Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Κεφάλαιο 6. Λαμπαδία


Πράγματι, οι Κένταυροι και οι Λαμπηδόνες είχαν στρατοπεδεύσει στην ακτή και περίμεναν να βγουν από το Βυθό τα παιδιά.

Περιμένοντας, είχαν ανάψει φωτιές, είχαν φάει μαζί, είχαν πει ιστορίες κι είχαν γνωριστεί μεταξύ τους. Ήταν η πρώτη φορά που Ναρνιανοί και Λαμπηδόνες είχαν πλησιάσει τόσο κοντά.

«Είστε τόσο καλός Λαός!» είπε η Κρυσταλίνα στο στρατηγό Ουράνιο κι η καρδιά του έλαμψε πιότερο μέσα στο διάφανο στήθος του. «Θα θέλαμε να είστε φίλοι και σύμμαχοί μας. Όμως τούτος ο πόλεμος, ενάντια στα Βασίλεια της Θάλασσας, πρέπει να αποτραπεί, γιατί κι εκείνοι, όπως κι εσείς, έχουν πέσει θύματα κάποιου κοινού εχθρού».

«Ποιος θα μπορούσε να εξαφανίσει δέκα επίλεκτους Λαμπηδόνες μέσα στο Κοραλλένιο Παλάτι και να κλέψει το θησαυρό του Βασιλιά Πρωτέα, χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς;» αναρωτήθηκε εκείνος. «Χωρίς καν να γίνει μια φανερή μάχη;».

«Ίσως ένας Μάγος» υπέθεσε ο Κεραυνόποδος.

«Μήπως είμαστε σίγουροι πως ξέρουμε τι πλάσματα κατοικούν σε ολόκληρο τον Κόσμο μας;» ρώτησε ανατριχιάζοντας η Κρυσταλίνα. «Μήπως ξέρουμε τις προθέσεις και τις δυνάμεις όλων των πλασμάτων σε όλα τα Βασίλεια; Ίσως υπάρχουν πανίσχυρα μαγικά όντα στον κάτω Κόσμο ή ολόκληρα Βασίλεια γύρω μας που δεν τα γνωρίζουμε καν. Ή πύλες για άλλους Κόσμους, όπως αυτές για τον Κόσμο των Παιδιών του Αδάμ και της Εύας».

«Έρχονται!» φώναξαν οι φύλακες, Λαμπηδόνες και Κένταυροι.

Όλοι σηκώθηκαν κι έτρεξαν προς το γιαλό. Από τα κύματα αναδύθηκαν οι Γοργόνες φέρνοντας στα χέρια τους τα τέσσερα παιδιά. Μαζί τους βγήκε και η Θάλασσα, η πρωτότοκη Θαλασσοκυρά, χωρίς οπλισμό και συνοδεία. Πάτησε στην αμμουδιά.

«Έχουμε πειστεί αρκετά για την αθωότητά σας» είπε στον Ουράνιο. «Ο πόλεμος φαίνεται να αποτρέπεται προς το παρόν. Ακόμη όμως δεν έχουμε βρει απαντήσεις».

Όλοι ζητωκραύγασαν. Τα παιδιά ένιωσαν κιόλας καλύτερα. Εδώ ήταν άλλος Κόσμος – εδώ ταίριαζαν!

***

Σε λίγο, έχοντας αποχαιρετίσει τους Κένταυρους, ταξίδευαν για τη Λαμπαδία πάνω σε Κρυστάλλινες Πεταλούδες.

Οι Κρυστάλλινες Πεταλούδες ήταν διάφανες, σαν τους Λαμπηδόνες, με πολύχρωμες πιτσίλες που φαίνονταν στα φτερά τους. Το σώμα τους ήταν δροσερό, μα ευλύγιστο, όχι άκαμπτο όπως το φυσικό κρύσταλλο. Τα παιδιά ίππευαν συνοδευόμενα από Λαμπηδόνες, που οδηγούσαν τις Πεταλούδες με χαλινάρια από λεπτές ηλιαχτίδες.

Πέρασαν κάμπους, λίμνες, ποτάμια και βουνά. Ο Οπάλιος ένιωθε αμηχανία κι ο δισταγμός του φαινόταν στο αναβόσβησμα της καρδιάς του.

«Μη φοβάσαι» του είπε χαμογελώντας με καλοσύνη ο οδηγός του. «Έρχεσαι στους δικούς σου!».

«Άραγε θα με δεχτούν σα δικό τους;» εκμυστηρεύτηκε το αγόρι.

Καθώς χάραζε, πετούσαν πάνω από τα Γαλάζια Βουνά, πάντα συννεφιασμένα και χιονοσκέπαστα. Ο οδηγός που ίππευε μαζί με το Μικρό Άνθος άπλωσε το χέρι κι έδειξε στο βάθος.

«Η Λαμπαδία» ανάγγειλε.

Και τα παιδιά άνοιξαν διάπλατα τα στόματά τους. Τέτοιο θέαμα δεν περίμεναν να δουν τα μάτια τους!

Ένα γιγάντιο ουράνιο τόξο ξεφύτρωνε από τη γη και χανόταν σαν πολύχρωμη πλαγιαστή γέφυρα στον ουρανό. Πάνω σ’ αυτή την πολύχρωμη γέφυρα ήταν χτισμένη η Λαμπαδία.

Τα σπίτια, τα κάστρα και τα Παλάτια της Λαμπαδίας ήταν φτιαγμένα από σύννεφα· πράσινα, ροζ, γαλάζια, πορτοκαλιά, όλα σε απαλές αποχρώσεις. Κάτω από το ουράνιο τόξο απλώνονταν απέραντα λιβάδια με ηλιοτρόπια και μαργαρίτες σε ποικίλα χρώματα· απ’ αυτά παίρνανε την τροφή τους οι Λαμπηδόνες, καθώς και οι Κρυστάλλινες Πεταλούδες τους κι όλα τ’ άλλα ζώα και τα πλάσματα της Λαμπαδίας.

Οι Λαμπηδόνες ήταν Λαός ελεύθερος και γενναίος, αλλά ειρηνικός, πειθαρχημένος και πνευματικά ανεπτυγμένος. Τα όπλα τους ήταν φτιαγμένα από ακτίνες του Ήλιου.

Στο Συννεφένιο Παλάτι, οι τέσσερις φίλοι στάθηκαν μπροστά στη Βασίλισσα Ίριδα – το στέμμα της ήταν ένα μικροσκοπικό ουράνιο τόξο – και το επιτελείο της, που αποτελούνταν από συμβασιλείς και στρατηγούς και των δύο φύλων. Όλοι σηκώθηκαν, τους χαιρέτισαν με χειραψία κι υποδέχτηκαν τον Οπάλιο με ιδιαίτερη θέρμη. Κατόπιν γύρισαν στις θέσεις τους· κάθονταν γύρω από μια στρογγυλή τράπεζα κι εκεί τους έβαλαν να καθίσουν κι εκείνοι.

«Πες μου για τον πατέρα σου, νεαρέ μου φίλε» είπε η Βασίλισσα στο αγόρι.

«Δεν ξέρω τίποτα, Μεγαλειοτάτη· μόνο ότι πολέμησε στη Μάχη ενάντια στους Ανθρώπους, πληγώθηκε και δε γύρισε ποτέ πίσω».

«Πώς ήταν η μορφή του;».

«Δυστυχώς, δεν πρόλαβα να τον δω».

«Το σώμα του πού βρίσκεται; Έγινε φως;».

«Η μαμά μου μού είπε πως ήρθαν και τον πήραν από τη γενιά του την ώρα που ξεψυχούσε».

Η Βασίλισσα, οι συμβασιλείς και οι στρατηγοί της κοιτάχτηκαν.

«Ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο» είπε ο στρατηγός Ανθέμιος.

«Κι όμως, έγινε» απάντησε η Βασίλισσα. «Να η απόδειξη» κι έδειξε τον Οπάλιο. «Ίσως δε γνωρίζουμε όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν στη Λαμπαδία ή ίσως και όλους τους Λαμπηδόνες».

«Ανήκουστο» σχολίασαν όλοι μ’ ένα παρατεταμένο σούσουρο.

Ο Οπάλιος αγωνιούσε.

«Μου επιτρέπετε;» ζήτησε το λόγο η Τορπεκάι.

«Και βέβαια, Κόρη της Εύας».

«Ένας Λύκος, όταν βγήκαμε στη Νάρνια, μας είπε πως είδε δέκα Λαμπηδόνες να συμμετέχουν στη Μάχη».

«Τους γνώριζε;».

Το κορίτσι σήκωσε τους ώμους· μάλλον όχι.

«Δέκα είναι και οι Λαμπηδόνες που αναζητούμε τώρα» σχολίασε η δεύτερη στην τάξη Βασίλισσα Διαμαντένια.

«Σύμπτωση» είπε με βεβαιότητα ο Ανθέμιος, κάνοντας μια κοφτή κίνηση με το χέρι του.

Τα παιδιά διηγήθηκαν τις εμπειρίες τους από το Κοραλλένιο Παλάτι. Όλοι συμφώνησαν πως κάποιος πρωτόγνωρος εχθρός είχε εμφανιστεί.

«Κι αυτός ο εχθρός έχει πρόσβαση στο Βασίλειο της Θάλασσας» είπε ο Ουράνιος. «Και σίγουρα υπάρχει κάποιος προδότης ανάμεσά τους».

«Καλοί μου φίλοι», στράφηκε η Βασίλισσα στα παιδιά, «μπορείτε ν’ αναπαυθείτε. Οπάλιε, είσαι μέλος της κοινωνίας μας πια. Ελπίζω πως θα παραμείνεις μαζί μας».

«Αυτό θέλω όσο τίποτα στον κόσμο» απάντησε χαρούμενο και συγκινημένο το αγόρι κι η καρδιά του έλαμψε όσο ποτέ πριν. Τα τρία ξαδέρφια πρόσεξαν πως οι καρδιές όλων των αρχόντων της Λαμπαδίας ανταποκρίθηκαν.

«Δεν είσαι πια ορφανός» είπε η Βασίλισσα Διαμαντένια. «Είσαι παιδί όλων μας. Θα ζήσεις στο Παλάτι».

«Αλλά, αν θέλεις, μπορείς να ζήσεις οπουδήποτε» βεβαίωσε η Ίριδα. «Κι όταν μεγαλώσεις και φανούν τα προτερήματά σου, η Λαμπαδία, η πατρίδα σου, είναι ο τόπος που περιμένει με ευγνωμοσύνη να τα εκδηλώσεις».

Ο Οπάλιος τους ευχαρίστησε όλους. Οι τέσσερις φίλοι έσφιξαν τα χέρια τους μεταξύ τους. Πόση αγάπη απέπνεε αυτό το μέρος, αντίθετα με το Κοραλλένιο Παλάτι!

«Και το Κοραλλένιο Παλάτι έχει καλούς» είπε η Τορπεκάι. «Τον Ούριο, τη Νηνεμία, το Βορέα… Κι ο Μεγάλος Βασιλιάς Πρωτέας φαίνεται καλός και ειρηνικός. Απλά τους συναντήσαμε σε δύσκολη ώρα κι είδαμε πρώτα το σκληρό τους πρόσωπο».

«Άλλος Λαός, άλλα ήθη» της απάντησε, ακούγοντάς την, ο Ανθέμιος.

***

Ο πρίγκιπας Ζέφυρος κοιτούσε προσεχτικά κάθε αίθουσα, αποθήκη, διάδρομο, σκάλα και κήπο στην πτέρυγα του Κοραλλένιου Παλατιού, όπου είχαν δεχτεί την επίθεση οι τέσσερις φίλοι. Μια βαριά ξύλινη πόρτα φαινόταν σφηνωμένη και δε μπορούσε να την ανοίξει.

«Κάτι συμβαίνει εδώ» είπε στο σύντροφό του. «Η πόρτα δε φαίνεται αμπαρωμένη, αλλά η δύναμή μου δεν είναι αρκετή για να την ανοίξω. Θα φέρω ενισχύσεις».

Ο σύντροφός του ήξερε πως οι ενισχύσεις που εννοούσε ήταν πολύ δυνατές.

«Θα προσπαθήσω κι εγώ» είπε. Πλησίασε την πόρτα, την τράνταξε λίγο και την έσπρωξε δυνατά. Η πόρτα άνοιξε.

«Πώς τα κατάφερες;» ρώτησε ο Ζέφυρος.

«Θέλει το κόλπο της» απάντησε αινιγματικά εκείνος. Όμως δεν επρόκειτο για κοινό “κόλπο”, αλλά για μυστικό ξόρκι.

Ο Ζέφυρος πέρασε μπροστά. Βρέθηκαν σ’ έναν υποθαλάσσιο κήπο και δεν άργησε να βρει αυτό που τελικά γύρευε.

Πίσω από μερικούς βράχους, ανοιγόταν μια δίνη.

«Έλα να δεις!».

Η δίνη στροβιλιζόταν αργά, σα φτιαγμένη από γκρίζο σύννεφο. Ο άρχοντας δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο, αλλά ήξερε από περιγραφές άλλων τι ήταν. Κατάλαβε πως το μυστήριο πλησίαζε στη λύση του.

Και ξαφνικά ο σύντροφός του τον έσπρωξε δυνατά. Ξέφυγε από τα χέρια του και τράβηξε το σπαθί του. Λιγομίλητος καθώς ήταν, δεν είπε λέξη· άρχισαν να μονομαχούν.

Η πόρτα του κήπου έκλεισε μόνη της με δυνατό κρότο. Τα σπαθιά άστραφταν κι οι κλαγγές τους αντηχούσαν στο χώρο, μα η κλειστή πόρτα δεν άφηνε ν’ ακούγονται παραέξω. Ο Ζέφυρος ήταν δεινός ξιφομάχος, μα φαίνεται πως ο άλλος ήταν ικανότερος. Μ’ ένα επιδέξιο χτύπημα τον αφόπλισε, ακριβώς στο χείλος της δίνης. Τον έσπρωξε με δύναμη κι ο αγέλαστος, αλλά έντιμος πρίγκιπας έπεσε μέσα και χάθηκε βυθισμένος στο γκρίζο συννεφένιο στρόβιλο.

 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...