Το θαλασσινό ζευγάρι ξενάγησε τους τέσσερις φίλους στο Κοραλλένιο Παλάτι. Τους έδειξε τα διαμερίσματα για τους ξένους, όπου είχαν φιλοξενηθεί ο πρίγκιπας Ύαλος και οι συνοδοί του, τις περιοχές όπου μένουν οι Θαλασσοκυράδες με τους συζύγους τους κι εκεί όπου κατοικούν οι φρουροί, τα θησαυροφυλάκια, τα οπλοστάσια και τις αποθήκες…
«Κι αυτά είναι τα δωμάτιά σας» είπαν τελικά οδηγώντας τους σε τέσσερις κάμαρες δίπλα δίπλα.
Οι κάμαρες ήταν στεγνές κι επιπλωμένες με όμορφα αναπαυτικά κρεβάτια, καθρέφτες και κομοδίνα.
«Μπορείτε ν’ αφήσετε τις φυσαλίδες σας στο διάδρομο» τα βεβαίωσε η Νηνεμία. «Θα τις ξαναβρείτε όταν θα θέλετε να βγείτε».
Τότε ο Οπάλιος, αν και φοβισμένος, πήρε το θάρρος να ρωτήσει κάτι. “Ή τώρα ή ποτέ” σκέφτηκε.
«Γράφετε εσείς εδώ;».
Ο Ούριος ένευσε αρνητικά. Στο Βασίλειο της Θάλασσας δεν υπήρχε γραφή.
«Ζωγραφίζετε όμως;» ρώτησε το Μικρό Άνθος, σα να μάντεψε το συλλογισμό του.
«Η Αύρα ζωγραφίζει» είπε η Νηνεμία. «Θέλετε χαρτί και μολύβι;».
«Αν είναι εύκολο» είπε το αγόρι.
«Ευχαρίστως θα σας φέρουμε».
Το ζευγάρι έφυγε κολυμπώντας προς το βάθος του διαδρόμου.
«Μακάρι να πηγαίναμε να τα πάρουμε μόνοι μας» είπε ο Οπάλιος. «Θα ’θελα να μιλούσαμε στην Αύρα – φαίνεται τόσο λυπημένη που σκέφτομαι μήπως ξέρει κάτι».
«Δε νομίζω πως θα μας αφήσουν» είπε ο Αλή, χωρίς να καταλαβαίνει ακόμη τι σκέφτονταν οι φίλοι του.
Μια Νηρηίδα φάνηκε και τους έφερε λευκές μεμβράνες και μολύβια από κάρβουνο. Την ευχαρίστησαν και μπήκαν όλοι στο δωμάτιο του Οπάλιου, αφήνοντας τις φυσαλίδες τους απ’ έξω.
Το διάφανο αγόρι και το κορίτσι κάθισαν δίπλα δίπλα παίρνοντας τις μεμβράνες και τα μολύβια κοντά τους.
«Κι εγώ δεν ξέρω να γράφω» είπε ο Οπάλιος. «Ξέρω όμως να ζωγραφίζω κι έχω και καλό αίσθημα προσανατολισμού».
«Κι εγώ το ίδιο» είπε το κορίτσι. «Θα σε βοηθήσω!».
«Τι το θέλετε το χαρτί;» καλαμπούρισε ο Τζαμάλ. «Θα μας κάνετε το πορτραίτο μας;».
«Όχι» απάντησε με φυσικότητα ο Οπάλιος. «Ένα χάρτη».
Και βάλθηκε να ζωγραφίζει.
«Το Παλάτι είναι κυκλικό» είπε. «Το είδαμε απ’ έξω, αλλά φαίνεται κι απ’ τους πλαϊνούς διαδρόμους, που μοιάζουν στρογγυλοί». Τα παιδιά κούνησαν το κεφάλι τους. «Η Καρδιά είναι στη μέση, δηλαδή εδώ». Σχεδίασε. «Ήρθαμε έτσι κι έτσι, άρα η Αίθουσα των Θρόνων είναι εδώ. Φύγαμε από την Καρδιά προς τα εδώ… Να τα διαμερίσματα των πριγκίπων, να η φρουρά, οι αποθήκες, οι θησαυροί… Να τα δικά μας…».
Η Τορπεκάι συμπλήρωνε και σιγά σιγά μπήκαν στο παιχνίδι και τα δυο αγόρια. Σύντομα είχαν φιλοτεχνήσει ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα του Παλατιού.
«Τώρα θα πρότεινα να ξαναπάμε στα διαμερίσματα των ξένων, εκεί απ’ όπου χάθηκε ο πρίγκιπας με τους Λαμπηδόνες» είπε ο Οπάλιος. «Επίσης, νομίζω πως υπάρχει ένας ολόκληρος τομέας του Παλατιού», έδειξε με το χέρι του, «όπου δε μας πήγαν καθόλου. Τι να ’ναι εκεί;».
«Να κυκλοφορήσουμε έτσι μόνοι μας στο Παλάτι;» ρώτησε φοβισμένα ο Αλή.
«Ναι, να πάμε» είπε ο Τζαμάλ, που άρχιζε να νιώθει πως είχε χάσει την αρχηγία. «Όποιος φοβάται, να μείνει στο δωμάτιό του!».
«Ο Μαχητής!» αστειεύτηκε ο Οπάλιος.
«Οπάλιε, να ξέρεις πως μέχρι σήμερα το πρωί ήμουν ο αρχηγός εδώ πέρα».
«Εννοείς εκεί πέρα» γέλασε η ξαδέρφη του. Ο Τζαμάλ κοκκίνισε.
«Τέλος πάντων. Τώρα είμαστε στον Κόσμο σου και αναγνωρίζω κι εσένα ως αρχηγό – είσαι πολύ καλός εξάλλου. Αλλά ναι, μην το ξεχνάτε, είμαι ο Μαχητής!».
***
Ταξίδεψαν στο Παλάτι μέσα στις φυσαλίδες τους, φορώντας τα μικρά τους όπλα, με οδηγό το σχεδιάγραμμά τους. Πήγαν στους ξενώνες, συνάντησαν Τρίτωνες και Γοργόνες και ρώτησαν λεπτομέρειες για τη διαμονή των αγνοούμενων Λαμπηδόνων. Μπήκαν και βγήκαν στα δωμάτια και σε όμορφους υποθαλάσσιους κήπους, τίποτα δε βρήκαν.
«Είμαστε μόνο τέσσερα παιδιά» είπε απογοητευμένος ο Αλή. «Δε νομίζω πως θα βρούμε τίποτα! Ελπίζω μόνο να μη χάσουμε το κεφάλι μας αν αποτύχουμε!».
«Πάμε στον τομέα του Παλατιού όπου δε μας πέρασαν οι ξεναγοί μας» είπε ο Οπάλιος.
«Μισό λεπτό» τον σταμάτησε ο Αλή. «Μήπως θες να πεις πως είναι ύποπτοι ο Ούριος και η Νηνεμία; Είναι οι μόνοι που μας φέρθηκαν καλά. Για μένα, ύποπτος είναι ο Ζέφυρος και οι μεγάλες Αδελφές, οι κακιασμένες!».
«Όμως ο Ζέφυρος μας έδωσε όπλα» απάντησε η ξαδέρφη του.
«Ίσως για να ρίξει στάχτη στα μάτια των άλλων» σχολίασε ο Τζαμάλ.
Κατευθύνθηκαν προς την άγνωστη πτέρυγα, όπως τους το είχε αποδείξει το σχεδιάγραμμα. Είδαν και πάλι αίθουσες, αποθήκες, γυάλινα παράθυρα που έβλεπαν σε κήπους και σε απέραντα υποθαλάσσια λιβάδια που έσφυζαν από ποικιλόμορφη ζωή.
«Δε βλέπω κάτι περίεργο» είπε ο Τζαμάλ.
«Πράγματι» παραδέχτηκε ο Οπάλιος. «Τότε γιατί δε μας έφεραν προς τα εδώ;».
«Προσέξτε!» ξεφώνισε τρομαγμένο το Μικρό Άνθος.
Δυο γιγάντια Καβούρια είχαν βρεθεί ξαφνικά μπροστά τους. Τους έφραζαν το δρόμο και πλησίαζαν με φανερές άγριες διαθέσεις, ανοιγοκλείνοντας τις δαγκάνες τους.
«Τρέξτε!» φώναξε ο Αλή.
Έκαναν πίσω, μα ένας λευκός Καρχαρίας τους είχε κόψει τη δυνατότητα διαφυγής.
Συσπειρώθηκαν πλάτη με πλάτη. Η Τορπεκάι είχε μουδιάσει, μα κι ο Αλή έτρεμε.
«Οι δυο μας είμαστε» είπε ο Οπάλιος στο Τζαμάλ.
«Επίθεση!» πρόσταξε εκείνος.
Και ρίχτηκαν. Οι φυσαλίδες τους έσπασαν αμέσως και τα ξίφη χτύπησαν αιφνιδιαστικά τους εχθρούς τους. Ο Οπάλιος ξέσκισε την κοιλιά του Καρχαρία κι ο Τζαμάλ χτύπησε το όστρακο του πιο κοντινού Κάβουρα, μα δεν του προκάλεσε ούτε αμυχή. Ωστόσο, το νερό άρχισε να μπαίνει στα πνευμόνια τους.
«Πάμε!» φώναξε η Τορπεκάι και πήρε μπροστά. Ο Αλή, σα να ξύπνησε απότομα, την ακολούθησε.
Ο λευκός Καρχαρίας υποχώρησε αιμόφυρτος και τα τέσσερα παιδιά χτύπησαν τα Καβούρια, κραυγάζοντας ταυτόχρονα για βοήθεια. Κατάφεραν να τα ξαφνιάσουν και να τα απωθήσουν. Όμως δεν είχαν πια φυσαλίδες! Ένιωθαν να πνίγονται και το νερό τους παράσερνε πάνω κάτω. Τα Καβούρια ανασυντάχτηκαν για μια τελειωτική εφόρμηση!
Όμως τότε φάνηκαν πίσω απ’ τα παιδιά αρκετοί Τρίτωνες οπλισμένοι με τρίαινες και μακριά ξίφη. Τα Καβούρια δε στάθηκαν να πολεμήσουν. Έστριψαν, κουτούλησαν μέσα στο διάδρομο – τους έπεφτε στενός – μπερδεύτηκαν και κουτρουβάλησαν στο δάπεδο!
Οι Τρίτωνες άπλωσαν δίχτυα και τα αιχμαλώτισαν. Πήραν στα χέρια τους τα παιδιά κι έφτιαξαν μια φυσαλίδα γύρω απ’ το καθένα. Σε λίγο τα είχαν φέρει σε κάποια αίθουσα νοσοκομείου.
***
«Φτηνά τη γλιτώσαμε!» ξεφύσηξε ο Αλή αποκαμωμένος, μόλις συνήλθε.
«Μας έσωσε τη ζωή ο Ζέφυρος» παρατήρησε ο Τζαμάλ. «Οπάλιε, σύντροφε, είσαι καλός πολεμιστής!».
Ο Οπάλιος χαμογέλασε κι η καρδιά του έλαμψε πιο δυνατά.
«Όλοι πολεμήσαμε όπως μπορούσαμε» είπε σεμνά. «Οι Τρίτωνες μας έσωσαν».
«Ήταν η πρώτη αληθινή μεγαλίστικη εμπειρία της ζωής μας» είπε μελαγχολική η Τορπεκάι. «Και στον τόπο μας γίνεται πόλεμος, μα δεν έχουμε δει κάποια μάχη. Και τώρα πολεμήσαμε οι ίδιοι!».
«Και μάλιστα» πρόσθεσε ο Αλή «με σπαθιά και ασπίδες!».
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο πρίγκιπας Βορέας, ο σύζυγος της Θάλασσας. Οι γιατροί κι οι νοσοκόμοι στάθηκαν προσοχή.
«Τι γυρεύατε εκεί, παιδιά;» ρώτησε ήρεμα.
«Δεν είχαμε πάει προς τα εκεί και σκεφτήκαμε μήπως βρούμε κάτι» απάντησε ο Τζαμάλ.
«Και μάλλον είχαμε δίκιο» είπε η Τορπεκάι. «Γιατί μας επιτέθηκαν; Τι υπάρχει σ’ εκείνο το μέρος;».
«Τίποτα» είπε ο πρίγκιπας. «Μόνο αποθήκες και κήποι».
«Κι όμως, υπάρχει» επέμεινε ο Οπάλιος. «Αλλιώς, γιατί έγιναν όλ’ αυτά;».
«Τι απέγιναν τα Καβούρια;» ρώτησε ο Τζαμάλ.
«Τα Καβούρια δεν έχουν τόσο υψηλή νοημοσύνη, ούτε μιλάνε· είναι σαν εκπαιδευμένα ζώα. Ίσως απλά βρέθηκαν εκεί και σας ρίχτηκαν γιατί δε σας είχαν ξαναδεί».
«Ο Καρχαρίας;».
«Αυτός ήταν εξυπνότερος και θα μπορούσε να μας πει κάτι, όμως πέθανε από το σπαθί σας».
«Είσαι καρχαριοφονιάς, φίλε μου» είπε με αληθινό θαυμασμό στον Οπάλιο ο Τζαμάλ. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με περίσκεψη.
«Θα ήταν υπερβολή αν ζητήσουμε ακρόαση;» ρώτησε τον πρίγκιπα.
***
Αρκετή ώρα αργότερα, αφού τα παιδιά συνήλθαν για τα καλά, έφτασαν ξανά στην Αίθουσα των Θρόνων, όπου ο Βασιλιάς Πρωτέας περίμενε να τ’ ακούσει.
Μαζί του ήταν, στους θρόνους τους, τρία από τα πριγκιπικά ζευγάρια: η Θάλασσα κι ο Βορέας, η Φουρτούνα και ο Ζέφυρος, η Νηνεμία και ο Ούριος.
Πρώτο απ’ όλους μίλησε το Μικρό Άνθος:
«Μεγαλειότατε, τα όπλα που μας έδωσε ο άρχοντας Ζέφυρος μας έσωσαν τη ζωή. Τον ευχαριστούμε γι’ αυτό».
Ο Ζέφυρος κούνησε το κεφάλι χωρίς ν’ αλλάξει το βλοσυρό ύφος του.
«Λυπούμαστε που κινδυνεύσατε στο Κοραλλένιο Παλάτι» είπε ο Βασιλιάς. «Ζητούμε συγγνώμη. Είστε πολύτιμοι φιλοξενούμενοί μας και διαπραγματευτές της ειρήνης».
«Σας ευχαριστούμε» απάντησαν όλα τα παιδιά με καμάρι.
«Η επίθεση που δεχτήκαμε» συνέχισε το κορίτσι «μας κάνει να πιστεύουμε πως ίσως σ’ εκείνο το μέρος ο κλέφτης έχει κρύψει το πολύτιμο Κιούπι».
«Όχι» αποκρίθηκε ο Ούριος. «Το Κιούπι δε βρίσκεται στη Θάλασσα, αλλιώς θα συνέχιζε να βγάζει Αλάτι».
«Και, πιστέψτε μας, θα το καταλαβαίναμε αμέσως» πρόσθεσε η Φουρτούνα.
«Πάντως κάτι ύποπτο συμβαίνει εκεί» επέμεινε ο Τζαμάλ ο Μαχητής.
«Γιατί δεν τους πήγατε στην αρχή από ’κεί;» ρώτησε ο Βασιλιάς τη Νηνεμία.
«Δεν έχει και τίποτα σπουδαίο σ’ εκείνο το μέρος» απάντησε εκείνη.
«Με την άδειά σου, πατέρα, θα πάω να το ελέγξω ο ίδιος» είπε ο Ζέφυρος. Ο Πρωτέας ενέκρινε.
«Θα ’ρθω μαζί σου, αδελφέ, αν δεν έχεις αντίρρηση» είπε πρόθυμα ο Ούριος.
«Φυσικά. Κάθε προσφορά δεκτή» απάντησε εκείνος στο γνώριμο ύφος του.
Οι τέσσερις φίλοι συνεννοήθηκαν με το βλέμμα.
«Και τώρα» είπε ο Τζαμάλ, «αν δεν έχετε αντίρρηση, θα παρακαλέσουμε να μας βγάλετε στη Στεριά».
«Κιόλας;» ρώτησε η Φουρτούνα. «Είναι νύχτα στον απάνω Κόσμο. Τα δωμάτιά σας είναι έτοιμα. Γιατί δε διανυκτερεύετε εδώ;».
«Φοβούνται μήπως κινδυνεύσουν ξανά» συμπέρανε η Θάλασσα.
«Ισχύει» παραδέχτηκε ο Τζαμάλ. «Ξέρουμε πως θα μας φυλάτε, αλλά… παιδιά είμαστε και φοβόμαστε. Δεν είμαστε πολεμιστές».
«Πάντως τα καταφέρατε μια χαρά πριν» είπε ο Βορέας.
«Όμως δεν είναι μόνο αυτό» παρενέβη ο Ούριος. «Στην ακτή θα μας περιμένουν οι Κένταυροι και οι Λαμπηδόνες. Ας μην τους κρατήσουμε εκεί ώς αύριο».
«Βιάζεσαι να πας στους δικούς σου, μικρέ Λαμπηδόνα;» ρώτησε ο Πρωτέας.
«Φυσικό είναι» είπε ο Ούριος. «Ας τους αφήσουμε να φύγουν».
Τα παιδιά κοιτάχτηκαν ικανοποιημένα. Δεν ένιωθαν πια ασφάλεια κάτω από την επιφάνεια της Θάλασσας.