Ο πυροβολισμός κατατρόμαξε την Κρίστι! Ακούστηκε κατευθείαν απ’ τη μεριά του σπιτιού της!
Έτρεξαν μέσα στο σοκάκι. Άκουσαν πρώτα μεθυσμένα αντρικά ουρλιαχτά από λαρύγγια πολλά. Και μετά, είδαν. Η κοπέλα είχε δίκιο· μια δεκαριά άντρες με σκούρο δέρμα είχαν σύρει τη μαμά της στο δρόμο. Ένας την κρατούσε γονατιστή από τα μαλλιά κι ένας άλλος τη σημάδευε μ’ ένα αυτόματο στο κεφάλι. Οι άλλοι χοροπηδούσαν γύρω τους σα μανιασμένοι ουρλιάζοντας και κραδαίνοντας τα όπλα τους!
Φορούσαν αμάνικες χρωματιστές μπλούζες και τα μπράτσα τους γυάλιζαν κάτω απ’ τις λάμπες του δρόμου, καλυμμένα ολόκληρα με τερατόμορφα τατουάζ.
«Κρίστι!» φώναζε ο άντρας που κρατούσε τη μάνα. «Φανερώσου! Αλλιώς θα μαζεύεις τα μυαλά της μάνας σου από το δρόμο!».
Η μάνα έκλαιγε. Σίγουρα προσευχόταν να μην ακούει το κορίτσι της – τους είχε πει πως δεν ήξερε πού είναι, κι ήταν αλήθεια – ή, κι αν ακούει, να τρέξει μακριά αντί να προβάλει για να τη σώσει.
Τα παιδιά ζάρωσαν σε μια γωνία. Κανείς άλλος δεν κυκλοφορούσε.
«Πού είναι τώρα το τόξο του Ευθύβουλου;» μουρμούρισε ο Τσίπιριπ. Κοίταξε την Κενταυρούλα. «Κρυσταλίνα, θα με βοηθήσεις;».
«Σας παρακαλώ» ψέλλισε η Κρίστι. «Βοηθήστε τη μαμά μου… Μπορείτε;».
«Θα μπορέσουμε» είπε με βεβαιότητα ο Ποντικός. Η Κρυσταλίνα ένευσε αποφασιστικά.
Από μιαν άκρη μάζεψε ένα πεσμένο μεταλλικό σωλήνα. Δεν είχε πολεμήσει ποτέ· όμως τώρα, στην πρώτη της φορά, είχε βρει ένα όπλο.
«Τώρα» είπε σιγανά ο Ποντικοπρίγκιπας τραβώντας το μικροσκοπικό του ξίφος. Και όρμησαν!
Οι άντρες άκουσαν τις οπλές. Στράφηκαν και στην αρχή δε συνειδητοποίησαν τι έβλεπαν. Όταν το κατάλαβαν, για μια στιγμή τους κατέλαβε πανικός. Μέχρι να γυρίσουν τις κάνες των τουφεκιών τους, οι δυο αλλοπρόσαλλοι πολεμιστές τούς είχαν φτάσει.
Ο Τσίπιριπ σπάθιζε επιδέξια πόδια και κοιλιές κι η Κρυσταλίνα, στριφογυρίζοντας το αυτοσχέδιο όπλο της, βαρούσε με όλη της τη δύναμη. Ο άντρας που κράταγε τη μαμά της Κρίστι έφαγε μια στο πρόσωπο κι έκανε μια τούμπα ανάστροφη στον αέρα, αιμόφυρτος. Η γυναίκα το ’βαλε στα πόδια.
«Όχι στο σπίτι!» της φώναξε η Κρυσταλίνα. «Εκεί!» κι έδειξε τη γωνία, όπου κρύβονταν τα δυο κορίτσια.
Αυτό όμως το είδαν και οι εχθροί τους. Τέσσερις έμεναν όρθιοι κι έστρεψαν τις κάνες τους στην ίδια κατεύθυνση. Λίγα βήματα τους χώριζαν κι οι καλοί δε θα προλάβαιναν να τα καλύψουν – μα τα όπλα τους έκαναν μόνο για μάχη σώμα με σώμα.
Τότε η Κρυσταλίνα θυμήθηκε τους Αγγέλους.
«Άγγελοι!» ικέτεψε προς τα πάνω, κραυγάζοντας μ’ όλη της τη δύναμη. «Βοηθήστε μας!».
Μονομιάς τους είδε. Ξεπρόβαλαν απ’ τον ουρανό, το ρουφηγμένο στο φωτεινό σκοτάδι, άρπαξαν σαν αετοί τους τέσσερις άντρες από το σβέρκο και τους σήκωσαν στον αέρα! Ούτε δευτερόλεπτο δε χρειάστηκε για να αιωρούνται οι τέσσερις μπράβοι, ξεφωνίζοντας και παρατώντας τα όπλα τους, που βρόντηξαν στο δρόμο. Και δεν έβλεπαν κανένα, ούτε ήξεραν ποιος τους σηκώνει!
Οι δυο φίλοι δεν έχασαν τον καιρό τους. Έτρεξαν να ενωθούν με τους άλλους. Κι όλοι μαζί το ’βαλαν στα πόδια, ενώ οι εχθροί τους – ζαλισμένοι και τρομαγμένοι – ήταν παρατημένοι πάνω σε ταράτσες.
Έτρεχαν, έτρεχαν στους έρημους δρόμους της εξαθλιωμένης γειτονιάς. Η μαμά της Κρίστι, η κυρία Τζένη, κρατώντας την απ’ το χέρι, έβλεπε δίπλα τους έναν Κένταυρο, που κρατούσε στην πλάτη του τη φίλη της κόρης της, τη γλυκιά Σου, ενώ ένας υπερμεγέθης ποντικός, κρατημένος από την αλογίσια ουρά, τους συνόδευε πετώντας κόντρα στον άνεμο! Μα πάνω στο τρέξιμο και τον πανικό, πώς να ρωτήσει;
Και ξαφνικά, ένιωσαν πως είχαν ξεφύγει και σταμάτησαν να ξαποστάσουν. Αγκομαχούσαν λαχανιασμένοι, μάνα και κόρη έσφιγγαν στην αγκαλιά τους η μια την άλλη, κι όμως η Σου πρόσεξε μια παράξενη συνάθροιση στον πλαϊνό δρόμο.
«Σαν πολλές δεν είναι αυτές οι γάτες;» ρώτησε δειλά, δείχνοντας με το δάχτυλο.
Και δεν ήταν απλά πολλές· ήταν πάρα πολλές.
Ένας ολόκληρος στρατός από γάτες μαζευόταν ταχύτατα απ’ όλα τα γύρω στενά, έβγαινε από κάδους, ξετρύπωνε από γωνίες, κατέβαινε από ταράτσες – και τους ζύγωνε με όλα τα στρογγυλά, πράσινα, γατίσια μάτια καρφωμένα πάνω τους!
Ανατρίχιασαν.
«Μαμά μου» ψιθύρισε ο Ποντικός. «Σαν τη γάτα με το ποντίκι θα παίξουν μαζί μας…».
«Τρέξτε» είπε η κυρία Τζένη, προσπαθώντας να περισώσει την ψυχραιμία τους.
Μια κατεύθυνση φαινόταν ελεύθερη. Έτρεξαν. Κι οι γάτες άρχισαν να τρέχουν. Μικρά νιαουρίσματα ακούστηκαν, που αγρίευαν και γίνονταν τρομαχτικά. Μα το πιο τρομαχτικό θέαμα πρόβαλε μπροστά τους.
«Σκύλοι!» φώναξε η Σου πάνω απ’ την πλάτη της Κρυσταλίνας. Η Κρίστι ξεφώνησε και σφίχτηκε στην αγκαλιά της μαμάς της.
Ήταν εκατοντάδες σκυλιά, κάθε μεγέθους και είδους, που πλησίαζαν απ’ το μπροστινό δρόμο. Όσο και να πολεμούσαν, δεν είχαν ελπίδα.
«Βοήθειααα!!!» ούρλιαξε προς τον ουρανό η Κρυσταλίνα, καλώντας τους Αγγέλους.
Στη φωνή της, τα ζώα κοντοστάθηκαν, σκύλοι και γάτες. Κι οι Άγγελοι φάνηκαν να κατεβαίνουν πετώντας με μεγάλες λαμπερές φτερούγες.
«Εδώ είμαστε» είπαν γαλήνια κι έκαναν μια κίνηση καλέσματος με τα λευκά τους χέρια. Μόνο οι Ναρνιανοί τους έβλεπαν.
Για μια στιγμή, δεν έγινε τίποτα. Τη δεύτερη στιγμή, σκύλοι και γάτες άρχισαν να βηματίζουν απειλητικά. Την τρίτη στιγμή, η Κρίστι πρόσεξε ένα ποντικάκι να βγάζει το μουσούδι του από έναν υπόνομο.
Και μετά και δεύτερο ποντικάκι. Και μετά και τρίτο.
Και μετά χιλιάδες ποντικάκια, μικρά και μεγάλα, ξεπήδησαν από κάθε τρύπα κι επιτέθηκαν με πρωτοφανή γενναιότητα στα κακά ζώα!
Και τότε ένα φτερούγισμα ακούστηκε κι αναρίθμητα περιστέρια εγκατέλειψαν τις μαρκίζες, τις ταράτσες και τα δέντρα, όπου κούρνιαζαν ώς πριν λίγο, και χίμηξαν να βοηθήσουν από αέρος!
«Δόξα τω Θεώ!» ξεφύσηξε η μάνα.
«Ζήτω! Είμαστε με τους καλούς!» πανηγύρισε καμαρώνοντας για το είδος του ο Ποντικοπρίγκιπας.
«Να τρέξουμε;» ρώτησε δισταχτικά η Κρίστι.
Και ξεκίνησαν. Πέρασαν ανάμεσα σε μικρά κορμιά που σπαράζονταν σ’ όλο το μήκος του δρόμου, ενώ πίσω τους μαινόταν μια απίστευτη και θορυβώδης μάχη: ένα στράτευμα από ποντίκια και περιστέρια κατέβαλλε πολλαπλάσιες δυνάμεις από γάτες και σκύλους.
Από μια ταράτσα, ένας ψηλός λευκός άντρας – ο τρομερός Μάγος – τους κοιτούσε με μίσος ν’ απομακρύνονται.
«Ώστε είναι τόσο καλοί» μονολογούσε μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια του. «Τους ακούνε και τους προστατεύουν οι Άγγελοι… Έχω όμως κι άλλο τρόπο! Κάποιον που θα πέσει στη φάκα μου χωρίς αντίσταση!».
***
Ο Ευθύβουλος ο Ευθύβολος ακολούθησε τον καινούργιο του φίλο στο διαμέρισμά του. Ο έφηβος άνοιξε την πόρτα με το κλειδί του. Η μητέρα του, η πρεσβυτέρα Ξένια, τον περίμενε, όπως κάθε βράδυ, καθισμένη σε μια πολυθρόνα, με την τηλεόραση ξεχασμένη να παίζει χωρίς κανείς να τη βλέπει. Ο πατέρας του, όπως κάθε βράδυ, θα κοιμόταν, αποκαμωμένος από τις φροντίδες της μέρας.
«Τι είναι αυτός;» ρώτησε στα ρώσικα η μάνα βλέποντας το Νάνο με την Πορτοκαλιά Κόμη. Πρόσεξε το τόξο και τη φαρέτρα που ήταν περασμένα στους ώμους του.
«Ένας καλός φίλος» απάντησε ο Μπόρις. «Σε παρακαλώ, μαμά, είναι ανάγκη να μείνει μαζί μας απόψε. Άσε τον να κάνει ένα μπάνιο και θα σου τα εξηγήσω όλα».
Η όμορφη μεσόκοπη ξανθιά γυναίκα τον κοίταξε καχύποπτα. Ήταν μεγαλόπρεπη, σχεδόν όσο κι η Βασίλισσα Σούζαν, αλλά πολύ πιο νέα. Ο Νάνος πλησίασε κι έκανε μια μικρή υπόκλιση.
«Συγχωρέστε με, ευγενική μου κυρία» είπε. «Δε θα σας προκαλέσω κανένα πρόβλημα». Έβγαλε τα όπλα του και τα έδωσε στο αγόρι. «Μη φοβάστε» είπε. «Ορίστε, τ’ αφήνω εδώ. Δεν απειλούν κανένα».
“Άλλος ένας άστεγος” σκέφτηκε η γυναίκα βλέποντάς τον βρόμικο και ξυπόλυτο. “Τώρα άρχισε να τους φέρνει κι ο γιος μου. Όμως είναι ευγενικός και φαίνεται καλός”.
«Μπορείτε να μείνετε» είπε. Ο Νάνος την ευχαρίστησε ευγενικά. «Πεινάτε;» ρώτησε η μητέρα.
«Έχουμε φάει, μαμά» απάντησε ο Μπόρις. «Ήμασταν στο σπίτι της γιαγιάς της Σου, της φίλης μου». Φίλησε τη μαμά του. «Θα σου τα εξηγήσω αργότερα, δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς. Ευθύβουλε, μπορείς να κάνεις ένα μπάνιο. Θα σου βρω ρούχα ν’ αλλάξεις – δηλαδή, το ελπίζω».
«Από ’δώ είναι το μπάνιο» έδειξε η μητέρα. Ο Ευθύβουλος ευχαρίστησε ξανά και μπήκε εκεί που του έδειχναν. Τα ’χασε.
«Μπόρις, δεν καταλαβαίνω τίποτα! Τι να κάνω εδώ μέσα;».
«Είναι ξένος» απολογήθηκε ο Μπόρις στην έκπληκτη μαμά του κι έτρεξε να βοηθήσει.
«Ξένος; Δε λες καλύτερα εξωγήινος;» μουρμούρισε εκείνη. «Άκου δεν ξέρει τι να κάνει μέσα στο μπάνιο!».
***
Η συντροφιά στάθηκε σ’ ένα έρημο παρκάκι. Εδώ και ώρα, τίποτα απειλητικό δε φαινόταν, ούτε ακουγόταν.
Η κυρία Τζένη κοίταξε σοκαρισμένη την Κρυσταλίνα.
«Τι είσαι;» ψιθύρισε με κομμένη την ανάσα.
Η Κρίστι την ταρακούνησε να συνέλθει. Η Σου είχε ξεπεζέψει και πλησίασε να τη στηρίξει.
«Μαμά, άκου» είπε σταθερά το μαύρο κορίτσι. «Η Κρυσταλίνα είναι Κένταυρος κι ο Τσίπιριπ είναι ο πρίγκιπας των Ποντικών. Είναι από τη Νάρνια, ένα παραμυθένιο Κόσμο, που κατοικείται από μαγικά πλάσματα».
«Έναν Κόσμο που υπάρχει στ’ αλήθεια» συμπλήρωσε η Σου. «Τους βλέπετε, είναι αληθινοί. Και είναι καλοί. Μας έχουν σώσει ώς τώρα κάμποσες φορές. Δεν πρέπει να τους φοβάστε».
Η γυναίκα στηρίχτηκε σ’ ένα δέντρο και κοίταξε πιο ήρεμα τώρα τα δυο πρωτοφανή πλάσματα.
«Απίστευτο» ψιθύρισε. Οι δυο Επισκέπτες δίσταζαν να μιλήσουν. Προσπαθούσαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της με το βλέμμα. Η Κρυσταλίνα ένιωθε ντροπή· σ’ αυτό τον κόσμο ήταν ένα τέρας.
“Δεν έχουν δει αληθινά τέρατα, γι’ αυτό το λένε” σκέφτηκε και παρηγορήθηκε λίγο.
Τελικά ο Ποντικός αποφάσισε να πλησιάσει.
«Μας είδατε στη μάχη, σεβαστή μου κυρία» είπε. «Μη μας φοβάστε. Η γιαγιά της Σου μας γνωρίζει εδώ και πολύ καιρό».
«Αυτά που γίνονται σήμερα είναι απίστευτα!» ξέσπασε η γυναίκα.
«Αλήθεια;» απόρησε ο Ποντικοπρίγκιπας. «Στη Νάρνια γίνονται κάθε μέρα!».
Η Κρυσταλίνα έβαλε τα γέλια – το γέλιο της μεταδόθηκε στα δυο κορίτσια σα δροσερή πυρκαγιά.
Η μαμά χαμογέλασε αμήχανα.
«Γελάστε, κυρία» είπε ο Ποντικός. «Το να επιβιώνεις είναι κάτι πολύ χαρούμενο!». Στράφηκε στην Κρυσταλίνα. «Ώστε έχουν μεγάλες δυνάμεις αυτοί οι Άγγελοι» είπε με θαυμασμό. «Και είναι πράγματι πολύ μαγικός ο Κόσμος των Ανθρώπων!». Κοίταξε γύρω του. «Και τόσο θανάσιμος» πρόσθεσε, ανατριχιάζοντας ώς την άκρη της ουράς του.
«Ποιοι ήταν αυτοί; Τι ήθελαν από σένα;» ρώτησε απεγνωσμένα την Κρίστι η μητέρα της.
«Δεν ξέρω. Δεν ήταν απ’ τις γνωστές συμμορίες».
«Κάνω μια υπόθεση» είπε ο Τσίπιριπ. Όλοι τον κοίταξαν.
«Αν τα ζώα στον Κόσμο σας δεν είναι νοήμονα, υπάρχει μαγεία εδώ. Κάποιος τα κατεύθυνε. Άρα τα πράγματα είναι πολύ επικίνδυνα».
«Ίσως έχει σχέση με σας» είπε τραχιά η μάνα. «Ίσως είναι κάποιος απ’ το δικό σας Κόσμο».
«Δε μπορώ να το αρνηθώ… Αλλά είναι αλήθεια πως, εμείς συγκεκριμένα, δεν έχουμε εχθρούς. Δηλαδή, οι κίνδυνοι στο δικό μας κόσμο είναι εντελώς διαφορετικοί. Αυτό που είδαμε εδώ… μας θυμίζει άλλες εποχές».
«Ίσως λέτε ψέματα» είπε η μάνα. Η Κρίστι διαμαρτυρήθηκε.
«Άφησέ την» είπε η Κενταυρούλα. «Έχει δίκιο. Κι εμείς δεν ξέρουμε ποιος μας κυνηγάει».
«Πού θα πάμε τώρα;» ρώτησε η Σου.
«Έχουμε φίλους, αλλά δε γίνεται να πάμε» είπε η κυρία Τζένη. «Αν τους ξέρουν, θα μας την έχουν στημένη και θα βάλουμε σε κίνδυνο τους δικούς μας. Δε θα τα βγάλουμε πέρα».
«Ούτε στη γιαγιά μου μπορούμε να πάμε» είπε η Σου. «Δηλαδή, μπορούμε, αλλά… δε θέλω· θα ’ναι ο μπαμπάς μου εκεί τώρα και καλύτερα να μην τον συναντήσω».
«Ξέρω πού θα πάμε» είπε η Κρίστι και τα μάτια της έλαμψαν. «Στους γονείς του Μπόρις». Τους κοίταξε όλους. «Έτσι θ’ αρχίσουν και να μπαίνουν τα πράγματα σ’ ένα δρόμο. Μόνο που δε μπορούμε να πάμε με τα πόδια. Σου, σε παρακαλώ, πάρτε ένα ταξί με τη μαμά μου κι ελάτε. Κρυσταλίνα, εγώ λέω να ’ρθω μαζί σας, να σου δείξω το δρόμο».
***
Ο καθηγητής Λάνερ άκουγε τη μητέρα του για πολλή ώρα να του περιγράφει τις περιπέτειές της στο μαγικό Κόσμο, που κάποτε είχε υπάρξει Βασίλισσά του.
Κάθονταν κι οι δυο στο σαλόνι. Δίπλα του ήταν καθισμένη η όμορφη γυναίκα του, η Μελ, που η καρδιά της ήταν σφιγμένη από αγωνία για την κόρη της, το μεγαλύτερο απ’ τα δυο παιδιά της. Το μικρό, ο Τόμι, δέκα χρονών, κοιμόταν στην πολυτελή κατοικία τους και το φύλαγε η γκουβερνάντα.
Δεν την ενδιέφερε το παραλήρημα της πεθεράς της. Φυσικά, δεν πίστεψε ούτε λέξη.
Το ίδιο και ο άντρας της.
«Πού είναι τώρα η Σου, μητέρα;» ρώτησε ο Άλφρεντ.
«Είναι ασφαλής» είπε η Γιαγιά, «μαζί με τρεις φίλους, Επισκέπτες απ’ τη Νάρνια».
«Έχουν έρθει εδώ πλάσματα από κείνο τον Κόσμο;».
«Ακριβώς. Ένας Κένταυρος, ένας Ποντικός που μιλάει κι ένας Νάνος. Οι Νάνοι, να ξέρεις, εκεί είναι ιδιαίτερο Είδος πλασμάτων, όχι απλώς άνθρωποι με νανισμό, όπως εδώ».
«Αυτά είναι όντα από τις ευρωπαϊκές μυθολογίες» είπε η Μελ, που ήταν καθηγήτρια Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο.
«Το ξέρω» παραδέχτηκε η Σούζαν, «αλλά είναι πραγματικά». Σκέφτηκε μια στιγμή. «Ίσως οι μυθολογίες βασίζονταν σε επισκέψεις».
«Ή ίσως τα ’χεις χαμένα» είπε ψύχραιμα, αλλά αυστηρά ο γιος της. «Πού είναι η κόρη μου;».
«Με τη φίλη της, την Κρίστι. Ικανοποιήθηκες τώρα;».
«Διεύθυνση; Τηλέφωνο;» ρώτησε ο άντρας κοιτώντας τη γυναίκα του. Εκείνη σήκωσε τους ώμους· δεν ήξερε.
Έβγαλε το κινητό της και κάλεσε για πολλοστή φορά το κορίτσι της. Καμιά απάντηση.
«Άκου, αγόρι μου» είπε η Γιαγιά σκύβοντας μπροστά. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. «Ξέρω πως θα προτιμούσες να με κλείσεις το τρελοκομείο παρά να με πιστέψεις. Σου τα είπα όλα, όχι για να σε πείσω, αλλά για να καταλάβεις πως είμαι αποφασισμένη. Έχω αντιμετωπίσει πολύ χειρότερες καταστάσεις από το θυμό σου, ακόμα κι από εισαγγελείς, δικαστήρια και φυλακές».
«Αποφασισμένη, αλλά και τρελή» απάντησε ο γιος.
«Και οπλισμένη» είπε η Σούζαν δείχνοντας το τόξο και τα βέλη που κρέμονταν στον τοίχο. «Γι’ αυτό, δε θα στείλεις απόψε κανένα αστυφύλακα να με οδηγήσει με τη βία στο ψυχιατρείο. Κλείσε ένα ραντεβού και θα εξεταστώ απ’ όποιον ψυχίατρο επιλέξεις. Είμαι βέβαιη πως θα καταλάβει ότι δεν είμαι τρελή».
«Αν του πεις για τη Νάρνια, μην είσαι και τόσο βέβαιη».
Η Σούζαν χαμογέλασε.
«Μπορείς να μου πεις ένα επιστημονικό επιχείρημα, που να τεκμηριώνει ότι αποκλείεται να υπάρχει ένας τέτοιος Κόσμος;».
«Θεωρητικά όχι» παραδέχτηκε ο άντρας. «Στο σύμπαν μπορεί να υπάρχει οτιδήποτε. Όμως είσαι η μόνη που ισχυρίζεται ότι τον έχει δει».
«Το ίδιο θα μπορούσαν να πουν για κάθε πρωτοπόρο εξερευνητή».
«Όντως· τελικά όμως οι απατεώνες ξεσκεπάστηκαν και οι αληθινοί εξερευνητές δικαιώθηκαν».
«Αφού πήγαν χιλιάδες άνθρωποι στις νέες χώρες» πρόσθεσε η Μελ.
«Κι όμως», είπε η Σούζαν, με μια ξαφνική ανάμνηση, «δεν είμαι η μόνη που ισχυρίζεται ότι πήγε στη Νάρνια. Έχω κάτι για σας».
Σηκώθηκε και πήγε στην αποθήκη. Επέστρεψε σε λίγο μ’ ένα μικρό κουτί, γεμάτο παμπάλαια γράμματα, τακτοποιημένα σε πακετάκια. Τα άπλωσε μπροστά τους.
«Είναι η αλληλογραφία μου με τ’ αδέρφια μου. Και στην πρώτη φάση, στο πρώτο μου ταξίδι στην Αμερική, όταν σπούδαζε ο Πήτερ, που συμφωνούσαμε όλοι για όσα είχαμε ζήσει, και στη δεύτερη φάση, που εγώ πια δεν πίστευα κι εκείνοι προσπαθούσαν να με πείσουν. Έχω και μερικά γράμματα του Ευστάθιου και της Τζιλ Πόουλ, που πήγαν επίσης στη Νάρνια μερικές φορές. Ορίστε. Όλοι τρελάθηκαν, παιδιά μου;».
Ο Άλφρεντ κι η Μελ διάβασαν μερικά γράμματα. Έμειναν άφωνοι.
«Δεν ξέρω τι να πω» παραδέχτηκε ο καθηγητής. Δεν είχαν πειστεί ακόμη.
«Αν ήρθαν εδώ κάποιοι από τη Νάρνια, γιατί δεν τους φωτογράφησες με το κινητό σου;» ρώτησε η Μελ.
Η Σούζαν σήκωσε τους ώμους· ούτε που είχε σκεφτεί να κάνει κάτι τέτοιο.
«Η φωτογραφία με τον καιρό μπορεί να πέσει σε χέρια ανόμων» απάντησε. «Ποιος ο λόγος; Αν ηρεμήσετε λίγο, θα τους γνωρίσετε και οι ίδιοι».
Ο μπαμπάς της Σου ένιωσε να κρυώνει, κι ας φορούσε το κοστούμι και τη γραβάτα του. Έτριψε με την παλάμη του το αριστερό του μπράτσο, εκεί που, όταν ήταν φοιτητής, είχε κάνει μαζί με τους φίλους του ένα τατουάζ: το ραβδί του Ιπποκράτη, του πατέρα της Ιατρικής, με το τυλιγμένο φίδι που πρόβαλλε το κεφαλάκι του προς τα πάνω.