Το θυμάμαι το σιτάρι που έφερνε η γιαγιά στο σπίτι από τον Γιώργο τον μπακάλη, της γειτονιάς : Σε μια γκρίζα χάρτινη σακούλα με θαλασσιά γράμματα "παντοπωλείον". Ύστερα άρχιζε η τελετουργία του Ψυχοσάββατου... να καθαριστεί, να βράσει και να γίνει κόλλυβο ανακατεμένο με δάκρυα, στεναγμούς, σταφίδες και ασημένια κουφετάκια.
Όταν η γιαγιά σκούπιζε με την ανάστροφη της παλάμης τα βρεγμένα της μάτια και ύστερα σκούπιζε το χέρι στην ποδιά της, καταλάβαινα πως το κόλλυβο ήταν έτοιμο. Τρυφερές κινήσεις, αγαπημένες, του σπιτιού μας, οικείες. Και οι ψυχές να νιώθεις ότι μπαινοβγαίνουν και επιστατούν στο βράσιμο, το στόλισμα και στο κλάμα για να το μερώσουν, να αποκτήσει η γιαγιά βεβαιότητα Παραδείσου, να ξεπικρίσουν οι μέρες της και να γιάνει το πένθος.
Έγραψα και τούτο το Ψυχοσάββατο τα ονόματά τους και ένα-ένα έγιναν ξανά πρόσωπα και θυμήθηκα αλλονών τις ιστορίες και όσων γνώρισα τα πρόσωπα και τον βίο τους. Η γιαγιά μου ανάμεσά τους, με ένα χαμόγελο πικραμένο για όσα δεν μπόρεσε να μας πει όσο ζούσε και ευτυχισμένο -προφανώς- για τα λουλούδια και τους κόκκους του σιταριού.
Ο Γιώργος, ο μπακάλης, έγινε πια όνομα στο συγχωροχάρτι μου. Όσο για το σιτάρι, κανείς δεν το πουλάει πλέον με τον δικό του τρόπο, με την σέσουλα από το τσουβάλι. Τώρα πωλείται συσκευασμένο, δηλαδή έχουν χάσει οι κόκκοι την ιδιαίτερη προσωπικότητά του ο καθένας. Όμως εμείς επιμένουμε να το στολίζουμε και ονοματίζουμε κεκοιμημένους υπέρ αναπαύσεως γιατί ο καρπός πάντα βλαστάνει όταν μπεί στην γη. Ακόμη και στην γη των τσιμέντων, απουσία του κυρ Γιώργη και από φέτος απουσία και της κόρης του της Γιώτας που ξαφνικά πήρε τον δρόμο του ουρανού και έτσι χάσαμε μία ακόμη σύντροφο των παλιών παιχνιδιών μας.
Στο φετινό Σάββατο των ευλογημένων σιταριών κι' άλλες ψυχούλες συνωστίζονται γύρω από τους κόκκους του και εκλιπαρούν συγχώρεση και μνήμη από Θεό και ανθρώπους:
Ο κυρ Νίκος που έμενε μόνος, αυτός και τα σκουπίδια του, απομονωμένος σ' ένα παλιό σπίτι, με έναν δυο της γειτονιάς να του αφήνουν φαγητό στην πόρτα και να παρακολουθούν αν θα ανάψει η λάμπα της εξώθυρας το βράδυ και αν θα σβήσει το πρωί....Βλέπαμε να μιλάει με τις γάτες, να στοιβάζει άδεια χαρτοκιβώτια στην αυλή, να πλένεται στην παλιά τουλούμπα, να έχει συμφιλιωθεί με το σπασμένο του τζάμι και ενώ όλα συνηγορούσαν σε καταστάσεις τρώγλης αυτός να κυκλοφορεί σαν ξεπεσμένος πρίγκηπας σε παραμύθι που κανείς δεν διάβαζε πια. Ένα πρωινό, οι γείτονες είδαν πως δεν έσβησε το φως και ειδοποίησαν την αστυνομία. Μπορεί και να ήταν πολλές ημέρες αναμμένο, καθώς τότε με το χιόνι δεν πολυέβγαιναν οι άνθρωποι να κοιτάξουν την αυλή του μοναχικού πρίγκηπα.
Ήρθαν και τον πήραν, σχεδόν σέρνοντάς τον στην αυλή και πιθανώς βλαστημώντας την κακιά τους την τύχη να τον κουβαλούν, μέσα στην βρωμιά και το κρύο! Δεν τον έψαξε κανείς και παραμένει στα αζήτητα του νοσοκομείου. Κάποια στιγμή θα τον θάψουν οι υπηρεσίες σ' έναν άγνωστο τάφο και όλα θα τελειώσουν. Επί γης βεβαίως, γιατί τα συγχωροχάρτια και οι προσευχές μας θα τον ανταμώνουν στον ουρανό...
Ο Γιώργος ήταν ίδιος ο πατέρας του, ο ωραίος Αλέξανδρος το όνειρο κάθε μαθήτριας που ανέβαινε στο συγκεκριμένο λεωφορείο, την συγκεκριμένη ώρα κάθε πρωί για να πάει στο σχολείο.
Ο Αλέξανδρος ήταν τόσο όμορφος που σχεδόν δεν αντέχονταν η ομορφιά του και είχε ένα ύφος τόσο ταπεινό, σχεδόν αφελές, που είναι βέβαιο ότι ο ίδιος δεν είχε επίγνωση της ταραχής που προκαλούσε... Ο μέγας Αλέξανδρος της γειτονιάς μας λοιπόν όταν πήγε να σπουδάσει ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και πέθανε νεότατος από τον καημό του γυιού του που είχε βουτήξει στις παραισθήσεις των ουσιών. Μου έλεγαν γι' αυτό το παιδί, για τον Γιώργο, αλλά δεν τον ήξερα. Ένα πρωινό Κυριακής είδα έναν κουρασμένο (σχεδόν) Απόλλωνα να στέκεται έξω από το ναό με το πλαστικό κυπελάκι της επαιτείας, δίχως να ζητάει, χωρίς να μιλάει. Γι' αυτό ακριβώς και του έδωσα κάτι και αυτός είπε πολύ συνεσταλμένα και ευγενικά "ευχαριστώ πολύ κυρία". -"Να είσαι καλά" απάντησα και έκανα να φύγω αλλά τότε θυμήθηκα...". Είσαι ο γυιός του Αλέξανδρου;" τον ρώτησα και μου απάντησε "ναι".
Παραμονή του Ψυχοσάββατου, έγινε το ξόδι του. Τον είχαν ντύσει γαμπρό, μου είπαν. Καλά έκαναν, λέω εγώ τώρα. Να χαρεί και ο πατέρας του, όταν θα ανταμώσουν.
Απλώνω μέσα μου εκείνο το στάρι νέας εσοδείας που έβραζε η κυρα Λένη, η γιαγιά μου και παίζω ένα παιχνίδι της μνήμης και της προσευχής. Κάθε κόκκος ένα όνομα. Κάθε καινούργιο Ψυχοσάββατο χρειάζομαι και περισσότερο σιτάρι... Νικόλαος, Αλέξανδρος, Γεώργιος και ο άλλος Γεώργιος που έφυγε σιωπηλά όπως έζησε συν όλοι οι παλιοί φίλοι, προπάτορες, αγάπες, ξένοι που συγγενέψαμε στην προσευχή, συγγενείς, άνθρωποι, τέλος πάντων, που περπάτησαν στην γη και τώρα, ανεβαίνοντας την τελευταία κλίμακα, ακουμπούν στο κόλλυβό μας και την δική μας ευχή για να διαβούν τους δρόμους τους πλησίστιους της Εδέμ.
Ανάπαυσέ τους Κύριε! Όλοι τους εσένα είχαν ποθήσει, ακόμη και αν δεν το γνώριζαν.