«Από δω, ελάτε!» είπε ο Οπάλιος και τους παρέσυρε προς το βάθος της Σπηλιάς. Εκεί στένευε και περίτεχνες κολώνες από σταλακτίτες έδειχναν ένα πέρασμα σ’ ένα σκοτεινό σημείο, που έκανε για κρυψώνα.
Ένας προς ένα, πέρασαν από τις κολώνες, γυρνώντας στο πλάι, τόσο στενά ήταν.
«Μεγάλος δε θα περάσει ποτέ από ’δώ μέσα» ψιθύρισε με ικανοποίηση ο Τζαμάλ.
Μα η ικανοποίησή τους έγινε μια κραυγή φόβου, που έδωσε τη θέση του στην έκπληξη, που έδωσε τη θέση της στο θαυμασμό, μόλις πέρασαν στην άλλη πλευρά!
Γιατί η άλλη πλευρά ήταν, κυριολεκτικά, η Άλλη Πλευρά! Ένα καταπράσινο δάσος τους αγκάλιασε, με πανύψηλα δέντρα και πυκνούς θάμνους που ευωδίαζαν, ενώ παραδεισένιες μελωδίες από κελαηδίσματα γέμιζαν τον τόπο. Φαίνεται πως ήταν στην κορυφή ενός λόφου, γιατί στο βάθος, χαμηλότερα, πολύχρωμοι κάμποι απλώνονταν μπροστά τους, όπου αγρότες όργωναν κι έσπερναν με τις οικογένειές τους, οδηγώντας άροτρα ζεμένα σε μεγάλα βόδια. Πέρα μακριά υψώνονταν χιονισμένα βουνά.
Μόνο που αυτοί οι αγρότες και οι αγρότισσες και τα αγροτόπαιδα που έπαιζαν και χοροπηδούσαν… δεν ήταν Άνθρωποι. Τραγόμορφοι άντρες με κέρατα και γυναίκες που η ομορφιά και το ύψος τους ξεπερνούσε τα φυσικά μέτρα, και γύρω τους στέκονταν αργόσχολα ή βοηθούσαν διάφορα Ζώα: Αρκούδες, Αντιλόπες, Λεοπαρδάλεις, ακόμα και Ποντίκια.
«Σάτυροι και Νύμφες» ψέλλισε με δέος το Διάφανο Αγόρι. «Όπως μου τα περιέγραψε η μαμά μου». Γύρισε στους καινούργιους του φίλους, που κοίταζαν σαστισμένοι. «Είμαστε εδώ!» φώναξε. «Είμαστε στη Νάρνια!».
Ένα μουγκρητό ζώου τους έκανε να γυρίσουν. Με τρόμο αντίκρισαν ένα μεγαλόσωμο Λύκο να κάθεται τεμπέλικα και να τους κοιτάζει.
Μόλις τους είδε, ο Λύκος πετάχτηκε πάνω.
«Έι! Γιοι του Αδάμ!» φώναξε ενθουσιασμένος. «Κόρες της Εύας! Κι ένας Λαμπηδόνας!».
«Μιλάνε τα ζώα εδώ;» ρώτησε ο Αλή. Αμέσως οι άλλοι δύο του ’φραξαν το στόμα.
Μα ο Λύκος ξαναφώναξε, σα να σήμαινε συναγερμό. Και ξαφνικά, μικρά και μεγάλα πλάσματα άρχισαν να ξεπροβάλλουν μέσα απ’ τους θάμνους και κάτω απ’ τα δέντρα – Σκίουροι, Ποντίκια, Αλεπούδες, Λαγοί, Ασβοί, που πανηγύριζαν φωνάζοντας με ανθρώπινη λαλιά – ενώ μέσα απ’ τους κορμούς των δέντρων αναδύθηκαν πανέμορφα Κορίτσια, Νύμφες, Δρυάδες και Αμαδρυάδες, με δέρμα σε διάφορες αποχρώσεις, που περικύκλωσαν γελώντας τη μικρή παρέα.
«Ήρθατε από τη σπηλιά;» είπε γλυκά μια Δρυάδα. «Η σπηλιά είναι πέρασμα για τον Κόσμο των Υψηλών Βασιλιάδων;».
Τα τρία Παιδιά του Αδάμ και της Εύας – όπως αποκαλούν στη Νάρνια τους Ανθρώπους – πιάστηκαν χέρι χέρι.
«Προλαβαίνουμε να φύγουμε» είπε, περισσότερο σαν ευχή, ο Αλή.
Στράφηκαν και κοίταξαν το άνοιγμα της σπηλιάς, απ’ όπου είχαν βγει. Δεν έμοιαζε καθόλου με τη δική τους Σπηλιά, στην Έρημό τους. Ήταν μικρή και χαμηλή, στολισμένη με φύλλα και ρίζες από άγνωστα δέντρα (όταν δεν έχεις φύγει από την Έρημο όλη σου τη ζωή, τα πιο πολλά δέντρα άγνωστα σου είναι). Όμως στο σκοτεινό της βάθος φαινόταν να λαμπυρίζει ένα χρυσαφένιο φως, το μυστηριώδες φως που είχαν δει να φωτίζει τη Σπηλιά της Μάχης.
«Και να πάμε στους Άπιστους;» ρώτησε η Τορπεκάι.
«Τρελαθήκατε;» είπε ο Τζαμάλ. «Εδώ είναι ο Κόσμος των παραμυθιών! Δε θα γυρίσω ποτέ πίσω! Αυτός είναι ο δικός μου ο Κόσμος!».
«Κι ο δικός μου επίσης» πρόσθεσε συγκινημένος ο Οπάλιος. Το πρόσωπό του γελούσε μέχρι τ’ αφτιά και τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Η μικρή λαμπερή καρδιά του έπαλλε γοργά και τα δάκρυά του λαμπύριζαν σαν πετράδια στο φως του Ήλιου. Στο φως του ναρνιανού Ήλιου, που τόσο αναπάντεχα είχε αντικρίσει!
Τα τρία παιδιά, ξεχωριστά το καθένα μέσα στην καρδιά του, αποφάσισαν να μείνουν· προσωρινά βέβαια, “μέχρι να περάσει ο κίνδυνος” σκέφτηκε η Τορπεκάι, “μέχρι να χορτάσουν τα μάτια μας” συλλογίστηκε ο Αλή. Έπρεπε να γυρίσουν πίσω πριν το μεσημέρι, “να προλάβουμε το φαΐ” σκέφτηκε ο Αλή – “γιατί η μαμά θα σκάσει απ’ το φόβο της” σκέφτηκε η Τορπεκάι.
“Δε θα γυρίσω πίσω” συλλογίστηκε αποφασιστικά ο Τζαμάλ, απολαμβάνοντας μεθυστικά το θέαμα του πανέμορφου τόπου.
Τα Κορίτσια των Δέντρων διάβασαν τις σκέψεις τους και ξέσπασαν σε γάργαρα γέλια και, γελώντας, τους περικύκλωσαν κι άρχισαν να χορεύουν κυκλικά, κρατημένα χέρι με χέρι. Και το γέλιο τους κι ο χορός τους κράτησαν πολλή ώρα και τα Ζώα ξεφώνιζαν χαρούμενα παίζοντας παλαμάκια με τις μικρές τους πατούσες. Κι ο Οπάλιος γελούσε και τα τρία Παιδιά του Αδάμ και της Εύας σκέφτονταν πως έτσι κάπως θα ’ταν ο παράδεισος, που τους έλεγε ο δάσκαλος της θρησκείας τους κι η γεμάτη σοφία, αγάπη και κατανόηση γιαγιά τους.
«Κοιτάξτε» είπε η Τορπεκάι, το Μικρό Άνθος, κι έδειξε με το χεράκι της το βάθος της σπηλιάς. Το φως δε φαινόταν πια.
«Σα να περίμενε ν’ αποφασίσουμε» είπε ο Τζαμάλ.
«Άραγε, θα το ξαναβρούμε ποτέ;» αναρωτήθηκε ανατριχιάζοντας ο Αλή. Έσφιξε τα χέρια των συντρόφων του. «Κι αν υπάρχουν Δράκοι κι άλλα Θηρία ή Μάγοι και Δαίμονες σ’ αυτό τον τόπο;».
«Πάψε» απάντησε ο Τζαμάλ. «Είμαστε μεγάλοι τώρα».
***
Καθισμένοι κάτω από ένα θόλο φτιαγμένο από τα κλαδιά των πανύψηλων Δέντρων, που έσμιγαν κι αγκαλιάζονταν δεκάδες μέτρα πάνω απ’ το έδαφος, οι μικροί επισκέπτες άκουγαν τώρα τα πλάσματα του δάσους να εξηγούν και να περιγράφουν θαυμαστές λεπτομέρειες.
Το φως του ναρνιανού Ήλιου περνούσε μέσα απ’ τα κλαδιά και τα φυλλώματα κι έκανε τον Οπάλιο να ακτινοβολεί σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Οι Νύμφες τον χάιδευαν στοργικά – τ’ άλλα δυο αγόρια ζήλευαν κατά βάθος – και τα Ζώα τον χάζευαν με περιέργεια. Ήταν φανερό πως κανείς τους δεν είχε ξαναδεί Λαμπηδόνα.
«Πώς βρέθηκες εδώ, διάφανε μικρέ μου;» ρώτησε μια Αμαδρυάδα.
«Γεννήθηκα στον Κόσμο των Ανθρώπων» απάντησε αμήχανα το αγόρι. Όλοι σάστισαν. «Ο μπαμπάς μου πολέμησε κάποτε εκεί· κάτι θα ξέρετε για κείνη τη Μάχη».
Όλοι κούνησαν το κεφάλι με δυσαρέσκεια.
«Ναι, ήταν μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της Νάρνια» είπε μια Αλεπού. «Έγινε πριν από δέκα χρόνια».
«Δέκα χρονών είμαστε κι εμείς» είπε ο Τζαμάλ κι έδειξε τον εαυτό του και τα δυο ξαδερφάκια του. «Όλοι μας. Κι οι μπαμπάδες μας είχαν πολεμήσει ενάντια σε σκοτεινά πλάσματα».
«Δηλαδή… πλάσματα από τον τόπο σας» συμπέρανε η Τορπεκάι. «Δε μου φαίνεστε καθόλου σκοτεινά».
Ο Λύκος γέλασε.
«Εκτός από σένα» τόλμησε να παρατηρήσει ο Αλή.
«Υπάρχουν πολλά σκοτεινά πλάσματα στη Νάρνια, Γιε του Αδάμ» είπε εκείνος καλοσυνάτα. Φαινόταν αγέρωχος, μα καλόψυχος. «Αλλά ο πόλεμος κάνει σκοτεινά ακόμα και τα πλάσματα που δεν είναι. Πάντως, δεν πρέπει να φοβάστε. Μας ξεγέλασαν τότε και επιτεθήκαμε στο δικό σας Κόσμο, που έπρεπε να τον σεβόμαστε, γιατί είναι ο Κόσμος των Βασιλέων της Νάρνια! Ναι, κι εγώ είχα πολεμήσει σ’ εκείνη τη Μάχη. Την τελείωσε ο Ασλάν με την Υψηλή Βασίλισσα Σούζαν και το μόνο καλό ήταν – αν μπορώ να το πω καλό – πως σκοτώθηκαν οι δυο ανάξιοι Βασιλιάδες, ο Μινώταυρος κι ο Μονόκερως, κι ανέλαβε Βασιλιάς ένας σοφός ηγέτης, ο Πολεμιστής Ήλιος».
«Ένα ένα, δεν πρέπει να τους ζαλίζεις» είπε μια Δρυάδα, που φαινόταν από τα πέπλα και τη μακριά κόμη πως ήταν ανώτερη ή γηραιότερη από τις άλλες. Κάθισε στο χώμα, στρωμένο με φύλλα και μικρές ρίζες, δίπλα στους επισκέπτες, που άκουγαν προσπαθώντας να καταλάβουν. «Παιδιά μου, στη Νάρνια, όπως βλέπετε, ζουν πολλών Ειδών πλάσματα». Τα παιδιά κούνησαν τα κεφαλάκια τους· αυτό το ’χαν διαπιστώσει με την πρώτη κιόλας ματιά. «Γνωρίσατε κιόλας ένα Λαμπηδόνα, που φαίνεται να ξέρει αρκετά για τη Νάρνια, κι ας μην την είχε δει ποτέ μέχρι τώρα. Εκτός από μας που βλέπετε εδώ, υπάρχουν Μινώταυροι, Μονόκεροι, Κένταυροι, Σάτυροι – τους είδατε να οργώνουν τον κάμπο με τις γυναίκες τους, τις Νύμφες του Κάμπου; – Φαύνοι, μα ακόμα και Γοργόνες και Νύμφες της Θάλασσας και των Ποταμών κι ένα σωρό άλλα πλάσματα, όμορφα και τερατώδη, όπως και σε κάθε Κόσμο».
«Και πού είναι ο τόπος των Λαμπηδόνων;» ρώτησε ο Οπάλιος.
Η Δρυάδα άπλωσε το λυγερό της χέρι κι έδειξε προς τα βουνά.
«Πίσω απ’ αυτά τα βουνά» είπε. «Κανείς δεν έχει δει ποτέ Λαμπηδόνα. Πολλοί μάλιστα πιστεύουν πως δεν υπάρχουν».
«Στη Μάχη είδα δέκα Λαμπηδόνες» της είπε ο Λύκος. Στράφηκε προς το αγόρι. «Παραξενεύτηκα· θα ’ταν Λαμπηδόνες που είχαν φύγει από τη Λαμπαδία, το βασίλειό σας, μικρέ μου, κι είχαν μπει στο στράτευμα δεν ξέρω γιατί. Οι περισσότεροι είμαι σίγουρος πως δεν τους πρόσεξαν καν, έτσι διάφανοι που είστε. Οι Λαμπηδόνες δεν θεωρούνται Ναρνιανοί. Δεν έχουν καμία σχέση με τους κατοίκους της δικής μας χώρας».
«Ένας απ’ αυτούς τους δέκα ήταν ο πατέρας μου».
«Γύρισε ποτέ πίσω;».
«Δυστυχώς, πέθανε πληγωμένος στον Κόσμο των Ανθρώπων. Δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω».
Οι Νύμφες κι όλα τα Ζώα, εκτός απ’ το Λύκο, αναστέναξαν θλιμμένα. Ο ενθουσιασμός του αγοριού είχε μετριαστεί. Ώστε δεν ήταν εδώ ο τόπος του…
«Πρέπει να πάω στους δικούς μου» είπε. Κοίταξε τα τρία ξαδερφάκια. «Ευχαριστώ που ήρθατε μαζί μου. Είστε οι μόνοι μου φίλοι. Θα με βοηθήσετε;».
«Έι, όχι και οι μόνοι σου φίλοι!» χοροπήδησε ένας Σκίουρος. «Όλοι εδώ είμαστε φίλοι σου, μικρέ Λαμπηδόνα. Κι όλοι θα σε βοηθήσουμε».
«Δεν έχουμε να κάνουμε και τίποτ’ άλλο» χαμογέλασε ο Τζαμάλ.
«Ίσως μάλιστα γι’ αυτό βρεθήκαμε εδώ» παρατήρησε η Τορπεκάι. «Αν υπάρχει Κάποιος που καθορίζει τη μοίρα μας, δεν είναι τυχαίο που περάσαμε μέσα απ’ την τρύπα».
«Τη λέμε “πύλη”» είπε ένας γέρο Ασβός. «Είσαι σοφή, κοριτσάκι. Πύλες ανοίγουν συνήθως όταν ο Ασλάν το θέλει – όχι πάντα, αλλά πολλές φορές έτσι συμβαίνει. Και τώρα μου φαίνεται πως έγινε κάτι τέτοιο».
«Ποιος είναι ο Ασλάν;» ρώτησε ο Οπάλιος.
«Ο Ασλάν…» στέναξε ο Ασβός κι όλοι έδειξαν σεβασμό. «Το Μεγάλο Λιοντάρι, ο Δημιουργός και Προστάτης της Νάρνια. Εκείνος που έφερε τους Υψηλούς Βασιλιάδες πριν τριακόσια χρόνια και νίκησε τη Λευκή Μάγισσα, εκείνος που σταμάτησε τη Μάχη στο δικό σας Κόσμο μαζί με τη Βασίλισσα Σούζαν… Ο Ασλάν είναι το Καλό!».
«Πρέπει να τον βρούμε» είπε το αγόρι.
«Δε μπορείς να τον βρεις» απάντησε ένας Λαγός. «Αλλά ίσως να σας βρει εκείνος. Βλέπεις, δεν εμφανίζεται ταχτικά. Την τελευταία φορά έκανε τριακόσια χρόνια».
«Τώρα μάλιστα» είπε ο Αλή.
«Αλλά θα σας οδηγήσουμε στη Λαμπαδία» πρόσθεσε ο Ασβός. «Ή τουλάχιστον όσο πιο κοντά γίνεται προς τα εκεί».
«Πρέπει να σας πούμε» προειδοποίησε η Δρυάδα «πως ήρθατε σε μια δύσκολη στιγμή. Οι Λαμπηδόνες είναι σε πόλεμο με τις Κυράδες της Θάλασσας. Η πριγκίπισσα Κρυσταλίνα, η μοναχοκόρη του Πολεμιστή Ήλιου, του Κένταυρου Βασιλιά της Νάρνια, έχει ξεκινήσει να συναντήσει και τις δυο παρατάξεις για να μεσολαβήσει υπέρ της ειρήνης».
«Αυτό ίσως είναι και καλό» παρατήρησε μια άλλη Δρυάδα. «Θα συναντήσουμε Λαμπηδόνες χωρίς να πάμε στη Λαμπαδία».
«Ναι, αλλά σε πόλεμο;» ρώτησε με κάποιο φόβο ο Αλή. Ο Τζαμάλ ένιωσε μια έξαψη· θα έβλεπαν μάχη; Μήπως και θα συμμετείχαν σε μάχη;
«Είσαι μικρός για να πολεμήσεις» του είπε η μεγάλη Δρυάδα.
«Διαβάζεις τη σκέψη;» ρώτησε το αγόρι. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Και οι Υψηλοί Βασιλιάδες τέτοια ηλικία είχαν στη Μάχη του Βερούνα» είπε ένας Ποντικός. «Όμως τότε ήταν αλλιώς. Τώρα σκοπός όλων μας είναι να μη γίνει καθόλου μάχη».
Ο Λύκος ανέβηκε τρέχοντας στην οροφή της σπηλιάς και τα παιδιά θαύμασαν πόσο μεγαλόσωμος ήταν. Σαν έφτασε πάνω, σήκωσε το χοντρό λαιμό του κι άφησε ένα παρατεταμένο λυκίσιο ουρλιαχτό.
«Τι γίνεται;» ρώτησε ανατριχιάζοντας το Μικρό Άνθος.
«Θα δεις» την καθησύχασε ο Λαγός.
Σε μισό λεπτό ένας γιγαντόσωμος Αετός προσγειώθηκε δίπλα στο Λύκο.
«Ώω!» είπε κι εκείνος με ανθρώπινη λαλιά. «Τρία Παιδιά του Αδάμ και της Εύας! Κι ένας Λαμπηδόνας!».
«Το συνηθίσαμε πια» χαμογέλασε ο Τζαμάλ. «Και μου αρέσει πολύ!». Η Τορπεκάι τον χτύπησε με τον αγκώνα της κι ο μικρός γέλασε ανοιχτόκαρδα.
«Πού είναι η πριγκίπισσα Κρυσταλίνα;» ρώτησε η Δρυάδα. «Έχει ξεκινήσει;».
«Μάλλον» απάντησε ο Αετός. «Κάτι πήρε το μάτι μου στα δυτικά».
«Θα τους πας εκεί;». Κι έδειξε τους τέσσερις νεοφερμένους.
«Με μεγάλη μου χαρά. Τα Παιδιά του Αδάμ και της Εύας σημαίνουν πάντα κάτι καλό για τη Νάρνια».