Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Κεφάλαιο 8. Η Μάγισσα και ο Οδηγός

 

Φωτο από εδώ

Τα παιδιά είδαν τους Λαμπηδόνες να χάνονται στη χαράδρα και μετά άρχισαν ν’ ανεβαίνουν το ανηφορικό μονοπάτι. Σύντομα οι Κρυστάλλινες Πεταλούδες χάθηκαν από τα μάτια τους.

«Ούτε ξέρουμε πού πάμε, ούτε τι μας περιμένει…» γκρίνιαζε ο Αλή. Ο Τζαμάλ του έριξε μια φιλική καρπαζιά. «Έι!» διαμαρτυρήθηκε.

Οι τρεις φίλοι γέλασαν. Μα τα γέλια τους κόπηκαν απότομα σα βαμβακερό νήμα. Μια τσιριχτή φωνή τους έκανε ν’ ανατριχιάσουν:

«Για πού το βάλατε, παιδιά;».

Κοίταξαν στο πλάι κι ένιωσαν μια κρυάδα στη ραχοκοκαλιά τους. Μια ομάδα γκρίζες Ύαινες είχε προβάλει μέσ’ από τα βράχια κι έδειχνε τα δόντια της.

«Λοιπόν, κατά ’δώ είναι το σχολείο ή η αλάνα που θα παίξετε μπάλλα;» τσίριξε ο αρχηγός τους κι οι άλλες άρχισαν να γελάνε πνιχτά και ανατριχιαστικά.

«Πάμε στον Οδηγό, στην κορυφή του Βουνού» είπε ο Τζαμάλ, ελπίζοντας η απάντησή του να τους γλιτώσει.

«Μας έστειλε ο Ασλάν» πρόσθεσε η Τορπεκάι.

Καινούργια γέλια – φρικτές υλακές – ακούστηκαν από τις Ύαινες, που άρχισαν να πλησιάζουν βήμα προς βήμα. Τα μάτια τους γυάλιζαν κι από τα σαγόνια τους άρχισαν να ρέουν σάλια· πεινούσαν.

«Ξέρουμε πού πάτε» είπε μια άλλη Ύαινα.

«Ξέρουμε ποιος σας έστειλε» συμπλήρωσε μια τρίτη.

«Και ξέρουμε πού θα καταλήξετε» είπε μια τέταρτη.

«Στα στομάχια μας!».

Και όρμησαν.

***

Στη σκοτεινή σπηλιά της Μάγισσας μπήκαν με φόβο στις λαμπερές καρδιές τους οι τέσσερις Λαμπηδόνες. Δεν έβλεπαν καλά, μόνο μερικές γωνίες στο φως κάποιων μισολιωμένων κεριών, που τόνιζαν μάλλον παρά διασκόρπιζαν το σκοτάδι.

Τα κορμιά τους άρχισαν να φέγγουν, όπως το σώμα του Οπάλιου στη Σπηλιά της Μάχης, διαλύοντας τη μαυρίλα – ήταν Λαμπηδόνες, ο Λαός του ουράνιου τόξου και του φωτός. Μα ένα απόκοσμο γέλιο τους έκανε ν’ αναπηδήσουν τραβώντας τα σπαθιά τους.

«Τι ήρθατε να κάνετε εδώ, αφού φοβάστε, γενναίε μου Ουράνιε;» σάρκασε μια γέρικη χυδαία φωνή.

Η Μαϊμού ξεκρεμάστηκε από ψηλά και προσγειώθηκε μπροστά τους συνεχίζοντας να γελάει. Έκανε μια κίνηση κι εκατοντάδες κεριά σε χρυσά, αργυρά και διαμαντένια κηροπήγια άναψαν με μιας ξεχύνοντας άπλετη φωτοχυσία. Στο πλούσιο αυτό φως οι ταξιδιώτες είδαν παλιά έπιπλα, πανοπλίες, λάβαρα και κασόνια με θησαυρούς ριγμένα ανάκατα σε κάθε σημείο της σπηλιάς, που φαινόταν τεράστια. Εδώ κι εκεί διακρίνονταν κόκαλα και κρανία διαφόρων πλασμάτων που άσπριζαν.

«Δεν ήρθαμε για αναψυχή» είπε ο Ουράνιος, ανακτώντας την αυτοκυριαρχία του. «Έχουμε σοβαρές ερωτήσεις και ζητάμε ανάλογες απαντήσεις».

Η Μάγισσα πήδησε πάνω σ’ ένα μπαούλο, από το οποίο ξεπρόβαλλε η άκρη ενός περιδέραιου από ρουμπίνια. Από ’κεί έκανε μια τούμπα στον αέρα και βρέθηκε πάνω σ’ ένα τραπέζι με κόκκινο τραπεζομάντηλο γεμάτο λεκέδες.

«Αν ήταν εδώ τώρα ο στρατός των Θαλασσοκυράδων, θα σας είχε κάνει κομματάκια, έτσι φοβισμένοι που είστε!» κορόιδεψε.

«Αυτό το μέρος είναι γεμάτο μαγεία» είπε ένας Λαμπηδόνας. «Αυτό μας αποσυντονίζει και μας μπερδεύει».

«Μπα; Μιλάνε κι οι στρατιώτες, ενώ είναι παρών ο αρχηγός τους;» συνέχισε η Μάγισσα στο ίδιο ύφος.

Ο στρατηγός ύψωσε το χέρι κι οι σύντροφοί του συσπειρώθηκαν πλάι του. Η Μάγισσα σταμάτησε να γελάει και τον κοίταξε στα μάτια – τα δικά της μάτια ήταν κόκκινα, γεμάτα περιφρόνηση και σαρκασμό.

«Τι μου φέρατε;» ρώτησε με άπληστη, ξεμωραμένη φωνή.

Ένας πολεμιστής άφησε στο τραπέζι, μπροστά της, ένα κουτί με περίτεχνα σκαλίσματα. Το άνοιξε κι έλαμψαν από μέσα άφθονα σπάνια πολύτιμα πετράδια της Λαμπαδίας.

Η Μάγισσα χαμογέλασε γρυλίζοντας και βύθισε μέσα το μικρό βρομερό της χέρι με τα άκοπα νύχια. Χάιδεψε λίγο τα πετράδια και μετά, με μια απότομη κίνηση, τα πέταξε μακριά μαζί με το κουτί. Ο μικρός θησαυρός σκόρπισε ανάμεσα στα αντικείμενα που γέμισαν τη σπηλιά.

Νέα γέλια ακούστηκαν, καθώς η γριά έβλεπε τα σαστισμένα μάτια τους.

«Τι δώρα είν’ αυτά;» στρίγκλισε. «Νομίζετε πως έχω ανάγκη από πετράδια; Θα σας πω εγώ τι δώρο θα μου φέρετε για να πάρετε μια σταγόνα από τις απέραντες γνώσεις μου!».

«Τι θέλεις;» ρώτησε ψύχραιμα ο στρατηγός. Είχε αρχίσει να μετανιώνει που δεν τράβηξε το αντίθετο μονοπάτι.

Η Μαϊμού πήδησε μπροστά του – έφτανε ώς τη μέση του. Τον άρπαξε απ’ τη ζώνη και τον έσυρε προς τα κάτω. Οι Λαμπηδόνες είχαν τα σπαθιά στα χέρια, κανείς δεν κουνήθηκε· περίμεναν.

«Θα μου φέρεις την καρδιά της λατρεμένης σου γυναίκας, της Ανταύγειας, μέσα σ’ ένα βάζο» γρύλισε με τη βρομερή της ανάσα να χαϊδεύει το πρόσωπό του.

Ο στρατηγός τραβήχτηκε πάνω αηδιασμένος, όχι απ’ την ανάσα, μα απ’ αυτό που είχε ακούσει. Η καρδιά του άρχισε να κοκκινίζει.

«Τρελή είσαι!» φώναξε. «Πάμε να φύγουμε».

Η γριά Μαϊμού ξεκαρδίστηκε στα γέλια! Άρχισε να κάνει τούμπες, να χορεύει, να κρεμιέται από σταλακτίτες χαμένους ψηλά, στην αφώτιστη οροφή, να χοροπηδάει πάνω στα έπιπλα και στα σεντούκια. Αυτό το πανδαιμόνιο κράτησε κάμποση ώρα. Μα, καθώς οι Λαμπηδόνες έφταναν στην έξοδο, σταμάτησε απότομα τη φασαρία και φώναξε:

«Έλα πίσω, ανόητε στρατηγέ! Δεν κατάλαβες πως αστειεύομαι; Θα πάρεις αυτό που θέλεις με την αμοιβή που μου φέρνεις!».

Οι τέσσερις πολεμιστές στράφηκαν. Στρατηγός και Μάγισσα κοιτάχτηκαν στα μάτια και τώρα τα μάτια της, πάντα κόκκινα κι αποκρουστικά, είχαν σοβαρέψει.

«Δεν κατάλαβες πως είμαι τρελή, τόσα χρόνια να κάθομαι ολομόναχη σ’ αυτό το άντρο;» φώναξε η Μάγισσα. «Δεν κατάλαβες πως τόση μαγεία, τόση γνώση, εξουσία και δύναμη σε τρελαίνει;».

“Μόνο αν είναι δαιμονική γνώση, εξουσία και δύναμη” σκέφτηκε ένας Λαμπηδόνας. “Γιατί κι ο Ασλάν έχει ανώτερη δύναμη, εξουσία και γνώση, μα δεν τρελάθηκε…”.

Η Μάγισσα κούνησε το χέρι και δίπλα στο στρατιώτη στροβιλίστηκαν όπλα και χρυσαφικά κι έπεσαν κοντά στα πόδια του με βρόντο. Ο στρατιώτης τα ’χασε.

«Τι τον αναφέρεις αυτόν;» τσίριξε η γριά. «Αν τον θέλατε, ας πηγαίνατε σ’ αυτόν να κάνετε ερωτήσεις! Αν, αν, αν τον βρείτε ποτέ σας, έτσι που εξαφανίζεται κι έρχεται όποτε θέλει!».

«Μάγισσα, με μένα μιλάς» είπε θαρρετά ο στρατηγός. «Δεν έχουμε ώρα για χάσιμο. Έκανε αυτά που ήθελες, είπες αυτά που ήθελες. Πες μας λοιπόν: ποιος εξαφάνισε τον πρίγκιπα Ύαλο και τη συνοδεία του από το Κοραλλένιο Παλάτι του Βασιλιά Πρωτέα;».

Η Μάγισσα έκανε μια ανάποδη τούμπα κι έκατσε πάνω στο κόκκινο τραπέζι. Κούνησε τα χέρια σα να ξεσκέπαζε ένα αόρατο κάλυμμα και μια κρυστάλλινη σφαίρα με μωβ φωτισμό φάνηκε στην άκρη.

«Έλα να δεις» είπε με απόκοσμη φωνή. «Μόνος!».

Ο στρατηγός κοίταξε ένα δευτερόλεπτο τους συντρόφους του και κατόπιν πλησίασε. Κοίταξε βαθιά στην κρυστάλλινη σφαίρα και είδε με φρίκη ένα πριγκιπικό ζευγάρι να οδηγεί τον Ύαλο και τους Λαμπηδόνες σ’ έναν πανέμορφο υποθαλάσσιο κήπο.

«Πού είναι η Αύρα;» ρωτούσε ο Ύαλος. «Είπατε πως θα συναντηθούμε και μ’ εκείνην εδώ».

Αντί γι’ απάντηση, οι δυο Θαλασσινοί άρχοντες – άντρας και γυναίκα – τους μπλόκαραν όλους με μαγικά ξόρκια και με μια σπρωξιά τους έριξαν σε μια γκρίζα δίνη, κρυμμένη πίσω από βράχια.

«Ώστε αυτοί το έκαναν» μουρμούρισε με αγανάκτηση ο στρατηγός. Η λαμπερή καρδιά του ακτινοβολούσε ακανόνιστα απ’ την οργή του. «Ψέματα, μας είπαν ψέματα! Πρέπει να διαλύσουμε το Βασίλειό τους και να πάρουμε πίσω τους δικούς μας!».

Χαιρέτισε κουνώντας το κεφάλι και ξεχύθηκε έξω, ακολουθούμενος από τους πολεμιστές του.

Η Μάγισσα ξεκαρδίστηκε χοροπηδώντας με καινούργια γέλια και τα κεριά στα κηροπήγια άρχισαν να σβήνουν, αφήνοντας πάλι το άντρο της σε βαθύ σκοτάδι.

***

Οι τέσσερις φίλοι αμύνονταν με τις ασπίδες και τα σπαθιά τους πλάτη με πλάτη. Συγχρόνως προχωρούσαν σπιθαμή προς σπιθαμή στο φιδογυριστό μονοπάτι· μα οι Ύαινες αυξάνονταν διαρκώς και σύντομα τους έκλεισαν.

Τα σπαθιά τους γέμισαν αίμα και οι ασπίδες τους σάλια και δαγκωνιές. Τα μοχθηρά σαρκοφάγα δεν περίμεναν τέτοια αντίσταση και για μια στιγμή κοντοστάθηκαν· μερικά είχαν ματώσει. Μα και πάλι όρμησαν λυσσαλέα μουγκρίζοντας και υλακτώντας.

Τα παιδιά είχαν τρομοκρατηθεί και πάλευαν σχεδόν στα τυφλά. Η Τορπεκάι και ο Αλή έκαναν από μέσα τους την προσευχή τους.

Και ξαφνικά το σπαθί του Οπάλιου ξέφυγε από το κατάκοπο χέρι του και κύλησε μακριά. Μια Ύαινα πήδησε καταπάνω του από ένα βράχο. Το αγόρι άπλωσε τις παλάμες του προς το μέρος της· από τα χέρια του άρχισε να γεννιέται ένα φως, που απλώθηκε στη στιγμή καλύπτοντας με εκτυφλωτική λάμψη κι εκείνον και το θηρίο.

Θεριά και άνθρωποι κοντοστάθηκαν σαστισμένοι.

Όταν έσβησε η λάμψη, το θηρίο είχε εξαφανιστεί.

Μα ο Οπάλιος έπεφτε λιπόθυμος κι αποκαμωμένος και τρεις Ύαινες ρίχνονταν καταπάνω του.

Χωρίς χρονοτριβή, ο Τζαμάλ βρέθηκε κοντά του, σφάζοντας με μιαν απότομη σπαθιά το ένα ζώο. Τ’ άλλα δυο στράφηκαν εναντίον του. Το πιο κοντινό του όρμησε κι εκείνος του κατάφερε μια με την ασπίδα, το ’ριξε κάτω και του βύθισε ολόκληρη τη λεπίδα του σπαθιού του στο σβέρκο. Από τη φόρα γονάτισε γδέρνοντας τα γόνατά του στα βράχια και το χέρι του ξέφυγε από το σπαθί, γλιστρώντας στο αίμα του θηρίου.

«Τζαμάλ! Πρόσεχε!» φώναξε ο Αλή. Πολεμούσαν ασταμάτητα! Πώς να τον βοηθήσουν;

Και τότε οι Ύαινες – τουλάχιστον είκοσι – κοντοστάθηκαν και οσμίστηκαν τον αέρα ανήσυχες.

Μερικές πέτρες κύλησαν από την πλαγιά. Ο Τζαμάλ σηκώθηκε παίρνοντας το σπαθί του, έσκυψε κι ανασήκωσε τον Οπάλιο· είδε τα χέρια του πίσω απ’ το διάφανο σώμα, το κατάστικτο από μώλωπες και αμυχές. Εξουθενωμένος εκείνος άνοιξε τα μάτια του.

Θεριά και άνθρωποι κοίταξαν κατά το βουνό.

Και τα είδαν.

Ένα μεγαλόσωμο Κριάρι με χοντρά στριφογυριστά κέρατα χαμήλωνε περπατώντας με άνεση στα βράχια του γκρεμού. Πίσω του, εμφανίστηκε δεύτερο, πιο πίσω τρίτο και σε δευτερόλεπτα δεκάδες Κριάρια άρχισαν να κατηφορίζουν με το βλέμμα στυλωμένο αγέρωχα και απειλητικά στις Ύαινες.

Εκείνες ήξεραν πολύ καλά, εδώ και πολλές γενιές (από τότε που έγιναν όργανα της Μάγισσας), αυτό το βλέμμα. Δεν περίμεναν τα Κριάρια να πλησιάσουν. Έβαλαν την ουρά στα σκέλια κι έκαναν μεταβολή. Μυξοκλαίγοντας με ανήμπορη οργή άρχισαν να τρέχουν και χάθηκαν εκεί απ’ όπου είχαν έρθει.

Τα παιδιά κάθισαν ανακουφισμένα κι εξαντλημένα, γεμάτα αίματα θηρίων και γρατζουνιές. Ο Οπάλιος ανακάθισε κι έσφιξε θερμά το χέρι του Τζαμάλ.

«Μαχητή», ψιθύρισε, «είσαι πολύ καλός».

«Εννοείς» χαμογέλασε εκείνος με ικανοποίηση «“είσαι κι ο πρώτος”».

Είχε σώσει τη ζωή του, ήταν πια αδέρφια. Δεν υπήρχε καμιά ζήλεια, κανείς ανταγωνισμός ανάμεσά τους.

Τα πανέμορφα Ζώα έφτασαν κοντά τους.

«Καλώς ήρθατε στο Γαλάζιο Βουνό» είπε το πρώτο, με γαλήνια φωνή που ακουγόταν σα βέλασμα. «Ανεβείτε στη ράχη μας. Ο Οδηγός σας περιμένει».

***

Σε λίγο ανέβαιναν ξεκούραστα την πλαγιά, καβάλα στις δυνατές πλάτες τεσσάρων πυκνόμαλλων Κριαριών.

Καθώς ανέβαιναν, όλο και περισσότερα Πρόβατα συναντούσαν. Όμορφες Προβατίνες και άφθονα Αρνάκια, μα και νεαρά Κριάρια με μικρά κέρατα, που χοροπηδούσαν στα βράχια εκτονώνοντας την αρσενική ορμή τους και γυμνάζοντας τον εαυτό τους για πόλεμο και ειρήνη.

«Τέλειο!» ψιθύρισε με θαυμασμό το Μικρό Άνθος, εκφράζοντας όλους.

Ήταν ένα νέο θέαμα, ένας καινούργιος Κόσμος, ένα Βασίλειο γεμάτο βράχια (πού και πού φύτρωνε κανένα δέντρο, ένας θάμνος ή μερικά χορτάρια), εντελώς διαφορετικό από το Βυθό της Θάλασσας, από το ουράνιο τόξο της Λαμπαδίας κι από τα ναρνιανά δάση που αντίκρισαν μόλις πρωτοβγήκαν από την πύλη.

Ο Τζαμάλ στράφηκε στον Οπάλιο, που ανέβαινε δίπλα του πάνω στο Κριάρι.

«Ώστε έχεις μαγικές δυνάμεις» είπε ενθουσιασμένος.

Το αγόρι χαμήλωσε το κεφάλι.

«Είμαι Λαμπηδόνας, θυμάστε;» είπε σεμνά. «Όμως, αυτή η πράξη με εξαντλεί. Είδες πώς έπεσα κάτω; Αν δεν ήσουν εκεί…».

«Είμαστε πάτσι, φίλε» είπε ο Τζαμάλ.

«Πάτσι; Μα δε σου έσωσα τη ζωή» είπε ο Οπάλιος, εννοώντας τη μάχη στο Κοραλλένιο Παλάτι.

«Εντάξει, σκότωσες τον Καρχαρία κι έτσι μάλλον έσωσες τη ζωή όλων μας. Αλλά είμαστε πάτσι, γιατί ένιωθα κάποια ζήλεια για σένα!... Συγγνώμη, το ξέρω πως ήταν λάθος, μη μου κρατήσεις κακία. Ένιωθα πως είσαι καλύτερος από μένα και δεν το άντεχα. Τώρα ξέρω πως αξίζω κι εγώ σε μια μάχη και γιατρεύτηκα από τη ζήλεια».

Ο Οπάλιος άπλωσε το χέρι και τα δυο αγόρια, που είχαν γίνει τόσο ξαφνικά μαχητές, έσφιξαν τα χέρια τους. Δεν υπήρχε σκιά ανάμεσά τους.

Μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους είχαν ξεκουραστεί αρκετά. Οι αμυχές από τη μάχη τους έτσουζαν, μα το ξεχνούσαν γιατί υπήρχε άλλος, ανώτερος σκοπός.

Ήταν η δεύτερη μάχη που έδιναν μέσα σε δυο μέρες. Πόσο είχαν μεγαλώσει, σκέφτονταν όλοι τους, μέσα σε δυο μέρες!

«Αυτή είναι η Νάρνια κι έτσι υποδέχεται τους επισκέπτες της» είπε ένα Κριάρι μαντεύοντας τους συλλογισμούς τους. «Τους τιμά με δοκιμασίες και τους βραβεύει με άθλους».

Έφτασαν σ’ ένα πλάτωμα, αρκετά ψηλά πάνω στο Βουνό. Έκανε κρύο. Λευκά Αρνάκια σφίχτηκαν κοντά τους και τους ζέσταναν με το μαλλί τους. Τα παιδιά άπλωσαν τα μικρά τους χέρια και τα χάιδεψαν συγκινημένα. Όλοι θυμήθηκαν την αγκαλιά της μαμάς τους. Η Τορπεκάι δάκρυσε.

«Θα γυρίσετε κοντά τους, μη στενοχωριέστε» ακούστηκε μια ειρηνική κριαρίσια φωνή.

Σήκωσαν το βλέμμα. Το πιο μεγαλόπρεπο Ζώο που είχαν ποτέ αντικρίσει στεκόταν μπροστά τους. Ένα πανέμορφο μεγάλο Κριάρι με ολόχρυσο λαμπερό μαλλί, εξαιρετικά πυκνό και μακρύ, που σερνόταν μέχρι το έδαφος σα φωτεινός βασιλικός μανδύας.

«Ο Οδηγός» εξήγησε το Κριάρι που βάδιζε επικεφαλής σ’ όλο το δρόμο.

Είχε βγει να τους υποδεχτεί. Με αρχοντιά και καλοσύνη τους πήρε στο βάθος μιας ευρύχωρης ζεστής σπηλιάς, στρωμένης με χρυσά άχυρα. Τα Αρνάκια συνέχισαν να τους συνοδεύουν και μαζί μπήκαν και κάμποσες Προβατίνες και Κριάρια.

Η σπηλιά μύριζε σα μάντρα προβάτων, μα η μυρωδιά δεν τους ενοχλούσε· αντίθετα, γεννούσε στις καρδιές τους ένα συναίσθημα στοργής και ασφάλειας.

Τα Ζώα στάθηκαν σε κύκλο και στο κέντρο βρισκόταν το χρυσό Κριάρι. Κάποια Πρόβατα έσπρωξαν μπροστά στους τέσσερις φίλους κούτσουρα στρωμένα με μαλλί, για να κάτσουν.

«Τι καλά που ήρθαμε εδώ!...» μουρμούρισε ο Αλή καθώς καθόταν. Είχαν ξεχάσει κιόλας τον κίνδυνο που τους είχε συναντήσει και παραλίγο να τους στοίχιζε τη ζωή τους.

«Γιοι του Αδάμ και Κόρη της Εύας» άρχισε το χρυσαφένιο Ζώο, «και νεαρέ Λαμπηδόνα, καλώς ορίσατε στον τόπο μας. Εδώ δεν είναι ένα ξεχωριστό Βασίλειο, αλλά κομμάτι της Νάρνια, που αναγνωρίζει για Βασιλιά τον Πολεμιστή Ήλιο – αν και σπάνια έχει ανεβεί Βασιλιάς εδώ πέρα – και βρίσκεται κάτω από τη σκέπη του Ασλάν».

Τους κοίταξε καλά με τα μεγάλα κατάμαυρα μάτια του, τα γεμάτα κατανόηση και σοφία.

«Έχω πολλά να σας πω» συνέχισε, «μα καλύτερα να σας τα πει ο Φίλος μου, που θέλει τόσο πολύ να τον γνωρίσετε· βλέπετε, εκείνος σας γνωρίζει από πριν περάσετε σ’ αυτό τον Κόσμο».

Παραμέρισε λίγο και μαζί του παραμέρισαν και τ’ άλλα Ζώα. Ο κύκλος άνοιξε και μια νέα φιγούρα πλησίασε με αργό βασιλικό βήμα.

Τα παιδιά γούρλωσαν τα μάτια τους· ένα Λιοντάρι!

«Μη φοβάστε» τα καθησύχασε ο Οδηγός. «Είναι το Μεγάλο Λιοντάρι, ο Ασλάν, η Πηγή της Ζωής και της Ασφάλειάς μας».

 
Εικ. από εδώ

Όλα τα πρόβατα χαμήλωσαν το κεφάλι, σα να υποκλίνονταν. Οι τέσσερις φίλοι σηκώθηκαν από τα καθίσματά τους.

Το Λιοντάρι έφτασε κοντά τους και τους έγνεψε με το μπροστινό πόδι του να καθίσουν. Τους κοίταξε με αγάπη και μίλησε με λαλιά Ανθρώπου, που τον ήχο της δεν τον ξέχασαν τα παιδιά σ’ όλη τη ζωή τους:

«Φίλοι μου, καλώς ήρθατε στο Γαλάζιο Βουνό, καλώς ήρθατε στον Κόσμο της Νάρνια. Υπάρχουν μερικοί Κόσμοι κατάλληλοι μόνο για παιδιά και για πλάσματα με καρδιά ταπεινή και αθώα, που είναι κι αυτά σαν παιδιά. Η Νάρνια είναι ένας τέτοιος Κόσμος.

»Ο εχθρός που πρόκειται ν’ αντιμετωπίσετε είναι ασήμαντος, αλλά φαίνεται δυνατός και μυστηριώδης, γιατί χρησιμοποιεί την υποκρισία και την απάτη. Ήδη βρήκατε το μέρος όπου έστησε την παγίδα του. Δεν έπιασε μόνο τον πρίγκιπα Ύαλο και τη συνοδεία του, μικρέ και γενναίε Λαμπηδόνα, αλλά τούτη τη στιγμή που μιλάμε έχει πιάσει κι άλλον ένα τίμιο πολεμιστή. Θα τον βρείτε όταν – και αν – ξαναμπείτε σ’ εκείνο το χώρο».

«Εννοείτε στο Κοραλλένιο Παλάτι;» ρώτησε ο Τζαμάλ. «Εκεί που δεχτήκαμε επίθεση;».

Το Λιοντάρι ένευσε καταφατικά.

«Και γιατί λέτε “αν” ξαναμπούμε; Θα μας εμποδίσουν;» ρώτησε ο Οπάλιος.

«Ίσως σας εμποδίσει ο εαυτός σας. Θα μπείτε, αν επιλέξετε να μπείτε».

«Δε θα μας πείτε τη λύση του μυστηρίου;» πήρε το θάρρος να ρωτήσει η Τορπεκάι.

«Όχι, Μικρό μου Άνθος» απάντησε ο Ασλάν. «Δεν είναι τακτική μου να δίνω απαντήσεις. Προτιμώ να δίνω μια μικρή ώθηση για να τις βρίσκουν τα πλάσματα μόνα τους». Τους κοίταξε καλά καλά με τα μεγάλα μάτια του, που έσταζαν σοφία, αλλά είχαν και κάτι από θλίψη. «Δεν πρόκειται για παιχνίδι» πρόσθεσε. «Με πονάει κάθε πόνος σε κάθε πλάσμα, σε όλους τους Κόσμους. Μα πρέπει να παραμείνετε ελεύθεροι, και η ελευθερία είναι μια επιλογή που γίνεται και ξαναγίνεται σε κάθε βήμα».

Σκέφτηκε λίγο.

«Θα πάτε στη Νάρνια και θα πάρετε μαζί σας το Βασιλιά Πολεμιστή Ήλιο» είπε. «Εκείνος θα σας βοηθήσει να πείσετε τις Θαλασσοκυράδες και να κάνετε με ασφάλεια αυτό που πρέπει».

Έξυσε με τα νύχια του μπροστινού ποδιού του μια γωνιά στα βράχια κι ένας μικρούλης θάμνος ξεφύτρωσε κι άρχισε να μεγαλώνει. Γύρω του έλαμπε με μια γλυκιά ακτινοβολία. Μεγάλωσε αρκετά, άνθισε στη στιγμή κι από τους ανθούς του έδεσαν μικροί στρογγυλοί κόκκινοι καρποί.

«Αυτός είναι ο θάμνος Πίσω ξανά» είπε ο Ασλάν. «Κανονικά είναι σπάνιος και φυτρώνει σε άλλα κλίματα. Τρώγοντας τον καρπό του, κάθε πλάσμα επιστρέφει εκεί απ’ όπου έχει έρθει. Μαζέψτε αρκετούς καρπούς, θα σας χρειαστούν».

Ο Αλή γούρλωσε τα στρογγυλά ματάκια του.

“Πίσω ξανά” σκέφτηκε. “Δηλαδή μπορώ να φάω ένα απ’ αυτά και να βρεθώ ξανά σπίτι μου, στην αγκαλιά της μαμάς και του μπαμπά μου, κοντά στη γιαγιά μου, μακριά από πεινασμένες Ύαινες, Καρχαρίες, Δράκους, Κάβουρες και Γοργόνες!”.

Και ξεκίνησε χωρίς να το καταλάβει, σα να μπήκε σε λειτουργία αυτόματα, πλησίασε το θάμνο ρίχνοντας μια τρομαγμένη ματιά στο Λιοντάρι – που τραβήχτηκε πίσω για να μην τους φοβίζει – κι άρχισε να κόβει μικρούς καρπούς και να γεμίζει τις τσέπες του. Οι τρεις φίλοι τον μιμήθηκαν, έχοντας τελείως διαφορετικές σκέψεις: πώς θα έλυναν το μυστήριο για να βοηθήσουν στην αποτροπή του πολέμου.

«Προσέξτε» είπε ο Οδηγός πλησιάζοντας, «τώρα πρέπει να πείσετε και το στρατηγό Ουράνιο, γιατί η Μάγισσα τον ξεγέλασε δείχνοντάς του μισές αλήθειες».

«Ξέρετε τα πάντα;» ρώτησε ο Αλή στρέφοντας το βλέμμα και κοκκίνισε λίγο.

Το χρυσόμαλλο Κριάρι τον κοίταξε στα μάτια. Έπειτα γύρισε κι απομακρύνθηκε χωρίς ν’ απαντήσει. Το αγόρι ένιωσε την καρδιά του να βροντάει. Είχε σκεφτεί μια προδοσία, μα φαίνεται πως δεν είχε περάσει απαρατήρητη…

«Ειλικρινή» τον κάλεσε ο Ασλάν με το όνομα που του είχαν δώσει στο Βασίλειο της Θάλασσας.

Το αγόρι πλησίασε δειλά. Το Μεγάλο Λιοντάρι ξάπλωσε δίπλα στα πόδια του. Σήκωσε το όμορφο κεφάλι του, με την πυκνή χαίτη, και τον κοίταξε στα μάτια.

«Να ξέρεις πως όποιος γυρίσει πίσω τρώγοντας το μαγικό καρπό της επιστροφής, δε μπορεί να επιστρέψει εκεί απ’ όπου έφυγε» είπε μόνο.

Σύντομα οι τέσσερις φίλοι κατέβαιναν απ’ το Βουνό πάνω στα Κριάρια. Στο νου τους οι σκέψεις και οι απορίες βούιζαν σα μελίσσι. Τι έπρεπε να κάνουν;

 

"Από την μακρινή Τανζανία και εκ βάθους καρδίας Καλή Σαρακοστή..."

Orthodox Mission Of Tanzania ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΑΜΠΕΛΩΝΑ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ    "ΚΥΡΙΕ εσύ που νήστεψες 40 ημέρες στην έρημο, δώσε μας δύναμη να ...