Όσα μας είπαν η μαμά μου και το Μελινάκι μάς έδωσαν μια πολύτιμη μαρτυρία για τους εχθρούς μας, το βασίλειό τους και τις δυνάμεις τους. Μια μαρτυρία όμως τόσο εφιαλτική, που μακάρι να μην υπήρχε, κι ας είχε αποδειχθεί όλη η ιστορία πως ήταν πλάσμα της φαντασίας μας!...
Τουλάχιστον έτσι σκεφτόμασταν τότε. Τώρα, που όλα έχουν τελειώσει, κατά κάποιον τρόπο, και που, αν είχαν συμβεί διαφορετικά, δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η έκβασή τους, δεν το εύχομαι πια.
Είπε η μαμά μου και συμπλήρωνε το Μελινάκι:
«Μας άρπαξαν μέσα από ένα τάμπλετ!».
Όλοι κοιτάξαμε έκπληκτοι κι εκείνη συνέχισε:
«Αράξαμε την Κερασένια στο πάρκινγκ του σούπερ μάρκετ, άνοιξα την πόρτα, αλλά, πριν προλάβω να κατεβώ κι η Μελίνα να λύσει τη ζώνη της, όρμησαν μέσα χοροπηδώντας αμέτρητα διαβολάκια, απαίσια και σιχαμερά! Μας άρπαξαν απ’ τα ρούχα, απ’ τα μαλλιά, απ’ τα χέρια, εμείς ουρλιάζαμε, είχαμε τέτοια τρομάρα που δεν είδα καν αν κανείς απ’ τους διπλανούς μας γύρισε να μας κοιτάξει!...».
Αυτοί ήταν οι ψυχοκάντζαροι. Δεν ξέρω αν οι ίδιοι αποκαλούσαν έτσι τον εαυτό τους, αυτό το όνομα το άκουσα από το Νίκο, το γιο του π. Σάββα, που τον γνωρίζετε πια, όπως κι εμάς.
Η μαμά μου πήρε μια ανάσα, ενώ η Μελίνα είχε σουφρώσει το μουτράκι της γεμάτη φρίκη. Συνέχισε με έντονες χειρονομίες:
«Από μπροστά ένας τύπος, ψηλός και μαυροντυμένος σαν το Χάρο, άνοιξε ένα τάμπλετ, το γύρισε προς το μέρος μας κι εμείς, μαζί με την Κερασένια, ρουφηχτήκαμε μέσα! Και βρεθήκαμε μεμιάς σ’ ένα σκοτεινό τούνελ, που βρομούσε ανυπόφορα, και τα διαολάκια μας έσπρωχναν μαζί με τ’ αμάξι και κατρακυλούσαμε στο σκοτάδι!».
«Κι άλλα μας τραβούσαν τα μαλλάκια, τ’ αφτάκια, μας τσιμπούσαν, τσίριζαν, γελούσαν, κι εγώ έκανα κακάκια στο βρακάκι μου από το φόβο μου!» φώναξε η Μελίνα με μια αστεία γκριμάτσα, μα κανείς δεν είχε όρεξη να γελάσει.
«Και μας έβγαλαν από τ’ αμάξι, που δεν το ξαναείδαμε, και μας τραβολόγησαν χορεύοντας και φωνάζοντας όλο και πιο βαθιά, και μετά μας έριξαν σ’ ένα μπουντρούμι και μας περικύκλωσαν με ανοιχτά σαγόνια, που έτρεχαν τα σάλια τους, και τα μάτια τους γυάλιζαν, έτοιμοι να μας κατασπαράξουν!».
«Και τότε», ψιθύρισε το Μελινάκι και τα μάτια του δάκρυσαν, «είδα το Γιάννη μας καθισμένο στο κρεβάτι του να κρατάει αγκαλιά την εικόνα του Χριστού και της Παναγίτσας και να κλαίει και να τους φωνάζει να μας βοηθήσουν!».
Έμεινα άναυδος. Ώστε είχε εισακουστεί η προσευχή μου! Τέντωσα τ’ αφτιά μου, ν’ ακούσω παρακάτω:
«Θα το είδαν κι εκείνα τα σιχαμένα», είπε το κοριτσάκι, «κι άρχισαν να τσιρίζουν και να σβουρίζουν σα να ’τρωγαν σφαλιάρες», χαμογέλασε με τα χειλάκια και τα ματάκια του κι η μαμά, που καθόταν δίπλα του, το ’σφιξε στην αγκαλιά της γεμάτη αγάπη.
Όχι μόνο αγάπη, γεμάτη ευτυχία που ήταν και πάλι ανάμεσά μας, ζωντανές κι ασφαλείς. Άπλωσε το άλλο της χέρι κι έτρεξα κι εγώ να τρυπώσω σ’ αυτή τη μεγάλη αγκαλιά, ίσως τη σημαντικότερη της ζωής μου – σίγουρα τη σημαντικότερη της παιδικής ηλικίας μου!
Ο μπαμπάς μου, τον κοίταξα φευγαλέα, δεν κινήθηκε από τη θέση του. Μόνο άκουγε κι ήταν δακρυσμένα και τα δικά του τα μάτια.
«Και μας άφησαν ζωντανές», συμπλήρωσε η μαμά, «και δε μας ξανακούμπησαν, μόνο μας φύλαγαν συνεχώς, μέρα νύχτα (μέρα ήταν ή νύχτα; και πόσες μέρες; ούτε που καταλαβαίναμε), δεν ξεκολλούσαν από κοντά μας, ούτε χόρευαν πια, ούτε φώναζαν, μόνο ρουθούνιζαν και μας κοίταγαν με τα κόκκινα μάτια τους σαν πεινασμένα σκυλιά! Πώς δεν πεθάναμε απ’ το φόβο μας, ένας Θεός ξέρει».
Αυτή ήταν η μαρτυρία τους. Κι ύστερα φανήκαμε εμείς με τους χρυσαφένιους πολεμιστές. Κι όταν πλησιάζαμε, χάθηκαν οι ψυχοκάντζαροι κι εμφανίστηκαν οι αναποδοσταυροφόροι, πιο δυνατοί, πάνοπλοι, αμέτρητοι, για να υπερασπιστούνε τη λεία τους. Αν την κέρδιζαν τότε, θα την κρατούσαν για πάντα – και μάλιστα ίσως και να κατάφερναν να τη φάνε!
Χαμογελάω στις σκέψη· πόσο θα πεινούσαν! Και πόσο λαχταριστά μεζεδάκια είχαν στη φωλιά τους! Αλλά ευτυχώς, δόξα τω Θεώ, δεν πρόλαβαν να τα γλεντήσουν!
«Και τώρα εσείς» είπε ο μπαμπάς μου σε μένα, τον Κώστα και το Μιχάλη.
Όλοι μας κοίταξαν· ο θείος Πέτρος, η θεία Ξένια (που ίσως να ζήλευαν λίγο και να ’χαν πίκρα – δικαιολογημένα και συγχωρημένα – που δεν είχε βρεθεί ακόμη το δικό τους σπλάχνο), ο θείος Πέτρος κι η θεία Μαρκέλλα, ο θείος Άρης, ο μπαμπάς κι η μαμά μου, η Μελίνα κι η Λένια…
«Ποια είναι αυτά τα παιδιά που σας οδήγησαν στην παγίδα;».
«Περιττό να σας πούμε πόσο ηλίθιοι είστε που τα ακολουθήσατε» είπε αυστηρά ο θείος Ορέστης. «Έπρεπε να μας ειδοποιήσετε αμέσως, όχι να σας φουσκώνουν τα μυαλά τα παιδικά που βλέπετε!».
«Όλη αυτή η ιστορία έχει πάει λάθος» αναστέναξε η θεία Μαρκέλλα.
«Αυτό θα το δούμε στο τέλος» τόλμησε να ψιθυρίσει ο θείος Άρης.
«Τι είπες;» ρώτησε η θεία Μαρκέλλα κοιτώντας τον με φαρμάκι.
Ο θείος χαμογέλασε.
«Από εδώ και πέρα πρέπει να πάει σωστά» διόρθωσε το λόγο του. «Δηλαδή», μας κοίταξε με προσποιητή αυστηρότητα, μα κατά βάθος χαμογελούσε με περηφάνια το βλέμμα του – ένα τόσο γλυκό βλέμμα, που δε θα το ξεχάσω, μάλλον δε θα το ξεχάσει κανείς μας όσο θα ζούμε – «με πρώτους σε κάθε βήμα εμάς, τους μεγάλους».
Κοίταξε τη θεία· εκείνη ένευσε ανεπαίσθητα, επιδοκιμάζοντας. Ο θείος μειδίασε και μαζί του χαμογελάσαμε όλα τα μικρά, ακόμα κι η ταλαιπωρημένη Μελίνα· η σκηνή ήταν κάπως αστεία.
Η θεία Μαρκέλλα το κατάλαβε και μαζεύτηκε. Η μαμά μου γέλασε. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα να γελάει μετά τα συμβάντα και για πολύ καιρό δεν την ξαναείδα.
«Λοιπόν, για να σοβαρευτούμε» είπε ο μπαμπάς μου. «Μπορείτε να τα βρείτε αυτά τα παιδιά; Πρέπει να μάθουμε το ρόλο τους στην ιστορία. Μπορεί να μας οδηγήσουν προς το Χρηστάκη!».
«Να μιλήσω;» σήκωσα το χέρι μου, όπως στο σχολείο. Ο μπαμπάς μου ένευσε. «Το κορίτσι, που είναι αρχηγός τους, το λένε Μίνα. Έχει χάσει τον αδερφό της, μερικούς μήνες νωρίτερα απ’ το Χρηστάκη. Τον ψάχνουν κι εκείνοι και, όταν έμαθαν για μας και την έρευνά μας, πλησίασαν και μας πρόσφεραν τη συμμαχία τους».
«Δηλαδή πιστεύεις πως από λάθος σας έριξαν στο στόμα του λύκου;» ρώτησε η θεία Ξένια.
Σηκώσαμε τους ώμους μας.
«Εγώ είμαι βέβαιος πως τους είχαν μαγέψει» είπε ο Μιχάλης. Συμφωνήσαμε μαζί του. «Η φωνή τους, τα μάτια τους, το φέρσιμό τους, δεν ήταν φυσιολογικά». Αναστέναξε. «Απλά, δεν το καταλάβαμε αμέσως».
«Καλύτερα» είπε ο Κωστάκης. «Αλλιώς δε θα πηγαίναμε και δε θα βρίσκαμε τη θεία Μάρθα και τη Μελίνα! Και μπορεί να τους τρώγανε τα τρολ και οι διάβολοι!».
Η μαμά μου του χάιδεψε το κεφάλι με ευγνωμοσύνη. Οι μεγάλοι κούνησαν το κεφάλι τους συμφωνώντας, κι αυτό μας προκάλεσε κάποια ανακούφιση.
«Όπως και να ’χει, μπορούμε να τους βρούμε;» επέμεινε ο μπαμπάς μου.
«Δεν ξέρουμε τίποτ’ άλλο γι’ αυτούς» παραδέχτηκα. «Ούτε τηλέφωνα, ούτε τα επίθετά τους, ούτε άλλα ονόματα».
«Ωραίοι ντετέκτιβ είστε» ειρωνεύτηκε με κάποια κακία ο θείος Ορέστης.
«Σταματήστε να τους προσβάλλετε» μίλησε για πρώτη φορά ο θείος Πέτρος. Τον κοίταξα και είδα με έκπληξη πως είχε βουρκώσει. «Εκεί που φτάσανε αυτοί, με κίνδυνο της ζωής τους, ένα βήμα πριν απ’ το θάνατο», η φωνή του άρχισε να τρεμουλιάζει, «δεν έφτασε ούτε η αστυνομία, ούτε εμείς που κάνουμε τους μεγάλους και τους κρίνουμε και τους μαλώνουμε. Τα παιδιά είναι αξιέπαινα! Παιδιά μεν, με πολλά λάθη, αλλά αξιέπαινα. Ψάχνουν τόσους μήνες για το παιδί μου», πήρε μια ανάσα για να καταπνίξει τη συγκίνησή του, «κι ό,τι και να γίνει, παιδιά, να ξέρετε πως θα σας χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη. Κι αν δε βρεθεί το παιδί μου… αλλά κι αν βρεθεί», άρχισε τώρα να κλαίει και κάθισε πέφτοντας βαρύς σε μια πολυθρόνα, «όλοι σας θα ’στε παιδιά μου!».
Έκρυψε το πρόσωπό του με τα δυο του χέρια κι ακούγαμε τ’ αναφιλητά του. Η θεία Ξένια τον αγκάλιασε, κλαίγοντας κι αυτή. Όλοι σώπασαν, σα να τηρούσαν ενός λεπτού σιγή προς τιμήν του· ίσως και προς τιμήν μας, και προς τιμήν του Χρηστάκη που μπορεί να μη ζούσε.
Εμείς ξαφνιαστήκαμε· ήταν η πρώτη φορά που βλέπαμε μεγάλους να κλαίνε. Ο θείος Άρης πλησίασε και μας αγκάλιασε· χαμογελούσε, με μάτια που γυάλιζαν βουρκωμένα. Το ίδιο έκαναν κι οι γονείς μου. Κι ο θείος Ορέστης κι η θεία Μαρκέλλα πλησίασαν το θείο Πέτρο και τη θεία Ξένια κι αγκαλιάστηκαν με αγάπη, άντρας με άντρα, γυναίκα με γυναίκα, στηρίζοντας το πονεμένο ζευγάρι.
Κι ήταν μια στιγμή, απ’ αυτές που γεμίζουν δύναμη τους ανθρώπους και τους βοηθούν να παλέψουν, όσο δυνατό αντίπαλο κι αν έχουν μπροστά τους.
Να παλέψουν και να νικήσουν· ή, αν δε γίνεται να νικήσουν, να παλέψουν και να πεθάνουν.
***
Ο θείος Άρης είχε διηγηθεί σε όλους πως είχε πετάξει ιππεύοντας το Μελένιο Δράκο.
Παραδόξως, εκείνος κι όχι κάποιος από εμάς ήταν ο μόνος μέχρι στιγμής που τον είχε δει πραγματικά.
Ήταν σίγουρο πια πως ήταν φίλος μας και ακόμη πιο σίγουρο πως ο παράξενος ιερέας της γειτονιάς μας ήξερε γι’ αυτόν.
«Το πρωί πρέπει να βρούμε τον παπά» είπε ο θείος Ορέστης.
Ήταν βαθιά νύχτα.
«Δε θα πάμε σχολείο» είπα, κοιτάζοντας τη μαμά μου κάπως ικετευτικά.
«Όχι» απάντησε εκείνη, χαϊδεύοντάς μου το κεφαλάκι, σα να ήμουν το μωρό της. «Πέστε για ύπνο».
Όλοι πήγαν σπίτια τους. Ο θείος Άρης κοιμήθηκε στο δικό μας.
Ήμασταν ήρεμοι πια. Είχαμε πετύχει μια νίκη κι η καρδιά μας φτερούγιζε ενθουσιασμένη. Ίσως πλησίαζε η ώρα να τα βρούμε όλα· και το Μελένιο Δράκο και το Χρηστάκη!
Αλλά πόσους αναποδοσταυροφόρους και παγανά θα ’πρεπε να αντιμετωπίσουμε ακόμη; Και θα τα βγάζαμε πέρα;
Οι πολεμιστές που μας υπερασπίστηκαν ήταν σίγουρα κάποιοι άγιοι. Ο άγιος Γεώργιος, προφανώς, ο άγιος Δημήτριος, οι άγιοι Θεόδωροι, ο άγιος Ευστάθιος… Θα ’ρχονταν όμως ξανά;
Είχε ανακατευτεί για καλά ο Χριστός στην ιστορία… Αυτό ήταν καλό, αλλά γιατί άφησε από την αρχή να χαθεί ο Χρηστάκης (που έχει και τ’ όνομά Του); Γιατί άφησε να χαθεί ο Θάνος, ο αδερφός της Μίνας; Γιατί τ’ άλλα χαμένα παιδιά;
Τι περίεργος Θεός που είσαι, Χριστέ μου!
Θα μας βοηθήσεις;
***
Και το άλλο πρωί, ενώ εμείς τα μικρά κοιμόμασταν ακόμη, χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο.
Το σήκωσε ο μπαμπάς μου.
«Είστε ο μπαμπάς του Γιάννη;» ρώτησε μια κοριτσίστικη φωνή, διστακτική και αμήχανη.
Ο μπαμπάς μου συνοφρυώθηκε.
«Μάλιστα. Ποιος είναι;».
«Είμαι η Μίνα, το κορίτσι που ήμουν μαζί του χτες βράδυ».
***
Εδώ Μίνα.
Παίρνω το λόγο, να πω τη συνέχεια απ’ αυτά που έγιναν εκείνη τη νύχτα…
Όταν τα παιδιά και οι υπερασπιστές μας πολεμούσαν στη σκοτεινή αίθουσα, τα έβλεπα όλα με κλειστά τα μάτια, σαν όνειρο. Ο σταυρός που μου φόρεσε ο Μιχάλης, κάπως θα με βοήθησε· δεν το ξέρω, αλλά, μετά από τόσα χρόνια, αυτό πιστεύω.
Έπειτα με ξύπνησαν και τους ακολούθησα στις στοές – σιγά σιγά συνήλθα· είδα τα Τρία Γουρουνάκια σε φρικτή ομηρία, τα αποχαυνωμένα παιδιά στις οθόνες, τη μάχη με τους αναποδοσταυροφόρους και τη διάσωση της κυρίας Μάρθας και της Μελίνας.
Κι όταν μπήκε η φωτιά και βγήκαμε από κείνη την πύλη της κόλασης, προσπάθησα να στηρίξω τους δικούς μου, που κουτουλούσαν. Ο καλός άνθρωπος, ο θείος των παιδιών (τότε ακόμη δεν ξέραμε τ’ όνομά του), κάλεσε τρία ταξί με το κινητό του, για να μοιραστούμε, και το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι, ώστε κόντευε να γεμίσει ταξί ο δρόμος… Εμείς αρνηθήκαμε να χωριστούμε· στριμωχτήκαμε όλοι σ’ ένα ταξί, που ξεκίνησε αμέσως κι ούτε που τον ευχαριστήσαμε τον άνθρωπο!
Ο Τζίμης τηλεφώνησε στο ένα από τα Τρία Γουρουνάκια· ήμασταν σίγουροι πως θα ’ταν κι οι τρεις μαζί. Απάντησε γεμάτος αγωνία ο πατέρας του. Είχαμε δίκιο, με τη διαφορά πως ήταν κι οι τρεις δίπλα δίπλα σ’ ένα ασθενοφόρο, που τους μετέφερε στο νοσοκομείο!
Το ταξί μας ξεφόρτωσε στο σπίτι μου. Οι γονείς μου ήταν ξύπνιοι· δεν ήταν και τρομερά αργά. Διστακτικά, έβαλα το κλειδί κι άνοιξα την πόρτα. Μόλις μας είδαν, ταλαιπωρημένους, τσουρουφλισμένους, ειδικά εμένα, αναπήδησαν!
«Τι πάθατε;» κραύγασε ο πατέρας μου.
Προσπάθησα να τους ηρεμήσω. Μπήκαμε όλοι στο σαλόνι (συγνώμη για τις ανούσιες και αδιάφορες λεπτομέρειες) και πέσαμε σαν τσουβάλια στον καναπέ και τις πολυθρόνες. Δεν ήξερα πώς ν’ αρχίσω!
«Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας» είπα. Αυτά που έλεγα δεν τα είχαν ξανακούσει από μένα, ούτε με είχαν ξαναδεί να μιλάω με τέτοιο φιλικό και μαζί απολογητικό και ίσως λιγάκι παρακλητικό ύφος. «Βρισκόμαστε σε μεγάλο κίνδυνο».
Ο μπαμπάς μου με κόπο ξαναβρήκε την ψυχραιμία του.
«Ακούω» είπε απλά.
Πώς να τους εξηγήσω χωρίς να προκαλέσω και πανικό και χιονοστιβάδα από βρισιές εναντίον μας;
«Τρεις γνωστοί μας απ’ το σχολείο βρήκαν ένα βιντεοπαιχνίδι, που έδειχνε εμάς και την απαγωγή του Θάνου μας».
«Απαγωγή ε;» αναστέναξε ο μπαμπάς μου. Τα μάτια του γυάλιζαν από αγωνία. «Λοιπόν;».
«Πίσω από το παιχνίδι βρίσκονται», έψαξα τις λέξεις, «αδίστακτοι κακοποιοί. Οι κακοποιοί αυτοί μας παγίδευσαν και παραλίγο να μας σκοτώσουν».
Οι γονείς μου παρακολουθούσαν με γουρλωμένα μάτια. Η μαμά μου ήταν έτοιμη να ξεφωνίσει κι έφραζε το στόμα της με την παλάμη.
«Οι Κακοί μάς επηρέασαν και μας έκαναν να οδηγήσουμε σ’ αυτούς κάποια μικρότερα παιδιά, που κι εκείνα ψάχνουν για το χαμένο αδερφό τους». Πήρα ανάσα. «Έγινε χαμός! Όλοι γλίτωσαν, αλλά… αλλά δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε τώρα».
Ο μπαμπάς μου άνοιξε το στόμα του. Προσπάθησα να τον εμποδίσω να με διακόψει.
«Θα ειδοποιήσουμε την αστυνομία, αυτό θα κάνουμε», είπε, «κι εσείς θα σταματήσετε ν’ ασχολείστε με την υπόθεση».
Αμύνθηκα επιτιθέμενη:
«Άκου, μη νομίζεις πως εννοούσα να μας πείτε εσείς τι θα κάνουμε».
«Μα…».
«Έχουμε δει πράγματα που δεν τα φαντάζεστε καν. Όσο για την αστυνομία, δε νομίζουμε», κοίταξα τους άλλους, «πως μπορεί να βοηθήσει στην περίπτωσή μας».
«Και γιατί, παρακαλώ;».
«Γιατί οι εχθροί μας…», δίστασα αρκετά πριν το ξεστομίσω, «δεν είναι άνθρωποι!».
«Τι είναι αυτά που λέτε;» κραύγασε τώρα η μαμά μου.
«Είναι αλήθεια» πήρε το λόγο η Οξάνα. «Και τα τρία παιδιά με το βιντεοπαιχνίδι, τα επηρέασαν και τώρα τα πηγαίνουν στο νοσοκομείο».
«Κι είμαι σίγουρη πως οι γονείς τους δεν έχουν ιδέα για το πώς έπεσε σε λήθαργο το μυαλό τους» συμπλήρωσα.
Οι γονείς μου σώπαιναν· δεν ήξεραν τι να πουν. Ο μπαμπάς μου ήθελε να πει τα αυτονόητα, πως δεν υπάρχουν άλλου είδους κακοποιοί, παρά μόνο άνθρωποι, και το πολύ πολύ να ξεγελαστήκαμε, σαν παιδιά που είμαστε (κατά τη γνώμη του), και να νομίσαμε πως έχουμε απέναντί μας κάτι διαφορετικό.
Αυτή τη φορά πρόλαβα και δεν τον άφησα να μιλήσει.
«Μπαμπά», είπα πιο μαλακά, «χρειαζόμαστε κάτι από σας. Κατ’ αρχήν, να είστε δίπλα μας – μη μιλήσεις ακόμα, σε παρακαλώ – και, δεύτερον, να τηλεφωνήσετε στους γονείς όλων να έρθουν εδώ, να τα πούμε σε κείνους και σε σας με κάθε λεπτομέρεια».
«Και τι θα πούμε στους ανθρώπους; Πώς θα τους φέρουμε σπίτι μας νυχτιάτικα;».
«Δεν ξέρω… Μεγάλοι είστε, κάτι θα σκεφτείτε!».
Οι γονείς μου έμειναν για λίγο συλλογισμένοι. Εμείς ήμασταν τόσο εξαντλημένοι, που αδυνατούσαμε να καταστρώσουμε κάποιο σχέδιο.
«Εσείς να τους τηλεφωνήσετε» είπε η μαμά μου. «Καλέστε τους εδώ, μόνο προσέξτε να μην τους ανησυχήσετε».
Πρώτη τηλεφώνησε η Σοφία απ’ το κινητό της.
«Μαμά; Στης Μίνας είμαι, της φίλης μου… Σε παρακαλώ, μπορείτε να έρθετε να με πάρετε με το μπαμπά;».
Περιμέναμε με κομμένη την ανάσα.
«Ναι, όλα καλά. Απλά χάλασε το μηχανάκι μου… Όχι, δεν έπεσα, είμαι καλά. Απλά, σε παρακαλώ, ελάτε».
Ένας ένας τηλεφωνούσε, ένας ένας καλούσε τους γονείς του στο σπίτι μας. Κανείς δεν απέφυγε την ανησυχία. Κι ένας ένας σε λίγο άρχισαν να καταφτάνουν μέσα στη νύχτα.
Ήρθε ο μπαμπάς του Νόντα, αφήνοντας τη μαμά του με τη μικρή, που κοιμόταν· οι γονείς του Τζίμη, που είχαν βγει για ποτό· οι γονείς της Σοφίας, που φοβήθηκαν μήπως είχε τρακάρει· ο μπαμπάς της Στέλλας, που η μαμά της είχε πεθάνει· κι η μαμά της Οξάνας, που δεν ήταν ποτέ μαζί με το μπαμπά της…
Μαζί με τους δικούς μου, μαζεύτηκαν εννιά άτομα.
Μέχρι να ’ρθουν είχαμε κάνει μπάνιο (τα τέσσερα κορίτσια μαζί, είχαμε βουτήξει και πλατσουρίζαμε στη μπανιέρα σαν τρίχρονα) κι όλοι είχαμε φορέσει δικά μου καθαρά ρούχα – βολευτήκαμε, αγόρια και κορίτσια, παρά τις μικροδιαφορές στα νούμερα. Χαμογελούσαμε· όχι μόνο γιατί ήμασταν παράξενα και αστεία ντυμένοι, αλλά κυρίως, υποσυνείδητα, επειδή ήμασταν ζωντανοί!
Ανέλπιστα ήμασταν ζωντανοί, έχοντας αντιμετωπίσει εχθρούς πολύ πιο ζοφερούς απ’ ό,τι είχε ποτέ βάλει ο νους μας, και είχαν βγει ζωντανά και τα μικρά παιδιά, που παραλίγο να τα παρασύρουμε στο αγύριστο μονοπάτι!
«Παραλίγο να έχουμε βάψει τα χέρια μας με το αίμα τους!» είπε ο Νόντας, κάνοντάς μας να παγώσουμε.
«Σκεφτήκατε όμως κάτι;» ρώτησε η Στέλλα. «Για να τους θέλουν τόσο πολύ, αυτά τα παιδιά θα έχουν φτάσει κοντά στη λύση».
Είχε δίκιο.
«Πρέπει να τα ξαναβρούμε» συνέχισε. «Να συμμαχήσουμε αληθινά αυτή τη φορά, αν βέβαια θέλουν να μας ξαναμιλήσουν, να τους πούμε και να μας πουν… και να δούμε τι θα κάνουμε!».
Όλ’ αυτά πριν αρχίσουν να καταφτάνουν οι γονείς. Κι όταν έφτασαν, οι αξιότιμοι Πειρατές των Υπονόμων είχαμε να δώσουμε πολλές εξηγήσεις.
***
Ο μπαμπάς μου, ακούγοντας τη φωνή της Μίνας, εξερράγη:
«Εσύ είσαι που προσπάθησες να τους σκοτώσεις;».
Η μαμά μου του άρπαξε το ακουστικό από τα χέρια.
«Έλα, κορίτσι μου», είπε βιαστικά. «Μη φοβάσαι! Ξέρω πως ήσουν κι εσύ θύμα! Πώς βρήκες το τηλέφωνό μας;».
«Εε, από το Facebook· όλη η ιστορία είναι ποσταρισμένη κι εκεί γράφει τα ονόματά σας· μετά, τηλεφώνησα στις πληροφορίες…».
«Ωραία. Πάρα πολύ ωραία δηλαδή, γιατί κι εμείς λέγαμε πού θα σε βρούμε!». Κοίταξε το μπαμπά μου, που είχε κάπως ανακτήσει την ψυχραιμία του. «Θα ’ρθεις από ’δώ πέρα να γνωριστούμε καλύτερα; Και μαζί με τους γονείς σου, σε παρακαλώ, αν είναι δυνατόν…».
Εννοείται πως δεν είχαμε πάει στο σχολείο εκείνη τη μέρα. Πριν το μεσημέρι είχαν μαζευτεί όλοι στο σπίτι μας· οι θείοι και οι θείες μας, τα ξαδέρφια μας και οι Πειρατές με τους γονείς τους. Έλειπαν μόνο οι γονείς του Στάθη, του Πάνου και του Ιωσήφ (τα Τρία Γουρουνάκια), που ακόμα δεν είχαν ενημερωθεί και που εμείς ουσιαστικά αγνοούσαμε την ύπαρξή τους – κι ούτε που θυμόμασταν τη συνάντησή μας χθες βράδυ, μέσα στη στοά.
Τα παιδιά μας ζήτησαν συγνώμη κι ήμασταν στην πλεονεκτική και τιμητική θέση να τους συγχωρήσουμε, αν και μικρότεροι.
Υποθέτω πως δε φαντάζεστε πόσο διογκωμένη είναι η σημασία αυτών των συμβάντων στην παιδική σκέψη… Είναι λεπτομέρειες που σε καθορίζουν και μερικές φορές σου αλλάζουν το χαρακτήρα και μαζί αλλάζουν και τις προοπτικές για το μέλλον σου.
Τέλος πάντων.
Δώσαμε τα χέρια. Το ίδιο και οι γονείς μας. Διηγηθήκαμε όλοι τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, κάθε ομάδα από την πλευρά της. Οι μεγάλοι έπεσαν από τα σύννεφα, μεταφορικά βεβαίως, όπως είχαν πέσει κυριολεκτικά χθες τη νύχτα (δεν το ξέραμε ακόμα) ο Νικόλας με τους συμμαθητές του, τα αντρειωμένα κομάντος από το νηπιαγωγείο!…
Ο μπαμπάς μου άνοιξε το λάπτοπ μας και οι άλλοι ξεβίδωσαν τα i-phone τους κι η Μελίνα με τη Λένια δήλωσαν πως βλέπουν καθαρά το εσωτερικό τους γεμάτο κομπιουτεροκακάκια.
Ο θείος Άρης περιέγραψε το Μελένιο Δράκο σαν ένα τεράστιο λούτρινο ζωάκι, ζεστό και μαλακό· μέσα στη νύχτα και στον πανικό του, δεν είχε μπορέσει να δει περισσότερες λεπτομέρειες.
Κι όλοι συμφωνήσαμε, μικροί και μεγάλοι, πως μια ψηφίδα έλειπε ακόμα, ίσως η καθοριστική, για την πρώτη τουλάχιστον φάση του παζλ – ο ιερέας.
Παρατώντας όλοι τις συσκευές τους ξεβιδωμένες στο τραπεζάκι του σαλονιού, βγήκαμε από το σπίτι και ξεκινήσαμε, σα διαδήλωση, για να τον βρούμε!