Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

Μελένιος Δράκος – Κεφάλαιο 3

 


Φωτο από το άρθρο Κανένα εξαφανισμένο παιδί δεν ξεχνιέται

***

Το πρώτο πράγμα που μας συνέβη ήταν πως μαζεύτηκαν κι άλλα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που μας σταματούσαν στο δρόμο και μας μιλούσαν για χαμένα αδέρφια και φίλους τους.

Καμιά δεκαριά χαμένα παιδιά, τα περισσότερα αγόρια και λίγα κορίτσια, είχαμε τώρα στο κεφάλι μας κι αναζητούσαμε.

Το δεύτερο και πιο παράξενο, πως βρέθηκαν κι άλλων δύο παιδιών οι συντροφιές και παραδέχτηκαν πως ήξεραν το Μελένιο Δράκο. Τα εξαφανισμένα παιδιά, άσχετα το ένα από το άλλο, από τελείως διαφορετικά μέρη της Αθήνας, λίγους μήνες πριν εξαφανιστούν είχαν πάθει μια μανία με κάποιον Μελένιο Δράκο. Ένα Μελένιο Δράκο που είχε πάει στην Κίνα και στο φεγγάρι, είχε πολεμήσει με κακούς δράκους και προστάτευε τα παιδάκια.

Δεν ξέρω τι προτιμούσαμε… Την αμφιβολία που είχαμε μέχρι χθες ή τη σιγουριά που αποχτούσαμε τώρα πως όλα αυτά ήταν αληθινά, άρα και επικίνδυνα;

Την κρυφή βεβαιότητα πως είχαμε φτιάξει ένα παραμύθι ή την αναπάντεχη επίγνωση πως κάπου καραδοκούσε ένας θανάσιμος κίνδυνος;

Και τι ήταν ο Μελένιος Δράκος; Αληθινός δράκος; Συμμορία κακοποιών; Φίλος ή εχθρός;

Δε θ’ αργούσαμε να το μάθουμε.

Μια μέρα, το Μελινάκι μου μας είχε πει: «Εγώ θα τον βρω το Μελένιο Δράκο, γιατί έχω τ’ όνομά του».

Βέβαια, είχε τ’ όνομα της γιαγιάς μας· αλλά με κάποιον παράξενο τρόπο, που να μη συνέβαινε, είχε δίκιο.

Εκείνη το πρόσεξε πρώτη, στην “κομπιουτερολογική κλινική” του μπαμπά. Στην κοιλίτσα ενός άρρωστου κομπιουτερούλη, που περίμενε να τον γιατρέψει, ένα σαββατιάτικο μεσημέρι που πέρασε με τη μαμά ενώ πήγαιναν για ψώνια, παρατήρησε εκείνο που άλλαξε τη ζωή της.

«Μπαμπά, τι είναι αυτά μέσα στον κομπιουτερούλη; Αβγουλάκια;».

Ο μπαμπάς κοίταξε προσεχτικά, αλλά δεν είδε τίποτα.

«Δεν είναι τίποτα, αγάπη μου. Μήπως λες τα τσιπάκια; τα γραναζάκια;».

«Όχι, μπαμπά μου». Άγγιξε με το δαχτυλάκι της. «Να, εδώ είναι, στη γωνία, μικρά αβγουλάκια τρυπωμένα όπου έχει κενό. Σα να βγουν μικρά ζουζουνάκια από μέσα, ή καμπιούλες απ’ αυτές που γίνονται πεταλούδες!».

Το κοριτσάκι ήταν ενθουσιασμένο. Οι γονείς μας σήκωσαν τους ώμους με μια γκριμάτσα αμηχανίας· βγάζει κανείς άκρη με τη φαντασία των παιδιών;

Και πήγαν με τη μαμά για ψώνια με το κερασί αυτοκινητάκι τους, την Κερασένια. Και έλειπαν όλο το μεσημέρι και όλο το απόγευμα. Και κατά το βράδυ ο μπαμπάς τηλεφώνησε στο κινητό της μαμάς. Και μετά άρχισε να καλεί στα τηλέφωνά τους όλους τους οικογενειακούς φίλους μας· και τους συγγενείς μας· και μετά την αστυνομία και τα νοσοκομεία. Αλλά…

«Κάποιος έχει βάλει στόχο την οικογένειά μας» αποφάνθηκε ο θείος Πέτρος το επόμενο πρωί, αφού ήταν σίγουρο πια πως η μαμά και η Μελίνα είχαν εξαφανιστεί, όπως ο Χρηστάκης.

***

Έτρεξα κλαμένος στο δωμάτιό μου, άρπαξα τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας και σφίγγοντάς τις στην αγκαλιά μου άρχισα να τους μαλώνω και να τους ζητάω, σαν υποχρέωσή τους, να βρουν τη μαμά μου, την αδερφή μου, τον ξάδερφό μου και – αυτό μάλλον είχα ξεχάσει τόσον καιρό να τους το ζητήσω – όλα τα χαμένα παιδιά του κόσμου.

Και μετά σκέφτηκα όλους τους χαμένους γέρους, που βλέπουμε στην τηλεόραση αναγγελίες της εξαφάνισής τους, που η Μελίνα έκρυβε το προσωπάκι της και τ’ αφτάκια της να μην τις βλέπει και να μην τις ακούει. Και τους ζήτησα να τους βρούνε κι εκείνους.

Αλλά προπαντός τη μαμά και την αδερφή μου – χωρίς εκείνες, πώς θα ’ψαχνα για τον ξάδερφό μου; Πώς θα βοηθούσα να βρεθούν τα υπόλοιπα παιδιά του κόσμου κι όλοι οι γέροι;

Ίσως αυτοί οι γέροι είχανε χαθεί όταν ήταν μικρά παιδιά, σκέφτηκε ο νους μου· κι επειδή δεν έχουν βρεθεί ακόμη, μετά τόσα χρόνια, τώρα τους ψάχνουν σα γέρους.

Λες μετά από αρκετά χρόνια να ψάχνουν σα γέρο και το Χρηστάκη και σα γριές τη Μελίνα και τη μαμά μου; Κι εγώ να ’μαι γέρος και να ’χω ξοδέψει όλη τη ζωή και την περιουσία μου στο ψάξιμό τους; Και να ’μαι διάσημος ντετέκτιβ, ερευνητής εξαφανισμένων προσώπων, που θα ’χω κάνει σκοπό της ζωής μου την ανεύρεσή τους;

Και να ’χω ένα γραφείο που θα ονομάζεται “Μελένιος Δράκος”;

Ξύπνησα στη σκέψη. Ήμουν ακόμη εννιά, καθισμένος στο αγορίστικο κρεβατάκι μου, μέσα στο κλάμα, κι έσφιγγα ανήμπορος στην αγκαλιά μου τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίτσας.

Και στην πόρτα είχε σταθεί ο μπαμπάς μου και με κοιτούσε αμίλητος και συγκινημένος. Και στα μάτια και στα σφιγμένα του χείλη είχε μια γκριμάτσα αποφασιστικότητας, μα κι απαισιοδοξίας. Δε θα εγκατέλειπε, μα και δεν έλπιζε.

Εγώ όμως καταλάβαινα τι συνέβαινε· αλλά δεν ήξερα αν έπρεπε να το πω στο μπαμπά.

Τελικά του ζήτησα να συναντηθώ με τα παιδιά. Εκεί, στο σπίτι μας, κάτω απ’ την επίβλεψή του – έτσι θα ’ταν ήσυχος πως δε θα σκαρώναμε καμιά ριψοκίνδυνη απόπειρα.

«Είναι ο Μελένιος Δράκος» του είπα. «Το ξέρεις πως κι άλλα δυο παιδιά, εκτός απ’ το Χρήστο, είχαν πει πως τον έβλεπαν και του μιλούσαν; Κι είναι εξαφανισμένα κι αυτά».

Αναστέναξε· δεν το ήξερε. Ίσως αυτό τον έπεισε να μου κάνει τη χάρη. Και σε μια δυο ώρες είχαν ανασταλεί όλες οι δραστηριότητες της οικογένειας και γονείς και παιδιά είχαμε συγκεντρωθεί στο σαλόνι μας.

Για πρώτη φορά, ο Μιχάλης, ο Κωστάκης κι εγώ διηγηθήκαμε στους γονείς μας λεπτομερώς όλο το ιστορικό της αναζήτησης του Μελένιου Δράκου. Είπαμε για τις επαφές μας, την κινητοποίηση των παιδιών της πόλης, τις ανακοινώσεις από τα μεγαλύτερα παιδιά μέσω Facebook, τ’ αδερφάκια άλλων εξαφανισμένων παιδιών, που έφερναν τις φωτογραφίες τους στην έρευνά μας – ακόμη και τις συντροφιές μεγάλων παιδιών που μας είχαν υποσχεθεί φιλία και συμμαχία, σε περίπτωση που κινδυνεύαμε.

Αλλά τώρα – αυτό σκεφτόμασταν όλοι – κινδυνεύαμε σοβαρά και τι θα μας έκανε η φιλία και η συμμαχία των μεγάλων παιδιών, που δεν ήταν κι εκείνα τίποτ’ άλλο παρά παιδιά και δεν ήξεραν τίποτα πέρα από κόμικς με σούπερ ήρωες και παιχνίδια υπολογιστών;

«Δηλαδή σχηματίστηκε ένα δίκτυο αναζήτησης των χαμένων παιδιών», συμπέρανε ο θείος Ορέστης, «που αποτελείται πάλι από παιδιά». Αναστέναξε. «Συγκλονιστικό!».

«Και λοιπόν, τι βρήκαν;» γκρίνιαξε η θεία Μαρκέλλα (οι γονείς του Μιχάλη και του Κωστάκη είναι αυτοί, όπως θυμάστε). «Τίποτα, απολύτως τίποτα. Όχι μόνο δε βρήκαν, αλλά χάθηκαν κι άλλες δύο, το Μελινάκι και η Μάρθα!».

Μας κοίταξε με πιο άγριο βλέμμα κι από τη Γκρουέλα ντε Βιλ.

«Έπρεπε να κάτσετε ήσυχα» σφύριξε. «Σας το είπαμε, αλλά πού ν’ ακούσει το ξερό σας το κεφάλι; Να τα τώρα!».

«Ηρέμησε, Μαρκέλλα», προσπάθησε να την πλησιάσει ο θείος Ορέστης. Εκείνη έκρυψε το μελαχρινό πρόσωπό της στα δυο της χέρια κι άρχισε να κλαίει.

Ο Μιχάλης νίκησε την αμηχανία κι έσπασε τη σιωπή όλων μας – έπαιρνε επάξια τη σκυτάλη της αρχηγίας, δείχνοντας ποιος ήταν ο μεγαλύτερος σ’ αυτό το σπίτι:

«Θείε Γρηγόρη», είπε στο μπαμπά μου, «μπορείς, σε παρακαλώ, να μας πεις τι δεν είπες στην αστυνομία για την εξαφάνιση της θείας Μάρθας και της Μελίνας;».

«Πώς ξέρεις πως δεν τα είπα όλα;».

«Σίγουρα δεν είπες πράγματα που οι μεγάλοι δεν τα θεωρείτε σημαντικά».

«Όπως δε θεωρείτε σημαντικό το Μελένιο Δράκο», πετάχτηκε η Λένια, «αν και τώρα είναι πια σίγουρη η ύπαρξή του».

Ο μπαμπάς μου ξεροκατάπιε. Έριξε μια ματιά γύρω του· όλοι τον κοιτούσαν. Χαμογέλασε, δεν κατάλαβα γιατί (από αμηχανία; συγκίνηση; ελπίδα;), και ξεστόμισε αυτό που κι ο ίδιος μέχρι πριν λίγο το ’χε ξεχάσει κι ούτε φανταζόταν ποτέ πως θα χρειαζόταν να το αναλύσει:

«Η Μελίνα μου είπε πως έβλεπε κάτι αβγουλάκια μέσα σ’ έναν υπολογιστή που διόρθωνα στο εργαστήριο. Η Μάρθα κι εγώ δεν είδαμε τίποτα, εκείνη επέμενε, αλλά φυσικά δε δώσαμε σημασία…».

«Φυσικά» επανέλαβε με κάποιο τουπέ ο Μιχαλάκης, ένας μικρός Σέρλοκ.

«Αυτό εννοείς;» ρώτησε ο μπαμπάς μου. «Δε θυμάμαι τίποτ’ άλλο παιδιάστικο, που να μην του έδωσα σημασία και να μην το είπα».

«Και πού είναι αυτός ο υπολογιστής;» ρώτησε ο Μιχάλης.

«Τον τελείωσα και ήρθε ο πελάτης και τον πήρε πίσω. Είναι στο Γαλάτσι τώρα».

«Να δούμε τους άλλους υπολογιστές στο εργαστήριό σου;» ρώτησε ο Κωστάκης.

«Δεν έχουν νόημα όλα αυτά» μπήκε στη μέση με κάποια νευρικότητα ο θείος Πέτρος.

«Ο θείος Άρης θα διαφωνούσε» πετάχτηκα.

«Ακόμα κι ο θείος Άρης δεν είναι τόσο παλαβός όσο τον νομίζετε» αποκρίθηκε ο θείος.

Προτίμησα να μην απαντήσω, να μην πω δηλαδή πως δεν τον νομίζαμε παλαβό, αλλά λογικό, και πως αντίθετα θεωρούσαμε παλαβούς όλους όσοι δε μας καταλάβαιναν, δε μας έδιναν σημασία και δε μας έπαιρναν στα σοβαρά· αλλά δε μίλησα· το ξαναείπαμε, δε μπορείς να πείσεις έναν μεγάλο.

Πήγαμε στο εργαστήριο, πολύ κοντά στο σπίτι. Κοιτάξαμε όλους τους ανοιχτούς υπολογιστές, που περίμεναν ξεντεριασμένοι την εγχείρησή τους… Και τα βρήκαμε.

Η Λένια μόνο τα βρήκε, η μικρότερη όλων – έξι χρονών:

«Ναι, είναι γεμάτοι αβγά». Έδειξε με το δαχτυλάκι της σε πολλά σημεία. Όλοι οι υπόλοιποι δε βλέπαμε τίποτα.

«Δεν υπάρχουν αβγά» επέμειναν οι μεγάλοι. Μας κοίταξαν απεγνωσμένα.

«Αφού η Λένια λέει ότι υπάρχουν», είπε ο Μιχάλης, «άρα υπάρχουν. Απλώς δε μπορούμε να τα δούμε».
«Και το είπε κι η Μελίνα» πρόσθεσε ο Κωστάκης.

«Εντάξει, τι είναι αυτά;» ρώτησε ο μπαμπάς μου. «Να τα ψεκάσουμε; Γιατί δεν τα βλέπουμε; Και τι σχέση έχουν με τις εξαφανίσεις των αγαπημένων μας;».

«Μήπως νομίζεις πως είναι αβγά του Μελένιου Δράκου;» ρώτησε η θεία Ξένια.

«Εγώ νομίζω πως δε βλέπεις τίποτα» είπε ήπια ο θείος Ορέστης. «Απλά, είσαι ένα παιδάκι και η φαντασία σου οργιάζει».

«Όχι, θείε», διαμαρτυρήθηκε η Λένια.

«Κι αν υπάρχουν, γιατί δεν τα βλέπουν οι άλλοι; Επειδή είναι αγόρια; Μα τι κάθομαι και συζητάω!».

«Όχι» φώναξε ο Μιχάλης. «Επειδή είμαστε μεγαλύτεροι!».

«Τι;».

«Η Λένια είναι η πιο μικρή απ’ όλους. Έστω ένα χρόνο, από μένα δύο, πάντως είναι η μικρότερη, η πιο αθώα. Εντάξει, είναι και κορίτσι, δεν ξέρω αν παίζει κι αυτό κανένα ρόλο…».

«Όπως κι η Μελίνα είναι μικρή και είναι και κορίτσι» πρόσθεσα, αν και δεν πολυκαταλάβαινα πού το πήγαινε.

Οι μεγάλοι είχαν απελπιστεί.

«Παλαβομάρες» αποφάνθηκε ο θείος Ορέστης.

Όλοι συμφώνησαν, μας πήραν και γυρίσαμε στο σπίτι μας.

«Ας πιούμε ένα καφέ και μετά φεύγετε» παρακάλεσε ο μπαμπάς μου. Όλοι δέχτηκαν, για να μη μας αφήσουν μόνους.

«Θα τον φτιάξουμε εμείς» προθυμοποιήθηκαν οι γυναίκες.

«Εγώ θέλω ποτό» είπε ο θείος Πέτρος.

Κι άρχισαν να συζητούν για την αστυνομία και τις ανακοινώσεις που θ’ άρχιζαν να μεταδίδονται στην τηλεόραση από απόψε. Ο μπαμπάς με το ζόρι κρατιόταν να μην αρπάξει τ’ αμάξι κι αρχίσει να τρέχει σε όλη την Αθήνα και να τις ψάχνει.

Εμάς μας ξέχασαν. Και αυτό έγινε η χρυσή μας ευκαιρία για δράση. Ευκαιρία, που δεν την αφήσαμε να πάει χαμένη.

***

«Ποιος είναι ειδικός σ’ αυτά που οι περισσότεροι άνθρωποι δε μπορούν να δουν;» ρώτησε με πραγματική απορία ο Μιχάλης.

«Δεν ξέρω… Ο μικροβιολόγος;» πρότεινε ο Κωστάκης.

«Ένας μάγος;» ρώτησε η Λένια.

Μια ιδέα άστραψε στο μυαλό μου.

«Όχι», είπα αποφασιστικά· «ένας παπάς».

Με κοίταξαν όλοι απορημένοι.

«Οι μάγοι δεν υπάρχουν» εξήγησα. «Συγνώμη, Λένια μου, αλλά υπάρχουν μόνο στα παραμύθια».

«Δεν είναι έτσι».

«Εντάξει… Τέλος πάντων, τώρα δεν έχουμε πρόχειρο κάποιο μάγο. Ο μικροβιολόγος δε νομίζω πως κάνει γι’ αυτή τη δουλειά. Είμαι σίγουρος πως εδώ έχουμε κάτι αληθινά μαγικό· αν ήταν μικρόβιο, που χρειαζόταν μικροσκόπιο, ούτε η Λένια και η Μελίνα δε θα μπορούσαν να το δουν».

Όλοι συμφώνησαν.

«Παπά όμως έχουμε πρόχειρο» συνέχισα με κάποιο δισταγμό. «Η εκκλησία είναι μερικά τετράγωνα παρακάτω. Να το σκάσουμε απ’ τους μεγάλους και να πάμε».

Χωρίς καθόλου να προβληματιστούμε για τις συνέπειες (μάλλον κρυφοκαμαρώνοντας για τη γενναιότητά μας, σαν αντιστασιακοί σε δικτατορία) κατεβήκαμε από το παράθυρο, ευτυχώς μέναμε στο ισόγειο της πολυκατοικίας, και πετάξαμε για την εκκλησία.

Αυτή η εκκλησία ήταν πάντα κοντά στο σπίτι μας, στα παιδικά μάτια μας φάνταζε γιγάντια, αλλά δεν είχα ποτέ περάσει την πόρτα της, ούτε ήξερα το όνομά της.

Ήξερα πως κάθε εκκλησία έχει ένα όνομα, το όνομα της Παναγίας ή ενός αγίου (ή αγίας, αν και τότε δεν είχα σκεφτεί πως υπάρχουν και αγίες, ούτε ήξερα τι είναι άγιος), αλλά τούτης της εκκλησίας το όνομα δεν το είχα ακούσει ποτέ, ούτε είχα ενδιαφερθεί να το μάθω. Αναρωτιέμαι τώρα αν οι γονείς μου το ξέρανε. Εμείς ήμασταν απ’ τις οικογένειες που δεν πηγαίνουν στην εκκλησία ποτέ, εκτός αν λάχει κανένας γάμος, κηδεία (απαγορευμένη για τα παιδάκια – κακώς, γιατί έτσι αποχτούν μια φοβία για τον πραγματικό θάνατο) ή βάφτιση, παρά μόνο δυο φορές το χρόνο: το Πάσχα (καθόμασταν έξω και μόλις έλεγαν το Χριστός ανέστη, όπου φύγει φύγει) και σε μια γιορτή του καλοκαιριού, στο χωριό, της Παναγίας (πόσες φορές το χρόνο γιορτάζει;), όπου πάλι καθόμασταν έξω κι εμείς τα παιδιά παίζαμε κρυφτό και κυνηγητό (τα πιο “τυχερά” παίζανε τάμπλετ, μόνο που έτσι δεν επικοινωνούσανε με κανένα) και δεν ασχολούμασταν καθόλου με ό,τι συνέβαινε εκεί πέρα, εκτός από πέντε λεπτά, τη στιγμή που μας βάζανε μέσα, οδηγώντας μας σαν κοπάδι πάπιες, να πάρουμε το “χρυσό κουταλάκι”.

Αυτά είναι τα “πότε πότε κεράκια” που έγραψα πριν πως ανάβαμε στους αγίους. Αν το καλοσκεφτείς, δε σημαίνουν και τίποτα.

Όλ’ αυτά μου περνούσαν απ’ το μυαλό καθώς στρίβαμε στη γωνία για την εκκλησία της γειτονιάς μας.

Και τότε έγινε το αναπάντεχο· αντικρίσαμε το απερίγραπτο· αντιμετωπίσαμε το ακατόρθωτο! Και πρώτη φορά παραλίγο να το πληρώσουμε με τη ζωή μας!

Γύρω απ’ τον περίβολο της εκκλησίας καιροφυλακτούσαν αμέτρητα διαβολάκια, ψηλά όσο κι εμείς, δηλαδή όσο παιδιά του δημοτικού, με πανάσχημες τρομακτικές φάτσες, καμπουριασμένα κορμιά και μακριά χέρια με γαμψά νύχια! Μόλις μας είδαν, με κάτι κόκκινα αιμοβόρα μάτια, άρχισαν να γρυλίζουν, να χοροπηδάνε, να κάνουν τούμπες και, το χειρότερο, όρμησαν κατά πάνω μας να μας ξεσκίσουν!

Φωτο από εδώ

«Χριστέ μου!» φώναξα (οι άλλοι δεν ξέρω τι τσιρίξανε), μα δε στάθηκε αρκετό να τα διασκορπίσει.

Αρχίσανε να μας κυνηγάνε γύρω γύρω, εμείς ξεφωνίζαμε πανικόβλητοι και τρέχαμε ιδρωμένοι για να γλιτώσουμε τη ζωή μας!

Τα ρουθούνια μας βασανίζονταν από μια τρομερή δυσοσμία, μα ούτε που μας απασχολούσε εκείνη την ώρα… Στην αρχή θέλαμε να περάσουμε, να φτάσουμε στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, αλλά μετά το ξεχάσαμε και το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να μη μας πιάσουν.

Δεν είχαν κέρατα ή φτερά νυχτερίδας ή κάτι τέτοιο· έμοιαζαν με καλικάντζαρους ή τρολς ή ορκς ή δεν ξέρω κι εγώ τι σκοτεινά πλάσματα απ’ τα εφιαλτικά παραμύθια που διαβάζουμε ή βλέπουμε στα DVD και στην τηλεόραση. Απ’ αυτά που δεν ξέραμε αν υπάρχουν στ’ αλήθεια· που οι μεγάλοι μας διαβεβαίωναν πως δεν υπάρχουν· και που εμείς εκείνη την ώρα, με το χειρότερο τρόπο, διαπιστώναμε πως υπάρχουν!

Στα γύρω στενά κυκλοφορούσαν και μερικοί άνθρωποι. Γύρισαν και μας κοιτούσαν απορημένοι – προφανώς δεν έβλεπαν παρά κάτι τρελαμένα μικρά που λακούσαν πάνω κάτι τσιρίζοντας μανιασμένα.

Περνούσαμε κάτω από παγκάκια, πάνω από κάδους, δίπλα σε δεντράκια· προσπαθούσαμε να σκαρφαλώσουμε, μα του κάκου – δεν ήμασταν τόσο περιπετειώδεις!...

Μέσα στην εκκλησία, στο γραφείο, ο παπάς προφανώς άκουσε το πανδαιμόνιο – κυριολεκτικά το λέω – και πρόβαλε στην πόρτα, στο κεφαλόσκαλο, να δει τι τρέχει. Ήταν ένας νέος παπάς, με ξανθά γενάκια και γαλάζια μάτια, σαν του Κλέβις και του Κλωντιάν· εκείνη τη στιγμή φυσικά δεν μπορούσα να τον προσέξω. Δεν ξέρω τι είδε – την αλήθεια ή μόνο τα “τρελαμένα στρουμφάκια”; Πάντως τα τρολς κοντοστάθηκαν και τον κοίταξαν λίγο ανήσυχα. Έτσι εμείς πήραμε ανάσα ενός δευτερολέπτου και συνταχτήκαμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Σα δεν είδαν τον παπά να κινείται εναντίον τους, ετοιμάστηκαν να μας χιμήξουν.

Διαπιστώσαμε με φρίκη πως μας είχαν περικυκλώσει!

«Βοήθεια!» ούρλιαξε ο Κώστας. Κι όλοι μονομιάς αρχίσαμε να φωνάζουμε τη μαγική λέξη.

Οι ελάχιστοι περαστικοί συνέχιζαν να μας κοιτάνε με γουρλωμένα μάτια. Ο παπάς, σκεφτικός κι αμίλητος, κατέβηκε ένα σκαλοπάτι.

Και τότε μια σκιά φάνηκε από πάνω μας, κάτι μεγάλο χαμήλωσε απ’ τον ουρανό και τα αερικά πάγωσαν από τον τρόμο τους, έριξαν βιαστικά μια ματιά προς τα πάνω και, αφού επιβεβαιώθηκε ο φόβος τους, το ’βαλαν στα πόδια σκορπίζοντας δώθε κείθε με στριγκλιές και ποδοβολητά. Σε μερικά δευτερόλεπτα δε φαινόταν ούτε ένα – δεν πιστεύαμε στην τύχη μας· είχαμε γλιτώσει!

Σφιχταγκαλιαστήκαμε και δειλά κοιτάξαμε προς τα πάνω, με την καρδιά μας να βροντάει σαν ταμπούρλο. Ήμασταν σίγουροι τι θα βλέπαμε.

Αυτό που είδαμε ήταν φευγαλέο, μια σκιά να χάνεται πάνω από τον τρούλο της εκκλησίας. Όμως ήμασταν σίγουροι: ήταν ο Μελένιος Δράκος!

Ίσως θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο… Μα τι λέω; Τι άλλο μεγάλο ιπτάμενο θα μπορούσε να πανικοβάλει τόσο πολύ τα δαιμόνια, που μας επιτέθηκαν να μας κατασπαράξουν, παρά μόνο ο Μελένιος Δράκος; Τι άλλο θα έμοιαζε τόσο πολύ με την πίσω όψη ενός δράκου, έστω και σκοτεινή, σα σκιά, μέσα στην αντηλιά, παρά μόνο ο Μελένιος Δράκος; Ήταν αληθινός! Και τον είχαμε βρει! Και μας είχε σώσει!

Κι εκείνη την ώρα πλησίασε και στάθηκε δίπλα μας ο ιερέας.

Μας κοίταξε γεμάτος καλοσύνη. Κάπου μέσα μας νιώθαμε, μας δεν το συνειδητοποιούσαμε τότε ακόμη, πως δεν ήταν καλοσύνη, αλλά ένα είδος παιδικής αθωότητας· διαφορετικής απ’ του θείου Άρη. Τούτος εξάλλου έμοιαζε πολύ νεότερος απ’ το θείο Άρη. Υπήρχαν παπάδες τόσο νέοι; Και ήταν τόσο ξανθός και ανοιχτόχρωμος, που φαινόταν ξένος. Υπήρχαν παπάδες τόσο ξανθοί;

«Τι πάθατε, παιδάκια;» μας ρώτησε με πραότητα. «Μήπως χρειάζεστε βοήθεια;».

Αντί ν’ απαντήσουμε, μπροστά στα κατάπληκτα μάτια του, ξαναρχίσαμε να ξεφωνίζουμε και τρέξαμε σα λαγοί, σκαρφαλώσαμε τα σκαλοπάτια της εκκλησίας και τρυπώσαμε μέσα!

Ο ιερέας κοίταξε τους αποσβολωμένους περαστικούς. Σήκωσε τους ώμους και μας ακολούθησε βιαστικά. Όμως από ένστικτο έριξε μερικές ματιές πέρα δώθε· δεν είδε τίποτα.

Μπήκε στην εκκλησία. Είχαμε κουρνιάσει πίσω απ’ την εικόνα της Παναγίας, σ’ ένα μεγάλο προσκυνητάρι ακριβώς μετά την είσοδο και το παγκάρι με τα κεριά.

Πλησίασε, μας σήκωσε παίρνοντάς μας από το χέρι και μας οδήγησε από μια αθέατη πλαϊνή πόρτα στο μικρό κομψό γραφείο του.

***

Για να μην πολυλογώ, του αφηγηθήκαμε τα πάντα. Μέχρι τη στιγμή που πιστοποιήσαμε την ύπαρξη του Μελένιου Δράκου, λίγα λεπτά πριν. Ακόμα τρέμαμε κι η καρδιά μας κλωτσούσε από το φόβο των αιμοβόρων τρολς!

Μας άκουσε υπομονετικά, έκανε μια δυο διευκρινιστικές ερωτήσεις, και μετά για λίγο βυθίστηκε σε σκέψεις.

«Πώς ήταν αυτά τα αβγουλάκια, παιδί μου;» ρώτησε τη Λένια.

«Μικρά, σα μαμουνάκια» αποκρίθηκε το κοριτσάκι. Σούφρωσε λίγο τα μουτράκια της. «Σαν κομπιουτεροκακάκια» πρόσθεσε λίγο αηδιαστικά.

Έτσι τα ονομάζαμε όλοι από ’δώ και πέρα· κομπιουτεροκακάκια.

«Πού είναι οι γονείς σας;» μας ρώτησε τώρα ο ιερέας.

«Εδώ παρακάτω» απάντησα. «Θα μας ψάχνουν».

«Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να τους ειδοποιήσουμε».

«Πάτερ, με μας είστε ή με τους κακούς;» αγανάκτησε ο Μιχάλης, εκφράζοντας όλους μας. «Σας λέμε ότι μας κυνηγήσανε – πώς να το πω; – διαόλοι! Παραλίγο να μας φάνε! Δεν είδατε τίποτα;»

Κούνησε το κεφάλι του· το σοβαρό του βλέμμα, εκείνη την ώρα τουλάχιστον, μου άφηνε κάποιες αμφιβολίες αν έλεγε αλήθεια. Τουλάχιστον, ήθελα να έχω αμφιβολίες.

«Ακούστε, παιδιά μου», είπε. «Δε λέω ότι δε σας πιστεύω… Εντάξει, σας πιστεύω. Αλλά είστε μικρά παιδιά κι εγώ δεν είμαι ο μπαμπάς σας. Έχω ευθύνη για σας. Πρέπει να έρθουν εδώ οι γονείς σας και να τους τα πούμε όλα αυτά. Εγώ, από πλευράς μου, όσο μπορώ θα σας βοηθήσω».

Ξεφυσήσαμε. Πάει καλά! Του είπα τον αριθμό τηλεφώνου μου, κάλεσε το μπαμπά μου και σ’ ένα λεπτό, ή και λιγότερο, οι έξι γονείς είχαν μαζευτεί εξαγριωμένοι εδώ.

Τους είπαμε την ιστορία, για τα δαιμόνια και την εμφάνιση του Μελένιου Δράκου.

Δεν το χωρούσε ο νους τους κι έκαναν πως δεν το πιστεύουν. Μας έβαλαν τις φωνές που το σκάσαμε κι όλα αυτά τα δασκαλίστικα, που κάνουν οι παλαβοί μεγάλοι όταν βρίσκονται σε αμηχανία.

«Εσείς τι λέτε, πάτερ;» ρώτησε η θεία Μαρκέλλα, σε μια ύστατη προσπάθεια να μας λογικέψει. Όλοι κοίταξαν τον ιερέα, ελπίζοντας πως θα μιλήσει λογικά, δηλαδή θα πάρει το μέρος τους. Κι εμείς τον κοιτάξαμε ικετευτικά, ελπίζοντας να πει την αλήθεια, δηλαδή να πάρει το δικό μας μέρος.

Ο νεαρός ιερέας μας έριξε μια ματιά και είδε το ικετευτικό βλέμμα μας. Έσφιξε τα χείλη· θα προτιμούσε να μην το είχε αντικρίσει.

«Κοιτάξτε» είπε στη θεία· «είδα τα παιδιά να τρέχουν πάνω κάτω ξεφωνίζοντας τρομαγμένα. Δεν είδα δαίμονες, αλλά ήταν φανερό πως δεν έπαιζαν, πως έτρεχαν να ξεφύγουν από κάτι. Δεν είδα δράκο ή σκιά δράκου, έβλεπα μόνο τις αντιδράσεις των παιδιών, αλλά, αν δεν είχαν γίνει ξαφνικά ηθοποιοί που έπαιζαν μια παράσταση χωρίς κοινό, οι αντιδράσεις τους ήταν ακριβώς σα να ζούσαν όλα αυτά που μας διηγούνται».

«Δηλαδή τα πιστεύετε;» ρώτησε η θεία γουρλώνοντας τα μεγάλα της μάτια με φρίκη.

«Δεν πρέπει να αποκλείσετε τίποτα» παραδέχτηκε ο ιερέας.

Τώρα οι μεγάλοι ξέσπασαν σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας:

«Ε, όχι, πάτερ μου» είπε θυμωμένος ο μπαμπάς μου. «Πρέπει ν’ αποκλείσουμε τους παραλογισμούς. Πρέπει ν’ αποκλείσουμε τα ψέματα».

«Τι περιμένεις; Παπάς!» είπε κάπως ρατσιστικά ο θείος Ορέστης.

Ο θείος Πέτρος κι η θεία Ξένια κοιτούσαν θλιμμένα και δε μιλούσαν. Αναρωτήθηκα αν είχε κλονιστεί κάπως η βεβαιότητά τους πως όλα ήταν αποκύημα της φαντασίας μας.

«Πάμε γρήγορα σπίτι!» είπε οργισμένος ο θείος Ορέστης. «Αυτή η κωμωδία σταματάει τώρα!».

«Ε, όχι!» ούρλιαξε ο Μιχάλης και στάθηκε αντιμέτωπος με το μπαμπά του. Στα μάτια του, πρώτη φορά όσα χρόνια τον ήξερα, δηλαδή όλη μου τη ζωή, είχαν ανεβεί δάκρυα.

Στριμωχτήκαμε πίσω του· ήταν και πάλι ο φυσικός μας ηγέτης.

«Τι είπες, μικρέ;» ειρωνεύτηκε ο θείος στραβοκοιτάζοντάς τον.

«Είπα, όχι!» απάντησε ο Μιχάλης και κοπάνησε με το πόδι του το πάτωμα του μικρού γραφείου. «Επιτέλους θα μας ακούσετε. Ξέρουμε τι είδαμε! Παραλίγο να μας έχουν κάνει κιμά! Βρήκαμε το Μελένιο Δράκο! Και δε θα μας σταματήσετε τώρα, που προχωρήσαμε ένα βήμα για να βρούμε το Χρήστο».

Όσο μιλούσε, όλο και περισσότερο δάκρυζε. Εμείς κρατούσαμε την ανάσα μας περιμένοντας τις αντιδράσεις τους.

«Ας είμαστε ψύχραιμοι» είπε ο θείος Πέτρος. «Πάμε σπίτια μας».

«Ας αφήσουμε την αστυνομία να κάνει τη δουλειά της» συμπλήρωσε η θεία Ξένια. «Παιδιά, μη συνεχίζετε».

«Συγνώμη, πάτερ» είπε ο μπαμπάς μου.

Ο παπάς κούνησε ελαφριά το κεφάλι με τα ξανθά του γενάκια και δεν είπε λέξη.

Καθώς βγαίναμε απ’ την εκκλησία, ο Κώστας μας έδειξε την εικόνα, που πίσω της είχαμε κρυφτεί όταν μπήκαμε τρομοκρατημένοι. Παράξενα συναισθήματα μας κατέκλυσαν – και μια ελπίδα πως δεν ήταν όλα τυχαία· ήταν η Παναγία Γαλακτοτροφούσα (όπως ξέρω σήμερα πως τη λένε), που θήλαζε το Μωράκι στην αγκαλιά της, ακριβώς όπως η εικόνα που είχαμε βρει το προηγούμενο καλοκαίρι στο χωριό μας.

 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...