Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

Μελένιος Δράκος – Κεφάλαιο 9


   

Υπέροχη - και ειρηνική - εικόνα του αγίου Γεωργίου από το αγιογραφείο της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους (από εδώ & εδώ).

Ο π. Σάββας προσπάθησε εκείνο το πρωί να πείσει το Νικόλα να μην πάει σχολείο. Του κάκου· το αγοράκι δεν κρατιόταν, να δει τους φίλους του και να μοιραστούν τις εντυπώσεις τους απ’ το προηγούμενο βράδυ!

Έτσι, ο νεαρός ιερέας υποχώρησε. Πήγε το μικρό στο νηπιαγωγείο, αλλά έμεινε μαζί του κι άκουσε με τα ίδια του τ’ αφτιά τη μαρτυρία των παιδιών.

Κατόπιν την άραξε στο αμάξι του, ασφαλώς προσευχόμενος, σε απόσταση αναπνοής απ’ το νηπιαγωγείο, κι όταν σχόλασε ο Νικόλας τον πήρε και τον μετέφερε σπίτι.

Η γυναίκα του είχε μείνει εκεί, παίρνοντας άδεια από τη δουλειά της και κρατώντας τη Βέρα στο σπίτι, αντί να την πάει στον παιδικό σταθμό, γεμάτη ανησυχία για την αλλόκοτη ιστορία που διηγιόταν ο γιος της για χθες το βράδυ και που ο άντρας της (που ήταν πάντοτε λίγο ονειροπαρμένος) έδειχνε να την πιστεύει!

Στο μεταξύ, απ’ το ναό τον πήρε τηλέφωνο ο προϊστάμενος ιερέας, πως ένα παράξενο τσούρμο είχε καταπλεύσει και καιγόταν να τον συναντήσει!

«Νικολάκη μου», γύρισε στο γιο του, «θέλεις να πάμε στην εκκλησία και να δείξουμε στα παιδιά το Μελένιο Δράκο;».

«Ναι, ναι!» απάντησε ενθουσιασμένο το αγόρι και τα μάτια του έλαμψαν!

Η παπαδιά γκρίνιαξε· η υπόθεση είχε αρχίσει να γίνεται πολύ σοβαρή. Τελικά δέχτηκε, με τον όρο ν’ ακολουθήσει κι εκείνη μαζί με τη Βέρα τους.

Έτσι, προς το μεσημέρι, όλοι ήμασταν στην εκκλησία. Δίπλα στην εικόνα της Παναγίας Γαλακτοτροφούσας, οι μεγάλοι περικύκλωσαν και πάλι τον ιερέα. Αυτή τη φορά όμως, όχι σαν αγριεμένα σκυλιά· σαν κύκνοι.

«Συχώρα με, πάτερ», είπε ντροπαλά ο θείος Ορέστης. «Άπλωσα χέρι επάνω σου… Εσύ ό,τι κι αν μας είπες ήταν αλήθεια».

Πλησίασε, πήρε το χέρι του ιερέα στα δικά του και το φίλησε ευλαβικά. Ο παπάς το τράβηξε κοκκινίζοντας με αμηχανία και τον ευλόγησε σταυρώνοντας τον αέρα. Μετά, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στα μάγουλα.

Δίπλα του βρισκόταν η οικογένειά του και παραδίπλα ο π. Ανέστης, ο φαλακρός προϊστάμενος με τα μακριά γκρίζα γένια. Μας έκαναν νόημα και καθίσαμε στα καθίσματα της εκκλησίας, που ήταν στολισμένα με ξυλόγλυπτα βυζαντινά σχέδια.

«Αδελφοί μου», άρχισε και προσπαθούσε κι αυτός να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να συνεχίσει.

Κατ’ αρχάς, μας διαβεβαίωσε ότι ο ίδιος δεν έχει δει το Μελένιο Δράκο, ούτε ξέρει πώς να επικοινωνήσει μαζί του· χθες βράδυ απλώς πήρε μια πληροφορία μέσα στην καρδιά του κι έστειλε το θείο Άρη να τον συναντήσει – τον έστειλε να φροντίσει για την επιστροφή των παιδιών στα σπίτια τους.

Κατόπιν, με το Νικόλα να σιγοντάρει και να συμπληρώνει ορμητικά και ενθουσιωδώς, μας διηγήθηκε την περιπέτεια των παιδιών του νηπιαγωγείου την ίδια ώρα που εμείς, με τα βοήθεια των χρυσαφένιων πολεμιστών (που ξέρω σήμερα πως ήταν άγιοι μεγαλομάρτυρες των ρωμαϊκών χρόνων), αγωνιζόμασταν στα λαγούμια του ερέβους, πίσω από την πλάτη της φανερής αίθουσας του net café.

Μείναμε άναυδοι· όλα αυτά φαίνονταν τόσο εξωπραγματικά, που μόλις και μετά βίας το ετερόκλητο ακροατήριο κατόρθωνε να τα πιστέψει – εκτός βέβαια από εμάς τα παιδιά και, έχω την εντύπωση, το θείο Άρη.

Εκείνος, χαμογελώντας, είπε στον παπά:

«Πάτερ, πιστεύω στο Θεό, χωρίς να πολυπηγαίνω στην εκκλησία… Αλλά αυτό που κάνετε εσείς εδώ, που καβαλάτε δράκους και πολεμάτε με δαίμονες, αυτό ναι, πολύ θα ήθελα να το κάνω!».

Οι ιερείς γέλασαν. Ο π. Ανέστης πήρε το λόγο· το μέτωπό του είχε ιδρώσει και το βλέμμα του έλαμπε.

«Παιδί μου, αυτές οι μάχες που λες, δεν είναι για όλους. Είναι για τους αγίους, σα να λέμε για στρατηγούς, που έχουν γυμνάσει τον εαυτό τους χρόνια ολόκληρα πολεμώντας ενάντια στα πάθη τους για να τηρήσουν τις εντολές του Χριστού. Λίγες φορές νεοσύλλεκτοι σαν εμάς αξιώνονται απ’ το Θεό να τις δώσουν, και μάλιστα να νικήσουν».

Αναστέναξε.

«Αλλά για όλους υπάρχουν κάποιες άλλες μάχες», συνέχισε, «και σ’ αυτές πρέπει να θέλουμε να νικήσουμε και να μην ονειρευόμαστε δράκους και δαίμονες… Μάλιστα, όσοι ονειρεύονται να ιππεύουν δράκους και να μάχονται με δαίμονες, πολύ συχνά γίνονται παίγνια των δαιμόνων, νομίζουν πως είναι άγιοι, σαλτάρει ο νους τους και παριστάνουν τους διδασκάλους και τους οδηγούς των ανθρώπων».

«Ποιες μάχες εννοείτε, πάτερ;» ρώτησε κάποιος, που, όπως θυμάμαι, πρέπει να ήταν ο πατέρας της Στέλλας.

Ο γκριζομάλλης ιερέας τον κοίταξε με καλοσύνη.

«Εννοώ, παιδί μου, τις καθημερινές μάχες, για να είμαστε καλοί, ταπεινοί, συμπονετικοί και συγχωρητικοί, τίμιοι και πιστοί». Σκέφτηκε μια στιγμή. «Και η ασπίδα και το κοντάρι μας γι’ αυτές τις μάχες είναι η μετάνοια και η εξομολόγηση».

«Εγώ ευχαρίστως να εξομολογηθώ αυτή τη στιγμή» είπε ενθουσιασμένος ο θείος Άρης. «Πρώτη φορά στη ζωή μου βέβαια!».

«Κι εγώ» είπαν η μαμά και οι θείες μου, οι μαμάδες των Πειρατών κι οι μπαμπάδες της Στέλλας και της Σοφίας.

«Ε, είπαμε τώρα, αλλά όχι κι έτσι» μουρμούρισε, χωρίς κακία, ο θείος Ορέστης.

Εμείς ανυπομονούσαμε να φτάσει η κουβέντα στο Μελένιο Δράκο κι όλο κοιτούσαμε το Νικόλα, μα δεν αποφασίζαμε να διακόψουμε τους μεγάλους.

«Πάντως, παιδί μου», είπε ο π. Ανέστης, «κάποιον θα ’χεις στενοχωρήσει, ίσως και αδικήσει, και κάπως θα ’χεις στενοχωρήσει και το Χριστό, όπως όλοι μας, και – φιλικά σου το λέω – μη νομίζεις πως δε χρειάζεσαι εξομολόγηση».

Στράφηκε στον π. Σάββα.

«Και σε σένα, αδελφέ μου», είπε κάπως δισταχτικά, «θέλω να κάνω τώρα μια δημόσια εξομολόγηση… Άκου την κι εσύ, Νικολάκη, αν κι είναι λίγο βαριά για την ηλικία σου· μα κι αυτά που έζησες χθες το βράδυ, πιο βαριά ήταν». Κόμπιασε λίγο. «Αυτά που μας είπατε κι οι δυο σας άλλαξαν μέσα μου τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο – και τη ζωή και τη θρησκεία. Μέχρι τώρα, τελούσα τη θεία λειτουργία και φρόντιζα το κοινωνικό έργο της ενορίας μας μηχανικά, χωρίς να πιστεύω πως υπάρχουν άγγελοι και δαίμονες, ούτε να με νοιάζει η σωτηρία των ψυχών, και στο βάθος πίστευα πως οι εμφανίσεις και τα θαύματα των αγίων και της Παναγίας είναι μύθοι… Τώρα όμως βλέπω πως είναι όλα αλήθεια. Και πρώτη φορά η καρδιά μου… ευωδιάζει σαν περιβόλι του παραδείσου, με την αληθινή ευωδιά του Χριστού».

Ο π. Σάββας τον κοιτούσε άναυδος, όπως κι όλοι οι μεγάλοι, που παρακολουθούσαν τα λεγόμενά του. Ο θείος Ορέστης έκανε μια χειρονομία απορίας και απελπισίας:

«Δηλαδή μέχρι χθες ήσουν άπιστος και τώρα θες να μας εξομολογήσεις;».

Ο ιερέας χαμογέλασε μελαγχολικά, μα καλοσυνάτα και φωτεινά.

«Δεν ήμουν άπιστος», αποκρίθηκε, «ανόητος ήμουν. Και τώρα δεν είμαι. Αλλά έτσι κι αλλιώς είμαι ορθόδοξος ιερέας και η εξομολόγησή σας δεν εξαρτάται από το αν είμαι άγιος. Μάλιστα, αδελφέ μου, το να εξομολογηθείς σε μένα, κι ας ξέρεις πως είμαι αδύναμος και αμαρτωλός, είναι πράξη ταπείνωσης, άρα σε βοηθάει».

«Και δεν εξομολογούμαι σ’ ένα μπάρμαν, που θα έχει πιο πολλές αμαρτίες και μικρότερη ιδέα για την ιδιότητά του;».

«Αν εξομολογηθείς στο μπάρμαν θέλοντας να ρίξεις τις αμαρτίες σου στο Χριστό κι εκείνος θέλει να σε ενώσει με το σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, είναι μια αρχή» απάντησε ο π. Ανέστης. «Πάντως, στο μπαρ μόνο μεθυσμένος μπορεί να εξομολογηθείς κι ούτε ο μπάρμαν έχει πάρει εξουσία απ’ το Χριστό γι’ αυτή την αποστολή».

«Είναι θέμα εξουσίας λοιπόν», είπε ο θείος μου, πιστεύοντας πως έχει βγάλει λαυράκι.

«Της εξουσίας του Χριστού, όχι δικής μου. Πάντως, σου είπα, κι ο μπάρμαν θα ήταν μια αρχή. Πήγαινε να εξομολογηθείς, νηφάλιος και ταπεινός, κι ας είναι και στο μπάρμαν».

Τότε ο Τζίμης, μετά από έντονο δισταγμό και ξεφυσώντας, άπλωσε το χέρι σταματώντας τους.

«Με συγχωρείτε», είπε με ευγένεια που δεν είχαν δει ποτέ από μέρους του οι καθηγητές του, «όλ’ αυτά είναι ωραία και σοφά. Μάλιστα, τέτοια σοφία και απλότητα δεν ήξερα πως υπάρχει στη δική μας θρησκεία – νόμιζα πως την έχουν μόνο οι βουδιστές και οι Ινδιάνοι… Αλλά θα ήθελα να σας υπενθυμίσω πως το θέμα μας είναι ο Μελένιος Δράκος… και τα εξαφανισμένα παιδιά».

Όλοι ένευσαν καταφατικά.

«Και νομίζω πως ο φίλος μας από ’δώ», έδειξε με τα καστανά του μάτια το Νίκο, «έχει να μας πει πολύτιμα πράγματα γι’ αυτό το θέμα».

***

Με την απλότητα και τον ενθουσιασμό ενός πεντάχρονου, ο Νικόλας μας διηγήθηκε τις εμπειρίες του από το Μελένιο Δράκο (ολοκληρώνοντας με τη χθεσινή απαγωγή του και τη νυχτερινή μάχη) και μείναμε, για μια ακόμη φορά, άναυδοι.

«Μπαμπά, πάμε» παρακάλεσε στη συνέχεια, τραβώντας τον πατέρα του από το ράσο.

Ο π. Σάββας τον έπιασε από το χέρι και μας οδήγησαν από μια πλαϊνή σκάλα στον υπόγειο χώρο του ναού, διαμορφωμένο σε μια ευρύχωρη αίθουσα εκδηλώσεων με ένα μικρό, ανοιχτό παρεκκλήσι σε μια γωνιά, αφιερωμένο στον άγιο Υάκινθο.

Είδα την εικόνα και μου έκανε εντύπωση, όχι μόνο η ωραία νεανική όψη του, αλλά κυρίως ο συνδυασμός της με το ότι είχε όνομα λουλουδιού. Αλλά καθώς προχωρούσαμε βιαστικά όλοι, δεν το σχολίασα. Σήμερα ξέρω πως ήταν ένας άγιος των αρχαίων χρόνων, που βασανίστηκε και δολοφονήθηκε από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως και χιλιάδες άλλοι χριστιανοί κάθε ηλικίας και φύλου (ακόμη και μικρά παιδιά και έφηβοι, αγόρια και κορίτσια), επειδή θεωρήθηκαν ανατροπείς· και, εδώ που τα λέμε, με διαφορετικό τρόπο, πράγματι ήταν. Πολλοί από τους αγίους και τις αγίες που γιορτάζουμε τα ονόματά τους ήταν αυτής της ηλικίας μάρτυρες και μεγαλομάρτυρες. Ο άγιος Υάκινθος, ας το πούμε με την ευκαιρία, γιορτάζει στις 3 Ιουλίου.

Μπήκαμε στο παρεκκλήσι και, πίσω απ’ το αριστερό ψαλτήρι, ο Νικόλας άνοιξε μια μικρή πόρτα, που γυάλιζε, σα να ήταν καμωμένη από γλειφιτζούρι. Όπως κατάλαβα από τις ματιές που αντάλλασσαν οι μεγάλοι, εκείνοι ούτε που την έβλεπαν. Ένα γαλάζιο φως τρύπωσε στο χώρο, λες κι είχαμε πρόσβαση σ’ ένα μπαλκόνι με λευκά σύννεφα.

Το αγόρι (σήμερα είναι γαμπρός μου και σπουδαίος άντρας) τους κοίταξε όλους καλά καλά.

«Μόνο παιδιά» δήλωσε.

Υπό άλλες συνθήκες, οι γονείς μας θ’ αρνιούνταν να μας αφήσουν να πάμε μόνοι μας· μα εκείνες τις μέρες οι “κανονικές συνθήκες” μάλλον είχαν ανατραπεί κι εμείς είχαμε αποχτήσει έναν ανομολόγητο σεβασμό και μια σχετική αυτονομία – είχαμε ζήσει και κάνει πολύ περισσότερα απ’ τους μεγάλους!...

Μπήκαμε λοιπόν μόνο τα παιδιά, μικρά και μεγάλα. Έμεινε πίσω μόνο η μικρή Βερούλα, που η μαμά της δεν είχε κατεβεί καν μαζί μας, αλλά παρέμεινε πάνω, στην εκκλησία, και την έσφιγγε στην αγκαλιά της· ήταν φανερή η αγωνία της και για τα δυο της παιδιά, κι ας μην το έλεγε.

Αμέσως βρεθήκαμε σ’ έναν ανοιχτό χώρο, ένα είδος εξοχής, κι ακριβώς μπροστά μας καθόταν και μας περίμενε, για να μας υποδεχτεί αυτοπροσώπως, ο Μελένιος Δράκος!

Μαζευτήκαμε μπροστά του, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο κι ανοίγοντας μάτια και στόμα διάπλατα. Για το μικρό μέγεθός μας, μας φάνηκε μεγάλος σαν ένα κτήριο. Σήμερα υπολογίζω πως θα είχε διαστάσεις περίπου ενός τουριστικού λεωφορείου.

Το χρώμα του ήταν ένα χαρούμενο μοβ (ίσως πρέπει να το πω βυσσινί) κι ήταν καλυμμένος ολόκληρος με απαλό χνούδι. Δεν έμοιαζε με ερπετό, μάλλον μ’ ένα τεράστιο γλυκό σκυλάκι – και ο τρόπος που καθόταν θύμιζε σκυλάκι, και μας κοιτούσε με δυο τεράστια, σμαραγδένια πράσινα μάτια, γεμάτα αγάπη και καλοσύνη.

Τα φτερά του, διπλωμένα, πρέπει να ’ταν μεμβράνες, μα ήταν κι εκείνα σκεπασμένα με το βυσσινί χνούδι.

Εικόνα από εδώ, όπου άρθρο για τους δράκους στην αρχαία ελληνική μυθολογία.

Ο Νικόλας έτρεξε αυθόρμητα και τον αγκάλιασε ενθουσιασμένος! Αυτό μας έδωσε θάρρος και, σιγά σιγά, ένας ένας, πλησιάσαμε και τον αγγίξαμε. Ήταν μαλακός και ζεστός, σα μητρική αγκαλιά.

«Ελάτε! Είναι φιλικός» μας ενθάρρυνε το αγοράκι.

Και κάποια στιγμή το θηρίο άνοιξε το στόμα του:

«Καλώς ήρθατε» είπε με ανθρώπινη λαλιά, που μας ξάφνιασε.

Και, παραμερίζοντας, άφησε να δούμε την πιο θαυμαστή, παραδεισένια χώρα που μπορούσε να χωρέσει η παιδική μας φαντασία! Μια χώρα γεμάτη χρώματα και ζωή.

Εδώ ήταν ένα ανθισμένο λιβάδι, εκεί ένα δάσος, παραδίπλα μια λίμνη και, στο βάθος, όρθωναν το ανάστημά τους χιονισμένα βουνά… Ζώα, πουλιά και ζουζούνια απίστευτης ποικιλίας κυκλοφορούσαν ειρηνικά ή έπαιζαν ή έβοσκαν συντροφιασμένα και συνταιριασμένα σε μια υπέροχη αρμονία. Η βασιλεία του Θεού, όπως την είχαμε δει σε ζωγραφιές μερικών παιδικών βιβλίων στη βιβλιοθήκη του σχολείου.

Μα τότε εκείνες τις ζωγραφιές δεν τις θυμηθήκαμε, θυμηθήκαμε μάλλον μερικές παραμυθένιες ταινίες, που μας είχαν εμπνεύσει και συγκινήσει, όπως Το Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντουλάπα.

«Τι είσαι;» ρώτησε διστακτικά η Μίνα το Μελένιο Δράκο.

Εκείνος φάνηκε να χαμογελάει.

«Είμαι ο δικός του δράκος» απάντησε κι έδειξε με το πελώριο κεφάλι του προς μια κατεύθυνση.

Κοιτάξαμε κι αντικρίσαμε ένα νέο, που έλαμπε μέσα σ’ ένα χρυσαφένιο χιτώνα, έλαμπε η όψη και το χαμογελαστό βλέμμα του, έλαμπαν τα σγουρά καστανά μαλλιά του, γενικά βρισκόταν μέσα στο φως. Μας πλησίασε χαμογελώντας. Τον αναγνωρίσαμε· ήταν ένας από τους χθεσινούς υπερασπιστές μας, αν και τώρα δε φορούσε όπλα, και δε χρειαζόταν φιλοσοφία για ν’ αντιληφθούμε πως ήταν ο άγιος Γεώργιος.

Μας χαιρέτισε με ευγένεια και καλοσύνη και χάιδεψε το δράκο στο μακρύ λαιμό του.

«Θα μας εξηγήσετε;» ρώτησε η Στέλλα – εμείς τα μικρά μάλλον είχαμε χάσει τη μιλιά μας ή ίσως απολαμβάναμε την παρουσία μας σ’ αυτό τον κόσμο και δεν είχαμε την επιθυμία να ζητήσουμε εξηγήσεις. Πρόσεξα τη Λένια και τη Μελίνα, πόσο μεθυσμένες από ευτυχία έδειχναν κι είχαν ακουμπήσει αναπαυτικά στο Μελένιο Δράκο ακριβώς δίπλα στο Νικόλα.

«Αμέσως» είπε ο δράκος. Κοίταξε τον άγιο κι εκείνος του ένευσε να μιλήσει. «Αυτός εδώ ο φίλος μου και αδελφός μου, το καταλάβατε πιστεύω, είναι ο άγιος Γεώργιος…».

Ο άγιος σήκωσε τους ώμους του κάπως αμήχανα· μάλλον δεν του άρεσε να τον λένε άγιο, όπως συμβαίνει γενικά στους αγίους.

«Όταν πολεμήσαμε στο βασίλειο», συνέχισε ο δράκος, «όπου με είχε ρίξει ο Εχθρός των ανθρώπων για να το ρημάξω, με νίκησε με τη δύναμη του Χριστού, αλλά δε με σκότωσε. Με λυπήθηκε και, με την αγάπη του, με εξημέρωσε. Ζήτησε από την πριγκίπισσα να με δέσει από το λαιμό με τη ζώνη της (ξέρετε την ιστορία, ελπίζω) και, τραβώντας με απαλά εκείνη, που ήταν κοριτσάκι σαν εσάς, μικρές μου, με πήγε στην πόλη και κατάλαβαν όλοι οι κάτοικοι πως δεν κινδύνευαν πια. Κι έπειτα ο άγιος, με την προσευχή του, με παρέδωσε στον Κύριο κι Εκείνος με έφερε σ’ αυτό το εξαίσιο περιβόλι και μου χάρισε αυτή τη γλυκιά μορφή, κι εδώ ζω μαζί με τα άλλα πλάσματα της αγάπης Του».

Κοίταξε γύρω ατενίζοντας τον ανοιχτό χώρο, κι εμείς ακολουθήσαμε τη ματιά του.

«Εδώ βρίσκεται το γαϊδουράκι, που μετέφερε την Παναγία στη Βηθλεέμ και στην Αίγυπτο», συνέχισε, «και το άλλο, που έφερε τον Κύριο στην Ιερουσαλήμ λίγο πριν σταυρωθεί… Εδώ είναι και ο Ιορδάνης, το λιοντάρι του αγίου Γεράσιμου του Ιορδανίτη, μαζί με το γαϊδουράκι του φυσικά, και ο Μίσα, η αρκούδα του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, τα ελάφια που έδιναν το γάλα τους στον άγιο Μάμα, όταν τον καταδίωκαν και κρυβόταν στα βουνά δεκαπέντε χρονών παιδί, και οι αγελάδες και οι μέλισσες του αγίου Φιλάρετου, και τα φίδια του αγίου Παΐσιου και γενικά όλα τα υπέροχα ζώα που παίζουν το ρόλο τους στους βίους των αγίων, και άλλα, που η ιστορία τους δεν είναι γραμμένη πουθενά, εκτός από το βιβλίο της αγάπης του Δημιουργού και Θεού».

“Δεκαπέντε χρονών παιδί” είχε πει για έναν άγιο· όλους μας εντυπωσίασε αυτό – τόσο περίπου ήταν η Μίνα και η παρέα της.

Μας κοίταξε με διαπεραστικό βλέμμα κι η φωνή του έγινε ξαφνικά επίσημη:

«Και εδώ βρίσκεται κι ο Χρήστος, ο αδερφός σου, Λένια, και ο Θάνος, ο αδερφός σου, Μίνα, και δυο τρία παιδιά ακόμη που κατάφερα, με τη δύναμη του Χριστού, να προστατεύσω».

***

Πανηγυρίσαμε κι αγκαλιαστήκαμε μόλις το ακούσαμε. Όλα τα κορίτσια, μα πιο πολύ η Μίνα κι η Λένια, έκλαιγαν από χαρά. Ο άγιος Γεώργιος κάτι ψιθύρισε στο αφτί του δράκου – είχε μικρά όρθια αφτάκια, μικρά για τις διαστάσεις του φυσικά – μας ευλόγησε σταυρώνοντας τον αέρα όπως η γιαγιά μας και αποσύρθηκε από τα μάτια μας.

Ο δράκος σηκώθηκε στα δυνατά του πόδια, άπλωσε τα φτερά του χαμηλά, κοντά στο γρασίδι, και κάλεσε εμάς τα μικρά ν’ ανεβούμε πάνω του.

Υπακούσαμε ξετρελαμένοι, όχι μόνο για την πρωτόγνωρη ιππασία, μα και γιατί περιμέναμε να δούμε το Χρήστο και το Θάνο και τα άλλα εξαφανισμένα παιδάκια.

«Πρώτα θα πάμε να τα συναντήσουμε και μετά οι εξηγήσεις» δήλωσε.

Άλλο που δε θέλαμε κι εμείς, φυσικά.

«Θα τα πάρουμε μαζί μας;» ρώτησε γεμάτη λαχτάρα η Μίνα, με το πρόσωπό της μουσκεμένο στα δάκρυα, που όλο έτρεχαν.

«Και βέβαια!» αποκρίθηκε ο δράκος και το κορίτσι ρίχτηκε στην αγκαλιά των φιλενάδων της, της Οξάνας, της Στέλλας και της Σοφίας, κι άρχισαν να κλαίνε κι οι τέσσερις γοερά. Τ’ αγόρια της συντροφιάς της πλησίασαν και τη χάιδεψαν στους ώμους διακριτικά, με σιωπηλή, αγορίστικη εφηβική συγκίνηση.

Νομίζω πως κι εμείς, ο Μιχάλης, ο Κώστας κι εγώ, σκαρφαλωμένοι στο Μελένιο Δράκο, μεγαλώσαμε κάπως περισσότερο αντικρίζοντας αυτή τη σκηνή. Κι αγκαλιάσαμε κι εμείς στοργικά τα δικά μας κορίτσια, που έκλαιγαν κι εκείνα από τη χαρά τους.

Και ξεκινήσαμε. Κοιτάζοντας πίσω, είδα πως η πόρτα από την οποία μπήκαμε βρισκόταν στη βάση ενός ήμερου στρογγυλού βράχου, φορτωμένου λουλούδια. Από ’κεί προφανώς θα βγαίναμε, όταν θα ερχόταν η ώρα, για να φέρουμε την ευχάριστη έκπληξη στους γονείς μας!

Διασχίσαμε το λιβάδι ανάμεσα σε ελάφια, λιοντάρια, ρινόκερους, λαγούς και παγόνια (ακόμη και τώρα δεν ξέρω πού αναφέρονται όλ’ αυτά στους βίους των αγίων), περάσαμε δίπλα απ’ το δάσος, όπου αντιλαλούσαν τα κελαηδίσματα αναρίθμητων πουλιών, και φτάσαμε στην ακύμαντη, αστραφτερή λίμνη.

Από μακριά είδαμε στην ακρολιμνιά ένα κουκλίστικο σπιτάκι, κομψοτέχνημα, που έμοιαζε με μικρή εκκλησούλα, και μπροστά του παίζανε, μέσα στο πράσινο και στα λουλούδια, ο Χρήστος, ο Θάνος (τον ξέραμε από τη φωτογραφία) κι ακόμα πέντ’ έξη παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Μόλις μας είδαν, τα δυο αγόρια ξεχύθηκαν προς το μέρος μας ξεφωνίζοντας από χαρά και σφιχταγκάλιασαν τις αδερφές τους!

Κι εδώ σταματώ για λίγο, γιατί, από τη συγκίνηση, δυσκολεύομαι να συνεχίσω…

***

Φωτο από το Διαδίκτυο
 

Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας. Βέβαια, εσείς ίσως δεν περιμένατε. Τέλος πάντων, κοιμήθηκα χθες το βράδυ και κάπως συνήλθα, το πρωί πήγα στη δουλειά κι επιτέλους τώρα είναι απόγευμα, το πολυπόθητο απόγευμα, και ήρθε η ώρα να συνεχίσω.

Ήταν φανερό πως τα παιδιά εκεί πέρα είχαν στη διάθεσή τους αφθονία τροφών. Όμως σε λίγο κι ενώ μας περιέγραφαν εκστασιασμένοι τις εμπειρίες τους από τον τόπο, ένα κορίτσι γύρω στα δέκα, η Μαρίνα, μας είπε ενθουσιασμένη:

«Θα πρέπει να δοκιμάσετε και δρακόμελο!».

«Δρακόμελο;».

Κοιτάξαμε απορημένοι τον καινούργιο μας φίλο, το δράκο.

«Έι, δε βγάζω μέλι», χαμογέλασε εκείνος· «το μέλι είναι από τις μέλισσες του αγίου Φιλάρετου! Εγώ μόνο το μεταφέρω, γι’ αυτό τα παιδιά το λένε δρακόμελο κι εμένα με λένε Μελένιο Δράκο». Σκέφτηκε μια στιγμή. «Μάλλον με λένε Μελένιο Δράκο», διόρθωσε, «επειδή έγινα ακριβώς το αντίθετο απ’ τους συνηθισμένους άγριους δράκους που ξέρει ο κόσμος. Δυστυχώς» πρόσθεσε μελαγχολώντας «είναι δύσκολο να μεταστραφούν, όπως με μετάστρεψε εμένα ο άγιος Γεώργιος… Έχω συναντήσει αρκετούς (μη νομίζετε πως δεν υπάρχουν), αλλά αναγκάζομαι να τους πολεμήσω για να μην καταστρέφουν χωριά και πόλεις».

«Εμείς δεν ακούσαμε τίποτα για δράκους που καταστρέφουν χωριά και πόλεις» σχολίασε ο Νόντας.

«Δεν έχετε ακούσει για πυρκαγιές; Για κτήρια ή γέφυρες που καταρρέουν; Για πολύνεκρα δυστυχήματα με πολλά αυτοκίνητα; Ε, για ορισμένα απ’ αυτά, λυπάμαι που το λέω, ευθύνονται δράκοι. Μόνο που, τις πιο πολλές φορές, οι άνθρωποι δεν τους βλέπουν· ή τους βλέπουν, αλλά ντρέπονται να το πουν· ή το λένε, αλλά κανένας δεν τους πιστεύει».

Έτσι λύθηκε και το μυστήριο του δρακόμελου. Απόμενε όμως το σημαντικότερο ή, αν θέλετε, το μόνο αληθινά σημαντικό: οι ψυχοκάντζαροι και τα κομπιουτεροκακάκια.

«Είναι πλάσματα δαιμονικά, μαγικά, από τον κόσμο του σκοταδιού» μας εξηγούσε σε λίγο, με φωνή γεμάτη φρίκη, ο Μελένιος Δράκος.

«Πώς τρύπωσαν στον κόσμο μας;» ρώτησε η Στέλλα.

«Μα, αδελφή μου, πάντα ήταν στον κόσμο σας» αποκρίθηκε εκείνος· «απλά, σε κάθε εποχή βρίσκουν διαφορετικούς τρόπους να σας καταστρέψουν. Κάθε φορά εκμεταλλεύονται αυτό που λατρεύετε πιο πολύ – και σήμερα αυτό που λατρεύετε πιο πολύ είναι η τεχνολογία».

Ανατριχιάσαμε.

«Τι κάνουν;» ξεστόμισε ο Μιχάλης την ερώτηση που θέλαμε ν’ απευθύνουμε όλοι.

Ο δράκος μας αναστέναξε ελαφριά – δηλαδή ξεκουφαίνοντάς μας και παραλίγο κάνοντάς μας να πλευριτώσουμε.

«Τοποθετούν αθόρυβα και αθέατα στις συσκευές σας αυτά τ’ αβγουλάκια» εξήγησε. «Απ’ αυτά, βγαίνουν μικροσκοπικά ζωύφια· όντα αόρατα για σας, θα έλεγα “πνευματικά” ζωύφια, αν αυτή η λέξη σημαίνει κάτι».

Νεύσαμε καταφατικά.

«Εμείς γιατί τα είδαμε;» ρώτησε η Λένια.

«Επειδή είστε μικρές και αθώες ακόμη», απάντησε ο δράκος· «γι’ αυτό ο Κύριος επέτρεψε να τα δείτε, για να βοηθήσετε και τους μεγαλύτερους. Βέβαια, γι’ αυτό σας κυνήγησαν, Λένια μου, αλλά έτρεξαν οι πολεμιστές Του να σας βοηθήσουν μόλις το ζητήσατε!».

Η Λένια αγκάλιασε τη Μελίνα γεμάτη αγάπη· όλοι, μα πιο πολύ εκείνη και η μαμά μου, είχαμε γλιτώσει από του Χάρου τα δόντια.

Ασυναίσθητα κοίταξα τους Πειρατές· φαίνονταν λυπημένοι, πράγμα φυσικό, που μας είχαν στήσει παγίδα παίζοντας το παιχνίδι των ψυχοκάντζαρων (ο δράκος καθόλου δε μεταχειρίστηκε αυτή τη λέξη)· ευτυχώς δεν υπήρξαν ανεπανόρθωτες συνέπειες. Το αντίθετο – τώρα ήμασταν όλοι φίλοι!

«Αυτά τα ζωύφια, καθώς κολλάτε στις συσκευές σας, μπαίνουν στο νου σας, φωλιάζουν και πολλαπλασιάζονται, δημιουργούν ολόκληρες αποικίες και προκαλούν πλύση εγκεφάλου, εξάρτηση και αποβλάκωση».

«Δηλαδή μέσα στο μυαλό μας έχει… αυτά τα ζωύφια;» ρώτησε ο Τζίμης κι όλοι κάναμε μορφασμούς αηδίας.

Ο δράκος μας δεν απάντησε, παρά κούνησε το κεφάλι του, δίνοντάς μας να καταλάβουμε πως ήταν έτσι.

«Δηλαδή να πετάξουμε τα κομπιούτερ; Να πετάξουμε τα smartphones; Να βγούμε απ’ το Facebook;» ρώτησε η Μίνα.

«Κοίτα, η αλήθεια είναι πως δε σας χρειάζονται όλα αυτά. Είναι εργαλεία, δεν είναι παιχνίδια – από τη στιγμή που έγιναν παιχνίδια, έγιναν και, πώς να το πω, τόπος καλλιέργειας των ζωυφίων». Μας κοίταξε διαπεραστικά. «Και να ξέρεις» συνέχισε «πως εκείνοι που τα μετέτρεψαν σε παιχνίδια δεν το έκαναν για να σας ευχαριστήσουν. Αν ήθελαν το καλό σας, θα σας έλεγαν να συναντιέστε, να παίζετε στις αλάνες, να διαβάζετε ωραία βιβλία και, ακόμη, να έχετε πάντα στην καρδιά σας τον Κύριο, να ξέρετε απ’ έξω κι ανακατωτά το ευαγγέλιο και να ζείτε κατά τη διδασκαλία του».

«Μα αυτά είναι από τον καιρό της γιαγιάς μας» διαμαρτυρήθηκε η Σοφία.

«Δηλαδή από τον καιρό που οι σοφοί άνθρωποι δίδασκαν και καθοδηγούσαν τα παιδιά και τους αμαθείς και ανώριμους νέους σαν εσάς» αποκρίθηκε ο δράκος. «Αμαθείς και ανώριμους, δεν το λέω για να σας κατηγορήσω· πώς θα γίνεις σοφός και ώριμος χωρίς δασκάλους; Και οι πρώτοι δάσκαλοι σε όλα τα πλάσματα είναι οι άνθρωποι της οικογένειάς τους».

«Που τώρα δεν επικοινωνούμε καθόλου μαζί τους» παραδέχτηκε η Οξάνα. «Πρώτοι και τελευταίοι δάσκαλοί μας είναι η τηλεόραση, το Internet, το Faebook και δε συμμαζεύεται».

«Και δε μου λες», ρώτησε ο Κώστας, «αυτή η ιστορία με τ’ αβγουλάκια και τα ζωύφια, μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει ή και παραπέρα;».

«Σε όλο τον κόσμο, αγαπημένε μου αδελφέ» απάντησε λυπημένα ο Μελένιος Δράκος, «σε όλο τον κόσμο».

Σωπάσαμε προβληματισμένοι αρκετή ώρα. Δε διανοηθήκαμε καν, φυσικά, να μην τον πιστέψουμε – όλος αυτός ο παραδεισένιος κόσμος, στον οποίο είχαμε εισαχθεί, μας έπειθε και για τα πιο απίστευτα.

«Και τα εξαφανισμένα παιδιά;» ρώτησα ξαφνικά.

Ο Μελένιος Δράκος βούρκωσε κι όλοι περιμέναμε με αγωνία την απάντησή του.

«Δυστυχώς, κάθε τόσο οι εχθροί σας πεινάνε! Όχι επειδή χρειάζονται φαγητό, αλλά επειδή λαχταράνε τη νοστιμιά της ανθρώπινης σάρκας, που όσο τη μισούν, άλλο τόσο ποθούν να την απολαύσουν… Αρπάζουν λοιπόν κάποιον – και μεγάλους, αλλά προτιμούν τα παιδιά – και τον…», κόμπιασε λίγο, «και τον ξεκοκαλίζουν, πώς να το πω; τον τρώνε!».

«Δηλαδή είναι νεκρά όλ’ αυτά τα παιδιά; Τα φάγανε;» ρώτησε με φρίκη η Μελίνα.

«Δυστυχώς, καλή μου… Φυσικά, παιδιά εξαφανίζουν και άνθρωποι· είναι απίστευτο πόσο χειρότεροι από μας τους δράκους μπορεί να γίνουν οι άνθρωποι, το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, που γίνεται το χειρότερο… Αλλά πολλά από τα παιδιά που ψάχνετε τα έχουν εξαφανίσει…».

«Τα διαβολάκια» συμπλήρωσε ριγώντας σύγκορμη η Στέλλα.

«Ναι, αδελφή μου. Αυτά εδώ τα λίγα παιδιά κατάφερα να τα σώσω και να τα φέρω εδώ, επειδή με εμπιστεύτηκαν· βέβαια δεν πρέπει να εμπιστεύεστε κάθε τι που βλέπετε! Αλλά εδώ συνέβη να εμπιστευτούν πραγματικά ένα φίλο».

Σκέφτηκε μια στιγμή.

«Ο σωστός δρόμος είναι άλλος», κατέληξε. «Και ο σωστός τρόπος ν’ απαλλαγείτε από τα ζωύφια και, αν θέλετε, να βοηθήσετε και τους φίλους σας, είναι άλλος».

«Ποιος;» ρωτήσαμε όλοι ανυπόμονα.

Ο Μελένιος Δράκος σούφρωσε τα χοντρά του χείλη κι απάντησε σαν σοφός γέρος, που λέει λίγα, επειδή εμπιστεύεται τους ακροατές του, αν και ανήλικους, ότι θα καταλάβουν πολλά:

«Θα σας πει ο μπαμπάς σου, Νικόλα, ο πατέρας Σάββας. Αυτόν ν’ ακούσετε και, ακολουθώντας τον, θ’ ακολουθήσετε τους αγίους σας, την Παναγία (ω, πόσο την αγαπώ! – και την έχω δει μια φορά στη ζωή μου) και το Χριστό· και μαζί τους θα είστε πραγματικοί σταυροφόροι και πολεμιστές».

«Όχι… αναποδοσταυροφόροι!» χαμογέλασε η Μίνα κι όλοι κουνήσαμε το κεφάλι μας.

Κοιταχτήκαμε χωρίς λόγια· δυσκολευόμασταν ακόμη να τα χωνέψουμε μαζεμένα, τόσα πολλά.

«Όμως δεν είναι εύκολο» συμπλήρωσε ο δράκος μας. «Το εύκολο είναι ν’ αφήσετε τα ζωύφια να σας κυριεύσουν· να γίνετε άβουλοι σα μαριονέτες, πώς το λέτε, σα ρομπότ. Το να πολεμήσετε είναι το δύσκολο. Αλλά αυτό είναι το ωραίο, αυτό είναι που αξίζει… Να νικήσετε τελείως; Δεν το βλέπω. Να ελευθερωθείτε εσείς και να βοηθήσετε κι άλλους, με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού, ναι, το βλέπω και το εύχομαι για σας».

Άπλωσε τις φτερούγες του.

«Άντε, ανεβείτε τώρα», χαμογέλασε, «ώρα να πάμε στις οικογένειές σας που περιμένουν!».

Σημείωση: Ο Μελένιος Δράκος έχει ακόμα λίγο, που, Θεού θέλοντος, θα δημοσιευτεί σε δυο τρεις μέρες. Προτείνουμε όμως ωστόσο και τα εξής: 

Σε επείγουσα αναζήτηση Δρακοντοκτόνων 

Τελικά, υπάρχουν δράκοι; 

Αληθινοί δράκοι (& η δρακοντοκτονία του αγίου Γεωργίου)

 
Αφιέρωμα στον άγιο Γεώργιο & σκέψεις για τη δρακοντοκτονία

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...