Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Μελένιος Δράκος – Κεφάλαιο 1

Τους τελευταίους μήνες ο Χρηστάκης μιλούσε πάντα για το Μελένιο Δράκο… Ο Μελένιος Δράκος είπε αυτό, είπε το άλλο… Ο Μελένιος Δράκος είχε ταξιδέψει στην Αφρική, είχε έρθει από την Κίνα, είχε πετάξει στο φεγγάρι, είχε πολεμήσει τους κακούς Δράκους.

Όταν ήταν πανσέληνος, τα σημάδια στο φεγγάρι ήταν το χωριό των Δράκων, όπου είχε φιλοξενηθεί ο Μελένιος Δράκος· κι εκεί γύρω οι γενναίοι φεγγαροβοσκοί έβοσκαν τα φεγγαροπροβατάκια του θείου Άρη – το πρόσθετε κι αυτό στην ιστορία, μετά από την εύστοχη παρατήρηση της Λένιας και της Μελίνας.

«Τι θες να πεις για το Μελένιο Δράκο;» τη ρώτησα κι όλοι είχαμε ανατριχιάσει. «Αυτό είναι μόνο ένα παραμύθι του Χρηστάκη».

Κούνησε το κοκκινόξανθο κεφαλάκι της με τα μπουκλάκια που ανέμισαν πέρα δώθε.

«Είναι αληθινός!».

«Πώς το ξέρεις; Τον είδες ποτέ σου;» ρώτησε ο Μιχάλης.

«Όοχι…» έκανε με αμηχανία. «Αλλά μου το είπε ο Χρηστάκης».

«Δηλαδή», μίλησε ο Κωστάκης, «εννοείς ότι τον έφαγε ο Μελένιος Δράκος;».

«Όχι, όχι! Είναι φίλος του ο Μελένιος Δράκος. Είναι καλός, πολύ καλός και προσέχει τα παιδάκια και τα φεγγαροπροβατάκια!».

Το αφήσαμε εκεί, δύσπιστοι και τρομοκρατημένοι. Δεν ήταν θέμα για συζήτηση μπροστά στη Μελίνα.

Το πρωί στο σχολείο, στο διάλειμμα, τα τρία αγόρια κρυφτήκαμε στις τουαλέτες να συζητήσουμε, στο μόνο μέρος όπου δε θα μας ανακάλυπταν τα κορίτσια.

«Να μιλήσουμε στους μεγάλους για το Μελένιο Δράκο;» πρότεινε ο Κωστάκης.

«Δε θα μας δώσουν σημασία» είπε ο Μιχάλης. «Άλλωστε, κι εμείς δεν ξέρουμε αν σημαίνει κάτι».

«Εγώ νομίζω πως την πείραζε τη Λένια» είπα. «Της έλεγε παραμύθια, σα μικρή που είναι».

«Πάντως εγώ θέλω να το πούμε στη θεία Ξένια» επέμεινε ο Κωστάκης, μιλώντας για τη μαμά του Χρηστάκη.

«Μπορείς να το πεις, για να δεις πως δε θα σου δώσει σημασία κανείς» πείσμωσε ο Μιχάλης κάνοντας μια χειρονομία, σαν πειρατής που σπαθίζει.

«Να το ψάξουμε πρώτα;» πρότεινα δειλά.

«Με ποιον τρόπο;» με ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον ο Μιχαλάκης, ενώ ο Κωστάκης περίμενε με αγωνία ν’ ακούσει τι θ’ απαντήσω.

Και τότε είπα τη δεύτερη ιστορική μου κουβέντα και φαντάζομαι πως τα οχτάχρονα μάτια μου άστραψαν:

«Να ρωτήσουμε τους φίλους του».

Και μ’ αυτό τον τρόπο βάλαμε τους πρώτους “έξω από την οικογένειά μας” συντρόφους σ’ αυτό το παιχνίδι.

Παιχνίδι το είπα, αν και θα ’πρεπε να το ονομάζω κυνήγι· μόνο που σύντομα δε θα ξέραμε ποιος κυνηγάει ποιον.

Βγήκαμε από τις τουαλέτες κι εκεί μας την είχαν στημένη τα δυο κορίτσια.

«Κορίτσια», είπε ο Μιχάλης με δασκαλίστικο ύφος, αρκετά άκομψα, «δεν πάτε πιο πέρα να παίξετε με τις φίλες σας;».

«Όχι, τις χρειαζόμαστε» μπήκα στη μέση, ενώ δυο στόματα είχαν ανοίξει ολοστρόγγυλα για να διαμαρτυρηθούν. «Λένια, θα μας πας στους φίλους του Χρήστου, να ρωτήσουμε για το Μελένιο Δράκο;».

«Γιούπιι!» πανηγύρισε η μικρούλα και τα δυο κορίτσια πέταξαν τρέχοντας μπροστά από μας.

Είχα πάρει τη σκυτάλη του αρχηγού απ’ το Μιχάλη κι αυτό μου δημιουργούσε συναίσθημα περηφάνιας, αλλά και αμηχανίας και ευθύνης.

Κατά βάθος περίμενα να δω αν ο ξάδερφός μου θα διεκδικούσε την αρχηγία. Δεν ήθελα να είμαι αρχηγός, ποτέ δεν ήμουν και δεν είμαι τολμηρός και διεκδικητικός, αλλά οι ιδέες μου με είχαν φέρει σ’ αυτή τη θέση. Κι ο Μιχάλης, ο πιο τολμηρός και διεκδικητικός της παρέας (ή μήπως παρίστανε πως ήταν έτσι, επειδή ήταν ο μεγαλύτερος;), ακολουθούσε χωρίς αντιρρήσεις, σα να είμαστε ίσοι.

Ήταν τα ξαδέρφια μου, μεγαλώναμε μαζί, δε φοβόμουν, ούτε τους ντρεπόμουν. Εκτός ίσως λίγο…

Τέλος πάντων.

Στην τάξη της Λένιας και του Χρηστάκη βρήκαμε μόνο τους επιμελητές. Το κορίτσι υποσχέθηκε να μαζέψει τα φιλαράκια του στο άλλο διάλειμμα.

 ***

Έτσι κι έγινε. Έξω απ’ την τάξη τους μας περίμεναν οι Λιλιπούτιοι Καταφερτζήδες (έτσι τους ονόμαζε ο κύριος της Γυμναστικής κι ο Χρηστάκης μας είχε πει μια φορά γι’ αυτό), ο Ανέστης, ο Νικήτας, ο Έκτορας, ο Κλωντιάν και ο Κλέβις, με το αστείο όνομα που θύμιζε κλέφτες.

Όλοι ήξεραν ποιοι είμαστε, αλλά η Λένια έκανε με επισημότητα τις συστάσεις.

«Παιδιά», πήρα το λόγο, «ο Χρηστάκης σας είχε μιλήσει ποτέ για κάποιον Μελένιο Δράκο;».

«Ούου!» έκαναν όλοι. «Μιλάει και για τίποτ’ άλλο; Όλο για το Μελένιο Δράκο μας λέει».

«Όμως είναι αληθινός ή παραμύθι;» ρώτησε ο Μιχάλης.

«Αληθινός φυσικά!» βεβαίωσε ο Νικήτας. «Ο Χρήστος τον βλέπει και του μιλάει».

«Κι ο Κλέβις τον έχει δει» είπε ο Ανέστης δείχνοντας με το δάχτυλο το συμμαθητή του.

«Ο Κλέβις είναι ψεύτης» φώναξε ο Κωστάκης, που κάτι ήξερε απ’ το Χρηστάκη.

«Ψεύτης εγώ;» διαμαρτυρήθηκε το Αλβανάκι.

«Ο φίλος μου δεν είναι ψεύτης!» φώναξε ο Κλωντιάν έτοιμος για ξύλο.

«Ναι, γι’ αυτό η μύτη του κοντεύει να γίνει σαν του Πινόκιο!» τσίριξε η Λένια.

Φαίνεται πως ο μικρός είχε την τάση να παραφουσκώνει μερικά πράγματα.

«Έι, έι, έι», προσπάθησα να βάλω μια τάξη. «Δεν είμαστε εδώ για να μαλώσουμε τώρα. Κλέβις, είναι αλήθεια πως είδες το Μελένιο Δράκο;».

Τα γαλάζια μάτια του πιτσιρικά άστραψαν.

«Αμέ! Δυο φορές!».

«Σιγά!» σφύριξε ο Κωστάκης.

«Δηλαδή τι είδες;» ρώτησε ο Μιχάλης.

«Λοιπόν… Την πρώτη φορά μου τον έδειξε ο ίδιος ο Χρηστάκης, έξω από το σπίτι σας, Λένια, μια νύχτα που είχε φεγγάρι».

«Και πώς ήταν;» ρώτησε η μικρή πεισμωμένη.

«Ήταν…», ο Κλέβις έκανε μια κίνηση με το χέρι, «ήταν σα σκιά από σύννεφα μπροστά στο φεγγάρι. Πολύ πολύ ψηλά στον ουρανό, προχωρούσε και σε λίγο χάθηκε».

Φωτο από εδώ

«Μάλιστα» είπε ο Κωστάκης. «Δηλαδή τίποτ’ άλλο δεν είδες, παρά μόνο σύννεφα. Ο Χρηστάκης σε δούλευε κι εσύ το πίστεψες. Ή δουλεύεις εμάς τώρα».

«Όχι, ήταν ο Μελένιος Δράκος. Ο Χρήστος ποτέ δε θα με δούλευε, ούτ’ εγώ εσάς». Σκέφτηκε λίγο. «Πρόκειται για την εξαφάνισή του» πρόσθεσε με στόμφο· «ποτέ δε θα έλεγα ψέματα για κάτι τέτοιο».

Έπρεπε να παραδεχτούμε πως είχε δίκιο, ακόμα κι η Λένια.

«Τη δεύτερη φορά, ήμασταν σπίτι σας, Λένια, κι η μαμά σου μας έβαλε να φάμε ψωμί με βιτάμ και μέλι. Κι ο Χρήστος μου είπε πως αυτό το μέλι το είχε φέρει στο σπίτι σας ο Μελένιος Δράκος».

«Άρα δηλαδή δεν τον είδες το Μελένιο Δράκο», συμπέρανα, «μόνο το μέλι».

«Σαχλαμάρες λέει!» φώναξε η Λένια. «Το μέλι είναι από την Κρήτη, μας το ’χει δώσει ο θείος ο Γιώργος, ο μελισσοκόμος!».

«Δεν ήτανε από του θείου Γιώργου» επέμεινε ο Κλέβις. «Μου το είπε ο Χρήστος· ήτανε μέλι του Μελένιου Δράκου. Δρακόμελο το είπε!».

«Από το μυαλό σου τα βγάζεις» υπέθεσε ο Μιχάλης.

«Όχι, καθόλου!» κοκκίνισε το αγόρι. Δεν ήξερα τι να υποθέσω.

«Καλά, θα ρωτήσω τη μαμά μου και θα δεις» τον απείλησε η Λένια.

Αυτή ήταν μια λογική πρόταση. Η θεία θα ήξερε.

«Και τι είναι ο Μελένιος Δράκος; Μέλισσα;» ρώτησε ο Ανέστης.

«Όχι, είναι… μελένιος» απάντησε ο Κλωντιάν. «Γι’ αυτό έχει μέλι – είναι από μέλι!».

Τους αφήσαμε και περιπλανηθήκαμε στην αυλή, μαζί με τη Λένια και τη Μελίνα.

«Δε βγάζουμε συμπεράσματα έτσι» αποφάνθηκα.

«Τι να περιμένεις από παιδάκια;» έκανε ο Μιχάλης.

Εγώ κι ο Κωστάκης σκάσαμε στα γέλια. Ο Μιχάλης και τα δυο κορίτσια κόλλησαν κι εκείνοι.

«Τι γελάμε;» είπε ο Μιχάλης ξεκαρδισμένος.

«Μα, βρε Μιχάλη, κι εμείς παιδάκια είμαστε» απάντησα.

«Όχι παιδάκια! Παιδιά ναι, όχι παιδάκια!».

«Λοιπόν», είπε ο Κώστας, «επόμενη κίνηση, επιχείρηση Μελένιος Δράκος: ρωτάμε τη θεία Ξένια για το μέλι και ψάχνουμε στο δωμάτιο του Χρήστου για στοιχεία».

***

Ναι, αλλά πώς θα τη ρωτήσουμε; Δε μπορούσαμε να μαζευτούμε το απόγευμα, εκτός αν μας πήγαιναν οι γονείς μας, και οι γονείς μας είχαν άλλα στο πρόγραμμα και, κυρίως, είχαν άλλα στο δικό μας πρόγραμμα… Δραστηριότητες, που κανείς δε θα δεχόταν να τις αναβάλει επειδή ξαφνικά κάναμε τους ντετέκτιβς. Παιδιά που αξιώνουν να τα πάρουν οι μεγάλοι στα σοβαρά, θεωρείται κάτι σαν αρρώστια στον κόσμο των γιγάντων (των φανταστικών γιγάντων, που νομίζουν πως είναι οι μεγάλοι για τον εαυτό τους). Το ξέραμε, γι’ αυτό δεν τους το ζητήσαμε καν.

Αλλά θέλοντας και μη, μαθεύτηκε. Η Λένια, η μόνη που μπορούσε, ρώτησε τη μαμά της. Κι έτσι ο θείος Πέτρος και η θεία Ξένια πληροφορήθηκαν την απόφασή μας να εντοπίσουμε το Χρηστάκη, προσπάθεια που είχε ξεκινήσει με την έρευνά μας για το Μελένιο Δράκο.

Οι γονείς μας θορυβήθηκαν. Κι εμείς βρήκαμε την ευκαιρία να απαιτήσουμε – σωστά το λέω – τη σύγκληση μιας οικογενειακής συγκέντρωσης στο σπίτι του θύματος… “Του θύματος”· δε θέλαμε να σκεφτούμε πως ο Χρηστάκης ήταν θύμα, αλλά το όλο σκηνικό θύμιζε ταινίες με τον Ηρακλή Πουαρό.

Η συγκέντρωση, μετά από επιμονή μας, αρκετούς καυγάδες και απειλές πως θα συνεδριάσουμε μόνοι μας και πως θα μιλήσουμε στην αστυνομία, πραγματοποιήθηκε την άλλη μέρα.

Εκεί, εμείς, γεμάτοι έξαψη, εκθέσαμε μπροστά στα αφτιά και τα μάτια των τριών ζευγαριών, των έξι γονιών, την ιστορία με το Μελένιο Δράκο, τη βεβαιότητα της Λένιας πως είναι αληθινός και την υπόθεσή μας πως ίσως σχετίζεται με την εξαφάνιση του οχτάχρονου – το υπενθυμίζω – πολυαγαπημένου ξαδέρφου μας.

Οι μεγάλοι μας αντιμετώπισαν με κατανόηση.

«Παιδιά», είπε συγκαταβατικά ο θείος Πέτρος, ενώ η θεία Ξένια έκλαιγε με αγωνία και συγκίνηση και οι γονείς μας άκουγαν ταραγμένοι, μήπως κάνουμε καμιά βλακεία και μπούμε σε κίνδυνο για την υπόθεση ενός ξένου παιδιού, «η αστυνομία κάνει σοβαρή και αληθινή έρευνα για το Χρηστάκη. Πρέπει να την αφήσετε σε κείνους. Όλα τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της θα τα χρησιμοποιήσει».

«Ναι, αλλά ξέρουν για το Μελένιο Δράκο;» επέμεινε η Λένια.

«Αγάπη μου, δεν υπάρχει Μελένιος Δράκος», είπε η μαμά της, «ούτε γενικά κανένας δράκος».

«Δηλαδή εμείς δεν κάνουμε αληθινή έρευνα, θείε;» ρώτησε ο Μιχάλης.

«Πέτρο, μου επιτρέπεις;» είπε ο μπαμπάς του Μιχάλη, ο θείος Ορέστης. Ο θείος Πέτρος κούνησε το κεφάλι του. «Μιχάλη, παιδί μου, η έρευνά σας είναι παιδική. Μόνο παιδιά, μικρά παιδιά, μπορεί να ψάχνουν για ένα μελένιο δράκο στον πραγματικό κόσμο και να τον συνδέουν με την υπόθεση μιας εξαφάνισης… Αυτό μπορείτε να το συνεχίσετε μόνο σαν παιχνίδι μεταξύ σας…».

«Όχι! Να μην το συνεχίσουν!» ούρλιαξε η μαμά μου, συνεπικουρούμενη από τη θεία Ξένια και τη θεία Μαρκέλλα, τη μαμά του Μιχάλη. «Να σταματήσετε αμέσως κάθε…», έψαξε τη λέξη, «κάθε πράξη που σχετίζεται με το Χρηστάκη. Δεν είναι δική σας δουλειά. Είναι επικίνδυνο, το καταλάβατε; Επικίνδυνο! Δε θα κάνετε τίποτα, ούτε με δράκους, ούτε με δεινόσαυρους, ούτε με καρχαρίες, ούτε με λιοντάρια, τίποτα, τίποτα – καταλάβατε;».

«Ναι, μαμά», «Μάλιστα, θεία», είπαμε όλοι τραγουδιστά, εν χορώ, και μέσα μας ξέραμε πως δεν το εννοούσαμε.

Ξέραμε επίσης (το ξέραμε από πριν δηλαδή, αλλά τους είχαμε δώσει μια ευκαιρία), πως οι μεγάλοι δε θα μας βοηθούσαν στο εγχείρημά μας.

«Εκτός από έναν μεγάλο» είπε η Λένια, όταν μείναμε μόνοι, και τα μάτια της έλαμψαν.

«Το θείο Άρη!» συμπλήρωσε η Μελίνα κι όλοι γεμίσαμε ελπίδα.

***

Ο Μιχάλης βρήκε το τηλέφωνο του θείου Άρη στο μπλοκάκι των γονιών του.

Στην αρχή σκεφτήκαμε να τηλεφωνήσουμε στο 11880, αλλά με το όνομα Άρης Λεμονάκης μπορεί να υπήρχανε κι άλλοι στην Κρήτη. Μετά, είπαμε να τηλεφωνήσουμε στον παππού και να του ζητήσουμε το τηλέφωνο του θείου Άρη, αλλά εκείνος θα μας ρωτούσε γιατί το θέλουμε και σίγουρα θα ενημέρωνε και τους παντοδύναμους φύλακές μας, τους γονείς μας, οπότε θα είχαμε κακά ξεμπερδέματα.

Τελικά, ο Μιχάλης έκανε μια καταδρομική στο συρτάρι κάτω απ’ το τραπεζάκι του τηλεφώνου, ένα μεσημέρι, όταν ο μπαμπάς του κοιμόταν κι η μαμά του έκανε κάποια απ’ αυτές τις βαρετές δουλειές που κάνουν οι μαμάδες τα μεσημέρια αντί να κοιμούνται – σιδέρωνε; άπλωνε μπουγάδα; τακτοποιούσε το νεροχύτη; – και βρήκε ένα παλιό ξεχασμένο μπλοκάκι, προφανώς από την εποχή που δε γράφανε όλοι τους αριθμούς τηλεφώνου στη μνήμη του κινητού τους. Υπήρχε τέτοια εποχή, όπως είχαμε ακούσει, και μάλιστα υπήρχε και εποχή όπου δεν υπήρχαν καθόλου κινητά τηλέφωνα· λίγο μετά τον Τρωικό Πόλεμο, υποθέταμε· στον Τρωικό Πόλεμο δεν πρέπει να υπήρχαν κινητά τηλέφωνα. Μάλλον ούτε Internet και Facebook. Αυτά σίγουρα δεν υπήρχαν ούτε στην Κατοχή, όπου είχαμε πολεμήσει με τους Γερμανούς…

Τέλος πάντων, ξέφυγα απ’ το σκοπό μου. Ο Μιχάλης με τον Κωστάκη δώσανε σε μένα τον αριθμό του θείου Άρη κι εγώ τηλεφώνησα το απόγευμα από τα αγγλικά. Εμείς βέβαια δεν είχαμε Facebook, ούτε κινητά τηλέφωνα· ήμασταν μικροί, κατά τους γονείς μας, παρόλο που ο μπαμπάς μου ήτανε γιατρός κομπιουτερολόγος, κομπιουτερογιατρός δηλαδή, αυτό που οι μεγάλοι το λένε τεχνικός υπολογιστών. Ή μάλλον, ακριβώς γι’ αυτό επέμενε πως ήμαστε μικροί για τάμπλετ, κινητά και Facebook· όταν ήταν νεότερος, έλεγε και ξανάλεγε, είχε πάθει εξάρτηση απ’ όλα αυτά κι είδε κι έπαθε να ισορροπήσει.

Ζήτησα λοιπόν από την κυρία να κάνω ένα τηλεφώνημα, με άφησε μόνο μου στο γραφείο κι ευτυχώς τον πέτυχα με την πρώτη.

«Θείε, σε παρακαλώ, μπορείς να έρθεις στην Αθήνα;».

«Γιατί, Γιαννάκη, συμβαίνει τίποτα;».

«Έχουμε ένα στοιχείο για το Χρηστάκη, αλλά οι μεγάλοι δε μας αφήνουν να ψάξουμε. Είσαι ο μόνος που μας καταλαβαίνεις».

Ο θείος σκέφτηκε λίγο. Μετά, είπε μόνο δυο λέξεις. Τις λέξεις που περίμενα ν’ ακούσω από τα χείλη του:

«Παίρνω αεροπλάνο».

«Ζήτω!» φώναξα χαμηλόφωνα. Τον ευχαρίστησα, έκλεισα κι έτρεξα να το ανακοινώσω στον Κώστα. Πανηγυρίζαμε – ξέραμε ότι μπορούσαμε να βασιστούμε σ’ αυτόν.

***

Ο θείος Άρης ήρθε βραδάκι στο σπίτι μας, στο σπίτι της Μάρθας και του Γρηγόρη (των γονιών μας), κι είπε πως θα ’μενε μια δυο μέρες για κάτι δουλειές και για να δει και τι κάνουμε. Τη νύχτα, του έγραψα ένα σημείωμα και τρύπωσα στο σαλόνι, όπου κοιμόταν στον καναπέ. Το έβαλα μέσα στην παντόφλα του.

Θείε, ψάξε στο δωμάτιο του Χρηστάκη στοιχεία για το φίλο του, το Μελένιο Δράκο.

Ο θείος το διάβασε, πήγε στο μαγαζί όπου δούλευε ο Πέτρος (μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων) και το συζήτησε μαζί του, τοποθετώντας το θέμα σε μεγαλίστικα πλαίσια.

Τι του είπε; Μου το εξήγησε αργότερα και σας το μεταφέρω κι εδώ:

«Ο Γιαννάκης μου είπε πως ο Χρηστάκης είχε ένα φίλο που τον ονόμαζε Μελένιο Δράκο. Μήπως δεν είναι τελείως παραμύθι; Μήπως είναι κάποιος άνθρωπος, που τον ξεγέλασε και τον απήγαγε, και κάνουμε λάθος που δεν το ψάχνουμε;».

Μόνο ένας μεγάλος μπορεί να πείσει μεγάλους. Μπορεί να τους πείσει ακόμη και για τα πιο απίθανα πράγματα, ενώ ακόμη και χίλια παιδιά δεν μπορούν να πείσουν τους μεγάλους έστω και για το πιο λογικό πράγμα.

Ο θείος Άρης για όλους μας ήταν παιδί. Για τους μεγάλους ήταν μεγάλος. Ή μάλλον ήταν ένας μεγάλος με μυαλό και ψυχή παιδιού – δύσκολο και ανεπιθύμητο πράγμα στον κόσμο των μεγάλων. Αλλά δεν μπορούσαν να τον απορρίψουν.

Μπήκε λοιπόν μαζί με τη Λένια στο δωμάτιο του Χρηστάκη. Βρήκαν μπόλικες ζωγραφιές με το Μελένιο Δράκο στον ουρανό, στο φεγγάρι, στην Κίνα, να πολεμάει άλλους δράκους, να φυσάει φωτιές, να προστατεύει τα φεγγαροπρόβατα (χαμογέλασε μελαγχολικά ο θείος Άρης)… Έψαξαν αναφορές για το Μελένιο Δράκο στα παραμύθια που αναπαύονταν παραταγμένα στη βιβλιοθήκη του Χρηστάκη, ο θείος πήγε και ρώτησε και στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, ενώ η Λένια κι εμείς ρωτήσαμε την κυρία της Βιβλιοθήκης του σχολείου – τίποτα, καμιά αναφορά σε Μελένιο Δράκο στα βιβλία. Ούτε στο Internet, όπου αναζήτησε ο θείος Άρης. Ο Μελένιος Δράκος δεν ήταν ήρωας που προερχόταν από καμιά γνωστή πηγή.

«Πάντως δεν τον ζωγραφίζει σαν άνθρωπο» είπε ο θείος Πέτρος στο θείο Άρη, «αλλά πάντα σα δράκο. Γι’ αυτό, συνεχίζω να πιστεύω πως δε σημαίνει τίποτα. Είναι, ας πούμε, κάτι σαν φανταστικός φίλος».

«Ας το πούμε στην αστυνομία, για καλό και για κακό, να κάνουν κι εκείνοι την έρευνά τους» αποκρίθηκε ο θείος Άρης.

«Και προς Θεού, μη φουσκώσεις τα μυαλά των μικρών ότι ψάχνουμε στα σοβαρά κάποιον δράκο!».

«Μην ανησυχείς», χαμογέλασε ο θείος. «Με ξέρεις για τέτοιον;».

Ο θείος Πέτρος σήκωσε τους ώμους του· δε χρειαζόταν ν’ απαντήσει.

 

"Από την μακρινή Τανζανία και εκ βάθους καρδίας Καλή Σαρακοστή..."

Orthodox Mission Of Tanzania ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΑΜΠΕΛΩΝΑ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ    "ΚΥΡΙΕ εσύ που νήστεψες 40 ημέρες στην έρημο, δώσε μας δύναμη να ...