Οι τουαλέτες, το πιο φωτισμένο κομμάτι του τεράστιου κλαμπ, είχαν ένα έντονο κιτρινιάρικο φως και βρομούσαν. Γύρω γύρω φαίνονταν μερικά μισοσβησμένα γκράφιτι με μαρκαδόρους, απ’ αυτά που βρίσκεις συνήθως σε τουαλέτες για εφήβους.
Εκεί, ανάμεσα στους καθρέφτες και τους νιπτήρες και τις πορτούλες για τις καμπίνες με τις λεκάνες, ένα κορίτσι κάπου δεκαπέντε χρονών τσακωνόταν άγρια μ’ ένα αγόρι, λίγο μεγαλύτερό του.
Ήταν έντονα βαμμένη στα μάτια και στα χείλη κι είχε στο πλάι της μύτης ένα μικρό σκουλαρίκι, μα από κάτω πρέπει να ’ταν όμορφη. Και φορούσε την πιο αλλόκοτη φορεσιά· ένα μπλουζάκι που αποκάλυπτε την κοιλιά της, κοντή φουστίτσα και ψηλοτάκουνες γόβες.
Λογομαχούσαν φωνάζοντας και στο τέλος ο νεαρός την έσπρωξε δυνατά.
«Καμαρώστε τη βασίλισσα του χορού!» της φώναξε. «Μάλλον, τη βασίλισσα της τουαλέτας!».
Εκείνη προσπάθησε να κρατηθεί απ’ τους νιπτήρες, μα δε μπόρεσε κι έπεσε στο βρεγμένο πάτωμα. Αδιαφορώντας, ο νέος της γύρισε την πλάτη κι έφυγε βρίζοντας. Καθώς άνοιξε τη βαριά πόρτα, ο εκκωφαντικός ήχος της μουσικής εισέβαλε βάρβαρα από την κατάμεστη αίθουσα.
Το κορίτσι σηκώθηκε και γραπώθηκε από ένα νιπτήρα. Έμεινε εκεί, σκυμμένη, κάμποση ώρα, κλαίγοντας σιωπηλά. Ώσπου τρεις άλλοι όρμησαν μέσα και, χωρίς αφορμή, άρχισαν να τη βρίζουν και να τη σπρώχνουν. Η κοπέλα ξεφώνισε και προσπάθησε να τους ξεφύγει. Της έσκισαν τη μπλούζα κι ήταν φανερό τι ετοιμάζονταν να της κάνουν!
Ένα σιγανό σφύριγμα κι ο ένας έπιασε το μερί του ουρλιάζοντας από πόνο και τρόμο!
«Ένα βέλος!».
Ο πιο κοντός ανθρωπάκος που είχαν ποτέ αντικρίσει ξεπρόβαλε θυμωμένος από μια τουαλέτα με το τόξο έτοιμο να ξαναρίξει. Από δίπλα του, όρμησε ένα Ποντίκι μ’ ένα μικρό ξίφος στο μπροστινό του πόδι – ή μήπως θα έπρεπε να πω χέρι; – και μ’ ένα σάλτο και μια κίνηση ξιφομάχου χάραξε τον έναν στο μπράτσο, που μόλις είχε βγάλει από την τσέπη του ένα πιστόλι!
«Πίσω!» φώναξε ο Ποντικός σε άπταιστα αγγλικά. «Εξαφανιστείτε, αποβράσματα της κοινωνίας!».
Ουρλιάζοντας οι τρεις άντρες πετάχτηκαν έξω πατείς με πατώ σε! Ο φόβος του τόξου και του ξίφους δεν ήταν μεγαλύτερος απ’ τον πανικό της θέας των αναπάντεχων πλασμάτων!
Η κοπέλα τους κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια, σφίγγοντας στο στήθος τη σχισμένη της μπλούζα.
Και τότε την είδε.
«Χριστέ και Κύριε!...» ψιθύρισε· σχεδόν της είχε κοπεί η λαλιά.
Από μια τουαλέτα βγήκε σιγά και δειλά ένα πλάσμα, που κανείς λογικός άνθρωπος δεν περίμενε ποτέ ν’ αντικρίσει. Όμορφο κορίτσι από τη μέση και πάνω, με σώμα αλόγου και τέσσερα πόδια απ’ τη μέση και κάτω – ένας νεαρός θηλυκός Κένταυρος, με σάρκα και οστά, στις τουαλέτες ενός διάσημου κλαμπ του Σαν Φρανσίσκο!
«Μίλα!» διέταξε ο Ποντικός το Νάνο. «Δε βλέπεις πως είσαι ο πιο παρόμοιος με Άνθρωπο εδώ μέσα;».
«Και τι θες να πω;» τον αγριοκοίταξε εκείνος. «Είμαι καλύτερος με το τόξο, παρά με τα λόγια!».
Ο Ποντικός έβαλε το σπαθί στη μικροσκοπική θήκη, που κρεμόταν στο πλευρό του, και πλησίασε την τρομαγμένη κοπέλα.
«Μη φοβάσαι» είπε ευγενικά. «Είμαστε φίλοι· ερχόμαστε από τη Νάρνια και ψάχνουμε τους Τέσσερις Βασιλιάδες… Είσαι εντάξει τώρα, πέρασε ο κίνδυνος, δεν κινδυνεύεις από μας, καταλαβαίνεις;».
Εκείνη ένευσε καταφατικά. Κάρφωσε με φρίκη τα μάτια της στην Κενταυρούλα.
«Με λένε Κρυσταλίνα» είπε αμήχανα εκείνη. «Είμαι Κένταυρος. Μη φοβάσαι, τέτοια πλάσματα κατοικούν στη Νάρνια, αν δεν το ξέρεις… Κένταυροι, Νάνοι, νοήμονα Ζώα, Νύμφες, Γοργόνες…».
Το κορίτσι, η Κόρη της Εύας – όπως αποκαλούν τους Ανθρώπους οι Ναρνιανοί – μάζεψε όλο το κουράγιο της κι αποφάσισε πως ήταν καλύτερα μ’ αυτούς τους απόκοσμους συμμάχους, που μόλις την είχαν σώσει από τους τρεις μπράβους, παρά με τους εχθρούς της. Συνεχίζοντας να τους κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια, αποτόλμησε να μιλήσει:
«Πολύ καλά. Με λένε Σου. Σας ευχαριστώ που με βοηθήσατε».
Δέκα άντρες με πιστόλια, μαχαίρια και ρόπαλα του μπέιζμπολ εμφανίστηκαν με μεγάλο σαματά στην πόρτα. Μόλις είδαν την αταίριαστη συντροφιά, έκαναν πίσω! Η σαΐτα η περασμένη στο τόξο φτερούγισε και καρφώθηκε σ’ ένα πόδι. Πανικός και ποδοπατήματα ακολούθησαν.
«Πάμε!» φώναξε η Κρυσταλίνα κι άρπαξε την Κόρη της Εύας από το χέρι, τρέχοντας καταπάνω στους εισβολείς. Όλοι μέριασαν για να περάσουν. Πίσω τους, ο Ευθύβουλος έτρεξε ξαναπαίρνοντας με σβελτάδα το ματωμένο του βέλος κι ο Τσίπιριπ άνοιξε δρόμο καρφώνοντας και χαράζοντας με το σπαθί του.
Ένας Κένταυρος να τρέχει σ’ ένα κλαμπ με τουλάχιστον χίλιους παραζαλισμένους θαμώνες, σίγουρα θα γίνει αντιληπτός, σκορπώντας τον πανικό! Όμως, όταν αυτοί οι θαμώνες είναι φτιαγμένοι, πιωμένοι και ζαλισμένοι από το μισοσκόταδο, τη μουσική και το ανεβοκατέβασμα του κορμιού σ’ ένα ρυθμό ασυγκράτητο, τα πράγματα αλλάζουν και μπορεί και να περάσει απαρατήρητος. Σας αφήνω να φανταστείτε τι από τα δυο συνέβη στην περίπτωσή μας.
Η Σου τους οδήγησε στην πίσω πόρτα. Βγήκαν σ’ ένα στενό, έρημο από ανθρώπους, γεμάτο παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Προφανώς ήταν νύχτα, αλλά γεμάτη φώτα από λάμπες κάθε είδους, σχήματος και μεγέθους. Αυτό που έβλεπαν οι Τρεις Επισκέπτες δεν το περίμεναν. Ο πανικός τους ήταν ίδιος μ’ αυτόν που ένιωσαν οι Άνθρωποι αντικρίζοντάς τους.
«Πού είμαστε; Στο βασίλειο του κάτω Κόσμου;» ρώτησε απελπισμένα ο Ευθύβουλος.
«Στο Σαν Φρανσίσκο» απάντησε η Σου κι έδειξε σε μια κατεύθυνση χωρίς να κοιτάξει. «Κι αυτοί είναι οι φίλοι μου, η Κρίστι κι ο Μπόρις!».
«Ο ένας από τους φίλους σου είναι πεσμένος στο έδαφος» είπε ο Ποντικός δείχνοντας το παχουλό αγόρι που είχε σωριαστεί λιπόθυμο στη βρόμικη άσφαλτο. Ένα κορίτσι ήταν σκυμμένο από πάνω του προσπαθώντας να το βοηθήσει. Είχαν και οι δυο την ίδια ηλικία με τη Σου.
Η Σου είδε τώρα το σκηνικό κι έτρεξε κι εκείνη πάνω απ’ το νέο. Το άλλο κορίτσι, που το δέρμα του ήταν μαύρο, πιο μαύρο σχεδόν από οποιοδήποτε πλάσμα στη Νάρνια, ήταν φανερά φοβισμένο και μπερδεμένο.
«Είναι μεθυσμένος» είπε στη φίλη της. «Τι θα κάνουμε; Κανένα ταξί δε μας παίρνει!».
«Πρέπει να πάμε σε γιατρό» είπε η Σου, με την ψυχραιμία ανθρώπου που έχει αντιμετωπίσει ξανά κάτι τέτοιο. Στράφηκε στην Κρυσταλίνα: «Μπορείς να βοηθήσεις;».
Τότε η κοπέλα με το μαύρο δέρμα, η Κρίστι, όπως την ονόμασε η Σου, είδε τα μαγικά πλάσματα, ξεφώνισε και παραλίγο να λιποθυμήσει δίπλα στο φίλο της!
«Μη φοβάσαι» τη συγκράτησε η Σου αγκαλιάζοντάς την από τους ώμους. «Είναι “Ναρνιανοί”. Εξωγήινοι, δεν ξέρω… Πάντως μου έσωσαν τη ζωή· φαίνονται καλοί!».
Και η επιχείρηση άρχισε. Ξάπλωσαν το Μπόρις με το κεφάλι μπροστά στην αλογίσια πλάτη της Κρυσταλίνας και πίσω του καβαλίκεψε η Σου, κρατώντας τον σφιχτά με τα δυο της μπράτσα.
«Μας σηκώνεις;» ρώτησε την Κενταυρούλα.
«Μη φοβάσαι, είμαι δυνατή! Σηκώνω ολόκληρο Μινώταυρο!» καμάρωσε εκείνη.
«Μινώταυρο; Α, ωραία…» ψιθύρισε η Κρίστι.
«Τρέξε, σε παρακαλώ, από όσο πιο σκοτεινά δρομάκια μπορείς. Θα σε κατευθύνω εγώ. Ξέρω πού έχει κλινική. Ας φτάσουμε εκεί και βλέπουμε… πώς θα σε κρύψω».
Και ξεκίνησαν καλπάζοντας, ενώ κόρνες και μουγκρητά αυτοκινήτων ακούγονταν από την απέναντι μεριά, απ’ τη λεωφόρο. Τα μαλλιά της Κρυσταλίνας άπλωσαν πίσω ανεμίζοντας σαν καστανός ποταμός κι η Σου τα ’πιασε με το ένα της χέρι (σα να ’ταν γκέμια), για να μην πέσει, και τα παραμέρισε για να βλέπει.
«Εμείς θα πάρουμε ταξί» είπε η Κρίστι. «Ελάτε μαζί μου». Κοίταξε τον Ποντικό. «Εσύ, σε ικετεύω, φέρσου σαν ποντίκι».
«Εννοείς σαν ποντίκι χωρίς ομιλία και νοημοσύνη» συμπέρανε ο Τσίπιριπ.
«Χριστέ μου, μιλάει κιόλας!».
«Συγγνώμη, δεσποινίς μου» υποκλίθηκε εκείνος. «Είμαι ο Τσίπιριπ, ο πρίγκιπας των Ποντικών. Κι αυτός είναι ο Ευθύβουλος, ένας Νάνος με Πορτοκαλιά Κόμη».
«Βλέπω την κόμη» είπε το κορίτσι. «Σας παρακαλώ, ονειρεύομαι; Τι γίνεται εδώ; Εξωγήινοι είστε; Τέρατα; Τι απ’ όλα;».
«Τέρατα όχι, κι αν αυτός ο τόπος είναι η Γη, τότε σίγουρα δεν είμαστε Γήινοι. Πάντως δεν πρέπει να φοβάσαι, είσαι ασφαλής κοντά μας».
«Πολλά λες, Ποντικέ» τον μάλωσε ο Νάνος. «Για τα δεδομένα αυτού του Κόσμου, μάλλον μοιάζουμε με τέρατα. Μη φοβάσαι, κορίτσι μου, είμαστε καλοί, όπως είπε η φίλη σου. Πάμε να βοηθήσουμε το αγόρι, ίσως μας έχει ανάγκη».
«Πολύ καλά» είπε ξεροκαταπίνοντας η κοπελίτσα. «Τσιπ… πρίγκιπα των Ποντικών, μη μιλάς, σε παρακαλώ, όταν θα βρισκόμαστε με άλλους ανθρώπους. Κύριε Νάνε, συγγνώμη που σας λέω έτσι, πάρτε τον στα χέρια, να φαίνεται σαν κατοικίδιο».
«Κατοικίδιο; Τέλος πάντων…» γκρίνιαξε ο Τσίπιριπ. Ο Ευθύβουλος τον σήκωσε στην αγκαλιά του.
«Λίγο βαρύς είναι. Δεν τον παίρνεις εσύ;».
«Εγώ;» ανατρίχιασε το κορίτσι.
«Δοκίμασέ με, δεν είμαι και τόσο κακός!».
«Μήπως να μένατε εδώ;» τόλμησε να ψελλίσει η κοπέλα.
«Δεν αφήνουμε την Κρυσταλίνα» απάντησε κοφτά και αυστηρά ο Νάνος, τρομάζοντάς την.
Το έφηβο κορίτσι αναγνώρισε πως είχαν δίκιο. Σε λίγο βρίσκονταν κι οι τρεις σ’ ένα ταξί, που έτρεχε σαν αστραπή στους κεντρικούς δρόμους του Σαν Φρανσίσκο. Η Κρίστι κρατούσε τον Τσίπιριπ αγκαλιά. Δεν ήταν καθόλου σιχαμερός· έμοιαζε με ζεστό λούτρινο αρκουδάκι. Κι ο Τσίπιριπ ένιωθε υπέροχα σ’ αυτή τη θέση· γαλήνευε και ξεκουραζόταν, μαζεύοντας δυνάμεις για να πολεμήσει, αν χρειαζόταν.
“Τι οχήματα είν’ αυτά;” σκέφτονταν οι δυο σύντροφοι, που δεν ήταν ακόμη ακριβώς φίλοι. “Τι παλάτια, τι κάστρα! Τι φώτα! Δε φαίνεται καθόλου ο ουρανός. Ή μήπως δεν υπάρχει ουρανός, ούτε άστρα; Ούτε ήλιος ή φεγγάρι; Απίστευτα μαγικός ο Κόσμος των Ανθρώπων – και γρήγορος και επικίνδυνος!”.
Σε κάμποση ώρα είχαν αποβιβαστεί έξω απ’ την είσοδο της κλινικής, που η Κρίστι ήξερε πως είχαν έρθει οι φίλοι της.
«Συχωρέστε με» είπε ντροπαλά, εννοώντας το πρώτο σοκ και τους δισταγμούς της. Έδειξε την πύλη. «Πρέπει να μπω μέσα».
«Φυσικά» είπε ο Ευθύβουλος. «Τσίπιριπ, πάμε να βρούμε την Κρυσταλίνα. Κάπου θα ’ναι κρυμμένη».
Πράγματι, τη βρήκαν σ’ ένα μικρό σύδεντρο πίσω απ’ το κτήριο.
«Τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε ο Νάνος.
«Ας περιμένουμε λίγο, να δούμε τι κάνει το αγόρι. Ήταν χάλια» παρακάλεσε η Κενταυρούλα.
«Και τι μας νοιάζει; Δεν είναι δική μας δουλειά. Έχει γιατρούς, θα τον βοηθήσουν».
«Έχει όμως κι εμάς. Θυμηθείτε πως οι Υψηλοί Βασιλιάδες βοήθησαν τη Νάρνια, χωρίς και γι’ αυτούς να ’ναι δική τους δουλειά. Ήταν παιδιά, πιο μικρά από μένα, κι όμως πολέμησαν τους Λύκους και το στράτευμα της Λευκής Μάγισσας! Και μετά έδωσαν κι άλλες μάχες».
«Ναι, αλλά πήραν τους θρόνους του Κάιρ Πάραβελ» επέμεινε ο Νάνος.
«Δεν ήξεραν για τους θρόνους όταν ακολούθησαν τους Κάστορες. Ούτε όταν μπήκαν στο στρατόπεδο του Ασλάν. Ήξεραν όμως πόσο τρομερή ήταν η Μάγισσα και πως διακινδύνευαν τη ζωή τους!».
«Έχει δίκιο» είπε αφοπλιστικά ο Ποντικοπρίγκιπας. Ο Ευθύβουλος δε μίλησε· αναγνώριζε σιωπηλά πως έτσι ήταν. Άλλωστε, εκείνος ανακατεύτηκε πρώτος. Μα αυτό ήταν και το σωστό· το τόξο και τα βέλη δεν τα είχε μόνο για τον εαυτό του. Κοίταξε τη φαρέτρα του. Είχαν απομείνει επτά βέλη, μαζί μ’ εκείνο που είχε πάνω του το αίμα του μπράβου. Το έβγαλε και το σκούπισε στα χόρτα, κάτω απ’ τα δέντρα. Καθάρισε κάπως.
«Είναι πολύ επικίνδυνος τόπος» αποφάνθηκε.
«Αυτός είναι ο Κόσμος των Ανθρώπων;» αναρωτήθηκε η Κρυσταλίνα κοιτώντας γύρω. «Πώς ένας τόσο βρόμικος, σκοτεινός» (κοίταξε την ολόφωτη νύχτα, που όμως κουβάλαγε στην αγκαλιά της βαθύ σκοτάδι) «και βίαιος Κόσμος έδωσε στο λαό μας τους Υψηλούς Βασιλιάδες;».
«Μην ξεχνάς πως έχουν περάσει αιώνες» είπε ο Ευθύβουλος. «Μπορεί να ’ναι μαγεμένος τώρα αυτός ο Κόσμος».
«Άραγε είναι πάντα νύχτα; Υπάρχει μέρα;»
«Και τι νύχτα!» πρόσθεσε ο Νάνος. «Ούτε ουρανός, ούτε άστρα, μόνο σκοτάδι που ρουφάει τα πάντα!». Κοίταξε πάνω. «Ένα φωτεινό, χρωματιστό σκοτάδι» ψιθύρισε με φρίκη.
«Σε μερικές ώρες θα μάθουμε» είπε ο Ποντικός, απαντώντας στην ερώτηση της Κενταυρούλας.
Πέρασε λίγη ώρα. Η Κρυσταλίνα άνοιξε το κέρινο δοχείο των Μελισσών κι έφαγαν με τα χέρια τους μυρωδάτο μέλι. Από το σύδεντρο ακούστηκε μια κουκουβάγια. Έψαξαν με το βλέμμα και την είδαν. Ήταν ένα κοινό πουλί, χωρίς ομιλία και νοημοσύνη.
«Λέω να μπω, να δω τι γίνονται τα παιδιά» είπε ο Ευθύβουλος σκουπίζοντας τα δάχτυλά του στα χόρτα. «Νομίζω πως είμαι ο πιο παρόμοιος με Άνθρωπο από τους τρεις μας» (στράφηκε στο Ποντίκι) «όπως σωστά είπες». Συμφώνησαν.
Ο Τσίπιριπ πρόσεξε μια υπόγεια διάβαση, σχεδόν κατασκότεινη, παρακάτω. «Ένα άνοιγμα» είπε. «Ας περιμένουμε εκεί, μη μας δει κανείς».
Ο Ευθύβουλος αποχώρησε κι οι δυο φίλοι μπήκαν με προσοχή στη διάβαση. Βρέθηκαν σ’ έναν άλλο, μισοφωτισμένο κόσμο. Μια γάτα κοίταξε το Ποντίκι κι αναρωτήθηκε αν έπρεπε να χιμήξει. Ο Τσίπιριπ τη βοήθησε ν’ αποφασίσει, τραβώντας απειλητικά το σπαθί του. Πιο κάτω, στα βρόμικα σκαλοπάτια, έψαχναν μάταια για τρόφιμα κάτι ποντίκια. Ούτε που αναρωτήθηκαν για τον υπερμεγέθη ξιφοφόρο όμοιό τους, μόνο παραμέρισαν στριγγλίζοντας σιγανά. Ο Τσίπιριπ τα κοίταξε μελαγχολικά. Έτσι ήταν και τα ποντίκια της Νάρνια, πριν τους δώσει ομιλία και νοημοσύνη ο Ασλάν.
Μπήκαν στη στοά. Πέντε έξι άστεγοι κι ένας δυο ναρκομανείς διανυκτέρευαν μέσα. Είδαν τους νεοφερμένους κι έβαλαν τις φωνές. Η Κρυσταλίνα φοβήθηκε.
«Είμαστε φίλοι» προσπάθησε να τους καθησυχάσει ο Τσίπιριπ, μα η θέα ενός ομιλούντος Ποντικού με ύψος τριάντα πόντους πολλαπλασίασε τον πανικό τους!
Οι πιο πολλοί το ’βαλαν στα πόδια. Δυο τρεις έμειναν σαν αγάλματα από το φόβο. Οι δυο φίλοι τρύπωσαν στις σκιές, να μην τους τρομάζουν με την εμφάνισή τους.
«Είμαστε από τη Νάρνια» προσπάθησε να εξηγήσει η Κενταυρούλα. «Μήπως ξέρετε τους Τέσσερις Υψηλούς Βασιλιάδες;». Καμιά απάντηση. «Είναι μαγεμένος ο Κόσμος σας; Ξημερώνει ποτέ ή είναι πάντα νύχτα;».
Ένας τεράστιος τύπος, που τον φώναζαν Μύξα (συγγνώμη για το σιχαμερό παρατσούκλι, που ήταν όμως ασορτί με τη φάτσα του), σακατεμένος από την πρέζα και με κάμποσα σημάδια από σφαίρες και στιλέτα, ξεθάρρεψε, βλέποντας αμυδρά το πανωκόρμι της Κρυσταλίνας να προβάλλει απ’ τη σκιά.
«Ένας Κένταυρος» ψιθύρισε μονολογώντας. «Θηλυκός και ωραίος». Η κοπέλα φορούσε μια πράσινη ριχτή μπλούζα χωρίς μανίκια. Είδε τα μακριά καστανά μαλλιά της (μέσα απ’ τα οποία πρόβαλλαν τα μακρουλά αφτιά της), που σκέπαζαν σαν εσάρπα τα νευρώδη μπράτσα της, και το μικρό στήθος που διαγραφόταν κάτω απ’ τα ρούχα. «Πόσο θα είναι; Το πολύ δεκαπέντε χρονών».
Έριξε μια μπουνιά στον ώμο του διπλανού του, που ήταν βοηθός του στις παρανομίες.
«Ξύπνα, αληθινά πλάσματα είναι!». Στράφηκε στο κορίτσι. «Τι είστε;» τόλμησε να ρωτήσει. «Ρομπότ; Εξωγήινοι;».
«Άντε πάλι, “εξωγήινοι”» μουρμούρισε ο Τσίπιριπ.
«Από τσίρκο το σκάσατε;» πρόσθεσε ο άλλος, που τον φώναζαν Φοβάμαι.
Ο Τσίπιριπ βγήκε στο ημίφως. Ο τρίτος Άνθρωπος που είχε ξεμείνει ξύπνησε απ’ τον τρόμο κι αποφάσισε να το βάλει στα πόδια. Έτσι, έμειναν δύο Γιοι του Αδάμ και δύο Επισκέπτες απ’ τη Νάρνια, που αντίκριζαν με την ίδια έκπληξη ο ένας τον άλλο.
«Καλύτερα να μην πούμε τίποτα» σφύριξε ο Τσίπιριπ στο αφτί της κοπέλας σκαρφαλώνοντας στον ώμο της. «Είναι απειλητικοί. Πάμε έξω».
Η Κρυσταλίνα ξεκίνησε με ανακούφιση. Ο Μύξας έβγαλε ένα στιλέτο. Ζωντανά ή νεκρά, αυτά τα πλάσματα κάτι θ’ άξιζαν! “Μόνο κάτι;” σκέφτηκε. “Ολόκληρο θησαυρό!”. Ένας Κένταυρος, έστω και νεκρός – μόνο να μπορούσε να πιάσει ζωντανό το ποντίκι που μιλάει! Τι θα του ’κανε μ’ ένα τόσο μικρό σπαθάκι; Αυτός είχε φάει κάποτε ολόκληρο γκάγκστερ!
Μα πάνω που ετοιμαζόταν να τους χιμήξει από πίσω – κι έκανε και νόημα στο τσιράκι του να τον βοηθήσει – τα παράξενα όντα έγιναν αόρατα, μπροστά στα μάτια του.
***
Ο γενναίος Νάνος με την Πορτοκαλιά Κόμη στάθηκε στη φωτισμένη είσοδο της κλινικής λες και στεκόταν στην πύλη ενός πανίσχυρου παραμυθένιου ανάκτορου. Σήκωσε το χεράκι του πάνω απ’ το ύψος του κεφαλιού του και χτύπησε το τζάμι στο κουβούκλι του φύλακα.
Εκείνος ανασηκώθηκε κι έγειρε μπροστά. Η πλούσια κόμη και τα παχιά κρεμαστά μουστάκια του Νάνου – όλα πορτοκαλιά – τον έπεισαν πως δεν είχε μπροστά του ένα παιδί. “Ένα φρικιό νάνος έβαψε πορτοκαλιά τα μαλλιά του” σκέφτηκε. Ένας ξυπόλυτος νάνος με πυτζάμες, με τόξο και φαρέτρα κρεμασμένα χιαστί στα πλευρά του.
«Τι θέλετε;».
Η απάντηση του μικρού ανθρώπου τον έκανε να σαστίσει.
«Γενναίε μου στρατιώτη, σε παρακαλώ, πριν από λίγο ήρθαν εδώ ένα άρρωστο αγόρι και δυο κορίτσια. Είμαι φίλος τους· πώς μπορώ να μάθω τι κάνουν;».
«Μπείτε μέσα και ρωτήστε στη ρεσεψιόν. Όμως αφήστε τα όπλα σας εδώ, σας παρακαλώ. Είστε τοξοβόλος;».
«Μάλιστα» απάντησε ο Ευθύβουλος, υποθέτοντας πως σημαίνει τοξότης. «Δε θα μου χρειαστούν εκεί μέσα, έτσι δεν είναι;».
«Ασφαλώς όχι» γέλασε ο φύλακας, νομίζοντας πως αστειεύεται.
Ο Γιος της Γης εισήλθε στο φαρδύ και μακρύ διάδρομο, που τον έκαναν ακόμη πιο φαρδύ και μακρύ οι δικές του μικροσκοπικές διαστάσεις, προχώρησε αμήχανα ανάμεσα σε πόρτες και μέσα από πόρτες (που άνοιγαν αυτόματα, πείθοντάς τον για το πόση μαγεία κυριαρχούσε σ’ αυτό τον Κόσμο), συνάντησε αρρώστους και νοσοκόμες με πράσινες ρόμπες και άλλους, που πρέπει να ’ταν γιατροί (δεν ενόχλησε κανέναν, γιατί όλοι έτρεχαν δεξιά κι αριστερά), κι έφτασε σ’ ένα μακρύ γραφείο. Εκεί επανέλαβε την ερώτηση κι η κοπέλα που σηκώθηκε για να του μιλήσει (δεν τον έβλεπε αλλιώς, λόγω ύψους) του έδειξε στο βάθος μια μεγάλη γυάλινη πόρτα, που έβγαζε σ’ έναν ακόμα διάδρομο.
Έτρεξε προς τα εκεί. Σ’ ένα χολ επιτέλους είδε την Κρίστι να κάθεται λυπημένη σ’ ένα παγκάκι.
«Ήρθες!» ξεφώνησε χαρούμενο το κορίτσι κι αναπάντεχα τον άρπαξε στην αγκαλιά της.
Ο Νάνος αφέθηκε να δεχτεί το αγκάλιασμα – το πρώτο της ζωής του, αφότου έπαψε να ’ναι μωράκι – και κατόπιν κάθισε δίπλα της.
«Τι γίνεται;».
«Ο Μπόρις τη γλύτωσε. Παραλίγο να πεθάνει! Ήρθαν κι οι γονείς του, είναι μαζί του τώρα». Έδειξε μια πόρτα. «Είναι κι η Σου μέσα».
Ο Ευθύβουλος κοίταξε πίσω από ένα παράθυρο από θαμπό τζάμι κι είδε ένα ζευγάρι, που ο άντρας φορούσε μαύρο χιτώνα, δίπλα στο κρεβάτι του αγοριού, που έμοιαζε να κοιμάται. Σε μια χαμηλή καρέκλα καθόταν η κοπέλα που είχε υπερασπιστεί με τα βέλη του στην τουαλέτα.
«Ευτυχώς» είπε στην Κρίστι. «Εσύ πώς και δεν είσαι μαζί τους;».
«Δεν τους ξέρω τόσο καλά… Προτιμώ εδώ έξω». Τον κοίταξε, σα να θυμήθηκε κάτι. «Πού είναι οι άλλοι;».
«Κρύφτηκαν σε μια σπηλιά…».
«Σπηλιά εδώ;».
«Μπορεί να είναι στοά, δεν ξέρω… Άκου, Κόρη της Εύας, Κρίστι σε λένε;».
«Ναι· τη μαμά μου τη λένε Τζένη».
«Εννοείς, όχι Εύα. Εντάξει, κατάλαβα, δεν πειράζει. Κρίστι, μήπως μπορούμε να βοηθήσουμε σε κάτι εσένα και τους φίλους σου;».
«Δε νομίζω» είπε το κορίτσι και τα μαύρα μεγάλα μάτια του κοκκίνισαν βουρκωμένα. Σκέφτηκε λίγο. «Κοίτα, ο καθένας έχει τα προβλήματά του… Κουβαλάει το σταυρό του, όπως λέει κι ο πατέρας του Μπόρις, αν κι εσύ μάλλον δε θα καταλαβαίνεις τι θα πει αυτό – όχι ότι κι εγώ πολυκαταλαβαίνω, δηλαδή… Κι ο καθένας κοιτάει τη δουλειά του. Ποιος βοηθάει στα θέματα του άλλου, χωρίς να τον γνωρίζει;».
«Μα εμείς σας γνωρίζουμε πια, Κρίστι».
«Επειδή μας είδατε μισή ώρα;».
«Όχι, επειδή ρίξαμε δυο σαΐτες και αρκετές σπαθιές σε δέκα άγριους Ανθρώπους, που πήγαν να κομματιάσουν τη φίλη σου».
Το κορίτσι γούρλωσε τα μάτια:
«Τι πράγμα;».
«Καλά, δεν είδες πως είναι σκισμένο το πανωφόρι της;».
Η κοπέλα κοίταξε από το τζάμι. Η Σου έσφιγγε το μπλουζάκι της κρύβοντας το σκίσιμό του.
«Χριστέ μου, ήμουν τόσο ταραγμένη, όλα έγιναν απάνω σ’ άλλο, ούτε που το πρόσεξα… Χάλια φίλη είμαι!».
Ο Νάνος προβληματίστηκε αν έπρεπε να ρωτήσει για τους Υψηλούς Βασιλιάδες. Σίγουρα δεν ήταν η κατάλληλη ώρα. Άραγε, έπρεπε να επιμείνει στην προσφορά του ή να φύγουν και να “κοιτάξουν τη δουλειά τους”; Οι γονείς του αγοριού, έτσι κι αλλιώς, όπως ήταν και το σωστό, είχαν έρθει.
Από τις σκέψεις τον έβγαλε η κοπέλα· δεν ήξερε κι εκείνη πώς έπρεπε να φερθεί και πώς να μιλήσει.
«Αυτός ο άνθρωπος», είπε δείχνοντας προς το δωμάτιο του αγοριού, «αν νοιαζόταν για την οικογένειά του, το παιδί του δε θα ’χε φτάσει να κοντεύει να πεθάνει απ’ το ποτό!». Ένας λυγμός σταμάτησε τη φωνή της.
Ο Νάνος την κοίταζε με ενδιαφέρον, μα εκείνη δεν ξαναμίλησε.
Τότε, λίγα μέτρα απέναντί τους, φάνηκε ένα πλάσμα, που τόσο όμορφο και φωτεινό δεν είχε δει ποτέ στη Νάρνια ο καλός μας Νάνος με την Πορτοκαλιά Κόμη. Ήταν ομορφότερο κι από Νύμφη, ευγενικό, λαμπερό, φώτιζε τα πάντα στο πέρασμά του, κι από την πλάτη του πρόβαλλαν δυο κατάλευκες μακριές φτερούγες. Δε φαινόταν ούτε άντρας, ούτε γυναίκα, ούτε μεγάλος, ούτε παιδί.
Ο Ευθύβουλος σηκώθηκε με σεβασμό, καθώς το πανέμορφο πλάσμα πλησίασε σοβαρό και σιωπηλό. Η Κρίσι δε φαινόταν να το έχει δει κι ετοιμάστηκε να τη σκουντήσει.
«Μην της μιλήσεις» είπε το πλάσμα με αέρινη φωνή, που τον γέμισε γαλήνη. «Δε μπορεί να με δει. Μόνο εσύ με βλέπεις, Παιδί της Νάρνια».
«Τι είσαι; Αστέρι;» ρώτησε με δέος ο Νάνος.
Το πλάσμα χαμογέλασε.
«Σ’ αυτό τον Κόσμο, με λένε Άγγελο. Ήρθα να σου πω την αλήθεια για τα τρία παιδιά, γιατί Εκείνος σας παρακαλεί να τα βοηθήσετε».
«Εκείνος;».
«Αυτός που ονομάζετε Ασλάν στο δικό σας Κόσμο».
«Ξέρεις τον Ασλάν;».
Η Κρίστι έβλεπε τον καινούργιο της φίλο να μιλάει στο κενό κι άρχισε να πιστεύει πως δε στέκει στα καλά του. “Πάει κι αυτός” σκέφτηκε άθελά της. “Υπάρχει κανείς λογικός σ’ αυτή την πόλη;”.
«Καλύτερα να μη μιλάς», είπε το φωτεινό φτερωτό πλάσμα, «γιατί η Κρίστι, όπως σου είπα, δε με βλέπει. Λοιπόν, ξέρω τον Ασλάν, όπως υπάρχει στο δικό μου Κόσμο. Και τώρα θέλει να βοηθήσετε αυτά τα παιδιά και τις οικογένειές τους, αν τα ίδια σας το επιτρέψουν». Είδε την απορημένη έκφραση του Νάνου. «Μια και βρεθήκατε εδώ» εξήγησε χαμογελώντας.
«Κι εμάς ποιος θα μας βοηθήσει;» ρώτησε ο φίλος μας, κάπως απότομα, μα χωρίς να χάσει το σεβασμό του.
«Βοηθώντας εκείνους, θα έρθει σε σας όλη η βοήθεια που θα χρειαστείτε. Λοιπόν, θα μ’ ακούσεις;».
***
Στην υπόγεια διάβαση ο Μύξας κι ο Φοβάμαι έψαχναν μάταια στο ημίφως τη μικρή Κενταυρίνα και τον Ποντικό που μιλάει.
Εκείνοι βγήκαν στο δρόμο και κρύφτηκαν ανάμεσα σε λίγα δέντρα, δυο βήματα από τ’ αυτοκίνητα που μούγκριζαν κι έτρεχαν σα βολίδες, χωρίς να ’χουν ιδέα πως κάποιος τους είχε σκεπάσει, αποσύροντάς τους από τη ματιά των εχθρών τους. Και τότε το σκιερό σύδεντρο φωτίστηκε από ένα κατάλευκο φως. Και μέσα στο φως υπήρχε ένα φτερωτό πλάσμα, που τόσο ωραίο κι ευγενικό ούτε είχαν αντικρίσει, ούτε φαντάζονταν πως υπάρχει.
«Καλοί μου φίλοι», τους είπε, γεμίζοντάς τους γαλήνη και θάρρος με τη φωνή του, «είμαι ένας Άγγελος, σταλμένος από Εκείνον που ονομάζετε Ασλάν, και ήρθα να σας πω ότι σας παρακαλεί να βοηθήσετε τα τρία παιδιά που γνωρίσατε λίγο πριν. Θα σας μιλήσω γι’ αυτά και θα καταλάβετε μέσα στην αγνή καρδιά σας πως αξίζουν τη βοήθειά σας». Έκανε μια μικρή παύση. «Αυτή τη στιγμή είστε αόρατοι. Δε θα είστε για πολύ. Οι Άνθρωποι στη στοά ετοιμάζονταν να σας κάνουν κακό. Να ξέρετε πως η Γη είναι ένας πονηρός και επικίνδυνος τόπος… Οι Άνθρωποι δε βλέπουν τους Αγγέλους, ενώ υπάρχουν και ανόσιες δυνάμεις που τους κάνουν σκλάβους».
Ο Τσίπιριπ έπιασε ενστικτωδώς τη λαβή του σπαθιού του.
«Δυνάμεις που δεν πολεμιούνται με σπαθί και τόξο» εξήγησε το φωτεινό πλάσμα. «Σε λίγο θα ξημερώσει, μη νομίζετε πως είναι για πάντα νύχτα. Πολλοί άνθρωποι όμως – ακριβώς όπως και πολλά πλάσματα στη Νάρνια – έχουν πάντα νύχτα μέσα στην ψυχή τους. Κρυσταλίνα, σύντομα θα βρείτε τους Υψηλούς Βασιλιάδες. Όμως το νου σας, να προσέχετε περισσότερο απ’ όλους τον Άνθρωπο με το Φίδι στο Χέρι».