Εικ. από εδώ, όπως και η επόμενη
Ο π. Σάββας δεν μπορούσε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ.
Είχε ένα αγοράκι πέντε χρονών, το Νικόλα, κι ένα δίχρονο κοριτσάκι, την Βερούλα. Και τα δυο κοιμούνταν στο δωμάτιό τους, δίπλα στα πολύχρωμα παιχνίδια τους, κάτω από το εικόνισμα της Παναγίας Γαλακτοτροφούσας, αντίγραφο της μεγάλης εικόνας απ’ το ναό του.
«Τι έπαθες, χριστιανέ μου, και στριφογυρίζεις;» τον ρώτησε, μέσα στη νύστα της, η παπαδιά του.
«Τίποτα, δεν έχω ύπνο» απάντησε και σηκώθηκε να βάλει ένα ποτήρι νερό.
Πέρασε μπροστά από το δωμάτιο των μωρών του.
«Μπαμπά» άκουσε τη φωνούλα του Νικολάκη. Μπήκε μέσα· το αγόρι καθόταν στο κρεβατάκι του. Κάθισε δίπλα του, με προσοχή, μην ξυπνήσει το κοριτσάκι που κοιμόταν μακάρια στην άλλη άκρη.
«Τι ’ναι, Νικόλα μου; Κάνε νάνι».
Το παιδάκι τον κοίταξε στα γαλάζια μάτια του με τα αθώα καστανά δικά του.
«Ξέρω τι έγινε σήμερα στην εκκλησία» τον πληροφόρησε σοβαρά, σα μεγάλος.
Ο παπάς ανατρίχιασε.
«Δηλαδή, τι έγινε;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Μου τα είπε ο Μελένιος Δράκος. Πρέπει να πεις την αλήθεια στα παιδιά. Και να τα πας… εκεί που ξέρεις· εκεί που έχουμε πάει και μαζί».
«Είναι επικίνδυνα τώρα εκεί» αποκρίθηκε ο ιερέας. «Και πώς να τα πάρω να τα πάω; Δεν είναι δικά μας, έχουν γονείς και οι γονείς τους έχουν ευθύνη και φοβούνται γι’ αυτά».
«Ναι, αλλά τα εξαφανισμένα παιδιά; Πρέπει να τα βοηθήσεις. Εσύ μπορείς να τα βοηθήσεις, και ο Μελένιος Δράκος».
Ο μπαμπάς του τον κοιτούσε αμίλητος, κρατώντας του το χεράκι.
«Να ξέρεις πως κινδυνεύουν και τ’ άλλα παιδιά» επέμεινε ο μικρός. «Κινδυνεύουν αν δεν κάνεις τίποτα. Θα τα πιάσουν σαν ψαράκια. Κι αν δεν κάνεις τίποτα», έσφιξε τα χειλάκια του, «θα πάω εγώ να τα βρω. Θα καβαλικέψω το Μελένιο Δράκο και θα πάω πετώντας!».
***
“Οι μάγοι δεν υπάρχουν” είχα πει στη Λένια· “συγνώμη, Λένια μου, αλλά υπάρχουν μόνο στα παραμύθια”.
Έκανα λάθος.
Την επόμενη μέρα, καθώς φεύγαμε από το σχολείο (όπου όλο το πρωί συζητούσαμε με παιδιά και δασκάλους για τη μαμά μου και τη Μελίνα, είχαμε διηγηθεί πενήντα φορές – μόνο στα παιδιά – την περιπέτειά μας στην εκκλησία και είχαμε μυήσει όλους τους δασκάλους στην υπόθεση του Μελένιου Δράκου) συναντήσαμε τα μεγάλα παιδιά, το κορίτσι με τα τατουάζ και τα σκουλαρίκια και τους φίλους τους, που μας είχαν προσφέρει τη στήριξή τους πριν από καιρό.
Εκείνη που έψαχνε για τον αδερφό της, τη Μίνα.
«Μάθαμε κάτι» μας είπε «και πρέπει να έρθετε μαζί μας απόψε, σε κάποιο μέρος».
Εμείς τα χάσαμε, χαρήκαμε, τρομάξαμε, αιφνιδιαστήκαμε, όλα μαζί.
«Να μιλήσουμε στην αστυνομία και στους γονείς μας» φώναξε η Λένια.
«Όχι» είπε αυστηρά η κοπέλα. «Όχι αστυνομία, όχι γονείς».
«Μόνο παιδιά» πρόσθεσε το ένα αγόρι και συμφώνησαν οι σύντροφοί τους.
Κοιταχτήκαμε. Ο τρόπος που μιλούσαν και τα βλέμματά τους διέφεραν απ’ την άλλη φορά. Δεν το συνειδητοποιούσαμε τότε, μα έμοιαζαν σαν υπνωτισμένοι.
«Πού θέλετε να πάμε; Και τι ώρα; Είμαστε μικρά παιδιά εμείς» είπε ο Μιχάλης.
«Έχετε δίκιο» είπε το κορίτσι. «Νωρίς· ας πούμε… έξι η ώρα. Να μας περιμένετε εδώ. Μπορείτε;».
«Πού θα πάμε; Τι θα μας δείξετε;» ρώτησα.
Φάνηκαν θιγμένοι.
«Δε μας εμπιστεύεστε;» διαμαρτυρήθηκε μια άλλη από τις κοπέλες.
Σηκώσαμε τους ώμους μας.
«Φυσικά και σας εμπιστευόμαστε» είπα· οι άλλοι τρεις συμφώνησαν μαζί μου. «Θα έρθουμε, έτσι, παιδιά;».
«Ναι, θα έρθουμε» απάντησαν ο Μιχάλης κι ο Κώστας.
Τα μεγάλα παιδιά μας χαιρέτησαν με θερμή χειραψία κι αναχώρησαν με τα μηχανάκια τους.
«Τι θα κάνουμε; Τρελαθήκατε;» γκρίνιαξε η Λένια.
«Μπορεί» διαμαρτυρήθηκε ο Μιχάλης. «Αλλά λένε πως κάτι βρήκαν. Πρέπει να μάθουμε».
«Με γονείς και αστυνομικούς, όχι να κάνουμε εμείς τους αστυνομικούς!».
«Κι αν δεν εμπιστεύονται τους μεγάλους και τα παρατήσουν άμα τους δουν;» είπε ο Κωστάκης. «Δεν πειράζει, Λένια, θα πάμε μόνο εμείς».
«Κι όταν λέμε εμείς, εννοούμε εμείς οι τρεις» είπε κάπως αυστηρά, δηλαδή μεγαλίστικα, ο Μιχαλάκης. «Όχι εσύ».
«Τίιι;».
Της χάιδεψα το κεφαλάκι.
«Σωστά τα λέει, Λένια μου», είπα μαλακά. «Είσαι μικρή ακόμα. Εμείς είμαστε λίγο μεγαλύτεροι. Μείνε με τους γονείς σου, απλά μην τους πεις τίποτα. Μου το υπόσχεσαι;».
«Όχι βέβαια! Μην ξεχνάτε πως μόνο εγώ βλέπω τα κομπιουτεροκακάκια!».
«Αυτό είναι αλήθεια», παραδέχτηκε ο Μιχάλης, «αλλά και πάλι δε γίνεται να σε πάρουμε μαζί μας. Στο κάτω κάτω, αν υπάρχει κίνδυνος, πρέπει να μείνει ένας να ψάξει για μας».
«Χμ…». Αυτό το επιχείρημα μάλλον την έπεισε.
Ή έτσι φάνηκε.
Το απόγευμα, στις έξι, γεμάτοι παιδιάστικη, απερίσκεπτη γενναιότητα, το σκάσαμε από τα σπίτια μας και τρέξαμε στο σχολείο.
«Πάω να παίξω» πέταξα στο μπαμπά μου ανοίγοντας την πόρτα του εργαστηρίου. Με είχε πάρει μαζί του, για να μη μείνω μόνος. Εκείνος πετάχτηκε να με σταματήσει, αλλά πριν προλάβει να πει κουβέντα είχα γίνει καπνός. Σίγουρα βγήκε στο δρόμο – εγώ έτρεξα σαν τον άνεμο, όσο μπορούσα, έστριψα στην πρώτη γωνία και δεν κοίταξα πίσω.
Παρόμοια δικαιολογία ξεστόμισαν στους γονείς τους Μιχάλης και Κώστας. Ίσως είπαν κάτι πιο συγκεκριμένο, πως πάνε κάπου, σε καμιά αλάνα, σε κάτι άλλο, δεν ξέρω. Πάντως έξι και πέντε ήμασταν μαζεμένοι, οι Τρεις Σωματοφύλακες χωρίς ντ’ Αρτανιάν, έξω από την αυλόπορτα του σχολείου, που ήταν κλειδωμένη με τη χοντρή αλυσίδα και το λουκέτο.
Το κορίτσι με τα τατουάζ και η παρέα της, άλλα δυο αγόρια και τρία κορίτσια, ήρθαν σύντομα να μας συναντήσουν. Μας χαιρέτησαν πολύ φιλικά, μας πήραν στα μηχανάκια τους και κινήσαμε για μακρύ ταξίδι.
Διασχίσαμε όλη την Αθήνα και είχε βραδιάσει για τα καλά όταν φτάσαμε σ’ ένα net café.
Το στομάχι μας ήταν σφιγμένο. Λυπόμασταν τους γονείς μας, φοβόμασταν για τον εαυτό μας…
«Τι θα μας δείξετε;» ρώτησε ο Μιχάλης.
«Ακολουθήστε μας» είπε το κορίτσι.
Ειλικρινά, δεν είχαμε λόγους να μην τους εμπιστευτούμε. Μετά από τόση προσπάθεια, τόσες περιπλανήσεις, τόσο κίνδυνο στην εκκλησία και τις πρόσφατες εξαφανίσεις, νιώθαμε μεγάλοι και αναγκασμένοι να συμπεριφερθούμε σ’ αυτά τα μεγάλα παιδιά σαν ίσοι. Έπρεπε να είμαστε μαχητές, σαν αυτά. Να προχωρήσουμε, τώρα που μας είχε δοθεί μια ελπίδα, και να φτάσουμε μέχρι το τέλος. Αν κάναμε πίσω τώρα, ίσως δεν ξαναβρίσκαμε ποτέ τίποτα.
Με αυτές τις ανόητες σκέψεις στο κεφάλι, περάσαμε μέσα.
Προχωρήσαμε μέσα στη σάλα, διεισδύσαμε στα μισοσκότεινα βάθη, εκεί όπου παιδιά και έφηβοι σε κατάσταση παροξυσμού έπαιζαν παιχνίδια τρομάζοντάς μας με τα απίστευτα νεύρα και τις κραυγές τους – και άνοιξε μια κρυμμένη πόρτα και βρεθήκαμε σε μια σκοτεινή αίθουσα. Και τα μεγάλα παιδιά μας οδήγησαν στο βάθος, όπου άνοιξε άλλη μια πόρτα και σχεδόν μας έσπρωξαν μέσα.
«Έι!» φωνάξαμε.
Μόνο το κορίτσι, η Μίνα, μπήκε μαζί μας. Αυτή, όπως νομίζαμε, θα μας οδηγούσε. Τα άλλα κορίτσια και τα αγόρια έμειναν πίσω.
Είχαν μείνει φρουροί, σαν αγάλματα, δέσμιοι της μαγείας των αναποδοσταυροφόρων. Δεν το ξέραμε τότε, αλλά θα το διαπιστώναμε πολύ σύντομα…
Και βρεθήκαμε σ’ ένα σκοτεινό λαβύρινθο. Και προχωρήσαμε, σαν σε μια στοά, ευρύχωρη, μισοφωτισμένη από αθέατες πηγές, μ’ ένα αρρωστιάρικο κοκκινωπό φως, που μας έκανε να αναριγούμε από παγερό φόβο.
«Τώρα είστε μόνοι» είπε με σπασμένη φωνή η Μίνα και κουλουριάστηκε στο δάπεδο, έγινε ένα κουβαράκι κι έπεσε λιπόθυμη.
«Τι γίνεται εδώ; Να φύγουμε!» τσίριξε ο Κώστας.
«Χριστέ μου, Παναγία μου» ξέσπασα εγώ κάνοντας το σταυρό μου. Με μιμήθηκαν κι οι δυο αμέσως.
«Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ;» αναρωτήθηκε πανικόβλητος ο Μιχάλης. «Δε μάθαμε από την αυλή της εκκλησίας; Πέσαμε σε παγίδα!».
Κοιτάξαμε πίσω, δεν υπήρχε πόρτα. Να πάμε μπροστά; Ούτε γι’ αστείο. Αλλά να μέναμε εκεί;
Αρχίσαμε να κοπανάμε τον τοίχο ουρλιάζοντας για βοήθεια· καμιά ανταπόκριση.
Και τότε άρχισε το πάτωμα να πλημμυρίζει από ένα παχύρευστο πρασινωπό υγρό. Κοιτάξαμε, πάγωσε το αίμα μας και κολλήσαμε μεταξύ μας· ήταν σάλιο από ένα εφιαλτικό στόμα, ενός τέρατος που θύμιζε γιγαντιαία κόμπρα.
Και τότε ο Μιχάλης έκανε μια κίνηση πίστης και ιπποτισμού, που μας εντυπωσίασε. Έβγαλε από το λαιμό του το βαφτιστικό σταυρουδάκι του, πλησίασε και το φόρεσε στη λιπόθυμη Μίνα.
Μας κοίταξε απολογητικά – μη νομίσουμε πως ήταν κι ερωτευμένος…
«Μπράβο», τον ενθαρρύναμε. Χαμογέλασε. Δεν αμφιβάλλαμε πως κι εκείνη ήταν ένα θύμα.
Κρατηθήκαμε χέρι χέρι (μην το πείτε σε τίποτα κορίτσια αυτό) και αρχίσαμε να προσευχόμαστε, άτσαλα κι αδέξια, ο καθένας μέσα του, μαρμαρωμένοι.
***
Ο καλός Θεός εκείνη τη μέρα έφερε στο σπίτι μας το θείο Άρη. Ήρθε από την Κρήτη, όλος αγωνία, να δει τι συμβαίνει με τις λατρεμένες του ελαφίνες, όπως τις έλεγε, την αδερφή και την ανηψιά του.
Η Λένια, στο σπίτι της, δεν κρατήθηκε και τα είπε όλα στους γονείς της. Ο θείος Πέτρος άρχισε να φωνάζει τόσο άγρια, που το κοριτσάκι έτρεξε με κλάματα και κρύφτηκε στη ντουλάπα της!
Η μαμά της έσπευσε, την εντόπισε ανάμεσα στα ροζ φουστανάκια και την έκρυψε στην αγκαλιά της.
Τηλεφώνησαν αμέσως στο μπαμπά μας και στο θείο Ορέστη. Εκείνοι ακόμα δε μας είχαν αναζητήσει. Εν ριπή οφθαλμού συγκεντρώθηκαν στο σχολείο, οργισμένοι κι απελπισμένοι μπροστά στην αυλόπορτα και την αλυσίδα της!
Ούτε μας είχαν προλάβει, ούτε μπορούσαν να φανταστούν που είχαμε πάει.
«Κάποιος μπορεί να ξέρει» είπε ο θείος Άρης, που είχε πληροφορηθεί στο δρόμο τα γεγονότα· «ο παπάς».
Ξαναμπήκαν στ’ αυτοκίνητά τους και κάλπασαν μανιασμένοι για την εκκλησία.
Ο π. Σάββας βρισκόταν μέσα· μόλις είχε νυχτώσει κι ετοιμαζόταν να κλείσει. Τον κύκλωσαν αλυχτώντας, όπως τα κυνηγόσκυλα ένα ελάφι. Τα ’χασε· ούτε που καταλάβαινε τι του έλεγαν. Ο θείος Ορέστης του έδωσε μια σπρωξιά· σωριάστηκε στο πάτωμα δίπλα στην εικόνα της Παναγίας Γαλακτοτροφούσας. Ο θείος Άρης παρατήρησε την εικόνα. Θυμήθηκε, και συνήλθε.
«Ψυχραιμία!» είπε απλώνοντας τα χέρια. Βοήθησε το ιερέα να σηκωθεί, τους έκανε όλους να σωπάσουν και του εξήγησε εν τάχει τα γεγονότα.
Ο παπάς συλλογίστηκε μια στιγμή.
«Δεν ξέρω τίποτα» είπε κατόπιν. «Καλύτερα να μιλήσετε στην αστυνομία». Έκανε μια μικρή παύση. «Εγώ, από ’δώ, αυτό που μπορώ να κάνω είναι μια παράκληση στην Παναγία».
Φόρεσε το πετραχήλι του και κατευθύνθηκε προς το Ιερό. Έτρεμε από ένταση. Ο θείος Άρης το πρόσεξε. Ίσως ήταν πιο ψύχραιμος, επειδή ήταν ο μόνος που δεν είχε χάσει κανένα παιδί του – ή τη γυναίκα του.
«Θα μείνω εδώ» είπε.
«Τι να κάνεις;» φώναξε αγανακτισμένος ο θείος Ορέστης.
«Φύγετε, φύγετε. Πηγαίνετε στην αστυνομία. Εγώ θα μείνω εδώ, μήπως καταλάβω τίποτα, κι αν υπάρξει κάτι θα σας τηλεφωνήσω».
Ήταν δικαιολογία, γιατί είχε ήδη καταλάβει κάτι· πως αυτά που συνέβαιναν εδώ πέρα δεν ήταν δουλειά μόνο της αστυνομίας.
***
Στην κόλασή μας, το σιχαμερό σάλιο είχε ανεβεί ώς τα γόνατά μας. Το τεράστιο φίδι με τα κόκκινα μάτια, τα σουβλερά δόντια και την κρεμαστή διχαλωτή γλώσσα, μας κοιτούσε σα λαχταριστά μεζεδάκια, άρχιζε να σέρνεται κι ολοφάνερα ετοιμαζόταν να μας χιμήξει.
Κάναμε το σταυρό μας, δεν ξέραμε τι άλλο να κάνουμε. Και τότε φαίνεται πως το κόλπο έπιασε κι άρχισε να αραιώνει γύρω μας το σάλιο. Το προσέξαμε και πήραμε θάρρος!
«Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς…» αρχίσαμε να φωνάζουμε δυνατά.
Το φίδι κοντοστάθηκε κι έπαψε να μας ζυγώνει. Δυναμώσαμε.
«Αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου…» – δεν ξέραμε κι άλλη προσευχή. Αλλά φαίνεται πως αυτή ήταν αρκετή.
Αναθαρρήσαμε. Αυτό που ζούσαμε ξεπερνούσε κατά πολύ το κυνηγητό με τα διαβολάκια στην εκκλησία· αληθινά νιώσαμε πολεμιστές, που έχουν ελπίδες να δώσουν μάχη και να νικήσουν. Ήδη δίναμε μάχη!
Μιλούσαμε τώρα τολμηρά και σταθερά. Ξαναρχίσαμε το Πάτερ ημών από την αρχή. Κάναμε το σταυρό μας. Κοιτάζαμε τα κόκκινα μάτια θαρρετά, όχι σαν κουτάβια.
Και τα κόκκινα μάτια μισόκλεισαν, έκλεισε το στόμα με τα σουβλερά δόντια και τη διχαλωτή γλώσσα και μετά το φίδι άρχισε να σφυρίζει, να στριφογυρίζει σαν πληγωμένο, ώσπου χάθηκε από μπροστά μας με ανυπόφορη βρόμα και τρομερό κρότο!
Μαζί του χάθηκε, σα να εξατμίστηκε, και το πρασινωπό σάλιο που είχε γεμίσει τον τόπο.
Ξεφωνήσαμε χοροπηδώντας από τη χαρά μας! Η Μίνα σάλεψε λίγο, μα δε συνήλθε. Κοιτάξαμε γύρω, ακόμα δεν είχε φανεί η πόρτα, παρά μόνο ένα άνοιγμα, καθόλου ενθαρρυντικό, που θα μας κατέβαζε πιο βαθιά.
Και ξαφνικά η χαρά μας άρχισε να μικραίνει.
Μια μαύρη φιγούρα με μυτερά δόντια πρόβαλε ρουθουνίζοντας από το πλάι. Δίπλα της ερχόταν ένας ξερακιανός άντρας με το πρόσωπο βαμμένο άσπρο, πράσινα μαλλιά και κόκκινα χείλη.
Τους αναγνωρίσαμε αμέσως και κόπηκαν οι ζητωκραυγές μας· ήταν ο Venom κι ο Joker – και δίπλα τους παρατάσσονταν ο Solomon Grandy, ο Δικαστής Θάνατος, το Τέρας του Φρανκενστάιν, μια μούμια που γρύλιζε, ένας λυκάνθρωπος που ρουθούνιζε κι ένα ζόμπι! Και πίσω τους ακολουθούσαν και πολλοί άλλοι, υπεράνθρωποι και τερατώδεις κακοί από κόμικς και ταινίες, που είχαν γεμίσει τη φαντασία μας από μικρούλια!
Και τώρα βρισκόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο απέναντί τους, και μας κάρφωναν με τα μοχθηρά τους μάτια, χαμογελώντας σαρδόνια, κι όλο πλησίαζαν με απλωμένα τα γαμψά τους νύχια, έτοιμοι να μας ξεσκίσουν και να μας κατασπαράξουν!
Ποιος
μπορούσε να μας προστατέψει; Πού ήταν ο Spider
Man, o Batman, οι Εκδικητές, οι X-Men, όλοι οι υπερήρωες, να τους πολεμήσουν;
Και ξαφνικά, έγινε το αναπάντεχο. Οι υπερήρωες ήρθαν – όχι ακριβώς εκείνοι που φανταζόμασταν, αλλά άλλοι, που δεν τους είχαμε φανταστεί ποτέ, αλλά εκείνοι στάθηκαν γύρω μας αρματωμένοι, πάνοπλοι, σχηματίζοντας ένα τείχος.
Πέντε πολεμιστές με αρχαίες χρυσαφένιες αρματωσιές, οπλισμένοι με σπαθιά κι ασπίδες. Η παρουσία τους φώτισε το χώρο κάνοντας τα τέρατα να υποχωρήσουν σχεδόν με τρόμο και γεμίζοντάς μας καινούργιο θάρρος.
Όχι μόνο θάρρος, μα ένα είδος γαλήνης, που λες και το βλέμμα τους μας το μετάγγιζε στις ψυχές μας!
Και άρχισαν να πολεμούν. Χτυπήθηκαν λυσσαλέα με τους μοχθηρούς μαχητές, που ούρλιαζαν και χοροπηδούσαν δαιμονισμένα, ενώ οι υπερασπιστές μας μάχονταν σιωπηλά, σοβαροί και ψύχραιμοι. Και η σύγκρουσή τους, μπροστά στα μάτια μας, φάνηκε να κράτησε αρκετή ώρα. Και τελείωσε με την άτακτη φυγή των τεράτων, που ξαναχώθηκαν στριγκλίζοντας στα ερέβη, απ’ όπου είχαν έρθει και όπου φαίνεται ήταν η φωλιά τους.
Από κείνη την ώρα καταλάβαμε πως ήμασταν ασφαλείς.
Δεν ξέρω πόσοι από σας έχουν νιώσει αυτό το μοναδικό συναίσθημα· να πιστεύεις ότι θα πεθάνεις, να βλέπεις το θάνατο μπρος στα μάτια του, και ξαφνικά να σώζεσαι ως εκ θαύματος! Πρόκειται για μια απόλαυση που δε συγκρίνεται με τίποτε άλλο στον κόσμο. Πόσο μάλλον όταν τη βιώνουν μικρά παιδιά – που ο τρόμος τους είναι εντονότερος απ’ των μεγάλων!
Το σκοτάδι χάθηκε από το χώρο. Δε φαινόταν πια τρομαχτικός· μια απλή, άδεια αίθουσα. Από πού είχαν έρθει όλοι οι εχθροί μας;
Μπροστά μας φαινόταν η κλειστή πόρτα, από την οποία είχαμε μπει. Απέναντι, το άνοιγμα που οδηγούσε στο έρεβος. Από ’κεί θα είχαν ξεχυθεί, σίγουρα εκεί θα είχαν ξανατρυπώσει!
Οι πολεμιστές στέκονταν δίπλα μας· για τις παιδικές μας διαστάσεις έμοιαζαν γίγαντες! Αγαθοί γίγαντες, που χαμογελούσαν και μας μετέδιδαν ασφάλεια και ηρεμία.
Ο ένας ευλόγησε με το χέρι του το κορίτσι, που σχεδόν αμέσως άνοιξε τα μάτια του. Ανακάθισε ξαφνιασμένο, φοβισμένο. Ο στρατιώτης την έπιασε απαλά απ’ το χέρι και τη βοήθησε να σταθεί όρθια.
Έτρεξε προς το μέρος μας και μας αγκάλιασε κλαίγοντας και ζητώντας μας συγνώμη. Δεν έδειχνε πια αγέρωχη πειρατίνα, αλλά εύθραυστο κοριτσάκι, πίσω από τη μάσκα του χαλασμένου της μακιγιάζ με τα τατουάζ και τα σκουλαρίκια.
«Σας ευχαριστούμε!» είπαμε στους σωτήρες μας με ευγνωμοσύνη. «Ποιοι είστε;».
Μας συστήθηκαν με μάτια που έλαμπαν:
«Γεώργιος». «Δημήτριος». «Θεόδωρος». «Θεόδωρος». «Ευστάθιος».
Ναι, είχαμε υποψιαστεί ποιοι ήταν. Η Μίνα κοιτούσε αποσβολωμένη – δεν καταλάβαινε.
«Οι φίλοι μου» ψέλλισε.
«Θα τους πάρουμε στο γυρισμό» την καθησύχασε ο Δημήτριος. «Μη φοβάσαι».
«Η μαμά μου; Η αδερφή μου;» ικέτεψα.
«Θα τις σώσουμε, με τη βοήθεια του Χριστού» είπε ο Ευστάθιος. Έσφιξαν τα όπλα τους και κινήθηκαν προς το απειλητικό άνοιγμα.
«Να έρθουμε μαζί σας;» ρώτησε ο Κώστας με αδιευκρίνιστες διαθέσεις.
Ένευσαν καταφατικά. Ο Γεώργιος έκανε το σταυρό του και προχώρησε πρώτος. Πέρασαν την πύλη κι ακολουθήσαμε ξωπίσω τους. Μαζί μας, τρέμοντας από φόβο και τύψεις, και η Μίνα.
Βρεθήκαμε σε μια σκοτεινή στοά. Βλέπαμε από μια λευκή ανταύγεια που αναδιδόταν λες από τα δικά τους βλέμματα. Ο διάδρομος βυθιζόταν προς τα κάτω. Τον ακολουθήσαμε.
Σε αρκετή απόσταση βρήκαμε μια αίθουσα. Οι σπηλαιώδεις τοίχοι ήταν γεμάτοι οβάλ οθόνες, σε σχήμα ματιού, μεγάλες σαν υπερσύγχρονες τηλεοράσεις. Ήταν σαν παράθυρα και πίσω τους φαίνονταν υπνωτισμένες, ακίνητες μορφές αγοριών και κοριτσιών, διαφόρων ηλικιών, με ορθάνοιχτα μάτια και απλανή βλέμματα.
Κοιτάξαμε τους συνοδούς μας.
«Δεν είναι εδώ» εξήγησαν. «Δε θα τους ελευθερώσουμε τώρα. Εδώ είναι μόνο η εικόνα τους».
Παρακάτω τρεις έφηβοι ήταν αιχμάλωτοι, δεμένοι σε τρεις δερμάτινες πολυθρόνες, και γύρω τους είχανε στρατοπεδεύσει σκοτεινοί ιππότες με ανάποδους σταυρούς, οι αναποδοσταυροφόροι της Μίνας. Η κοπέλα ξεφώνισε σιγανά. Οι σατανικοί άντρες μας αντιλήφθηκαν κι άρπαξαν τα όπλα τους.
Οι τρεις αιχμάλωτοι ήταν ο Στάθης, ο Πάνος και ο Ιωσήφ, οι τρεις φίλοι της Μίνας, τα Τρία Γουρουνάκια, όπως τους έλεγαν τα παιδιά (εμείς τότε πρώτη φορά τους βλέπαμε). Ούτε γύρισαν να μας κοιτάξουν, σαν υπνωτισμένοι.
«Πού είμαστε;» ψιθύρισε η κοπέλα κλαμένη.
«Μέσα στη φαντασία τους» εξήγησε ένας από τους Θεόδωρους. «Σταθείτε στην άκρη και, αν ξέρετε να προσεύχεστε, είναι η ώρα».
Και άρχισε μάχη. Σε κάθε χτύπημα των δικών μας, οι αναποδοσταυροφόροι σπαρτάραγαν σα να δέχονταν πλήγμα με ηλεκτροφόρα καλώδια. Οι δικοί μας ήταν ανίκητοι – παρόλ’ αυτά, τους πήρε αρκετή ώρα να τους απωθήσουν!
Η Μίνα παρακολουθούσε με γουρλωμένα μάτια· τέτοια επική μάχη δε συγκρινόταν με ό,τι είχε δει παίζοντας στις οθόνες. Ώστε έτσι νικιούνταν οι σκληροί φονιάδες!...
Καθάρισαν τον τόπο· οι αναποδοσταυροφόροι χάθηκαν, όπως είχαν κάνει νωρίτερα οι σούπερ κακοί! Οι πολεμιστές μας σταύρωσαν με τα σπαθιά τους τις μορφές των τριών αιχμαλώτων, που ξεθώριασαν μπροστά στα μάτια μας και η αίθουσα απόμεινε κι αυτή άδεια, σαν την προηγούμενη.
«Τώρα θα συνέλθουν» είπαν.
Και προχωρήσαμε. Η καρδιά μας χτυπούσε ολοένα και πιο δυνατά – πότε θα συναντούσαμε τους δικούς μας; Άραγε ήταν κι ο Χρήστος εδώ; Και ο Θάνος, ο αδερφός της Μίνας; Ή ήταν μόνον οθόνες, σαν εκείνες που συναντήσαμε προηγουμένως;
Και παρακάτω βρεθήκαμε σε μια λίμνη, όχι με νερό, αλλά με πετρέλαιο που φλεγόταν με ανυπόφορη μυρωδιά, και δίπλα είχαν στρατοπεδεύσει εκατοντάδες αναποδοσταυροφόροι, με αρχηγό έναν πανύψηλο τύπο που πετούσε γαλάζιες φλόγες απ’ το κρανίο του κι απ’ τις παλάμες, σαν εκείνο το σατανικό μοτοσικλετιστή, που είχε παίξει σε καναδυό ταινίες ο Νίκολας Κέιτζ!
Κάναμε πίσω, με καινούργιο φόβο να μας πετρώνει, ενώ οι υπερασπιστές μας επιδίδονταν σε νέα μάχη! Αυτή τη φορά δε συμπλέκονταν σιωπηλοί, αλλά μουρμουρίζοντας κάποια φράση, που κατάλαβα μετά από χρόνια πως ήταν μια δυνατή προσευχή, μια προσευχή της καρδιάς – η νοερά προσευχή.
Αυτή την προσευχή την έλεγαν μέσα στην καρδιά τους κάθε στιγμή, μα τώρα την έλεγαν και ψιθυριστά, πολεμώντας συγχρόνως, επειδή αυτή η τελευταία μάχη, με τόσες εκατοντάδες εχθρούς, ήταν η πιο δύσκολη.
Πόση ώρα κράτησε; Λεπτά; Ώρες; Είχε χαθεί ο χρόνος μέσ’ στο μυαλό μας. Κλαγγές αρχαίων όπλων, ουρλιαχτά, στριγκλίσματα και φτερουγίσματα μας ξεκούφαιναν. Κι όταν χάθηκαν οι εχθροί, δυο φιγούρες έτρεξαν καταπάνω μας και μας αγκάλιασαν κλαίγοντας με αναφιλητά!
Δυο γνωστές, αγαπημένες φιγούρες: η μαμά μου κι η μικρή Μελίνα!
“Δεν πρόλαβαν να τους φάνε!” σκέφτηκα αμέσως· δεν ήξερα πόσο δίκιο είχα!
Η καρδιά μου χόρευε ευτυχισμένη – με την άκρη του ματιού μου πρόσεξα κάποια ζήλεια στο σκυθρωπό βλέμμα της Μίνας, με τα μαύρα ξεβαμμένα βλέφαρα. Ευχήθηκα να ’ρθει κι η σειρά της, ν’ αγκαλιάσει κι αυτή τον αδερφό της έτσι!...
Και ξάφνου οι στρατιώτες συσπειρώθηκαν γύρω μας ενώνοντας τις ασπίδες τους. Ο αρχηγός των κτηνών εξαπέλυσε πύρινα κύματα από τα χέρια του και οι φλόγες μας σκέπασαν μανιασμένες σαν καταιγίδα! Κανείς δεν πειράχτηκε, προστατευμένοι από τις ασπίδες και τα κορμιά των ανίκητων φίλων μας.
Και τότε χάθηκαν όλα και βρεθήκαμε πίσω στην ευρύχωρη σάλα του net café, με τους έφηβους που κοπανιούνταν, τσίριζαν κι έβριζαν, αποχαυνωμένοι μπροστά στα τερματικά τους. Μόνο που τώρα τσίριζαν κι έβριζαν και σκόρπιζαν πανικόβλητοι προς κάθε κατεύθυνση για άλλο λόγο: επειδή τα πάντα καίγονταν!
***
Στην εκκλησία ο π. Σάββας τέλεσε την παράκληση με πρωτόγνωρη θέρμη, που ξάφνιασε και τον ίδιο. Τέτοιο ηλεκτρισμό δεν τον είχε ξανανιώσει ποτέ.
Μοναδικός ακροατής, που σταυροκοπιόταν πότε πότε και προσευχόταν με αγωνία μέσα στην καρδιά του, ο θείος Άρης. Ήταν η πρώτη φορά που ο θείος Άρης προσευχόταν με πραγματική σοβαρότητα· μάλλον η πρώτη φορά που προσευχόταν γενικά, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του.
Όταν τελείωσε η παράκληση, ο νεαρός ιερέας βγήκε από το Ιερό και τον πλησίασε, φορώντας ακόμα το πετραχήλι του.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Το βλέμμα του θείου ζητούσε εξηγήσεις – κάτι περισσότερο από εξηγήσεις· οδηγίες.
«Βγες έξω, κατέβα τα σκαλοπάτια και στάσου μπροστά στο ναό» είπε απλά ο ιερέας.
«Γιατί;».
«Μη ρωτάς. Κάνε το».
Έτσι κι έκανε. Περνώντας μπροστά από την εικόνα της Παναγίας, υποκλίθηκε καταθέτοντας αίτημα για ενισχύσεις.
Στάθηκε ακίνητος μπροστά στο ναό. Η νύχτα είχε πέσει, έκανε ψύχρα αλλά δεν κουνιόταν φύλλο. Και ξαφνικά όλα τα φύλλα στα δέντρα, και τα κλαδιά μαζί, κουνήθηκαν. Και πριν προλάβει ο θείος μας να καταλάβει, ο Μελένιος Δράκος κατέβηκε, τον φορτώθηκε στη χνουδωτή ράχη του κι απογειώθηκε μέσα στη νύχτα!
Στο φλεγόμενο net café οι πολεμιστές με τις χρυσαφένιες αρματωσιές άπλωσαν τα χέρια τους κι οι φλόγες ανοίχτηκαν και χωρίστηκαν στα δυο, σαν την Ερυθρά Θάλασσα που μαθαίναμε στο σχολείο – αν το μαθαίναμε, γιατί κάπου μαθαίναμε και πως ήταν μύθος.
Τώρα πια, με όσα ζήσαμε κείνες τις ώρες, και όχι μόνο, είμαι σίγουρος πως ήταν αλήθεια.
Τέλος πάντων.
Οι δυο Θεόδωροι καθοδήγησαν το πλήθος, που έκλαιγε ανήμπορο ν’ αντιδράσει, και βοήθησαν να βγουν όλοι στο δρόμο, σώοι και αβλαβείς.
Ανάμεσά τους ξεχώρισα μερικές μορφές από κείνες που είχαμε δει νωρίτερα, στις οθόνες, και κατάλαβα ποιοι ήταν εκείνοι οι αιχμάλωτοι στη σκοτεινή αίθουσα.
Βγήκαν οι έφηβοι, αγόρια και κορίτσια, βγήκαν οι ενήλικες που ήταν πιο ψύχραιμοι και αυτενεργοί, βγήκαμε κι εμείς και κοντά σ’ εμάς και οι φίλοι της Μίνας, οι Πειρατές των Υπονόμων, που μας είχαν φέρει σ’ αυτή τη φάκα χωρίς να καταλαβαίνουν τι κάνουν, ο Νόντας, ο Τζίμης, η Σοφία, η Στέλλα και η Οξάνα· και φυσικά και η Μίνα.
Σα να ’χαν συνέλθει από βαρύ λήθαργο, δε μπορούσαν ακόμα να καταλάβουν πού βρίσκονταν και τι είχαν κάνει. Μας πλησίασαν παραπατώντας κι έδειξαν να χαίρονται που μας βλέπουν.
Από το φλεγόμενο κτήριο όλοι σκόρπιζαν σα σκιουράκια. Μερικά ταξί είχαν πλησιάσει και μάζευαν κόσμο. Από μακριά ακούγονταν οι σειρήνες της πυροσβεστικής.
Κι εμείς τι θα κάναμε, μικρά παιδιά, με την ταλαιπωρημένη μαμά μου να στέκεται μόλις και μετά βίας όρθια;
Οι πολεμιστές, οι υπερασπιστές μας, είχαν γίνει άφαντοι.
Και τότε μας πλησίασε μια φιγούρα γνώριμη, λατρεμένη κι ελπιδοφόρα. Μας έκλεισε όλους σε μια πελώρια αγκαλιά, έκλαψε μαζί μας και μετά μερίμνησε με ταξί και τηλεφωνήματα να γυρίσουμε όλοι – κι εμείς και οι Πειρατές, που παράτησαν τα μηχανάκια τους μισοκαμένα στο χώρο στάθμευσης μπροστά στο κατεστραμμένο café – σώοι στα σπίτια μας.
Μια φιγούρα, που την είχε αφήσει εκεί ο Μελένιος Δράκος πριν χαθεί στο συννεφιασμένο αθηναϊκό ουρανό, αθέατος από ανθρώπινα μάτια – η φιγούρα του θείου Άρη.