Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Περιπέτεια στο Νάρνια: Οι Κυράδες της Θάλασσας (Ή: Το Βυθισμένο Κιούπι). Κεφάλαιο 1. Το Διάφανο Αγόρι


Εικ. από εδώ

«Με τη σκέψη του έφτιαξε ένα φανταστικό πουλί – ένα διάφανο, αόρατο σκεπτοπούλι – και το ’στειλε να πετάξει πάνω απ’ τη θάλασσα· εκεί το μετέτρεψε σε ψάρι – σκεπτόψαρο – που βούτηξε στα βαθιά. Ό,τι θωρούσε το σκεπτόψαρο, θωρούσε κι ο Μάγος.

Είδε ένα γαλήνιο βυθό που έσφυζε από ζωή, όπως κι η στεριά. Δεν είχε μόνο πανέμορφα Ψάρια όλων των Ειδών, των μεγεθών και των σχημάτων (Ψάρια που έμοιαζαν με τα γήινα, μα και άλλα, νοήμονα και μη, που σε καμιά θάλασσα του δικού μας Κόσμου δεν κολυμπάνε) και απέραντα δάση από κοράλλια απίστευτης ομορφιάς, ή μόνο γιγάντια στρείδια με ποικιλόχρωμα μαργαριτάρια και ναυάγια με αμύθητους θησαυρούς, μα και ολόκληρα βασίλεια από Γοργόνες, Σειρήνες, Τρίτωνες, Ναϊάδες και Νηρηίδες, με παλάτια, χωριά και πόλεις, που δεν τα χωρούσε ο νους του Ανθρώπου». 

Επισκέπτες απ' τη Νάρνια, Κεφάλαιο 7

****

«Να ξέρεις πως όποιος γυρίσει πίσω τρώγοντας το μαγικό καρπό της επιστροφής, δε μπορεί να επιστρέψει εκεί απ’ όπου έφυγε».

 

Κεφάλαιο 1. Το Διάφανο Αγόρι

 

Φωτο από εδώ

Η ζωή είναι όμορφη, αν και δύσκολη και πολλές φορές σκληρή, όταν είσαι δέκα χρονών, έχεις διαλεχτούς φίλους και ζεις δίπλα σε μια Έρημο γεμάτη θρύλους. Αυτοκίνητα και κομπιούτερς δε σκοτίζουν το μυαλό σου, η τεχνολογία δε γεμίζει την ψυχή σου, διαφημίσεις δε ροκανίζουν τη ζωή σου. Είσαι ένα παιδί!

Όμως έρχεται πόλεμος και οι άντρες θερίζονται σαν τα στάχυα και μαζί τους και οι γυναίκες και τα παιδιά, τα χωριά καίγονται και ο φόβος, μαζί με το πένθος, φωλιάζει στα βάθη της καρδιάς όλων.

Και τούτες οι μέρες ήταν μέρες Πολέμου. Άπιστοι από τη Δύση ξεχύθηκαν στις αχανείς ερήμους με φλογερό ατσάλι, ιππεύοντας σιδερένια άλογα. Τα πρόσωπα σκλήρυναν. Μα τούτα τα παιδιά συνέχισαν να παίζουν και να ξεφεύγουν όσο μπορούσαν από τη ματιά και τη βέργα του δασκάλου και του πατέρα.

Τα βήματά τους τα ’φεραν έξω απ’ το χωριό, ενώ ο ήλιος ανέβαινε. Ο Τζαμάλ, ο Αλή κι η Τορπεκάι – το Μικρό Άνθος – το ’σκασαν απ’ το σχολείο και τρύπωσαν στην Έρημο γελώντας ξέγνοιαστα. Ο Τζαμάλ ο Ζωηρός έκανε πάλι τη σκανταλιά του και θα ’πεφτε ξύλο! Αντί να το φάει σήμερα, προτίμησε να το φάει αύριο, έστω και διπλό! Δραπέτευσε απ’ το μικρό πλίθινο σχολείο στη μεγάλη αυλή, την Έρημο.

Από κοντά του τα δυο πιστά του ξαδέρφια, οι πιο αγαπημένοι του φίλοι.

Ήξεραν καλά την Έρημο και δε θα ’σκαγαν από τη ζέστη. Μα σήμερα η ζεστή αγκαλιά της τους είχε φυλαγμένο ένα δώρο. Ένα δώρο που λίγα παιδιά στον κόσμο έχουν πάρει όμοιό του! Κι όταν το πάρουν, η ζωή τους δεν είναι πια η ίδια.

«Πού να πάμε;».

«Στις Σπηλιές της Μάχης!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Τζαμάλ, ο αρχηγός της τριάδας.

«Στις Σπηλιές;» ρώτησε ανήσυχη η Τορπεκάι. «Μα εκεί είναι ο Κίνδυνος!».

«Έι, ξαδερφούλα!» γέλασε ο Αλή. «Δε λέμε, χρόνια τώρα, πως θα πάμε όταν μεγαλώσουμε; Είμαστε δέκα τώρα! Πολύ μεγάλοι!».

Η κοπελίτσα τον έσπρωξε σουφρώνοντας το μουτράκι της.

«Μεγάλοι; Μικροί θες να πεις! Κι αν πάμε κατά ’κεί που δεν πρέπει να πάμε, δε θα ’μαστε μόνο μικροί, αλλά και ανόητοι!».

«Κατά τις μαμάδες σας, και μόνο που κάνετε παρέα μαζί μου είστε πολύ ανόητοι» αστειεύτηκε ο Τζαμάλ. Αγκάλιασε τα ξαδέρφια του, τους πολύτιμους συντρόφους του. «Εγώ λέω να πάμε» είπε με επισημότητα. «Έι, εκεί έγινε η Μάχη! Οι πατεράδες μας βρέθηκαν εκεί και πολέμησαν! Είδαν το Στρατό του Σκοταδιού να κατατροπώνεται και να φεύγει! Και γύρισαν ζωντανοί. Τι φοβόμαστε;».

«Χμ… Μήπως τις ιστορίες της γιαγιάς Ταχέρα;» ρώτησε ο Αλή, λίγο πιο σκεφτικός.

«Ιστορίες για τζίνια και παράξενα πλάσματα» απάντησε με έξαψη ο Ζωηρός. «Μα γι’ αυτό ακριβώς δε βλέπω την ώρα να πάω κατά ’κεί! Ξέρω βέβαια πως δε θα δούμε τίποτα – δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Έτσι δεν είναι, ξαδερφούλα;».

«Πειράζει που είμαι παιδί ακόμα και τα πιστεύω;» γκρίνιαξε το Μικρό Άνθος.

Τα δυο αγόρια την αγκάλιασαν με αγάπη.

«Δε θα γίνει τίποτα» την καθησύχασε ο Αλή. «Μέρα μεσημέρι είναι, στο κάτω κάτω».

«Αφού κι εσύ κατά βάθος φοβάσαι».

«Ναι, φοβάμαι», παραδέχτηκε το αγόρι, «αλλά, αν δεν πάμε, θα φοβόμαστε πάντα. Τέρμα ο φόβος λοιπόν! Ήρθε η ώρα μας!».

Και ξεκίνησαν, με το θάρρος και την αθωότητα της ολόχρυσης παιδικής ψυχής τους.

***

Ο Οπάλιος ήταν λυπημένος σήμερα. Όπως ήταν και χτες και προχτές. Βγήκε απ’ τη σπηλιά του και βημάτισε πάνω κάτω για να ξεχάσει τη μοναξιά του. Λίγο πιο πέρα φύτρωναν κάτι θάμνοι. Δεν είχε πια κανένα να φροντίσει για το φαγητό του κι έτσι θα πήγαινε να ξεγελάσει την πείνα του με ό,τι του πρόσφεραν τα ισχνά κλαδάκια τους.

Και ξαφνικά άκουσε ομιλίες. Σάστισε και πήδησε πίσω από ένα βράχο. Κρυφοκοίταξε. Τρεις Άνθρωποι πλησίαζαν κουβεντιάζοντας δυνατά και χειρονομώντας. Ήταν κοντοί και φαίνονταν ξέγνοιαστοι. Μάλλον ήταν παιδιά.

Παιδιά, σαν αυτόν!

Ο Οπάλιος δεν είχε ξαναδεί Ανθρώπους, εκτός απ’ τη μητέρα του. Και τώρα μπορούσε να συναντήσει κάποιους. Το ήθελε όμως;

Αλλά αυτοί οι κάποιοι ήταν παιδιά, σαν αυτόν! Τι καλύτερο μπορούσε να του συμβεί, τώρα, που η μητέρα του είχε φύγει για τον Κάτω Κόσμο κι είχε απομείνει ολομόναχος και πεντάρφανος;

Τα παιδιά πλησίαζαν. Ο Οπάλιος ένιωθε τη λαμπερή καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Κι αν τον έβλεπαν, πώς θ’ αντιδρούσαν; Ήταν πολύ διαφορετικός απ’ τους Ανθρώπους!

Τους άφησε να προσπεράσουν, αμίλητος, κρυμμένος πίσω απ’ το βράχο του. Δεν τόλμησε να μιλήσει· θα τρόμαζαν. Κι εκείνος φοβόταν ακόμη περισσότερο. Μα καθώς βάδιζαν τα παιδιά συζητώντας αμέριμνα, το κορίτσι σαν από ένστικτο ή μια έκτη αίσθηση γύρισε το κεφάλι του κι ανέμισαν τα κυματιστά κατάμαυρα μαλλιά του στην αύρα της Ερήμου.

Τον είδε κι έβγαλε μια κραυγή. Ο Οπάλιος έβγαλε κι αυτός άλλη μια και πήδησε στην άλλη πλευρά του βράχου. Τα δυο αγόρια στράφηκαν.

«Τι είναι;» ρώτησαν κι εκείνα τρομαγμένα.

«Εκεί, εκεί…» έδειξε το κορίτσι. «Ένα αγόρι! Ένα αγόρι… διάφανο!».

***

Ο Αλή άρπαξε μια πέτρα κι ο Τζαμάλ άνοιξε το σουγιά του. Στάθηκαν φοβισμένοι – ήταν αληθινές οι ιστορίες;

«Όποιος κι αν είσαι, βγες να σε δούμε!» φώναξε ο Τζαμάλ, προσπαθώντας να φανεί γενναίος, σαν το μπαμπά του.

Πίσω απ’ το βράχο, άκουσαν τη φωνή του:

«Μη… μη ρίχνετε! Είμαι παιδί, σαν εσάς!».

Είχε κάτι πρωτάκουστο αυτή η φωνή· με κάποιο παράξενο τρόπο, θύμιζε βροχή.

«Αν είσαι φίλος, βγες να σε δούμε!» φώναξε ο Αλή.

«Βγαίνω… Φοβάμαι λίγο, αλλά βγαίνω».

Και βγήκε. Φαινόταν να μη φοράει ρούχα, ο ήλιος τον διαπερνούσε κι έλαμπε ολόκληρος. Μα πιο πολύ απ’ όλα έλαμπε μέσα στο στήθος του, σα μικροσκοπικό άστρο, η καρδιά του.

Τέτοιο θέαμα δεν είχε αντικρύσει κανείς σε τούτο τον κόσμο, εκτός από μια γυναίκα, που τον είχε κρατήσει εννιά μήνες στην κοιλιά της και δέκα χρόνια στην αγκαλιά της!

Δέκα χρόνια. Ακριβώς όσα χρόνια ηλικία είχαν και τα τρία παιδιά. Ακριβώς όσα χρόνια είχαν περάσει από τη μυθική πια Μάχη με το Στρατό του Σκοταδιού, όπου είχαν συμμετάσχει οι πατεράδες κι οι θείοι τους, πολεμώντας απαίσια τερατώδη πλάσματα, που είχαν εμφανιστεί απ’ το Πουθενά κι είχαν γυρίσει πάλι στο Πουθενά Απ’ Όπου Είχαν Έρθει.

«Μη με φοβάστε. Μη μου κάνετε κακό. Θέλω να γίνουμε φίλοι… Είμαι μόνος».

Κι άρχισε να κλαίει.

***

Ξεθάρρεψαν λίγο και πλησίασαν. Τα δυο αγόρια χαμήλωσαν τα παιδικά όπλα τους – σουγιά και πέτρα – και το κορίτσι άπλωσε το μελαψό του χεράκι, μα δεν αποτόλμησε να τον αγγίξει.

«Ποιος είσαι; Τι είσαι; Άνθρωπος ή τζίνι;».

«Δεν είμαι Άνθρωπος – ή μάλλον, είμαι μισός Άνθρωπος» ψιθύρισε το αγόρι σκουπίζοντας τα μάτια του με την ανάστροφη του χεριού του. Τα μάτια τους έπεσαν στην καρδιά του, που έπαλλε γρήγορα και ρυθμικά. Τίποτ’ άλλο δε φαινόταν μέσα στο σώμα του, αν και ξεχώριζε ο βράχος πίσω του, σαν πίσω από νερό που τρέχει από ψηλά.

«Και σίγουρα δεν είμαι τζίνι» συνέχισε εκείνος. «Είμαι ένας Λαμπηδόνας».

«Ένας τι;».

«Ο Λαός μου λέγεται Λαμπηδόνες. Η μαμά μου ήταν Άνθρωπος· αλλά πέθανε πριν από τρεις μέρες κι έμεινα μόνος».

«Και πού είναι η μαμά σου;» ρώτησε ο Τζαμάλ.

«Την ώρα που ξεψυχούσε, μια χλομή νεράιδα ξεπρόβαλε απ’ τον Κάτω Κόσμο και την πήρε μαζί της» ψέλλισε το αγόρι.

Τα παιδιά σάστισαν:

«Χλομή νεράιδα;» ρώτησε, σαν αντίλαλος, ο Τζαμάλ.

«Από τον Κάτω Κόσμο;» πρόσθεσε ανατριχιάζοντας ο Αλή.

«Δεν είναι πιο παράξενο από ένα διάφανο αγόρι με καρδιά σαν αστέρι» είπε ψύχραιμη η Τορπεκάι. Τα δυο ξαδέρφια της έγνεψαν καταφατικά· όπως συνήθως, είχε δίκιο.

«Τα ’χω χαμένα, φοβάμαι, πεινάω, σας παρακαλώ, γίνετε φίλοι μου. Δεν έχω κανένα τώρα πια».

«Φαίνεσαι καλός» είπε η κοπελίτσα κι αποτόλμησε τώρα να τον αγγίξει. Ήταν σα ν’ άγγιζε κρύσταλλο, μα ζεστό κρύσταλλο. «Πόσων χρονών είσαι;».

«Είμαι δέκα χρονών».

«Δέκα, σαν εμάς!».

«Κι από πού είσαι;» ρώτησε, παίρνοντας θάρρος, ο Αλή.

«Από ένα μακρινό βασίλειο… Από ’κεί είχε έρθει ο μπαμπάς μου». Χαμήλωσε τα μάτια. «Πληγώθηκε στη μάχη κι έμεινε πίσω. Τον βρήκε μισοπεθαμένο η μαμά μου και τον έκρυψε σ’ εκείνη τη Σπηλιά» κι έδειξε πέρα, κατά το βοριά.

«Στη Σπηλιά της Μάχης!» θαύμασε ο Τζαμάλ. «Ώστε αυτά ήταν τα τέρατα που την κατοικούσαν». Ντράπηκε. «Συγγνώμη, δεν είσαι τέρας. Μόνο… λίγο ασυνήθιστος».

«Πάμε στο σπίτι σου» είπε το Μικρό Άνθος. «Θ’ ακούσουμε την ιστορία σου καλύτερα στη σκιά». Τον έπιασε απ’ το χέρι. «Και μην ανησυχείς, θα γίνουμε φίλοι σου!» πρόσθεσε με σιγουριά.

 ***

Η Σπηλιά της Μάχης ήταν μεγάλη, γεμάτη κολώνες και κουρτίνες από σταλακτίτες και, αντί να ’ναι σκοτεινή, έλαμπε ολόκληρη.

«Από πού βγαίνει αυτό το φως;» ρώτησε ο Τζαμάλ.

«Από μένα» είπε ντροπαλά ο Οπάλιος. «Είμαι Λαμπηδόνας, το ξέχασες;».

Κάθισαν σε λαξευτές πέτρες, γύρω από ένα πέτρινο τραπέζι.

«Και μήπως ξέρουμε εμείς τι είναι οι Λαμπηδόνες;» είπε ο Αλή. «Δε σας έχουμε ξανακούσει ποτέ! Πού είναι ο τόπος σας; Από πού ήρθε ο μπαμπάς σου;».

«Και πού είναι τώρα;» πρόσθεσε η Τορπεκάι.

«Ο μπαμπάς μου πέθανε» απάντησε θλιμμένα το αγόρι. «Η πληγή του ποτέ δε γιατρεύτηκε τελείως. Όμως είχαν αγαπηθεί με τη μαμά μου κι εκείνη είχε μείνει έγκυος». Τα τρία ξαδερφάκια παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον. «Δεν μπορούσε να γυρίσει στο χωριό της, θα τη σκότωναν οι δικοί της! Έτσι, έμεινε στη Σπηλιά για πάντα, μαζί με μένα».

Τους κοίταξε καλά καλά. Τα μάτια του ήταν μεγάλα, γεμάτα καλοσύνη.

«Και τώρα; Πώς θα ζήσω στον Κόσμο; Μακάρι να μπορούσα να πάω στον Κόσμο του μπαμπά μου! Μα πώς; Δεν ξέρω».

«Και πώς λέγεται η πατρίδα του μπαμπά σου;» ρώτησε η κοπελίτσα.

«Λαμπαδία» απάντησε με επισημότητα ο Οπάλιος· «μα βρίσκεται δίπλα σε μια μεγαλύτερη χώρα… Τη Νάρνια».

Κι εκείνη τη στιγμή, ο βρυχηθμός μιας μηχανής αντήχησε απ’ έξω. Ένα βαρύ αυτοκίνητο σταμάτησε έξω απ’ τη Σπηλιά και μπότες ακούστηκαν να κατεβαίνουν.

«Άπιστοι» ψιθύρισε ο Αλή. «Σωπάστε!».

«Θα ξεκουραστούμε εδώ» φώναξε μια φωνή σε γλώσσα που δεν την καταλάβαιναν. «Μπείτε στη Σπηλιά, να γλιτώσουμε λίγο απ’ τον ήλιο».

Και σκιές αντρών με όπλα και κράνη που καταχτυπούσαν άρχισαν να μπαίνουν.

 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...