Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Κεφάλαιο 11 (τελευταίο). "Πίσω ξανά"

 

Φωτογραφία από εδώ


Στον πανέμορφο υποθαλάσσιο κήπο, όπου είχε συντελεστεί η προδοσία, συγκεντρώθηκαν οι Θαλασσινοί άρχοντες και οι επισκέπτες τους. Μα σήμερα κανείς δεν είχε μάτια για τις ομορφιές. Στάθηκαν όλοι πάνω από τα χείλη της δίνης, που περιστρεφόταν γαλήνια σα φτιαγμένη από γκρίζο σύννεφο.

«Ξέρετε τι είναι αυτό» άρχισε η Αύρα κι η φωνή της γινόταν όλο και πιο δυνατή και σταθερή. Όλοι κούνησαν το κεφάλι τους.

«Μια χρονοδίνη» είπε σοκαρισμένη η Αλμύρα.

«Την άνοιξε η πονηρή αδελφή μας με το γαμπρό μας, μ’ ένα χρονοσπόρο που πήραν κρυφά μια νύχτα από τη Μαϊμού γριά Μάγισσα. Τη συνάντησαν στην ακρογιαλιά και της έδωσαν ποιος ξέρει τι ανεκτίμητους θησαυρούς του Βυθού. Μα ό,τι θησαυρούς κι αν της έδωσαν, για μας έχει μεγαλύτερη αξία το Βυθισμένο Κιούπι!».

Οι τέσσερις φίλοι άκουγαν με ιδιαίτερη προσοχή· ώστε γι’ αυτό η Μάγισσα παραπλάνησε το στρατηγό κι εκείνους είχε προσπαθήσει να τους ξεκάνει – δεν είχαν καμιά αμφιβολία πως οι Ύαινες ήταν τα τσιράκια της.

«Σ’ αυτή τη χρονοδίνη έριξαν τον πρίγκιπα Ύαλο, που ήρθε να με ζητήσει σε γάμο. Τον παρέσυραν εδώ, δήθεν για περίπατο, μαζί με τους εννιά πιστούς του συντρόφους. Τους έριξαν μέσα με τη βοήθεια του Καρχαρία και των Καβουριών. Σ’ αυτή τη δίνη πέταξαν και το Βυθισμένο Κιούπι. Και πιστεύω, αδελφή μου Φουρτούνα, πως εδώ μέσα βρίσκεται κι ο σύζυγός σου, ο Ζέφυρος».

«Πώς τα ξέρεις όλ’ αυτά;» ρώτησε η Πικρίσσα.

Η Αύρα χαμήλωσε το μελαγχολικό βλέμμα της.

«Τους άκουσα να τα λένε πριν τη συνάντησή μας στην Αίθουσα των Θρόνων με τον πρίγκιπα Ύαλο και τη συνοδεία του. Με κατάλαβαν και με απείλησαν πως, αν τους αποκαλύψω, λατρευτέ μου πατέρα, θα σε σκοτώσουν!».

Ο Πρωτέας χάιδεψε τη θυγατέρα του στα μακριά βιολετιά μαλλιά της.

«Όπως είδες», χαμογέλασε τρυφερά, «δεν είναι και τόσο εύκολο».

«Πού να το ξέρω; Αιώνες τώρα που ζούμε, ποτέ δε σε είδα να πολεμάς· δεν ήξερα τι δυνάμεις έχεις».

«Και ποιος ήταν ο σκοπός τους;» ρώτησε η Κοραλλένια.

«Η εξουσία» αποκρίθηκε η Αύρα. «Πόλεμος με τους Λαμπηδόνες και παράλληλα δεύτερο και μεγαλύτερο θανατικό από την εξάντληση του Αλατιού, θα κάνανε το Βασίλειό μας να καταρρεύσει! Σκόπευαν να εξοντώσουν ύπουλα τον πατέρα, να ξεφορτωθούν όσες αδελφές μας και όσους πρίγκιπες θα έμεναν ζωντανοί απ’ τις μάχες, κι έπειτα, με μια σειρά προσεχτικά σχεδιασμένους εμφύλιους πολέμους, να κατακτήσουν ένα ένα όλα τα Βασίλεια της Θάλασσας. Τότε θα ξανάφερναν στον Κόσμο μας το Βυθισμένο Κιούπι – γι’ αυτό και δεν έκλεισαν τη χρονοδίνη, αλλά τη φρουρούσαν – και η ζωή στις Θάλασσες και τους Ωκεανούς θα ξανάβρισκε σιγά σιγά την ισορροπία της…».

Η Αύρα ολοκλήρωσε τη διήγησή της, μα όλοι παρέμεναν σιωπηλοί. Δε φαντάζονταν τέτοια σκληρότητα, απληστία και δίψα για την εξουσία.

«Ξέρω πως δηλητηρίαζαν κρυφά με φαρμακερά φύκια το φαγητό μου» πρόσθεσε η Αύρα. «Νόμιζαν πως δεν το ’χα καταλάβει… Γι’ αυτό εξασθενούσα και χλόμιαζα μέρα με τη μέρα».

Όλες οι Θαλασσοκυράδες πλησίασαν και την έσφιξαν στην αγκαλιά τους. Οι τέσσερις φίλοι ένιωσαν συγκινημένοι. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν τις άγριες πρώτες αδελφές, τη Θάλασσα, την Αλμύρα, τη Φουρτούνα και την Πικρίσσα, να μαλακώνουν την έκφρασή τους και να συμπεριφέρονται με τρυφερότητα.

Ο πρίγκιπας Βορέας ξερόβηξε τραβώντας την προσοχή τους.

«Συγχωρέστε με» είπε, «μα νομίζω πως πρέπει να φέρουμε πίσω εκείνους και εκείνα που χάσαμε».

«Πώς όμως;» αναρωτήθηκε ο Εύδροσος. «Πού οδηγεί η χρονοδίνη και πώς θα γυρίσει πίσω όποιος πέσει μέσα;».

«Επιτρέπετε;» είπε ο Αλή σηκώνοντας το χέρι του.

«Και βέβαια, Ειλικρινή, Γιε του Αδάμ» είπε με σεβασμό ο Πρωτέας.

Το αγόρι έβαλε το χέρι στην τσέπη του και το έβγαλε με τη χούφτα γεμάτη μικρούς κόκκινους στρογγυλούς καρπούς.

«Οι καρποί της επιστροφής» είπε με θαυμασμό ο Πολεμιστής Ήλιος. «Από το θάμνο Πίσω ξανά… Τους έχω ακούσει σα θρύλο, μα δεν τους είχα δει ποτέ μέχρι τώρα».

«Είναι το δώρο του Ασλάν για την επιστροφή των αιχμαλώτων και την αποκατάσταση της ζωής στο Αλμυρό Νερό» είπε το Μικρό Άνθος και πρόσφερε γεμάτη τη δική της χούφτα. Το ίδιο έκαναν κι ο Οπάλιος με το Τζαμάλ.

Οι τολμηροί πρίγκιπες Ακύμαντος και Πορφύριος, σύζυγοι της Αλμύρας και της Πικρίσσας, πήραν μερικούς καρπούς. Έλαβαν μ’ ένα βλέμμα την έγκριση του Πρωτέα και βυθίστηκαν στη δίνη.

***

Το εσωτερικό της χρονοδίνης έμοιαζε να βγάζει σ’ έναν άλλο Κόσμο. Κολύμπησαν με βία, σαν ένα αόρατο πελώριο κύμα να τους ανάγκαζε να περιστρέφονται – κολύμπησαν και κολύμπησαν, τους φάνηκε πως πέρασαν ώρες κι άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα κάποια στιγμή ξέφεξε κάτι σαν πλάτωμα κι η περιδίνηση σταμάτησε.

Σ’ εκείνο το πλάτωμα, παγιδευμένοι ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του χρόνου, αμίλητοι και θλιμμένοι, βρίσκονταν οι εννιά εξαφανισμένοι Λαμπηδόνες κι ο πρίγκιπας Ζέφυρος. Δεν υπήρχε νερό εκεί, ούτε αλμυρό ούτε γλυκό, κι ο Ζέφυρος, παρά την ικανότητά του ν’ αναπνέει και στη Στεριά – όπως όλοι οι άρχοντες κι οι αρχόντισσες του Βασίλειου της Θάλασσας – είχε πια αρχίσει να υποφέρει από δύσπνοια.

Μόλις τους είδε χαμογέλασε ανακουφισμένος κι οι Λαμπηδόνες αναπήδησαν και ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς. Οι δυο πρίγκιπες αγκάλιασαν το συγγενή τους και χαιρέτισαν εγκάρδια τους Λαμπηδόνες.

Πρόσφεραν στον καθένα από ένα μαγικό καρπό, έφαγαν κι εκείνοι και με μιας βρέθηκαν πίσω, έξω απ’ τα χείλη της δίνης, στο Κοραλλένιο Παλάτι.

Οι Θαλασσοκυράδες έπλεξαν φυσαλίδες γύρω απ’ τους Λαμπηδόνες βοηθώντας τους ν’ αναπνέουν. Όμως αμέσως κατάλαβαν, και πιο πολύ η Βασίλισσα Ίριδα, που ένιωσε μια κρυάδα, πως κάτι δεν πήγαινε καλά· ο πρίγκιπας Ύαλος δεν ήταν μαζί τους.

«Πού είναι ο γιος μου;» ρώτησε η Βασίλισσα.

Οι εννιά στρατιώτες υποκλίθηκαν κι ο πιο θαρραλέος ανέλαβε να της εξηγήσει.

«Μεγαλειοτάτη», είπε λυπημένα, «ο πρίγκιπάς μας φαίνεται πως παγιδεύτηκε στην άλλη έξοδο της δίνης. Παρά τις προσπάθειές μας, δεν μπορέσαμε να ξαναβγούμε, για να τον αναζητήσουμε. Τώρα όμως νομίζω πως μπορούμε να πάμε!».

«Και πού είναι η άλλη έξοδος;» ρώτησε η Βασίλισσα.

«Σ’ έναν Κόσμο που ίσως να είναι ο Κόσμος των Γιων του Αδάμ και των Θυγατέρων της Εύας». Κοίταξε τα τρία ξαδερφάκια που στέκονταν δίπλα τους κι άκουγαν με προσοχή. «Βρεθήκαμε εκεί αναπάντεχα, σε μιαν απέραντη έρημο, μέσα σε μια Μάχη ανάμεσα στους Ναρνιανούς, τους Γιους του Αδάμ και ορδές ολόκληρες από βδελυρά πλάσματα του Υποχθόνιου Κόσμου».

«Η Μάχη με το Στρατό του Σκοταδιού» ψιθύρισαν έκπληκτα τα παιδιά.

«Η Μάχη με τους Ανθρώπους!» είπαν οι κάτοικοι του μαγικού Κόσμου.

Μόνο ο Οπάλιος κοίταζε και δε μιλούσε. Η λαμπερή καρδιά του αναβόσβηνε με ρυθμό πολυβόλου και τα μάτια του είχαν αρχίσει να βουρκώνουν. Ήταν δυνατόν να συνέβαινε αυτό που υποπτευόταν;

«Αυτή η Μάχη έγινε πριν δέκα χρόνια» είπε ο Πολεμιστής Ήλιος.

«Ξέραμε γι’ αυτή τη Μάχη» πήρε το λόγο ένας δεύτερος Λαμπηδόνας. «Ναι, εκεί βρεθήκαμε. Εμφανίστηκε ο Ασλάν με τη Βασίλισσα Σούζαν της Νάρνια και σταμάτησαν τον πόλεμο. Εκεί σκοτώθηκαν οι αντίπαλοι Βασιλιάδες κι έγινες Βασιλιάς εσύ, γενναίε Πολεμιστή Ήλιε, που είναι τιμή μας να σε συναντούμε».

Η Βασίλισσα Ίριδα περίμενε ψύχραιμα και υπομονετικά να μάθει πού ήταν το παιδί της.

«Όταν τέλειωσε η Μάχη, όλοι τράπηκαν σε φυγή» συνέχισε ένας τρίτος πολεμιστής. «Μπήκαν στις πύλες μεταξύ των Κόσμων και γύρισαν στη Νάρνια. Τρέξαμε κι εμείς μαζί τους, αλλά μας άρπαξε η δίνη και παγιδευτήκαμε μέσα μέχρι τη σωτήρια επέμβασή σας, άρχοντές μου».

«Ο πρίγκιπάς μας μάλλον πληγώθηκε και δεν μπόρεσε να επιστρέψει» είπε ο πρώτος Λαμπηδόνας που είχε μιλήσει. «Διαπιστώσαμε την απουσία του όταν είχαμε ήδη φυλακιστεί στη δίνη».

Ο Οπάλιος σήκωσε το χέρι του. Η Βασίλισσα της Λαμπαδίας του έκανε νόημα να μιλήσει. Είχε ήδη κι εκείνη καταλάβει την αλήθεια.

«Ο μπαμπάς μου είχε λάβει μέρος σ’ αυτή τη Μάχη» ψιθύρισε το παιδί με σπασμένη φωνή. «Πριν δέκα χρόνια».

Η Βασίλισσα τον πήρε δακρυσμένη στην αγκαλιά της.

«Ο πατέρας μου πέθανε όμως» συνέχισε το αγόρι. Και ξαφνικά τα όμορφα μάτια του άστραψαν κι η καρδιά του έλαμψε απότομα σα μικροσκοπικός ήλιος. «Όχι, δεν πέθανε» είπε. «Κάποιοι από τη γενιά του ξεπρόβαλαν ξαφνικά και τον πήραν. Έτσι μου είπε η μητέρα μου».

Κοίταξε ικετευτικά τη Βασίλισσα και τους Λαμπηδόνες πολεμιστές.

«Σας παρακαλώ, ίσως προλαβαίνετε» είπε.

Οι Λαμπηδόνες πήραν μαζί τους μαγικούς καρπούς και πήδησαν στη δίνη. Κολύμπησαν με μακροβούτια βάζοντας όλη τη δύναμή τους, στροβιλιζόμενοι ανάμεσα στα γκρίζα τοιχώματα. Και ξαφνικά βγήκαν στη Σπηλιά της Μάχης.

Ο πρίγκιπας, ξαπλωμένος και εξαντλημένος, κρατούσε σφιχτά το χέρι της αγαπημένης του, που τον είχε περιθάλψει αρκετές μέρες. Οι πληγές του δε μπορούσαν να κλείσουν. Τα βλέφαρά του έγερναν. Η κοπέλα θρηνούσε απαρηγόρητη.

Της έπιασαν απαλά το χέρι και το απομάκρυναν απ’ το δικό του. Τη στιγμή που ο πρίγκιπας λιποθυμούσε, τον σήκωσαν στα χέρια τους και χάθηκαν στο στενό άνοιγμα, ανάμεσα σε περίτεχνες κολώνες από σταλακτίτες, απ’ όπου πέρασαν αρχικά και οι τέσσερις φίλοι στη Νάρνια. Εκείνοι όμως έφαγαν τους καρπούς της επιστροφής κι αντί για τη Νάρνια ξαναβγήκαν στο Κοραλλένιο Παλάτι.

«Γρήγορα, στους γιατρούς» πρόσταξε ο Πρωτέας.

Ο Ζέφυρος παρέλαβε τον τραυματία και κολύμπησε γοργά προς την πόρτα. Εκεί τον παρέδωσε στους Τρίτωνες, που έπλεξαν γύρω του μια φυσαλίδα κι αναχώρησαν για να τον οδηγήσουν στα ιατρεία.

Ο Οπάλιος έκλαιγε από συγκίνηση.

«Θα ζήσει» του είπε με βεβαιότητα ο Πρωτέας. «Ο πατέρας σου θα είναι κοντά σου. Κι εσύ είσαι ένας πρίγκιπας της Λαμπαδίας!».

«Και πού είναι το Βυθισμένο Κιούπι;» ρώτησε η Κοραλλένια.

«Δεν το είδαμε πουθενά» είπαν οι Λαμπηδόνες. «Μπορεί να είναι οπουδήποτε».

«Όχι» είπε ο Ζέφυρος επιστρέφοντας. «Είναι εκεί όπου βγήκατε κι εσείς. Η δίνη δεν έχει άλλη έξοδο».

Η Αύρα πλησίασε τα τρία ξαδέρφια.

«Εσείς θα το φέρετε» του είπε. «Πρώτα όμως έχουμε να κάνουμε κάτι ακόμη… Οπάλιε, καλέ μου πρίγκιπα, ο πατέρας σου είχε έρθει να ζητήσει το χέρι μου. Βλέπω όμως τώρα πως μια άλλη άξια γυναίκα κέρδισε τη φωτεινή καρδιά του».

«Η μητέρα μου πέθανε, αρχόντισσά μου» απάντησε μέσα στο κλάμα του το αγόρι.

«Ίσως την προλάβουμε, αν έχω καταλάβει πώς χρησιμοποιούσαν τη δίνη τα ύπουλα αδέρφια μου».

Του άπλωσε το χέρι κι εκείνος κατάλαβε και της έδωσε έναν κόκκινο καρπό. Εκείνη τον πήρε, σφίγγοντας για ένα δευτερόλεπτο με αγάπη το τρεμάμενο από την αγωνία χέρι του.

«Μισό λεπτό» έκανε ο πρίγκιπας Πορφύριος. «Πώς ξέρουμε ότι θα βγει στο σωστό τόπο και χρόνο;».

«Ας το αφήσουμε στη φροντίδα του Ασλάν» απάντησε ο Πρωτέας.

«Όπως φρόντισε να βγούμε στο σωστό τόπο και χρόνο, όταν περάσαμε από τη σχισμή της σπηλιάς!» συμπλήρωσε η Τορπεκάι.

Η Θαλασσοκυρά έσφιξε στην παλάμη της τον καρπό της επιστροφής και βούτηξε στη δίνη. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ξαναβγήκε, κρατώντας στην αγκαλιά της, λιπόθυμη, τη μητέρα του Οπάλιου, που έκαιγε από πυρετό.

«Μαμά» ψέλλισε το αγόρι συγκινημένο κι έπεσε στα γόνατα.

Η Αύρα την έδωσε στο Βορέα κι εκείνος τη μετέφερε στα ιατρεία, πλέκοντας μια φυσαλίδα γύρω της.

Ο Οπάλιος πήρε το λευκό χέρι της Αύρας και το φίλησε. Εκείνη το τράβηξε και, αντί γι’ αυτό, τον έσφιξε στην αγκαλιά της με τρυφερότητα.

Τώρα ήξερε ο μικρός βασανισμένος πρίγκιπας και η καρδιά του άστραφτε και πήγαινε να σπάσει από την πρωτόγνωρη χαρά και τη συγκίνηση που την κατάκλυζε: η νεράιδα που πήρε τη μαμά του δεν ήταν νεράιδα· και δεν την οδήγησε στον Κάτω Κόσμο, μα στο Βασίλειο της Θάλασσας, στη θεραπεία της, στον αγαπημένο της και στο παιδί της!

«Και τώρα η σειρά σας» είπε η Αύρα στα τρία ξαδέρφια. Εκείνα την κοίταξαν ενθουσιασμένα. «Το Βυθισμένο Κιούπι δε βρέθηκε μέχρι τώρα. Αυτό, ένα μόνο πράγμα μπορεί να σημαίνει: είναι ακόμα στο δικό σας το χρόνο, κάπου πεταμένο στο πεδίο της Μάχης».

«Τώρα μάλιστα!» μουρμούρισε ο Αλή. «Άντε βρες το».

«Θα το βρούμε» είπε ο Τζαμάλ. Αγκάλιασε τους φίλους του. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάμε σπίτι!».

***

Τα τρία ξαδέρφια – ο Μαχητής, ο Ειλικρινής και το Μικρό Άνθος – χαιρέτισαν ένα προς ένα τις Βασίλισσες και τους Βασιλιάδες, τις πριγκίπισσες και τους πρίγκιπες του μαγικού Κόσμου, όπου είχαν ζήσει την πιο ανέλπιστη περιπέτεια. Δε θα τους ξεχνούσαν, όπως και η Νάρνια, η Λαμπαδία και το Βασίλειο του Αλμυρού Νερού δε θα ξεχνούσαν τα τρία Παιδιά του Αδάμ και της Εύας, που είχαν βοηθήσει με το πείσμα και την εντιμότητά τους να κρατηθεί η ειρήνη και η ισορροπία σε Στεριά και Θάλασσα.

Έφαγαν από ένα μαγικό καρπό και βούτηξαν στη δίνη. Με μιας οι καρποί του νόστου τους έφεραν στη Σπηλιά της Μάχης. Κοντά τους είχε ταξιδέψει και ο Ακύμαντος, που, μόλις πάτησε στη στεριά, η ψαρίσια ουρά του μετατράπηκε σ’ ένα ζευγάρι πόδια.

Τη στιγμή εκείνη ο στρατιώτης Μπόρις σήκωνε από μια σχισμή του βράχου, κοντά στην είσοδο της Σπηλιάς, ένα πολύ μικρό κιούπι εκπληκτικά στολισμένο με ζωγραφιές από τον Κόσμο της Θάλασσας. Το είδε να προεξέχει μέσα σ’ ένα σωρό από αλάτι, που το κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο. Καθώς το σήκωσε, το Κιούπι άρχισε να χύνει χοντροκομμένο αλάτι. Έβγαζε, έβγαζε και κάλυψε τις αρβύλες του στρατιώτη σα να ’ταν χιόνι! Οι συνάδελφοί του ξέσπασαν σε γέλια.

Ο νεαρός φαντάρος γύρισε το κιούπι στρέφοντας το άνοιγμα προς τα πάνω. Το αλάτι σταμάτησε να πέφτει. Κοίταξε μέσα· ήταν γεμάτο αλάτι. Πώς όμως μπορούσε να ρίχνει τόσες ποσότητες κι επιπλέον να παραμένει γεμάτο ώς τα χείλη;

Και τότε τρία παιδιά – δυο αγόρια κι ένα κορίτσι – κι ένας θεόρατος πολεμιστής με αρχαία φορεσιά φάνηκαν να ξεπροβάλλουν ανάμεσα σε δυο στενές κολώνες από σταλακτίτες. Οι στρατιώτες άρπαξαν τα όπλα. Μα ο άντρας μίλησε ευγενικά απλώνοντας το χέρι.

«Αυτό είναι δικό μου, καλέ μου στρατιώτη» είπε κι έπιασε το αγγείο με τα μακριά του δάχτυλα.

Ο Μπόρις, ασυναίσθητα, του άφησε το κιούπι. Ο πολεμιστής έβαλε στο στόμα του έναν μικρό κόκκινο καρπό κι έγινε άφαντος από τα μάτια τους, σα να τον ρούφηξε μια δύναμη πίσω από το στενό άνοιγμα με τους σταλακτίτες.

«Τελικά, χωράει και μεγάλος» μονολόγησε ο Τζαμάλ, μα κανένας δεν το πρόσεξε.

Οι Αμερικανοί στρατιώτες είχαν μείνει άφωνοι. Τα τρία παιδιά στέκονταν μπροστά τους φορώντας φινετσάτα μεταξωτά ρούχα, κρατώντας μικρές ασπίδες και ζωσμένα καλοδουλεμένα ξίφη στο μέγεθός τους.

Ο Μπόρις ύψωσε το χέρι κι οι συνάδελφοί του χαμήλωσαν τα όπλα τους. Ο νεαρός φαντάρος έσκυψε και πλησίασε το πρόσωπό του με τα γαλανά μάτια στα τρία ξαδέρφια, που περίμεναν ζαρωμένα τις εξελίξεις. Δεν περίμεναν να βρεθούν ολομόναχα μπροστά στους Απίστους – δε φαινόταν να είχε περάσει ούτε ένα λεπτό από τη στιγμή που τρύπωσαν στην πύλη για να τους ξεφύγουν και βρέθηκαν στη Νάρνια… Και τα μικρά τους όπλα, αρχαίας τεχνολογίας, δύσκολα θα μπορούσαν ν’ ανταγωνιστούν τα πυροβόλα!

Μα ο ξανθός στρατιώτης μίλησε ήρεμα, με τα λίγα αραβικά που είχε μάθει τόσον καιρό που είχε μείνει στο Αφγανιστάν, στην ανάπαυλα του πολέμου, που τον απεχθανόταν:

«Μη φοβάστε, παιδιά. Δε θα σας κάνει κανείς κακό. Από πού ήρθατε;».

«Δε θα μας πιστέψεις» είπε σκληρά ο Τζαμάλ με μάτια που πέταξαν αστραπές, ενώ τα δάχτυλά του έπιασαν τη λαβή του σπαθιού του, που κρεμόταν στο πλευρό του.

«Αν ήρθατε από τη Νάρνια, θα σας πιστέψω» είπε ο στρατιώτης.

«Ξέρεις τη Νάρνια;» ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια του ο Αλή.

Το παλικάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Στα μάτια του φάνηκε συγκίνηση.

«Έχεις πάει κι εσύ;» ρώτησε η Τορπεκάι.

«Όχι, αλλά γνώρισα τον Ασλάν μέσα σ’ ένα ουρανοξύστη στο Σαν Φρανσίσκο. Και θα ’θελα πολύ ν’ ακούσω τι έζησαν εκεί τρία ηρωικά παιδιά, γιατί μάλλον πως είναι το πιο παραμυθένιο μέρος που υπάρχει!...».

«Δε λες τίποτα!» σφύριξε ο Τζαμάλ και τα μάτια του τώρα έλαμψαν. Χαμογέλασε ενθουσιασμένος, άνοιξε τα μικρά του μπράτσα και οι δυο καλύτεροί του φίλοι, τα πρωτοξαδέρφια του, έπεσαν στην αγκαλιά του.

***

Εκείνη τη μέρα τα τρία παιδιά από ένα φτωχό χωριό, χαμένο στην έρημο και στη φρίκη του πολέμου, έγιναν φίλοι με μια παρέα στρατιώτες, που η πολιτική και η μοχθηρία των μεγάλων τους είχε παγιδεύσει και τους είχε φέρει τόσο μακριά από την πατρίδα τους, να πολεμήσουν και να κατακτήσουν έναν ξένο λαό, με τον οποίο δεν τους χώριζε τίποτα.

Είδαν τώρα τους Άπιστους από τη Δύση σαν ανθρώπους, όχι σαν θηρία. Ανάμεσά τους σίγουρα υπήρχαν και θηρία – όπως κι ανάμεσα στους δικούς τους πολεμιστές – μα τούτοι εδώ οι φαντάροι ήταν άνθρωποι με καλοσύνη και μισούσαν τον πόλεμο και δεν έβλεπαν την ώρα να γυρίσουν στο σπίτι τους, όπως κι εκείνα γύρισαν στο δικό τους.

Τα παιδιά διηγήθηκαν την περιπέτειά τους κι ο Μπόρις τους διηγήθηκε τη δική του. Κι οι συνάδελφοί του τον άκουγαν αποσβολωμένοι, γιατί δεν περίμεναν πως αυτός ο μαλθακός Ρωσοαμερικάνος, που μεγάλωσε στο Σαν Φρανσίσκο, είχε γευτεί μια σταγόνα από την παραμυθένια αλήθεια που κρύβεται στις εσοχές του Κόσμου, ανάμεσα στους Κόσμους. Μετά απ’ αυτό, δε θα τον έβλεπαν ποτέ πια όπως τον έβλεπαν μέχρι τότε.

Καθώς χώριζαν και τα τρία παιδιά ξεκινούσαν για το χωριό τους, για τους γονείς τους, που θα τα ’χαν τώρα αναζητήσει και που δε θα πίστευαν με τίποτα την ιστορία τους (είχαν βέβαια τα ρούχα, τα σπαθιά και τις ασπίδες για να τους δείξουν, που θα τα φύλαγαν ως πολύτιμο θησαυρό για τα δικά τους παιδιά και τα εγγόνια τους), για τη γιαγιά τους, που κάποτε είχε παρακαλέσει το Θεό της να προστατέψει τους πέντε γιους της στη Μάχη με το Στρατό του Σκοταδιού (και οι τρεις απ’ αυτούς τους πέντε ήταν τώρα οι πατεράδες των τριών φίλων μας), ο Μπόρις ξεκρέμασε από το λαιμό του ένα φυλαχτό με ασημένια αλυσίδα και τους το χάρισε.

«Δυστυχώς έχω ένα μόνο» τους είπε και το πέρασε στο λαιμό της Τορπεκάι. «Ελπίζω να μη σε πειράζει και να μην πειράξει και τους δικούς σου. Είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω αυτή τη στιγμή κοντά μου: δυο μεγάλοι ήρωες της παράδοσής μου, που θυσιάστηκαν γι’ αυτά που αγαπούσαν – λέγονται άη Γιώργης και άη Δημήτρης. Ας μείνει σαν ενθύμιο της γνωριμίας μας και σημάδι της φιλίας σας, όταν μεγαλώσετε».

Η Τορπεκάι άνοιξε το καπάκι του κομψού φυλαχτού και τα τρία παιδιά άφησαν ένα μικρό επιφώνημα σαστισμένα. Μέσα βρίσκονταν δυο μικρές λεπτεπίλεπτες εικονίτσες, που έδειχναν δυο νεαρούς καβαλάρηδες, ντυμένους με πανοπλίες και οπλισμένους με ασπίδες και δόρατα. Ήταν πανέμορφοι, χωρίς γένια, το πρόσωπό τους έλαμπε και τα μαλλιά τους έμοιαζαν στεφανωμένα από κατάλευκο φως. Ο ένας ίππευε λευκό άλογο και ο άλλος κοκκινωπό. Και πίσω τους υψωνόταν ένα βουνό, που τους θύμιζε το Γαλάζιο Βουνό της Νάρνια, εκεί που, με τη βοήθεια δυο καβαλάρηδων, είχαν κάνει την κυριότερη, μέχρι τότε, επιλογή της ζωής τους.

 

ΤΕΛΟΣ

 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...