Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Κεφάλαιο 9 (τελευταίο). Τα πλάσματα που γυρίζουν στο σπίτι τους


Εικ.: "The Lionhearted" by Lynn Lupetti (από εδώ)


«Μαμά, πες μου πάλι την ιστορία του Ποντικού που έσωσε την πριγκίπισσα!».

Η Σου πήρε αγκαλιά την πεντάχρονη κόρη της, την έσφιξε στοργικά και τρυφερά – τι τέλεια φωλίτσα για το κοριτσάκι! – και με βουρκωμένα μάτια άρχισε να της διηγείται την πιο παραμυθένια ιστορία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που έχουν ζήσει παιδιά του δικού μας Κόσμου.

***

Ένα Μεγάλο Λιοντάρι βαδίζει με πραότητα στην ευρύχωρη σάλα της κατοικίας των καθηγητών Άλφρεντ και Μελ Λάνερ. Μικρά παιδιά το περικυκλώνουν και παίζουν μαζί του σα να ’ναι γάτα· ο Τόμι, ο γιος των καθηγητών, και τα δυο κορίτσια του π. Τύχωνα, η Νάντια κι η Λιούμπα. Τα παιδιά στην αρχή τρόμαξαν με τη θωριά του, μα μετά κατάλαβαν και αγκάλιασαν το ζεστό, μεγαλόπρεπο, λυγερό κορμί του νιώθοντας ασφάλεια και γαλήνη.

Άραγε, αναρωτιούνταν οι γονείς τους, μεγαλώνοντας πώς θα θυμούνται τη στιγμή που αγκάλιαζαν κι έπαιζαν το Βασιλιά σαν παιχνίδι;

Γύρω κάθονταν η Μελ και ο Άλφρεντ, η πρεσβυτέρα Ξένια κι ο π. Τύχωνας, η Γιαγιά Σούζαν κι η κυρία Τζένη, μαζί με την Κρίστι, τη Σου, το Μπόρις και τους Τρεις Επισκέπτες. Είχαν συζητήσει για ώρες, είχαν γνωρίσει βαθύτερα ο ένας τον άλλο, είχαν προτείνει διεξόδους κι είχαν βρει λύσεις.

Η Σου αποφάσισε να κρατήσει το μωρό της κι οι γονείς της θα τη στήριζαν στην επιλογή της· θα τελείωνε το σχολείο και θα σπούδαζε, αγαπώντας και μεγαλώνοντας παράλληλα και το παιδάκι της. Έτσι ο πρίγκιπας των Ποντικών ενός παραμυθένιου Κόσμου, και μαζί και η Γιαγιά Σούζαν η Ευγενική, η Κυρά των Λιονταριών, Βασίλισσα της Νάρνια, είχαν σώσει τη ζωή μιας μικρής πριγκίπισσας από τον Κόσμο των Γιων του Αδάμ και των Θυγατέρων της Εύας, που θα βασίλευε όχι σε παλάτια με σιδερένιους ιππότες, αλλά στο ανάκτορο της καρδιάς των δικών της.

Η κυρία Τζένη με την Κρίστι θα ζούσαν μαζί με τη Γιαγιά Σούζαν, όχι στο διαμέρισμά της, αλλά σε μια άνετη κατοικία που διέθετε σε ειρηνικό προάστιο το ζεύγος Λάνερ. Σε κάθε ανάγκη τους θα είχαν ό,τι χρειάζονταν. Η Τζένη θα εργαζόταν κοντά στον π. Τύχωνα, όχι ως εθελόντρια, αλλά με κάποιο μικρό μισθό, κατά τις δυνατότητες της ρώσικης ενορίας – ήταν κι εκείνη ένας άνθρωπος με ανάγκη, όπως και οι άποροι του καλού ιερέα, μόνο που ήταν υγιής, γνωστή και έμπιστη και μπορούσε να εργαστεί εκεί, όχι να βοηθηθεί με ελεημοσύνες και ημίμετρα.

«Σε κάθε ευκαιρία θα είμαι κοντά σου, στην εκκλησία» υποσχέθηκε στο μπαμπά του ο Μπόρις. «Αλλά θα μου δώσεις χώρο στο γραφείο, να διαβάζω και να κάνω τις εργασίες μου με το Ίντερνετ».

«Κι εγώ, σε κάθε ευκαιρία, θα είμαι κοντά σε σας» υποσχέθηκε ο ιερέας. «Συγχωρέστε με, που έχασα το μέτρο· είμαι και σύζυγος και πατέρας, δεν είμαι ιερομόναχος».

Η Κρυσταλίνα, ο Τσίπιριπ κι ο Ευθύβουλος ο Ευθύβολος ένιωθαν απερίγραπτη χαρά και τιμή, που είχαν βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ασλάν, είχαν δει τα μεγάλα σοφά του μάτια, είχαν νιώσει την αναπνοή του κι είχαν αγγίξει το λυγερό κορμί του και την πλούσια χαίτη του. Μα το ίδιο ένιωθαν και η Κρίστι, η Σου και ο Μπόρις.

«Οι Μέλισσές μας έκαναν καλή δουλειά» είπε το Λιοντάρι. «Να θυμηθώ να ευχαριστήσω τη Γλυκέα, την άξια και γενναία αυτοκράτειρα». Κοίταξε τον Ευθύβουλο. «Κι εσύ, αδερφέ μου, Γιε της Γης, Νάνε με την Πορτοκαλιά Κόμη, να θυμάσαι πως οι Νάνοι δεν είναι μόνο για τους Νάνους».

«Το έμαθα πολύ καλά αυτό, μεγάλε μου Ασλάν», κοκκίνισε ο μικρόσωμος πολεμιστής.

«Κρυσταλίνα, το τόλμημά σου είχε συνέπειες και για τους δυο Κόσμους».

«Δεν τολμώ να ζητήσω συγχώρεση» είπε η Κενταυρούλα χαμηλώνοντας το κεφάλι.

«Πάντα είσαι συγχωρημένη, όμως να θυμάσαι πως ό,τι κάνουμε έχει τις συνέπειές του. Είχε και θετικές συνέπειες, στις οικογένειες των καινούργιων μας φίλων, αν και οι αρνητικές, σε απώλειες ζωών, ήταν πολύ μεγαλύτερες. Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις – και τα παιδιά είναι ίδια, σ’ όποιο Είδος κι αν ανήκουν, απ’ όποιο Κόσμο κι αν έρχονται».

Σκέφτηκε μια στιγμή.

«Μην ξεχνάς όμως πως τον πόλεμο δεν τον έκανες εσύ», πρόσθεσε, «αλλά ο Κοριάκιν και ο Γεηρός, εκμεταλλευόμενοι τη φιλοδοξία και την απερισκεψία των λαών μας… Απόψε ο καλός σου πατέρας σε περιμένει. Και σε περιμένει επίσης μια έκπληξη. Η ζωή σου θ’ αλλάξει από ’δώ κι εμπρός και φρόντισε ν’ αλλάξει προς το καλύτερο· εννοώ προς το καλύτερο για όλους τους γύρω σου, που θα είναι το καλύτερο και για τον εσωτερικό σου κόσμο, τον πιο πολύτιμο θησαυρό σου».

Στράφηκε στο Ποντίκι, που φαινόταν μια σταλιά μπροστά του.

«Μικρέ μου φίλε, πρίγκιπα των Ποντικών, δεν έχω παρά να σε ευχαριστήσω». Ο Τσίπιριπ υποκλίθηκε με συστολή· δεύτερη φορά σ’ αυτή την ιστορία, δεν είχε να πει τίποτα, ούτε και μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη. «Οι Ποντικοί είναι από τα αξιότερα Είδη» συνέχισε ο Ασλάν. «Όλα τα Είδη είναι άξια· μα οι Ποντικοί έχουν αναδείξει και θ’ αναδείξουν ξεχωριστούς ήρωες του Κόσμου μας».

Η Γιαγιά Σούζαν χαμογέλασε, στη θύμηση ενός άλλου Ποντικού, που είχε γνωρίσει πριν πενήντα χρόνια και βάλε, και που όμως, σε ναρνιανά χρόνια, θα γεννιόταν αιώνες μετά το μικρούλη πρίγκιπα που είχε μπροστά της.

Οι μεγάλοι κοιτούσαν το μεγαλόπρεπο Ζώο και δε μιλούσαν· τους ήταν αρκετό που το είχαν κοντά τους. Ο Άλφρεντ ιδιαίτερα ένιωθε ξαναγεννημένος· το πάθημά του, που παραλίγο να γίνει αιτία να πεθάνει η κόρη του, η εμπειρία του από την ύπαρξη του μυθικού Κόσμου και η διήγηση της μητέρας του, τον είχαν κάνει πιο ταπεινό. Είχε συγχωρήσει, κι αυτόν τον είχαν συγχωρήσει.

«Είσαι Θεός;» τόλμησε να ρωτήσει ο Μπόρις, αφού περίμενε να ολοκληρώσει ο Ασλάν.

Το πράο λιονταρίσιο πρόσωπο φάνηκε σα να χαμογελάει.

«Τον πατέρα σου ρώτα» αποκρίθηκε· «έχει καταλάβει».

«Έχω ερωτήσεις» ψέλλισε ο Άλφρεντ.

«Ψάξε τις απαντήσεις στη σχέση σου με όλους αυτούς» απάντησε ο Ασλάν, δείχνοντας με το κεφάλι του τους Ανθρώπους που βρίσκονταν στη σάλα. «Θα ’θελες να με οδηγήσεις στο μεγάλο σχολείο σου, να τους καταπλήξω όλους κάνοντας μια διάλεξη για τη Νάρνια… Όμως αυτό δε θα γίνει. Κι εσύ καλύτερα να μην πεις τίποτα – έτσι κι αλλιώς, δε θα σε πιστέψουν, κι ας είδαν την εισβολή κι ας αναρωτιούνται για χρόνια με ποιους πολέμησαν». Ο Άλφρεντ κούνησε το κεφάλι· το Λιοντάρι είχε μαντέψει τις βαθύτερες σκέψεις του. «Ο επιστήμονας πρέπει να υπηρετεί το συνάνθρωπο», κατέληξε εκείνο, «όχι τη ματαιοδοξία του».

«Μακάρι να είχε φτάσει η τελευταία μέρα της ζωής μου» είπε η Σούζαν.

«Έχεις ακόμη δουλειά να κάνεις» απάντησε ο Ασλάν. «Δεν ήρθε η ώρα ν’ αναχωρήσεις». Χαμήλωσε το κεφάλι μπροστά της κι εκείνη του χάιδεψε τη χαίτη. «Δε θα με χάσεις ποτέ» της είπε· «όταν θα βοηθάς τους αδελφούς μου, θα με βρίσκεις μέσα τους».

«Ασλάν, γιατί δε σκοτώνεις τα βδελυρά πλάσματα;» ρώτησε ο Κρυσταλίνα αυτό που την προβλημάτιζε καιρό τώρα.

«Δεν είναι στη φύση μου να ξεκληρίζω» απάντησε σοβαρά ο Βασιλιάς των Βασιλιάδων, «αλλά ν’ αγαπάω».

Κάθισε στο δάπεδο κι άφησε τα μικρά παιδιά να παίξουν μαζί του λίγο ακόμη. Έπειτα στράφηκε στους Τρεις Επισκέπτες.

«Ο πόλεμος τελείωσε» είπε. «Οι φίλοι μας, οι Γιοι του Αδάμ και οι Θυγατέρες της Εύας, βοηθήθηκαν. Ώρα να γυρίσουμε σπίτι».

«Ζήτω!!» χοροπήδησε ο Ποντικός. Κι όλοι ξέσπασαν σε γέλια, ακόμα κι ο Ασλάν.

***

Η Κρυσταλίνα, συνοδευόμενη από τον Τσίπιριπ, τον πρίγκιπα των Ποντικών, και τον Ευθύβουλο τον Ευθύβολο, από τη φυλή των Νάνων με την Πορτοκαλιά Κόμη, στάθηκε αμίλητη μπροστά στον πατέρα της, τον ξακουστό Πολεμιστή Ήλιο, ανάμεσα σε δεκάδες Κένταυρους, Ποντικούς, Νάνους, Μινώταυρους, Σάτυρους, Φαύνους, Νύμφες, Αίλουρους κι άλλα πλάσματα του μαγικού Κόσμου, όσα χωρούσαν στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου, στο ανάκτορο του Βασιλιά Ροκ.

Ο Πολεμιστής Ήλιος φορούσε στέμμα και δίπλα του στεκόταν η Φλογέα, η άξια και όμορφη γυναίκα του, στεφανωμένη επίσης μ’ ένα ατίμητο βασιλικό διάδημα. Οι στρατηγοί και οι πολεμιστές του Βασιλιά Ροκ είχαν ανακηρύξει παμψηφεί Βασιλιά τον Πολεμιστή Ήλιο, στη θέση του νεκρού άρχοντά τους.

Όλοι είχαν αγωνία· πώς θ’ αντιμετωπίσει την κόρη του ο αυστηρός πατέρας, που τώρα ήταν και Βασιλιάς; Η καρδιά της κοπέλας βαρούσε σαν ταμπούρλο πολέμου.

Ο Πολεμιστής Ήλιος δεν είπε λέξη. Μόνο σηκώθηκε από τη θέση του, πλησίασε αποφασιστικά κι έσφιξε στην αγκαλιά του την αγαπημένη του κόρη, όπως δεν το είχε κάνει πολλά χρόνια τώρα.

Ζητωκραυγές γέμισαν τον αέρα, καπέλα πετάχτηκαν ψηλά, πλάσματα χοροπήδησαν χειροκροτώντας! Η Κρυσταλίνα με δάκρυα αγκάλιασε το στιβαρό κορμί του πατέρα της. Η Φλογέα χαμογέλασε συγκινημένη. Πολλά είχαν αλλάξει.

Και τότε, μια αντιπροσωπεία από στρατηγούς και πολεμιστές του αντίπαλου βασιλείου, όπου κυβερνούσε μέχρι πρότινος ο Βασιλιάς Χρύσιππος, μπήκε στην αίθουσα. Όλοι ταράχτηκαν, τράβηξαν τα σπαθιά τους, εμφάνισαν τα νύχια τους. Οι επισκέπτες έπιασαν τα σπαθιά τους ανάποδα, με το αριστερό χέρι, και τα ακούμπησαν στο μαρμάρινο δάπεδο. Ένας Αρκούδος, αρχηγός της φρουράς του Πολεμιστή Ήλιου, καθησύχασε τους δικούς του:

«Έρχονται εν ειρήνη!».

Ο επικεφαλής των επισκεπτών, ένας μεγαλόσωμος Λύκος με στολή αρχιστράτηγου, προχώρησε και υποκλίθηκε μπροστά στον Κένταυρο Βασιλιά.

«Το βασίλειο των Μονόκερων δεν έχει πια Βασιλιά» ανακοίνωσε. «Κανείς μας δε θέλει τον πόλεμο. Η Νάρνια πρέπει να ενωθεί. Και δε θα βρούμε πιο δυνατό, συνετό, σοφό και γενναίο Βασιλιά από τον ικανότερο των Κενταύρων, τον Πολεμιστή Ήλιο!».

Ένας Σάτυρος που τον ακολουθούσε πλησίασε και του πρόσφερε το στέμμα.

«Ναι! Να δεχτεί! Να δεχτεί! Ζήτω ο Βασιλιάς της Νάρνια!» φώναξαν όλα τα πλάσματα, απ’ όλα τα Είδη.

Ο Πολεμιστής Ήλιος ένιωσε αμηχανία. Ήταν μια ζωή ελεύθερος κι ανυπόταχτος και τώρα θα γινόταν Βασιλιάς ολόκληρης της Νάρνια; Να τον προσκυνούν, εκείνον που δεν προσκύνησε κανένα; Να κυβερνά τους άλλους, εκείνος που δεν ήθελε κανείς να τον διατάζει; Δεν του άρεσε η σκέψη.

Κοίταξε την Κρυσταλίνα και τη Φλογέα, που στέκονταν αγκαλιασμένες δίπλα στο θρόνο.

«Τι να κάνω;» πήρε τη γνώμη τους, σχεδόν για πρώτη φορά στη ζωή του.

«Να δεχτείς» απάντησε θαρρετά η Κρυσταλίνα. «Ο Ασλάν είπε πως θ’ αλλάξει η ζωή όλων μας· μόνο που πρέπει να την αλλάξουμε προς το καλύτερο, δηλαδή προς το καλύτερο για τους άλλους… που θα είναι και καλύτερο για τον εσωτερικό μας κόσμο».

Ο Πολεμιστής Ήλιος χαμογέλασε. Έκλινε το κεφάλι κι ο Σάτυρος του φόρεσε το δεύτερο στέμμα πάνω στο πρώτο. Νέες επευφημίες αντήχησαν στο παλάτι.

Ο Βασιλιάς έβγαλε τα δυο στέμματα – που έτσι κι αλλιώς δε θα στέκονταν πολλή ώρα το ένα πάνω στο άλλο – και τα παρέδωσε τον πρωτομάστορα των Νάνων, που βρισκόταν εκεί.

«Λιώστε τα και φτιάξτε ένα νέο στέμμα, από τα δυο μαζί, το στέμμα της ενωμένης Νάρνια».

«Και τώρα, Βασιλιά μου» είπε ο Κεραυνόποδος, «νομίζω πως η κατοικία σου είναι το Κάιρ Πάραβελ».

«Εξυπακούεται» είπε ο αρχιστράτηγος Λύκος. «Αυτή είναι η καρδιά της Νάρνια, η καρδιά της ενότητάς μας. Είναι δικό σου».

«Όχι» απάντησε ο Πολεμιστής Ήλιος. «Είναι όλων μας. Εγώ είμαι και θα είμαι ένας ταπεινός υπηρέτης του λαού μας, όλων των λαών μας. Μα η καρδιά της Νάρνια και η καρδιά της ενότητάς μας είναι Κάποιος Άλλος».

«Και πού είναι αυτός ο Άλλος, Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Τσίπιριπ κοιτώντας γύρω του.

«Έφυγε, μεγάλε μικρέ μου φίλε» χαμογέλασε ο γενναίος Κένταυρος. «Όπως φεύγει πάντα, αφήνοντάς μας την ελευθερία να διαλέγουμε για τον εαυτό μας. Βλέπεις, είναι ένα αγρίμι, δεν είναι ένα ήμερο Λιοντάρι…».

***

Στη Λίμνη με τα Πεταλουδόφτερα Ψάρια αντήχησαν οι οπλές των Κενταύρων.

Ο Βασιλιάς της Νάρνια, ο Κεραυνόποδος και ο Ωκυθόας, συνοδευόμενοι από τη Φλογέα και την Κρυσταλίνα, όλοι με τις επίσημες φορεσιές τους, στάθηκαν στην όχθη.

«Φίλε μου Λαμπριάτη» είπε ο Κενταυροβασιλιάς κοιτάζοντας τα νερά. «Ήρθαμε να τιμήσουμε τη φιλία και τις συμβουλές σου».

Ένα πολύχρωμο Πεταλουδόψαρο πήδησε έξω και στάθηκε μετέωρο κουνώντας τα φτερά του, μισό μέτρο πάνω απ’ την επιφάνεια της Λίμνης. Μετά κι ένα δεύτερο, και μετά ένα τρίτο. Και μετά εκατοντάδες Πεταλουδόφτερα Ψάρια βγήκαν από τη Λίμνη και σκέπασαν την επιφάνειά της με έναν ολόκληρο ουρανό χρωμάτων.

Ψηλότερα απ’ όλους πέταξε και στάθηκε μετέωρος ο Λαμπριάτης.

«Σ’ ευχαριστώ, συνετέ και γενναίε Βασιλιά μου» είπε. «Η φιλία σου με τιμά και θα προσπαθήσω να φανώ αντάξιός της».

«Μου χρωστάς και μια ιστορία, όπως θυμάμαι» χαμογέλασε ο Βασιλιάς.

«Θα σου την πω, όταν θα μείνουμε οι δυο μας» αποκρίθηκε το ηλικιωμένο σοφό Ψάρι.

***

Ήρθε το σούρουπο. Στην όχθη της Λίμνης, ανάμεσα στα τελευταία κελαηδίσματα των πουλιών, απόμεναν τώρα μόνο οι δυο τους: ο Λαμπριάτης, ο απόγονος των Παραμυθόψαρων του Νότιου Ωκεανού, που η σοφία και οι ιστορίες τους φτάνουν ώς την εποχή της Βαθειάς Μαγείας, κι ο Πολεμιστής Ήλιος, που είχε αποθέσει το στέμμα και το μανδύα.

«Σε ακούω τώρα, εκλεκτέ μου φίλε» είπε ο Βασιλιάς και, λυγίζοντας τα τέσσερα πόδια του, κάθισε στα λεία βότσαλα και στην ψιλή χρυσαφένια άμμο με τα ξανθά βρύα.

«Με χαρά, φίλε μου» απάντησε το πανέμορφο Ψάρι. «Τώρα, μάλιστα, η ιστορία μου έχει συμπληρωθεί με σημαντικές εξελίξεις, που την κάνουν ακόμα πιο όμορφη και ωφέλιμη».

Κι άρχισε να διηγείται την ιστορία ενός μικρού ζωηρού κι ανυπάκουου Κένταυρου, που ξέφευγε συνεχώς από το θέλημα και τις εντολές των γονιών του και που, μεγαλώνοντας, επρόκειτο να περάσει πολλές φουρτούνες και ν’ αξιωθεί τελικά, με παράκληση και απαίτηση όλων των Ειδών, να στεφθεί Βασιλιάς της Νάρνια…

Κι όπως όλοι γνωρίζουν σ’ αυτό τον παραμυθένιο και μαγικό Κόσμο, ο χρόνος παίζει πολλά παιχνίδια και τίποτα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνεται· γι’ αυτό, αδελφέ μου, γι’ αυτό, αδελφή μου, απ’ όπου κι αν είσαι, όποια ηλικία κι αν έχεις, είτε είσαι αγόρι είτε κορίτσι, να ξέρεις πως, όταν γίνεις Βασιλιάς στη Νάρνια, είσαι Βασιλιάς για πάντα.

ΤΕΛΟΣ

Ρέθυμνο 20 Σεπτεμβρίου 2013

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...