Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Επισκέπτες απ' τη Νάρνια, κεφάλαιο 1, μέρος Β΄

 

Ο Ποντικοπρίγκιπας πλησίασε το Δέντρο των Πυγολαμπίδων με το σπαθί στο χέρι. Βάδιζε σταθερά, δεν έτρεχε, ούτε φοβόταν. Ένα μικρό σφίξιμο – μήπως τον προϋπαντήσουν βδελυρά πλάσματα του κάτω Κόσμου – το κατάπνιγε στη μικρή του ποντικίσια καρδούλα. Τη μικρή, μα τόσο μεγάλη, που χωρούσε όλα τα Κενταυράκια του Κόσμου, κι όλους τους μπαμπάδες και τις μαμάδες Κενταύρους, κι όλο τον Κόσμο… Τουλάχιστον, τον απάνω Κόσμο.

Οι πολύχρωμες Πυγολαμπίδες μαζεύτηκαν κόβοντάς του το δρόμο.

«Κυρίες μου, κάντε πέρα» είπε με ευγένεια ο Ποντικός. «Πρέπει να σώσω την Κρυσταλίνα».

Τότε οι Πυγολαμπίδες κατάλαβαν πως ήταν φίλος, η πυγολαμπιδίσια κουρτίνα τραβήχτηκε και μερικές εκατοντάδες τον συνόδευσαν στην κάθοδο από τη χωμάτινη σκάλα.

Το σπίτι των Τυφλοπόντικων φωτίστηκε τόσο, που οι ένοικοί του με δυσκολία μπορούσαν να κοιτάξουν.

«Τι γίνετ’ εδώ; Ποιος άναψε το φως!;».

Ακόμη κι ο Νάνος και το κορίτσι σκέπασαν τα μάτια τους με την παλάμη.

Μόνο σαν αραίωσαν οι Πυγολαμπίδες ισορρόπησε κάπως ο φωτισμός, γεμάτος χρώματα που πάλλονταν με ζωντάνια.

Πολλοί Τυφλοπόντικες γνώριζαν τον Τσίπιριπ.

«Κρυσταλίνα!».

Σκαρφάλωσε πάνω της και την αγκάλιασε με αληθινή αγάπη, που τους έκανε όλους να βουρκώσουν. Και πιο πολύ τον Ευθύβουλο τον Ευθύβολο, τον ξυπόλυτο Νάνο με την Πορτοκαλιά Κόμη.

Ο Νάνος – ύψους μισού μέτρου – χαιρέτισε τον Ποντικοπρίγκιπα. Είπαν τ’ όνομά τους. Πρώτη φορά είπε κι η Κρυσταλίνα τ’ όνομά της στο Νάνο. Συστήθηκαν κι οι πιο τολμηροί Τυφλοπόντικες, και οι πιο γνώριμοι στον Τσίπιριπ.

Η ειρήνη είχε επέλθει.

«Κρυσταλίνα, ο πατέρας σου έχει τρελαθεί! Αφού δε χρειάζεται να δώσω μάχη, πάμε γρήγορα στο σπίτι σας!».

«Όχι, αγαπημένε μου Τσίπιριπ. Ο μπαμπάς θα με τιμωρήσει. Και δε νομίζω πως έχει τρελαθεί τόσο, όσο μου λες, απ’ την αγωνία».

Ο Ποντικός γούρλωσε τα ματάκια του.

«Μα τι λες; Ο πατέρας σου σε λατρεύει και σε καμαρώνει!».

«Πάντως το κρύβει πολύ καλά» είπε με πίκρα η κοπέλα. «Ξέρεις, ξεχάστηκα στη Γιαγιά Φλαμουριά και με πήρε ο ύπνος· γι’ αυτό δεν πήγα σπίτι. Και μετά μου ρίχτηκε ένα… δε βρίσκω λόγια να πω τι ήταν, πώς ήταν!». Κοίταξε το Νάνο. «Σ’ ευχαριστώ, αγαπημένε μου κυνηγέ· μου έσωσες τη ζωή, διακινδυνεύοντας τη δική σου, χωρίς καν να με ξέρεις! Κι εγώ δε σ’ ευχαρίστησα τόσην ώρα! Συγχώρεσέ με. Είσαι ένας καινούργιος φίλος για μένα, αν το θέλεις κι εσύ, βέβαια».

«Βλέπω πως είσαι καλοαναθρεμμένη» χαμογέλασε ο Νάνος, δείχνοντας τα μικρά λευκά του δόντια. Έδωσαν τα χέρια. «Δέχομαι το ευχαριστώ και τη φιλία σου, Κρυσταλίνα, κόρη του Πολεμιστή Ήλιου. Πρέπει να σου πω πως ο πατέρας σου έχει καλή φήμη σ’ όλα τα πλάσματα του δάσους».

«Το ξέρω», κατσούφιασε η κοπέλα, «εκτός απ’ το σπίτι του· ή μάλλον, εκτός από μένα, γιατί με τη μαμά μου μια χαρά τα πάνε».

«Ίσως προτιμά την αυστηρότητα, γιατί φοβάται την επιείκεια» είπε ο Νάνος. Το κορίτσι σήκωσε τους ώμους· δεν την ένοιαζε τι φοβόταν ή τι προτιμούσε ο πατέρας της. Κάποτε τον θαύμαζε κι ένιωθε ασφάλεια κοντά του· τώρα τον φοβόταν.

«Ξέρεις, Τσίπιριπ, πήρα μια απόφαση».

«Ν’ ανησυχήσω τώρα ή αφού την ακούσω;» ρώτησε ο Ποντικός.

«Δε θα ξαναγυρίσω στο σπίτι. Θα βρω τη λάμπα που δεν κοιμάται και, μετά, την πύλη για Εκεί Απ’ Όπου Ήρθαν οι Υψηλοί Βασιλιάδες της Νάρνια!».

Όλοι έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα μ’ αυτό που άκουσαν. Οι Πυγολαμπίδες ταράχτηκαν και τρεμούλιασαν μαζί με το φως τους.

«Τι ακούω, κόρη μου;» έκανε ο Ποντικός. «Οι πολλές ιστορίες σού έχουν πειράξει το μυαλουδάκι! Τη λάμπα που δεν κοιμάται δεν την έχει δει κανείς εδώ και διακόσια χρόνια! Και καμιά πύλη για τον Κόσμο των Βασιλιάδων δεν έχει βρεθεί από την εποχή τους».

«Και κανείς δεν έχει φύγει ποτέ απ’ τη Νάρνια για άλλο Κόσμο» συμπλήρωσε ένας τολμηρός Τυφλοπόντικας, ο πιο μορφωμένος στην κοινότητά τους.

«Ούτε και ήρθε κανείς, μέχρι τους Τέσσερις Βασιλιάδες» απάντησε η κοπέλα. «Όμως εκείνοι ήρθαν».

«Κι όμως», είπε ο Νάνος, «κι άλλα Παιδιά του Αδάμ και της Εύας είχαν έρθει, και μάλιστα ήταν παρόντα στη Δημιουργία της Νάρνια· ο Ντίγκορυ και η Πόλυ, ο Βασιλιάς Φρανκ και η Βασίλισσα Έλεν, που οι απόγονοί τους βασίλεψαν με σοφία στη Νάρνια και στην Αρχελάνδη».

«Δεν τους έχω ακουστά» είπε η Κρυσταλίνα. «Δε μου έχουν διηγηθεί ποτέ το Μύθο της Δημιουργίας».

«Δεν είναι μύθος» είπε αυστηρά ο Ευθύβουλος.

«Μύθος θα πει διήγηση, κουτέ» γέλασε ο Τσίπιριπ. Ο Νάνος τον κοίταξε θυμωμένα.

«Δεν είμαι μορφωμένος, αλλά δεν είμαι και κουτός» γκρίνιαξε. «Οι Νάνοι ξέρουμε πολλά, από γενιά σε γενιά, από το βιβλίο της Φύσης, τα παραμύθια και τα τραγούδια της φυλής μας».

«Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε προσβάλω» είπε ο Ποντικός πλησιάζοντάς τον στα τέσσερα πόδια. Στάθηκε δίπλα του ανεμίζοντας την ουρά του και του έδωσε το χέρι – δηλαδή το μπροστινό πόδι. Ο Νάνος δέχτηκε τη χειραψία κουνώντας το κεφάλι, χωρίς να πει λέξη.

«Δε χρειάζεται να διαφωνούμε» είπε μετά από λίγη σκέψη. «Κρυσταλίνα, συμφωνούμε στο τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνεις. Είμαστε μεγαλύτεροι από σένα, κρίνουμε καλύτερα και πρέπει να μας ακούσεις».

Η Κενταυρούλα κούνησε το όμορφο κεφάλι της.

«Καλέ μου Στεμ», στράφηκε στον Τυφλοπόντικα, «μπορώ να μείνω απόψε μαζί σας κι αύριο να τραβήξω το δρόμο μου, για όπου θέλω;».

Ο Τυφλοπόντικας κοίταξε γύρω του. Οι δικοί του συναίνεσαν κουνώντας τα κεφαλάκια τους.

«Μπορείς να μείνεις».

«Δε θα τραβήξεις για όπου θέλεις» είπε αυστηρά ο Τσίπιριπ.

«Τσίπιριπ, καλέ μου, δεν είσαι ο μπαμπάς μου και δε χρειάζομαι προστάτες» απάντησε με νεύρο το κορίτσι. «Τουλάχιστον, την ημέρα» συμπλήρωσε. «Θα κινούμαι λοιπόν την ημέρα». Πήρε ανάσα. «Είναι το όνειρό μου. Αυτό θα κάνω, θα βρω το πιο παραμυθένιο μέρος του Κόσμου, την πατρίδα των Υψηλών Βασιλιάδων». Τα μάγουλά της κοκκίνισαν γι’ αυτό που θα έλεγε: «Και ίσως να μείνω εκεί για πάντα».

«Πάρε την άδεια του πατέρα σου και μετά κάνε ό,τι θέλεις» είπε ο Ποντικοπρίγκιπας.

«Όχι, ποτέ δε θα μου δώσει την άδεια» είπε ήρεμα η κοπέλα. «Δε θέλω να τον ξαναδώ. Πολύ απλά, δεν υπάρχει λόγος να ζήσω αυτό το μαρτύριο, να πάω να τον δω και να τον αντιμετωπίσω, να δω τα θυμωμένα μάτια και τα σμιχτά φρύδια του». Πήρε τον Ποντικό στα χέρια, του χάιδεψε με τρυφερότητα το κεφαλάκι. «Με βρήκες, ξέρεις πως είμαι καλά, θα του το πεις εσύ, Τσίπιριπ, καλέ μου, κι αυτό είναι όλο».

Ο Ποντικοπρίγκιπας αντιστάθηκε στην ευτυχία που ένιωθε με το χάδι της Κενταυροπούλας, τίναξε το κεφάλι και μ’ ένα πήδημα της ξέφυγε και προσγειώθηκε στο χώμα.

«Τι ευλυγισία!» ψιθύρισαν με θαυμασμό κάποιες νεαρές Τυφλοποντικίνες που έψαχναν για σύζυγο. Αυτός τις άκουσε, μα δεν έδωσε σημασία, αν και κολακεύτηκε. “Θα ξανάρθω, όταν ταχτοποιηθούν όλα” σκέφτηκε μόνο για μια στιγμή.

«Κρυσταλίνα, δε θα σ’ αφήσω να κάνεις τίποτα. Θα φύγω αμέσως τώρα και θα φέρω τον πατέρα σου εδώ. Και μετά κάντε ό,τι θέλετε οι δυο σας».

«Δε μου πέφτει λόγος», μπήκε στη μέση ο Νάνος, «μα νομίζω πως ο πρίγκιπάς μας έχει δίκιο».

Ο Τσίπιριπ τον ευχαρίστησε με μια μικρή υπόκλιση.

Η Κρυσταλίνα μούτρωσε. Δεν υπήρχε λοιπόν ελπίδα, για μια φορά στη ζωή της, τώρα που της δόθηκε η ευκαιρία, να κάνει επιτέλους αυτό που θέλει;

«Κι όμως, υπάρχει μια πύλη που μπορεί να σε οδηγήσει εκεί που λαχταράει η καρδιά σου» ακούστηκε μια φωνή και πλησίασε ένας γέρος Τυφλοπόντικας με άσπρα γένια.

«Και πού είναι αυτή η πύλη;» ρώτησε η κοπέλα και τα μάτια της έλαμψαν.

Ο παππούς έβγαλε τα γυαλιά του και την κοίταξε καλά καλά.

«Στον υποχθόνιο Κόσμο» είπε.

«Το ’ξερα!» αναφώνησε αναπηδώντας ο Τσίπιριπ. Άρπαξε απ’ το χέρι την Κρυσταλίνα, μα δεν είχε δύναμη να την τραβήξει. «Φεύγουμε αμέσως για τον Πολεμιστή Ήλιο!».

«Δεν πάω πουθενά» αντιστάθηκε η κοπέλα. «Από πού πάνε σ’ αυτή την πύλη, παππού;».

Ο γέρος έδειξε στο σκοτάδι, πέρα από κει που φώτιζαν οι Πυγολαμπίδες.

«Από τα βάθη του λαγουμιού μας» είπε με σιγουριά.

Οι Τυφλοπόντικες αναταράχτηκαν κι άρχισαν να γυρίζουν γύρω γύρω πανικόβλητοι. Δηλαδή μέσα στη φωλιά τους υπήρχε μια πύλη που επικοινωνούσε με τον υποχθόνιο Κόσμο; Κι ο γέρο παππούς το ήξερε και δεν έλεγε τίποτα τόσα χρόνια;

«Γρήγορα! Αλλάζουμε Δέντρο!» φώναξε ο Γκραπ, ο δυνατότερος, που ήταν κάτι σαν αρχηγός εκεί μέσα.

Αλλά ο Στεμ τους σταμάτησε πριν ξεχυθούν ξεφωνίζοντας έξω απ’ τη γιγάντια Ακακία και τρυπώσουν, χωρίς να ξέρουν πού πάνε, μέσα στη νύχτα.

«Μισό λεπτό» είπε. «Πες μας, παππού Γρηγέντιε, είναι σίγουρο αυτό που λες; Και δεν κινδυνεύουμε απ’ τα καταχθόνια πλάσματα, αν υπάρχει μια πύλη μέσα στη φωλιά μας;».

Ο γέρο Τυφλοπόντικας έκανε μια κίνηση αδιαφορίας.

«Μπα!» είπε. «Κανείς δε νοιάζεται να περάσει απ’ το λαγούμι των Τυφλοπόντικων! Κοντά στην πύλη υπάρχει μια άλλη έξοδος κι όταν θέλει να βγει κάποιο καταχθόνιο πλάσμα, ξεμυτίζει από κει κατευθείαν στο δάσος!».

«Και πού το ξέρεις αυτό εσύ, σοφέ μου γέροντα;» ρώτησε ο Ευθύβουλος.

«Όταν ήμουν μικρός περιπλανήθηκα προς τα εκεί» αναστέναξε ο γέρος. «Μαζί με τον αδερφό μου, τον Κρήσκεντα. Βρήκαμε την πύλη κατά τύχη, στο τέρμα της φωλιάς μας, που όπως ξέρετε πάει πολλά χιλιόμετρα παρακάτω. Μα καθώς την κοιτάζαμε με ανόητη περιέργεια, ένα Φίδι πρόβαλε σαν αστραπή, άρπαξε τον Κρήσκεντά μου και τον έκανε μια μπουκιά!».

Οι Τυφλοπόντικες ξεφώνισαν με απελπισία.

«Δεν ξαναπήγα ποτέ προς τα εκεί» είπε ο παππούς. «Και πάντα απότρεπα τους νεότερους να πηγαίνουν μετά τη Χοντρή Ρίζα και το Γκρίζο Βράχο».

«Μετά απ’ αυτά είναι η πύλη;» ρώτησε ο Γκραπ. Ήταν αλήθεια πως αυτά τα σημεία ήταν κάτι σα σύνορο για το λαό τους. Κανείς δεν κατοικούσε μετά από κει, ούτε προχωρούσε κανείς πιο πέρα, χωρίς να ξέρουν το λόγο.

Να, αυτός ήταν ο λόγος· η συλλογική μνήμη και τα υπονοούμενα του γέρο Γρηγέντιου, ίσως και πολύ παλιότερων απ’ αυτόν, εδώ και πολλές Τυφλοποντικίσιες γενιές.

«Και πώς ξέρεις πως η πύλη βγάζει στον Κόσμο των Υψηλών Βασιλιάδων;» ρώτησε ο Νάνος.

«Ναι, πώς είναι δυνατόν μια πύλη που συγκοινωνεί με τον κάτω Κόσμο να βγάζει και στον Κόσμο των Υψηλών Βασιλιάδων;» ρώτησε ο πρωτότοκος γιος του παππού, ένας χοντρός, μεσήλικας Τυφλοπόντικας, δουλευταράς.

«Μας το είπε η Ρίζα, πριν το Φίδι καταπιεί αμάσητο τον αδερφό μου» απάντησε εκείνος. Κοίταξε την κοπέλα πάνω απ’ τα γυαλιά του. «Όμως, επειδή η πύλη συγκοινωνεί με τον κάτω Κόσμο, σίγουρα δε βγάζει στο πιο όμορφο και παραμυθένιο μέρος, όπως νομίζεις, μικρή μου».

Η Κρυσταλίνα κούνησε το κεφάλι της με περίσκεψη.

«Θα πάω» είπε αποφασιστικά.

Και τότε ακούστηκε ποδοβολητό πάνω απ’ τα κεφάλια τους και το έδαφος σείστηκε γύρω απ’ την Ακακία κι οι Πυγολαμπίδες ξεχύθηκαν έξω, να προστατέψουν το σπίτι τους.

Οι Κένταυροι είχαν έρθει, ειδοποιημένοι από το Γεράκι!

«Τρέξε!» είπε η Κρυσταλίνα, μιλώντας στον εαυτό της. Και έτρεξε. Οι Τυφλοπόντικες παραμέρισαν όπως όπως και το κορίτσι κάλπασε σκύβοντας να μην κουτουλήσει στη χωμάτινη οροφή, που στερεωνόταν από αναρίθμητες ρίζες κάθε μεγέθους.

Ποντικός και Νάνος κοιτάχτηκαν αστραπιαία. Χωρίς να μιλήσουν, έτρεξαν ξωπίσω της. Δε γινόταν να την αφήσουν μόνη!

Την ώρα που ο Πολεμιστής Ήλιος έμπαινε στο λαγούμι, χωρώντας με δυσκολία, η Κρυσταλίνα περνούσε το σύνορο της Ρίζας και του Γκρίζου Βράχου, κάτω απ’ τη γη.

Στον υποχθόνιο Κόσμο μυρίστηκαν φρέσκο κρέας και χιλιάδες πλάσματα αναταράχτηκαν στις σπηλιές τους.

Οι Τυφλοπόντικες εξήγησαν τσάτρα πάτρα στον Πολεμιστή Ήλιο, μα εκείνος δε χωρούσε στο διάδρομο που πέρασε η μοναχοκόρη του. Ανέβηκε στη γη και μαζί με τους συντρόφους του, τους Αίλουρους, τους Ποντικούς, τους Γρύπες και το Γεράκι προσπάθησαν ν’ ακολουθήσουν την πορεία της από πάνω.

Μάταια όμως. Σύντομα δεν ήξεραν πού να πάνε.

Ο Κεραυνόποδος, ο αδερφός του Πολεμιστή Ήλιου, πλησίασε και τον άγγιξε στο μπράτσο.

«Το μόνο που με παρηγορεί» είπε ο λυπημένος πατέρας, αφήνοντας πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή του τα πράσινα μάτια του να βουρκώσουν, «είναι πως πήγε μαζί της ο άξιος και πιστός Τσίπιριπ – κι εκείνος ο Νάνος, που φαίνεται ικανός και γενναίος, αφού κάρφωσε δυο βέλη στο λαιμό μιας Άρπυιας χωρίς να τρομάξει».

«Ας τη βοηθήσει ο Μεγάλος Ασλάν» είπε ο Κεραυνόποδος κι όλοι οι Κένταυροι έκλιναν την κεφαλή τους.

«Θα έρθει όμως;» αναρωτήθηκε ο Πολεμιστής Ήλιος. Κι αναστενάζοντας: «Ελπίζω να έχει εξουσία και στον Κόσμο των Υψηλών Βασιλιάδων, ή όπου αλλού βρεθεί το παιδί μου από την εφηβική του τρέλα!».

***

Μια ροζ Πυγολαμπίδα βγήκε από την τσέπη της πιτζάμας του γενναίου Νάνου με την Πορτοκαλιά Κόμη και φώτισε με την ουρίτσα της την κατασκότεινη σήραγγα.

«Δόξα στο Μέγα Ασλάν» είπε η Κρυσταλίνα· «δεν είναι τόσο τρομακτικά πια».

«Εμένα μου λες;» μουρμούρισε ο Νάνος που είχε κιόλας περάσει στο τόξο του μια σαΐτα.

Η κοπέλα πήρε απαλά στην παλάμη της την Πυγολαμπίδα.

«Γενναίο μου εντομάκι, εσύ θα μας φωτίζεις. Σ’ ευχαριστούμε. Εύχομαι ο λαός σου να είναι πάντα φωτεινός και γερός και κανείς να μη σας απειλήσει».

«Καταλάβατε πως είδατε τον χειρότερο απ’ τους χίλιους φόβους;» είπε ο Ποντικός, που θυμήθηκε το φτερωτό τέρας. «Είσαι πολύ γενναίος, σύντροφε Νάνε· ήρθες καταπρόσωπο με μια Άρπυια, της έριξες βέλη και της άρπαξες το θήραμά της!».

«Εγώ ήμουν αυτό το θήραμα!» ψιθύρισε ανατριχιάζοντας η Κενταυρούλα.

Όμως ο Νάνος δεν είχε όρεξη για κουβέντα.

«Νομίζεις ότι κατάλαβα τι γινόταν;» είπε κοφτά, για να κόψει τη φόρα στο φλύαρο Ποντίκι. «Είδα κάποιον να κινδυνεύει, αυτό ήταν όλο».

Δεν έλεγε αλήθεια· είχε ακούσει απ’ το κρεβάτι του το ουρλιαχτό της Βορβώς κι ήξερε καλά τι θα είχε ν’ αντιμετωπίσει.

«Κι εσύ πάντως, μικρέ πρίγκιπα, είσαι γενναίος» είπε παρατηρώντας προσεχτικά το ζωάκι, που είχε ύψος τριάντα πόντων, ενώ ο Νάνος πενήντα. «Όρμησες μέσα ολομόναχος, χωρίς να ξέρεις τι θα ’βρισκες μπροστά σου!».

Ο Ποντικοπρίγκιπας υποκλίθηκε ιπποτικά.

«Η γενιά μου είναι γενναία· δημιουργήθηκε απ’ το Μέγα Ασλάν, σαν αμοιβή για τη βοήθεια των πιστών Ποντικών, όταν κειτόταν στο Τραπέζι της Θυσίας του».

«Ξέρω την ιστορία. Εσύ, κοριτσάκι, πιστεύεις στον Ασλάν; Άκουσα που τον δοξολόγησες πριν από λίγο».

«Πιστεύω» είπε αυθόρμητα η Κρυσταλίνα. «Από μωρό ακούω γι’ αυτόν και τους Υψηλούς Βασιλιάδες και τη Μάχη με τη Λευκή Μάγισσα». Σκέφτηκε λίγο. «Γι’ αυτό και πάω να τους βρω» κατέληξε με κάποιο δισταγμό.

Ο Νάνος χαμογέλασε λίγο ειρωνικά πίσω απ’ τα μικρά του δόντια.

«Και ξέρεις κανένα που να τον έχει δει, τώρα και αιώνες;» ρώτησε.

«Όχι, δεν ξέρω… Μα ο Ασλάν εμφανίζεται όταν υπάρχει λόγος».

«Και δεν υπάρχει λόγος να εμφανιστεί μ’ όλα αυτά που έγιναν στη Νάρνια μετά την αποχώρηση των Βασιλιάδων;».

«Τι θες να πεις, Νάνε;» νευρίασε ο Ποντικός. «Εσύ δεν πιστεύεις; Πριν από λίγο μας έλεγες για το μύθο πως δεν είναι μύθος!».

Ο Ευθύβουλος δεν απάντησε αμέσως. Περπατούσε με τα ξυπόλυτα ποδαράκια του προσέχοντας στο μισοσκόταδο για κινδύνους. “Θέλω να πιστέψω” σκέφτηκε ν’ απαντήσει. Αντί γι’ αυτό, είπε:

«Θα πιστέψω περισσότερο, αν δουν τα μάτια μου».

«Σταματήστε» είπε με μουδιασμένη φωνή η Κενταυρούλα. «Φοβάμαι… ότι φτάσαμε».

Μπροστά τους ανοιγόταν μια μαύρη τρύπα, όπου χωρούσε ίσα ίσα το κορίτσι, σκύβοντας λιγάκι.

«Να τολμήσω;» αναρωτήθηκε.

Ο Ποντικοπρίγκιπας στάθηκε μπροστά της με το σπαθί στο πόδι.

«Όχι, πρέπει να γυρίσουμε πίσω!» είπε αυστηρά και τα μάτια του γυάλισαν από θυμό και φόβο.

Η Κρυσταλίνα έσκυψε και τον κοίταξε στα μάτια.

«Όχι, καλέ και πιστέ μου Τσίπιριπ» είπε. «Πρέπει να τολμήσω. Προτιμώ να περάσω απ’ τον κάτω Κόσμο παρά να γυρίσω στο σπίτι του Πολεμιστή Ήλιου». Έριξε μια ματιά στους φίλους της. «Δεν είστε υποχρεωμένοι να ’ρθετε μαζί μου».

«Αλήθεια;» έκανε ο Νάνος. «Και τι μας πέρασες; Δειλούς κι αναίσθητους; Θ’ αφήσουμε μόνο του ένα κορίτσι στον υποχθόνιο Κόσμο;».

«Κι ας μας ψάχνουν οι Ποντικοί κι οι Νάνοι με την Πορτοκαλιά Κόμη» συμπλήρωσε ο Ποντικοπρίγκιπας. «Ευτυχώς οι Κένταυροι έμαθαν πού είμαστε, κι έτσι θα πληροφορήσουν και τους δικούς μας… Το Γεράκι φέρθηκε τελικά σα φίλος!».

«Λοιπόν, θα πάμε πίσω;» ρώτησε με μια τελευταία ελπίδα ο Νάνος.

Η Κρυσταλίνα κούνησε το κεφάλι και τα μακρουλά αλογίσια αφτιά της χόρεψαν πάνω κάτω. Πνίγοντας το δισταγμό της, πέρασε την πύλη.

***

Χιλιάδες βδελυρά πλάσματα – απομεινάρια του στρατεύματος της Λευκής Μάγισσας, όσα δεν εξολοθρεύτηκαν στις μάχες που έδωσαν οι Τέσσερις Βασιλιάδες μετά τη Μάχη του Βερούνα – χιλιάδες βδελυρά όντα που κρύφτηκαν κάτω απ’ το έδαφος, δημιουργώντας το βασίλειο του υποχθόνιου Κόσμου, κατοικώντας τις σπηλιές, επεκτείνοντας τα λαγούμια κι ανοίγοντας σκοτεινούς και πνιγηρούς λαβύρινθους, όλα αυτά τα κτήνη σάλεψαν κι άρχισαν να περπατούν, να σέρνονται και να φτερουγίζουν προς την εγκαταλελειμμένη πύλη.

Ο κάτω Κόσμος έχει πολλές διεξόδους για τον απάνω· απ’ αυτή την τρύπα δεν είχε περάσει κανείς από τότε που η Φίδω κατάπιε το νεαρό Τυφλοπόντικα. Τώρα, ήταν ώρα να τη θυμηθούν πάλι.

Η σήραγγα γινόταν στενή και τα σκοτεινά όντα, δίχως ίχνος δεσμού, άρχισαν να μάχονται μεταξύ τους ποιο θα τρυπώσει. Το φρέσκο κρέας μύριζε λαχταριστό ακόμα και μέσα από μεγάλες στρώσεις χωμάτων, τυφλώνοντάς τους όλα τα ένστικτα εκτός απ’ την πείνα και τη λαχτάρα του φόνου! Και μέχρι να φτάσουν, τα χόρταιναν και τα δυο με χαρά από τις σάρκες των διπλανών τους, όποιοι κι αν ήταν!

Τελώνια, Άρπυιες, Λάμιες, Στρίγγλες, Βρικόλακες, Δαιμόνια, Φαντάσματα, λασπώδη πλάσματα με γλοιώδη πλοκάμια, τέρατα με κατσιασμένες ή ξεσχισμένες φτερούγες, Φίδια, γιγάντιοι Σκορπιοί κι ένας ποικιλώνυμος συρφετός χωρίς συνοχή ή αλληλεγγύη έδινε τη μάχη του στα τυφλά κάτω από τα πόδια των ανυποψίαστων θυμάτων του.

Η Κρυσταλίνα, ο Τσίπιριπ κι ο Ευθύβουλος, οδηγημένοι από το παρήγορο φως της Πυγολαμπίδας, άκουσαν κοντά τους ένα δυνατό ζουζούνισμα και μετά απόκοσμες κραυγές ν’ ανεβαίνουν από τα βάθη της γης.

«Μέλισσες» είπε ο Ευθύβουλος. Άγγιξε τον τοίχο, που ήταν πια ένας βράχος, και το χέρι του γέμισε μαλακό καστανό μέλι.

***

Όταν η Φίδω κατάπιε τον Τυφλοπόντικα, πριν δεκαετίες, η Γλυκέα, η αυτοκράτειρα των Μελισσών, που το πληροφορήθηκε από τα Δέντρα, που το είχαν μάθει από τις Ρίζες κι αυτές από τη μία και μοναδική Ρίζα δίπλα στο Γκρίζο Βράχο, μοίρασε το βασίλειό της στις κόρες της, τη Μελένια και την Ανθένια, και παίρνοντας ένα μέρος του στρατού της ήρθε και κατοίκησε μέσα στην πύλη.

Εκατομμύρια Μέλισσες κρεμάστηκαν από το κορμί της σα βαρύς πολυέλαιος και σιγά σιγά έφτιαξαν τις κυψέλες τους μέσα στην τρύπα, ακριβώς εκεί όπου επικοινωνούσε με τον κάτω Κόσμο.

Τα Ξανθά Μυρμήγκια του μυρμηγκοβασιλιά Φυλλόσταχυ έσκαψαν μια σήραγγα στο μέγεθός τους, απ’ όπου χωρούσε μια μόνο Μέλισσα να περάσει. Και με ανεξάντλητη υπομονή, κάθε μέρα την εποχή των λουλουδιών, οι Μέλισσες έφταναν από τη σήραγγα μία μία στα ανθισμένα λιβάδια και μάζευαν γύρη. Το μέλι τους τις έτρεφε όλο το χρόνο, μα έμενε και απόθεμα, που ξεχυνόταν ευωδιαστό από κάθε τρυπίτσα του βράχου σχηματίζοντας καταρράκτες, καστανές κουρτίνες και μικρές λίμνες.

Το κερί τους το έχτιζαν, μικρά τούβλα σε μέγεθος σπιρτόκουτου, φράζοντας την έξοδο από τον υποχθόνιο Κόσμο. Σε είκοσι χρόνια είχαν κατασκευάσει έναν αδιαπέραστο τοίχο εκατό μέτρων από σκληρό κερί, που έκοβε το δρόμο του κάτω Κόσμου προς τον απάνω και των σκοτεινών πλασμάτων προς το φως της μέρας – για την ακρίβεια, έκοβε το δρόμο του σκοταδιού προς το φως.

Τα μοχθηρά κτήνη άρχισαν να κόβουν και να ροκανίζουν αυτό τον τοίχο, αργά και σταθερά, όπως μπορούσαν.

***

Στο κατώφλι των Κόσμων, οι τρεις φίλοι άκουσαν τα σαγόνια, τα νύχια και τα τσεκούρια πίσω απ’ το ασταμάτητο βουητό των Μελισσών. Κατάλαβαν τι συμβαίνει.

«Γρήγορα, να βρούμε την πύλη, πριν πέσει ο κέρινος τοίχος» είπε η Κρυσταλίνα.

«Ή να γυρίσουμε πίσω, όσο είναι καιρός» γκρίνιαξε ο Τσίπιριπ.

«Ποτέ» απάντησε η κοπέλα κουνώντας το κεφάλι. Άπλωσε την παλάμη της. «Καλή μου Πυγολαμπίδα, δείξε μας το δρόμο».

«Ένα λιοντάρι!» φώναξε ο Νάνος και σημάδεψε με το τόξο του.

Στράφηκαν όλοι τρομαγμένοι.

«Δεν είναι λιοντάρι» ψιθύρισε ο Ποντικός και πλησίασε τρέχοντας στα τέσσερα. «Είναι… ένα κέρινο ανάγλυφο, το κεφάλι ενός λιονταριού φτιαγμένο από καθαρό κερί, πάνω στον τοίχο!».

Ήταν ένα τέλειο κομψοτέχνημα, που προεξείχε λίγους πόντους απ’ το κέρινο τείχος.

Ωστόσο Μέλισσες άρχισαν να μαζεύονται γύρω τους, κρατώντας μια απόσταση για να μην τους τρομάξουν.

«Οι Μέλισσες του Ασλάν» μουρμούρισε με δέος ο Ευθύβουλος. «Ώστε υπάρχουν».

«Είδες αυτό που περίμενες για να πιστέψεις;» ρώτησε ο σπιθαμιαίος πρίγκιπας.

Μια χρυσαφένια Μέλισσα, διπλή σε μέγεθος από τις άλλες, στάθηκε μπροστά τους· στο κεφάλι φορούσε μια μικροσκοπική κορωνίτσα, που μόλις διακρινόταν.

«Μεγαλειοτάτη, τα σέβη μας» είπε ο Ποντικός υποκλινόμενος ελαφρά.

Πολλές Μέλισσες, σαν υπακούοντας σε διαταγή της βασίλισσας, έφεραν πετώντας ένα δοχείο, φτιαγμένο ολόκληρο από κερί, γεμάτο μέλι. Ήταν κλεισμένο με μια λεπτή τάπα, κέρινη επίσης. Απ’ έξω ήταν στολισμένο με το κεφάλι του Ασλάν, μικρογραφία του ανάγλυφου που είδαν πριν από λίγο πάνω στον τοίχο. Το έδωσαν στην κοπέλα.

«Ευχαριστώ» ψιθύρισε εκείνη και το ’βαλε σε μια βαθιά τσέπη στη μακριά της μπλούζα. Θα ήταν η τροφή τους.

Ο κρότος απ’ τον αγώνα των βδελυρών πλασμάτων ακουγόταν τώρα πιο δυνατός. Οι τρεις φίλοι είδαν χιλιάδες Μέλισσες να παρατάσσονται μπροστά στον κέρινο τοίχο, σαν έτοιμες για μάχη.

«Πώς θα φύγουμε; Έτσι θα τις αφήσουμε;» είπε ο Νάνος.

«Κι όμως, για μας θα πολεμήσουν» αποκρίθηκε ο Ποντικός. «Φοβάμαι ότι δεν έχουμε ελπίδες σ’ αυτή τη μάχη, ενώ αυτές έχουν. Ας τις τιμήσουμε, πηγαίνοντας στον προορισμό μας».

Η ροζ Πυγολαμπίδα πέταξε από την παλάμη της Κρυσταλίνας και χάθηκε στο βάθος, εκεί απ’ όπου είχαν έρθει.

«Ωχ, πώς θα βρούμε το δρόμο όταν γυρίσουμε;» ρώτησε ο Ευθύβουλος.

«Αν γυρίσουμε» διόρθωσε ο Τσίπιριπ.

«Εγώ δε θα γυρίσω» είπε η Κενταυρούλα, περισσότερο με λαχτάρα παρά με σιγουριά.

Και προχώρησαν. Λίγα βήματα μόλις κι έλαμψε μπροστά τους η πύλη, σα γαλάζιος καθρέφτης. Ήταν μικρή, μα μεγάλωσε και χωρούσε την Κρυσταλίνα χωρίς να σκύψει. Γέμισε τη σήραγγα με γαλαζωπό φως, σαν ασυννέφιαστος ουρανός.

Το κορίτσι έριξε μια τελευταία ματιά στο διάδρομο. Μουρμουρίζοντας μια προσευχή, πέρασε το ένα μπροστινό της πόδι στη φωτεινή πύλη.

Ο Νάνος, με μια σαΐτα περασμένη στο μικρό του τόξο, κι ο Ποντικός, με γυμνωμένο το ξίφος, πέρασαν μαζί της.

 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...