Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Κεφάλαιο 3. Τι ακριβώς κάνει τα τρία παιδιά να υποφέρουν

 

Οι Άγγελοι άρχισαν τη διήγησή τους. Όχι για να κρίνουν ή να ικανοποιήσουν καμιά αδιάκριτη περιέργεια, μα για να φυτέψουν διαμαντένιους σπόρους αγάπης και να βοηθήσουν. Ο Ευθύβουλος στην κλινική κι ο Τσίπιριπ με την Κρυσταλίνα κάτω απ’ τα δέντρα, άκουγαν την ιστορία των καινούργιων τους φίλων.

Κάποτε η Σου χαιρέτισε τους γονείς του Μπόρις και βγήκε από το θάλαμο, για να συναντήσει στο διάδρομο την ανήσυχη φίλη της και τον άγνωστο και παράξενο προστάτη της.

«Λοιπόν;» τη ρώτησε η Κρίστι αγκαλιάζοντάς την.

«Παρά τρίχα να πεθάνει! Δεν αντέχει πια το ποτό – αν δεν απεξαρτηθεί, λίγα είναι τα ψωμιά του!».

«Τι θα κάνουμε; Θα φύγεις;».

Η Σου σήκωσε τους ώμους.

«Τι να κάνω; Έχει τους γονείς του τώρα».

«Τώρα μάλιστα!».

«Πάντως πρέπει να γυρίσω σπίτι».

«Σου, γλυκιά μου, τι μου είπε ο…», κόμπιασε (πώς έπρεπε να τον πει;), «ο μικρός μας φίλος; Σου επιτέθηκαν;».

Η κοπέλα έβαλε τα κλάματα. Η μικρή Νέγρα την αγκάλιασε και πήγαν παράμερα. Ευτυχώς στο διάδρομο δεν υπήρχε άλλος από τους τρεις τους. Ο Ευθύβουλος τις κοιτούσε περιμένοντας την ευκαιρία να μιλήσει.

«Τι να κάνω;» ξαναρώτησε η Σου, κλαμένη, σφίγγοντας τη σκισμένη της μπλούζα. «Το αγόρι μου… το πρώην αγόρι μου, είναι ένα κάθαρμα! Όχι μόνο με παράτησε, αλλά έβαλε και τρεις κακούργους να με κομματιάσουν!».

Η Κρίστι την αγκάλιασε πιο σφιχτά. Μετά τραβήχτηκε λίγο και την κοίταξε στα μάτια.

«Θα πας στην Αστυνομία;».

«Τι νόημα έχει; Δε θα με προστατεύσει η Αστυνομία· ο μπαμπάς μου θα με προστατεύσει».

«Είσαι σίγουρη;» ρώτησε η κολλητή της με αμφιβολία.

«Είμαι… Τουλάχιστον θα με βοηθήσει να το ξεφορτωθώ».

Οι γονείς της Σου ήταν καθηγητές πανεπιστημίου με πολλές γνωριμίες σε πολλά επίπεδα· ο μπαμπάς της ήταν πυρηνικός φυσικός κι η μαμά της φιλόλογος.

Τώρα ο Νάνος αποφάσισε να μπει στη μέση.

«Εμάς θα μας βοηθήσετε να βρούμε μια άκρη;».

Η Σου χαμογέλασε μέσα στην απελπισία της. Πλησίασε και χάιδεψε το Νάνο, που τον ένιωθε αλλόκοτα σαν παιδί, στην πλούσια πορτοκαλιά κόμη του.

«Πάμε στους άλλους» είπε. «Και βέβαια θα σας βοηθήσουμε, καλέ μου φίλε. Συχώρα με, δε θυμάμαι καν αν σ’ ευχαρίστησα και δεν ξέρω ούτε τ’ όνομά σου!».

Κατευθύνθηκαν προς την έξοδο, μέσα απ’ το λαβύρινθο των διαδρόμων που είχαν τώρα όλο και περισσότερη κίνηση. Όμως κανείς δε νοιαζόταν γι’ αυτούς, ούτε έστηνε αφτί ν’ ακούσει τι λέγανε.

«Είμαι ο Ευθύβουλος ο Ευθύβολος» άρχισε ο Νάνος, χαμηλώνοντας από ένστικτο τη φωνή του. «Από τη φυλή των Νάνων με την Πορτοκαλιά Κόμη, των Γιων της Γης. Η Κενταυρούλα είναι η Κρυσταλίνα, ένα υπέροχο κορίτσι, κόρη ενός γενναίου πολεμιστή, διάσημου στα μέρη μας. Ο Ποντικός είναι ο πρίγκιπας της φυλής του, ο Τσίπιριπ».

«Τι ακριβώς είναι η Νάρνια;» ρώτησε η Σου.

«Και πού είναι;» πρόσθεσε η Κρίστι.

«Είναι ο Κόσμος μας. Περάσαμε στο δικό σας μέσα από μια μαγική πύλη. Από μια τέτοια πύλη, πριν τρεις αιώνες – με το δικό μας χρόνο – ήρθαν σε μας τέσσερα δικά σας παιδιά, που πολέμησαν και νίκησαν τη Λευκή Μάγισσα, τη σατανική βασίλισσα, που τυραννούσε όλα τα πλάσματα του Κόσμου μας. Έγιναν Βασιλιάδες, οι Υψηλοί Βασιλιάδες, η Χρυσή Εποχή της Νάρνια. Και, μετά από δεκαπέντε χρόνια, χάθηκαν». Έκανε μια κίνηση με το μικρό του χέρι, φυσώντας ελαφριά, όπως παίρνει ο άνεμος τα ξερά φύλλα. «Η Κρυσταλίνα ήρθε να ψάξει γι’ αυτούς – νομίζει πως ίσως βρει κάτι. Εμείς την ακολουθήσαμε, για να την προστατεύσουμε… Είναι μεγάλη ιστορία».

Κοίταξε γύρω του.

«Πάντως κι ο Κόσμος σας είναι πολύ μαγικός». Τις έπιασε απαλά από τα μπράτσα και τις τράβηξε διακριτικά σε μιαν άκρη. Έπρεπε να βρει το θάρρος, αυτός που κόμπλαρε αμέσως όταν έπρεπε να μιλήσει κι εκφραζόταν καλύτερα με τόξο, τσεκούρι ή μαχαίρι, να πει ό,τι ήξερε.

«Κόρες της Εύας, ξέρω την ιστορία των τριών σας. Μου την είπε ένας Άγγελος».

«Άγγελος; Τι Άγγελος;».

«Ένα φωτεινό πλάσμα με ανθρώπινη μορφή και φτερά».

Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν.

«Είδες Άγγελο;» ρώτησε η Κρίστι.

«Ναι, λίγο πριν, όταν νόμιζες πως μιλάω μόνος μου».

«Γιατί παραξενεύεσαι;» είπε η Σου. «Είναι λιγότερο παράξενο ένας Κένταυρος κι ένας Ποντικός που μιλάει;». Στράφηκε στο Νάνο. «Δηλαδή, τι ξέρεις;» ρώτησε, κι η φωνή της είχε γίνει απότομη και τα μάτια της κοφτερά.

«Για το παιδί που έχεις μέσα σου» είπε εκείνος. Κοίταξε την Κρίστι. «Και για τους κινδύνους και τη μητέρα σου. Και τους γονείς του», κι έδειξε προς τη μεριά του δωματίου, όπου κοιμόταν ο Μπόρις.

«Δηλαδή πως ο πατέρας του είναι παπάς και φροντίζει για όλο τον κόσμο εκτός απ’ τους δικούς του;».

«Μάλιστα».

«Και πως ο Μπόρις έχει γίνει άθεος κι αλκοολικός, γιατί ο πατέρας του είναι συνέχεια στην εκκλησία και στα ιδρύματα και δε δίνει σημασία στην οικογένειά του;».

«Κάτι τέτοιο».

«Και για μένα;».

«Πως έχεις μόνο μητέρα και συμμορίες κακών ανθρώπων σας κυνηγάνε να σας σκοτώσουν».

Η Κρίστι μισογέλασε σαρκαστικά.

«“Να μας σκοτώσουν” είναι πολύ μαλακός χαρακτηρισμός! Δεν ξέρουν να σκοτώνουν απλώς αυτοί».

«Κι εγώ;» ρώτησε με αγωνία η Σου, αν και φοβόταν για το τι θ’ ακούσει.

«Αυτά που είπες μόνη σου» αποκρίθηκε ο Νάνος. «Επίσης, ο Άγγελος μου ζήτησε να σας βοηθήσουμε. Και πρέπει να σου πω ότι το είπε ο Ασλάν, το Μεγάλο Λιοντάρι, ο δημιουργός και προστάτης της Νάρνια. Και θα το κάνουμε – αν μας το επιτρέψετε, φυσικά». Έκανε μια μικρή παύση. Οι δυο κοπέλες τον κοίταζαν σαστισμένες και σκεφτικές. «Πάμε στους άλλους» κατέληξε.

***

Ο Μύξας κι ο Φοβάμαι βγήκαν απ’ την υπόγεια διάβαση και, σα δε βρήκαν τίποτα, καβάλησαν τις μηχανές τους και τράβηξαν μακριά. Σε μισή ώρα είχαν φτάσει στο σκοτεινό άντρο του μόνου ανθρώπου που έκανε το Μύξα να τρέμει.

Απ’ έξω δεν ήταν παρά ένας ουρανοξύστης. Μέσα όμως, ένας ολόκληρος όροφος ήταν ντυμένος στα μαύρα κι ήταν το παλάτι μιας σκοτεινής ψυχής· ενός δαιμονικού άρχοντα· του Γεηρού.

Τη μέρα, μεγιστάνας των Media. Τη νύχτα, κατάμαυρος Μάγος, με διασυνδέσεις στον κόσμο των πιο ολέθριων δυνάμεων και των δαιμόνων!

Του διηγήθηκαν τρέμοντας την εμπειρία τους. Τα σκοτεινά μάτια του Μάγου – σκοτεινά απ’ το σκοτάδι που είχε τρυπώσει μέσα του και τον κατάτρωγε – πέταξαν λάμψεις.

«Πρέπει να τους βρούμε» σφύριξε. «Γιατί τους χάσατε; Ανίκανοι!». Ούτε που σκέφτηκε να πει μπράβο ή ευχαριστώ στα τσιράκια του, που τρέξανε να του το προφτάσουν.

«Χάθηκαν από μπροστά μας, αφεντικό» ψέλλισε ο Φοβάμαι. «Σα μαγεία!».

Ο Μάγος κούνησε το κεφάλι του, με τα ξανθά κοντοκουρεμένα μαλλιά.

«Μπορεί να ’ναι όντως μαγεία» μουρμούρισε. «Άρα, με τη μαγεία θα τους βρούμε!».

Άφησε τους πληροφορητές του και κλείστηκε μέσα ν’ ανάψει τα κεριά του, να ρίξει αίματα και βρομιές και να δει τον κόσμο με τα πύρινα τρομαχτικά μάτια του.

“Νάρνια” σκεφτόταν· “ένας κόσμος για μένα. Ένας κόσμος να κατακτήσω! Και μετά, να γυρίσω, να κατακτήσω τη Γη μ’ ένα στρατό από τέρατα!”.

***

Τα δυο κορίτσια κι οι Τρεις Επισκέπτες (έτσι θα ’μεναν στην ιστορία, έτσι ας τους λέμε κι εμείς χάριν συντομίας) συναντήθηκαν στο απόμερο σύδεντρο, στην πίσω μεριά της κλινικής. Η Κρυσταλίνα κι ο Τσίπιριπ ήξεραν από το δικό τους Άγγελο ακριβώς ό,τι κι ο Ευθύβουλος. Και κάτι παραπάνω: για τον Άνθρωπο με το Φίδι στο Χέρι, απ’ τον οποίο θα έπρεπε να φυλάγονται.

Αναστέναξαν οι δυο Κόρες της Εύας.

«Ίσως είναι ένα θαύμα που σας βρήκαμε» είπε διστακτικά η Κρίστι. «Μακάρι να γίνουμε φίλοι και να μας βοηθήσετε, αν και δε μπορώ να μαντέψω το πώς. Εμείς βέβαια δεν ξέρουμε τίποτα για τους Υψηλούς Βασιλιάδες σας, που πρέπει κιόλας να ’χουν πεθάνει, μετά τόσους αιώνες!».

«Ούτε και μπορούμε να σας παρουσιάσουμε στους γονείς μας» πρόσθεσε η Σου. «Θα πέσουν ξεροί!».

«Εσύ, καλό μου κορίτσι», πήρε το λόγο κάπως ξεθαρρεύοντας ο Ποντικός, «τι σκέφτεσαι να κάνεις με τη ζωή που έχεις μέσα στα σπλάχνα σου;».

«Είναι δικός μου λογαριασμός αυτός, μικρέ μου φίλε» απάντησε απότομα η κοπελίτσα.

Ο Ποντικοπρίγκιπας την κοίταξε στα μάτια ανεβαίνοντας στον ώμο της Κρυσταλίνας. Το βλέμμα του, όσο αλλόκοτο κι αν ήταν, είχε μια βαθιά ευαισθησία και απέραντο σεβασμό και αγάπη. Η Σου ρίγησε.

«Δε θα συμφωνήσω» της είπε. «Δεν είναι μόνο δικός σου λογαριασμός, αλλά και του μωρού σου», κι έδειξε την κοιλιά της, που ήταν επίπεδη, αφού λίγες μόνο μέρες ή βδομάδες είχε συμβεί.

«Δεν υπάρχει κανένα μωρό!... Μόνο ένα βάρος, που πρέπει να το ξεφορτωθώ, πριν γίνει αυτό που είπες!».

«Έλα μαζί μου, σε παρακαλώ» είπε με πραότητα ο Ποντικός. Πήδησε στο έδαφος, την πήρε απ’ το χέρι και πήγαν παράμερα. Κάθισαν σ’ ένα παγκάκι, στην πυκνή σκιά των δέντρων.

«Σου», είπε στοργικά, «ξέρεις πολύ καλά ποια είναι η αλήθεια».

«Η αλήθεια είναι πως έκανα ένα λάθος. Μια απροσεξία που κάνουν χιλιάδες κοπέλες της ηλικίας μου. Και η συνέχεια θα ’ναι και για μένα όπως και για κείνες. Είμαι δεκαπέντε χρονών, μαθήτρια ακόμα, έχω σπουδές να κάνω, καριέρα ν’ ακολουθήσω, όνειρα! Δε θα μ’ εμποδίσει ένα μωρό!».

«Ώστε είναι μωρό τώρα κι όχι μόνο ένα ασήμαντο βάρος;».

«Τρόπος του λέγειν» είπε ντροπαλά η κοπέλα.

«Κι όμως, η αλήθεια δεν είναι ακριβώς αυτή» είπε ο Τσίπιριπ. «Η αλήθεια είναι – και το ξέρεις πάρα πολύ καλά – πως αυτό το πραγματάκι μέσα σου είναι ένα μωράκι, έστω και μικρούλικο σαν το κεφαλάκι μιας καρφίτσας».

«Η επιστήμη διαφωνεί· είναι ακόμη μόνο κύτταρα».

«Δεν ξέρω τι θα πει επιστήμη και κύτταρα, μα καταλαβαίνω πως είναι ωραίες λέξεις, για να δικαιολογούν κάποιες μανάδες το θάνατο των παιδιών τους…».

«Μα τι λες τώρα;».

«Θα ήθελες να σ’ έχει σκοτώσει μέσα στην κοιλιά της η δική σου μητέρα, για να μην την εμποδίσεις στα “όνειρα της ζωής της”;».

«Εγώ δεν ήμουν ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη!».

«Η δική σου “ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη” – από σένα εξαρτάται – μπορεί να γίνει βασιλιάς, γιατρός ή μεγάλος δάσκαλος, που θα βοηθήσει εκατομμύρια ανθρώπους. Εσύ τι θα κάνεις με την καριέρα σου και τις σπουδές σου, για τα οποία εγωιστικά θα το “ξεφορτωθείς”; Ακόμη κι αν βοηθήσεις εκατομμύρια ανθρώπους, πάντα θα θυμάσαι ότι σκότωσες έναν: το παιδί σου!».

Η Σου τον κοίταξε για πρώτη φορά θορυβημένη.

“Μα τι κάθομαι κι ακούω έναν Ποντικό;” σκέφτηκε. Πρώτη φορά επίσης αναρωτήθηκε μήπως δε γίνονται στ’ αλήθεια αυτά, αλλά είναι όνειρο· μήπως βλέπει εφιάλτη στα χέρια των τριών κακοποιών, που έστειλε το “αγόρι της” να τη συγυρίσουν! Ανατρίχιασε. Κούνησε το κεφάλι της να διώξει αυτή την τρομαχτική σκέψη. Όλα έμειναν στη θέση τους· η νύχτα, το παγκάκι, ο Ποντικός που της έδινε μάθημα ζωής και, πιο πέρα, ο Νάνος με την Πορτοκαλιά Κόμη και η Κενταυρίνα.

«Δε θα σ’ εμποδίσει το μωρό σου, ούτε να σπουδάσεις ούτε να κάνεις καριέρα» επέμεινε ο Ποντικοπρίγκιπας. «Ίσα ίσα, θα δώσει νόημα και πραγματική αξία σ’ όλ’ αυτά. Σκέψου πως ένας Νάνος, λίγο μεγαλύτερος από μένα, σου έσωσε τη ζωή. Ένα τέτοιο παιδί δε θα το ξεφορτωνόταν ευχαρίστως μια Γήινη μάνα;».

«Και τι θα προσφέρει αυτός ο Κόσμος στο δικό μου παιδί; Αυτός ο απαίσιος, βρόμικος Κόσμος; Σ’ ένα παιδί χωρίς πατέρα;».

«Λες να προτιμούσε να πεθάνει κι η Κρίστι, που μεγαλώνει χωρίς πατέρα; Κι ίσως τώρα, απελπισμένη, να το προτιμούσε· εσύ θα την άφηνες να σκοτώσει τον εαυτό της; Θα προτιμούσες να την έχει σκοτώσει μέσα στην κοιλιά της η μαμά της πριν τη γεννήσει;». Πήρε ανάσα. «Αν έχεις το θάρρος, πρόσφερέ του αγάπη! Αυτό θα λάβει από τούτο τον κόσμο – και είναι, αληθινά, το μόνο που του χρειάζεται πραγματικά για να ζήσει».

***

Μια σκληρή καρδιά δε θα συγκινούνταν μ’ αυτά τα ρομαντικά επιχειρήματα· όμως η καρδιά της Σου δεν ήταν σκληρή. Όταν γύρισαν στη συντροφιά τους, η κοπέλα ένιωθε μέσα της μια παράξενη ζεστασιά. Τα μάγουλά της είχαν ανάψει· ευχήθηκε να μην το προσέξει κανείς στο σκοτάδι.

«Πάμε στα σπίτια μας» ψιθύρισε στη φίλη της σφίγγοντάς της το χέρι.

«Δεν έχω άλλα λεφτά για ταξί» είπε ντροπαλά η Κρίστι.

«Έχω εγώ. Ό,τι είναι της μιας, είναι και της άλλης, δεν το θυμάσαι;».

«Καλύτερα να σε πάμε εμείς» πετάχτηκε η Κρυσταλίνα. «Έτσι, ίσως μας βρεις κάποια κρυψώνα να μείνουμε γι’ απόψε…».

Η Κρίστι συμφώνησε.

«Πεινάτε;» ρώτησε τους Τρεις Επισκέπτες.

«Μην ανησυχείς» είπε ο Ευθύβουλος. «Φάγαμε μέλι».

«Τι τρώτε;».

«Ό,τι να ’ναι, εκτός από νοήμονα Ζώα» απάντησε ο Τσίπιριπ.

«Πάμε, λοιπόν, κι ας τα πούμε αύριο, μετά το σχολείο» είπε η Σου.

Δεν πήγαιναν στο ίδιο σχολείο, ούτε έμεναν στην ίδια περιοχή. Η Σου στο αριστοκρατικό κέντρο κι η Κρίστι στις υποβαθμισμένες συνοικίες των Ανθρώπων με το Χρωματιστό Δέρμα.

Εκεί και πήγε, ταξιδεύοντας κρυφά στην πλάτη της Κρυσταλίνας, μαζί με το Νάνο και το λιλιπούτειο Ποντικοπρίγκιπα. Η Κρίστι έδειξε στους τρεις ταξιδιώτες μια έρημη αποθήκη κάτω απ’ το σαραβαλιασμένο κτήριο, όπου ήταν το διαμέρισμά της μαζί με πολλά άλλα.

«Μην ανοίξετε σε κανένα. Εγώ θα μιλήσω, να με γνωρίσετε. Θα σας φέρω φαγητό. Είναι επικίνδυνα εδώ, να ξέρετε».

Φιλήθηκαν με την Κρυσταλίνα κι ανέβηκε στη μαμά της.

Η μητέρα της την περίμενε ανήσυχη, όπως κάθε βράδυ. Και της έβαλε καυγά, όπως κάθε βράδυ:

«Να με σκάσεις θέλεις;».

«Ο Μπόρις λιποθύμησε, τον πήγαμε σε κλινική, παραλίγο να πεθάνει!».

«Δε με νοιάζουν τα ξένα παιδιά, μόνο το δικό μου! Να μην πίνει σα μπεκρούλιακας! Τι περίμενες να γίνει;».

«Περίμενα η μάνα μου να μην είναι εγωίστρια και να νοιάζεται για τους φίλους μου!» φώναξε με κόκκινα μάτια το κορίτσι και κλείστηκε στο δωμάτιό του, το βασίλειο των θλιμμένων και προδομένων απ’ τη ζωή παιδικών και εφηβικών ονείρων του.

Χρόνια τώρα, αφού ο πατέρας της σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια της, αρνούμενος να βοηθήσει μια συμμορία, μάνα και κόρη ρισκάρουν κάθε μέρα, καθώς οι εχθροί τους τις παρενοχλούν. Η μαμά αντιστέκεται, δεν κοιμάται με κανένα, δεν εξυπηρετεί κανένα, δε γίνεται όργανο ή χαφιές κανενός. Και τρώει ξύλο. Και κρύβει την Κρίστι, να μην της κάνουν κακό – τέτοια τέρατα, ούτε στη Νάρνια δε βρίσκεις!...

Μα ράγισε πια η καρδιά της, στράγγισε η αντοχή της, λίγη τρυφεράδα της απόμεινε να δείξει, πιο πολύ συνήθισε να ’ναι λέαινα που δείχνει νύχια και δόντια για να προστατεύσει το παιδί της· δείχνει νύχια και δόντια σε όλους, ακόμα και στο παιδί της.

Μα το παιδί – που δεν είναι πια παιδί, μα κατά βάθος είναι πάντα παιδί – δε θέλει νύχια, θέλει αγκάλη. Και κλαίει και δείχνει κι εκείνο νύχια και δόντια, για ν’ αντιμετωπίσει τα νύχια και τα δόντια που βλέπει εμπρός του.

***

Στην αποθήκη, πίσω απ’ την κλειστή πόρτα, οι Τρεις Επισκέπτες κοιτάζουν το δρόμο απ’ τις χαραμάδες των σανιδένιων παραθυριών.

Αραιά περνάνε διάφοροι τύποι με παράξενες φάτσες, πεζοί ή μ’ αυτά τ’ αλλόκοτα μαγικά οχήματα. Μια στιγμή άκουσαν και σειρήνες και δυνατούς κρότους, που δεν ήξεραν τι είναι, μα κατάλαβαν πως θα ’ταν όπλα!

«Μαγικά ραβδιά; Κεραυνοί;» αναρωτήθηκε ο Ευθύβουλος.

«Τι σκληρός κόσμος» κλαψούρισε η Κρυσταλίνα μισοξαπλωμένη σε μια γωνιά. Έκρυψε το προσωπάκι της στα δυο της χέρια. «Καλύτερα να μην είχαμε έρθει ποτέ! Πήρα στο λαιμό μου κι εσάς, πιστοί κι αγαπημένοι μου φίλοι! Θα με συχωρέσετε ποτέ;».

Πλησίασαν και την αγκάλιασαν στοργικά. Αναθάρρησε κάπως.

«Τι να κάνουν οι γονείς μου τώρα; Θα κλαίνε και θα φοβούνται πως έχω πεθάνει! Κι είναι σχεδόν σα να ’χω πεθάνει, μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό βασίλειο!».

«Δεν πεθαίνουμε έτσι εύκολα, μη φοβάσαι» είπε με την τραχιά φωνή του ο Ευθύβουλος. «Το τόξο μου και το σπαθί του κρατάνε γερά ακόμη!».

Ο Τσίπιριπ συμφώνησε κουνώντας το αστείο μουσούδι του. Στράφηκε στο Νάνο.

«Είμαστε φίλοι, να ξέρεις» του είπε. «Άσε την καρδιά σου να νιώσει λίγη αγάπη».

«Οι Νάνοι δεν έχουν φίλους, πέρα από Νάνους» απάντησε εκείνος – μα εδώ και ώρες κάπως είχε πάψει να το πιστεύει.

«Αν ήταν έτσι, δε θα ’σουν εδώ μαζί μας» είπε το Ποντίκι. Εκείνος προτίμησε να μην απαντήσει.

Και πέρασε η νύχτα και ήρθε η μέρα. Ώστε υπάρχει και μέρα σ’ αυτό τον τόπο! Ξύπνησαν απότομα απ’ τους θορύβους του δρόμου, έχοντας κοιμηθεί ελάχιστα. Έξω, ο κόσμος έσφυζε από ζωή. Μια ζωή γεμάτη θορυβώδεις κι επικίνδυνες μηχανές, εντελώς αντίθετη απ’ αυτήν στα δάση, τα ποτάμια, τις λίμνες και τις πολιτείες της Νάρνια!

Ευτυχώς, κάποια στιγμή εμφανίστηκε η Κρίστι. Κρατούσε ένα χάρτινο κουτί γάλα, ένα σαλάμι, ντομάτες και ψωμί, καθώς και δυο μπουκάλια νερό.

«Συγγνώμη, σας άφησα χωρίς νερό χθες» απολογήθηκε ντροπαλά.

«Μα έχει μια βρύση εδώ και ήπιαμε» είπε ο Τσίπιριπ. Είχαν ακούσει που έσταζε κι είχαν καταλάβει τι ακριβώς ήταν.

«Δεν πίνουμε απ’ τις βρύσες, είναι μολυσμένο».

Ακούμπησαν τα τρόφιμα σ’ ένα παλιό τραπέζι κι άρχισαν να τρώνε. Είχαν πεινάσει πια, μα το ’χαν ξεχάσει μέχρι που είδαν το φαγητό. Η πείνα τελικά είναι ζήτημα μνήμης.

«Εννοείς μαγεμένο;» ρώτησε ο Νάνος.

«Τι θέλεις να πεις;».

«“Μολυσμένο” εννοείς μαγεμένο;».

Το κορίτσι αναστέναξε.

«Αχ, καλοί μου φίλοι, πόσο αγνοί είστε και πόσο αγνός πρέπει να ’ναι ο Κόσμος σας! Μακάρι να μπορέσω να τον επισκεφτώ κάποια μέρα!».

Η Κρυσταλίνα την αγκάλιασε, βλέποντάς την τόσο λυπημένη.

«Δεν είναι και τόσο αγνός» είπε. «Αν και ομολογώ πως, όσο τρομακτικός κι αν γίνεται μερικές φορές, τον τρόμο που νιώθω εδώ δεν τον έχω ξαναζήσει. Δε βλέπω τίποτα φωτεινό…», σκέφτηκε, «εκτός από σένα και τη φίλη σου, τη Σου». Η Κρίστι χαμογέλασε. «Στη Νάρνια», συνέχισε η Κενταυρούλα, «υπάρχουν πράγματα που φοβάσαι, μα ο φόβος κρατάει μόνο όσο κινδυνεύεις. Εδώ νιώθω συνεχώς φόβο, δε σταματάει ποτέ! Πώς ζείτε;».

«Δεν ξέρω» παραδέχτηκε η κοπελίτσα. «Ίσως δε ζούμε».

Σηκώθηκε με βουρκωμένα μάτια.

«Πρέπει να πάω σχολείο. Θα τα πούμε το μεσημέρι. Θα έρθουν κι οι άλλοι και θα δούμε τι θα κάνουμε για σας. Μη βγείτε έξω – ιδίως εσύ, Κρυσταλίνα μου».

Η Κενταυρούλα ένευσε καταφατικά. Ο Τσίπιριπ ήταν πολύ μικρός κι ο Ευθύβουλος έμοιαζε με Άνθρωπο. Μπορούσαν να βγουν, αν χρειαζόταν· όμως εκείνη, για τα δεδομένα των Ανθρώπων, ήταν ένα τέρας!

Αλλά έτσι κι αλλιώς, δε χρειάστηκε να πάνε κάπου. Πέρασαν όλο το πρωί στην αποθήκη, λέγοντας ιστορίες ο καθένας από τις μνήμες και τις παραδόσεις της γενιάς του. Λίγη Νάρνια ανέτειλε στις καρδιές τους διώχνοντας σαν ήλιος τη συννεφιά του φόβου. Έτσι το πρωί πέρασε όμορφα. Έφαγαν το υπόλοιπο μέλι κι ό,τι είχε μείνει απ’ το πρωινό. Μα πριν πεινάσουν γερά και χρειαστεί να βγουν για ν’ αναζητήσουν τροφή, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν οι τρεις ελπίδες τους, οι τρεις φίλοι, η Κρίστι, η Σου και ο Μπόρις, που πρώτη φορά τους έβλεπε.

«Μανούλα μου!» σφύριξε κατάπληκτος. «Ώστε υπάρχουν Κένταυροι;».

«Πώς ξέρεις για τους Κένταυρους;» ρώτησε η Κρυσταλίνα. «Ξέρεις τη Νάρνια;».

«Όχι βέβαια» τραύλισε το αγόρι· «απλά… Είχαν μύθους στον Κόσμο μας κάποιοι λαοί στα αρχαία χρόνια και μιλούσαν για σας. Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε προσβάλω».

«Μα δεν προσβλήθηκα», χαμογέλασε το κορίτσι. «Σ’ ευχαριστώ που μας δέχεσαι όπως είμαστε, αν και τόσο διαφορετικοί από σένα».

«Φαντάζομαι πως κάπως το ίδιο θα νιώθετε κι εσείς για μας» παρατήρησε ο έφηβος.

«Όχι και τόσο» απάντησε ο Ευθύβουλος· «στη Νάρνια έχουμε δει τους Ανθρώπους».

Και του μίλησαν για τους Υψηλούς Βασιλιάδες και την ατυχή απόπειρα της Κρυσταλίνας να τους συναντήσει – ατυχή ώς εκείνη τη στιγμή, δηλαδή.

Οι τρεις φίλοι κρατούσαν αρκετό φαγητό. Τα πρωινά ήταν όλα κι όλα τα αποθέματα της Κρίστι, τώρα όμως είχε πληρώσει η Σου κι είχε αντικαταστήσει και όσα είχε “δανειστεί” η φιλενάδα της απ’ το ψυγείο.

Έφαγαν όλοι μαζί κι ήταν για όλους μια μοναδική εμπειρία, μια εμπειρία αγάπης.

«Ευχαριστώ που με βοηθήσατε χθες» είπε το αγόρι. «Και που βοηθήσατε τη Σου. Όπως φαίνεται, δεν είχαμε ελπίδες».

«Πάντα υπάρχουν ελπίδες, Γιε του Αδάμ» είπε ο Ποντικός. «Μην το ξεχνάς αυτό».

Ο Μπόρις τον κοίταξε με έκπληξη:

«Πώς με είπες;».

«Γιε το Αδάμ. Έτσι λέμε στον Κόσμο μας τιμητικά αυτούς που εσείς αποκαλείτε Ανθρώπους».

«Και πώς ξέρετε εσείς ποιος ήταν ο Αδάμ;».

Οι Τρεις Επισκέπτες κοιτάχτηκαν με αμηχανία.

«Δεν ξέρω» είπε ο Τσίπιριπ. «Είναι μια αρχαία παράδοση, ίσως κρατάει από τον καιρό του Ασλάν».

«Του Ασλάν;».

Ο Ευθύβουλος κοίταξε τον Ποντικοπρίγκιπα.

«Εξήγησέ τους» είπε, «είσαι ο πιο φαφλατάς απ’ όλους μας» (τ’ αφτιά του Ποντικού ορθώθηκαν με έκπληξη), «δηλαδή ο πιο ικανός στα λόγια, χωρίς παρεξήγηση» διόρθωσε ο Νάνος. Η Κρυσταλίνα χαμογέλασε.

Ο Ποντικός ξερόβηξε και τους κοίταξε έναν έναν, δικούς του και γήινους.

«Ο Ασλάν, φίλοι μου», άρχισε με στόμφο, που έκανε ξανά την Κρυσταλίνα να χαμογελάσει. Ο Νάνος την κοίταξε με νόημα και χαμογέλασε κι αυτός, πρώτη φορά από τη στιγμή που τον είχαν γνωρίσει. Το Ποντίκι σταμάτησε με αμηχανία.

«Τουλάχιστον σας έκανα να ευθυμήσετε» είπε λίγο θιγμένο. Σκέφτηκε μια στιγμή. «Δεν είναι και μικρό πράγμα αυτό όμως» κατέληξε και χαμογέλασε κι αυτός. Το χαμόγελό του ήταν μεταδοτικό κι όλοι – Παιδιά της Νάρνια και Παιδιά του Αδάμ και της Εύας – ξέσπασαν σε γέλια! Και τα είχαν τόση ανάγκη!

«Ο Ασλάν, λοιπόν… Μα δεν πρέπει να γελάω όταν προφέρω τ’ όνομά του!... Ας με συγχωρέσει, αν με ακούει τώρα, που σίγουρα μ’ ακούει!».

«Θα μιλήσεις καμιά φορά;» τον τσίγκλησε ο Ευθύβουλος.

«Μ’ αφήνεις;» γκρίνιαξε ο Ποντικός προκαλώντας νέα γέλια.

Σε λίγο όμως, μιλούσαν για τον Ασλάν με σοβαρότητα και σεβασμό.

«Ο Ασλάν είναι το Λιοντάρι. Το Μεγάλο Λιοντάρι. Ο Γιος του Αυτοκράτορα Πέρα από τον Ωκεανό. Ο Δημιουργός της Νάρνια.

» Είναι πάνσοφος, πανάγαθος και παντοδύναμος. Ανίκητος. Έχει ασύγκριτες μαγικές δυνάμεις… Όχι απλά μαγικές· υπέρ μαγικές! Και τις χρησιμοποιεί πάντα για καλό. Είναι πάντα καλός, η προσωποποίηση του Καλού».

Οι τρεις έφηβοι – τα Παιδιά του Αδάμ – είχαν χαζέψει.

«Κάτι σαν Θεός δηλαδή;» ρώτησε η Σου.

«Θεός; Δεν ξέρω αυτή τη λέξη» είπε ο Τσίπιριπ κι οι δυο σύντροφοί του έγνεψαν συμφωνώντας.

«Τυχεροί είστε» ξεφύσηξε ο Μπόρις.

Ο μικροσκοπικός πρίγκιπας τον κοίταξε βαθιά στα γαλάζια μάτια του.

«Αν ο Θεός είναι κάτι ή κάποιος σαν τον Ασλάν», του είπε, «τότε εσείς είστε πολύ τυχεροί που τον έχετε».

Ο νέος έκανε μια γκριμάτσα αμφιβολίας.

«Πρέπει όμως να πούμε πως ο Ασλάν δεν εμφανίζεται συχνά» πρόσθεσε ο Ευθύβουλος. «Σπάνια εμφανίζεται. Έρχεται, δίνει μια λύση ή καταφέρνει μια νίκη και φεύγει. Μπορεί να περάσουν πάρα πολλά χρόνια και πολλές δυσκολίες, χωρίς να δώσει κανένα σημείο ζωής. Τώρα, κανείς δεν τον έχει δει εδώ και τρεις αιώνες – ή, τουλάχιστον, κανείς που να τον ξέρουμε εμείς».

«Άρα δεν υπάρχει» συμπέρανε με ικανοποίηση ο Μπόρις.

«Όχι, νέε μου, υπάρχει» απάντησε ο Ποντικός. Έγνεψε στην Κρυσταλίνα κι εκείνη έβγαλε από τη βαθιά της τσέπη το κέρινο δοχείο των Μελισσών. Πάνω του είχε σκαλισμένο ανάγλυφο το κεφάλι του Ασλάν.

«Αυτό εδώ το έφτιαξαν οι Μέλισσές του. Αυτές οι Μέλισσες μας έσωσαν από ένα στρατό μοχθηρών πλασμάτων· ακριβώς όπως λένε οι παραδόσεις της εποχής των Υψηλών Βασιλέων».

«Και επιπλέον», πρόσθεσε ο Νάνος, «ο Ασλάν είναι γνωστός και σε πλάσματα του Κόσμου σας, τους Αγγέλους. Πλάσματα που μας μίλησαν, φωτεινά και αγαθά, και μας ζήτησαν να σας βοηθήσουμε όπως μπορούμε».

«Αγγέλους; Είδατε Αγγέλους;».

«Μάλιστα. Δεν τους βλέπετε εσείς πάντα, ε;».

«Οι πιο πολλοί δεν πιστεύουμε καν πως υπάρχουν».

«Κι όμως, υπάρχουν. Όλα υπάρχουν. Και υπάρχουμε κι εμείς. Άρα κι ο Θεός σου υπάρχει, μικρέ Γιε του Αδάμ». Ο Ευθύβουλος τον κοίταξε καλά καλά. «Ξέρω πως εγώ είμαι πιο μικρός σε μέγεθος από σένα, αλλά εσύ είσαι μικρότερος σε ηλικία από μένα· εγώ είμαι τώρα εκατό χρονών κι ακόμα βρίσκομαι μόλις στη μέση της ζωής μου. Άκουσέ με λοιπόν… Ακούστε με όλοι. Εμπιστευτείτε μας, όπως σας εμπιστευτήκαμε κι εμείς. Ανοίξτε μας την καρδιά σας. Ακόμη, ίσως αξίζει να γνωρίσουμε τους δικούς σας. Οι Άγγελοι μας είπαν να σας βοηθήσουμε, άρα μπορούμε να το κάνουμε».

«Τώρα εσύ είσαι ο καλύτερος στα λόγια από τους τρεις μας» τον επιδοκίμασε ο Τσίπιριπ.

Οι τρεις φίλοι κοιτάχτηκαν στα μάτια· και κατόπιν, άνοιξαν την καρδιά τους.

Η Σου μίλησε για το μωρό που βρισκόταν μέσα της και που σκόπευε να το σκοτώσει, μέχρι που της μίλησε με τέτοια δύναμη ο λιλιπούτειος πρίγκιπας των Ποντικών. Η Κρίστι μίλησε για τη σκληρότητα της μητέρας της, την ορφάνια και την απάνθρωπη ζωή της, που καμιά ελπίδα δε μαλάκωνε την απανθρωπιά της. Κι ο Μπόρις μίλησε για τον πατέρα του, έναν Ρώσο ορθόδοξο ιερέα που είχε αφιερώσει όλη τη ζωή του στη βοήθεια των άπορων και των περιθωριακών της πόλης – στον κόσμο κάτω απ’ τον κόσμο – κι είχε ξεχάσει πως είχε οικογένεια. Έτσι κι εκείνος αποφάσισε μέσα στην καρδιά του να γίνει κι αυτός περιθωριακός, κι άρχισε να πίνει, μήπως και νοιαστεί ο πατέρας του γι’ αυτόν…

Ο ήλιος είχε γείρει όταν σταμάτησαν να μιλούν. Ήταν καιρός να γυρίσουν στα σπίτια τους. Κάποιοι θ’ ανησυχούσαν για τον καθένα τους.

«Εμείς τι θα γίνουμε;» ρώτησε ο Κρυσταλίνα.

«Θα ’θελα να ’ρθετε μαζί μου» παρακάλεσε η Σου. Σκέφτηκε λίγο. «Σήμερα θα μιλήσω στους γονείς μου, θα τους πω την απόφασή μου να κρατήσω το μωράκι. Δε θα σταματήσω το σχολείο, ούτε θα εμποδιστώ στις σπουδές μου… Ελπίζω να συμφωνήσουν».

«Μπράβο, Σου» είπε ο Ποντικός.

«Όμως, φοβάμαι και λίγο… Δεν είμαι σίγουρη πώς θ’ αντιδράσουν, ιδίως ο μπαμπάς μου… Αν το πάρουν στραβά, κάποιος άλλος ίσως με υποστηρίξει. Κι αυτός ο άλλος ίσως είναι κατάλληλος να γνωρίσει κι εσάς».

«Εννοείς την Κυρά των Λιονταριών;» χαμογέλασε η Κρίστι.

Η Σου κούνησε το κεφάλι της με έμφαση.

«Ακριβώς. Τη γιαγιά μου». Κοίταξε τους φίλους της. «Και σ’ αυτή τη γιαγιά ίσως πρέπει να μιλήσουμε πια όλοι μας. Είναι ο πιο σοφός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Εντάξει, δεν ξέρω και πολλούς μεγάλους, αλλά, αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να μας στηρίξει – και όλοι θέλουμε στήριγμα – είναι εκείνη».

 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...