Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Μελένιος Δράκος – Κεφάλαιο 2

Φωτο από εδώ

Η προσπάθεια του θείου Άρη φαινομενικά δεν είχε αποδώσει καρπούς.

Φαινομενικά όμως, γιατί για μας είχε οδηγήσει σ’ ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα: ότι ο Χρηστάκης δεν είχε ξεσηκώσει το Μελένιο Δράκο από καμιά ιστορία, παραμύθι, παιδική ταινία ή παιχνίδι…

Αυτό έδινε ένα + στο Μελένιο Δράκο να είναι πραγματικός.

Συνεδριάζαμε στο σχολείο, στα διαλείμματα, έχοντας μαζί μας τους Λιλιπούτειους Καταφερτζήδες, τους φίλους του Χρηστάκη.

«Αφού σας είπα ότι τον έχω δει το Δράκο» αγανάκτησε ο Κλέβις.

«Άσε, δεν “κλέβεις” την παράσταση» ειρωνεύτηκε ο Κώστας.

«Έι!» διαμαρτυρήθηκε ο Κλωντιάν. Ο ίδιος ο Κλέβις δε φάνηκε να κατάλαβε το λογοπαίγνιο.

«Κλέβις», μίλησα πιο ψύχραιμα (συνέχισα να συμπεριφέρομαι σαν αρχηγός μερικές φορές κι είχα αρχίσει να συνηθίζω το νέο μου πόστο), «δεν πιστεύουμε ότι είδες στ’ αλήθεια το Μελένιο Δράκο. Μάλλον την πρώτη φορά είδες απλώς σύννεφα που έμοιαζαν με δράκο, μπορεί να μπερδεύτηκε κι ο Χρήστος ή να σε πείραζε, και τη δεύτερη φορά το δρακόμελο ίσως ήταν κανονικό μέλι, που ο Χρήστος το πέρασε για μέλι του Δράκου».
«Μα…».

«Η μαμά δεν παραδέχεται ότι στο σπίτι υπάρχει άλλο μέλι, από του θείου του Γιώργου από την Κρήτη» βεβαίωσε με τουπέ η Λένια.

«Άρα», συνέχισα, «δεν ξέρουμε για το Μελένιο Δράκο τίποτ’ άλλο, εκτός από το ότι ο Χρηστάκης έλεγε ότι υπάρχει».

«Και ότι τον ζωγράφιζε» πρόσθεσε ο Κώστας.

«Το πιο πιθανό, και συγνώμη Λένια», είπε ο Μιχάλης, «είναι ότι ο Μελένιος Δράκος δεν υπάρχει. Και ότι γενικά δεν υπάρχουν δράκοι».

«Υπάρχουν!» πετάχτηκε η Μελίνα. «Και δράκοι και νεράιδες και ξωτικά και ο άγιος Βασίλης και ο Λαγός του Πάσχα και η Νεράιδα των Δοντιών! Όλα υπάρχουν».

«Πού είμαι; Στο Χόλιγουντ;» γέλασε ο Κωστάκης. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν τι είναι αυτό, ούτε κατάλαβαν τι εννοούσε. Ούτε μας ένοιαζε.

«Λοιπόν, για να μην ξεφεύγουμε», είπε ο Μιχάλης, «τι προτείνετε να κάνουμε από ’δώ και πέρα; Γιάννη;».

Μου έδωσε το λόγο κι αυτό με γέμισε αυτοπεποίθηση και περηφάνια· ήξερα πια πως δεν αμφισβητούσε τη νέα μου θέση.

Όμως ήμουν αναγκασμένος να παραδεχτώ:

«Δεν ξέρω».

«Έχω ιδέα» είπε ο Νικήτας, ένας από τους Λιλιπούτειους Καταφερτζήδες.

«Πες την» απάντησε ο Μιχάλης.

«Θα το πούμε σε όλους και θα ψάξουμε όλοι».

«Όταν λες όλοι;».

«Όλα τα παιδιά, παντού. Τα παιδιά του σχολείου, των αγγλικών, της κολύμβησης, του μπάσκετ, του σκάκι, όλα. Κάποιος θα ξέρει κάτι ή κάποιος θα βρει κάτι».

Κοιταχτήκαμε. Φάνηκε στα μάτια μας πως συμφωνούν όλοι.

«Γιατί όχι;» είπα. «Μπράβο, Νικήτα!». Κοίταξα τα πιτσιρίκια (ένα χρόνο και μια τάξη πιο μικρά από μένα). «Μπράβο σε όλους», τα επιβράβευσα σα μεγάλος.

***

Κι έτσι άρχισε η επιχείρηση “Μελένιος Δράκος”. Εξαπλώθηκε σαν κύμα από την τάξη μας σε όλο το σχολείο κι απ’ το σχολείο σε όλη την πόλη. Στις δραστηριότητες, στα φροντιστήρια, στα γυμναστήρια, στα κολυμβητήρια, στο σκακιστικό όμιλο, στα Internet café, στις αλάνες, στα πεζοδρόμια, παντού, μα παντού, όλα τα παιδιά των δημοτικών σχολείων άρχισαν να ψάχνουν για το Μελένιο Δράκο.

Τα πεμπτάκια και τα εκτάκια το κυκλοφόρησαν μέσω Facebook, Instagram και Twitter. Το κύμα πήγε και σε άλλες πόλεις. Έπρεπε να πάει, γιατί μπορεί ο Μελένιος Δράκος να ταξίδευε αλλού ή – για να το θέσω πιο ρεαλιστικά, δηλαδή πιο μεγαλίστικα – μπορεί ο Χρηστάκης να είχε απαχθεί και μεταφερθεί σε άλλη πόλη!

Έπρεπε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο που να τον αναζητά σε όλη την Ελλάδα.

Σ’ αυτό βοηθούσαν οι ανακοινώσεις μέσω της τηλεόρασης, από την αστυνομία, το Χαμόγελο του Παιδιού (ξέρετε, πιστεύω, τι είναι αυτό) και άλλους φορείς, όπου έδειχναν τη φωτογραφία του.

Οι μικροί εξερευνητές, αναζητητές, κυνηγοί του Μελένιου Δράκου (όπως θέλετε πείτε το), κυκλοφόρησαν αυτή τη φωτογραφία παντού, μέσω υπολογιστών, κινητών τηλεφώνων και τάμπλετς. Σύντομα, εκατοντάδες παιδιά και έφηβοι έψαχναν για το Χρηστάκη και το Μελένιο Δράκο. Οι περισσότεροι δε μας ήξεραν καν· είμαι βέβαιος ότι δεν ήξεραν ούτε από ποιον είχε ξεκινήσει αυτή η καινούργια τρέλα, όπως την ονόμασαν μερικοί μεγάλοι.

Γιατί ξέχασα να σας πω πως το κυνήγι δεν πέρασε απαρατήρητο απ’ τους μεγάλους. Οι μεγάλοι όλα τα παρατηρούν, μόνο που δεν τα καταλαβαίνουν, ούτε και προσπαθούν να τα καταλάβουν. Μάλλον ντρέπονται που κάποτε υπήρξαν παιδιά και για να εκδικηθούν τον εαυτό τους προσπαθούν να πείσουν και τα παιδιά ν’ αρχίσουν να σκέφτονται όσο το δυνατόν γρηγορότερα σα μεγάλοι.

Τέλος πάντων…

Στην τηλεόραση, στις Ειδήσεις, προβλήθηκε ένα βίντεο μερικών λεπτών για το θέμα. Κάποια μεγάλα παιδιά, πέμπτης ή έκτης δημοτικού ή και γυμνασίου, άγνωστα σε μας, μίλησαν για την αναζήτηση του Μελένιου Δράκου και του Χρηστάκη. Δεν ήξεραν ποιος είναι ο Χρηστάκης, μόνο τη φωτογραφία του και το μικρό του όνομα. Ήξεραν επίσης ότι ο ίδιος είχε μιλήσει για το Μελένιο Δράκο, λέγοντας πως είναι φίλος του και ένα σωρό συναρπαστικές ιστορίες γι’ αυτόν. Αυτά τα μεγάλα παιδιά ισχυρίστηκαν ότι δεν πίστευαν πως υπάρχει πραγματικός δράκος, αλλά πως “Μελένιος Δράκος” είναι κάτι σαν κωδικός, ένα όνομα που μπορεί να οδηγήσει σε κάποιους ανθρώπους, που σχετίζονται με την εξαφάνιση του Χρήστου.

Εμ βέβαια, τα μεγάλα παιδιά κοντεύουν να γίνουν μεγάλοι ή θέλουν να φαίνονται σα μεγάλοι· πού να καταλάβουν;

***

Εμείς ωστόσο, μαζί με δεκάδες φίλους μας, κρυφά απ’ τους γονείς μας, ερευνούσαμε κάθε σκοτεινή γωνιά της πόλης που έπεφτε στην αντίληψή μας, εγκαταλελειμμένα κτήρια, μισοτελειωμένες οικοδομές, βαθουλώματα σε τοίχους, αποχετεύσεις, μικρές σπηλιές, όπου σύμφωνα με τη φαντασία μας θα μπορούσε να φωλιάζει ένα δράκος – ένας δράκος που κινιόταν ανάμεσα στην ομίχλη των παραμυθιών και το φως ή το σκοτάδι του αληθινού κόσμου, της πραγματικής ζωής, αν κι αυτά δεν ξεχωρίζονταν μέσα στις παιδικές μας ψυχές.

Ψάχναμε εκεί όταν ξεπορτίζαμε για να πάμε στις απογευματινές μας δραστηριότητες, όσο ήμασταν μαζί κι ήταν δυνατόν να ξεφύγουμε από τους άγρυπνους φρουρούς μας (νομίζω σας έχω ξαναμιλήσει γι’ αυτούς), τους γονείς μας.

Κι ένα σκοτεινό χειμωνιάτικο βραδάκι, ένα ολόκληρο μήνα μετά την εξαφάνιση του Χρηστάκη, ένα μήνα άκαρπων ερευνών, βρέθηκε μπροστά μας μια συντροφιά από μεγάλα παιδιά, που μας έφραξαν το δρόμο κοιτάζοντάς μας με άγρια βλέμματα, που μας έκοψαν την ανάσα.

Όμως εκείνα δεν τα ’χαν μαζί μας και το οργισμένο τους βλέμμα δεν ήταν για μας.

Πλησίασαν οι αρχηγοί τους, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, κι αφού μας μέτρησαν με τα μάτια από πάνω ώς κάτω, άνοιξαν το στόμα τους και μίλησαν με σεβασμό, αλλά και με τραχύτητα – ήταν ο πρώτος σεβασμός, θα ’λεγα “πολεμικός σεβασμός”, που γνωρίσαμε στη ζωή μας και η πρώτη τραχύτητα.

«Εσείς ψάχνετε το Μελένιο Δράκο; Εσείς ξεκινήσατε την ιστορία;».

Ξεροκατάπιαμε. Ήμασταν όμως τουλάχιστον δεκαπέντε, ολόκληρη συμμορία, κι είχαμε κάθε λόγο να μην τα κάνουμε πάνω μας.

Ο Κωστάκης μίλησε πρώτος κι έγινε ο αρχηγός της ομάδας για κείνη τη μέρα:

«Ναι, εμείς. Τι θέλετε;».

Έκανα μια σκέψη.

«Βρήκατε τίποτα;» αποτόλμησα να ρωτήσω.

Το κορίτσι, ντυμένο στα μαύρα, με πολλά σκουλαρίκια και τατουάζ, προχώρησε και με κοίταξε στα μάτια· ρίγησα από φόβο, σα να στεκόταν μπροστά μου μια ανήμερη μάγισσα από τη χώρα, όχι των παραμυθιών, αλλά των εφιαλτών.

«Όχι, δε βρήκαμε» είπε, «αλλά έχω χάσει τον αδερφό μου και θα ’θελα να μιλήσουμε για το ψάξιμό σας».

 ***

Και σε λίγο βρεθήκαμε να καθόμαστε σε καμπόσα άδεια κασόνια, σε μια αποθήκη.

«Με λένε Μίνα».

Είχαμε μεγαλώσει στα ξαφνικά, μέσα σε μισή ώρα. Διαλεγόμασταν επί ίσοις όροις με μεγαλύτερα παιδιά, που φαίνονταν μάγκες, περπατημένοι στην πιάτσα, δυναμικοί και ατρόμητοι· και είχαν ψάξει να μας βρουν, για να τους μιλήσουμε για την έρευνά μας!

Στιγμές δόξας!

“Χρηστάκη μου, τι να κάνεις τώρα;” σκέφτηκα. Αυτές οι στιγμές της δόξας καλύτερα να ’λειπαν και να ’χαμε το ξαδερφάκι μας στην αγκαλιά μας, ζωντανό και γερό!...

Αλλά η ζωή αλλιώς τα θέλει.

«Ο αδερφός μου χάθηκε πριν πέντε μήνες. Ήταν δώδεκα χρονών. Η αστυνομία υποτίθεται ότι έψαξε – τίποτα δε βρήκε».

«Υποτίθεται; Γιατί λες υποτίθεται;» τη ρώτησε ο Μιχάλης. «Δεν ψάχνουν στ’ αλήθεια;».

«Ξέρουμε κι εμείς;» γρύλισε το αγόρι. «Δεν εμπιστευόμαστε τους μπάτσους».

Εγώ πρώτη φορά άκουγα κάποιον ν’ αποκαλεί τους αστυνομικούς “μπάτσους”. Από ’κεί να καταλάβεις τι “τρυφερά πόδια” ήμασταν.

Ναι, τους εμπιστευόμασταν και τους φοβόμασταν· έτσι μας είχαν μάθει οι γονείς μας, που πολλές φορές μας φοβέριζαν κιόλας πως, αν είμαστε κακά παιδιά, θα ’ρθει ο αστυνομικός να μας πιάσει να μας ρίξει στη φυλακή.

“Κι αν το Χρηστάκη τον έχει συλλάβει η αστυνομία;” σκέφτηκα αστραπιαία.

Έδιωξα τη σκέψη. Η αστυνομία δε συλλαμβάνει μικρά παιδιά, όσο κακά κι αν είναι. Άλλωστε – θυμάστε;– δεν υπάρχουν κακά παιδιά, όπως είχε πει κι ο Κωστάκης στη Λένια.

Στη Λένια, που είχε απότομα μεγαλώσει και τώρα έψαχνε τον αδερφό της και Μελένιους Δράκους.

«Δεν ξέρουμε τίποτα για το Μελένιο Δράκο, ούτε υπάρχει κάποιο στοιχείο για τον αδερφό μου», συνέχισε η Μίνα. «Δυστυχώς, ούτε για το φίλο σας. Αυτή όμως είναι η φωτογραφία του αδερφού μου. Τον λένε Θάνο. Σας παρακαλώ, έχετε το νου σας μήπως μάθετε κάτι».

«Κι εμείς, όχι μόνο θα ψάχνουμε για το δικό σας», είπε το αγόρι, «αλλά και μπορείτε να βασίζεστε σε μας – αν δηλαδή θέλετε να δείρετε κανένα ή να αμυνθείτε, αν κινδυνέψετε ή απειληθείτε, ξέρετε τώρα».

«Δε μασάμε» συμπλήρωσε ένας άλλος της παρέας στραβογελώντας με χαλασμένα δόντια σαν πειρατής.

Δώσαμε τα χέρια, κοιτάξαμε καλά τη φωτογραφία και χωρίσαμε. Μας αφήσανε κάποιους αριθμούς τηλεφώνου. Τι να τους κάνουμε; Εμείς δεν είχαμε κινητά και ήμασταν και υπό επιτήρηση.

Αλλ’ αφού γυρίσαμε σπίτι αναγκαστήκαμε να τα πούμε όλα, γιατί είχαμε καθυστερήσει κι οι γονείς μας είχανε σκάσει από την αγωνία.

Αφού ακούσαμε τρελές κατσάδες, ο καθένας στο σπίτι του, δώσαμε όλοι περίπου την ίδια απάντηση:

«Πείτε ό,τι θέλετε. Εμείς δε θα σταματήσουμε μέχρι να βρούμε το Χρηστάκη. Είναι ο αδερφός μας, ο ξάδερφός μας, ο φίλος μας, δε θα τον αφήσουμε πίσω».

Αυτό κλόνισε κάπως τους μεγάλους και μάλλον τους έκανε να ντραπούν λίγο.

«Και τι έχετε βρει μέχρι τώρα;» ρώτησε ψύχραιμα ο μπαμπάς μου· δεν κατάλαβα αν το έκανε για να με αποστομώσει ή πραγματικά ενδιαφερόταν να μάθει.

«Τίποτα» παραδέχτηκα. «Αλλά αυτό δε σημαίνει πως θα σταματήσουμε. Κάπου είναι ο Χρηστάκης. Και κάπου είναι κι ο Μελένιος Δράκος».

«Μάλιστα». Η μαμά μου παρακολουθούσε με αγωνία, έτοιμη να ξεσπάσει. «Ο Μελένιος Δράκος, Γιάννη, δεν υπάρχει. Όσο για το Χρηστάκη, μπορεί να μην είναι πια ζωντανός ή να βρίσκεται σε μακρινή πόλη ή ακόμη και σε άλλη χώρα».

«Το ξέρουμε. Κάνουμε ό,τι μπορούμε. Μέσω Facebook κάποιοι έχουν ειδοποιήσει και σε άλλες πόλεις. Αν θέλετε να κάνετε κάτι, αντί να μας μαλώνετε, ψάξτε κι εσείς».

Αυτό ήταν. Η μαμά μου άρχισε να κλαίει κι ο μπαμπάς μου έπεσε βαρύς σε μια καρέκλα και συλλογίστηκε αρκετή ώρα.

Η Μελίνα κόλλησε πάνω μου· την πήρα αγκαλιά και πήγαμε στο δωμάτιό της.

«Μήπως ξέρουν κάτι; Πέθανε ο Χρηστάκης μου;» ρώτησε με τρεμάμενα χείλη, δακρύζοντας.

«Όχι, όχι, Μελίνα μου» την παρηγόρησα, απορώντας κι εγώ ποια ήταν η αλήθεια. «Μάλλον φοβούνται για μας, ανησυχούν και σκέφτονται πώς να μας βοηθήσουν».

«Να ’χαμε το Γάτο το Σπιρουνάτο ή το Σκούμπι Ντου, θα μας βοηθούσαν!» ψέλλισε το κορίτσι, έκλεισε τα ματάκια της κι αποκοιμήθηκε στον ώμο μου.

Στην αρχή μειδίασα, μα μετά ξαφνιάστηκα και σοβαρεύτηκα.

Δεν έχουμε το Γάτο το Σπιρουνάτο, ούτε το Σκούμπι Ντου εδώ πέρα, να μας βοηθήσουν. Ούτε το Σούπερμαν, το Μπάτμαν και τους Εκδικητές!... Έχουμε όμως κάποιους άλλους: το Χριστό, την Παναγία, τους αγίους.

Τι τους έχουμε στις εικόνες και πάμε πότε πότε στην εκκλησία και τους ανάβουμε ένα κεράκι;

Γενική επιστράτευση: όλοι θα μιλήσουμε με τους αγίους. Πώς το λένε οι μεγάλοι; Προσευχή;

Προσευχή και προσευχούλα ήξερα πως λένε τα λίγα λόγια που λέμε στην Παναγίτσα πριν κοιμηθούμε. Τώρα, πρώτη φορά με πραγματική φλόγα, εγώ, η αδερφή μου, τα ξαδέρφια μου και όλοι οι φίλοι μας, άσχετα από τη θρησκεία των γονιών τους, για την οποία δεν ήξερα τίποτα και για μερικούς ίσως ούτε και τα παιδιά τους δεν ήξεραν τίποτα, αρχίσαμε να προσευχόμαστε σε κάθε ελεύθερη στιγμή μας, ζητώντας επίμονα καθοδήγηση και βοήθεια.

Τυχαίο ήταν; Ή πραγματικά μας οδήγησε η Παναγία; Άλλωστε είχαμε βρει την εικόνα της στο χωριό και είχαμε υποσχεθεί, ουσιαστικά ορκιστεί, μπροστά σ’ αυτή την εικόνα να μην αφήσουμε κανέναν πίσω.

Πάντως, λίγες ημέρες μετά, άλλαξε η πορεία των ερευνών μας και η περιπέτειά μας μπήκε σε τελείως διαφορετικό δρόμο.

 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...