Όπως και στη Γη, στις παραδοσιακές κοινωνίες, έτσι και στη Νάρνια, τα πλάσματα σπάνια κάνουν μπάνιο – και περισσότερο για να δροσιστούν και ν’ απολαύσουν το νερό, στις λίμνες, τις θάλασσες και τα ποτάμια, παρά γιατί νιώθουν βρόμικα κι έχουν την επιθυμία να καθαριστούν. Οι συνθήκες είναι διαφορετικές, ο φυσικός τρόπος ζωής, η σκληρή δουλειά και η συνήθεια μικραίνουν την ανάγκη της καθημερινής καθαριότητας.
Ο Ευθύβουλος τσουρουφλίστηκε με το ζεστό νερό κι έκανε τελικά μπάνιο με κρύο, ακριβώς όπως όταν βουτούσε στις λίμνες και τα ποτάμια της Νάρνια. Τυλίχτηκε ολόκληρος με την πετσέτα και περίμενε, μέχρι που ο Μπόρις του έφερε μιαν αλλαξιά ρούχα και εσώρουχα, από τα λίγα που είχαν απομείνει απ’ την παιδική του ηλικία. Τα πιο πολλά, ο πατέρας του τα ’χε δώσει σε άπορα παιδιά, απ’ αυτά που συνωθούνταν κάθε μέρα στην εκκλησία του.
Δεν τον είχε πειράξει, γιατί ο πατέρας δεν είχε ακόμη αρχίσει ν’ αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην αποστολή του. Τώρα όμως μισούσε ό,τι είχε σχέση με την εκκλησία και το ανθρωπιστικό έργο της.
Σήμερα μόνο άρχισε να γλυκαίνει αυτό το μίσος, καθώς άκουσε τους παράξενους καινούργιους του φίλους να τον αποκαλούν Γιο του Αδάμ και κατόπιν να του μιλούν με απλότητα και σοφία για τον Ασλάν και το Θεό. Μα τώρα φρόντιζε να ταχτοποιήσει το γενναίο Νάνο κι έτσι γλίτωνε απ’ το να σκεφτεί πνευματικά θέματα. Δεν ήθελε, δεν ήταν έτοιμος. Αν δε συμφιλιωνόταν με το μπαμπά του, δε θα συμφιλιωνόταν και με το Θεό, είτε υπήρχε είτε δεν υπήρχε.
Ωστόσο, πήγε στη μαμά του και της τα είπε όλα.
«Δεν πειράζει που δε με πιστεύεις» κατέληξε, βλέποντας τα δύσπιστα μάτια της. «Θα τους δεις και μόνη σου πολύ σύντομα. Αλλά θα δεις και πόσο θ’ αλλάξει η ζωή μου προς το καλύτερο με τη γνωριμία τους· ήδη έχει αρχίσει να αλλάζει».
«Και μόνο που έφερες εδώ έναν άστεγο, είναι μεγάλη αλλαγή» απάντησε εκείνη. «Ο πατέρας σου θα χαρεί. Κι εγώ, δε λέω, έχω παντρευτεί έναν παπά και δεν πρέπει ν’ αρνούμαι πως οι άνθρωποι χρειάζονται βοήθεια».
«Μαμά, δεν είναι άστεγος… Δηλαδή, τώρα είναι, αλλά έχει σπίτι στο δικό του Κόσμο. Τέλος πάντων, δεν πειράζει που δε με πιστεύεις, όπως είπα».
Μπήκε στο δωμάτιό του. Ο Ευθύβουλος καθόταν σταυροπόδι πάνω σ’ ένα πουφ και ξεφύλλιζε εκστασιασμένος ένα πολύχρωμο κόμικς με περιπέτειες υπερηρώων.
«Αυτά γίνονται στον κόσμο σου;» ρώτησε με θαυμασμό, μόλις άκουσε το αγόρι να μπαίνει.
Ο Μπόρις χαμογέλασε θλιμμένα.
«Όχι, μην τρελαίνεσαι· παραμύθια είναι! Δεν υπάρχουν σούπερ ήρωες». Τον κοίταξε με αγάπη. «Εσείς είστε οι μόνοι αληθινοί σούπερ ήρωες που έχουν εμφανιστεί σ’ αυτό τον Κόσμο… Σ’ αυτόν τον πεζό και βαρετό Κόσμο!».
Πήγε στη βιβλιοθήκη του και τράβηξε ένα μεγάλο βιβλίο με χοντρό εξώφυλλο.
«Αυτό διάβασε» είπε και του το πρόσφερε.
Ο Ευθύβουλος δεν ήξερε να διαβάζει, αλλά κοιτούσε τις εικόνες. Το εξώφυλλο είχε έναν Κένταυρο και μια Γοργόνα.
«Τι είναι;» ρώτησε έκπληκτος.
«Η Μυθολογία» απάντησε με επισημότητα ο νέος.
***
Ώρα 5 το πρωί. Είναι σκοτάδι, μα τα πρώτα πουλιά έχουν ξυπνήσει και περιμένουν τον ήλιο κελαηδώντας στα δέντρα, κάτω στο δρόμο. Αυτή είναι η πρωινή συντροφιά του π. Τύχωνα, καθώς πλένεται στο μπάνιο και μετά αρχίζει την προσευχή του, διαβάζοντας από το Ψαλτήρι.
Ετοιμάζεται πνευματικά, για να λειτουργήσει στην εκκλησία και ν’ αντέξει το φορτίο της σημερινής μέρας, που θα ’ναι, όπως κάθε μέρα, το κουβάλημα ενός σταυρού στον ανθρώπινο Γολγοθά.
Ο π. Τύχωνας, Ρώσος της Αμερικής, ένας απ’ τους χιλιάδες, δε νιώθει σαν το Χριστό, που κουβάλησε το σταυρό, μα σαν το Σίμωνα τον Κυρηναίο, που, χωρίς να το θέλει, βοήθησε το Χριστό να κουβαλήσει το σταυρό, όταν είχε αποκάμει από τα μαρτύρια. Έτσι κι εκείνος, στην ορθόδοξη ρωσική ενορία του, βοηθάει άλλους να κουβαλούν το σταυρό τους, πιστεύοντας βαθιά πως η σταύρωση οδηγεί στην ανάσταση.
Η γυναίκα του κοιμόταν, το ίδιο και οι δυο μικρές κόρες του, στο δωμάτιό τους. Ο πρωτότοκος γιος του, ο Μπόρις, κοιμόταν κι εκείνος – έτσι δηλαδή πίστευε ο π. Τύχωνας. Έκλεισε το Ψαλτήρι και, προσευχόμενος εσωτερικά με την “προσευχή του Ιησού” (που χρησιμοποιούν οι ορθόδοξοι για τη νοερή προσευχή τους), πρόβαλε το κεφάλι του από τις μισόκλειστες πόρτες στα δωμάτια των παιδιών του. Μόνο κοιμισμένα τα ’βλεπε πια· από το πρωί ώς αργά τη νύχτα ο ανθρώπινος πόνος τον κρατούσε στην εκκλησία. Σπάνια επέστρεφε στο σπίτι πριν πλαγιάσουν.
Του έλειπαν τρομερά. Μα, μέσα στο ζήλο του και την πανανθρώπινη αγάπη του, δε φανταζόταν πόσο πιο τρομερά τους έλειπε εκείνος, ιδιαίτερα στον έφηβο γιο του.
Στο δωμάτιο του Μπόρις, που όντως κοιμόταν, κάτι πορτοκαλί διακρινόταν ανεπαίσθητα στο μισοσκόταδο. Ήταν σε μια γωνία, πάνω σ’ ένα σωρό μαξιλάρια. Κανένα στρωσίδι πρόχειρα ριγμένο, σκέφτηκε. Σταύρωσε τον αέρα προς το μέρος του γιου του και γύρισε στο διάδρομο.
Ετοιμάστηκε, ντύθηκε, πήρε την τσάντα του και άνοιξε την πόρτα, χωρίς να πάρει πρωινό· επρόκειτο να κοινωνήσει, όπως κάθε ορθόδοξος ιερέας σε κάθε λειτουργία. Πολλές φορές ξεχνούσε να φάει ακόμα και μετά τη θεία λειτουργία κι έμενε με τη θεία κοινωνία ώς το απόγευμα, φροντίζοντας για τους φτωχούς του, μαζί με τους λίγους εθελοντές που τον βοηθούσαν, ή εξομολογώντας τους συντετριμμένους.
Σήμερα όμως θ’ αργούσε για την εκκλησία: βγαίνοντας απ’ το διαμέρισμά του, συνάντησε την πιο απίθανη συντροφιά που μπορούσε – ή μάλλον δε μπορούσε – να βάλει ο νους του ανθρώπου.
***
«Νάρνια, ε;».
Καθισμένοι στο μικρό σαλόνι, Ναρνιανοί και Άνθρωποι του διηγούνταν τις περιπέτειές τους. Είχαν ξυπνήσει από τη φασαρία κι η πρεσβυτέρα, ο Μπόρις και ο Νάνος με την Πορτοκαλιά Κόμη κι έτσι ο καλός ιερέας είχε καταλάβει τι ήταν το πορτοκαλί στρωσίδι που είχε προσέξει στο δωμάτιο του γιου του.
«“Ούτε τις κτίσις ετέρα…”» ψιθύρισε.
«Τι είπατε;» ρώτησε η κυρία Τζένη.
«Είναι μια φράση από την Καινή Διαθήκη, όπου ο απόστολος Παύλος λέει πως ούτε θάνατος, ούτε πόνος δε μπορεί να χωρίσει ένα χριστιανό απ’ το Χριστό, ούτε άγγελοι, “ούτε τις κτίσις ετέρα”, δηλαδή ούτε κι αν ερχόταν μπροστά του μια άλλη δημιουργία του Θεού, πρωτόγνωρη, διαφορετική από τον Κόσμο μας [1]… Να λοιπόν αυτή η δημιουργία· ένας άλλος Κόσμος. Η Νάρνια!».
Κοίταξε τη σύζυγό του.
«Παπαδιά μου, τι λες να μείνουν εδώ τα παιδιά και η κυρία Τζένη, να κοιμηθούν και να τα ξαναπούμε το μεσημέρι;».
«Δε θα πάτε σχολείο, παιδιά;» ρώτησε η παπαδιά.
«Προτιμώ όχι» απάντησε ντροπαλά η Σου. «Ο μπαμπάς μου θα με ψάξει και δε θέλω να τον δω ακόμα…».
«Κι εγώ είμαι ένα όρθιο ερείπιο» χαμογέλασε η Κρίστι. «Μια φορά το χρόνο, νομίζω πως δεν πειράζει να κάνουμε μια κοπάνα».
«Παίρνω πίσω αυτό που είπα» σχολίασε ο Μπόρις. «Ο Κόσμος μας δεν είναι καθόλου βαρετός».
«Σκοπεύεις να μας επισκεφτείς το μεσημέρι;» ρώτησε το σύζυγό της η πρεσβυτέρα.
«Θα κάνω τ’ αδύνατα δυνατά».
«Για τους ξένους, θα το κάνεις» είπε πικρόχολα ο γιος του. «Για μας, δεν το έκανες ποτέ. Τώρα, βλέπεις, η εκκλησία και τα καθήκοντά σου μεταφέρονται και στο σπίτι μας».
«Μου έχεις παράπονο, γιε μου;».
«Τώρα το κατάλαβες;».
Ο παπάς τον κοίταξε σοβαρά στα μάτια. Τα δικά του γαλάζια μάτια – όμοια με του γιου του – ήταν γεμάτα θλίψη.
«Τότε γιατί δεν έρχεσαι ποτέ να με δεις; Ξέρεις πού είμαι. Ίσως αυτό που δεν ξέρεις, είναι πόσο σ’ αγαπάω».
«Πώς να το ξέρω, αφού ποτέ δε μου το ’χεις δείξει;».
Ο π. Τύχωνας αναστέναξε.
«Έχεις δίκιο… Είμαι αποτυχημένος ως πατέρας. Το ίδιο και ως σύζυγος. Ελπίζω μόνο στη συγγνώμη σας. Όμως, ελάτε εκεί που βρίσκομαι και θα προσπαθήσω κι εγώ να ’ρχομαι πιο συχνά εδώ που βρίσκεστε εσείς. Έτσι δε θα χαθούμε ή, μάλλον, θα ξαναβρεθούμε. Θα δείτε πράγματα που δεν τα φαντάζεστε και ίσως βρω μια θέση και στη δική σας καρδιά, όπως εσείς δε βγαίνετε ούτε στιγμή από τη δική μου».
«Μήπως ξέρετε ποιος μπορεί να είναι ο Άνθρωπος με το Φίδι στο Χέρι;» ρώτησε η Κρυσταλίνα. Είχαν διηγηθεί τις συναντήσεις τους με τους Αγγέλους.
«Δυστυχώς όχι. Αλλά φοβάμαι πως θα το μάθουμε σύντομα».
Όλοι κούνησαν το κεφάλι τους. Κανείς δε μπορούσε να φανταστεί. Ούτε καν η Σου.
***
Νωρίς το πρωί χτύπησε το κινητό του καθηγητή Λάνερ.
«Είμαι ο Σεθ Γεηρός, από την Τηλεοπτική Εταιρία Χ. Πώς είστε, κ. καθηγητά;».
«Ώω, μεγάλη μου τιμή, κ. Γεηρέ. Έχουμε πολύ καιρό να τα πούμε. Με βρίσκετε σε άσχημη στιγμή, για να είμαι ειλικρινής…».
Ο καθηγητής γνώριζε το Γεηρό, γιατί ο Μάγος, με την άλλη ιδιότητά του, παρευρισκόταν στα διεθνή επιστημονικά συνέδρια, όταν υπήρχε κάλυψη από τα ΜΜΕ.
«Θα είχατε την καλοσύνη να μου χαρίσετε λίγο χρόνο, όταν ολοκληρώσετε τις υποχρεώσεις σας;» ρώτησε μελιστάλαχτα. «Πρόκειται για ένα σοβαρό επιστημονικό ζήτημα».
«Προς το μεσημέρι ίσως. Θα σας καλέσω».
Το ζεύγος Λάνερ παρέδωσε το μικρό Τόμι στο σχολικό και μετά έτρεξε στο λύκειο της Σου. Διαπίστωσαν την απουσία της. Δυστυχώς γι’ αυτούς, η Κρίστι πήγαινε σε άλλο σχολείο και ούτε ήξεραν σε ποιο· ούτε το επίθετό της ή την περιοχή όπου έμενε. Δεν την είχαν δει ποτέ. Συνεπώς, δε μπορούσαν να βρουν τρόπο να επικοινωνήσουν μαζί της.
«Θα μας πάρει» είπε η Μελ με δακρυσμένα μάτια. «Κοριτσάκι είναι, δε μπορεί χωρίς εμάς, ούτε εμείς χωρίς αυτήν…».
Κατόπιν πήγαν στο πανεπιστήμιο, ο καθένας στη σχολή του, και παρέδωσαν μάθημα στους φοιτητές τους. Προς το μεσημέρι, ο Άλφρεντ τηλεφώνησε στο Γεηρό.
Οι δυο άντρες συναντήθηκαν στην καφετέρια του πανεπιστημίου.
Ο Μάγος, κρύβοντας, εννοείται, την πραγματική του ιδιότητα, μπήκε κατευθείαν στο ψητό:
«Κύριε καθηγητά, αν υπήρχε ένας παράλληλος κόσμος, όπου κατοικούσαν πλάσματα γνωστά σε μας από τις αρχαίες μυθολογίες, πώς πιστεύετε ότι θα ήταν;».
Ο Άλφρεντ, όπως ήταν φυσικό, ξαφνιάστηκε.
«Γιατί με ρωτάτε;».
«Ξέρετε, έχω σπουδάσει κι εγώ φυσική και κάνω μια έρευνα αυτή την περίοδο για το συγκεκριμένο ζήτημα. Έχω αρχίσει να καταλήγω κάπου και χρειάζομαι τη συμβουλή σας».
«Θα μοιραστείτε μαζί μου την έρευνά σας; Ξέρετε, αυτό θ’ αλλάξει εντελώς την άποψή μας για το σύμπαν. Ευχαρίστως θα σας βοηθήσω».
Ο Άλφρεντ άνοιξε το στόμα του και αποκάλυψε όλα τα στοιχεία που του είχε δώσει η μητέρα του. Είναι παράξενο για έναν καταξιωμένο επιστήμονα να κάνει κάτι τέτοιο, όμως η γοητεία που ασκούσε πάνω του ο απόκοσμος αυτός μαυροντυμένος άντρας (γοητεία που ενισχυόταν με μαγικά ξόρκια) διέλυσε κάθε αναστολή του.
«Ένα πολύ δικό μου πρόσωπο ισχυρίζεται ότι επισκέφτηκε έναν τέτοιο κόσμο και βασίλεψε σ’ αυτόν για δεκαπέντε χρόνια…».
Όταν τελείωσε, ο Γεηρός ήξερε όσα χρειαζόταν για να εντοπίσει με τη σκοτεινή του τέχνη μια πύλη για τη Νάρνια.
«Θα σας ενημερώνω για την πορεία της έρευνάς μου» είπε ψέματα. «Και τώρα, θα σας πληροφορήσω κάτι που σας ενδιαφέρει αμεσότερα: η κόρη σας βρίσκεται στο σπίτι του ιερέα Τύχωνα Κάρπωφ» – και είπε τη διεύθυνση.
Ο Άλφρεντ γούρλωσε τα μάτια του.
«Πώς ξέρετε ότι αναζητώ την κόρη μου;».
«Μην ξεχνάτε τι δουλειά κάνω, αγαπητέ μου κ. καθηγητά… Είμαι δημοσιογράφος, παρακολουθώ όλη την πόλη. Πηγαίνετε εκεί και θα τη βρείτε σίγουρα».
***
Ο π. Τύχωνας λειτούργησε με τον ορθόδοξο τρόπο και κοινώνησε ο ίδιος και πολλοί άλλοι ορθόδοξοι χριστιανοί, στη μεγάλη εκκλησία που είχαν χτίσει Ρώσοι μετανάστες πριν από περίπου εκατό χρόνια σε κάποιο δρόμο του Σαν Φρανσίσκο. Σήμερα, ήταν σφηνωμένη ανάμεσα στους ουρανοξύστες.
Μετά τη λειτουργία, αφοσιώθηκε με τους βοηθούς του στη βοήθεια των άστεγων, άνεργων και άπορων που είχαν συγκεντρωθεί στις άκρες του ναού. Πρόσφεραν τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα και περιποίηση· έπαιρναν, για να πληρώσουν, λογαριασμούς και ενοίκια· κάποιοι συνεργαζόμενοι δικηγόροι πρόσφεραν και νομικές συμβουλές.
Σήμερα όμως η προσπάθειά τους είχε κι έναν αναπάντεχο θεατή· ένα Νάνο με Πορτοκαλιά Κόμη, που είχε παρακαλέσει να έρθει μαζί του.
Ο Ευθύβουλος ήθελε να γνωρίσει μιαν άλλη πλευρά του Κόσμου των Ανθρώπων, μα και να δει τα καθήκοντα που απορροφούσαν τόσο το μπαμπά του Μπόρις, κάνοντάς τον να παραμελεί την οικογένειά του. Επίσης, ήταν επηρεασμένος από τις εικόνες που είδε στα βιβλία του Μπόρις κι ήθελε να δει με τα μάτια του τι μπορούσε να είναι αληθινό απ’ όλα αυτά…
Ο ναός και η λειτουργία ήταν ό,τι πιο φωτεινό είχε αντικρύσει ώς τότε στον Κόσμο των Παιδιών του Αδάμ και της Εύας. Κατά τη διάρκειά της, είδε Αγγέλους. Το είπε κατόπιν στον π. Τύχωνα. Εκείνος χαμογέλασε και εξομολογήθηκε πως ο ίδιος δεν είχε δει ούτε έναν, αλλά ήταν σίγουρος για την ύπαρξή τους. Ο Ευθύβουλος θαύμασε την αγάπη και την προσφορά του ιερέα και των βοηθών του στους ανθρώπους που έχουν ανάγκη.
“Πώς γίνεται κάτι τέτοιο να έρχεται σε σύγκρουση με την οικογενειακή αγάπη;” σκέφτηκε απορημένος.
Πλησίασε και τράβηξε τον ιερέα από την άκρη του ράσου του. Εκείνος έσκυψε.
«Μπορείτε να μου λύσετε δύο απορίες, ευλογημένε μου Άνθρωπε;».
«Ευχαρίστως, αδελφέ μου».
«Τι είναι αυτός ο ζωγραφισμένος Άνθρωπος ο καρφωμένος στο ξύλο, εκεί πάνω, και τι θέση έχουν αυτά τα λιοντάρια στον πολιτισμό σας;».
Δυο λιοντάρια ήταν σκαλισμένα στη βάση του αρχιερατικού θρόνου, ενώ άλλο ένα ήταν ζωγραφισμένο δίπλα στον ευαγγελιστή Μάρκο, ψηλά, στον τρούλο.
Ο π. Τύχωνας κούνησε το κεφάλι του.
«Έλα μαζί μου, να σου εξηγήσω» απάντησε.
Σε λίγο κάθονταν στο μικρό του γραφείο.
«Κατά τη θρησκεία μας, ο Γιος του Θεού, που δημιούργησε το σύμπαν μαζί με τον Πατέρα Του, έγινε Άνθρωπος και γεννήθηκε και έζησε στη Γη. Πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, βέβαια. Δίδαξε τους Ανθρώπους αγάπη και ομόνοια, έκανε θαύματα με τις θεϊκές Του δυνάμεις και άσκησε έλεγχο στους άδικους και τους υποκριτές. Εκείνοι όμως, Τον έπιασαν, Τον βασάνισαν και Τον σκότωσαν καρφώνοντάς Τον σ’ ένα σταυρό. Ο Γιος του Θεού δεν αντιστάθηκε. Τρεις μέρες μετά, αναστήθηκε· εμφανίστηκε στους μαθητές Του και κατόπιν γύρισε στον Ουρανό, στην ουράνια κατοικία Του. Όλα όσα κάνουμε εδώ μέσα, είναι μια προσπάθεια να ακολουθήσουμε τη διδασκαλία Του».
Ο Ευθύβουλος παρακολουθούσε με προσοχή· η ιστορία του θύμιζε τον Ασλάν και τη δολοφονία του από τη Λευκή Μάγισσα και τα στοιχειά της.
«Βέβαια, υπάρχουν πολλά, που μπορώ να σου πω με τον καιρό» συνέχισε ο ιερέας. «Ο Γιος του Θεού μάς δίδαξε ένα δρόμο, με τον οποίο οι Άνθρωποι μπορούν να ενωθούν πνευματικά και σωματικά με Αυτόν και να μείνουν ενωμένοι μαζί Του αιώνια… Τέλος πάντων, τα λιοντάρια συμβολίζουν Αυτόν το Γιο του Θεού, επειδή, όπως έλεγαν οι αρχαίοι, το λιοντάρι, ακόμη κι όταν κοιμάται, κανείς δεν τολμάει να το ξυπνήσει. Έτσι κι Εκείνος, όταν σκοτώθηκε, ήταν συγχρόνως και ζωντανός και αναστήθηκε νικώντας – σαν τρομερό λιοντάρι – τους δαίμονες και τις δυνάμεις του σκοταδιού και του θανάτου [2]».
«Και στη Νάρνια υπάρχει ένα Μεγάλο Λιοντάρι, Γιος του Αυτοκράτορα Πέρα από τον Ωκεανό, Δημιουργός του Κόσμου μας. Κι εκείνος σκοτώθηκε και αναστήθηκε για να σώσει τη ζωή ενός παιδιού, που είχε κάνει το λάθος να προδώσει τ’ αδέρφια του και όλα τα πλάσματα της Νάρνια» είπε με θαυμασμό ο καλός Νάνος.
Ο π. Τύχωνας έμεινε σκεφτικός.
«Ο Θεός δεν έχει δώσει αναφορά σε κανένα για το αν έχει δημιουργήσει κι άλλους κόσμους και με ποια μορφή μπορεί να εμφανίζεται στον καθένα απ’ αυτούς…» είπε. «Ας είναι ευλογημένο, αγαπημένε μου αδελφέ. Ο Θεός ξέρει». Κοίταξε το ρολόι του. «Πήγε μεσημέρι… Ώρα να γυρίσουμε σπίτι – στην οικογένειά μας και στους φίλους μας».
***
Ο Άλφρεντ Λάνερ χτύπησε το κουδούνι στη διεύθυνση που του είχε υποδείξει ο παράξενος συνομιλητής του. Ένιωθε αμήχανος· ποιον θα έβρισκε μέσα και πώς έπρεπε να φερθεί; Κατά βάθος, χωρίς να το καταλαβαίνει, είχε γεννηθεί στην ψυχή του μια ταραχή, τα ερείπια της ψεύτικης γοητείας που είχε ασκήσει πάνω του ο Μάγος.
Άνοιξε η πρεσβυτέρα.
«Είμαι ο μπαμπάς της Σου» της είπε δισταχτικά. Πίσω της όμως είδε την κόρη του και μαζί της ένα μαύρο κορίτσι.
«Περάστε» απάντησε η παπαδιά και παραμέρισε ευγενικά. Η Σου σηκώθηκε πανικόβλητη. Η Κρίστι προετοιμάστηκε για “μάχη”.
Από μια πόρτα μπήκαν ένα αγόρι, ένας νεαρός θηλυκός Κένταυρος κι ένας μεγαλόσωμος αρουραίος που περπατούσε στα πισινά του πόδια.
Ο καθηγητής έμεινε άφωνος. Και τότε, συνέβη!
Ένα γιγάντιο φίδι ξεφύτρωσε από το μπράτσο του σκίζοντας τα μανίκια του πουκαμίσου και του σακακιού του και ρίχνοντάς τον στο πάτωμα. Όλοι ξεφώνισαν. Το τέρας στάθηκε με το μισό κορμί υψωμένο, κοιτώντας γύρω με μάτια που ηλέκτριζαν, ενώ μια διχαλωτή γλώσσα κρεμάστηκε από το στόμα του στάζοντας φαρμάκι!
Η Κρίστι με μιας άρπαξε ένα βιβλίο και του το πέταξε στο κεφάλι. Το φίδι στράφηκε προς το μέρος της. Η Κρυσταλίνα έπιασε ένα μικρό βάζο και το εκσφενδόνισε εναντίον του, ενώ ο Ποντικός, έχοντας παρατημένο το σπαθί του, έτρεχε να βρει κάποιο όπλο. Το φίδι γύρισε προς αυτούς. Είχε μπερδευτεί· πού να ορμήσει;
Φτσαφ!
Το τρίτο που χτύπησε το φιδίσιο κεφάλι δεν ήταν βιβλίο ή βάζο, αλλά μια σαΐτα, που καρφώθηκε στον εγκέφαλό του! Το τέρας σπάραξε, σφύριξε, στριφογύρισε και σωριάστηκε στο πάτωμα βγάζοντας αίμα απ’ το στόμα, πάνω στον καθηγητή Λάνερ, που είχε παγώσει από φρίκη και τρόμο.
Ο π. Τύχωνας κι ο Ευθύβουλος είχαν καταφτάσει πάνω στην ώρα.
Ο Άλφρεντ έπιασε το μπράτσο του με τα σκισμένα μανίκια. Το τατουάζ με τη βέργα του Ιπποκράτη δεν ήταν πια εκεί.
«Ο Άνθρωπος με το Φίδι στο Χέρι!» στρίγκλισε ο Ευθύβουλος και τον σημάδεψε μ’ ένα βέλος.
«Ο μπαμπάς μου είναι!» φώναξε η Σου κι έπεσε στην αγκαλιά του.
Αγκαλιές και ευχαριστίες διαδέχτηκαν την παγωνιά και τον τρόμο. Το φίδι άρπαξε φωτιά και σε δευτερόλεπτα έγινε στάχτη. Η σαΐτα, ματωμένη, έπεσε στο χαλί.
«Μάλλον τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα απ’ όσο τα είχατε φανταστεί» είπε ήρεμα στον επιστήμονα ο ιερέας βοηθώντας τον να σηκωθεί.
Εκείνος ακόμα δεν είχε βρει τη μιλιά του. Κάθισε σε μια πολυθρόνα κι η παπαδιά του έφερε ένα ποτήρι νερό.
«Ο μπαμπάς σου… Ο Άνθρωπος με το Φίδι στο Χέρι» είπε η Κρυσταλίνα. «Είναι Μάγος;».
«Μάγος; Όχι δα!» ξεφώνισε η Σου. Τον κοίταξε· ο διάσημος κ. καθηγητής παρουσίαζε ένα άθλιο θέαμα. «Μάλλον όμως έπεσε θύμα Μάγου» κατέληξε σκεφτική.
Ο μπαμπάς της κοιτούσε την Κρυσταλίνα, χωρίς να έχει συνέλθει από την ταραχή του.
«Ηρεμήστε» είπε ο π. Τύχωνας. «Εδώ συμβαίνουν παράξενα πράγματα».
«Ξέρω για τη Νάρνια» ψέλλισε. Κοίταξε το κορίτσι του. «Και για όλα».
Με τα πολλά ηρέμησε κάπως. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω του. Η Σου κάθισε στα γόνατά του κι εκείνος την αγκάλιασε τρυφερά.
«Κατάλαβα πολλά» παραδέχτηκε. «Πρώτον, ότι ο Κόσμος στ’ αλήθεια δεν είναι μόνο αυτά που νομίζουμε… Δεύτερον, πως η μητέρα μου δεν είναι τρελή. Έπειτα, πως κάποιος με μαγικές δυνάμεις με χρησιμοποίησε για να σας σκοτώσει». Χαμογέλασε θλιμμένα. «“Μαγικές δυνάμεις”! Δεν πίστευα πως θα ερχόταν μια μέρα που θα ξεστόμιζα αυτή τη φράση!».
«Και το τελευταίο που κατάλαβες ποιο ήταν, μπαμπά;» ρώτησε το κορίτσι.
Ο άντρας τής χάιδεψε τα μαλλιά.
«Πως δεν πρέπει να σου επιβάλω τη θέλησή μου, γιατί είναι σα να παίζω με τη ζωή σου».
Η Σου δάκρυσε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της.
Ο Ευθύβουλος αποφάσισε να μπει στη μέση.
«Υπάρχει κάποιος πολύ δυνατός Μάγος που μας καταδιώκει» είπε. «Δεν ξέρουμε ποιος είναι, ούτε τι θέλει. Εσύ, Γιε του Αδάμ, πατέρα της Σου, μήπως ξέρεις;».
«Δυστυχώς ξέρω, μικρέ μου φίλε» απάντησε εκείνος. «Και φοβάμαι πως του είπα όλα όσα χρειάζεται για να σας βλάψει».
«Να γιατί έπρεπε να προσέχουμε τον Άνθρωπο με το Φίδι στο Χέρι» είπε ο Τσίπιριπ. «Γιατί, από αφέλεια (συγχωρέστε με, καλέ μου κύριε), θα έδινε πληροφορίες στον εχθρό μας».
***
Ο Κόσμος μας είναι πολύεδρος και πολυεπίπεδος. Είχαν δίκιο οι Τρεις Επισκέπτες, όταν είπαν πως είναι εξίσου μαγικός με τη Νάρνια· μόνο που αυτή τη μαγεία, μια φρικτή, σκοτεινή μαγεία, οι περισσότεροι άνθρωποι στον καιρό μας τη θεωρούν παραμύθι.
Ο Γεηρός διαλογιζόταν αιωρούμενος πάνω απ’ το περίτεχνο ινδικό χαλί του – ένα χαλί αιώνων. Λίγοι ξέρουν τη σχέση του διαλογισμού με τη μαγεία, οι μεγάλες μάζες ανθρώπων τον θεωρούν απλή χαλαρωτική μέθοδο. Λίγοι ξέρουν εξάλλου πόση μαγεία είναι τρυπωμένη στην καθημερινότητά τους και την καθημερινότητα των παιδιών τους, εισβάλλοντας από κάθε πόρο και προπαντός από τους υπολογιστές και την τηλεόραση. Αλλά δεν είναι του παρόντος αυτά.
Του παρόντος είναι πως τα δυο απολειφάδια, ο Μύξας κι ο Φοβάμαι, κοιτούσαν για ώρες αποσβολωμένοι τον άρχοντά τους να ίπταται ακίνητος μουρμουρίζοντας ξόρκια με κλειστά τα μάτια. Και κατόπιν τα άνοιξε, κάνοντάς τους να νιώσουν παγωμένες ανατριχίλες και να ευχηθούν να τα ’χε κρατήσει κλειστά για πάντα. Πάτησε στη γη, πλησίασε σ’ ένα έπιπλο αντίκα και τράβηξε ένα μακρύ στριφογυριστό μαχαίρι. Κοίταξε τους βοηθούς του. Τους είχε ζητήσει να μείνουν και ήταν πια ώρα να του προσφέρουν την πολύτιμη βοήθειά τους. Με ταχύ βήμα πλησίασε το Φοβάμαι και, πριν εκείνος προλάβει να αναρωτηθεί τι συμβαίνει, βύθισε ολόκληρη τη λεπίδα του μαχαιριού στην κοιλιά του!
Ο σύντροφός του γούρλωσε τα μάτια· ο τρόμος δεν τον άφηνε ούτε να σαλέψει. Ο δύστυχος ανθρωπάκος – στο σώμα βαρύς – βρόντησε στο πάτωμα και το αίμα του άρχισε να κυλάει σαν πλημμυρισμένο ποτάμι. Ο Μάγος άπλωσε το χέρι του και μάζεψε προς τα πάνω τα δάχτυλά του και το αίμα ακολούθησε την κίνησή του· ανέβηκε προς τα πάνω και στερεοποιήθηκε στον αέρα, παίρνοντας το σχήμα ενός τριαντάφυλλου. Κατόπιν, ο άντρας στριφογύρισε το δάχτυλό του και το λουλούδι μετατράπηκε σ’ ένα τεράστιο κατακόκκινο διαμάντι· ένα αιμάτινο διαμάντι.
«Φέρε μου την πιατέλα» διέταξε το Μύξα, χωρίς να τον κοιτάξει. Εκείνος στράφηκε προς τα εκεί που του έδειχνε κι είδε μια βαθιά κρυστάλλινη πιατέλα. Τσακίστηκε να τη φέρει. Ο Μάγος κούνησε το δάχτυλό του και το διαμάντι μπήκε στην πιατέλα και ξαναπήρε την υγρή του φύση.
Η πιατέλα τώρα ήταν γεμάτη αίμα. Ο Γεηρός την πήρε και βούτηξε μέσα την άκρη του δαχτύλου του. Έπειτα την ακούμπησε στο πάτωμα, κοιτάζοντας προς την ανοιχτή πόρτα του ιδιαίτερου μαγικού του άντρου. Από κει πρόβαλε ένας τεράστιος κατάμαυρος σκύλος, που η θέα του έκανε το Μύξα να λερώσει το εσώρουχό του (όχι η θέα του μόνο, αλλά και μια παγωνιά που απλώθηκε στο χώρο αμέσως με την παρουσία του). Ο Μάγος κάλεσε το σκύλο με μια ακατανόητη ικετευτική φράση κι εκείνος προχώρησε προς την πιατέλα, έσκυψε κι άρχισε να ρουφάει με τη γλώσσα το αίμα, αφήνοντας γρυλισμούς ηδονής.
Ο Γεηρός άφησε το σκύλο και, αδιαφορώντας για τον τρομοκρατημένο βοηθό του και για το νεκρό σώμα που κειτόταν στο πάτωμα του σπιτιού του, πήγε στη βιβλιοθήκη του κι έσυρε ένα μεγάλο παμπάλαιο τόμο. Τον άνοιξε πάνω στο γραφείο του. Οι σελίδες ήταν λευκές. Καθώς όμως έσερνε το ματωμένο του δάχτυλό πάνω τους, γράμματα σχηματίζονταν· αρχαίοι ρούνοι, που περιείχαν όλες τις πληροφορίες για τη Νάρνια – εξαιρετική προσφορά των δυνάμεων του Κακού – και, το κυριότερο, τον τρόπο με τον οποίο κάποιος θα μπορούσε να διεισδύσει σ’ αυτήν.
[1] Πρόκειται για στίχο από την προς Ρωμαίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, που βρίσκεται μέσα στην Καινή Διαθήκη.
[2] Πρόκειται για πανάρχαια προφητεία, που βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο Γένεσις, κεφ. 49, στίχοι 9-10. Σ’ αυτήν βασίζεται η ορθόδοξη εικόνα «Ο Αναπεσών».
Ο Αναπεσών, τοιχογραφία από την Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου, ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της Ορθοδοξίας και του πολιτισμού μας (εδώ)