Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Μελένιος Δράκος – Κεφάλαια 8 (εισαγωγή) & 7

 

Εικ. από εδώ

8 (εισαγωγή)

Η πυρκαγιά στο net café έπαιξε πρώτο θέμα σ’ όλα τα κανάλια, συνοδευόμενη από ένα βίντεο, τραβηγμένο από κάποιο i-phone, μ’ έναν τύπο που δεν καλοφαινόταν το πρόσωπό του και που εκσφενδόνιζε ένα τούβλο με αναμμένο στουπί πίσω απ’ το μπαρ, στα μπουκάλια με το ουίσκι.

Προφανώς έτσι είχε προκληθεί η φωτιά· τίποτα μεταφυσικό, τίποτα περίεργο.

Στις ειδήσεις είπαν πως το café (δεν ανέφεραν τ’ όνομά του) ήταν ύποπτο για διακίνηση ναρκωτικών και πως οι αρχές εκεί απέδιδαν την καταστροφή – σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών, δεδομένου και του βίντεο.

Και καθώς η κάμερα του i-phone γύρισε αλλού, έδειξε για δευτερόλεπτα στο πατάρι μερικούς έφηβους και κάτι παιδιά, αποχαυνωμένα κι ακίνητα, που παρακολουθούσαν σε μια οθόνη την εξέλιξη ενός βιντεοπαιχνιδιού: ψηφιακοί μαυροντυμένοι ιππότες, στολισμένοι με ανάποδους κόκκινους σταυρούς, αντιμετώπιζαν στρατιώτες με χρυσαφιές πανοπλίες. Αυτοί οι έφηβοι και τα παιδιά (το ’δαμε ξεκάθαρα) ήμασταν οι Πειρατές των Υπονόμων κι εμείς!

Τίποτα μεταφυσικό κι εδώ, τίποτα περίεργο!

Το είδαμε όλοι, οι γονείς μας κι εμείς, στο σαλόνι του σπιτιού μας, όπου είχαμε συγκεντρωθεί μετά τη φωτιά. Απομείναμε με το στόμα ανοιχτό.

Ευτυχώς ήταν η μαμά μου μαζί, που η μαρτυρία της ήταν η μόνη που βάρυνε για τους μεγάλους. Και είχε να καταθέσει πάααρα πολλά… Βέβαια κι εκείνη αμφέβαλλε για τη φύση των γεγονότων, αλλά ένα ήταν σίγουρο· ακόμα κι αν είχαν παίξει με το μυαλό μας, είχαμε περάσει διά πυρός και σιδήρου και είχαμε ζήσει.

7

Γεια· είμαι ο Νίκος, ο γιος του παπά Σάββα.

Ξέρω πως διαβάζετε την ιστορία του Μελένιου Δράκου κι είπα να προσθέσω μερικές λεπτομέρειες, που κανείς άλλος από όσους ξέρετε μέχρι στιγμής δεν τις έχει ζήσει· ούτε οι Πειρατές των Υπονόμων, όπως αυτοαποκαλούνται η Μίνα με την παρέα της, ούτε οι Ιππότες της Γαλακτοτροφούσας, όπως ονόμασε ο πατέρας μου τη Μελίνα και τα ξαδέρφια της – και το Γιάννη.

Όταν ήμουν μικρός, πίστευα πολύ στο Θεό. Γεννήθηκα σε πιστή οικογένεια, όπως είχαν γεννηθεί κι οι γονείς μου· δυο από εκείνες τις ορθόδοξες οικογένειες που αναδύθηκαν σαν υποβρύχια μετά την κατάρρευση της αθεΐας – ήταν Σέρβοι.

Αν και οι παππούδες μου ήρθαν στην Ελλάδα όταν ο πατέρας μου ήταν έξι χρονών, ενώ η μαμά μου, Σέρβα κι αυτή, γεννήθηκε στην Ελλάδα· οι ίδιοι ταξίδεψαν ελάχιστα στη Σερβία κι εγώ έχω πάει μόνο μια φορά. Τα σέρβικα τα ’μαθα μεγάλος, σαν ξένη γλώσσα, ποθώντας να συνδεθώ με τις σλαβικές, μα και τις βαλκανικές ρίζες μου.

Μικρός λοιπόν πίστευα πολύ στο Θεό. Οι γονείς μου με είχαν μεγαλώσει με πολλές ιστορίες για το Χριστό, την Παναγίτσα και τους αγίους, όπως τους είχαν μεγαλώσει κι εκείνους οι δικοί τους γονείς. Από μικρός ήξερα σαν αυτονόητα πως Κυριακή πρωί σημαίνει εκκλησία, πως Τετάρτη και Παρασκευή δεν τρώμε κρέας και, για τους μεγάλους, είναι μέρες νηστείας κανονικής· πως πρωί και βράδυ κάνουμε μια προσευχούλα και πως όλα τ’ αρχίζουμε και τα τελειώνουμε με το σημείο του σταυρού και το όνομα του Χριστού.

Οι γονείς μου ήταν εξαίρετοι γονείς και μου κληροδότησαν ό,τι θεωρούσαν ως τον πιο πολύτιμο θησαυρό τους.

Ήξερα τι είναι οι γιορτές των αγίων, η θεία κοινωνία, οι μοναχοί, οι Χαιρετισμοί της Παναγίας, οι Παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου… Μικρός ακόμα έμαθα και τι είναι η εξομολόγηση. Κι όλα αυτά με χαρά, αγάπη, συγχωρητικότητα, ταπείνωση από πλευράς των γονιών μου και πραότητα· και με πολλές εξηγήσεις, ανάλογα με την ηλικία μου. Ποτέ με αυστηρότητα και καταπίεση· μου επέτρεπαν και ξεκούραση, και χαλαρότητα, όχι όμως παρασπονδίες στη θρησκευτική μας ζωή (μια οικογενειακή θρησκευτική ζωή – πνευματική ζωή την ονόμαζε ο πατέρας μου), εκτός αν υπήρχε πραγματικός λόγος.

Ήμουν τεσσάρων χρονών, παραμονή της γιορτής μου, του αγίου Νικολάου (που ήταν οικογενειακή μας γιορτή, στην οικογένεια του πατέρα μου, εδώ και πολλές γενιές, σλάβα, όπως λένε στη Σερβία, που σημαίνει δόξα), μόλις είχα αποκοιμηθεί, ένα μωρουδίστικο, αφράτο ύπνο γεμάτο χρώματα, όταν με επισκέφτηκε πρώτη φορά στ’ όνειρό μου ο Μελένιος Δράκος.

Ξαφνιάστηκα και τρόμαξα, μα ο φόβος μου κράτησε ένα δευτερόλεπτο – ήταν τόσο φιλικός, τόσο γλυκός, τόσο μελένιος, που έγινα φίλος του αμέσως.

Μου μίλησε για τον κόσμο του, τα ταξίδια του, τις μάχες του… Και μερικές εβδομάδες αργότερα εμφανίστηκε ενώ ήμουν ξύπνιος και τριγύριζα μόνος μου στην εκκλησία – ο πατέρας μου ήταν στο γραφείο μαζί με τον προϊστάμενο του ναού, γιατί ο ίδιος ήταν ο νεότερος και δεύτερος στην ιεραρχία – και με πήρε στη μυστική πόρτα, απ’ όπου μου έδειξε πια τον κόσμο του, έναν κόσμο που δε θα τον ξεχάσω ποτέ.

Όλοι ξέρετε το Μελένιο Δράκο· τον έχετε δει πολλές φορές· όμως (χαμογελάω νοσταλγικά τώρα) δε θ’ αποκαλύψω προς το παρόν την ταυτότητά του, γιατί ξέρω πως θα τον συναντήσετε στη δική σας ιστορία αργότερα.

Εν πάση περιπτώσει, όταν επέστρεψα τα διηγήθηκα όλα στους γονείς μου. Η μαμά μου νόμισε πως τους έλεγα ένα παραμύθι, όμως ο πατέρας μου συνοφρυώθηκε· ήξερε πολύ καλά, από βιβλία βέβαια, πως καραδοκούν οι Παγιδευτές και στήνουν παγίδες να ψαρέψουν τρυφερές ψυχούλες, και με ξεψάχνισε πάρα πολύ σοβαρά και προσεκτικά, για να βεβαιωθεί αν λέω αλήθεια και τι ακριβώς ήταν αυτό που είχα δει.

Και τελικά βεβαιώθηκε για την αγαθή του φύση και την αληθινή του ταυτότητα, μα και πάλι μου επέστησε την προσοχή (δεν τον είχα ξαναδεί τόσο σκεφτικό), να μη δίνω πίστη σε όσα βλέπω, ούτε να δέχομαι όσα μου λένε τυχόν απροσδόκητοι επισκέπτες, ακόμα κι αν μου εμφανιζόταν – αν δηλαδή νόμιζα πως μου εμφανίζεται –  ο ίδιος ο άγιος Νικόλαος ή ο Χριστός.

Ο Μελένιος Δράκος μου εμφανίστηκε άλλες δυο φορές· στ’ όνειρό μου τη μια φορά και την άλλη μικρός μικρός, πάνω στο γραφείο μου, όπου τον είδε κι η Βέρα, η αδερφούλα μου· ήταν μόλις δυο χρονών κι έκανε τρελές χαρούλες με γέλια και παλαμάκια!

Εκείνη τη μέρα ο Μελένιος Δράκος μου μίλησε για τα χαμένα παιδιά.

Όμως, μια στιγμή, σα ν’ αφουγκράστηκε κάτι κι έπρεπε να φύγει στα ξαφνικά, γιατί, όπως μου εξήγησε, μερικά παιδιά που τον ενδιέφεραν πάρα πολύ κινδύνευαν στην πλατεία, έξω απ’ την εκκλησία όπου υπηρετούσε ο πατέρας μου. Πέταξε με τα μελένια φτερά του και χάθηκε απ’ τις γρίλιες του παραθύρου μας, που έβλεπε σ’ ένα ακάλυπτο χώρο με λεμονιές.

Και τη συνέχεια την ξέρετε, όπως κι ότι ζήτησα από τον πατέρα μου να τα πει όλα. Εκείνος δίσταζε και αμφέβαλλε (δεν είχε Facebook, ούτε ασχολιόταν πολύ με το Διαδίκτυο και δεν είχε πληροφορηθεί την αναζήτηση του Μελένιου Δράκου, που κρατούσε ήδη μήνες σε πολλές πόλεις), αλλά, όπως ήρθαν τα πράγματα, τελικά το έκανε.

***

Και φτάνουμε στο φοβερό βράδυ, όταν φόρεσε το πετραχήλι του, μπήκε στο Ιερό κι έψαλε παράκληση στην Παναγία για όλα τα παιδιά, μπροστά στα μάτια εκείνου του καθαρού ανθρώπου, του θείου τους, του Άρη.

Εμείς ήμασταν στο σπίτι, η μαμά βοηθούσε τη Βερούλα να κάνει μπάνιο κι εγώ έπαιζα στο δωμάτιό μας, περιμένοντας να τελειώσουν για να μπω στη μπανιέρα να πλατσουρίσω και να κάνω και το μπανάκι μου, σαν παιδάκι…

Πώς να τα θυμηθώ και πώς να τα πω, χωρίς να σφιχτεί η καρδιά μου, όπως σφίχτηκε τότε γεμάτη τρόμο; Ήταν ο πρώτος αληθινός εφιάλτης που βίωνα στη ζωή μου, και μάλιστα όχι στ’ όνειρό μου (έτσι τουλάχιστον πίστευα και πιστεύω), μα στην πραγματικότητα!

Άνοιξε το παράθυρο με κρότο και τρύπωσαν μέσα οι ψυχοκάντζαροι, αυτά τα τελώνια που προ ημερών είχαν προσπαθήσει να κατασπαράξουν τα άγνωστά μου παιδιά στην αυλή της εκκλησίας. Μικρά διαβολάκια με σκούρο μπλε δέρμα, κόκκινα μάτια, σουβλερά δόντια, γαμψά νύχια, που ανάδιδαν μιαν απίστευτη αποφορά… Το ένα κρατούσε το άλλο από τα πόδια (μικρά πόδια φαύνου ή μάλλον γουρουνιού, με μακριές χηλές) και σχημάτιζαν μιαν αλυσίδα που εισέβαλε απ’ το παράθυρό μου, μοιάζοντας να κρέμεται απ’ τον ουρανό. Ο τελευταίος με άρπαξε από τους ώμους, κάτι σφύριξε σε κάποια αλλόκοτη γλώσσα κι όλοι μαζί απογειώθηκαν έξω απ’ το παράθυρο κρατώντας με μαζί τους.

Άρχισα να ουρλιάζω, να τσιρίζω! Έξω ήταν νύχτα και παγωνιά· κοίταξα ψηλά κι είδα δεκάδες καλικαντζαράκια να κρέμονται το ένα απ’ το άλλο και το πρώτο να το κρατάει στα βρομερά πόδια του ένα γιγάντιο όρνιο με τεράστιες φτερούγες, που υψωνόταν όλο και ψηλότερα παίρνοντάς με μαζί του μέσ’ στο σκοτάδι!

Με άκουσε η μαμά; Δε με άκουσε; Ούτε που ήξερα. Ούρλιαζα όσο πιο δυνατά μπορούσα και πάλευα να ξεφύγω – μα πώς να ξέφευγα; Κάνοντας βουτιά στο κενό; Θα γινόμουν συντρίμμια στα δέντρα, στα μπαλκόνια, στις ταράτσες…

Και ξαφνικά, ένα απέραντο σμήνος μέλισσες φάνηκαν βουίζοντας από παντού. Συνόδευαν μια ομάδα παιδιών, που σκαρφάλωναν στα δέντρα, πρόβαλλαν απ’ τις ταράτσες, ανέβαιναν στις κεραίες των τηλεοράσεων κι έρχονταν να με βοηθήσουν!

Παιδιών που τα ήξερα πολύ καλά: ήταν οι φίλοι μου απ’ το νηπιαγωγείο! Όλοι φορούσαν πιτζάμες, άλλες ροζ, άλλες γαλάζιες, άλλες πολύχρωμες, στολισμένες με ένα σωρό πανέμορφες ζωγραφιές.

Ο Γιωργάκης πήδηξε στον αέρα από μια κεραία και με άρπαξε απ’ τους αστραγάλους, για να με τραβήξει προς τα κάτω. Οι ψυχοκάντζαροι στρίγκλισαν εξοργισμένοι και συνέχισαν ν’ ανεβαίνουν. Τότε η Χριστίνα άρπαξε το Γιωργάκη απ’ τα πόδια κι άρχισαν ν’ ανεβαίνουν κι οι δυο, τραβηγμένοι απ’ τη δύναμη των παγανών! Κι ο Ραντζότ, το Ινδάκι, άρπαξε το Χριστινάκι απ’ τα πόδια, και η Ξένια το Ραντζότ κι ο Παναγιώτης την Ξένια κι η Καίτη τον Παναγιώτη κι ο Ρομπέρτο την Καίτη κι η Ανθή το Ρομπέρτο κι ο Λευτέρης την Ανθή κι η Λευκή το Λευτέρη κι ο Βασίλης τη Λευκή κι η Δωρίτσα το Βασίλη κι ο Νεκτάριος τη Δωρίτσα κι η Μαριώ το Νεκτάριο! Και σχημάτισαν μιαν αλυσίδα παιδιών, αλυσίδα αγάπης, που με διεκδικούσε πίσω στη Γη κι αντιστεκόταν στην αλυσίδα μίσους και μοχθηρίας που με τραβούσε στην αιχμαλωσία και στα σύννεφα!

Αλλά το όρνιο ήταν πολύ δυνατό, οι ψυχοκάντζαροι έσερναν με μανία και λύσσα κι όλη η αλυσίδα των συμμαθητών μου ξεκόλλησε από την ταράτσα, όπου στέκονταν οι τελευταίοι, κι αρχίσαμε πάλι ν’ ανεβαίνουμε προς το νυχτωμένο και συννεφιασμένο ουρανό.

Αναρωτιέμαι αν άκουγε κανείς τις τσιρίδες και τα ουρλιαχτά μας!... Ανεβαίναμε κι ανεβαίναμε κι έβλεπα κάτω απ’ τα πόδια μας ν’ απομακρύνεται η πόλη κι ο πανικός μου, όπως και όλων, ξεχείλιζε από τα μπατζάκια μου.

Και κάποια στιγμή προσγειωθήκαμε όλοι, κουβαριασμένοι, πάνω σ’ ένα τεράστιο μαύρο σύννεφο. Τα παγανά σκόρπισαν δώθε κείθε, το όρνιο χάθηκε βαθιά στην κατάμαυρη νύχτα κι εμείς απομείναμε κατατρομαγμένοι ν’ αναρωτιόμαστε για την τύχη μας.

Μαζευτήκαμε κουτρουβαλώντας – το σύννεφο μας φαινόταν σκληρό σα βράχος –  κι αγκαλιαστήκαμε, παίρνοντας θάρρος ο ένας από την παρουσία και την ανάσα και το λαγουδίσιο καρδιοχτύπι του άλλου.

Μπροστά μας είδαμε παρκαρισμένο ένα κερασί αυτοκινητάκι, χαριτωμένο σα μωρουδιακό ή κουκλίστικο, εντελώς αταίριαστο μ’ όλα τα υπόλοιπα. Διστακτικά κάναμε να πλησιάσουμε, γεμάτοι περιέργεια, μα και κάποια ελπίδα… Και ξαφνικά, από μέσα όρθωσε το ανάστημά του ένα τέρας, ξεπηδώντας από το παράθυρο σαν καπνός ή σα φίδι, που απ’ το μαύρο του σώμα ξεχύνονταν μπουμπουνίζοντας μικροί κεραυνοί!

«Τώρα θα σας φάμε!» στρήνιαξε, κι εμείς κερώσαμε. «Θέλετε να τον βοηθήσετε, ε; Τώρα θα βοηθήσετε ο ένας τον άλλο να κατεβείτε πιο γρήγορα στο στομάχι μας!».

Αλλά δε μας έφαγαν· γιατί στη στιγμή πρόβαλαν πέντε καβαλάρηδες με χρυσές αρματωσιές, οπλισμένοι με κοντάρια, κι άρχισαν τη μάχη για την υπεράσπισή μας!

Κι από πίσω τους ο Μελένιος Δράκος προσγειώθηκε ανάμεσά μας, μας φόρτωσε όλους στη χνουδωτή πλάτη του – άλλοι κάθισαν στις φτερούγες του, άλλοι στο σβέρκο – και ξεκίνησε για τη Γη και για την Αθήνα.

Δεν πιστεύαμε στην τύχη μας, είχαμε γλιτώσει! Κοιτάξαμε πίσω κι είδαμε τους καβαλάρηδες να πολεμάνε σκληρά το θηρίο και τα αμέτρητα παγανά του. Τι απέγινε, δεν είδαμε· στη στιγμή ο οδηγός μας είχε φτάσει κάτω στην πόλη και, ξεφυσώντας ανακουφισμένος, άρχισε τη διανομή, αφήνοντας τον καθένα στο μπαλκόνι του ή στο περβάζι του παραθυριού του!

Πόσο γαλήνια μας φαινόταν τώρα η νύχτα, πόσο μυρωδάτη, κι ακόμα κι η ψύχρα νομίζαμε πως μας τύλιγε στοργικά, σα μητρική αγκαλιά!

«Έι, μπράβο, παιδιά!» έλεγε εκείνος με την καλοσυνάτη φωνή του και τα πελώρια μάτια του έλαμπαν από ικανοποίηση. «Βοηθήσατε το φίλο σας μια χαρά! Μην το ξεχάσετε αυτό ποτέ! Έτσι να βοηθάτε ο ένας τον άλλον όλη τη ζωή σας!».

Από κοντά μας συνόδευαν οι όμορφες μέλισσες, που είχαν σημάνει συναγερμό κι είχαν φέρει τους καλούς μου φίλους για να με σώσουν. Και πράγματι με είχαν σώσει!

Όταν με άφησε, τελευταίο, κι εμένα μέσα απ’ το παράθυρό μου, με καληνύχτισε με πολλή αγάπη κι έφυγε τρυπώνοντας στα φυλλώματα των δέντρων της γειτονιάς, άρχισα να κλαίω κι έτρεξα φωνάζοντας μέσα στο μπάνιο και κούρνιασα σαν πουλάκι στην αγκαλιά της μαμάς μου, που στέγνωνε με το πιστολάκι τα μαλλάκια της Βέρας.

Της μαμάς μου, που δεν είχε πάρει είδηση τίποτα απ’ όλα αυτά.

Κι εγώ δεν μπορούσα να της τα εξηγήσω (πώς τα θυμάμαι τώρα, με τι πίκρα, μα και νοσταλγία!), μόνο έκλαιγα και κοντά σε μένα κόλλησε κι άρχισε το θρήνο κι η Βέρα, χωρίς να ξέρει το λόγο, κι η μαμά μας άρχισε να κλαίει κι εκείνη και πήρε τηλέφωνο τον πατέρα μας, που άρπαξε το μικρό μας αυτοκίνητο κι έτρεξε να δει τι πάθαμε, καταϊδρωμένος και μουρμουρίζοντας ασταμάτητα την ευχή του Ιησού.

Κι όταν, ώρα μετά (αφού είχε κοιμηθεί η Βερούλα αγκαλιά με το φωτεινό της μελισσάκι), κατάφερα να μιλήσω και να εξηγήσω τι είχε γίνει, η μεν μητέρα μου νόμισε και πάλι πως το φαντάστηκα (είχαν δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά που με είχε αφήσει απ’ τα μάτια της για να μπει στο μπάνιο), μα εκείνος κατάλαβε πως γι’ αυτόν είχε γίνει ετούτος ο σαματάς, για να σταματήσει να τους πολεμάει, κι αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα ν’ αφήσει τους δισταγμούς στην άκρη! 

***

Καλοί μου φίλοι, άγνωστοι φίλοι, ας φλυαρήσω λίγο ακόμα, για να σας πω πως το άλλο πρωί, στο σχολείο, όλα τα παιδιά του νηπιαγωγείου που είχαν συντρέξει το βράδυ σε βοήθειά μου με περικύκλωσαν κι ανταλλάξαμε τις ιστορίες μας!

Κι όλοι συμφωνήσαμε πως τα ίδια πράγματα είχαμε δει και πως όλα όσα είχαμε ζήσει ήταν αληθινά πέρα για πέρα!

Ο μόνος απ’ όλους που το πιστεύει ακόμη νομίζω πως είμαι εγώ. Οι υπόλοιποι θεωρούν πως μεγάλωσαν και δε στέκει να πιστεύουν ανοησίες, που προφανώς τις είδαν στον ύπνο τους ή τις φαντάστηκαν ή απλώς τις άκουσαν από κάποιον άλλο ή, όπως ισχυρίζονται μερικοί, δεν τις θυμούνται καν.

Ίσως δεν τα θυμούνται στ’ αλήθεια, ίσως ο φόβος τους έκανε να τα ξεχάσουν, όμως εκείνο το πρωινό, στην αυλή του νηπιαγωγείου, όλοι τα θυμόμασταν κι αυτό ήταν και είναι για μένα η μεγαλύτερη απόδειξη πως όντως συνέβησαν.

Κάποτε σκοπεύω να προσπαθήσω να τα διηγηθώ στα παιδιά τους (όσοι έχουν παιδιά), αν φυσικά δε μου κάνουν μήνυση για παρενόχληση ή δεν έρθουν οι πιο θερμόαιμοι να με στραπατσάρουν… Τι ειρωνεία…

Και πάλι, τους ευγνωμονώ που με έσωσαν· θα ήταν απέραντη αχαριστία να το ξεχάσω, μόνο και μόνο επειδή, ως ενήλικες πλέον, ισχυρίζονται ότι δε συνέβη ποτέ!

Πάντως τώρα, με αφορμή το Γιάννη, καταγράφονται όλα σ’ αυτό το χειρόγραφο και κάποτε μερικά από τα παιδιά εκείνα θα τα διαβάσουν και ίσως καταλάβουν – ιδίως αν έχουν δει το Μελένιο Δράκο στα όνειρά τους ή στις ζωγραφιές των μικρών αδελφών τους ή στη μυστική πόρτα που οδηγεί στο βασίλειό του από τις κρυφές γωνιές των εκκλησιών.

***

Με τον καιρό γνώρισα και τ’ άλλα παιδιά, και τους Πειρατές των Υπονόμων και τους Ιππότες της Γαλακτοτροφούσας, και τώρα ξέρω ολόκληρη την ιστορία.

Όχι μόνο την ξέρω· ένα μέρος της το έχω ζήσει, μια και η Μελίνα, το Μελινάκι, που το απήγαγαν οι δαιμόνιοι ανθρωποφάγοι και το έσωσαν οι καβαλάρηδες του ουρανού εκείνο το βράδυ, είναι τώρα η γυναίκα μου.

Έχουμε τρία πανέμορφα και υπέροχα παιδιά· δυο αγόρια αυτιστικά κι ένα κοριτσάκι με σύνδρομο Down.

Η Μελίνα πιστεύει, κι ίσως έχει δίκιο, πως οι ώρες που πέρασε στην αιχμαλωσία, όπου μπήκαν και βγήκαν στην ψυχή της οι δυνάμεις του σκότους, της άφησε τραύματα αγιάτρευτα και οι συνέπειές τους είναι τα προβλήματα των παιδιών μας.

Μικρός – το ξαναείπα – πίστευα πολύ στο Θεό. Τώρα, μεγάλος και παντρεμένος και πατέρας που προσπαθεί να βοηθήσει τη σύζυγό του να σηκώσει αυτόν το ασήκωτο σταυρό και τα παιδιά του να ζήσουν σωστά σ’ έναν κόσμο που σχεδόν δεν καταλαβαίνουν, πιστεύω ακόμα περισσότερο.

Οι γονείς μου ήταν εξαίρετοι γονείς, το ίδιο και οι γονείς της αγαπημένης μου· τώρα είναι εξαίρετοι παππούδες και γιαγιάδες, που μας στηρίζουν με την αγάπη τους και κυρίως με την υπακοή τους στις υποδείξεις μας, μια κι εγώ και περισσότερο η σύζυγός μου (μια πραγματική αγωνίστρια) έχουμε ψάξει πολύ για τη συμπεριφορά που πρέπει να έχουμε προς τα ιδιαίτερα παιδάκια μας.

Μεγάλωσα σε μια οικογένεια πιστών, που μου κληροδότησε ό,τι θεωρούσε ως τον πιο πολύτιμο θησαυρό της. Το ίδιο και οι γονείς μου, που παρέλαβαν αυτό τον ατίμητο θησαυρό από τους δικούς τους γονείς. Έτσι προσπαθούμε κι εμείς τώρα να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας· με αγάπη, σεβασμό, ελευθερία, ταπείνωση, συγχωρητικότητα, Παναγία και Χριστό… Και, πιστέψτε με, μέσα στην εκκλησία, κάτω απ’ τα εικονίσματα και το γλυκό φως των καντηλιών, και μέσα στην εκκλησία της καρδιάς μας, κάτω απ’ τα εικονίσματα και το γλυκό φως των νοερών μας καντηλιών, με τις ιστορίες των αγίων μας και το λεπτεπίλεπτο μοσχοθυμίαμα των προσευχών μας, τα παιδιά μας μεγαλώνουν με ηρεμία και ασφάλεια, μικροί αγωνιστές που προετοιμάζονται να νικήσουν στη δική τους ιδιόρρυθμη μάχη της ζωής.

Και ελπίζω πως η ζωή τους έτσι θα περάσει και πως κάποτε, ευτυχισμένα και γεμάτα αγάπη και καλοσύνη, θα μπουν στη χρωματιστή κοιλάδα του Μελένιου Δράκου και θα συνεχίσουν εκεί, με όλους τους απίθανους και υπέροχους κατοίκους της, για ολόκληρη την αιωνιότητα…

 

Μία από τις αμέτρητες παρεμβάσεις της ΝΙΚΗΣ για την Υγεία

    Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης Rethemnos.gr Η Κρήτη έχει κινητοποιηθεί πολλές φορές για την κατάρρευση του αείμνηστου Εθνικού Συστήματος Υγείας...