Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Κεφάλαιο 9. Αποκαλύψεις

 

«Η Μάγισσα μου έδειξε την αλήθεια» είπε ο στρατηγός Ουράνιος όταν συναντήθηκαν. «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι Θαλασσινοί αιχμαλώτισαν τους Λαμπηδόνες!».

«Όμως εμείς είδαμε τον Ασλάν, το Μεγάλο Λιοντάρι» αποκρίθηκε ο Τζαμάλ. «Και ο Ασλάν είναι πιο αξιόπιστος από τη Μάγισσα· δεν είναι;».

«Και πώς ξέρω ότι είδατε στ’ αλήθεια τον Ασλάν;».

Ο στρατηγός ήταν αμετάπειστος. Είχε τόση έξαψη κι η καρδιά του ήταν τόσο κόκκινη, που τα παιδιά σκέφτηκαν πως, αν δεν είχαν έρθει πρώτα στη συνάντησή τους, ίσως να τα εγκατέλειπε εκεί, στην ερημιά και τους κινδύνους, και να έσπευδε να γυρίσει στην Λαμπαδία, για να κηρύξει εκ νέου τον πόλεμο στο Βασίλειο της Θάλασσας. Ο Οπάλιος πλησίασε και τον κοίταξε θαρρετά στα μάτια.

«Συγχωρέστε με, στρατηγέ, αλλά νομίζω πως ο θυμός ή η επιρροή της Μάγισσας έχει θολώσει την κρίση σας» είπε με σταθερή φωνή, σα να ’χε ενηλικιωθεί ξαφνικά.

Ο στρατηγός ξαφνιάστηκε.

«Σα ν’ ακούω τον πρίγκιπα Ύαλο» μονολόγησε. Το ίδιο συλλογίστηκαν κι οι σύντροφοί του. «Μίλα, αγόρι».

«Είδατε τα Κριάρια που μας έφεραν ώς εδώ και που περίμεναν να φανείτε πριν αναχωρήσουν. Βλέπετε την ταλαιπωρία μας από την επίθεση που δεχτήκαμε – σίγουρα δεν ήταν τυχαία!».

«Οι Ύαινες μας ρίχτηκαν για να μας εμποδίσουν να πάμε στον Ασλάν!» πετάχτηκε ο Τζαμάλ.

«Και τέλος» συνέχισε ο Οπάλιος «βλέπετε από την ίδια την καρδιά μου, καρδιά Λαμπηδόνα, πως δε λέω ψέματα. Γιατί λοιπόν πιστεύετε τη Μάγισσα, που θέλησε να σας ξεγελάσει, κι όχι εμένα;».

«Να οι καρποί της επιστροφής» είπε η Τορπεκάι κι έβγαλε μια χούφτα από το τσεπάκι της.

Ο στρατηγός πήρε έναν και τον κοίταξε καλά καλά.

«Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο» είπε στρυφνά· «ούτε κι έχω ξανακούσει την ύπαρξή του».

«Γιατί δεν είστε από τη Νάρνια» επέμεινε ο Τζαμάλ. Είχε αρχίσει να θυμώνει. Ήταν αποφασισμένος να πάει στο Βασιλιά της Νάρνια, έστω και μόνος του.

Ωστόσο, ο μικρός Αλή μονομαχούσε συνοφρυωμένος με μια έμμονη σκέψη:

“Να φάω τώρα ένα καρπό και να ξαναγυρίσω στην πραγματική ζωή μου ή να περιμένω την ώρα που θα μείνω μόνος;”.

Ένιωθε το άγγιγμα των μικρών καρπών που είχε στην τσέπη του· αδύνατο ν’ απομακρύνει το μυαλό του απ’ αυτούς.

Ο στρατηγός είδε το σκεφτικό του ύφος.

«Εσύ τι λες, Ειλικρινή;» τον ρώτησε. Είχε ακούσει το όνομα που του είχαν δώσει οι Θαλασσινοί.

Ο Αλή δάκρυσε. Πόσο γρήγορα είχε προδώσει το καινούργιο όνομά του! Μάλλον κατά τύχη είπε την αλήθεια τότε.

Μα όχι, πάντα έλεγε την αλήθεια, μέχρι πριν λίγο, που άρχισε να κρύβει από τα ξαδέρφια του την πρόθεσή του.

“Ναι, πάντα έλεγες την αλήθεια” του είπε η καρδιά του, “όταν δεν κινδύνευες· τώρα που κινδυνεύεις φάνηκε τι φούσκα είσαι, έτοιμη να σκάσει!”.

Χαμήλωσε το κεφάλι χωρίς ν’ απαντήσει στο στρατηγό κι από τα μάτια του ανάβλυσαν μερικά δάκρυα.

Όμως αυτά τα δάκρυα φάνηκε να έκαμψαν το στρατηγό.

«Πρέπει να μιλήσουμε στη Βασίλισσα» είπε ήρεμα, σα να συνήλθε. Καβάλησε την Πεταλούδα του κι έδωσε το σύνθημα για αναχώρηση.

«Ένα μόνο ξέχασα να ρωτήσω τον Ασλάν, στην ταραχή μου» είπε ο Οπάλιος στο Τζαμάλ. «Ποιος ήταν ο πατέρας μου και πώς βρέθηκαν δέκα Λαμπηδόνες στη Μάχη με τους Ανθρώπους χωρίς να το μάθουν ποτέ στη Λαμπαδία».

***

Στο Συννεφένιο Παλάτι, η Βασίλισσα Ίριδα άκουσε με περίσκεψη το τόλμημα και τις αποκαλύψεις του πιστού στρατηγού και των τεσσάρων επισκεπτών της.

«Ένας Θαλασσινός πρίγκιπας έριξε τον πρίγκιπα Ύαλο σε μια χρονοδίνη» είπε με λίγα λόγια ο Ουράνιος.

«Και ποιος είναι αυτός ο πρίγκιπας;» ρώτησε η Βασίλισσα.

«Ο Ούριος, ο σύζυγος της Θαλασσοκυράς Νηνεμίας» απάντησε με οργή ο στρατηγός.

Οι λαμπερές καρδιές τους αναβόσβηναν ταραγμένες. Το ίδιο και του Οπάλιου, μα με διαφορετικό τρόπο – άλλα συναισθήματα, άλλος ρυθμός.

«Ψέματα!» πετάχτηκε ο Τζαμάλ. «Ο Ούριος και η Νηνεμία είναι σχεδόν οι μόνοι στο Κοραλλένιο Παλάτι που μας σεβάστηκαν και προσφέρθηκαν να μας βοηθήσουν».

«Σας ξεγέλασαν» αποφάνθηκε ο στρατηγός.

«Ας ηρεμήσουμε» είπε η Βασίλισσα. Σηκώθηκε από τη θέση της στο στρογγυλό τραπέζι και βημάτισε πάνω κάτω. Κατόπιν στάθηκε και μίλησε επίσημα και σοφά:

«Στρατηγέ Ουράνιε, είσαι ένας από τους πιο συνετούς πολεμιστές της Λαμπαδίας. Δε θα σε τιμωρήσω που παράκουσες τις εντολές μου και κατέφυγες στη μαύρη μαγεία, αλλά σε παρακαλώ να μην επαναληφθεί». Ο στρατηγός χαμήλωσε το κεφάλι παραδεχόμενος το σφάλμα του. «Αντίθετα, τα παιδιά αυτά φέρθηκαν πολύ πιο ώριμα. Διακινδύνευσαν να κάνουν λάθος, όπως κι εσύ, αλλά αναζητώντας απάντηση στο Καλό και στο Φως κι όχι στο Κακό και στο Σκοτάδι. Η απάντηση που πήραν είναι πιο αξιόπιστη από τη δική σου». Πήρε ανάσα. «Θα μπορούσα να πάω η ίδια στα Γαλάζια Βουνά και να προσγειωθώ στην κατοικία του Οδηγού με την Κρυστάλλινη Πεταλούδα μου. Αλλά δε χρειάζεται, γιατί εμπιστεύομαι την κρίση και την ειλικρίνεια των τεσσάρων αυτών παιδιών».

Ο Αλή έσφιξε τα δόντια του. Ανυπομονούσε να βρεθεί στο δωμάτιό του και να δαγκώσει τον πολύτιμο μαγικό καρπό. Ταραζόταν όταν άκουγε για ειλικρίνεια. Ευτυχώς που δε φαινόταν η καρδιά του, σαν των Λαμπηδόνων! Κι όμως, σκεφτόταν, ίσως κάποια απ’ αυτά τα παραμυθένια πλάσματα διάβαζαν τη σκέψη του και καταλάβαιναν τη δειλία του, που τον έκανε έτοιμο να εγκαταλείψει και να προδώσει.

Δεν ήξερε πως και σ’ αυτό το μαγικό Κόσμο ελάχιστα πλάσματα μπορούσαν να διαβάζουν τη σκέψη. Και οι Λαμπηδόνες δεν ήταν ανάμεσά τους.

«Η Μάγισσα σου έδειξε τον πρίγκιπα Ούριο να ρίχνει τον Ύαλό μας και τους συνοδούς του σε μια χρονοδίνη» συνέχισε η Βασίλισσα. «Ο Ασλάν είπε στους φίλους μας πως η Μάγισσα σου είπε τη μισή αλήθεια. Στο Βασίλειο της Θάλασσας σίγουρα υπάρχει ένας προδότης! Έτσι μόνο εξηγείται η επίθεση που δέχτηκαν τα παιδιά, αλλά και η ίδια η εξαφάνιση του πρίγκιπά μας και η κλοπή του πολύτιμου αγγείου των Θαλασσινών».

«Και ποιο είναι το συμπέρασμά σου, Βασίλισσά μου;» ρώτησε μουδιασμένα ο στρατηγός.

Η Βασίλισσα μέτρησε καλά τα λόγια της πριν μιλήσει:

«Η Νηνεμία και ο Ούριος, ο σύζυγός της, είναι προδότες».

Τα τέσσερα παιδιά ξέσπασαν σε διαμαρτυρίες. Η σοφή Βασίλισσα τα καθησύχασε.

«Η Μάγισσα έδειξε στο στρατηγό μας τη μισή αλήθεια» είπε. «Άρα αυτά που είδε δεν είναι εντελώς ψέματα. Ο Ούριος ξεφορτώθηκε τους Λαμπηδόνες πετώντας τους στη χρονοδίνη. Είναι μισή αλήθεια, γιατί η γριά Μαϊμού έκανε το στρατηγό να πιστέψει πως ήταν μια συνωμοσία των Θαλασσοκυράδων, ενώ στ’ αλήθεια ήταν μια συνωμοσία του πριγκιπικού ζεύγους ενάντια στις υπόλοιπες Θαλασσοκυράδες και στον ίδιο το Βασιλιά Πρωτέα!».

«Συγχωρέστε με, Μεγαλειοτάτη», είπε η Τορπεκάι, «μα πώς ξέρετε ότι η Νηνεμία εμπλέκεται στη συνομωσία;».

«Ένας Θαλασσινός σύζυγος δε θα ενεργούσε μόνος του» είπε η Βασίλισσα. «Θα ήταν τελείως ανίσχυρος. Ούριος και Νηνεμία πάνε πάντα μαζί. Μαζί δεν προσφέρθηκαν να σας βοηθήσουν; Το έκαναν για να σας παραπλανήσουν. Είπατε πως σας έκρυψαν τον τομέα του Παλατιού όπου έγινε το κακό. Κι οι δυο μαζί σας ξεναγούσαν, μα στην πραγματικότητα σας ξεγελούσαν».

Τα παιδιά κούνησαν το κεφάλι τους, εκτός απ’ τον Αλή, που ήταν βυθισμένος στις δικές του σκέψεις· άρχιζαν να διακρίνουν την αλήθεια.

«Αν επρόκειτο για μια συνωμοσία των Θαλασσοκυράδων» συνέχισε η Βασίλισσα, «θα σας σκότωναν επιτόπου, μπροστά σε όλους, και δε θα σας έκαναν επίθεση στα κρυφά, μόνο αφού κατάλαβαν πως είχατε ανακαλύψει το άγνωστο μέρος στο Κοραλλένιο Παλάτι». Σκέφτηκε. «Ο Ασλάν τα γνώριζε αυτά» κατέληξε. «Οι μαγικοί καρποί δόθηκαν για να επιστρέψουν οι Λαμπηδόνες από ’κεί που τους οδήγησε η χρονοδίνη».

«Δηλαδή πού;» ρώτησε ο Τζαμάλ.

«Δεν το ξέρω» απάντησε η Ίριδα. «Αυτό που ξέρω», στράφηκε στο στρατηγό, που παρακολουθούσε αμίλητος, «είναι ότι δεν πρέπει να γίνει πόλεμος. Ας ακολουθήσουμε τις οδηγίες του Ασλάν κι ας συνοδεύσουμε τα παιδιά στον Πολεμιστή Ήλιο, στο Κάιρ Πάραβελ».

***

Στο δωμάτιο του, ο Αλή έβγαλε από την τσέπη του ένα κόκκινο μικρό καρπό. Ήταν μια μπουκίτσα μακριά από το σπίτι του, την αγκαλιά της μαμάς και του μπαμπά του, την ακίνδυνη φυσιολογική ζωή του.

Ακίνδυνη; τον ρώτησε η καρδιά του. Μήπως δε γίνεται πόλεμος στον τόπο του; Μήπως χιλιάδες δε σκοτώνονται από τα στρατεύματα των Απίστων; Μήπως στην πραγματικότητα κινδυνεύει λιγότερο στη Λαμπαδία;

Σφίχτηκε. Πλησίασε τον καρπό στο στόμα του και τα μάτια του βούρκωσαν ξανά. Κι όταν τον ρωτήσουν οι δικοί του πού είναι τα ξαδερφάκια του, τι θα τους πει; Όταν τον ρωτήσει η γιαγιά του; Όταν τον ρωτήσουν οι μαμάδες κι οι μπαμπάδες του Τζαμάλ και της Τορπεκάι;

Τι θα πει; “Τους παράτησα σ’ ένα μαγικό Βασίλειο γεμάτο πεινασμένες Ύαινες που τρέχουν τα σάλια τους, επιθετικές Γοργόνες που ιππεύουν Δράκους, Καρχαρίες και γιγάντια Καβούρια”;

Κούνησε το κεφάλι. Όχι, δεν πρέπει να μείνει άλλο εκεί – όχι, δεν πρέπει να παρατήσει τους φίλους του, πρέπει να μείνει μαζί τους μέχρι το τέλος.

Στο κάτω κάτω, είναι ο Ειλικρινής! Όσο ο Τζαμάλ είναι ο Μαχητής κι η Τορπεκάι είναι το Μικρό Άνθος· το πολύτιμο Μικρό Άνθος που ομορφαίνει τη ζωή όλων στο χωριό του.

Αν οι φίλοι του ξαναγυρίσουν, πώς θα τους κοιτάξει στα μάτια; Αν δεν ξαναγυρίσουν – το χειρότερο – πώς θα κοιτάξει στα μάτια όλο τον κόσμο; Πώς θα κοιτάξει στα μάτια την οικογένειά του; Πώς θα κοιτάξει στα μάτια τον εαυτό του;

“Να ξέρεις πως όποιος γυρίσει πίσω τρώγοντας το μαγικό καρπό της επιστροφής, δε μπορεί να επιστρέψει εκεί απ’ όπου έφυγε” είχε πει ο Ασλάν. Αν μετανιώσει, δε θα μπορεί να κάνει πίσω.

«Το ’χω πάρει απόφαση πως είμαι μαμμόθρεφτο και δειλός, ατζαμής κι αδέξιος» μουρμούρισε μονολογώντας. «Φάνηκε και στις μάχες! Βέβαια, πολέμησα τα Καβούρια και τις Ύαινες και σκότωσα μάλιστα μερικές απ’ αυτές. Δεν παράλυσα, ούτε πέταξα το σπαθί μου, ούτε το ’βαλα στα πόδια – μήπως δεν είμαι και τόσο δειλός τελικά;». Χαμογέλασε οικτίροντας τον εαυτό του. «Η καρδιά μου όμως έτρεμε, ενώ των άλλων όχι».

«Γενναίος δεν είναι εκείνος που δε φοβάται…», άκουσε μια φωνή που του φάνηκε ίδια με του Ασλάν· αναπήδησε. «…αλλ’ αυτός που νικάει το φόβο του και ρισκάρει γι’ αυτά που αγαπάει».

Κοίταξε γύρω· κανείς. Ιδέα του ήταν;

“Όχι, Αλή” μονολόγησε νοερά. “Δεν ξέρω αν το κάνεις επειδή είσαι γενναίος ή επειδή είσαι πάρα πάρα πολύ δειλός, αλλά θα μείνεις εδώ όσο κι εκείνοι. Θα γυρίσεις πίσω μαζί τους ή δε θα γυρίσεις καθόλου!”.

Κι έβαλε ξανά, λυτρωμένος και συγκινημένος, το μαγικό σποράκι στην τσέπη της μεταξωτής ενδυμασίας από τη Λαμπαδία που φορούσε.

 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...