Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

Κεφάλαιο 3. Η Μεγάλη Συνάντηση των Τριών Λαών


Οι Κυράδες της Θάλασσας αναδύθηκαν από τα κύματα και πάτησαν στη Στεριά ιππεύοντας Δράκους και θαλάσσια τέρατα δεμένα με χαλινάρια από αστραφτερά φύκια και φεγγαροκλωστές. Οι Λαμπηδόνες κατέφτασαν πάνω σε Κρυστάλλινες Πεταλούδες. Τέτοια πλάσματα δεν είχε δει ποτέ η Νάρνια κι ούτε στους θρύλους δε θυμόταν κανείς πως υπάρχουν.

Χιλιάδες και χιλιάδες πολεμιστές απ’ τους δυο στρατούς, με σπαθιά, δόρατα και τόξα και περίτεχνες πανοπλίες, παρατάχτηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Η ακτή καλύφθηκε σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων. Οι στρατηγοί στέκονταν ψηλότερα απ’ όλους, ελέγχοντας να μη σπάσει κάποιος θερμόαιμος την ανακωχή. Και ψηλότερα ακόμη απ’ τους στρατηγούς τους στέκονταν οι Βασίλισσες και οι Βασιλιάδες.

Ο στρατός των Λαμπηδόνων έλαμπε σαν ένα λιβάδι από ουράνια τόξα κι οι καρδιές τους έμοιαζαν με μικροσκοπικούς ήλιους. Οι πιο πολλές ήταν κόκκινες και πορτοκαλιές, όπως γίνονται οι καρδιές των Λαμπηδόνων όταν κυριεύονται από το μίσος.

Οι Θαλασσοκυράδες έφερναν ένα πολύχρωμο χαλί από πλάσματα του Αλμυρού Νερού, Γοργόνες και Τρίτωνες, Ναϊάδες και Νηρηίδες, ενώ στη Θάλασσα είχαν εμφανιστεί Φάλαινες, Δελφίνια και Καρχαρίες, Ξιφίες κι ακόμα γιγάντια όντα που κανονικά είναι μικροσκοπικά – Ιππόκαμποι, Αστακοί, Καραβίδες, Χταπόδια, Καβούρια και Καλαμάρια κι ένα σωρό άλλα, που δεν τα χωράει ο νους του Ανθρώπου.

Σε ιλιγγιώδες ύψος, στο κεφάλι ενός θεόρατου θαλάσσιου Δράκου, μεγαλύτερου από κάθε γιγάντιο Χταπόδι, στέκονταν αρματωμένες οι Επτά Αδελφές με τις ψαρίσιες ουρές, οι Βασίλισσες του Αλμυρού Νερού, οι Θαλασσοκυράδες. Η Θάλασσα, η Αλμύρα, η Φουρτούνα, η Πικρίσσα, η Κοραλλένια, η Νηνεμία και η Αύρα.

Ήταν κόρες του Πρωτέα του Θαλασσοκράτορα, που έμενε στο Παλάτι του από Πράσινα Κοράλλια και διαφέντευε τους γιαλούς με αυστηρότητα και σοφία. Είχαν ενώσει όλα τα Βασίλεια της Θάλασσας κι όλοι οι ανεξάρτητοι Βασιλιάδες είχαν γίνει σύμμαχοί τους.

“Τέτοιο στρατό ποιος θα τον νικήσει;” σκέφτονταν οι Λαμπηδόνες βλέποντας με δέος το τρομαχτικό θέαμα. Μα ήταν ψύχραιμοι και πειθαρχημένοι, κανείς δε σάλευε ούτε τα βλέφαρα των ματιών του και κανείς δε μιλούσε.

Σύντομα από τους Πράσινους Λόφους φάνηκε αυτό που περίμεναν· οι Κένταυροι.

Η πριγκίπισσα Κρυσταλίνα, με πριγκιπικό στέμμα και μανδύα, ζωσμένη το ξίφος του πατέρα της, σφυρηλατημένο από τους Νάνους σε φωτιά Δράκου, πλησίαζε πανέμορφη και μεγαλόπρεπη. Την ακολουθούσαν διακόσιοι πολεμιστές Κένταυροι παραταγμένοι σε δεκάδες.

Μπροστά στο αμέτρητο πλήθος των αντιπάλων οι Κένταυροι ήταν μια σταγόνα. Κι αυτό ήταν ακόμα πιο θαυμαστό. Η Κρυσταλίνα δεν ήταν σαν τον πατέρα της, που δεν ήξερε τι θα πει φόβος. Εκείνη ήξερε το φόβο, μα τον δάμαζε μέσα στην ψυχή της.

Ο Κενταυροβασιλιάς ωστόσο της είχε δώσει τους δυο στενότερους φίλους του και καλύτερους στρατηγούς του, τον Κεραυνόποδο και τον Ωκυθόα. Προχωρούσαν πίσω της, ανάμεσα στους στρατιώτες, με μόνο διακριτικό τον κόκκινο μανδύα τους.

«Αν η πριγκίπισσα Κρυσταλίνα δε φοβάται να ’ρθει αντιμέτωπη με τις Επτά Αδελφές και να σταθεί απέναντι στο στρατό μας, φαντάσου πώς θα ’ναι ο πατέρας της» ψιθύρισε στο στρατηγό του ένας Βασιλιάς Τρίτωνας από τη ράχη ενός γιγάντιου Κάβουρα.

«Ο Πολεμιστής Ήλιος μπορεί να σκαρφαλώσει στο κεφάλι του μεγάλου Δράκου και να τον σκοτώσει μ’ ένα χτύπημα του σπαθιού του» απάντησε εκείνος. «Τέτοιο Βασιλιά δεν έχει δει η Νάρνια από την εποχή του Πήτερ του Μεγαλοπρεπούς».

***

Οι Κένταυροι στάθηκαν ανάμεσα στα δυο εχθρικά στρατεύματα. Μόνο οι ανάσες των πλασμάτων και ο ήχος των θεριεμένων κυμάτων έσπαγαν τη σιωπή.

Πέρα, πολύ πιο ψηλά από τους Πράσινους Λόφους, μερικά ζευγάρια μάτια αντίκριζαν με δέος την αναρίθμητη συγκέντρωση, πλησιάζοντας απ’ τον ουρανό. Ήταν μάτια Αετών και κάποιων άλλων, που μεταφέρονταν από Αετούς.

Η Κρυσταλίνα μίλησε από την άμμο, ενώ οι Βασιλιάδες κι οι Βασίλισσες των αντιπάλων στέκονταν πολλά μέτρα ψηλότερα, πάνω σε γιγάντια πλάσματα και σε κορυφές βράχων. Όμως η φωνή της ακούστηκε σταθερή και γλυκιά.

«Σοφοί και γενναίοι Βασιλείς και Βασίλισσες της Θάλασσας και της Λαμπαδίας! Είμαι η Κρυσταλίνα, η μοναχοκόρη του Πολεμιστή Ήλιου, Βασιλιά της Νάρνια!».

«Σε χαιρετούμε με σεβασμό, πριγκίπισσα!» απάντησαν πολλοί Βασιλιάδες μ’ ένα βουητό.

«Ο ερχομός σου εδώ, μαζί με τους συντρόφους σου, τιμά κι εσένα κι εμάς, καθώς και τον πατέρα σου, που η σοφία και η δύναμή του είναι γνωστές σε όλους» είπε η Θάλασσα, η μεγαλύτερη και αγριότερη Θαλασσοκυρά.

«Μη νομίζεις όμως πως μπορείς να εμποδίσεις αυτή τη μάχη!» φώναξε η δεύτερη αδελφή, η Αλμύρα. «Όχι, αν οι Λαμπηδόνες δε μας επιστρέψουν αυτό που μας πήραν!».

Μεγάλο σούσουρο ξέσπασε στην παράταξη των Λαμπηδόνων.

«Εσείς να μας επιστρέψετε αυτόν που μας πήρατε!» φώναξε ο Πρωτοκήρυκας της Βασίλισσας Ίριδας. «Αλλιώς θα σας πολεμήσουμε, αν χρειαστεί, ακόμη και χίλια χρόνια».

Η Κρυσταλίνα και οι πιστοί στρατηγοί της αντάλλαξαν απορημένα βλέμματα.

«Μήπως μπορούμε να μάθουμε κι εμείς την αιτία του πολέμου;» ρώτησε η πριγκίπισσα. Ήταν φανερό πως κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ. «Ας μιλήσουν πρώτες οι Κυράδες της Θάλασσας».

Μια ανάσα από χιλιάδες στήθη έμοιασε με βουερό θαλασσινό άνεμο.

«Ο Ύαλος, πρίγκιπας της Λαμπαδίας» άρχισε η τρίτη Αδελφή, η Φουρτούνα, «έφτασε στο Παλάτι του πατέρα μας, δήθεν για να ζητήσει σε γάμο τη μικρότερη Αδελφή μας, την Αύρα, τη μόνη ανύπαντρη ανάμεσά μας».

Όλοι άκουγαν κρατώντας την αναπνοή τους.

«Φιλοξενήθηκε μαζί με τη συνοδεία του με μεγάλες τιμές, όμως τη νύχτα το ’σκασαν, παίρνοντας μαζί τους τον ανεκτίμητο θησαυρό μας, το Βυθισμένο Κιούπι». Κοίταξε άγρια το εχθρικό στράτευμα και μετά γύρισε στην Κρυσταλίνα. «Αν δεν επιστραφεί το Κιούπι, μεγάλη καταστροφή θα γίνει! Γι’ αυτό, κανείς πόλεμος, όσα θύματα κι αν έχει, δε θα μας κάνει να παραιτηθούμε». Χαμήλωσε τη φωνή της. «Γιατί κανείς πόλεμος δε θα ’ναι χειρότερος απ’ αυτό που θα συμβεί, αν το Κιούπι χαθεί. Κατάλαβες, αντρειωμένη και σεβαστή μου πριγκίπισσα;».

Η αναταραχή στο στρατόπεδο των Λαμπηδόνων φανέρωνε πως αδημονούσαν ν’ απαντήσουν. Η Κρυσταλίνα τους έδωσε το λόγο.

Ο Πρωτοκήρυκας μίλησε με τη βροντερή φωνή του, που έμοιαζε με άνεμο χιονοθύελλας:

«Ψέμα! Εκείνοι κρατούν αιχμάλωτο τον πρίγκιπα της Λαμπαδίας μαζί με τη συνοδεία του – εκτός αν τους έχουν κιόλας σκοτώσει! Ο πρίγκιπας Ύαλος δεν έφυγε ποτέ από το Κοραλλένιο Παλάτι, όπου είχε κατεβεί φορτωμένος δώρα, με την πιο καθαρή πρόθεση που μπορεί να υπάρξει». Έσκυψε από το βράχο, όπου στεκόταν, και κοίταξε προσεχτικά την Κρυσταλίνα. «Να ξέρεις, σεβαστή μου πριγκίπισσα, πως οι Λαμπηδόνες δε λένε ψέματα. Γιατί, αν πούνε, οι παλμοί και το σκοτείνιασμα της καρδιάς τους το φανερώνουν. Λέμε αλήθεια!».

Κραυγές πολέμου αντήχησαν απ’ το στρατόπεδο των Θαλασσινών και με δυσκολία στρατηγοί και Βασιλιάδες συγκράτησαν τα πλήθη να μη χιμήξουν.

Η Κρυσταλίνα και οι δυο στρατηγοί της συνεννοήθηκαν με το βλέμμα.

«Ποιος κήρυξε πρώτος τον πόλεμο;» ρώτησε η κοπέλα.

«Εκείνοι!» φώναξε ο Πρωτοκήρυκας κι έδειξε με περιφρόνηση τους Θαλασσινούς.

«Αφού λοιπόν κήρυξαν εκείνοι, άρα δεν έχουν τον πρίγκιπά σας» είπε με σιγουριά η πριγκίπισσα. «Αν τον είχαν, ποιος ο λόγος να κηρύξουν πόλεμο με άλλη αιτιολογία;».

Οι Λαμπηδόνες δεν απάντησαν. Η Βασίλισσα Ίριδα κι όλοι οι κατώτεροι από αυτήν Βασιλιάδες φάνηκαν σαστισμένοι.

«Κι αν ο πρίγκιπας έκλεψε το θησαυρό σας και γύρισε στην πατρίδα του» είπε η πριγκίπισσα στις Θαλασσοκυράδες, «πού είναι; Θα ’πρεπε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, να ξεχωρίζει μέσα στο στράτευμά του! Κι έπειτα, πόσο χρήσιμο είναι το Βυθισμένο Κιούπι στη Λαμπαδία;».

«Καθόλου χρήσιμο – μόνο στη Θάλασσα βρίσκεται η χρησιμότητά του» είπε η τέταρτη από τις Επτά Αδελφές, η Πικρίσσα.

«Μπορεί όμως να το έκλεψε για να μας καταστρέψει ή να τους είναι χρήσιμο για λόγους που δε μπορούμε να φανταστούμε» φώναξε η πέμπτη Αδελφή, η Κοραλλένια.

Οι Κένταυροι και οι Λαμπηδόνες, ο καθένας από τη μεριά του, φάνηκε να συζητούν προβληματισμένοι.

«Η αλήθεια είναι» πήρε για πρώτη φορά το λόγο η Βασίλισσα Ίριδα (η καρδιά της ήταν κατακόκκινη και λαμπύριζε σαν κοχλαστή λάβα) «πως κανείς από μας δεν ξέρει τι είναι το Βυθισμένο Κιούπι. Ούτε το είχαμε ακουστά μέχρι πριν από ένα λεπτό! Και αλήθεια επίσης είναι ότι ο γιος μου, ο πρίγκιπας Ύαλος, και οι δέκα πιστοί φίλοι και σύντροφοί του δεν έφυγαν ποτέ από το Παλάτι του πατέρα σας, του Βασιλιά Πρωτέα!».

***

Πριν προλάβει οποιοσδήποτε ν’ απαντήσει, χιλιάδες εξασκημένα ζευγάρια μάτια είδαν ψηλά πολύ στον ουρανό να ζυγώνουν τέσσερις κολοσσιαίοι Αετοί. Κι ο καθένας κρατούσε στα πόδια του ένα ζωντανό φορτίο. Και το ένα απ’ αυτά τα φορτία ήταν Λαμπηδόνας.

«Επιτίθενται!» φώναξε ένας φρούραρχος των Τριτώνων και σήκωσε το τόξο του. Η σαΐτα φτερούγισε γοργόφτερη κατά τον Αετό που κουβαλούσε το Λαμπηδόνα.

Μια δεύτερη σαΐτα τινάχτηκε και διασταυρώθηκε στον αέρα με την πρώτη. Τη χτύπησε κι έπεσαν κι οι δυο στη βρεγμένη ασημόχρωμη άμμο.

Όλοι κοίταξαν έκπληκτοι τον τοξότη που κατάφερε αυτή την πράξη. Ήταν ο στρατηγός Ωκυθόας.

«Αν χτυπήσετε Ναρνιανό», φώναξε η Κρυσταλίνα τραβώντας το σπαθί της, «θα συμμαχήσουμε με τους Λαμπηδόνες! Ησυχάστε! Καμιά επίθεση δε γίνεται! Είναι παιδιά, δεν το βλέπετε;».

«Παιδιά» είπε κατάπληκτος ο Ωκυθόας. «Όχι απλώς παιδιά, αλλά Παιδιά του Αδάμ και της Εύας· κι ένα παιδί Λαμπηδόνας».

***

Οι Αετοί προσγειώθηκαν ατρόμητοι ανάμεσα στα εχθρικά στίφη κι άφησαν το φορτίο τους μπροστά στους Κένταυρους. Υποκλίθηκαν στην Κρυσταλίνα και βεβαίωσαν πως θα μείνουν να πολεμήσουν μαζί της, αν απειληθεί.

Η Κρυσταλίνα χάιδεψε το φοβερό σιδερένιο ράμφος του αρχηγού τους. Κοίταξε καλά τα τέσσερα παιδιά κι η καρδιά της σκίρτησε από λαχτάρα. Δέκα χρόνια πριν, εκείνη είχε περάσει στον Κόσμο των Ανθρώπων κι ένιωθε ανυπεράσπιστη και χαμένη. Και πόσο τους είχε αγαπήσει! Να λοιπόν, τώρα, που ξανάβλεπε κάποιους απ’ αυτούς· και μάλιστα τους πιο αγνούς, τρία παιδιά.

«Καλύτερα να κατεβείτε, με όλο το σεβασμό, σεβαστές μου Βασίλισσες» φώναξε με μια ξαφνική σοβαρότητα στη φωνή της. «Έχουμε φιλοξενούμενος και μάλιστα από τη Χώρα των Υψηλών Βασιλέων. Ίσως δεν ήρθαν τυχαία, αλλά κάτι έχουν να πουν ή να κάνουν για να μας βοηθήσουν».

Τα τέσσερα παιδιά κοιτούσαν αποσβολωμένα. Το θέαμα από ψηλά ήταν τρομαχτικό, μα το να βρίσκεσαι ανάμεσα σε τρεις στρατούς μαγικών πλασμάτων πλαισιωμένων με αρπαχτικά τέρατα ήταν κάτι διαφορετικό. Ακόμη κι ο Τζαμάλ είχε ασπρίσει σα χαρτί· καταλάβαινε τώρα πόσο μικρός ήταν και πόσο παιδιάστικα – δηλαδή ακριβώς όπως ταίριαζε στην ηλικία του – σκεφτόταν.

“Θεέ μου, πήγαινέ μας σπίτι” συλλογίστηκε η Τορπεκάι. Μα δεν ήταν ακόμη ώρα να πάνε σπίτι.

Η Βασίλισσα Ίριδα και οι Επτά Αδελφές πάτησαν στην άμμο και συγκεντρώθηκαν γύρω από τα τέσσερα φοβισμένα παιδιά. Οι ψαρίσιες ουρές των Θαλασσοκυράδων έγιναν από ένα ζευγάρι μακριά όμορφα πόδια με γοβάκια από πλατύφυλλα φύκια στολισμένα με μαργαριτάρια. Τα πλάσματα της Ξηράς θαύμασαν τη μαγεία τους, μα δε μίλησαν· δεν ήταν ώρα για εκδηλώσεις θαυμασμού.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε η Βασίλισσα τον Οπάλιο.

«Με λένε Οπάλιο» τραύλισε εκείνος. «Γεννήθηκα στον Κόσμο των Ανθρώπων από έναν πολεμιστή Λαμπηδόνα που πολέμησε στη Μάχη εκεί έξω, πληγώθηκε κι έμεινε εκεί. Η μαμά μου ήταν Άνθρωπος».

Η Βασίλισσα στράφηκε στους υπαρχηγούς της. Όλοι είχαν ακούσει αυτά τα λόγια με την υπερευαίσθητη ακοή τους.

«Κανείς Λαμπηδόνας δεν πολέμησε στη Μάχη με τους Ανθρώπους» τη βεβαίωσε ένας Βασιλιάς που ίππευε ακόμα την Κρυστάλλινη Πεταλούδα του.

Η Βασίλισσα κοίταξε τον Οπάλιο ερωτηματικά. Η καρδιά της είχε γίνει ξανά λευκοκίτρινη, χάνοντας το κόκκινο που της είχε δώσει η απώλεια του παιδιού της· το ίδιο και οι καρδιές των συντρόφων και των υπηκόων της.

«Κι όμως είναι αλήθεια· η απόδειξη είναι εδώ μέσα» – κι έδειξε τη λαμπερή καρδιά του, που δεν έπαλλε ταραγμένη όπως πρώτα.

Η Βασίλισσα ένευσε. Οι Λαμπηδόνες δε λένε ψέματα· κι αν δοκιμάσουν να ψευστούν τα χείλη τους, τους αποκαλύπτει η καρδιά τους.

«Πώς λένε τον πατέρα σου;» ρώτησε το αγόρι.

«Δεν ξέρω, Κυρία. Η μαμά μου δε μου είπε ποτέ τ’ όνομά του. Έλεγε μόνο “ο μπαμπάς σου”».

«Δεν τον γνώρισες;».

«Δυστυχώς όχι· πέθανε από τα τραύματά του ενώ η μαμά μου ήταν έγκυος».

«Κι εσείς, Γιοι και Κόρες του Αδάμ και της Εύας, καλώς ορίσατε στη Νάρνια» είπε η Κρυσταλίνα. «Ποιος ευλογημένος άνεμος σας φέρνει εδώ;».

«Κανείς άνεμος» ψέλλισε ο Αλή. Είχε βρει με προσπάθεια τη φωνή του, βλέποντας τα γαλήνια και καταπράσινα, σαν πετράδια, μάτια της Κενταυρίνας. «Ακολουθήσαμε το φίλο μας, τον Οπάλιο. Θέλαμε να ξεφύγουμε από τους Απίστους. Αυτό είναι όλο».

Οι Βασίλισσες Στεριάς και Θάλασσας κοιτάχτηκαν για μια στιγμή.

«Αυτά τα τέσσερα παιδιά» είπε η έκτη Αδελφή, η Νηνεμία, «είναι αθώα και ουδέτερα ανάμεσά μας. Ήρθαν από τη Χώρα των Υψηλών Βασιλέων. Έφτασαν την κατάλληλη στιγμή, και όχι τυχαία ασφαλώς. Νομίζω πως είναι εκείνοι που πρέπει να εμπιστευτούμε. Αν ο πρίγκιπας Ύαλος δεν επέστρεψε στη Λαμπαδία, αν δεν έκλεψε εκείνος το Βυθισμένο Κιούπι κι αφού, όπως εμείς ξέρουμε καλά, δεν τον κρατάμε αιχμάλωτο στο Βυθό της Θάλασσας, κάτι πιο τρομαχτικό συμβαίνει, κι αυτό το μυστήριο πρέπει να λυθεί πριν σκεπάσει ο Θάνατος όλα τα Βασίλεια!».

 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...