Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

Κεφάλαιο 7. Δυο μονοπάτια

 

Ο στρατηγός Ουράνιος κάλεσε τους τέσσερις φίλους στο διαμέρισμά του. Τα τρία παιδιά από τον Κόσμο των Ανθρώπων φορούσαν τώρα πεντακάθαρα ρούχα από φίνο μετάξι, χρυσοκέντητα, που τους είχαν προσφέρει οι Λαμπηδόνες. Ο Οπάλιος δε φορούσε ρούχα, όπως κι ο Λαός του.

Εκεί γνώρισαν την Ανταύγεια, την αγαπημένη σύζυγο του στρατηγού, ξακουστή σ’ όλη τη Λαμπαδία για την ομορφιά και το δυναμισμό της. Τους υποδέχτηκε εγκάρδια κι αρχοντικά. Από την πλάτη της έβγαιναν δυο κρυστάλλινα φτερά πεταλούδας, μυτερά στην κάτω άκρη.

«Πώς γίνεται αυτό;» τόλμησε να ρωτήσει το Μικρό Άνθος, ενώ και οι τέσσερις φίλοι την κοιτούσαν αποσβολωμένοι.

Η αρχόντισσα χαμογέλασε και χάιδεψε το κορίτσι στο κεφαλάκι.

«Η Ανταύγεια κατάγεται από τους αρχαίους Λαμπηδόνες» απάντησε ο στρατηγός. «Με το πέρασμα των αιώνων, τα φτερά χάθηκαν από το είδος μας. Διατηρούνται μόνο σε μια δυο οικογένειες και μόνο στις γυναίκες».

«Έχουν σχέση με τα φτερά των Πεταλούδων;» ρώτησε ο Οπάλιος.

«Και βέβαια» είπε η Ανταύγεια. «Η Λαμπαδία δημιουργήθηκε όταν το ουράνιο τόξο, όπου βρισκόμαστε, καρφώθηκε σ’ ένα μεγάλο κοίτασμα ηλιόπετρας μέσα στη γη. Τότε κρυσταλλώθηκε κι από τα θραύσματα της ηλιόπετρας και του ουράνιου τόξου γεννήθηκαν οι πρώτοι Λαμπηδόνες και οι πρώτες Πεταλούδες. Με τον καιρό, οι πρόγονοί μας δημιούργησαν όλον αυτό τον πολιτισμό που βλέπετε».

«Οι Πεταλούδες είναι αδέρφια μας» πρόσθεσε ο στρατηγός. «Είναι κι αυτές Λαμπηδόνες, απλώς άλλου είδους».

***

Σε λίγο, ο στρατηγός πήρε παράμερα τους τέσσερις φίλους.

«Υπάρχει ένας τρόπος να μάθουμε την αλήθεια» τους είπε, «αλλά είναι αρκετά τρομακτικός και επικίνδυνος».

«Ποιος τρόπος;» ρώτησε ο Τζαμάλ.

«Η μαγεία». Τα τέσσερα παιδιά σφίχτηκαν. «Πιθανότατα, ο εχθρός μας χρησιμοποίησε μαγεία και μάλιστα εξελιγμένη».

Τους κοίταξε προσεχτικά, μετρώντας τις αντιδράσεις τους. Η λαμπερή καρδιά του έδειχνε ταραχή, όπως και του Οπάλιου.

«Άρα, ο καλύτερος τρόπος να βρούμε ποιος είναι, είναι η μαγεία».

«Σ’ αυτό τον Κόσμο σίγουρα η μαγεία είναι άφθονη» υπέθεσε ο Τζαμάλ.

«Ναι, αλλά εκείνη που θεωρούμε πραγματική μαγεία και διαφέρει από τις ξεχωριστές ικανότητες κάθε Είδους ή από τις δυνάμεις του Ασλάν, ας πούμε, είναι η μαύρη μαγεία. Τη μαύρη μαγεία κανείς δεν τη συμπαθεί – ούτε κι εγώ. Γι’ αυτό, θα ενεργήσω χωρίς την άδεια της Βασίλισσας, που δεν πρόκειται να μου τη δώσει ποτέ».

Ήταν φανερό πως ενεργούσε χωρίς την έγκριση όχι μόνο της Βασίλισσας, μα και της σοφής συντρόφισσάς του, της αρχόντισσας Ανταύγειας.

«Άρα, συγχωρέστε με, εξοχότατε» είπε συνεσταλμένα ο Οπάλιος, «πράγματι γίνονται στη Λαμπαδία ενέργειες που μένουν κρυφές».

Ο στρατηγός αναστέναξε.

«Όχι» απάντησε με σταθερή φωνή. «Αυτή θα είναι η πρώτη. Θα ’ρθετε μαζί μου;».

«Τι να μας κάνετε εμάς;» ρώτησε η Τορπεκάι.

«Επειδή ξεναγηθήκατε στο Κοραλλένιο Παλάτι. Ίσως η γνώση και η εμπειρία σας φανούν πολύτιμες».

Οι τέσσερις φίλοι κοιτάχτηκαν.

«Προτείνω όχι» είπε ο Αλή.

«Εγώ δεν προτείνω τίποτα για σας, κάντε ό,τι θέλετε» είπε ο Τζαμάλ. «Εγώ όμως θα πάω. Είμαστε εδώ για ένα σκοπό, όχι για διακοπές».

«Κι εγώ θα πάω» είπε ο Οπάλιος. «Είναι ο Λαός μου».

«Η σύνεση επιβάλλει να κάτσουμε στ’ αβγά μας» είπε το Μικρό Άνθος. «Αλλά εσείς οι δύο έχετε δίκιο, πρέπει να πάμε».

«Πειράζει να μείνω εγώ πίσω;» είπε ο Αλή.

Ο Τζαμάλ τον χτύπησε στην πλάτη.

«Και πού θα μας αφήσεις χωρίς προστασία;» γέλασε. «Κι ύστερα, όταν γυρίσουμε σπίτια μας με το καλό, θα ’χεις σ’ όλη σου τη ζωή την πίκρα ότι δεν ήρθες».

«Μα ακριβώς επειδή θέλω να γυρίσω στο σπίτι, λέω να μην έρθω».

Κοίταξε την Τορπεκάι, ελπίζοντας για υποστήριξη.

«Καλύτερα να μείνουμε ενωμένοι» του είπε εκείνη. Ο Αλή ξεφύσηξε απογοητευμένος.

«Ας κάνω τη διαθήκη μου» είπε, κι όλοι, από το φόβο τους, ξέσπασαν σε γέλια!

***

Κοντά στα Γαλάζια Βουνά προσγειώθηκαν οι τέσσερις Κρυστάλλινες Πεταλούδες κι άφησαν τους τέσσερις φίλους, οπλισμένους με τις ασπίδες και τα σπαθιά τους, μαζί με τον Ουράνιο και τρεις πιστούς πολεμιστές του.

«Εδώ κοντά είναι» είπε στα παιδιά.

«Τι είναι αυτή η Μάγισσα;» ρώτησε ο Οπάλιος. «Άνθρωπος;».

«Όχι» απάντησε με φυσικότητα ο στρατηγός. «Μαϊμού».

Τα παιδιά γέλασαν.

«Αστειεύεστε» είπε ο Αλή. Ο στρατηγός τον κοίταξε απορημένος. «Όχι;».

«Την έχετε συναντήσει ποτέ;» ρώτησε το κορίτσι. Ο στρατηγός ένευσε αρνητικά· θα ήταν η πρώτη φορά. Η καρδιά του φανέρωνε πως ένιωθε κι εκείνος κάποιο φόβο, το ίδιο κι οι σύντροφοί του. Μα κατανικούσαν το φόβο τους, σαν καλοί και συνετοί πολεμιστές, και προχωρούσαν.

Άρχισαν να μπαίνουν σε μια χαράδρα. Κάπου βαθιά, σε μιαν αθέατη σκοτεινή σπηλιά, μια κρυστάλλινη σφαίρα άρχισε να λάμπει μ’ ένα απόκοσμο κόκκινο φως. Η Μάγισσα Μαϊμού γέλασε. Έρχονταν τα πουλάκια της, τα θύματά της!...

Όμως, πριν κάνουν λίγα βήματα μέσα στη χαράδρα, ακούστηκαν καλπασμοί. Στάθηκαν. Δυο καβαλάρηδες φάνηκαν πίσω τους και σταμάτησαν λίγα βήματα κοντά τους.

Ήταν νέοι, ντυμένοι με πανοπλίες και οπλισμένοι με ασπίδες και δόρατα. Πανέμορφοι, χωρίς γένια, το πρόσωπό τους έλαμπε και τα μαλλιά τους έμοιαζαν στεφανωμένα από κατάλευκο φως. Ο ένας ίππευε λευκό άλογο κι ο άλλος κοκκινωπό. Αυτά τα υπέροχα ζώα, γνώρισε ο στρατηγός, δεν ήταν απ’ τη Νάρνια.

«Ποιοι είστε;» ρώτησε. «Ποιον Βασιλιά υπηρετείτε;».

«Εκείνον που εσείς ονομάζετε Ασλάν. Και σας παραγγέλλει να μην πάτε στη Μάγισσα, που θα προσπαθήσει να σας ξεγελάσει, αλλά στο αριστερό μονοπάτι, που οδηγεί προς την κορυφή του Γαλάζιου Βουνού».

Τα παιδιά κοίταξαν τον Ουράνιο, προσπαθώντας να καταλάβουν αν ήξερε τι βρισκόταν στο τέρμα του μονοπατιού που έβγαζε στην κορυφή. Εκείνος κοιτούσε στα μάτια τους καβαλάρηδες, αυστηρά και καχύποπτα.

«Εσείς δε μπορείτε να μας δώσετε απαντήσεις;» τους ρώτησε.

«Δεν είναι αυτή η αποστολή μας» αποκρίθηκαν εκείνοι. «Ας έχετε την ευλογία του».

Έστριψαν τ’ άλογά τους και ξεκίνησαν να φύγουν.

«Είστε Γιοι του Αδάμ;» ρώτησε ο στρατηγός.

«Όχι» απάντησαν οι άντρες, «του Νέου Αδάμ».

Και χάθηκαν στο βάθος, εκεί απ’ όπου είχαν έρθει.

Η μικρή συντροφιά στάθηκε για λίγο προβληματισμένη κι όλοι περίμεναν τον Ουράνιο ν’ αποφασίσει.

«Λοιπόν, τι υπάρχει στο Γαλάζιο Βουνό;» ρώτησε ο Τζαμάλ.

Ο στρατηγός σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει.

«Λένε πως κοντά στην κορυφή του Γαλάζιου Βουνού κατοικεί ο Οδηγός, ένα σοφό πλάσμα που αγαπά όλα τα όντα, απ’ όλα τα Είδη. Είναι πιστός στον Ασλάν και διαθέτει γνώση και δύναμη πολύ ανώτερη από τα περισσότερα πλάσματα αυτού του Κόσμου».

«Γιατί δεν πάμε;» ρώτησε ο Οπάλιος.

Ο στρατηγός έκανε ένα μορφασμό αμηχανίας.

«Και πώς ξέρουμε ότι υπάρχει καν ο Οδηγός; Πώς ξέρουμε ποιοι ήταν αυτοί οι άντρες; “Γιοι του Νέου Αδάμ” – δηλαδή; Δεν έχω ακούσει τίποτα για Νέο Αδάμ. Εσείς;».

Τα παιδιά κούνησαν το κεφάλι· ούτε κι αυτά.

«Προτιμώ λοιπόν να πάμε στη Μάγισσα, εκεί που προγραμματίζαμε από την αρχή και που ξέρουμε σίγουρα πως θα βρούμε κάτι».

«Ναι, αλλά είπαν πως θα προσπαθήσει να μας ξεγελάσει» παρατήρησε η Τορπεκάι.

«Ίσως όμως αυτοί προσπάθησαν να μας ξεγελάσουν».

«Μπορώ να πω τη γνώμη μου;» ρώτησε ο Αλή.

«Φυσικά, παιδί μου».

«Προτείνω Βουνό».

«Και ο λόγος;».

«Στο Συννεφένιο Παλάτι, εξοχότατε, είπατε πως εδώ έχουμε μαύρη μαγεία, που κανείς δεν τη συμπαθεί στη Λαμπαδία και σ’ όλες τις χώρες αυτού του Κόσμου. Γι’ αυτό εξάλλου φύγαμε κρυφά απ’ τη Βασίλισσα. Από την άλλη, οι δυο καβαλάρηδες δήλωσαν πως υπηρετούν τον Ασλάν και ο Οδηγός, όπως λέτε, είναι πιστός του Ασλάν. Ο Ασλάν δεν είναι η Πηγή του Καλού εδώ; Εκεί δεν είμαστε ασφαλείς; Πιο ασφαλείς από τη μαύρη μαγεία;».

«Και στο κάτω κάτω, αν δε βρούμε τίποτα, επιστρέφουμε και πάμε στη Μάγισσα» πρόσθεσε ο Τζαμάλ.

Ο στρατηγός το σκέφτηκε. Η λαμπερή καρδιά του, πάλλοντας, επιτάχυνε προβληματισμένη.

«Όχι» απάντησε τελικά. «Θα πάμε στη Μάγισσα».

«Με την άδειά σας» είπε η Τορπεκάι, «εμείς θα πάμε στον Οδηγό».

«Τι!» έκανε ο Αλή. «Θα πάμε μόνοι μας;».

«Μη μου τα χαλάς τώρα» τον σκούντηξε ο Τζαμάλ. «Τα ’πες μια χαρά πριν. Ναι, μόνοι μας, και λοιπόν; Τίποτα δε θα μας συμβεί· είναι ο τόπος του Ασλάν εδώ».

«Δεν το εγκρίνω» είπε ο στρατηγός. «Ο Ασλάν δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα σας βοηθήσει».

«Ελάτε μαζί μας τότε» είπε ο Οπάλιος.

«Όχι, παιδιά. Θα πάω εκεί που κρίνω ότι πρέπει να πάω. Αν επιμένετε να τραβήξετε προς την κορυφή, μπορείτε να το κάνετε μόνοι σας».

«Και η χρησιμότητά μας στο άντρο της Μάγισσας;» επέμεινε το κορίτσι.

«Τι να κάνουμε; Δε μπορώ να σας υποχρεώσω να έρθετε».

Οι τέσσερις φίλοι το σκέφτηκαν λίγες στιγμές.

«Πολύ καλά» είπε ο Οπάλιος. «Θα συναντηθούμε εδώ, όταν τελειώσουμε τη δουλειά μας».

 

"Από την μακρινή Τανζανία και εκ βάθους καρδίας Καλή Σαρακοστή..."

Orthodox Mission Of Tanzania ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΑΜΠΕΛΩΝΑ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ    "ΚΥΡΙΕ εσύ που νήστεψες 40 ημέρες στην έρημο, δώσε μας δύναμη να ...