Ένα μεγαλόσωμο Ζώο βημάτισε απαλά στην Αίθουσα των Θρόνων του Κοραλλένιου Παλατιού· ο Μεγάλος Πρωτέας ο Θαλασσοκράτορας ανασήκωσε το σκεφτικό λευκοφόρο κεφάλι του. Τα μάτια του έλαμψαν από χαρά και τα χείλη του χαμογέλασαν για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό.
«Ασλάν, Φίλε μου».
Κολύμπησε με την ψαρίσια ουρά του, έφτασε κοντά του και του χάιδεψε την παχιά χαίτη.
«Αιώνες έχω να σε δω. Ήρθες να βοηθήσεις;».
«Έστειλα μερικά αθώα και αγνά πλάσματα να βοηθήσουν» απάντησε το Λιοντάρι. «Και συγχρόνως να βοηθηθούν και τα ίδια, νικώντας τις αδυναμίες τους, αν το θέλουν, κι ανακαλύπτοντας τις αρετές τους».
«Όπως πάντα» σχολίασε ο Βασιλιάς της Θάλασσας. Το Λιοντάρι έγνεψε καταφατικά.
«Πού είναι ο πρίγκιπας Ζέφυρος;» ρώτησε.
«Χάθηκε κι αυτός εδώ και δυο μέρες. Οι γαμπροί και οι κόρες μου εξοπλίζονται για πόλεμο – πιστεύουν πως ο μικρός Λαμπηδόνας που είχε έρθει τον έβλαψε».
«Ο πρίγκιπας Ζέφυρος δεν είπε πως θα ερευνήσει τον τόπο όπου δέχτηκαν επίθεση οι επισκέπτες σου;» ρώτησε ο Ασλάν.
«Ακριβώς. Το έκανε μαζί με τον Ούριο. Εκείνος μου είπε πως δε βρήκαν τίποτα».
«Άρα ο Ζέφυρος χάθηκε μετά την αναχώρηση των παιδιών. Κι έπειτα, γιατί να τον βλάψουν; Εκείνοι πρότειναν αυτή την έρευνα. Ο Ζέφυρος θα έκανε ακριβώς αυτό που πρότειναν οι τέσσερις φίλοι».
Ο Πρωτέας στάθηκε απέναντί του.
«Γιατί δε μου λες την απάντηση;» παραπονέθηκε.
«Δεν είναι παιχνίδι» τον βεβαίωσε το Λιοντάρι. «Ή, αν είναι, είναι το παιχνίδι της ελευθερίας». Ο Πρωτέας ένευσε. «Σε λίγο θα ξανάρθουν» είπε ο Ασλάν. «Θα έχουν και παρέα. Βοήθησέ τους. Εκείνοι θα δώσουν τη λύση. Αλλά πρέπει να τη δεχτείτε, αλλιώς θα χυθεί άδικα πολύ αίμα».
***
Δέκα Κρυστάλλινες Πεταλούδες αναχώρησαν από το Συννεφένιο Παλάτι και πέταξαν πέρα από τα Γαλάζια Βουνά, μακριά από το ουράνιο τόξο, που πάνω του βρίσκεται χτισμένο το πιο εντυπωσιακό Βασίλειο του Κόσμου, η Λαμπαδία.
Πέρασαν και πάλι βουνά, ποτάμια, λίμνες και κάμπους, προς την αντίθετη κατεύθυνση από την πρώτη φορά. Μπροστά τους ξεπρόβαλαν τα υπέροχα τοπία της Νάρνια, οι φρεσκοοργωμένοι κάμποι, οι καταπράσινοι λόφοι και τα πυκνά δάση. Είδαν χωριά διαφόρων Ειδών σφηνωμένα εδώ κι εκεί, Σάτυρους, Φαύνους, Νάνους, Κένταυρους, Νύμφες και νοήμονα Ζώα, σπίτια πάνω σε Δέντρα ή σκαμμένα μέσα σε λόφους, φωλιές, αποικίες και μικρές κοινωνίες, ένα κανονικό παράδεισο που έσφυζε από ζωή γεμάτη ποικιλία.
Από μακριά ανάτειλε το Κάιρ Πάραβελ. Οι τέσσερις φίλοι δεν ήξεραν την ιστορία του, πως το χτίσιμό του χάνεται στην αχλή του μύθου και πως εκεί στέφθηκαν και κατοίκησαν οι Τέσσερις Υψηλοί Βασιλιάδες – τέσσερις, σαν κι εκείνους – που πολέμησαν τη Λευκή Μάγισσα, ελευθέρωσαν τη Νάρνια κι έλαβαν το στέμμα περίπου στην ίδια ηλικία μ’ εκείνους. Δεν τα γνώριζαν οι τέσσερις φίλοι, όμως έμειναν άναυδοι από τη μεγαλοπρέπειά του, προπάντων όταν πέρασαν τις πανέμορφες θεόρατες πύλες του. Δεν ήταν τόσο εξωπραγματικό, όσο το Κοραλλένιο και το Συννεφένιο Παλάτι, όμως όλα τα παλάτια των παραμυθιών, αν συνδύαζαν την ομορφιά τους, δεν πλησίαζαν το μεγαλείο, την πολυτέλεια και την καλαισθησία του. Σίγουρα κανένα γήινο παλάτι δε συγκρινόταν μαζί του.
Στη Βασιλική Αίθουσά του στέκουν οι Τέσσερις Αρχαίοι Θρόνοι, οι Θρόνοι των Υψηλών Βασιλιάδων. Η ανόητη χλιδή που κυριαρχούσε όσο βασίλευε ο Μονόκερως Βασιλιάς Χρύσιππος είχε αφαιρεθεί προσεχτικά κι ο διάκοσμος τώρα ήταν λιτός και σεμνός, αν και το Παλάτι παρέμενε από τη φύση του ασύγκριτα πολυτελές. Ο Κένταυρος Πολεμιστής Ήλιος έλαβε το στέμμα και κατοίκησε σ’ αυτό μετά από αίτηση όλων των Ειδών της Νάρνια, αφού ο Βασιλιάς Χρύσιππος είχε δολοφονηθεί από τον αντίπαλό του, το Μινώταυρο Βασιλιά Ροκ, κι εκείνος με τη σειρά του σκοτώθηκε από το βέλος της Υψηλής Βασίλισσας Σούζαν, όταν προσπάθησε να εμποδίσει την ειρήνευση με τους Ανθρώπους.
Στους δύο από τους Τέσσερις Θρόνους κάθονται ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα Φλογέα, ενώ στον τρίτο η πριγκίπισσα Κρυσταλίνα. Όταν κάποτε παντρευτεί η Κρυσταλίνα, στον τέταρτο Θρόνο θα καθίσει ο σύζυγός της, μέχρι να γίνουν εκείνοι βασιλικό ζεύγος και να καθίσουν στους δυο πρώτους Θρόνους.
Μπροστά σ’ αυτούς τους Θρόνους παρουσιάστηκε η πρεσβεία από τη Λαμπαδία: η Βασίλισσα Ίριδα, με το αχειροποίητο στέμμα της από ουράνιο τόξο, ο στρατηγός Ουράνιος, τέσσερις ανώτεροι αξιωματικοί Λαμπηδόνες, ο Οπάλιος και τα τρία Παιδιά του Αδάμ και της Εύας.
Ο Πολεμιστής Ήλιος τους έδειξε όμορφους μικρούς θρόνους, προς τιμήν των επισκεπτών, όπου κάθονταν όποιοι ζητούσαν ακρόαση. Κάθισαν εκεί και η Βασίλισσα της Λαμπαδίας πήρε το λόγο:
«Μεγαλειότατοι, ο Λαός μου σας ευγνωμονεί για την προσπάθειά σας να διαφυλαχθεί η ειρήνη. Και βρισκόμαστε εδώ για να ζητήσουμε δεύτερη φορά τη βοήθειά σας, μετά από προτροπή του Ασλάν, του Φίλου και Οδηγού όλων μας».
Το βασιλικό ζεύγος άκουσε με προσοχή όλη την ιστορία.
«Φυσικά και θα έρθω» είπε ο Βασιλιάς. Οι περιπέτειες της κόρης του, δέκα χρόνια πριν, και η επαφή του με τις αδυναμίες, τις ευαισθησίες και τα όποια προβλήματα του Λαού του είχαν μαλακώσει την τραχύτητά του. «Όμως ελπίζω να μου επιτρέψετε να μην έρθω μόνος».
«Μπορείτε να πάρετε όποιους θέλετε μαζί σας» είπε η Ίριδα.
«Ελπίζω μόνο να μη θεωρηθεί απειλή» παρατήρησε ο Ουράνιος.
«Δε νομίζω να συμβεί κάτι τέτοιο» είπε ο Βασιλιάς και στράφηκε στην πριγκίπισσα. «Αγαπημένη μου κόρη, θα μου κάνεις τη χάρη να έρθεις μαζί μου;».
Η Κρυσταλίνα κοκκίνισε.
«Και βέβαια, πατέρα» απάντησε. «Θα ήταν χαρά και τιμή μου να βοηθήσω».
***
Ο Πολεμιστής Ήλιος φύσηξε το βούκινό του στ’ ακροθαλάσσι και σε λίγο φάνηκε μια μεγάλη φρουρά από Τρίτωνες, που είχαν ήδη σταλεί από τον Πρωτέα και περίμεναν.
Χαιρετήθηκαν με σεβασμό. Οι Τρίτωνες κατασκεύασαν φυσαλίδες και τα πλάσματα της στεριάς τους ακολούθησαν στα βαθιά. Ήταν εφτά: η Βασίλισσα Ίριδα, ο Πολεμιστής Ήλιος κι η Κρυσταλλίνα και οι τέσσερις φίλοι.
Η Βασίλισσα της Λαμπαδίας φορούσε το αχειροποίητο στέμμα της, μα αρνήθηκε να συνοδευτεί από πολεμιστές Λαμπηδόνες ή να φορέσει τα όπλα της. Αντίθετα, ο Πολεμιστής Ήλιος και η Κρυσταλίνα φορούσαν το στέμμα και την πανοπλία τους και οι τέσσερις φίλοι τις μικρές ασπίδες και τα σπαθιά τους.
Στο Κοραλλένιο Παλάτι τους υποδέχτηκαν με επιφυλάξεις. Ο θρόνος του πρίγκιπα Ζέφυρου, άδειος και σκεπασμένος μ’ ένα μωβ ύφασμα, έμοιαζε να καταγγέλλει την παρουσία τους και να ζητάει δικαιοσύνη ή εκδίκηση. Μόνο η Αύρα ήταν απαθής. Μα ο Βασιλιάς Πρωτέας συγκρατούσε τη μανιασμένη οργή των παιδιών του.
«Σεβαστέ μου Πολεμιστή Ήλιε», είπε ο Πρωτέας, «σοφέ και γενναίε Βασιλιά της Νάρνια, σε καλωσορίζω στο Βασίλειό μας μαζί με τους συνοδούς σου. Βασίλισσα Ίριδα, ξέρεις πως είναι δύσκολος καιρός για να περνάς το κατώφλι του Κοραλλένιου Παλατιού».
«Ακριβώς γι’ αυτό έκρινα πως πρέπει οπωσδήποτε να το περάσω, Μεγαλειότατε», είπε ευγενικά η Βασίλισσα της Λαμπαδίας, «για να δείτε πως δεν κρύβω τίποτα και πως επιθυμώ, μαζί με το Λαό μου, τη δικαιοσύνη και την ειρήνη».
Οι Θαλασσοκυράδες κι οι σύζυγοί τους πήγαν ν’ αρχίσουν διαμαρτυρίες, μα μια κίνηση του Πρωτέα επανέφερε την τάξη.
«Θα κάνω ό,τι μου πεις, Πολεμιστή Ήλιε» είπε στον Κένταυρο. «Πώς προτείνεις να βρεθεί η αλήθεια;».
«Πρέπει να ξέρετε», πήρε το λόγο η Θάλασσα, «πως δεν έχουμε χρόνο για θεωρίες. Το Αλάτι λιγοστεύει και το Βυθισμένο Κιούπι πρέπει να βρεθεί σύντομα».
«Αυτά τα τέσσερα έντιμα παιδιά, Μεγαλειότατε», είπε ο Πολεμιστής Ήλιος, «θα μας βοηθήσουν όλους να μάθουμε την αλήθεια και να φέρουμε πίσω ό,τι και όποιον έχουμε χάσει».
«Σας ακούμε λοιπόν, μικροί πρεσβευτές».
Οι τέσσερις φίλοι κοιτάχτηκαν με δισταγμό. Δεν έτρεμαν πια από φόβο, όπως την πρώτη φορά που οδηγήθηκαν σ’ αυτή την Αίθουσα, μα και πάλι δεν ήξεραν πώς να μιλήσουν.
«Λοιπόν;» ρώτησε αδημονώντας η Αλμύρα.
Ο Οπάλιος πρόσεξε πως η Αύρα είχε χαμηλώσει τα θλιμμένα μάτια της.
«Πριγκίπισσα Αύρα» – πήρε το λόγο – «μήπως ξέρεις κάτι γι’ αυτό που μας βασανίζει;».
«Πώς τολμάς;» ούρλιαξε ο Ούριος. Η ευγένεια και η γλυκύτητα, που ήξεραν οι τέσσερις φίλοι, είχαν εξαφανιστεί από το πρόσωπό του.
Η Αύρα σήκωσε το βλέμμα της. Έπρεπε ν’ αποφασίσει. Έβλεπε μπροστά της τη μόνη ελπίδα, όχι μόνο να λάμψει η αλήθεια, μα και να επιβιώσουν.
«Όλα τα ξέρω» απάντησε, κι η φωνή της, απαλή σαν το όνομά της, ακούστηκε για πρώτη φορά.
Οι πρεσβευτές πρόσεξαν τον Ούριο και τη Νηνεμία πώς ταράχτηκαν. Η Αύρα άπλωσε το λεπτό της χέρι κι έδειξε το πριγκιπικό ζευγάρι.
«Αυτοί είναι οι ένοχοι» είπε αποφασιστικά. «Πιάστε τους και ερευνήστε τον κρυμμένο κήπο, εκεί που κινδύνευσαν οι αναπάντεχοι φίλοι μας!».
Η Νηνεμία, μ’ ένα τίναγμα της ουράς της, κρύφτηκε πίσω από το θρόνο του πατέρα της. Ο Ούριος τράβηξε το σπαθί του και κινήθηκε προς την Αύρα, που ζάρωσε ξεφωνίζοντας από τρόμο. Αστραπιαία ο Εύδροσος, σύζυγος της Κοραλλένιας, τον άρπαξε από τους ώμους και τον τράβηξε πίσω.
Ο συνωμότης μούγκρισε οργισμένα και ξεφεύγοντας στράφηκε πως τους τέσσερις φίλους υψώνοντας το ξίφος του. Το σπαθί του Πολεμιστή Ήλιου του έφραξε το δρόμο.
Όλοι έσυραν τα όπλα τους – εκτός από τα παιδιά, που είχαν κερώσει – και περικύκλωσαν τους δυο μονομάχους. Η φυσαλίδα του Πολεμιστή Ήλιου έσπασε με μιας κι ο Κενταυροβασιλιάς αγωνιζόταν αδυνατώντας να αναπνεύσει. Μα στριφογύριζαν τόσο γρήγορα ξιφομαχώντας, που κανείς δε μπορούσε να τους σταματήσει.
Κανείς, εκτός από τον Πρωτέα. Το ισχυρότερο θαλάσσιο πλάσμα αυτού του παράξενου Κόσμου άπλωσε το χέρι του κι έσφιξε αποφασιστικά τη γροθιά του. Ο Ούριος τα ’χασε, σαν τα δάχτυλα του πεθερού του να σφίγγονταν γύρω απ’ το λαιμό του. Το σπαθί του έπεσε. Ο Πρωτέας τράβηξε το χέρι του κι ο συνωμότης τινάχτηκε προς τα πίσω κι έσκασε στον τοίχο. Σώθηκε έτσι από τη λεπίδα του αντιπάλου του, που κατευθυνόταν προς την καρδιά του πριν ακόμη απ’ τον αφοπλισμό του.
Η Αύρα έκανε μια κίνηση με τα δάχτυλά της και μια καινούργια φυσαλίδα τύλιξε τον Κένταυρο, δίνοντάς του ξανά τη δυνατότητα ν’ ανασάνει. Η Κρυσταλίνα έπεσε στην αγκαλιά του κι οι δυο φυσαλίδες τους ενώθηκαν σε μία.
Οι πρίγκιπες ακινητοποίησαν τον Ούριο και οι Θαλασσοκυράδες τη Νηνεμία. Στρατιώτες και θαλάσσια όντα μπήκαν στην αίθουσα ανήσυχα, για να προστατεύσουν τους άρχοντές τους. Τα τέσσερα παιδιά πιάστηκαν χέρι με χέρι και ξεφύσηξαν ανακουφισμένα. Δόξα τω Θεώ, ο κίνδυνος είχε περάσει!