Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

Μελένιος Δράκος – Κεφάλαιο 10 (α΄ μέρος)


Φωτογραφία από εδώ

Εδώ Μίνα.

Την είσοδό μου στο βασίλειο του Μελένιου Δράκου τη βίωσα τελείως διαφορετικά από τους παλιούς και τους καινούργιους φίλους μου!...

Μέχρι τότε, η πιο φρικαλέα εμπειρία της ζωής μου – των 16 χρονών – ήταν η αιχμαλωσία μας απ’ τους αναποδοσταυροφόρους. Κι αυτή η εμπειρία, δυστυχώς για μένα, συνεχίστηκε μόλις πέρασα τη μικρή θαυματουργική πόρτα!...

Όταν κατεβαίναμε στο υπόγειο, ο πατέρας Σάββας με τράβηξε λίγο και μου είπε διακριτικά:

«Να λες “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με την αμαρτωλή”».

Άραγε, είχε κάποιου είδους φώτιση και το είπε ειδικά σε μένα; Μήπως το είχε πει μυστικά σε όλους, στον καθένα ξεχωριστά; Ποτέ δεν τον ρώτησα.

Πάντως, αφού εκνευρίστηκα για μερικά δευτερόλεπτα, το διέγραψα αμέσως απ’ το μυαλό μου, σαν άχρηστο κατάλοιπο ενός σκοτεινού και δυστυχισμένου, μεσαιωνικού παρελθόντος. Η γενιά μου θεωρεί αμαρτίες μόνο το φόνο και την απάτη· όλα τ’ άλλα επιτρέπονται. Πώς τολμούσε κάποιος που δε με ήξερε καν, ένας μεγάλος, που ισχυριζόταν πως υπηρετεί το Θεό, να με συμβουλεύσει να προσεύχομαι στο Θεό του ομολογώντας πως είμαι αμαρτωλή; Πού ήμασταν, στην Ιερά Εξέταση; Μα σ’ όλες αυτές τις λυπητερές ιστορίες, εγώ ήμουν με τις μάγισσες κι όχι με τους ιεροεξεταστές, με τις πόρνες κι όχι με τους πουριτανούς!

Αυτά πέρασαν απ’ το μυαλό μου χωρίς λόγια, και μετά πάτησα νοερά delete. Εντάξει, ο άνθρωπος μας είχε βοηθήσει – έτσι νομίζω τουλάχιστον – και δεν ήθελα να του κρατήσω κακία. Ένιωσα μεγαλόψυχη· έδειξα κατανόηση κι απλώς διέγραψα με περιφρόνηση την απαρχαιωμένη, ακατανόητη συμβουλή του. Και πέρασα την πόρτα.

Αμέσως βρέθηκα σ’ έναν έρημο, θλιβερό τόπο, κατάμαυρο, γεμάτο στάχτες κι αποκαΐδια. Παντού μύριζε καμένο, ο ουρανός ήταν μαύρος, σκεπασμένος από βαριά σύννεφα, ξερά βράχια κείτονταν σκορπισμένα ώς εκεί που έφτανε το μάτι και, το χειρότερο, οι φίλοι μου είχαν γίνει άφαντοι!

Πάγωσα. Κι από μερικές σχισμάδες στις ρίζες των βράχων άρχισε ν’ αναβλύζει, όχι νερό, μα υγρό, ρευστό σκοτάδι, που σχημάτιζε ρυάκια κι ερχόταν προς εμένα από κάθε κατεύθυνση.

Κοίταξα γύρω μου, από πού να φύγω. Δεν έβλεπα ψυχή, ούτε άλλαζε πουθενά το τοπίο. Τα ρυάκια πλήθαιναν, πλησίαζαν και με περικύκλωναν. Απ’ όπου περνούσαν, κατάπιναν το έδαφος και τα βράχια – σύντομα θα έρχονταν κοντά μου και θα με κατάπιναν κι εμένα!

Το στόμα μου στέγνωσε, ο φόβος με παρέλυσε. Κι εκείνη την ώρα, μια γνώριμη φιγούρα φάνηκε ν’ ανατέλλει κάπου μακριά, στον ορίζοντα. Τα ’χασα, μα αμέσως στην καρδιά μου γεννήθηκε ελπίδα! Αυτή η φιγούρα, που μόλις διακρινόταν πολύ μακριά και που η θέα της με ταρακούνησε και με ξύπνησε, ήμουν σίγουρη πως ήταν η γιαγιά μου!

Σα να συνήλθα από λήθαργο, θυμήθηκα τα λόγια του παπά Σάββα. Κατάλαβα πως είχε λόγο που μου τα είπε κι αρπάχτηκα απελπισμένα από πάνω τους, σα να ήταν σκοινί:

«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με την αμαρτωλή!» φώναξα – μάλλον το φώναξα στο υποσυνείδητό μου, ίσως κι όλο το σκηνικό ήταν στο υποσυνείδητό μου, γιατί κανένας δεν τ’ άκουσε.

Και μεμιάς όλα κείνα τα ζοφερά κι απειλητικά εξαφανίστηκαν, ως διά μαγείας ή, καλύτερα, ως εκ θαύματος, και βρέθηκα ανακουφισμένη κι εξαντλημένη στο υπέροχο λιβάδι με τους φίλους μου και το Μελένιο Δράκο και τον όμορφο άη Γιώργη κι όλα τα ζώα!

Ο άη Γιώργης μου ’ριξε μια ματιά γεμάτη νόημα και θυμάμαι να πλησίασε και να μου χάιδεψε τα μαλλιά. Όταν το ’πα, κανείς άλλος δεν το θυμόταν· αλλά για μένα, αυτή η στιγμούλα ήταν η πιο γλυκιά, ελπιδοφόρα, δυναμωτική και προπαντός πραγματική στιγμή της ζωής μου – μια στιγμή καταξίωσης και σεβασμού: ένας άγιος, που δε φοβήθηκε το σκληρότερο βασιλιά (δεν είχα ιδέα βέβαια τότε για την ιστορία του – φαντάσου, ήμουνα δεκάξι, ήξερα όλους τους ήρωες και τις ηρωίδες των comics και των cartoons, όλους τους τραγουδιστές και τους σταρ του σινεμά και της τηλεόρασης, και κανείς δε μου είχε πει την ιστορία του άη Γιώργη!), που άντεξε σε βασανιστήρια, που είδε το Χριστό, που έμεινε νέος, ζωντανός και θαυματουργός τόσους αιώνες, χάιδεψε τα μαλλιά ενός κοριτσιού γεμάτου σκουλαρίκια και τατουάζ, οργισμένου και πικραμένου, που διακήρυττε σε όλους τους τόνους πως δεν πίστευε στο Θεό κι έφτυνε με μίσος και περιφρόνηση την Εκκλησία κι όλες τις καθυστερημένες γριές που σέρνονταν σα σκιές και τρύπωναν μέσα σ’ αυτήν!

 


Έτσι νόμιζα δηλαδή τότε. Έτσι νόμιζε ολόκληρη η γενιά μου – έτσι νομίζει και η τωρινή γενιά, αφού κυριαρχούν κι ολοένα δυναμώνουν οι αναποδοσταυροφόροι και οι ψυχοκάντζαροι!...

Κι εκείνη την ώρα, περνώντας ανάμεσα σε όλους τους φίλους μου, παλιούς και καινούργιους, πλησίασα το Μελένιο Δράκο με τα μεγάλα, πανέμορφα, αθώα μάτια, και τον ρώτησα:

«Τι είσαι;».

Και τη συνέχεια την ξέρετε: μας εξήγησε και μας ανέβασε στα φτερά του και μας πήγε στη λίμνη με το κουκλίστικο σπιτάκι και βρήκαμε το Θάνο και το Χρήστο, τον αδερφό του Γιάννη, και κάμποσα ακόμα προστατευμένα παιδιά, και μιλήσαμε για τους ψυχοκάντζαρους και τα μυαλομικρόβια και μετά μας πήρε ξανά, πετάξαμε και γυρίσαμε από το πορτάκι πίσω στην εκκλησία και στους γονείς μας, που περιμένανε με αγωνία – αγωνία που επιβραβεύτηκε και μετατράπηκε σε απερίγραπτη, παραδεισένια χαρά, μόλις είδανε τα χαμένα παιδιά τους!

Κι εκεί, μέσα στα κλάματα, στα φιλιά και τις αγκαλιές με τα εξαφανισμένα και ξαναφανερωμένα αγόρια, είδα πρώτη φορά έναν καλό άνθρωπο να πεθαίνει στ’ αλήθεια μπροστά στα πόδια μου, σε μια σύγκρουση τραγικότερη απ’ όσες είχαν αντικρίσει τα μάτια μου μέχρι τότε.

***

Παρόλο που νιώθω την ανάγκη να σταματήσω και να σας πω για τη γιαγιά μου, επειδή καταλαβαίνω πως σας έβαλα σε αγωνία, θα συνεχίσω με τη μάχη και την αυτοθυσία του καλού ανθρώπου.

Θα το γράψω μάλιστα εγώ, γιατί ο Γιάννης μου φάνηκε πολύ συγκινημένος για να το κάνει. Έτσι, θα πάρω αυτή την τιμή, και νομίζω πως είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή μου για τη συμμετοχή μου στη διήγηση της ιστορίας…

Ανεβήκαμε στο ναό. Μπροστά στα ζωγραφισμένα μάτια της Παναγίας Γαλακτοτροφούσας (δεν ήξερα τότε τη σύνδεσή της με το Χρηστάκη και τα υπόλοιπα παιδιά) διαδραματίστηκαν οι σκηνές, ή μάλλον οι πανηγυρισμοί και το παραλήρημα της συγκίνησης, της αγάπης και της ευτυχίας!

Ο πατήρ Ανέστης έκλαιγε κι αυτός σα μωρό παιδί, ακριβώς το ίδιο με τις μαμάδες μας. Είχε εξομολογήσει εκείνους που ήθελαν να εξομολογηθούν κι ένιωθε κι ο ίδιος σαν αναβαπτισμένος – είδατε τι λέξεις χρησιμοποιώ τώρα; λέξεις που ούτε τις είχα ακουστά μέχρι τότε.

Άκουσα καθαρά το θείο των παιδιών, τον Άρη, να λέει στον παπά Σάββα αγκαλιάζοντάς τον, ενώ γελούσαν και τ’ αφτιά του:

«Σε παραδέχομαι, πάτερ μου!... Και να σου πω, το μισό απ’ αυτό που ευχήθηκα το ’χω κάνει, καβάλησα το δράκο και είμαι, νομίζω, ο μόνος ενήλικας εδώ πέρα που τον έχει δει! Το άλλο μισό μου μένει μόνο, ο πόλεμος με τους δαίμονες!».

«Σ’ αυτό τον πόλεμο, πολλοί χάνουν τη ζωή τους» απάντησε ο ιερέας, λάμποντας κι εκείνος από χαρά.

«Ίσως δεν είμαι καλό παλικάρι για κάτι τέτοιο», είπε κάπως ντροπαλά ο Άρης, «πάντως, αν είναι να πεθάνεις, αξίζει να πεθάνεις σώζοντας κάποιον!».

Πόση ώρα πέρασε; Ούτε θυμάμαι· είχε σταματήσει να κυλάει ο χρόνος για τις καρδιές μας.

Καταλάγιασαν οι πανηγυρισμοί και διηγηθήκαμε, μιλώντας ο ένας πάνω στον άλλο, όλα όσα μας είχε πει ο Μελένιος Δράκος. Οι μεγάλοι άκουγαν με το στόμα ανοιχτό. Κανείς δε μας αμφισβήτησε· είχαν δει πια αρκετά, όπως κι εμείς άλλωστε, και είχαν πειστεί πως τα πράγματα ήταν σοβαρά και, κυρίως, αληθινά.

Αργότερα ορισμένοι αναρωτήθηκαν αν όσα έζησαν κείνη τη μέρα είχαν συμβεί πράγματι· αλλά κοιτάζοντας τη φωτογραφία με το σταυρουδάκι, που ένα αντίγραφό της πήραμε όλοι μας, τιμής ένεκεν (θα σας πει αργότερα ο Γιάννης γι’ αυτήν), προσγειώνονταν στην πραγματικότητα.

Ο πατήρ Σάββας έμεινε άναυδος όταν άκουσε πως εκείνος έπρεπε να μας καθοδηγήσει στον αγώνα μας με τους ψυχοκάντζαρους.

«Είμαι πολύ νέος» ψιθύρισε και στο μέτωπό του φάνηκαν στάλες ιδρώτα. «Ο π. Ανέστης είναι ηλικιωμένος και έμπειρος».

«Εσύ όμως είσαι τίμιος και αγνός» αποκρίθηκε ο π. Ανέστης πιάνοντάς τον απ’ τον ώμο. «Μη φοβάσαι, αν κάπου μπορώ να σε στηρίξω, θα το κάνω με όλες μου τις δυνάμεις. Κι ας αφήσουμε τον Κύριο να μας οδηγήσει, όπως πρέπει να κάνουμε ως ιερείς Του».

Ο νεαρός παπάς μας κοίταξε όλους με τα ωραία γαλάζια μάτια του· εκείνο το βλέμμα μου έμεινε αξέχαστο.

«Αν θέλετε ν’ αρχίσετε μια καινούργια ζωή, παιδιά», είπε, «κι εσείς, αδελφοί και αδελφές μου», και κοίταξε τους μεγάλους, «θα πορευτώ μαζί σας σε αυτό το δρόμο με όλη μου την καρδιά. Να ξέρετε πως είναι δρόμος χαράς, αλλά και αγώνα· δρόμος σταύρωσης, αλλά και ανάστασης».

***

Κι εκείνη την ώρα, από την εξώπορτα του ναού εισέβαλαν θορυβώντας, στριγκλίζοντας και βρομοκοπώντας οι ψυχοκάντζαροι! Κοπάδι ολόκληρο, συνοδευόμενο από ένα πλήθος αναποδοσταυροφόρους με γυμνά τα ξίφη!

Όλοι κερώσαμε. Ορισμένοι νομίζω πως κάνανε το σταυρό τους, ή τουλάχιστον προσπαθήσανε, μα δεν ξέρω αν τους άφησε ο ξαφνικός τρόμος ή και κάποια μαγική δύναμη που εξαπολύσανε κατά πάνω μας τα δαιμόνια.

Θυμάμαι που αναρωτήθηκα πώς ήτανε δυνατό να τρυπώνουν έτσι μέσα σε μια εκκλησία και μάλλον πως όλοι, λίγο πολύ, κάνανε την ίδια σκέψη. Αναρωτήθηκα μήπως αυτό σήμαινε πως ο Θεός τελικά δεν υπήρχε ή πως ήταν ανίσχυρος μπροστά στους εχθρούς μας – ή μήπως αυτοί δεν ήταν δικοί του εχθροί και θα τους άφηνε να μας ξεκάνουν;

Όλ’ αυτά απαντήθηκαν σε μερικά δευτερόλεπτα.

Ανάμεσα στους αναποδοσταυροφόρους ξεχώρισε ο αρχηγός τους, ο ψηλολέλεκας με τη νεκροκεφαλή, που πετούσε γαλάζιες φλόγες από τα χέρια και το κεφάλι του. Κι εκείνος στάθηκε απέναντι στον πατέρα Σάββα, μούγκρισε σαν πεινασμένος τυραννόσαυρος και τον σημάδεψε με τις φωτιές του!

Ο π. Σάββας δεν κουνήθηκε. Από φόβο; Από θάρρος; Δεν ξέρω. Όλοι εμείς σκορπίσαμε δεξιά κι αριστερά, να μη χτυπηθούμε. Αλλά ο Άρης, χωρίς να χάσει λεπτό, πετάχτηκε μπροστά, έβαλε το κορμί του ανάμεσα στο τέρας και τον παπά Σάββα και δέχτηκε κατάστηθα τη γαλάζια βολίδα!

Όλοι τσιρίξαμε τρομαγμένοι, μα αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στις τσιρίδες των αποκρουστικών καλικάντζαρων, που απογοητεύτηκαν με την αστοχία.

Ο π. Σάββας σα να ξύπνησε. Ο π. Ανέστης του ’βαλε στο χέρι το πετραχήλι του κι ο ίδιος πρόσεξα πως φορούσε το δικό του – το ’χε πάρει φαίνεται σαλτάροντας στο γραφείο από την ανοιχτή πόρτα που ήταν δίπλα του.

Σαν αστραπή ο παπά Σάββας το φόρεσε και ύψωσε το δεξί του χέρι, κρατώντας ένα σταυρό.

Άρχισε να μιλάει, προφέροντας λόγια που δε θυμάμαι, μα που σίγουρα ήτανε λόγια εξορκισμού. Κι όσο μιλούσε, μεταμορφωνόταν, όχι στην εμφάνιση, μα στην ψυχή, στο κουράγιο, στον τόνο της φωνής του, κι άρχισε να προχωράει και να πλησιάζει το συρφετό των εχθρών μας, που κουτρουβαλιάζονταν τώρα κι όπου φύγει φύγει.

Τελικά ο Θεός θα πολεμήσει στο πλευρό μας, συλλογίστηκα στιγμιαία. Κοίταξα τον Άρη – ήταν σωριασμένος ακριβώς κάτω από τη μεγάλη εικόνα της Παναγίας, που φαινόταν να τον κοιτάζει στα μάτια. Κανείς δεν τολμούσε ακόμη να σηκωθεί, από κει που ήμασταν πεσμένοι και κρυμμένοι σαν τα κουνέλια, και να πάει κοντά του…

Μόνο όταν ο παπά Σάββας απώθησε προχωρώντας τα κτήνη, τα έβγαλε απ’ την πόρτα της εκκλησίας κι εκείνα χάθηκαν μέσα σε κρότους, τσιρίδες, καπνούς και σπίθες (ο π. Ανέστης δεν είχε κουνηθεί, μόνο κοιτούσε, σαν έτοιμος να προστατέψει εμάς αν κάτι άλλο μας πλησίαζε), τότε όλοι πεταχτήκαμε πάνω και κυκλώσαμε τον τραυματία.

Ήρθε κι ο παπά Σάββας, μούσκεμα στον ιδρώτα, κατάχλομος.

Έσκυψε πάνω του κι ακούμπησε το σταυρό στο στήθος του. Δε φαίνονταν αίματα, ούτε σημάδια. Ο Άρης, ο καλός άνθρωπος, ο Κρητικός, άνοιξε τα μάτια του, τον είδε και χαμογέλασε.

«Για δες, το ’πα κι έγινε» ψιθύρισε, ίσα που ακούστηκε. «Δόξα τω Θεώ». Μετά κοίταξε τον π. Ανέστη, που τον είχε εξομολογήσει λίγη ώρα πριν. «Ευχαριστώ» του είπε ψιθυριστά.

«Ένα γιατρό!» φώναξε ο μπαμπάς του Χρήστου κι έτρεξε στο γραφείο να τηλεφωνήσει.

Ο Άρης ύψωσε τα μάτια του στην εικόνα της Παναγίας. Ήταν προφανές τι θα γινόταν· ανατρίχιασα. Εκείνος χαμογέλασε.

Και μ’ αυτή την έκφραση, που νομίζω πως κανείς δε θα την ξεχάσει, χαμογελώντας, με το βλέμμα καρφωμένο στην εικόνα της Παναγίας, έφυγε η ψυχή του.

***

Ο άγιος Ματθαίος Ρεθύμνου (αναλυτικά εδώ), ένας Κρητικός άγιος μάρτυρας του 1700. Δείτε και εδώ.
 

Σ’ ευχαριστώ, Μίνα. Είναι τιμή για μένα που εσύ ειδικά διηγήθηκες αυτές τις στιγμές. Θα συνεχίσω εγώ και θα σου δώσω το λόγο αργότερα, γιατί είναι πολύ σημαντικό να μιλήσεις για τη γιαγιά σου.

Ο ιατροδικαστής αποφάνθηκε καρδιακή προσβολή. Η αστυνομία δεν το έψαξε περισσότερο. Ούτε για την επιστροφή των χαμένων παιδιών το έψαξε περισσότερο· δεν ξέρω κι αν την ενημέρωσαν όλοι οι γονείς. Φυσικά, κανείς μεγάλος δεν αποκάλυψε τις εξωπραγματικές λεπτομέρειες. Όσο για μας τα παιδιά, κανείς δε μας ρώτησε – κι αν μας ρωτούσε, δε θα μας πίστευε.

Η κηδεία του θείου μου έγινε στην Κρήτη, στο χωριό μας. Ο παππούς κι η γιαγιά, οι γονείς του, έκλαψαν πολύ. Μέσα στη χαρά τους για την ανακάλυψη του εγγονού τους, έζησαν τη μεγαλύτερη τραγωδία που μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος: έθαψαν το παιδί τους.

Όλοι οι φίλοι μας με τις οικογένειές τους, όσοι βρισκόμασταν στην εκκλησία εκείνη τη μέρα, καθώς και οι οικογένειες των άλλων χαμένων (μα στην ουσία προστατευμένων) παιδιών, που είχαν επιστρέψει μαζί μας από το βασίλειο του Μελένιου Δράκου, κατέβηκαν σύσσωμοι στην Κρήτη και παραστάθηκαν στην κηδεία. Το ίδιο και οι δυο ιερείς, μαζί με τους ιερείς όλων των χωριών της περιοχής μας και το δεσπότη.

Ο π. Σάββας έβγαλε λόγο, είπε δακρυσμένος πως ο θείος μας πέθανε για να τον σώσει και τόνισε στους γονείς του πως ο θάνατος είναι ένα ταξίδι, που ο θείος μας το είχε κάνει με τον καλύτερο τρόπο, και πως όλοι μια μέρα θα τον ξαναβλέπαμε στον παράδεισο. Δεν τόλμησε να πει όλη την αλήθεια, για το Μελένιο Δράκο, τους ψυχοκάντζαρους, τους αναποδοσταυροφόρους και τα κομπιουτεροκακάκια. Εμείς, τα παιδιά, λαχταρούσαμε να ειπωθούν όλα κι αγανακτήσαμε με τη σιωπή του. Όμως μετά την κηδεία τα διαδώσαμε εμείς, και στον παππού και τη γιαγιά μας και σ’ όλο τον κόσμο.

Ποιοι μας πίστεψαν; Φοβάμαι πως μόνο οι φίλοι μας, τα παιδιά του χωριού, που μας έδωσαν σημασία και μας πρόσφεραν συμμαχία…

Οι συγγενείς μας κι οι φίλοι του θείου Άρη κουβάλησαν το φέρετρό του στους ώμους τους. Πάνω απ’ τον τάφο του άδειασαν τα τουφέκια τους. Τον έθαψαν σαν να ήταν ο καλύτερός τους, σαν οπλαρχηγό του παλιού καιρού, απ’ αυτούς που διαβάζουμε στα βιβλία για την ιστορία και τις επαναστάσεις της Κρήτης.

Εμείς είχαμε την ιδέα, κι ακόμα και σήμερα το πιστεύω ακράδαντα, πως ο θείος μας ήταν κάτι μεγαλύτερο από οπλαρχηγός: ένας μάρτυρας και πιθανόν άγιος. Κι αυτή την ιδέα την αποδέχτηκε ο π. Σάββας και τύπωσε αντίγραφα μιας φωτογραφίας του θείου Άρη, μιας υπέροχης, γελαστής φωτογραφίας, που του είχε βγάλει ένας πλανόδιος φωτογράφος τη βραδιά του γάμου με τα φεγγαροπρόβατα, που σας είχα διηγηθεί στην αρχή αυτής της ιστορίας, ζωγράφισε στη γωνία ένα σταυρουδάκι και τη μοίρασε σε όλους μας.

Και μετά μας μάζεψε στην εκκλησία του χωριού μας, όλα τα παιδιά, κι εμάς και τους Πειρατές των Υπονόμων, μας ευλόγησε με την εικόνα της Παναγίας της Γαλακτοτροφούσας (εκείνη που είχαμε βρει το περασμένο καλοκαίρι στο βράχο πίσω από τις φραγκοσυκιές) και μας έχρισε Ιππότες της, παίρνοντας από μας την υπόσχεση πως θα μεγαλώναμε σα χριστιανοί και θ’ αγωνιζόμασταν ενάντια στους ψυχοκάντζαρους για την προστασία τη δική μας, των μελλοντικών παιδιών μας και όλου του κόσμου.

Ξέχασα να πω πως τα παιδιά, οι φίλοι μας, έκοψαν τα βιντεοπαιχνίδια, τις selfies, τα πολλά SMS και MMS, μείωσαν το Internet, ο λογαριασμός τους στο Facebook έπιασε αράχνες, τα smartphones τους έπαψαν να είναι προέκταση του χεριού τους κι άρχισαν να επικοινωνούν με κανονικά τηλεφωνήματα και συναντήσεις, συνέχισαν σοβαρότερα τον αθλητισμό και τη μουσική και νομίζω πως βρήκαν τη χαρά τους· και σύντομα ηχογράφησαν ένα CD, το παρήγαγαν σε αρκετά αντίγραφα και το μοίρασαν στο σχολείο τους και σ’ όλους εμάς.

Και λοιπόν άρχισε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή μας. Και σ’ αυτό το κεφάλαιο έπαιξε σπουδαίο ρόλο κι ο Χρήστος. Και τώρα, που είμαστε μεγάλοι και ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ και βλέπουμε γύρω μας πολύ έντονα την κυριαρχία των αναποδοσταυροφόρων και των ψυχοκάντζαρων, αυτό το κεφάλαιο συνεχίζει να γράφεται. Και δε σκοπεύουμε να το σταματήσουμε, όσο θα ζούμε.

Και τώρα, Μίνα, σε παρακαλώ να πάρεις το λόγο και να πεις όσα πρέπει ν’ ακούσουμε για τη γιαγιά σου...

 

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...