερικά κύτταρα και ιστοί· και θα τους ξεφορτωθούμε σύντομα».
«Νομίζεις ότι θα σ’ αφήσω να στείλεις την εγγονή μου, και το παιδί της εγγονής μου, στο σφαγείο;».
«Γιατί ανακατεύεσαι, μαμά; Η Σου είναι δική μου κόρη, όχι δική σου».
«Είναι πάνω απ’ όλα ένας ανεξάρτητος άνθρωπος».
«Ανεξάρτητος θα γίνει όταν τελειώσει το πανεπιστήμιο…».
«Μπορεί να μη θέλει καν να σπουδάσει, δεν είναι δικαίωμά σου να της το επιβάλεις».
«Όχι, θέλω» φώναξε το κορίτσι. «Δε θα μ’ εμποδίσει το παιδί μου!».
«Εκεί είναι;» ρώτησε ο πατέρας. «Έρχομαι να την πάρω».
«Θα έρθεις», απάντησε η Κυρά των Λιονταριών, «αλλά δε θα την πάρεις. Εδώ είναι το σπίτι μου, ξέρεις».
«Δε μπορείς να με εμποδίσεις. Ούτε και μπορείς να την κρατάς εκεί παρά τη θέλησή μου».
«Ούτε κι εσύ να καταστρέψεις τη ζωή της…».
«Να φτιάξω τη ζωή της θέλω!» φώναξε ο γιος της, «που θέλει
να την καταστρέψει εκείνη!».
«Έχε στο νου σου πως, όσο ζω, δε θα την υποχρεώσεις να κάνει έκτρωση».
«Σοβαρά; Και τι θα κάνεις;».
«Δε θα σε σκοτώσω, γιατί είσαι γιος μου και σε λατρεύω· κι αν σε σκότωνα, θα είχα μαζί σκοτώσει και την ψυχή μου από τη θλίψη. Όμως, θα σκοτώσω το γιατρό που θα προσπαθήσει να την πλησιάσει, με το τόξο και τα βέλη μου».
Ο καθηγητής Λάνερ ανατρίχιασε. Προφανώς είχε τρελαθεί η μητέρα του – μιλούσε απόλυτα σοβαρά κι έλεγε ασυναρτησίες…
Έκανε μια τελευταία προσπάθεια να μιλήσει λογικά μαζί της:
«Θες να γίνεις σαν τους τρελούς που βάζουν βόμβες στις κλινικές, επειδή εκεί μέσα γίνονται εκτρώσεις;».
«Καθόλου. Εκείνοι επιδιώκουν τη βία και τη σκορπάνε τυφλά, σε δικαίους και αδίκους. Εγώ θα αμυνθώ για την οικογένειά μου, μόνο ενάντια σ’ εκείνους που θα επιχειρήσουν να τη βλάψουν». Έκανε μια μικρή παύση. «Μιλάω πολύ σοβαρά, γιε μου, αγαπημένε μου γιε. Έλα από ’δώ, σε παρακαλώ, και θα σου εξηγήσω πολλά. Τότε θα καταλάβεις και πόσο σοβαρά και λογικά είναι τα λόγια μου».
Έκλεισε το τηλέφωνο. Η μικρή Σου βρισκόταν σε απόγνωση!
«Μα γιατί του είπες να έρθει εδώ; Πώς θα τον αντιμετωπίσω;».
«Δε χρειάζεται να κάνεις κάτι τέτοιο» την καθησύχασε η γριά, χαϊδεύοντάς της τρυφερά το κεφάλι. «Θα πάρεις τους φίλους σου και θα φύγετε. Είναι ώρα να συναντήσουν και τους γονείς των άλλων παιδιών. Κάτι καλό πιστεύω πως θα βγει απ’ αυτό».
Τη λέξη “πιστεύω” είχε καιρό να την πει. Ένιωσε μια νοσταλγία ξεστομίζοντάς την.
Έδωσε χρήματα και οδηγίες στο κορίτσι και μετά κάλεσε όλη την παρέα.
«Συγχωρέστε με που δε σας αφήνω να κοιμηθείτε», τους είπε, «μα κάτι έκτακτο μας υποχρεώνει να χωριστούμε… Νομίζω, έτσι δηλαδή μου λέει η καρδιά μου, πως το καλύτερο είναι η Σου, η Κρυσταλίνα κι ο Τσίπιριπ να έρθουν στο σπίτι σου, Κρίστι, και να γνωρίσουν τη μητέρα σου. Κι ο Ευθύβουλος να έρθει στο δικό σου σπίτι, Μπόρις, και να δει τους γονείς σου. Θα συναντηθούμε ξανά, όταν έχουμε νεότερα». Σκέφτηκε λίγο. «Ο Ασλάν να σας προστατεύει» πρόσθεσε.
[1] Είναι η ιστορία που γνωρίζουν όλοι οι φίλοι της Νάρνια, από τις νουβέλες του C. S. Lewis.