«Δεν είναι γιαούρτι, βρε χαζούλιακα! Σάλτσα είναι!».
«Σσσστ!» έκανε ο θείος Άρης, βάζοντας το δάχτυλο μπροστά στα χείλια του. «Και βέβαια είναι γιαούρτι».
Ο Χρηστάκης, ο πιο μικρός απ’ τ’ αγόρια, άφησε ένα επιφώνημα ικανοποίησης.
«Είναι ροζ, γιατί είναι φτιαγμένο από φεγγαροπρόβατα», συνέχισε ο θείος Άρης.
Τα παιδιά τον κοίταξαν με δυσπιστία· ξέρανε βέβαια πως ήτανε πλακατζής και παραμυθάς. Εκείνος συνέχισε απτόητος:
«Τα φεγγαροπρόβατα ζούνε στο φεγγάρι. Έρχονται στις πλατειές φεγγαροκοιλάδες και βόσκουνε φεγγαρολούλουδα. Τα φεγγαρολούλουδα είναι ροζ, γι’ αυτό και τα φεγγαροπρόβατα κάνουνε γάλα ροζ».
«Ναι, καλά!» φώναξε γεμάτος αγανάκτηση ο Μιχαλάκης, που ήταν ο πιο μεγάλος απ’ όλους, δηλαδή εννιά χρονών.
Ο θείος έδειξε, μέσα στη νύχτα, τη σιλουέτα των βουνών, που διαγραφόταν αμυδρά έξω απ’ τον αυλότοιχο του κέντρου, όπου έτρωγαν κι έπιναν οι καλεσμένοι του γάμου, μεταξύ των άλλων κι ο θείος Άρης μ’ εμάς τ’ ανηψάκια του και τους γονείς μας.
«Σ’ αυτά τα βουνά», είπε με σιγουριά, «ζει ένας βοσκός, που ξέρει ένα ειδικό σφύριγμα. Μ’ αυτό μαζεύει τα φεγγαροπρόβατα και τ’ αρμέγει».
«Κατεβαίνουν από το φεγγάρι;» ρώτησε η Λένια, η δίδυμη αδερφή του Χρηστάκη, με μάτια νυσταγμένα που έμοιαζαν να έχουν αρχίσει να πείθονται.
«Βέβαια. Μόνο όταν το φεγγάρι είναι γεμάτο ή ολόκληρο· όταν έχει λίγωση, δε βρίσκουνε το δρόμο να κατεβούνε και, αν τύχει και τον βρούνε, σίγουρα δεν τον ξαναβρίσκουν για να γυρίσουνε. Αρμέγει λοιπόν το φεγγαρόγαλο, που είναι, όπως είπαμε, ροζ, το δίνει στους γιαουρτάδες κι αυτοί φτιάχνουνε αυτό το ροζ γιαούρτι».
«Λες να ’ναι μαγικό;» ρώτησε η Μελίνα, και τα δικά της νυσταγμένα ματάκια σπίθισαν.
«Δεν ξέρω. Ας φάμε, να δούμε».
Όλα φάγαμε μπόλικο ροζ γιαουρτάκι – ή μήπως ήτανε σος; – με ψωμάκι και λίγα μεζεδάκια. Δίπλα, οι μαμάδες παρατηρούσαν το θείο Άρη – αδερφό τους, γαμπρό τους – που μας γοήτευε με τις ιστορίες του, μας προστάτευε, να μη βαρεθούμε στον κόσμο των μεγάλων, και μας έκανε να φάμε το φαγητό μας, να μεγαλώσουμε.
«Και γιατί να μεγαλώσουν;» έλεγε ο ίδιος. «Για να γίνουν κι αυτά βαρετοί μεγάλοι; Εγώ τα προστατεύω ακριβώς απ’ αυτή την κακή συνήθεια, που βάζετε όλοι σας στα παιδιά σας: να μεγαλώνουν».
Μα σαράντα χρονών είχε γίνει κι ακόμα ζούσε σε μαγεμένα δάση με φεγγαροπρόβατα και φεγγαρόγαλο, σκέφτονταν ενδόμυχα οι μαμάδες, λίγο χαμογελαστές, λίγο γλαρωμένες. Όμως ο θείος Άρης το απολάμβανε και διεκδικούσε με σθένος το δικαίωμά του να μένει πάντα παιδί.
«Μια μέρα», συνέχισε, «ένα φεγγαροπροβατάκι έχασε το δρόμο και ξέμεινε σ’ αυτά τα βουνά. Το βρήκε ένα κοριτσάκι, που το λέγανε Μηλίτσα».
«Σιγά μην το λέγανε και Κυδωνίτσα!» αμφισβήτησε ο Μιχάλης.
«Μπορεί να το λέγανε και Κυδωνίτσα», είπε ο θείος Άρης, σα να προσπαθούσε να θυμηθεί, «ή Λεμονίτσα – όπως το δικό μας επίθετο, Λεμονάκης (*)».
«Κοριτσάκι ήτανε ή δέντρο;» απόρησε, κάπως αμφιβάλλοντας κι αυτός, ο Χρηστάκης.
«Δεντροκοριτσάκι· με πράσινα…»
«Φύλλα;» ρώτησε γουρλώνοντας τα ματάκια της η Λένια.
«Όχι, καλέ, μάτια!» γέλασε ο θείος. «Το προβατάκι, λοιπόν, την ακολουθούσε όπου και να πήγαινε».
«Και πώς ήτανε;» ρώτησε η Μελίνα.
«Σαν τα κανονικά προβατάκια, μόνο που είχε ροζ μαλλί».
«Σαν το μαλλί της γριάς!» φωνάξαμε όλα μ’ ένα στόμα.
«Ακριβώς! Τώρα ξέρετε πώς βγήκε το ροζ μαλλί της γριάς! Η Μηλίτσα μια μέρα έχασε το προβατάκι· το κλέψανε φεγγαροκλέφτες! Κι από τότε βρήκε ροζ ζάχαρη κι έφτιαξε το ροζ μαλλί της γριάς, για να θυμάται κι η ίδια και όλα τα παιδάκια του κόσμου το ροζ προβατάκι της».
«Και τότε γιατί δεν το λένε μαλλί του προβατακιού;» ρώτησε ο μόνιμος αντιρρησίας, ο Μιχάλης.
«Επειδή υπήρχε ήδη το άσπρο μαλλί της γριάς, πήρε τ’ όνομά του, σαν μια παραλλαγή του. Άλλωστε, θα έτρωγες εσύ ένα γλυκό, που θα το λέγανε μαλλί του προβάτου;».
«Μπλιαξ!» κάναμε όλα ξινίζοντας τα μουτράκια μας. Οι μαμάδες χαμογέλασαν κάτω από τα φώτα της κατάμεστης και στολισμένης αυλής.
«Θείε, βαριέμαι», έκανε σε λίγο η Μελίνα, τραβώντας τον απ’ το πουκάμισο.
Οι άλλοι είχαμε βαλθεί να παίζουμε κυνηγητό στην αυλή, ακριβώς δίπλα στα τραπέζια με τους καλεσμένους, αυτή δεν ήθελε.
«Πάμε να βρούμε ένα μέρος χωρίς φώτα, να δούμε τ’ αστέρια;» πρότεινε ο Άρης.
«Αμέ! Έλα, τρέξε!».
Τον άρπαξε απ’ το χέρι και τρέξανε έξω απ’ την πύλη με την καμάρα, εκεί που απλωνόταν το ευρύχωρο πάρκιν. Εκεί φαίνονταν μπόλικα αστέρια· μερικά μάλιστα ήτανε πορτοκαλί. Ο θείος σήκωσε το χέρι κι έκανε πως έπιανε με τα δάχτυλά του αστεράκια και τα ’βαζε στην τσέπη του πουκαμίσου του.
Η Μελίνα, παιχνιδιάρικα, του τα ’κλεβε απλώνοντας το χεράκι της και τα ’βαζε στη φανταστική της τσάντα. Μετά του λέει:
«Κοίτα πόσα αστεράκια μάζεψα!».
Ο θείος κοίταξε την άδεια τσέπη του.
«Πού είναι τα δικά μου; Μήπως μου τα έκλεψε κανείς;».
Το κοριτσάκι έσκασε στα γέλια κι εκείνος τ’ άρπαξε στην αγκαλιά του και γύρισαν στο τραπέζι…
(*) Απλή σύμπτωση η συνωνυμία με την πραγματική οικογένεια των Λεμονάκηδων, που ζει στην Κρήτη. Εκφράζω την εκτίμησή μου για όσα από τα μέλη της οικογένειας γνωρίζω.
«Θέλω να πάμε να βρούμε το προβατάκι» είπε η Μελίνα, η αδερφή μου, το άλλο πρωί, σε μένα και στα ξαδερφάκια μας, το Χρηστάκη και τη Λένια, το Μιχάλη και τον Κωστάκη.
«Πώς να το βρούμε;» προσπάθησα να τη μεταπείσω. Ήταν ακόμα μωρό κι εγώ είχα φτάσει κιόλας οχτώ χρονών. «Τώρα δεν είμαστε στο κέντρο, είμαστε στο σπίτι».
«Άλλωστε, αυτό ήταν μόνο ένα παραμύθι του θείου Άρη», βεβαίωσε ο Μιχάλης. «Δεν υπάρχουν φεγγαροπρόβατα, ούτε ροζ γάλα! Ούτε κορίτσια που τα λένε Μηλίτσες!».
«Υπάρχουν!» φώναξε η Μελίνα σφίγγοντας τις γροθιές της. «Υπάρχουν, υπάρχουν, υπάρχουν!».
Τα ματάκια της βούρκωσαν. Ο Χρηστάκης κι η Λένια με τον Κωστάκη πήγαν κοντά της και την πήραν στην αγκαλιά τους.
«Εμείς σε πιστεύουμε, Μελίνα», είπε η Λένια.
Και, γυρνώντας σ’ εμάς τους αντιρρησίες:
«Τι κι αν είμαστε στο κέντρο, τι στο χωριό; Τα ίδια δάση έχουμε γύρω γύρω».
«Και τα ίδια βουνά» συμπλήρωσε ο Κωστάκης, συνομήλικός μου κι ένα χρόνο μικρότερος απ’ τον αδερφό του το Μιχάλη.
«Και το ίδιο φεγγάρι!» ολοκλήρωσε ο Χρηστάκης δείχνοντας με το δαχτυλάκι του το χλομό φεγγάρι, που περπατούσε στον ουρανό περιμένοντας το φως του ήλιου, να λάμψει.
«Καλά· ας πάμε».
Πιαστήκαμε χέρι χέρι και βγήκαμε απ’ την αυλή της γιαγιάς μας. Δίπλα στο σπίτι, απ’ την πάνω μεριά, ήταν ένα χωράφι, που η μια του πλευρά ήτανε βράχος και στο βράχο αυτόν είχανε φυτρώσει φραγκοσυκιές και κληματαριές. Ή ίσως τις είχε φυτέψει ο παππούς, όταν ήταν νέος, ή κάποιος παλιός συγγενής, που δεν τον είχαμε καν ακουστά. Ή κάποιος βοσκός φεγγαροπρόβατων ή γητευτής νυχτερίδων ή συλλέκτης μαργαριτών, που από μαργαρίτες γίνονται μαργαριτάρια τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης, όταν σταυρώνεται ο Χριστός…
Τα καλοκαίρια, που ερχόμασταν στο χωριό, ποτέ δεν πηγαίναμε προς τα εκεί. Μα, τώρα που πήγαμε, είδαμε ανάμεσα σ’ αυτά τα παράξενα δέντρα ένα μονοπάτι, σχεδόν κρυμμένο από θάμνους.
«Λες να είναι εδώ πέρα;» ρώτησε με έξαψη η Μελίνα.
«Εγώ φοβάμαι» κλαψούρισε η Λένια.
Μα τώρα ήταν η σειρά των αγοριών να πρέπει να δείξουμε θάρρος και πίστη:
«Θα πάμε» είπε αποφασιστικά, σαν αρχηγός, ο Μιχάλης, αφού ήτανε ο μεγαλύτερος.
Και δε βρήκαμε το φεγγαροπροβατάκι με το ροζ μαλλί, αλλά βρήκαμε κάτι σα σπηλιά – ένα μικροσκοπικό κοίλωμα στο βράχο – και μέσα από κει, σκύβοντας, ανασύραμε κάτι τυλιγμένο σε μουσαμάδες, σαν θησαυρό.
Το βάλαμε στη μέση και γονατίσαμε γύρω του εκστασιασμένα.
«Βρήκαμε θησαυρό!»
«Ποιος θα τον ανοίξει;»
«Να τον πάμε στους μεγάλους; Στον παππού; Στη γιαγιά;».
«Δε χρειάζεται», είπε ο Μιχάλης. «Θα τον ανοίξουμε εδώ και τώρα».
Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να έχει αυτός την τιμή.
«Η Μελίνα να τον ανοίξει», είπε σε μια στιγμή μεγαλοψυχίας, «αυτή είχε την ιδέα να ψάξουμε προς τα εδώ».
Δε φέραμε αντίρρηση, αν και η Μελίνα ενδιαφερόταν για προβατάκι. Η αδερφή μου, δειλά, άπλωσε το χεράκι της κι άρχισε να ξετυλίγει το μουσαμά. Σχεδόν αμέσως την ακολουθήσαμε όλοι. Κι εκείνη χάρηκε, γιατί φοβόταν να το κάνει μόνη της.
Τι υπήρχε μέσα στους μουσαμάδες; Τι ήταν ο θησαυρός;
Μια εικόνα, παλιά και λίγο φθαρμένη, που έδειχνε την Παναγίτσα, με το ένα στήθος να θηλάζει το μικρό Χριστούλη!
Μπροστά σ’ αυτή την εικόνα, που την πήγαμε στον παππού και τη γιαγιά και τώρα αναπαύεται στο εικονοστάσι του σπιτιού μας, δώσαμε το λόγο μας να μην εγκαταλείψουμε ποτέ ο ένας τον άλλο, σε όλη μας τη ζωή, ό,τι κι αν γίνει.
Δε φανταζόμασταν πόσο σύντομα θα χρειαζόταν να δοκιμαστεί το θάρρος και η αγάπη μας για να κάνουμε πράξη αυτή την υπόσχεση.
Ο Χρηστάκης εξαφανίστηκε ένα απόγευμα όταν ήταν εφτά χρονών· εγώ κι ο Κωστάκης εννιά, ο Μιχάλης δέκα· τα κορίτσια έξι και εφτά – και οι φίλοι μας… εκεί γύρω.
Παίζανε στα αγγλικά· στο φροντιστήριο δηλαδή, όπου μαζί με τη Λένια και πολλά παιδάκια ακόμη παρακολουθούσε την pre-junior, την πιο μικρή τάξη. Βγήκε απ’ την αυλίτσα κι έστριψε στη γωνία, δέκα μέτρα πιο πέρα, να πάρει μια σοκολάτα ή κάτι τέτοιο από το περίπτερο. Και δεν ξαναγύρισε.
Αναστάτωση, αστυνομία· έρευνα, πανικός· ανακρίσεις.
Οι συμμαθητές του δεν είδαν τίποτα. Η Λένια δεν είδε τίποτα. Οι δασκάλες δεν είδαν τίποτα. Ο περιπτεράς δεν είδε τίποτα.
«Ο Χριστούλης δεν είδε τίποτα;» ρώτησε η Λένια σκουπίζοντας με τα χεράκια της τα δάκρυά της.
Κανείς δεν της απάντησε· ίσως κατά βάθος κανείς δεν πίστευε πως είχε απάντηση να της δώσει.
Εμάς στην αρχή μας κρατήσανε μακριά απ’ την υπόθεση. Παιδιά… Ποιος τους δίνει σημασία; Είναι σαν μπιμπελό· δεν έχουν γνώμη, δεν έχουν μνήμη, δεν έχουν συναισθήματα… Έτσι νομίζουν οι μεγάλοι – γι’ αυτό κι εγώ είχα αποφασίσει να μη μεγαλώσω. Το ’χα εκμυστηρευτεί στο θείο Άρη, που με μια δυνατή χειραψία (αμερικάνικη, με χτύπημα των χεριών) μου ’δωσε συγχαρητήρια και την ευθύνη να πραγματοποιήσω την υπόσχεσή μου.
Ο θείος Άρης ήταν στην Κρήτη, εμείς στην Αθήνα. Ίσως δε θα μπορούσε να μας βοηθήσει, αλλά εμείς μπορούσαμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο.
Μαζευτήκαμε στο δωμάτιό μου. Πήρα αγκαλιά τη Λένια και της είπα την πρώτη ιστορική φράση της ζωής μου:
«Λένια μου, ο Χριστούλης τα είδε όλα. Γι’ αυτό μας έστειλε την εικόνα το καλοκαίρι, για να υποσχεθούμε πως δε θα εγκαταλείψουμε ο ένας τον άλλο».
«Αλήθεια;» με κοίταξε γουρλώνοντάς τα μάτια το κοριτσάκι. «Μήπως με τιμωρήσει που άφησα το Χρηστάκη να πάει στο περίπτερο μοναχούλης του;».
«Όχι βέβαια, Λένια μας!» διαμαρτυρήθηκε ο Κωστάκης, εννιά χρονών σαν κι εμένα, λίγους μήνες μεγαλύτερός μου. Κατά βάθος κι εκείνος δεν ήξερε ποια ήταν η αλήθεια. Συνειδητοποιούσαμε όμως όλοι πως κάτι αόρατο σαν μαγική μαχαιριά είχε ανοιχτεί και πλήγωνε την καρδούλα της. Δεν ξέραμε ακόμη πώς λέγεται, αλλά το νιώθαμε.
«Δεν ήταν δική σου δουλειά να τον προστατεύεις» είπε ο Μιχάλης κι όλοι κουνήσαμε το κεφάλι – όλοι εκτός απ’ τη Μελίνα, την πιο μικρή, που άκουγε κι έβαζε μέσα της κάθε λεξούλα, μικρή ή μεγάλη. «Ήταν δουλειά της κυρίας. Αλλά…».
Σταμάτησε· μέσα του δεν ήθελε να κατηγορήσει και τη δασκάλα.
«Τέλος πάντων», είπε, «ο Χριστούλης μόνο μας βοηθάει. Τιμωρεί μόνο τους κακούς ανθρώπους· τους μεγάλους, όχι τα παιδάκια. Αυτοί που λένε πως τιμωρεί τα παιδάκια, λένε ψέματα για να είμαστε φρόνιμοι».
«Και τα κακά παιδάκια;» επέμεινε η Λένια.
«Δεν υπάρχουν κακά παιδάκια» απάντησε περισπούδαστα ο Κωστάκης. Δεν ξέραμε τότε – ίσως κανείς δεν το ήξερε, ούτε οι γονείς μας, που βέβαια δε μας άκουγαν – πόσο σοφή και σπουδαία κουβέντα είχε ξεστομίσει.
«Λοιπόν», συνέχισα παίρνοντας βαθιά ανάσα, «τώρα, αυτός που δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε είναι ο Χρηστάκης».
Κοιταχτήκαμε με σοβαρότητα.
«Κι όχι μόνο» συμπλήρωσε ο Μιχάλης. «Ψάχνοντας για το Χρηστάκη, ίσως χρειαστεί να μην εγκαταλείψουμε και κάποιον από μας».
«Θα τον βρούμε δηλαδή;» ρώτησε με ελπίδα η Μελίνα.
«Θα προσπαθήσουμε» είπε ο Κωστάκης. «Αλλά εσείς τα μικρά κοριτσάκια πρέπει να μείνετε ασφαλή».
«Μα κι εμείς θέλουμε να τον βρούμε!» διαμαρτυρήθηκε η Λένια.
Ίσως δεν έπρεπε να έχουμε κάνει αυτή τη συζήτηση μπροστά τους.
«Εξάλλου», συνέχισε η Λένια, «εσείς δεν ξέρετε από πού ν’ αρχίσετε. Εγώ ξέρω!».
«Σοβαρά; Από πού;».
«Από το Μελένιο Δράκο» απάντησε με στόμφο το κοριτσάκι.