Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Επισκέπτες απ' τη Νάρνια, κεφάλαιο 1. Ο Νάνος, ο Ποντικός και η αυτοκράτειρα των Μελισσών (Μέρος Α΄)

 Το βιβλίο τούτο δεν είναι κανενός είδους αλληγορία. Είναι μόνο μια περιπέτεια φαντασίας σ’ έναν παραμυθένιο και θρυλικό κόσμο· τον Κόσμο των Ανθρώπων.

 

 
Ο Κένταυρος Χείρων δέχεται ως μαθητή του τον μικρό Αχιλλέα (εικ. από το Διαδίκτυο)

*****

«Σοφή μου Γιαγιά Φλαμουριά, πες μου την ιστορία των Τεσσάρων Υψηλών Βασιλιάδων μας!».

Τα φύλλα της γριάς Φλαμουριάς έλαμψαν σε όλα τα χρώματα, γεμίζοντας τον τόπο μικροσκοπικά ουράνια τόξα. Στην αρχαία κουφάλα της άρχισε να στροβιλίζεται η Δίνη της Αφήγησης, σα διάφανος καθρέφτης από νερό και σύννεφα.

Τα Δέντρα δε μιλούν τη γλώσσα των άλλων πλασμάτων, μα τα πιο γέρικα και σοφά, όπως οι Φλαμουριές και οι Ελιές, μπορούν να τους δείξουν αυτά που ξέρουν με τον καθρέφτη της μνήμης.

Ένας μικρούλης Σπίνος φτερούγησε ανήσυχος στα ψηλά κλαδιά του υπεραιωνόβιου Δέντρου.

Οι Σπίνοι της Νάρνια είναι τα πιο μικρά πουλάκια του Κόσμου, όχι μεγαλύτεροι από δυο εκατοστά. Είναι τόσο μικρούληδες, που φτιάχνουν φωλίτσες στο φτέρωμα των Πελαργών κι επωάζουν εκεί γενιές από αβγά, χωρίς ούτε στιγμή οι Πελαργοί να καταλάβουν την ύπαρξή τους. Ξέρουν τη γλώσσα των Δέντρων, μαζί με λίγα ακόμα Είδη, κι επειδή πίνουν απ’ την Πηγή των Χαρισμάτων, που συνδέει Όλους τους Κόσμους, καμιά φορά είναι προικισμένοι μ’ ένα σχεδόν-προφητικό χάρισμα, που επιτρέπει να ξέρουν τι είναι πιθανόν να συμβεί.

Ο Σπίνος πλησίασε τη μικρή οπή που χρησίμευε για δεξί αφτί της Γιαγιάς Φλαμουριάς και τιτίβισε θορυβημένος. Η Φλαμουριά μίλησε θροΐζοντας τα φύλλα της. Έπρεπε ν’ αφήσει την Κρυσταλίνα να φύγει – γιατί όμως; Δεν έβλεπε κάποιο κίνδυνο στο να της δείξει, για μια ακόμα φορά, την ιστορία των Υψηλών Βασιλιάδων που πολέμησαν τη Λευκή Μάγισσα κι ελευθέρωσαν τη Νάρνια, εγκαινιάζοντας τη Χρυσή Εποχή της, που δυστυχώς κράτησε τόσο λίγο… Ήταν η αγαπημένη ιστορία της μικρής Κενταυρίνας κι η Φλαμουριά πάντα χαιρόταν να κάνει τα παιδιά ευτυχισμένα.

Και τα παιδιά είναι ίδια, σ’ όποιο Είδος κι αν ανήκουν, απ’ όποιο Κόσμο κι αν έρχονται.

«Να το θυμάσαι αυτό, Γιαγιά Φλαμουριά· μπορεί να μας χρειαστεί» τιτίβισε ο Σπίνος και πέταξε στην πελαργοφωλιά του.

Η Κρυσταλίνα, ο μικρός Κένταυρος με τα καστανά μαλλιά και τα λαμπερά μάτια, η μοναχοκόρη του Πολεμιστή Ήλιου, θρονιάστηκε μπροστά στο χοντρό ροζιασμένο κορμό με το βλέμμα καρφωμένο στον καθρέφτη της μνήμης, στο παράθυρο απ’ όπου δραπέτευε ονειροπολώντας απ’ τον ακούραστο, αυστηρό πατέρα της.

Μόλις είχε περάσει το μεσημέρι· είχε ώρα να δει ολόκληρη την ιστορία των Υψηλών Βασιλιάδων, που είχε συμβεί τρεις αιώνες πιο πριν χαρίζοντας στη Νάρνια τις πιο ειρηνικές στιγμές της, και να γυρίσει στο σπίτι πριν την αναζητήσουν.

Στο γαλάζιο ναρνιανό ουρανό ένα λευκό σύννεφο έφερε το δάχτυλό του μπροστά στα χείλη, γνέφοντας στον Ήλιο να κυλάει με ησυχία, καθώς τα πανέμορφα μάτια της έφηβης Κενταυρίνας βάραιναν από την ονειροπόληση και τη γλύκα.

***

«Πού είναι η Κρυσταλίνα;» ρώτησε ο Πολεμιστής Ήλιος την όμορφη γυναίκα του.

«Έχω να τη δω απ’ το μεσημέρι» απάντησε εκείνη.

Και είχε νυχτώσει για τα καλά. Το σκοτάδι δεν έφερνε μόνο στο καλάθι του τους χίλιους φόβους, μα και δε θ’ άφηνε το κορίτσι να βρει το σπίτι του μέσα στη νύχτα. Εκτός αν τη συναντούσαν οι Πυγολαμπίδες.

Ο Πολεμιστής Ήλιος ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει. Όσο αυστηρός κι αν ήταν, λάτρευε την κόρη του, τον περήφανο και μονάκριβο καρπό του έρωτά του για τη Φλογέα, την άξια γυναίκα του. Μάλλον, ακριβώς γι’ αυτό ήταν αυστηρός, επειδή τη λάτρευε! Ίσως όμως μερικές φορές περνούσε τα όρια. Κένταυρος ήταν, τέλος πάντων! Οι Κένταυροι είναι οξύθυμοι κι ορμητικοί, μα κρύβουν μέσα τους σοφία και αγάπη.

Και τώρα, πρώτη φορά, η Κρυσταλίνα βρισκόταν έξω απ’ το σπίτι μετά τη δύση του ναρνιανού Ήλιου. Κι όχι μόνο μετά τη δύση, αλλά μέσα στην πιο βαθιά νύχτα!

Ο Κένταυρος βγήκε από το βράχο, όπου ήταν λαξεμένο το σπίτι του, και σάλπισε με το βούκινό του. Με μιας δεκάδες συγγενείς, φίλοι και σύντροφοί του εμφανίστηκαν μέσα απ’ το δάσος.

«Η Κρυσταλίνα δε γύρισε» ανακοίνωσε μ’ ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στη βαριά επιβλητική φωνή του. «Σας παρακαλώ, αδερφοί, βοηθήστε να τη βρούμε!».

Αμέσως οι Κένταυροι άναψαν δαυλούς και ξεχύθηκαν προς κάθε μεριά του δάσους. Δέκα Λεοπαρδάλεις, με μάτια που νιώθουν τη νύχτα σα μέρα, πλησίασαν κι έδωσαν θάρρος στον ανήσυχο πατέρα. Εκείνος τις χαιρέτισε με τιμή και τα πανέμορφα αιλουροειδή τρύπωσαν κι αυτά ανάμεσα στα αιωνόβια Δέντρα, αρχίζοντας το ψάξιμο.

«Τι συμβαίνει, αλογοπόδαρε φίλε μου;» ακούστηκε τότε μια ψιλή φωνούλα κι ένα μικρό πλασματάκι σκαρφάλωσε στο μπροστινό πόδι του Πολεμιστή Ήλιου κι ανέβηκε στο χέρι του.

Ο Κένταυρος το κοίταξε με εμπιστοσύνη κι εκτίμηση. Ήταν ένας Ποντικός, όρθιος στα πισινά του πόδια, ζωσμένος ένα μικρό σπαθάκι.

«Τσίπιριπ, έχασα την Κρυσταλίνα. Θα βοηθήσεις να τη βρούμε;».

«Και βέβαια!» φώναξε ο Ποντικός. «Μη φοβάσαι καθόλου, φίλε μου! Όχι δηλαδή ότι ξέρεις τι θα πει φόβος! Μην ανησυχείς καθόλου! Δεν υπάρχει ανάμεσα στους χίλιους φόβους ούτε ένας που να πτοεί το γενναίο Τσίπιριπ, τον πρίγκιπα των Ποντικών!».

Και χωρίς να περιμένει απάντηση, πήδησε στο αλογίσιο κορμί του Κένταυρου κι από κει στα πόδια του κι από κει στο έδαφος, το γεμάτο βλάστηση, ρίζες και πεσμένα φύλλα. Τρέχοντας σαν αστραπή άρχισε να σκαρφαλώνει σε θάμνους και Δέντρα φωνάζοντας τη φυλή του:

«Ε, γενναία φυλή των Ποντικών! Η περήφανη Κρυσταλίνα, η κόρη του αδερφού μας Πολεμιστή Ήλιου, αγνοείται! Αρχίζουμε έρευνα! Αρχίζουμε έρευνα!».

Δεκάδες Ποντικοί ξεπρόβαλαν από κάθε άνοιγμα – από θάμνους, βραχάκια, κουφάλες Δέντρων, κάτω από πέτρες – κι ο αεικίνητος Ποντικοπρίγκιπας τους κατεύθυνε σε κάθε μεριά.

«Εσείς εδώ! Εσείς εκεί! Κι αν δείτε τους διακόσιους πενήντα πρώτους απ’ τους χίλιους φόβους, δαγκώστε τους τη μύτη και χώστε στα μάτια τους τα δάχτυλά σας! Κι αν δείτε τους διακόσιους πενήντα δεύτερους, πολεμήστε τους με το σπαθί σας! Κι αν δείτε τους διακόσιους πενήντα προτελευταίους, σκαρφαλώστε στα Δέντρα και κρυφτείτε στις πιο βαθιές τρύπες! Κι αν δείτε τους διακόσιους πενήντα τελευταίους… προσευχηθείτε στον Ασλάν!!».

Τ’ άλλα πλάσματα του δάσους, όσα ξύπνησαν κι όσα ήταν ξύπνια, παρατηρούσαν απ’ τις γωνιές τους την τεράστια κινητοποίηση – Κένταυροι, Αίλουροι, Ποντικοί – χωρίς να συμμετέχουν καθόλου. Αν τόσοι σύντροφοι δεν κατάφερναν ν’ ανακαλύψουν την ατίθαση Κενταυροπούλα, κανείς δε θα μπορούσε να την εντοπίσει… στον αιώνα τον άπαντα!

***

Η Κρυσταλίνα άκουσε απόμακρα το βούκινο του πατέρα της και πετάχτηκε ξυπνώντας απ’ το βαθύ της ύπνο!

Ο καθρέφτης της μνήμης είχε διαλυθεί σε σύννεφο και νερό και στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρα. Νύχτα, πυκνό σκοτάδι ολόγυρά της! Ακόμη και το Δέντρο κοιμόταν, κι όλα τα Δέντρα!

«Δυστυχία μου, τι θα πάθω;» ρώτησε με τρόμο. «Θα με τιμωρήσει ο μπαμπάς μου!».

Δε φοβόταν τόσο την τιμωρία, όσο το θυμωμένο βλέμμα και τα σμιχτά φρύδια, που σήμαιναν “με απογοήτευσες πάλι! δεν είσαι άξια να ’σαι παιδί μου”, αν κι ο Πολεμιστής Ήλιος δεν είχε ξεστομίσει ποτέ αυτές τις φράσεις. Όμως το κορίτσι ένιωθε πως ο πατέρας της ήθελε να ’χε αποχτήσει ένα αγόρι, να το κάνει ανίκητο πολεμιστή, σαν τον εαυτό του.

Δεν ήξερε πόσο την αγαπούσε και την καμάρωνε ο πατέρας της, αφού ο σκληροτράχηλος Κένταυρος δεν ήξερε να δείχνει τρυφερότητα, ούτε αγάπη.

Και τώρα, το μόνο που της έμενε ήταν να τρέξει.

Μα πού να τρέξει; Στο σπίτι; Εκεί που την περίμενε το θυμωμένο βλέμμα και τα σμιχτά φρύδια; Κι άλλωστε, προς τα πού ήταν το σπίτι, μέσα σ’ αυτό το κατασκότεινο αρχαίο ναρνιανό δάσος; Το αρχαίο ναρνιανό δάσος με τις αναρίθμητες ομορφιές και τα χιλιάδες ποικίλα νοήμονα πλάσματα τη μέρα, μα και με τις μυθικές απειλές, τους πανούργους θηρευτές και τα καταχθόνια πλάσματα που καραδοκούσαν όταν έφευγε κουρασμένο και νυσταγμένο το φως κι απλωνόταν ξεκούραστο κι αδιαπέραστο το σκοτάδι.

Αδιαπέραστο απ’ τα μάτια των ημερόβιων πλασμάτων. Ένα ζευγάρι μάτια ειδικά φτιαγμένα για το σκοτάδι – ειδικά διαμορφωμένα μόνο για το σκοτάδι – εντόπισαν το κορίτσι από την κορυφή ενός γέρικου κοιμισμένου Έλατου και συνέχισαν να την παρακολουθούν, καθώς άρχιζε να τρέχει στα τυφλά, παραπατώντας με τα τέσσερα λιγνά πόδια της. Κι από δυο πανίσχυρα σαγόνια σάλια άρχισαν να ρέουν, καίγοντας το κλαδί του Δέντρου με κάθε σταγόνα.

***

Ανάμεσα σε τέσσερις γιγαντόκορμες Καστανιές είναι χτισμένο το χωριουδάκι των Νάνων με την Πορτοκαλιά Κόμη. Μικρά σπιτάκια όσο το τραπέζι μιας Αρκούδας, καμωμένα από κλαδιά και λάσπη, με την τεχνική που δίδαξαν κάποτε στους Νάνους Προγόνους, τους Γιους της Γης, τα Χελιδόνια από τον Ανοιξιάτικο Κάμπο.

Ο Ευθύβουλος ο Ευθύβολος άκουσε στον ύπνο του το απόκοσμο ουρλιαχτό μιας Άρπυιας και κατάλαβε πως κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί. Ζαλισμένος ακόμη, πετάχτηκε από το μικρό του κρεβάτι, άρπαξε το τόξο και τα βέλη του και βγήκε ξυπόλυτος μέσα στη νύχτα.

Οι Κένταυροι χτένισαν το μισό δάσος κι απόμενε τώρα το άλλο μισό. Κάποιοι είχαν φύγει για τη Λίμνη με τα Πεταλουδόφτερα Ψάρια κι άλλοι για τις σπηλιές όπου ζούσαν στην αρχαιότητα οι Δράκοι. Οι Λεοπαρδάλεις είχαν ψάξει κι εκείνες ένα μεγάλο κομμάτι. Όσο για τους Ποντικούς, που είχαν μαζευτεί εκατοντάδες, χτένιζαν κάθε σπιθαμή, ξυπνούσαν όλα τα Ζώα, τα Πουλιά και τα ζουζούνια, κι είχαν ξεσηκώσει και τρεις υπέροχους Γρύπες να φτερουγίσουν στον ουρανό και να ψάξουν.

Μα η Κρυσταλίνα είχε κρυφτεί σ’ ένα μοσχοβολιστό σχίνο, να περάσουν οι οπλές των Κενταύρων κι οι ουρές των Ποντικών και οι πατούσες των Αίλουρων, να μην τη βρουν. Δεν ήξερε τι φοβόταν πιο πολύ, να κάθεται ολομόναχη μέσα στη νύχτα ή να την πιάσουν και να τη γυρίσουν στο σπίτι;

Μακάρι να έβρισκε το στύλο με την ακοίμητη λάμπα και την πύλη, απ’ την οποία ήρθαν κι έφυγαν οι Τέσσερις Υψηλοί Βασιλιάδες, να επισκεφτεί τον Κόσμο τους, κι ας είχαν περάσει αιώνες – πόσο παραμυθένιος θα ’ταν αυτός ο Κόσμος, αφού τους έστειλε τους πιο ικανούς πολεμιστές, τους πιο γενναίους ήρωες, τους καλύτερους βασιλιάδες, που είχαν φέρει την ειρήνη και την ευημερία στο βασίλειό τους. Κι αν δε γνώριζε τους ίδιους, σίγουρα θα γνώριζε κάποιους σαν αυτούς και θα ζούσε εκεί για πάντα, χωρίς να νοσταλγήσει κανέναν και τίποτα.

Ούτε τον πάντα αυστηρό και σκυθρωπό πατέρα της, ούτε την όμορφη, γλυκιά και τρυφερή μανούλα της, ούτε τις φίλες της, ούτε τα παιχνίδια της, ούτε τα ολόφωτα λιβάδια και τα καταπράσινα δάση και τη Λίμνη με τα Πεταλουδόψαρα και τις έρημες Σπηλιές των Δράκων και τα Ζώα που μιλάνε και τις Νύμφες και τις Ναϊάδες και τους Φαύνους και τους Νάνους και τις Γοργόνες και τα κάθε λογής πλάσματα και πλασματάκια, με τα οποία έχει γεμίσει τη Νάρνια, εδώ και χίλια τριακόσια χρόνια, το δημιουργικό τραγούδι του Ασλάν.

Τίποτα δε θα νοσταλγήσει απ’ όλα αυτά. Ούτε τις ιστορίες της γιαγιάς της και των γέρικων Ελαφιών και Δέντρων για τα αρχαία πλάσματα και για το πανίσχυρο, γεμάτο αγάπη, Μεγάλο Λιοντάρι που δημιούργησε τα πάντα κι εμφανίζεται σαν προστάτης όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Τίποτα δε θα νοσταλγήσει… Μα κιόλας τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, αυτά τα μάτια που ήταν σαν πετράδια, κι οι δυο καρδιές της κλοτσούσαν από νοσταλγία – και δεν είχε χάσει τίποτα ακόμη! Ένα βήμα μόνο και δεκάδες μάτια που την αναζητούσαν μ’ ανησυχία θα την έβρισκαν και θα την έφερναν σπίτι, στην ασφάλεια, δίπλα στο τζάκι, στην αγκαλιά της μαμάς της και στα θυμωμένα μάτια και τα σμιχτά φρύδια του αγέρωχου πατέρα της.

Αυτά τα μάτια και τα φρύδια και η βροντερή φωνή και το χτύπημα του μπροστινού ποδιού στο χώμα δεν την άφηναν να φανερωθεί.

Μα μια μόνο στιγμή, ένα χτύπημα στο ρολόι του Χρόνου, κράτησε όλη τούτη η πνευματική μάχη. Γιατί αμέσως μετά, ένας αλλιώτικος θόρυβος την έκανε να στρέψει το βλέμμα της ψηλά. Κι ήταν πια ο μόνος θόρυβος, γιατί τις οπλές των Κενταύρων και τις ουρές των Ποντικών και τις πατούσες των Αίλουρων τις είχε αφήσει να φύγουν χωρίς να τις καλέσει!

Και οι Γρύπες – που ούτε ήξερε πως τη γυρεύουν – πετούσαν μακρύτερα, προς τους λόφους και τα βουνά και την ακρογιαλιά με την αργυρή άμμο και τις αποικίες των καβουριών και των πεταλίδων.

Μόνη. Ήταν μόνη!...

Μακάρι να ήταν μόνη! Γιατί ο πρώτος απ’ τους χίλιους φόβους την είχε δει κι είχε προβάλει μπροστά της.

 ***

Η Βορβώ, η Άρπυια, πεινούσε μια φορά τη βδομάδα.

Ευτυχώς, αλλιώς θα ξεκλήριζε μαζί με τις αναδέρφωτες αδερφές της τον πληθυσμό της Νάρνια σε λίγα χρόνια!

Ευτυχώς, με μια διαταγή του Ασλάν – έτσι λέει ο θρύλος – τα πιο τρομερά πλάσματα που είχαν ξεμείνει από το νικημένο και συντριμμένο στρατό της Λευκής Μάγισσας, και ζούσαν στον υποχθόνιο Κόσμο κάτω απ’ το έδαφος, δεν πεινούσαν πια όπως τότε, που η Αφέντισσά τους είχε την εξουσία.

Γιατί δεν τ’ αφάνιζε ο Ασλάν; Αυτό δε μπορούσαν να καταλάβουν όλα τα παιδιά, όλων των πλασμάτων, όταν άκουγαν στα σπίτια τους ή στις φωλιές τους την ιστορία. Αφού ήταν παντοδύναμος, μπορούσε να τα κάνει σκόνη μ’ ένα βρυχηθμό και να τα σκορπίσει ο άνεμος! Μήπως δεν υπήρχε καθόλου ο Ασλάν κι όλη αυτή η ιστορία ήταν παραμύθι;

Μήπως δεν υπήρχαν καν τα σκοτεινά πλάσματα, ούτε ο υποχθόνιος Κόσμος όπου υποτίθεται πως κατοικούσαν; Λένε πως κάποια παιδιά, ένας Ταύρος, μια Κατσίκα κι ένας Κοκκινολαίμης (απ’ τα νοήμονα πλάσματα που κατοικούν την πανέμορφη Νάρνια) άρχισαν να μπαίνουν στις σπηλιές για να βρουν τον υποχθόνιο Κόσμο και να δουν με τα μάτια τους τι τον στοιχειώνει! Αν τον στοιχειώνει κάτι κι αν κατοικεί κανένα Είδος ζωής εκεί κάτω… Και μια μέρα χάθηκαν και κανείς δεν τα ξαναβρήκε.

Και τότε φάνηκαν στα αρχαία σπήλαια οι Δράκοι, που μπορεί να ήταν τα ίδια τα παιδιά μεταμορφωμένα από ποιος ξέρει τι είδους μαύρη μαγεία ή μπορεί να ήταν Δράκοι που έφαγαν τα παιδιά κι έτσι έμαθαν πως υπάρχουν πλάσματα στον απάνω Κόσμο και, επειδή ήταν νόστιμα, βγήκαν στην επιφάνεια να χορτάσουν τη λαιμαργία τους!

Μα αυτά είχαν γίνει πριν διακόσια πενήντα χρόνια και τους Δράκους τους είχε πολεμήσει ο σοφός Κενταυροβασιλιάς Ωραίος, που είχε αναλάβει την εξουσία όταν οι Τέσσερις Υψηλοί Βασιλιάδες είχαν επιστρέψει Εκεί Απ’ Όπου Είχαν Έρθει! Ο Ωραίος κι οι πολεμιστές του απ’ όλα τα αγαθά Είδη της Νάρνια σκότωσαν τους Δράκους, μα ο βασιλιάς πληγώθηκε θανάσιμα και τα σαράντα βοτάνια που έφεραν στο κρεβάτι του οι καλύτεροι γιατροί των Νάνων, των Φαύνων, των Δρυάδων, των Ναϊάδων και δεκάδων άλλων πλασμάτων, Πουλιών και Ζώων, δεν είχαν αποτέλεσμα. Είπαν πως δεν τον σκότωσαν τα δόντια, τα κέρατα ή οι φωτιές κάποιου Δράκου, αλλά μια μαγεία που βγήκε από τα έγκατα της γης και μπήκε στο αίμα του την ώρα που πολεμούσε.

Μετά την ταφή του στο Πέτρινο Κοιμητήρι, πήρε την εξουσία ο πρωτότοκος γιος του, ο Ένοπλος, κι από τότε τέλειωσε ο Χρυσός Αιώνας της Νάρνια κι άρχισε η κατρακύλα στον εμφύλιο πόλεμο και το σκοτάδι.

Μήπως όλ’ αυτά δεν ήταν παρά ψεύτικες ιστορίες, που έλεγαν οι γιαγιάδες για ν’ αποκοιμίζουν τα παιδάκια και να τα κρατάνε στο σπίτι τις σκοτεινές νύχτες; Μήπως δεν υπήρξαν ούτε η Μάγισσα, ούτε οι Βασιλιάδες, ούτε οι Δράκοι, ούτε ο Ωραίος, ούτε ο Ασλάν; Αυτό αναρωτιόταν η Κρυσταλίνα και σχεδόν είχε κατασταλάξει μέχρι πριν από λίγο, και το συζητούσαν καμιά φορά, όχι τόσο συχνά καθώς μεγάλωναν, με τις φίλες της στα λουλουδιασμένα λιβάδια ή δίπλα στις λίμνες. Μα απόψε έμαθε την αλήθεια· έμαθε πως ήταν όλα αλήθεια! Και μακάρι να μη μάθαινε ποτέ κάτι τέτοιο!

Γιατί ο Ασλάν δεν έκανε σκόνη τα σκοτεινά πλάσματα και να τα σκορπίσει στον άνεμο; Τώρα ένα τερατώδες στόμα που έσταζε καυστικό σιχαμερό σάλιο ήταν ανοιγμένο μπροστά της. Έλαμπαν τα δόντια του κάτασπρα μέσα στο σκοτάδι. Και φώτιζαν δυο σκοτεινά μάτια, που δεν ήξερε ούτε σε τι πλάσμα ανήκαν – ένα όμως ήξερε· πως τώρα θα πέθαινε!

Φτσαφ! Φτσαφ!

Δυο σαΐτες χίμηξαν φτερωτές και χώθηκαν στο σβέρκο της Άρπυιας! Το κτήνος μούγκρισε φοβερά και στράφηκε κατά τον εχθρό του. Ο Ευθύβουλος έβαλε τρίτη σαΐτα στο μικρό, μα δυνατό του και ευθύβολο τόξο.

Σημάδεψε το τέρας ανάμεσα στα μάτια. Μα πώς να ρίξει; Ακριβώς πίσω του στεκόταν το Κενταυράκι. Αν αστοχούσε;

Άρχισε να τρέχει προς το πλάι κι η πληγωμένη Άρπυια άλλαξε θέση μαζί του. Η Κενταυρούλα ήταν απολιθωμένη απ’ τον τρόμο.

«Τρέξε!» της φώναξε ο Νάνος με όση δύναμη είχε.

Τα τέσσερα πόδια του κοριτσιού χτύπησαν το χώμα, το στρωμένο με φτέρες, παραπάτησε κι έκανε μια τούμπα μπερδεύοντας τα πόδια του, μα προς την άλλη κατεύθυνση από κείνη που παράσερνε το βρυχώμενο τέρας ο Νάνος.

Φτσαφ! Η σαΐτα πέταξε προς το τερατώδες ημιανθρώπινο κεφάλι, μα το πλάσμα είχε ανοίξει τα μεμβράνινα φτερά που είχε αντί για χέρια ή μπροστινά πόδια κι είχε υψωθεί στον αέρα, έτοιμο για επίθεση.

Ο Νάνος παραπάτησε, προσπαθώντας να βάλει στη χορδή του τόξου μια τέταρτη σαΐτα. Η Κρυσταλίνα δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα – πώς να βοηθήσει; Κοίταξε γύρω, μήπως βρει κάποια πέτρα ή ξύλο· μάταιος κόπος.

«Ασλάν!!» ούρλιαξε. Μια απεγνωσμένη ικεσία, μήπως κι ήταν αλήθεια και κάτι άλλο, πέρα απ’ τον τρόμο.

Η Άρπυια άκουσε τη φωνή και κατάλαβε τη λέξη. Στάθηκε για μια στιγμή στον αέρα κοιτώντας γύρω. Ο πεσμένος Νάνος πέρασε στη χορδή το βέλος και σημάδεψε προς την καρδιά της. Μ’ ένα φτερούγισμα το τέρας πέταξε ψηλά και χάθηκε πάνω από τις κορυφές των Δέντρων, εκεί που ο ουρανός δεν ήταν πια σκοτεινός και τ’ Άστρα της Νάρνια ταξίδευαν στις νυχτερινές τροχιές τους.

Ο Ραμαντού και η Κεφαλή της Λόγχης, που σιγοκουβέντιαζαν ταξιδεύοντας δίπλα δίπλα, μα κι όλα τ’ Αστέρια, σταμάτησαν την κουβέντα τους και κοίταξαν παραξενεμένα.

Τα δυο γήινα πλάσματα ξεφύσηξαν με ανακούφιση. Και μετά η Κενταυρούλα στράφηκε στήνοντας το μακρόστενο αφτί της προς τα εκεί όπου είχαν φύγει, πριν από ώρα, οι Κένταυροι, τα Ποντίκια κι οι Λεοπαρδάλεις.

«Γρήγορα, θα μας άκουσαν!» φώναξε στο Νάνο κι άρχισε να τρέχει. «Έρχονται!».

Τον άρπαξε από το μικρό του χέρι και τον κάθισε στην αλογίσια πλάτη της. Χώθηκε σκοντάφτοντας, μα ισορροπώντας, ανάμεσα στα Δέντρα.

«Προς τα πού να πάω;» τον ρώτησε μέσα στην τρεχάλα της.

«Πού θες να πας; Άσε με στο σπίτι μου εμένα!» είπε ο Νάνος, θυμωμένος για την απαγωγή του.

Είδε τα λαμπερά της μάτια να τον κοιτάζουν, καθώς γύρισε το καστανό της κεφάλι, και λύγισε η καρδιά του.

«Όχι, σε παρακαλώ, κρύψε με» τον παρακάλεσε. «Δεν πάω σπίτι μου».

Το Παιδί της Γης σκέφτηκε μια στιγμή.

«Κατά κει τότε» είπε δείχνοντας μια κατεύθυνση με το χέρι.

***

Σε λίγο έφτασαν στο Δέντρο με τις Πυγολαμπίδες. Ήταν μια τεράστια Ακακία, φωτισμένη από εκατομμύρια Πυγολαμπίδες όλων των χρωμάτων, που είχαν την αποικία τους στα κλαδιά της.

Οι Πυγολαμπίδες χαιρέτισαν τρεμοπαίζοντας τις φωτεινές τους ουρίτσες. Ο Νάνος έγνεψε, φέρνοντας το δάχτυλό του στα χείλη, πως πρέπει να φυλάξουν το μυστικό τους.

«Μπες στην κουφάλα» είπε στο κορίτσι.

Άνοιξαν οι Πυγολαμπίδες σαν ολόφωτη κουρτίνα και φάνηκε μια μεγάλη κουφάλα στον κορμό του Δέντρου.

“Σ’ αυτή την υπέροχη χώρα, πάντα κάποιο Δέντρο έχει μια κουφάλα όταν τη χρειάζεσαι” σκέφτηκε με ανακούφιση η Κρυσταλίνα· “ή… σχεδόν πάντα!”.

Η φωτεινή πυγολαμπιδίσια κουρτίνα έκλεισε πίσω τους καλύπτοντας στην εντέλεια το πέρασμά τους. Η κουφάλα ήταν φωτεινή, φωτισμένη από το φως των Πυγολαμπίδων, και μια σκάλα με χωμάτινα σκαλοπάτια έμπαινε στο έδαφος και οδηγούσε σε κάποιο υπόγειο χώρο.

Ή στον υποχθόνιο Κόσμο;

«Μη φοβάσαι» είπε ο Νάνος μαντεύοντας το δισταγμό της. «Είναι ασφαλές εκεί. Σ’ έσωσα από την Άρπυια, το θυμάσαι;».

Το έφηβο κορίτσι έσφιξε τα χείλη κι έπεισε τον εαυτό του να τολμήσει.

«Το θυμάμαι» είπε σταθερά. Ήταν η κόρη του Πολεμιστή Ήλιου.

Ο Νάνος ξεπέζεψε και προχώρησε μπροστά. Άνοιξε τη χούφτα του κι ήταν γεμάτη Πυγολαμπίδες, που θα φώτιζαν την κάθοδό τους. Τις είχε μαζέψει από την “κουρτίνα” καθώς έμπαιναν μέσα.

«Μυρίζει εδώ κάτω» είπε η Κρυσταλίνα.

«Έτσι μυρίζουν οι Τυφλοπόντικες» απάντησε με μια δόση ειρωνείας ο Νάνος. «Στο κάτω κάτω, μ’ έφερες εδώ με το ζόρι! Τι περίμενες, το Κάιρ Πάραβελ [1];».

Κάτω από το Δέντρο ζούσαν ένα σωρό Τυφλοπόντικες! Ολόκληρες οικογένειες, στριμωγμένες σε κάθε μέτρο σ’ ένα ολόκληρο σπίτι σκαμμένο κάτω απ’ το χώμα, με πολλούς θαλάμους.

«Έι, πρόσεχε! Θα πατήσεις κανένα!» φώναξαν στην Κρυσταλίνα, που παραπατούσε από την έκπληξή της.

«Νάνε! Τρελάθηκες; Άλογο μας έφερες εδώ μέσα, να μας κάνει λιώμα;».

«Δεν είναι άλογο, στραβός είσαι;» φώναξε ο Νάνος. «Είναι Κένταυρος». Κοίταξε το κορίτσι. «Ένας θηλυκός έφηβος Κένταυρος, πανέμορφος, με καστανά μαλλιά και τα πιο λαμπερά μάτια που ανοίγουν κάθε μέρα στο δάσος».

Οι Τυφλοπόντικες μαζεύτηκαν πια γύρω γύρω, σταματώντας να τρέχουν πανικόβλητοι δεξιά κι αριστερά. Κύκλωσαν τους δυο ακάλεστους επισκέπτες και τους κοιτούσαν με τα μισότυφλα ματάκια τους.

«Και χρειάζεται προστασία» κατέληξε ο Νάνος.

 ***

«Τσίπιριπ. Όταν όλες οι έρευνες είναι άκαρπες, ο πρίγκιπας των Ποντικών δίνει την τελική λύση».

Ο μικροσκοπικός ευγενής ξιφομάχος, απόγονος των Ποντικών που απόχτησαν φωνή από την ευγνωμοσύνη του Ασλάν, όταν τον ελευθέρωσαν από το Τραπέζι της Θυσίας – εκεί όπου τον είχε σκοτώσει η Λευκή Μάγισσα, αγνοώντας πως η Θυσία σήμαινε τη δική του ανάσταση και τη δική της συντριβή – σκαρφάλωσε στην κορυφή του πιο ψηλού Έλατου, κινδυνεύοντας να πέσει από τα λεπτά κλαράκια που λύγιζαν και στο πιο λιγοστό βάρος, σαν το δικό του.

Κοίταξε γύρω. Τι να δει μέσα στην κατάμαυρη νύχτα; Όμως πιο πάνω βγήκε πια από τη σκεπή των Δέντρων κι έβλεπε τον ουρανό διάσπαρτο από Αστερισμούς και Κομήτες, που ο καθένας είχε τη δική του ιστορία και τη δική του αξία.

Αλλά και πάλι, δεν έβλεπε πια τη γη, μόνο κορυφές Δέντρων.

Τι είν’ αυτό; Ένα τερατώδες φτερωτό πλάσμα χιμούσε προς τον ουρανό ουρλιάζοντας. Ο Ποντικός πάγωσε. Δεν είχε δει ποτέ κάποιον απ’ τους χίλιους φόβους και κατά βάθος νόμιζε – ή ήθελε να ελπίζει – πως ήταν πιο πολύ παραμύθι παρά αλήθεια. Κι όμως, αυτό που έβλεπε τώρα δε συγκρινόταν με την αφήγηση καμιάς ποντικογιαγιάς, καμιάς φλύαρης Δρυάδας ή παραμυθούς Κρήνης.

«Ασλάν!...» μουρμούρισε – ένα επιφώνημα τρόμου και μαζί παράκληση για προστασία.

Πού να ’ξερε πως το ίδιο όνομα αρκούσε για να τρέψει σε φυγή ένα απ’ τα πιο μοχθηρά και δυνατά πλάσματα που είχε ποτέ ξεράσει ο υποχθόνιος Κόσμος!

Έστησε το αφτί του. Δε φημιζόταν για την ακοή του και δεν άκουσε τίποτα έτσι κι αλλιώς. Μόνο το φτερούγισμα του κτήνους που χανόταν στα βάθη της νύχτας, πέρα απ’ τα βουνά· ευτυχώς.

«Όμως κάτι έγινε εκεί» μονολόγησε. «Κάτι που ίσως σημαίνει πως η Κρυσταλίνα μας είναι εκεί κάτω… και ίσως κινδυνεύει!».

Κατέβηκε γρήγορα μερικά κλαδιά. Χώθηκε πάλι στη σκοτεινή νύχτα μέσα στο δάσος. Καθώς ανέβαινε, είχε δει ένα χρυσοπράσινο Τσιχλογέρακο να κοιμάται.

«Ξύπνα, Γεράκι!» του φώναξε σταματώντας δίπλα του. Έβγαλε το σπαθάκι του και το τσίμπησε ελαφριά στο πόδι. Το αρπακτικό αναπήδησε κρώζοντας. «Τι κάνεις εκεί, Ποντικέ;» φώναξε. «Θέλεις να σε φάω για πρωινό;».

«Δε γεννήθηκε ακόμα το Γεράκι που θα φάει τον Τσίπιριπ, τον πρίγκιπα των Ποντικών!» τσίριξε ο λιλιπούτειος πολεμιστής. «Πέτα γρήγορα εκεί που θα σου πω!».

Και χωρίς δεύτερη κουβέντα έδωσε ένα σάλτο κι ανέβηκε στο σβέρκο του.

Το Γεράκι παραλίγο να πέσει απ’ το κλαδί του. Ο Ποντικός του τράβηξε το κεφάλι, φέρνοντάς το πίσω σε ισορροπία.

«Τρελάθηκες; Πονάω!» φώναξε το πουλί.

«Πέτα αριστερά! Θα σου δείχνω το δρόμο» διέταξε ο Ποντικός χτυπώντας το στα πλευρά με τις μικροσκοπικές του φτέρνες.

Το Γεράκι απογειώθηκε γκρινιάζοντας – και κρώζοντας απειλές για συναντήσεις σε σκοτεινές γωνίες και πρωινά γεύματα.

***

Έτσι, ο Τσίπιριπ, καβάλα στο Γεράκι, είδε τη φυγή της Κρυσταλίνας ώς το Δέντρο των Πυγολαμπίδων.

«Εκεί κάτω είναι το σπίτι των Τυφλοπόντικων» είπε.

«Σκασίλα μου» απάντησε το Γεράκι. «Θέλω να κοιμηθώ! Είναι μαύρη νύχτα!».

«Γεράκι, δεν καταλαβαίνεις;» θύμωσε ο Ποντικός. «Είναι η Κρυσταλίνα, η κόρη του Κένταυρου Πολεμιστή Ήλιου! Του ανίκητου μαχητή, του ακούραστου πολεμιστή, του έμπιστου φίλου, του σοφού δασκάλου! Κι αυτός ο Νάνος μπορεί να την έχει απαγάγει!».

Το Γεράκι προσγειώθηκε στο κλαδί μιας Βαλανιδιάς, σε μικρή απόσταση από την κατάφωτη Ακακία. Τίναξε τα φτερά του κι ο Ποντικός βρέθηκε κάτω· αναπήδησε κι αρπάχτηκε από το κλαδί.

«Εσύ έχεις απαγάγει εμένα» είπε το Πουλί, κάπως ηρεμώντας. «Τι πράγματα γίνονται στη Νάρνια απόψε; Και πού είναι ο Πολεμιστής Ήλιος να πάρει την κόρη του στο χωριό των Κενταύρων;».

«Όλοι οι Κένταυροι ψάχνουν στο δάσος» εξήγησε ο πρίγκιπας Ποντικός, κάνοντας έντονες χειρονομίες με τα μπροστινά του ποδαράκια. «Μαζί και Αίλουροι και τρεις Γρύπες και εκατοντάδες Ποντίκια!». Πήρε ανάσα. «Μα εγώ είδα ένα φτερωτό τέρας ν’ ανεβαίνει απ’ τα Δέντρα κι εκεί κάτω ήταν η Κρυσταλίνα. Αυτό μπορεί να σκότωσε τον πατέρα της!». Αναστέναξε κρύβοντας τα ματάκια του με τα μπροστινά του πόδια (πόδια πρέπει να τα ονομάσω ή χέρια;). Κοίταξε τώρα το Γεράκι στα μάτια: «Πρέπει να βοηθήσεις!» είπε. «Χωρίς εσένα δε μπορώ να τη σώσω!».

«Μπα;» σάρκασε το Γεράκι. «Κι εγώ νόμιζα πως ο πρίγκιπας των Ποντικών δε φοβάται κανέναν και τίποτα».

«Κανέναν και τίποτα!» τσίριξε ο Ποντικός. «Αλήθεια; Κανένα πλάσμα του απάνω Κόσμου! Μα εδώ είδα ένα πλάσμα του υποχθόνιου Κόσμου! Καλά, δειλό και ανάγωγο Πουλί! Μ’ έφερες ώς εδώ, φύγε τώρα να συνεχίσεις το ροχαλητό σου!».

«Τα Γεράκια δε ροχαλίζουν» τον διέκοψε εκείνο.

«…Εγώ θα πάω μόνος μου κι ό,τι είναι να γίνει ας γίνει!».

Και μ’ αυτά τα λόγια άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας τον κορμό του Δέντρου, γυμνώνοντας το σπαθί του.

***

Στη Λίμνη με τα Πεταλουδόφτερα Ψάρια στάθηκε ο Πολεμιστής Ήλιος με τον Κεραυνόποδο, τον αδερφό του, κι άλλους δυο συντρόφους. Φώναξαν, έψαξαν, μάταιος κόπος.

Την ώρα που έστρεφαν να φύγουν, ένα πλατσούρισμα τους έκανε να κοιτάξουν. Ένα βαθύ μπλε και κόκκινο Ψάρι σαράντα πόντων με μεγάλα πολύχρωμα φτερά πεταλούδας ξεπήδησε απ’ το νερό και μ’ ένα χτύπημα των φτερών του προσγειώθηκε με την κοιλιά σ’ ένα βράχο.

Ο Πολεμιστής Ήλιος πλησίασε και, λυγίζοντας τα τέσσερα πόδια του, κάθισε μπροστά του.

«Φίλε μου Λαμπριάτη» είπε, «ψάχνουμε την κόρη μου, την Κρυσταλίνα. Πέρασε από δω; Μήπως την είδες ή άκουσες τις οπλές της απ’ τα νερά σου;».

Το Ψάρι τον κοίταξε διαπεραστικά με τα κίτρινα στρογγυλά μάτια του.

«Έχω μέρες να δω την Κρυσταλίνα» απάντησε. «Όμως, φίλε μου Πολεμιστή Ήλιε, η κόρη σου είναι πανέξυπνη και ικανή, σαν εσένα. Δεν πρέπει ν’ απελπίζεσαι· κάπου θα ’χει καταφύγει και θα τη βρείτε ζωντανή και γερή».

«Σαν εμένα είναι, καλά το είπες» είπε ο Κένταυρος και σηκώθηκε όρθιος. «Απότομη, ορμητική και πεισματάρα. Δε θα προσέξει καθόλου, κι αυτό φοβάμαι!».

Το Ψάρι κούνησε το πτερύγιό του, σα να ’ταν χέρι.

«Πρέπει να ξέρεις, τετράποδε φίλε μου, πως η κόρη σου ακολουθεί το δικό της πεπρωμένο. Δεν πρέπει να την καταπιέζεις, γιατί δε θ’ ακολουθήσει το δικό σου».

Τα μάτια του Κένταυρου άστραψαν από συγκρατημένο θυμό.

«Θέλω μόνο να είναι ασφαλής» απάντησε πνιχτά.

«Κι όμως, το αποτέλεσμα είναι να την ψάχνεις απόψε σ’ όλο το δάσος».

Ο Κένταυρος ξεφύσηξε. Ο Κεραυνόποδος θορυβήθηκε· το σπαθί του αδερφού του ήταν ζωσμένο στο πλευρό του και σ’ ένα δευτερόλεπτο μπορούσε να κάνει το Πεταλουδόψαρο δυο κομμάτια.

«Θα σου έλεγα μια ιστορία» συνέχισε το Ψάρι, «μα δε θέλω να καθυστερήσω την έρευνά σου· είναι το πιο επείγον που πρέπει να κάνεις αυτή τη στιγμή. Όταν όμως βρείτε, με το καλό, σώα και αβλαβή την Κρυσταλίνα, αν έχεις διάθεση να μ’ ακούσεις, ξέρεις πού θα είμαι».

«Λένε και τα Πεταλουδόψαρα ιστορίες;» γέλασε ο τρίτος Κένταυρος, ο Ωκυθόας.

«Δεν ξέρεις πως καταγόμαστε από τα Παραμυθόψαρα του Νότιου Ωκεανού;» θίχτηκε το Ψάρι. «Η σοφία και οι ιστορίες μας φτάνουν ώς την εποχή της Βαθειάς Μαγείας!».

Οι οπλές του Πολεμιστή Ήλιου χώθηκαν στα λεία βότσαλα και στην ψιλή χρυσαφένια άμμο με τα ξανθά βρύα, καθώς έστριβε για να καλπάσει προς την καρδιά του δάσους.

Οι Κένταυροι φύγανε γοργόποδοι. Ο Λαμπριάτης το Ψάρι τους κοιτούσε με τίμια αγάπη. Τότε η γνώριμη σκιά ενός μεγαλόσωμου Ζώου έπεσε πάνω του αποσπώντας την προσοχή του.

Το Ζώο στάθηκε δίπλα του κοιτώντας κι αυτό προς τα εκεί όπου είχαν χαθεί με αγωνία οι Κένταυροι.

«Θα βοηθήσεις;» το ρώτησε το Ψάρι.

«Ξέρεις», αναστέναξε εκείνο, «δεν καθορίζω εγώ τις επιλογές των πλασμάτων. Ούτε πάντα μ’ αφήνουν να τα βοηθώ, ακόμη κι όταν νομίζουν πως θέλουν κι αποζητούν τη βοήθειά μου… Αν όμως τα σταματούσα, η ελευθερία τους τι θα γινόταν;». Έκανε παύση. «Εδώ όμως υπάρχει μεγάλη αγάπη και καλοσύνη. Κάτι θα γίνει».

Κοίταξε ψηλά την αστρόφωτη νύχτα πάνω απ’ τη λίμνη, όπου ο Κοριάκιν, το σμαραγδένιο Αστέρι, ταξίδευε κάθετα στον ουράνιο θόλο λάμποντας σαν πετράδι.

«Να ξέρεις όμως, φίλε μου», είπε στο Ψάρι, «πως πολλές ζωές – κι ακόμα περισσότερες ψυχές – θα χαθούν».

Το μεγαλόπρεπο Ζώο έκανε μεταβολή κι απομακρύνθηκε ήρεμα μέσα στο νύχτα. Το Ψάρι έμεινε σκεφτικό μερικές στιγμές. Πιο βαθιά στη λίμνη, που καθρέφτιζε γαλήνια το ναρνιανό ουρανό, μια Ναϊάδα πρόβαλε το όμορφο κεφάλι της και το χαιρέτισε. Ο καλός Λαμπριάτης ανταπέδωσε κουνώντας το πτερύγιό του. Κατόπιν, μ’ ένα τίναγμα κι ένα ανοιγόκλεισμα των φτερών του, βούτηξε πλατσουρίζοντας στα νερά της λίμνης.



[1] Το αρχαίο βασιλικό παλάτι της Νάρνια, όπου στέφθηκαν οι Τέσσερις Υψηλοί Βασιλιάδες.

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...