Εικ. από εδώ
4
Με λένε Μίνα.
Από μικρή ζούσα μέσα στη φαντασία. Κόλλησα με το Τζίμη, το Νόντα, τη Σοφία, τη Στέλλα, την Οξάνα. Ξεκινήσαμε το ταξίδι μας με τον Πήτερ Παν, συνεχίσαμε με το Χάρυ Πότερ, προχωρήσαμε με παιχνίδια ρόλων στο net café της περιοχής μας και μετά στα τάμπλετ και τα λάπτοπ μας. Και τώρα, που πάμε Α΄ Λυκείου (τελευταία περίοδο χάριτος πριν την κούρσα θανάτου στην αρένα με τις Πανελλήνιες), έχουμε περάσει στην πράξη. Καπνίζουμε, πίνουμε, ξενυχτάμε, χορεύουμε, κάνουμε έρωτα (με προφυλάξεις, εννοείται – φιλενάδες μας χωρίς προφυλάξεις έχουν μπει στο χειρουργείο για να πετάξουν τις συνέπειες), έχουμε διαμορφώσει το σώμα μας όπως θέλουμε με τατουάζ, σκουλαρίκια και βαφές μαλλιών, γενικά έχουμε σουτάρει αυτόν το βρόμικο κόσμο και ζούμε στον δικό μας, κοινό, δημιουργημένο από μας, περιπετειώδη, αγανακτισμένο κόσμο μας.
Κρατηθήκαμε καθαροί από ναρκωτικά, αν και δοκιμάσαμε μερικά ελαφριά. Δε μπλέξαμε σε παρανομίες, αν και πότε πότε σουφρώσαμε μερικά ψιλά απ’ τους γονείς μας. Άλλωστε, γι’ αυτό είναι οι γονείς, είτε είναι μαζί, είτε (οι περισσότεροι) χωρισμένοι, είτε μόνο μαμά, χωρίς ποτέ να έχει υπάρξει στη ζωή μας μπαμπάς.
Έχουμε κάνει κι ένα γκρουπάκι και παίζουμε σκληρό rock. Είμαστε οι “Πειρατές των Υπονόμων”. Ο Νόντας έγραψε κι ένα τραγούδι, τον Παπαγάλο με ξύλινο πόδι, ταιριαστό με το όνομα του group μας· το ανεβάσαμε στο Facebook, το παίζουμε στις μικρές μας συναυλίες κι έχει τρομερή επιτυχία. Ελπίζουμε πως θα φτιάξουμε κι άλλα τραγούδια, όχι για CD κι εταιρίες (αλλεργία σε όλα αυτά), μόνο για βιντεάκια στο Fb.
Όλα αυτά μέχρι πριν πέντε μήνες, όταν χάθηκε ο αδερφός μου, ο Θάνος.
***
Οι μισοί από μας έχουμε και μικρούς αδερφούς. Συνήθως δεν ασχολούμαστε μαζί τους. Μερικοί απ’ αυτούς ακολουθούν τα βήματά μας· σχηματίζουν παρέες που προσπαθούν να μας μοιάσουν.
Ίσως δεν προσπαθούν να μοιάσουν σ’ εμάς, αλλά το ποτάμι τους φέρνει κατά ’δώ. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, ελπίζω· το ποτάμι της ζωής, το ρεύμα, πώς να το πω; Αυτό που κατά βάθος ακολουθούμε όλοι, ζούμε μια ζωή αφύσικη σ’ έναν κόσμο αφύσικο, χτίζουμε έναν παράδεισο που μοιάζει με κόλαση, σ’ έναν κολασμένο κόσμο που μας κατασπαράζει με τεράστια σαγόνια σαν από θρίλερ.
Αυτό κάνουμε εμείς, αυτό θα κάνουν και τα μικρά μας αδέρφια· τι άλλο; Greek History X. Το πιάσατε;
Όμως όχι και να εξαφανιστούνε τ’ αδέρφια μας! Μπορεί να μας ενοχλούν, να μην ασχολούμαστε μαζί τους, να μη θέλουμε ν’ ασχολούνται κι αυτά μαζί μας, αλλά τι στο καλό, αδέρφια μας είναι, είναι και θέμα τιμής να τα διατηρούμε ασφαλή.
Θέμα τιμής, απαίτηση των γονιών, ίσως κατά βάθος να τ’ αγαπάμε και λίγο.
Εγώ είμαι σίγουρη πως τον αγαπάω τον αδερφό μου, αν και δεν το ’χω παραδεχτεί ποτέ και ελπίζω να μη βρεθώ στην ανάγκη να το παραδεχτώ και στο μέλλον. Αλλά όταν βρω αυτόν που του έκανε κακό, θα τον σκοτώσω!
Επειδή κανείς άλλος απ’ τον πραγματικό κόσμο δε θα το κάνει, θα τον σκοτώσω εγώ η ίδια. Αλλιώς, όλη η αναρχία και η πειρατεία που χτίσαμε γύρω μας και μέσα μας τόσα χρόνια, είναι λόγια του αέρα.
Συσπειρωθήκαμε λοιπόν όλοι και αρχίσαμε το ψάξιμο.
Κατ’ αρχάς, κάναμε ένα τατουάζ στον καρπό μας, μια πειρατική νεκροκεφαλή κι έναν παπαγάλο με ξύλινο πόδι. Και μετά αρχίσαμε να ρωτάμε. Πρώτα τους φίλους του, τους αγριέψαμε και τους απειλήσαμε, μήπως είναι πουθενά μπλεγμένοι. Δε βγάλαμε άκρη. Μετά ξεκινήσαμε να ψάχνουμε στις πλατείες, στα στέκια, στα πεζοδρόμια και στις σκιές. Όχι για Μελένιους Δράκους και σαχλαμάρες! Για εμπόρους ναρκωτικών, μαστροπούς, παιδεραστές, εμπόρους σκλάβων, διακινητές ανθρωπίνων οργάνων…
Σε όλα αυτά, οι γονείς μας αμέτοχοι. Έτσι κι αλλιώς αμέτοχοι είναι σε όλη τη ζωή μας. Ούτε που ρωτάνε τι κάνουμε όλη μέρα – και όλη νύχτα.
Αυτή η νύχτα είναι που κρύβει την αλήθεια, μέσα σ’ αυτήν βρίσκεται και κατοικεί, σαν κουκούλι τερατώδους σαρκοβόρας πεταλούδας, που εκκολάπτεται και καταβροχθίζει όποιους βρει μπροστά της!
Είδαμε πολλά. Δεν πήγαμε μόνοι μας· δε θα ζούσαμε ούτε βδομάδα. Πήγαμε με μεγαλύτερους, ξεσκολισμένους κι απ’ τα συστημικά σχολεία (που πιστεύαμε τότε πως θέλουν κάψιμο) κι απ’ τη ζωή (που αυτή κι αν θέλει κάψιμο).
Είχαμε φίλους και εραστές – ας εκφραστώ κόσμια, μας διαβάζουν και παιδιά – που ήξεραν πρόσωπα και πράγματα κι ήταν αληθινοί πειρατές, όχι πειρατές της μουσικής σαν εμάς. Άνθρωποι που έκαναν και βρομοδουλειές, και μας φέρανε κοντά σε άλλους, που κάνανε πιο μεγάλες βρομοδουλειές.
Αλλά πέρασαν πέντε μήνες και δε βρήκαμε τίποτα.
Και τότε διαβάσαμε στο Fb την ιστορία με το Μελένιο Δράκο.
Και θυμήθηκα πως ο Θάνος μου μού είχε πει μια φορά αυτές τις λέξεις.
Αμέσως βαλθήκαμε να το ψάχνουμε· όχι μόνο στα ελληνικά, αλλά σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Δεν ήταν από παιχνίδι υπολογιστών, ούτε από παιδική ταινία· από τι ήταν;
Μήπως καμιά σπείρα που ξεγελούσε παιδιά;
Ρωτήσαμε στο σχολείο, και φυτά και φλώρους και μάγκες· τίποτα. Ρωτήσαμε και στα στέκια, στα μπαρ, στους νυχτερινούς δρόμους· πάλι τίποτα.
Ρωτήσαμε μέσω Fb και τους “φίλους” μας σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες· και πάλι τίποτα.
Όλοι ήξεραν για την αναζήτηση του Μελένιου Δράκου – θα βοηθήσαμε κι εμείς σ’ αυτό, το είπαμε σε εκατοντάδες ανθρώπους ώς τα πέρατα του κόσμου, τόσο ταξιδεμένοι πειρατές δε θα ’χουν υπάρξει – μα κανείς δεν ήξερε τι ήταν.
Όμως ένας δυο ακόμη με αδέρφια εξαφανισμένα βρέθηκαν που είχαν ακούσει τις λέξεις, και το μυστήριο μεγάλωνε.
Έτσι πήγαμε στα μικρά, σ’ αυτά που ξεκίνησαν την ιστορία, και τους προσφέραμε συμμαχία και υποστήριξη.
Είχα τα μαλλιά μου βαμμένα μαύρα κατράμι, το ίδιο και τα χείλια μου και τα μάτια· ντυμένη στα μαύρα, με πολλά σκουλαρίκια και τατουάζ· το βλέμμα μου γεμάτο οργή, όλο τον κόσμο μισούσα – θα τα παίξανε τα μικρά.
Κερδίσαμε την εμπιστοσύνη και το σεβασμό τους. Δεν ήξεραν ακόμα πού πήγαιναν να μπλέξουν· πού πήγαιναν να μπλέξουν μαζί μας…
Βλέπεις, δεν είχαν αρχίσει να γίνονται επικίνδυνοι· ακόμη δεν είχαν δει τα αβγά, αυτά που το κοριτσάκι ονόμαζε κομπιουτεροκακάκια, κι έτσι έμειναν και στην ιστορία…
5
Φωτο από εδώ
Εδώ Μίνα.
Κατά τα μέσα της χρονιάς, τρία αγόρια απ’ το σχολείο μας, κολλητοί, τρεις φλωρογκατζετάκηδες, κομπιουτεροσπασίκλες, τα Τρία Γουρουνάκια, έτσι τους λέγαμε – ήταν και χοντρούληδες – κι ούτε που ήξερα τα ονόματά τους, χακάρανε και κατεβάσανε ένα παιχνίδι ρόλων, ολόφρεσκο κι ακυκλοφόρητο. Λεγόταν “Απαγωγή”· μιλούσε για την απαγωγή ενός εντεκάχρονου και για την αδερφή του με την παρέα της, που ψάχνανε να τον βρουν, να τον φέρουν πίσω.
Σχεδόν αμέσως κατάλαβαν πως οι χαρακτήρες του παιχνιδιού ήμασταν ο Θάνος κι εμείς!
Ξενυχτήσανε παίζοντας. Τα βάλανε με ψηφιακούς κακοποιούς και μαχαιροβγάλτες, εμπόρους ναρκωτικών και σωματέμπορους – αυτούς που είχαμε ερευνήσει εμείς, μόνο που στο παιχνίδι τους πολεμούσαν και τους ξεπάστρευαν με σπαθιά και τόξα.
Όποιος έχανε βυθιζόταν σε φυλακές βασανιστηρίων, στο παιχνίδι πάντα, κι οι άλλοι έπρεπε να ρισκάρουν για να τον σώσουν, αλλιώς έχαναν πόντους· και αν ρίσκαραν, ξεκινούσαν καινούργιες πίστες όπου μπορεί να έχαναν εντελώς τη ζωή τους και το παιχνίδι. Χάσανε και ξεκίνησαν από την αρχή κάμποσες φορές, ολοένα και πιο πεισμωμένοι.
Και τελικά φτάσανε σ’ ένα βασίλειο βυθισμένο στη νύχτα, σ’ ένα σκοτεινό μεσαιωνικό κόσμο, όπου πρόβαλαν να τους αντιμετωπίσουν διαβολικοί σταυροφόροι, ή μάλλον αναποδοσταυροφόροι, ιππότες με μαύρες πανοπλίες κι ανάποδους σταυρούς στο στήθος, στις ασπίδες και στους μανδύες. Ό,τι κι αν έκαναν, δεν κατάφεραν να τους νικήσουν.
Μετά από ολονύχτιο παιχνίδι, ήρθαν άυπνοι στο σχολείο και στο πρώτο διάλειμμα με βρήκαν και μου τα είπαν.
Κάναμε κοπάνα από τη δεύτερη κιόλας ώρα – πού να περιμένουμε να σχολάσουμε; Και τι να καθίσουμε να κάνουμε στο σχολείο; Ήμασταν εννιά άτομα, οι Πειρατές των Υπονόμων (υπενθυμίζω: ο Τζίμης, ο Νόντας, η Οξάνα, η Σοφία, η Στέλλα κι εγώ) και τα Τρία Γουρουνάκια. Πάντα νιώθαμε περήφανοι στις κοπάνες μας, αλλ’ αυτή τη φορά είχαμε κυριευτεί από ιερό ρίγος, σαν αληθινοί πειρατές ή ίσως ιππότες ή κομάντος, που ξεκινούσαν για αποστολή υψηλού κινδύνου, για να σώσουν τον κόσμο.
Ναι, ήμασταν αληθινοί πειρατές και κομάντος, είχαμε βουτήξει βαθιά, δεν ήταν αστείο. Κι αν κανένας φλώρος καθηγητής – έτσι τους έβλεπα τότε – μας ζητούσε το λόγο την άλλη μέρα, πρώτη φορά είχαμε πραγματικά σοβαρό λόγο που είχαμε φύγει: να ψάξουμε για τον αδερφό μου.
Αυτό που δεν ξέραμε, αν και θα ’πρεπε να το φανταστούμε, ήταν πως η όλη φάση ήταν στημένη. Στημένη, για να μας παγιδεύσουν· στημένη, για να μας κάνουν δικούς τους, για να μας μετατρέψουν σε δόλωμα.
Βάλανε δόλωμα για να κάνουν εμάς δολώματα. Βάλανε δόλωμα για μαρίδες, για να τις κάνουνε δόλωμα για συναγρίδες – αν τα λέω σωστά, γιατί δεν ξέρω από ψάρεμα.
Μαζευτήκαμε στο σπίτι ενός απ’ τα Τρία Γουρουνάκια, του πιο χοντρούλη. Τα καημένα, ήταν περήφανα που μας έδειχναν κάτι, όπως κάθε σπασίκλας είναι περήφανος όταν συνεργάζεται με ανθρώπους της πιάτσας και της πράξης.
Μας έδειξαν το παιχνίδι, και το παίξαμε. Ήταν φως φανάρι πως στην οθόνη φιγουράραμε ο Θάνος κι εμείς. Παλεύαμε με κακοποιούς κάθε είδους, που μοιάζανε με τους τύπους που είχαμε συναντήσει τόσο καιρό στην έρευνά μας για τον αδερφό μου.
Ποιος το είχε φτιάξει; Τι κρυβόταν από πίσω; Ναι, αυτοί που είχαν αρπάξει το μικρό Θάνο, αλλά ποιοι ήταν; Μας παρακολουθούσαν βήμα προς βήμα; Ξέρανε τα πάντα για μας; Τυχαία έφτασε στα χέρια των τριών καινούργιων συμμάχων μας;
Αναρωτιόμασταν, αλλά προς το παρόν δεν το ερευνούσαμε, μόνο παίζαμε, μήπως αποκαλυφθούν τίποτα στοιχεία.
Επιμείναμε ξανά και ξανά. Φτάσαμε στο σκοτεινό βασίλειο και στους ιππότες. Πολεμήσαμε, χάσαμε. Ξαναρχίσαμε από την αρχή, ξαναφτάσαμε μετά πολλή ώρα, ξαναχάσαμε. Δεν υπήρχε τρόπος να τους νικήσουμε στο παιχνίδι· ήταν φανερό πως δεν ήταν άνθρωποι.
Ήρθε το απόγευμα και δεν είχαμε σηκώσει το κεφάλι μας από την οθόνη.
Το καλό της εποχής μας (σαν καλό το θεωρούσα τότε) είναι πως δεν υπάρχουν γονείς. Δουλεύουν τρελά ωράρια και ακανόνιστα. Κι όταν έρχονται στο σπίτι, δε μας ενοχλούν. Έχουν αποδεχτεί την ήττα τους και παραιτηθεί από τις προσπάθειές τους να παρέμβουν στη ζωή μας· κυριολεκτικά, έχουν παραδοθεί.
Έτσι ο κόσμος μας έχει γίνει κόσμος των παιδιών – ή, για ν’ ακριβολογήσουμε, των εφήβων. Ο έφηβος κάνει ό,τι θέλει και το πιθανότερο είναι πως οι γονείς δε θα μάθουν ποτέ τίποτα.
Και τι κόσμος είναι αυτός και τι ακριβώς θέλει να κάνει ο έφηβος σ’ έναν τέτοιο κόσμο;
Όλοι το ξέρετε, μην κρύβεστε και μην κάνετε πως χρειάζεται να σας το πω: ένας εφιαλτικός κόσμος. Ένας κόσμος παράνοιας, σαν βγαλμένος από το πιο τρομαχτικό θρίλερ· δεν ξέρω αν τα θρίλερ αντιγράφουν τον αληθινό κόσμο ή ο κόσμος τα θρίλερ. Απελπισία, σκοτάδι, βία, πόνος, μίσος, κενότητα, τι άλλο να πω; Αυτά είναι τα μαύρα βέλη στη φαρέτρα ενός Τοξότη Ζόμπι, που τοξεύει και, όποιον πετύχει, αυτός βυθίζεται σε μια κόλαση· μια γοητευτική κόλαση, που τον ελκύει ολοένα και πιο βαθιά, τον τροφοδοτεί με κατάλληλη μουσική, ταινίες, παιχνίδια, διασκεδάσεις, και τελικά τον σκοτώνει.
Αυτά θα μπορούσε να τα λέει κι ένας κοινωνιολόγος, ένας ψυχολόγος ή ακόμα κι ένας παπάς – αν και δε θυμόμασταν τότε πως υπάρχουν παπάδες· αυτός ο κόσμος, ο μαγεμένος με μαύρη μαγεία, τους κρύβει από τα μάτια μας και, όταν τους αφήνει λίγο να φανούν, τους παραμορφώνει τόσο (ή εμάς παραμορφώνει) που τους σιχαινόμαστε και τους μισούμε.
Τέλος πάντων, αυτά τώρα δεν τα έλεγε κάποιος που δεν τα ’χει ζήσει. Εμείς τα ξέραμε πολύ καλά και αργότερα θα διαπιστώναμε πως κυριολεκτικά είναι αλήθεια.
***
Όπως είπα, ήρθε το απόγευμα και δεν είχαμε σηκώσει το κεφάλι μας από την οθόνη. Μας ξύπνησε απ’ το λήθαργο η μαμά του παιδιού, που μπούκαρε ξαφνικά και μας βρήκε. Μας παράγγειλε σουβλάκια – είχε φτιάξει φαΐ, μα δεν έφτανε για όλο το τσούρμο – μας έστρωσε την τραπεζαρία και φάγαμε και δε μας ενόχλησε καθόλου. Μερικοί ακόμα γονείς τηλεφώνησαν στα παιδιά τους, πήραν την απάντηση πως όλα ok και δεν ξαναρώτησαν. Ήρθε κι ο μπαμπάς του παιδιού, μας χαιρέτησε ευγενικά και μας άφησε κι αυτός ήσυχους.
Κι εμείς, χωμένοι ξανά στο δωμάτιό του, με κλειστή την πόρτα, κάποια στιγμή φάνηκε να νικάμε τους αναποδοσταυροφόρους. Κι αφού είχαμε σκοτώσει πολλούς, είδαμε να προβάλλουν από το βάθος της πίστας τρεις φιγούρες – τρεις αιχμάλωτοι, δεμένοι, ολόγυμνοι, με μήλα στο στόμα, σα γουρουνάκια έτοιμα για το φούρνο. Μαντέψατε ποιοι ήταν;
Οι καινούργιοι μας φίλοι, τα Τρία Γουρουνάκια! Ίδιοι κι απαράλλαχτοι, όπως είναι στην πραγματικότητα!
Όλοι ξεφωνίσαμε από τρόμο και κλείσαμε το παιχνίδι.
Περάσαμε κάμποση ώρα αμίλητοι κι αφού συνήλθαμε κάπως από τη φρίκη, κάναμε επιτέλους την κίνηση που ίσως έπρεπε να είχαμε κάνει (ή να μην είχαμε κάνει) από την αρχή: με αρχηγούς τους τρεις φίλους, που ήταν δυνατοί κομπιουτεράδες, τρυπώσαμε στον κυβερνοχώρο και ψάξαμε την προέλευση του παιχνιδιού.
Και η αναζήτηση μας οδήγησε σ’ ένα net café στην άλλη άκρη της Αττικής. Όλη την ώρα πιστεύαμε πως είναι ξένο, και τώρα βλέπαμε, από τα ίχνη του στον κυβερνοχώρο, πως όχι μόνο είναι ελληνικό, αλλά και προέρχεται από ένα γνωστό net café.
Να καλέσουμε τους μπάτσους; Δεν υπήρχε περίπτωση. Να μιλήσουμε στους μεγάλους; Ούτε συζήτηση. Να φωνάξουμε ενήλικες φίλους μας για ενισχύσεις;
Αυτό θα μπορούσαμε να το ’χουμε κάνει, αλλά κανείς δεν το σκέφτηκε. Λογικά, περιμέναμε πως θα μπλέξουμε, αλλά ήμασταν τόσο ναρκωμένοι από την επίδραση του πολύωρου παιχνιδιού στα μυαλά μας, που ήμασταν σα συνδεδεμένοι σ’ αυτό, σαν το Matrix· σκεφτόμασταν ό,τι ήθελαν κάποιοι άλλοι, που θα τους γνωρίζαμε σε λίγη ώρα.
Παρατήσαμε τις τσάντες μας, ούτε που τις θυμηθήκαμε, χαιρετήσαμε τους γονείς του παιδιού, που μας κοίταζαν αποσβολωμένοι, και ξεκινήσαμε κάτω από ένα βαρύ μολυβένιο βραδινό ουρανό, που έσταζε πού και πού παγερές ψιχάλες.
Διασχίσαμε την Αθήνα με τα μηχανάκια μας. Όσο να φτάσουμε είχε νυχτώσει. Πώς νιώθαμε; Φοβισμένοι. Πεισμωμένοι; Μπα… Σταθήκαμε απ’ έξω και δεν τολμούσαμε να κάνουμε βήμα. Και μακάρι να μην είχαμε κάνει βήμα.
Αλλά, πάλι, δεν ξέρω, ίσως καλύτερα που το κάναμε αυτό το βήμα. Μόνο ο Θεός ξέρει – δεν Τον ανέφερα ξανά, απ’ όσο θυμάμαι – τι ήταν καλύτερο και τι θα γινόταν, αν δεν είχε γίνει αυτό που έγινε εκείνη τη νύχτα…
Μπήκαμε και ρωτήσαμε χύμα το μπάρμαν για το παιχνίδι, δείχνοντάς του το CD, όπου το είχαμε κατεβάσει. Δεν τον ξέραμε, δεν ήταν κοντά στην περιοχή μας, και δεν καταλάβαμε πως εκείνος μας ήξερε και μας κορόιδευε.
Φάνηκε χαρούμενος που το είχαμε στα χέρια μας, μίλησε πολύ ευγενικά και μας πρότεινε να περάσουμε από μια πόρτα στο μισοσκότεινο βάθος του τεράστιου café. Φύγαμε από το μπροστινό μέρος, όπου ενήλικες χρησιμοποιούσαν το Internet νηφάλιοι για κάπως σοβαρούς λόγους, και διασχίσαμε τον απέραντο χώρο, όπου αμέτρητα παιδιά και έφηβοι χτυπιούνταν με τις οθόνες, τσίριζαν κι έβριζαν με φριχτές βρισιές παίζοντας διάφορα παιχνίδια, που δε γυρίσαμε να δούμε τι περιείχαν.
Ίσως ήταν παιχνίδια αντίστοιχα μ’ εκείνο που είχαμε παίξει εμείς. Αλλά κι αν δεν ήταν, πάλι ήταν ναρκωτικά της ψυχής· όλα ένα κύκλωμα είναι, μην αμφιβάλλεις· ένας ιστός αράχνης, που σε τυλίγει και σε τρώει.
Πίσω από την πόρτα βρεθήκαμε σε απόλυτο σκοτάδι. Σχεδόν αμέσως μια ανταύγεια φώτισε κάπως. Όπως δυνάμωσε, διαπιστώσαμε με τρόμο πως βρισκόμασταν στην πίστα με τους αναποδοσταυροφόρους. Δε φαινόταν ψυχή, αλλά ο χώρος ήταν ίδιος.
Η πόρτα πίσω μας όχι μόνο κλειστή, αλλά και αόρατη. Μας είχαν μπλοκάρει.
«Καλά κορόιδα είμαστε, που ήρθαμε εδώ» γκρίνιαξε ο Νόντας.
Όλοι οι άλλοι είχαμε χάσει τη λαλιά μας. Τα Τρία Γουρουνακια τρέμανε πιο πολύ απ’ όλους, είχανε γουρλώσει τα μάτια, τα δόντια τους και τα γόνατά τους χτυπούσαν και σφίγγονταν ο ένας πλάι στον άλλο σαν κινούμενα σχέδια. Αν δεν ήταν τραγικό, θα ήταν αστείο.
Εμείς κάναμε τους γενναίους. Δυο αγόρια και τρία κορίτσια, Πειρατές των Υπονόμων, δεν έπρεπε κανείς να μας πει δειλές, δεν έπρεπε καμιά να τους πει δειλούς. Κατά βάθος, τα ’χαμε παίξει. Κοιταχτήκαμε. Τι θα γινόταν;
Άνοιξε απέναντί μας μια πύλη, από την οποία ξεχύθηκε άπλετο φως. Μπήκαν μια εικοσαριά αναποδοσταυροφόροι, με πρόσωπα καλυμμένα, όπως στο παιχνίδι, πίσω από μαύρες περικεφαλαίες. Κρατούσαν γυμνά σπαθιά και ασπίδες· το σύμβολο του ανάποδου σταυρού – όλοι ξέρουμε τι σημαίνει – φεγγοβολούσε παντού, σα να μας περιγελούσε. Και πράγματι μας περιγελούσε.
Στη μέση ξεπρόβαλε ο άρχοντάς τους. Πρώτη φορά τον βλέπαμε, δεν υπήρχε στο παιχνίδι. Ή, κι αν υπήρχε, δεν είχαμε προχωρήσει τόσο που να τον συναντήσουμε στην οθόνη.
Δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν ένα τέρας ξερακιανό, πολλά μέτρα ψηλό, ώς την οροφή, ντυμένο κατάμαυρα σαν το Χάρο. Το πρόσωπό του έλαμπε μ’ ένα αρρωστημένο γαλάζιο φως, δεν ξεχώριζες τα χαρακτηριστικά του. Από το κρανίο και τα δυο του χέρια έμοιαζε να πετούσε γαλάζιες φλόγες. Μας πλησίασε κι έμοιαζε σα να πετούσε και στάθηκε ακριβώς μπροστά μας. Είχαμε παγώσει – ή μήπως εκείνος μας είχε παγώσει; Ακόμα και τώρα δεν ξέρω και ίσως ποτέ δε θα μάθω.
Μας μίλησε μέσα στο μυαλό μας και μας έστειλε να του φέρουμε τα παιδιά. Ήταν τότε που είχαν γλιτώσει απ’ τους καλικάντζαρους, στην εκκλησία. Δεν τα ξέραμε βέβαια ακόμη αυτά.
Όταν βγήκαμε από την αίθουσα και περάσαμε από τη σάλα του net café, ήμασταν όργανά του.