Από τα πλάσματα της Στεριάς ελάχιστα μόνο έχουν αντικρίσει το Κοραλλένιο Παλάτι κι ακόμα λιγότερα έχουν διαβεί το κατώφλι του. Οι Γοργόνες έφτιαξαν μια φυσαλίδα κι εκεί μπήκαν οι τέσσερις φίλοι και κατέβηκαν στο Βυθό. Κατέβαιναν και κατέβαιναν κρατημένοι χέρι χέρι και κοιτώντας με δέος τα κοπάδια από πολύχρωμα Ψάρια, τα απέραντα δάση από φύκια, τις υποθαλάσσιες οροσειρές και τα παράξενα πλάσματα που συναντούσαν.
Και στον Κόσμο μας να ’ταν, πάλι θα εκπλήσσονταν από ένα τέτοιο ταξίδι· πόσο μάλλον σ’ έναν παραμυθένιο Κόσμο, γεμάτο απ’ όλων των Ειδών τα μυθικά και μαγικά πλάσματα.
Πέρασαν την Κόκκινη Πύλη ανάμεσα σε μια φρουρά τρομαχτικούς Καρχαρίες. Η φυσαλίδα τους ακολουθούσε καθώς περπατούσαν στον πολυτελή διάδρομο. Πλήθος υποθαλάσσια όντα τους συνόδευαν και μπροστά πήγαιναν οι Επτά Αδελφές. Μόνο η προτελευταία, η Νηνεμία, στρεφόταν και τους κοιτούσε με μάτια γεμάτα συμπάθεια πότε πότε.
Τα τέσσερα παιδιά ένιωθαν πως αυτή η Θαλασσοκυρά ήταν η ελπίδα τους να επιβιώσουν σ’ εκείνο το σκληρό κόσμο.
Πριν καταδυθούν, η Κρυσταλίνα τα έσφιξε στην αγκαλιά της και τους υποσχέθηκε να τα περιμένει στο ακρογιάλι μαζί με τους Κενταύρους της. Τα βεβαίωσε πως δε θα πάθαιναν τίποτα, τα προστάτευαν οι συνθήκες μεταξύ των πλασμάτων και οι προαιώνιοι νόμοι της Νάρνια, γραπτοί και άγραφοι.
«Κι εμείς θα περιμένουμε» είπε ο Λαμπηδόνας στρατηγός Ουράνιος με μια ομάδα αστραφτερούς πολεμιστές, καβάλα στις Κρυστάλλινες Πεταλούδες τους. «Όταν βγείτε, θα σας μεταφέρουμε με ασφάλεια στη Λαμπαδία».
«Μάλλον δε θα ’χουμε γυρίσει στη μαμά μας το μεσημέρι» ψιθύρισε ο Αλή καθώς έμπαινε στη φυσαλίδα.
Και τώρα, στο Κοραλλένιο Παλάτι, ένιωθαν μικροί μπροστά στα πανάρχαια τοιχώματα από κοράλλια όλων των αποχρώσεων. Η λαμπερή καρδιά του Οπάλιου αναβόσβηνε φοβισμένη.
«Μη φοβάσαι» του ’πε η Τορπεκάι σφίγγοντάς του το χέρι. «Είσαι στην πατρίδα σου, στη Νάρνια».
«Δεν είμαι στην πατρίδα μου, αλλά στο Βασίλειο των εχθρών της» τη διόρθωσε το αγόρι.
«Ναι, μα η εχθρότητα ξέσπασε από παρεξήγηση» είπε ο Αλή. «Αν όλοι είναι αθώοι, ελπίζω πως δε θα πάθουμε τίποτα».
«Και οι δικοί σου περιμένουν οπλισμένοι στην ακτή, μαζί με τους Κένταυρους» συμπλήρωσε το Μικρό Άνθος. «Έχουν κάνει συνθήκη για να γυρίσουμε σώοι».
«Ναι, δε θα μας πειράξουν» συμφώνησε ο Τζαμάλ, πιότερο για να το πιστέψει ο ίδιος. «Και να θυμάστε, σύντροφοι: πάνε πια τα παιχνίδια! Τέτοια φοβερή αληθινή ιστορία κανένας άλλος δεν έχει ζήσει».
«Σσστ!» έκανε ένας αξιωματικός Καραβίδα. «Φτάσαμε!».
Όλα τα πλάσματα παρατάχτηκαν έξω από μια ψηλή στολισμένη πύλη. Μόνο οι Θαλασσοκυράδες μπήκαν μέσα. Η Νηνεμία έγνεψε στους τέσσερις φίλους να την ακολουθήσουν.
Τα παιδιά μπήκαν δειλά. Και μπροστά τους ανοίχτηκε το πιο όμορφο θέαμα που μπορούσαν να φανταστούν ότι θ’ αντικρίσουν.
Μια αχανής αίθουσα στρωμένη ολόκληρη με χρυσάφι, λευκόχρυσο και μαργαριτάρια, που η λαμπρότητά της τους έκανε να νιώσουν πως είχαν μετακομίσει στον Ήλιο! Στην άλλη άκρη ήταν στημένος ένας πανύψηλος θρόνος και λίγο χαμηλότερα άλλοι δεκατέσσερις, ο καθένας σε διαφορετικά χρώματα, κομψοτεχνήματα φτιαγμένα από κοράλλια και πολύτιμους λίθους.
Στον ψηλό θρόνο καθόταν ο Πρωτέας, ο Μέγας Θαλασσοκράτορας, με μια κορώνα που έμοιαζε με πύργο – γεμάτη λεπτεπίλεπτα ανάγλυφα και τόσο ψηλή, όσο το μισό κορμί του. Στους έξι χαμηλούς θρόνους κάθονταν έξι πρίγκιπες με πανοπλίες από όστρακα και μανδύες, ενώ ανάμεσά τους, στους άλλους εφτά, κάθισαν οι Θαλασσοκυράδες, καθεμιά δίπλα στο σύζυγό της. Μόνο ο τελευταίος θρόνος έμεινε κενός, αυτός που περίμενε να γεμίσει όταν θα παντρευόταν η Αύρα.
Τα τέσσερα παιδιά κοίταξαν την Αύρα· όμορφη, μα χλομή και αμίλητη, στα μάτια της φαινόταν απλωμένη μια αιώνια θλίψη. Έμοιαζε με εύθραυστη πορσελάνη. Βέβαια, τα παιδιά δεν ήξεραν καθόλου τι είναι η πορσελάνη, μα κατάλαβαν πως ήταν ένα ευαίσθητο πλάσμα που δεν ήξερε την ελευθερία και τη χαρά. Ο θρόνος και η κορώνα δεν της πρόσθεταν καμιά λάμψη.
Ασυναίσθητα υποκλίθηκαν μπροστά στο μεγάλο Βασιλιά. Είχε μακριά λευκά γένια και μεγάλα γαλάζια μάτια· φαινόταν ήρεμος, σκεφτικός, χωρίς καθόλου μίσος ή πολεμικό ενθουσιασμό, σαν αυτόν που είχαν δει να ξεχειλίζει στο στράτευμά του.
Η Θάλασσα σηκώθηκε απ’ το θρονί της και στράφηκε προς το μέρος του.
«Πατέρα μας», είπε με επισημότητα, «με τη μεσολάβηση της Κρυσταλίνας, εξ ονόματος του Πολεμιστή Ήλιου, του Βασιλιά της Νάρνια, συναντήσαμε τους εχθρούς μας και μιλήσαμε μαζί τους. Ισχυρίζονται πως όχι μόνο δεν έκλεψαν το θησαυρό μας, μα και πως εμείς κρατάμε αιχμάλωτο τον πρίγκιπα Ύαλο και τους συνοδούς του! Λένε πως δεν έχουν επιστρέψει στη Λαμπαδία».
Ο Βασιλιάς κούνησε το κεφάλι του· φυσαλίδες βγήκαν από τ’ αφτιά του, που ήταν μυτερά και οδοντωτά, σαν πτερύγια, όπως όλης της οικογένειάς του και του Λαού του.
«Οι Λαμπηδόνες δε λένε ψέματα» είπε σκεφτικός. «Και τούτα τα τέσσερα παιδιά γιατί είναι εδώ;».
«Είναι τρία Παιδιά του Αδάμ και της Εύας, πατέρα» είπε η Αλμύρα, «κι ένας μικρός Λαμπηδόνας, που λέει πως έχει γεννηθεί στον Κόσμο των Ανθρώπων και πως ήρθε στη Νάρνια σήμερα μόλις. Τα φέραμε ως ουδέτερους μεσολαβητές, για να μας βοηθήσουν να λύσουμε το σκοτεινό αίνιγμα».
«Τέσσερα παιδιά, το ένα από τους εχθρούς μας;» έκανε περιφρονητικά ο πρίγκιπας Ζέφυρος, ο σύζυγος της Φουρτούνας. «Αυτά θα γίνουν η λύση στο πρόβλημά μας;».
Τότε ο Τζαμάλ, που τόσην ώρα μάζευε θάρρος κοιτάζοντας τα γαλήνια μάτια του Πρωτέα, αποφάσισε να μιλήσει:
«Αν δε σας κάνουμε, εξοχότατε, να φύγουμε» είπε. «Δεν ήρθαμε με τη θέλησή μας να εισβάλουμε στο Παλάτι σας. Μα, συγχωρέστε με, βλέπω μεγάλη οργή και καλύτερα να σκεφτούμε με ηρεμία, πριν ξεσπάσει το κακό».
Ο πρίγκιπας εξεπλάγη απ’ αυτό το θράσος.
«Θα νικήσουμε» είπε σκληρά.
«Μα θα αιματοκυλιστεί ο Κόσμος» πετάχτηκε η Τορπεκάι. «Τι αξία έχει η νίκη μπροστά στην ειρήνη;».
«Κι ύστερα, πρέπει να βρεθεί ο εξαφανισμένος πρίγκιπας» συμπλήρωσε ο Αλή. «Δεν έχετε μόνο εσείς πρόβλημα, μα κι οι Λαμπηδόνες». Στράφηκε στον Πρωτέα, που άκουγε σκεφτικός. «Μόνος σας είπατε πως οι Λαμπηδόνες δε λένε ψέματα», κόμπλαρε λίγο, «Μεγαλειότατε» συμπλήρωσε.
Ο Πρωτέας χαμογέλασε. Το ίδιο και η Νηνεμία. Κι ο Οπάλιος θάρρεψε πως είδε ένα μειδίαμα και στα χείλη της Αύρας, που τον είχε γοητεύσει. Του θύμιζε τη χλομή νεράιδα, που είχε πάρει το σώμα της μητέρας του στον Κάτω Κόσμο.
Ο μεγάλος Βασιλιάς κοίταξε την Τορπεκάι.
«Πώς σε λένε, Κόρη της Εύας;».
«Μικρό Άνθος» απάντησε το κορίτσι.
«Όμορφο όνομα. Έχεις θάρρος, Μικρό Άνθος, και μιλάς με σοφία μεγαλύτερη από την ηλικία σου. Όλοι έχετε θάρρος και σύνεση. Δέχομαι τη βοήθειά σας. Να ξέρετε μόνο πως είναι μεγάλη ανάγκη και πως το θανατικό που θα πέσει θα ’ναι πολύ χειρότερο απ’ αυτό που φέρνει ένας πόλεμος».
Τα παιδιά ανατρίχιασαν.
«Γιατί;» ρώτησε δειλά ο Τζαμάλ. «Τι έχει μέσα το Κιούπι, που είναι τόσο πολύτιμο;».
«Μαργαριτάρια;» ρώτησε ο Αλή, λέγοντας αυτό που ήξερε περισσότερο για θησαυρό της Θάλασσας.
Η Τορπεκάι τον χτύπησε με τον αγκώνα της.
«Εδώ τα μαργαριτάρια σίγουρα δεν τα βάζουν σε κιούπια» του ψιθύρισε. Ο Αλή κοκκίνισε.
«Μαργαριτάρια;» γρύλλισε ο πρίγκιπας Ζέφυρος. «Εδώ τα μαργαριτάρια δεν είναι θησαυρός, μικρέ Γιε του Αδάμ, αλλά στολίδι!».
Ο Πρωτέας του έγνεψε να ηρεμήσει.
«Όχι, καλέ μου επισκέπτη» είπε σοβαρά. «Όπως είπε και ο γενναίος γαμπρός μου, τα μαργαριτάρια δεν είναι κάτι, που από την έλλειψή του θα πεθαίναμε».
«Τότε;» ρώτησε, μιλώντας για πρώτη φορά ο Οπάλιος. «Τι έχει μέσα το Κιούπι;».
Ο Βασιλιάς Πρωτέας στράφηκε και τα βλέμματά τους βυθίστηκαν το ένα στο άλλο. Κατόπιν απάντησε:
«Το Αλάτι».
Τα παιδιά σάστισαν.
«Το Αλάτι;».
Ο Πρωτέας έγνεψε κουρασμένος στην Θαλασσοκυρά Κοραλλένια κι εκείνη ανέλαβε να εξηγήσει:
«Όταν ο Ασλάν δημιούργησε τον Κόσμο μας με το τραγούδι του, έδωσε σε κάθε Βασίλειο ένα ανεκτίμητο δώρο, από το οποίο θα εξαρτιόταν η ζωή του. Στη Νάρνια και σ’ όλους τους Στεριανούς έδωσε τον Ήλιο· στους Λαμπηδόνες», έδειξε με το λεπτό της δάχτυλο τον Οπάλιο, «το ουράνιο τόξο τους, και σε κάθε Είδος και κάθε Βασίλειο το δικό του δώρο. Στους Θαλασσινούς έδωσε το Κιούπι».
Έκανε μια παύση, σκεπτόμενη πώς να συνεχίσει. Η αδελφή της η Πικρίσσα μπήκε στη μέση:
«Είναι ένα Κιούπι από πηλό, φτιαγμένο από σκόνη Άστρων, από την εποχή της Βαθειάς Μαγείας. Η θέση του είναι στην Καρδιά του Κοραλλένιου Παλατιού, απ’ όπου ξεχύνει το Αλάτι σε όλη τη Θάλασσα, σε όλο τον Ωκεανό, σε κάθε μεριά του Κόσμου μας».
«Αν λείψει το Αλάτι» συμπλήρωσε η Φουρτούνα, «τα Νερά, αργά αλλά σταθερά, θα σαπίσουν και κάθε πλάσμα που ζει σ’ αυτά, μικρό ή μεγάλο, θα πεθάνει».
«Δηλαδή το Αλάτι στη Θάλασσα βγαίνει μέσα από ένα κιούπι;» ρώτησε αποσβολωμένη η Τορπεκάι.
«Υπάρχει ένα παραμύθι που το λέει αυτό» θυμήθηκε ο Αλή. «Μας το ’λεγε η γιαγιά Ταχέρα για να κοιμηθούμε το χειμώνα».
«Αυτά που για σας είναι παραμύθια» είπε ευγενικά ο πρίγκιπας Ούριος, σύζυγος της Νηνεμίας, «για μας είναι αλήθεια».
***
Λίγο αργότερα οι τέσσερις φίλοι γευματίζουν σε μια μεγάλη τραπεζαρία, φαγητά φτιαγμένα από αγαθά της Θάλασσας. Συντροφιά τους κάνουν ο Ούριος και η Νηνεμία, το ευγενικό ζευγάρι που προθυμοποιήθηκε να τους συνοδεύσει.
Κάθε παιδί βρίσκεται τώρα σε μια ξεχωριστή φυσαλίδα, που δεν τους εμποδίζει να πιάνουν τα αντικείμενα που θέλουν. Τα πάντα βρίσκονται μέσα στο Νερό· το πριγκιπικό ζευγάρι κι όλοι οι κάτοικοι του Κοραλλένιου Παλατιού κολυμπάνε με τις ψαρίσιες ουρές τους.
«Στη δική μας θάλασσα το αλάτι δεν τελειώνει, κι ας μην έχουμε κάποιο Κιούπι που βγάζει συνέχεια νέο» είπε η Τορπεκάι – «δηλαδή, έτσι νομίζω».
«Σε μας όμως», απάντησε ο πρίγκιπας, «υπάρχουν μικρά ψαράκια, που τρώνε το Αλάτι. Τόσο μικρά, που δε φαίνονται με γυμνό μάτι. Αν χαθεί το Κιούπι, κάποια στιγμή το Αλμυρό Νερό δε θα είναι πια Αλμυρό».
«Δηλαδή θα είναι στάσιμο και βουρκιασμένο» πρόσθεσε η Νηνεμία.
«Να ξέρετε» είπε ο πρίγκιπας «πως εδώ έχετε αρκετό σεβασμό· έρχεστε από τη Χώρα των Τεσσάρων Υψηλών Βασιλέων! Τους γνωρίζετε;».
Τα τρία ξαδερφάκια κούνησαν το κεφάλι τους πέρα δώθε· δε θυμούνταν να τους έχουν ακουστά.
«Όταν βγήκαμε στη Νάρνια» είπε ο Οπάλιος «τα Κορίτσια των Δέντρων και πολλά Ζώα μας είπαν πως τους έφερε εδώ ο Ασλάν και πως νίκησαν κάποια Μάγισσα. Ο Ασλάν, μας είπαν επίσης, είναι ο Δημιουργός της Νάρνια – αυτός που, όπως είπατε, σας έδωσε το Κιούπι. Δεν ξέρουμε τίποτ’ άλλο».
«Οι Τέσσερις Βασιλιάδες» εξήγησε η Νηνεμία «νίκησαν τη Λευκή Μάγισσα κι ελευθέρωσαν τη Νάρνια από τον Αιώνιο Χειμώνα. Είναι οι σοφότεροι και ικανότεροι Βασιλιάδες που έχει γνωρίσει ποτέ το Βασίλειο της Νάρνια».
«Στο οποίο δεν ανήκετε εσείς» υπέθεσε η Τορπεκάι.
«Ακριβώς. Όπως υπάρχουν κι άλλα Βασίλεια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αλλά ο Ασλάν είναι ο Δημιουργός των πάντων και ο Φίλος όλων των αγαθών πλασμάτων».
«Ο Αδάμ και η Εύα ξέρετε ποιοι είναι;» ρώτησε ο Ούριος.
«Ξέρουμε» είπε η κοπελίτσα· «οι πρώτοι άνθρωποι. Εννοείτε
ότι είμαστε απόγονοί τους».
Ο πρίγκιπας κοίταξε το κορίτσι με θαυμασμό:
«Ώστε είσαι το Μικρό Άνθος, Κόρη της Εύας... Εσείς, αγόρια, πώς λέγεστε;».
«Μαχητής» είπε ο Τζαμάλ και κορδώθηκε· ήθελε κι αυτός ένα υπέροχο όνομα.
«Τρίχες» γκρίνιαξε ο Αλή. «Εγώ είμαι ο Αλή κι αυτός ο Τζαμάλ! Τζαμάλ ο Ζωηρός – έτσι τον φωνάζουνε – κι όχι… Μαχητής! Η ξαδέρφη μας είναι η Τορπεκάι· Μικρό Άνθος τη φωνάζει η καλή μας γιαγιά, η Ταχέρα».
Το ζευγάρι των Θαλασσινών αρχόντων γέλασε με την καρδιά του.
«Εσύ, για μας, θα είσαι ο Μαχητής» είπε ο Ούριος δείχνοντας το Τζαμάλ. «Κι εσύ, Γιε του Αδάμ, ο Ειλικρινής, γιατί είπες την αλήθεια για τον εαυτό σου και τους φίλους σου».
«Εσύ, Οπάλιε, έχεις ήδη ένα όνομα που ταιριάζει στο Λαό σου, τους φωτεινούς Λαμπηδόνες».
«Δηλαδή δε μας μισείτε;» ρώτησε το αγόρι.
«Όχι βέβαια» είπε η Θαλασσοκυρά. «Αφού είστε αθώοι». Κοίταξε το σύζυγό της. «Είμαστε βέβαιοι» κατέληξε.
***
Το πριγκιπικό ζευγάρι οδήγησε τους τέσσερις φίλους στην Καρδιά του Κοραλλένιου Παλατιού, εκεί που φυλάσσεται το Βυθισμένο Κιούπι από την εποχή της Βαθειάς Μαγείας.
Είδαν ένα τεράστιο κοχύλι, σα στρείδι, που μέσα ήταν στρωμένο μαργαριτάρια. Η άδεια θέση του αγγείου ήταν φανερή. Πολύχρωμα Ψάρια κολυμπούσαν τριγύρω με έκδηλη ανησυχία.
«Δε φρουρείται η αίθουσα;» ρώτησε ο Τζαμάλ.
Ο Ούριος κούνησε το κεφάλι του.
«Είμαστε στην Καρδιά του Παλατιού» είπε. «Κανείς δε θα μπορούσε να μπει και να βγει από ’δώ μέσα χωρίς να τον σταματήσουν».
«Τότε πώς πιστεύετε ότι το έκανε ο πρίγκιπας των Λαμπηδόνων;» ρώτησε η Τορπεκάι.
«Μακάρι να ξέραμε» απάντησε η Νηνεμία. «Αλλά ας μη λέμε ότι το έκανε εκείνος, μια και αμφιβάλλουμε πια. Όποιος κι αν το έκανε – κι αν εξαφάνισε και τον πρίγκιπα Ύαλο – είναι ο χειρότερος εχθρός που έχουμε αντιμετωπίσει ποτέ».
Εκείνη την ώρα μπήκε στην Αίθουσα της Καρδιάς ο πρίγκιπας Ζέφυρος, ο αυστηρός και βλοσυρός σύζυγος της Φουρτούνας. Κρατούσε τέσσερα μικρά ξίφη με τις κομψές θήκες τους, που ζώνονταν γύρω απ’ τη μέση, και ασπίδες αναλόγου μεγέθους.
«Μια και βρίσκεστε εδώ κι αποφασίσαμε να δεχτούμε τη βοήθειά σας», είπε ψυχρά, «πάρτε αυτά».
Και πρόσφερε από ένα ξίφος και μια ασπίδα στον καθένα. Τα έδωσε με σεβασμό, σα να πρόσφερε δώρα, αν και η έκφρασή του δε γλύκανε ούτε δευτερόλεπτο.
Ο Ούριος και η Νηνεμία κοιτάχτηκαν για μια στιγμή.
«Ευχαριστούμε, αδελφέ μου» είπε ο Ούριος. Ο Ζέφυρος έκλινε ελαφριά το περήφανο κεφάλι του κι έφυγε.
«Ελπίζω πως δε θα τα χρειαστείτε» είπε στα παιδιά η Νηνεμία δείχνοντας τα όπλα.