Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Αντισκάρος (μυθιστόρημα): «Ξέρουμε ποιοι είμαστε;» – «Να κάμεις τη μολυβένια καρδιά και το νου χρυσάφι!...»


Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, Ο Αντισκάρος, εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα 2018, ISBN: 978-960-597-148-9. 


Του Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ - ΡΕΘΕΜΝΟΣ

Αγαπητέ μου κ. Νίκο,
Δεν έλαχενε να πάω κιαμιά φορά σάμε τον Αρτό, μα φαίνεταί μου πως θ’ αρματώσω μιαν ημέρα Εβδομήντα Μιχελήδες, να πάρω κάτω, να γυρεύγω τη Σπηλιά του Καλόγερου – έκειά που τροζάθηκεν ο κακομοίρης απού το «δαίμονα της περιεργείας» κι εγύριζε χώρες και χωριά κι ετραγούδιε…
Και θα γυρέψω και το μητάτο του μπάρμπα Μανούσο, να βρω το θησαυρό του ποθαμένου (πώς να τονε πω; γιατρό; καπετάνιο; πειρατή; τραγουδιχτή; ερωτευμένο; αγιογράφο; καλόγερο; αντισκάρο σε φράγκικη γαλέρα; γ-ή συγγραφέα;): ένα κεντητό γυναικίστικο μαντήλι, με τυλιμένα μέσα ένα βενέτικο χρυσό τσεκίνι, δακαμένο στη μιαν άκρα, ένα σμαραγδένιο δαχτυλίδι, πράσινο σαν τα μάθια τσ’ αρχοντοπούλας, κι άλλον ένα, στην πέρα αποκάτω γεμάτο φαρμάκι.
Κοντό, ν’ αποκρατεί θέλει το φαρμάκι τόσους αιώνες; Και τίνος να το ποτίσω, που λώπως δε θέλω να ξεβγάλω κιανένα, γ-ή πούρι μπορεί να θέλω να ξεβγάλω πολλούς και στο τέλος μπορεί να ξεβγώ μοναχός μου γ-ή (όπως έλεγεν ένα δάσκαλος μια φορά, που ’χε κάμει αιχμάλωτος στη Γερμανία, ο Θεός να του συχωρέσει) να ξεβγούμεν ούλοι μαζί!... 

Μα εγώ θα τα πάρω και δε φοβούμαι, κι ας είναι στοιχειωμένα. Κι όχι για τα γρόσσα – κι από τούτα δεν έχω πράμα, που ’ναι σαν και να τα ’χω ούλα, δόξα Σοι ο Θεός – μόνο για το μεράκι, για να πιούμε κρασί με τσ’ Εβδομήντα απού τα βαρέλια του Πενταχτένη και να σύρομε κείνο το ριζίτικο του Νικολού του γιατρού (έτσά δεν πάει να πει ντοτόρος; καλά δε νιώθω;) στο περβόλι του Φραντσέσκο Μπαρότση, το τραγούδι τσ’ αγάπης και τση λευτεριάς:
– Φράγκους εγώ δεν προσκυνώ!...
Κι άνε μασε παντήξει η γρε Πανώκλα και πετά και χαχαρίζει στση Νύφης τα Ποτάμια και τραγουδεί:
Η Πανώκλα ’ναι κοντά κι ο πασάς με τον ορτά
θα τα χαχαλιάσει ούλα στη μεγάλη ντου σακούλα!...,
γ-ή θα τση πέψω τον άγιο Χαράλαμπο (που ’ναι στα Περβόλια γείτονάς μου, μαζί με τον άη Νικόλα – έκειά π’ αποθέκανε τσι Τέσσερις Μάρτυρες πρίχου πάνε να τσι θάψουνε στον Άη Γιώργη το Μυλούρη οι Περβολιανοί), κι εκείνος κατέχει να τηνε καταστέσει κατά πώς τση βγαίνει, γ-ή θ’ ανοίξω το σακούλι και το τεφτέρι του παπά Δοσίθεου, μα πράμα θα ’χει γραμμένο κείνοσάς και για πάρτε τζη, δε μπορεί α δε γενεί!
Κι απόκειας θα κάτσω να τση πω κι απατός μου ένα παραμύθι, για ένα βοσκό, που του χτύπησεν η Πανώκλα την πόρτα τη νύχτα και του ’πενε: «Α δε μου δώσεις το πλια καλύτερό σου τ’ αρνάκι, θα σε πάρω!». Εφορτώθηκεν εκείνος ξεγλωσσισμένος τ’ αρνάκι και τση ’κλούθιενε, να τση το πάει στη σπηλιά τζη. Κι έκειά είδενε κρεμασμένα στον τοίχο μιλλιούνια καντήλια, κι άλλο ήτονε γεμάτο λάδι, άλλο μεσάτο, άλλο δεν είχενε παρά μόνο στον πάτο πομεινάρικη κιαμιά σταλέ.
Θωρεί το λοιπός ένα καντήλι κι ήτονε ό,τι ό,τι να ποκάμει το λάδι και να σβήσει. Και τηνε ρωτά: «Τίνος κακομοίρη να ’ναι τούτονέ το καντήλι;». «Τ’ αδερφού σου, κακορίζικο, είναι» τ’ απηλογάται κείνη όλο κακία. «Εμά! Κι εμένα ποιο ’ναι;». «Τούτονέ» του λέει και του δείχνει ένα, ξεχειλιστό λάδι. «Και δε γίνεται να βγάλομενε μια ολιά λάδι απού το δικό μου, να το βάλομε στ’ αδερφού μου;». «Όσκες. Μούδε να βάλομε, μούδε να βγάλομε λάδι δε γίνεται. Όσο έχει κάθα καντήλι, έχει!».
«Αλήθειο;» τηνε ρωτά ο βοσκός. «Μούδε μπαίνει, μούδε βγαίνει λάδι απού τα καντήλια;». «Ναίσκε!». «Ε, τότες, δε σ’ έχω ανάγκη!» τση λέει εκείνος, ξαναφορτώνεται τ’ αρνάκι και γιαγέρνει στο κονάκι ντου και στα οζά ντου!

Έτσα που λες, κ. Νίκο… Θα σε πάρω μιαν ημέρα (μόνο να ’μαστονε καλά), να μου δείξεις τον άη Γιώργη στον Αρτό, που τον εκάψαν οι Τούρκοι γιατί δεν εμουτίζαν οι χωριανοί. Κι άνε μ-προβάλουνε οι σκιανιάδες τω σκοτωμένω, θα τσι ρωτήξω για το Γομαρά. Δε μπορεί, πράμα θα ’χουν ακουστά εκειά στον ουρανό, να μας το πούνε κι εμάς, να ξεστραβωθούμε, να μη γυρεύγομε τόσους χρόνους άδικα το σπήλιο με τα κόκαλα τω μαρτύρω και τσι θησαυρούς.
Ο Γομαράς – α δεν το κατές – ήτον ένα χωριό στο Κέντρος, στ’ Αηβασιλειώτικα, κοντά στον Άγιο Αστράτηγο απού λένε, κι εκάμαν ένα γιουρούσι οχτροί. Τούρκοι ήσανε; Σαρακηνοί; Κουρσάροι; Δε γατέχω. Μάλλον πως ήσανε Τούρκοι, γιατί θαρρώ πως ελέγανε πως μια γυναίκα, που έκλωθε με τη ρόκα, άκουε την ανέμη τζη κι έτριζε, κι έκειά που έτριζε τάξε πως έβγανε μια φωνή: «Τούρ-κοι! Τούρ-κοι!». Και πιάνουν τ’ ανάπλαγα οι χωριανοί, γέροι, γυναίκες και κοπέλια χώνουνται σε μια σπηλιά, μ’ ό,τι χρυσαφικά και παράδες είχανε, και τσουρούν οι γι-άντρες ένα θεόρατο χαράκι και φράσσουνε τον πόρο. Σέρνουνε σπαθί και μοντέρνουνε τω ντουσουμάνηδω, μα όσο κι αν επολεμήσανε, σκοτωθήκαν ούλοι.
Οι οχτροί δεν εβρήκανε το σπήλιο, εκάψανε πρέπει το χωριό κι εφύγανε. Μα μέσα στο σπήλιο, οι κλεισμένοι δεν εμπορούσανε να ταράξουνε το χαράκι, που ήτονε θεόβαρο! Κι επομείναν εκειά κι εποθάναν απού την πείνα και το λιγοστό αέρα, κι ακόμη σήμερο δεν εβρέθηκεν η σπηλιά κείνηνά.
Και γράφει ο Παύλος ο Βλαστός απού το Βιζάρι για ένα βοσκό, που έπαιζενε τη λύρα τω νεραϊδώ κι εχορεύγανε, έκειά στου Γομαρά τα χάλαβρα, και μια νεραϊδόνυφη εγύρεψε να στεφανωθούνε… Μα μ’ ένα διαβαστικό απού το δεσπότη, γίνηκεν ανέφαλο κι εσκόρπισεν εις τον άνεμο – κι έκειά που πρωτοπαντήξανε βγήκεν ένας δρυγιάς, που τον ελέγαν οι ντόπιοι «τση Νεραϊδόνυφης ο Δρυγιάς». Και του ’χενε λέει ειπωμένη την ιστορία ένας Αποδουλιανός, χωριανός μου, κατά τα 1855. 

Σάμε τα Ρούστικα, γιατί που λες, κ. Νίκο, ευλοημένε μου δάσκαλε και φίλε, είμαι παωμένος, στο μαναστήρι, έκειά που ’χωνεν ο Μητροφάνης το μπαρούτι – ήτον εκειά ένας άγιος γέροντας, όπως το κατές, ο πατήρ Ευμένιος, ας έχομε την ευκή ντου, με θεία φώτιση, χωριανός σου, απού τον Άη Κωσταντίνο. Μα τον Αρτό, μούδε δεν τον είχα ακουστά, και πλια πολύ δεν είχα ακουστά τον παπά Τζώρτζη και το Νικολό, τον καπετάν Κόκκο και τον Αρκολέο (τ’ όνομα πούρι γνωστό) και το Δράκο και το Μιχελή, τη Φωτεινιά και την Πουλισένα κι ούλα τα παλληκάρια που μνόγανε, όχι στα γρόσσα και στο χρυσάφι, μα στον έρωντα και στη λευτεριά! Κι εδά εχάρηκα πως τσι γρώνισα στα μυρισμένα φύλλα του βιβλίου σου, σασμένα από λούλουδα και μυρωδικά τση πέρα μπάντας, κι εμέθυσα κι απού το κρασί του Πατερομανούσο στη Μέσα Γωνιά, κι είδα και την Ερωφίλη παισμένη στο περβόλι του άρχοντα φονιά, του Λομπάρδο, και το Δράκο το μερακλή κονταροχτυπώντας να ξαπλώνει κάτω το Βενετσιάνο, ξεγιβεντίζοντας τη Γαληνοτάτη, λίγο πριν να πατήσει το τούρκικο φουσάτο τα Ρεθεμνιώτικα!...
Και σκέφτομαι, όλο σκέφτομαι, πως κι εμουτίσαμενε κι εφραγκέψαμεν εμείς εδά (και τα δυο μαζί!), σα μερικούς απού γράφεις, κι αντίς να μάχομέστανε δυο τυράννους, σαν εκείνουσάς τσι παλιούς πολεμάρχους απού ξιστορείς, εμείς προσκυνούμεν ούλους τσι τυράννους, και στο καπηλειό του Λαρδέα και στα παλάτσα και στα ουνιβερσιτά και στα σπιτάλια!... Κι έκειά που σκέφτομαι, άνε καμνύσω και μια ολιά, να σου και προβέρνουνε τραϊτόροι και μυλωνάδες με ψακωμένο αλεύρι (γεμάτο ήρα) και τρυγηδάδες με λαδωμένες φουφούλες!
Όρθες δεν έχω, μα τα περιστέρια φωλεύουν από πάνω από ’κειά που μένω και κάνουνε κουτσουλιές βουναλάκια. Να τσι μαζώξω, να τσι πέψομε του Μπαρτολομαίο να κάμει μπόμπες, να ζιγώξομε τσι τυράννους, γ-ή μόνο των ορνίθω του παπά Μητροφάνη οι κουτσουλιές κάνουνε, απού ’θελα κουτσουλιδιάσει τσι Τούρκους, να φύγουνε τρισμαγαρισμένοι μέσα στη βρόμα; 

Μα μπορεί και να φυσήξει ο νους μου, να πάω στην υστεργιά αντισκάρος σε τούρκικη γαλέρα, να σέρνω κουπί κιαμιά δεκαπενταρέ χρόνους, σαν τον άλλο, καλλιά παρά το κουπί που σέρνομεν εδά ούλοι μαζί, κι ο κάθαείς αμοναχός του, απού ’χουν ούλο τον κόσμο καωμένο οι σκυλογαυγισμένοι σα μια γαλέρα!
«Θωρείς τηνε, κοπέλι μου, τούτηνά τη Μαδάρα;» είπεν ο γέρο Πατερομανούσος του Σηφαλιό, του Δρακακιού. «Ορίζω σού τηνε, να τηνε φυλάεις! Δεν επάτησεν ως εδά κιανείς μαγαρισμένος! Και σ’ ορκίζω, να μην τ’ αφήσεις να γενεί. Έχε την ευκή μου!».
Κι εγώ θέλω το Σηφαλιό μου, κ. Νίκο. Κι ο Θεός να πέψει… Δοξασμένο τ’ όνομά ντου.
Άχι, παντέρμο Ρέθεμνος, ανεμοδαρμένη πολιτεία! Ξεγίνεται ένας ντοτόρος;
Νικολό, παιδί μου, μη ζωγραφίζεις φράγκικα.
Να ’χε ζει ο μακαρίτης ο Καυκαλάς, γιατρός κι εκείνος (θα τον εγρώνιζες πούρι), που ’χεν έρωντα με την κρητικήν εμιλιά, να διαβάσει το χαρτί σου, να χαρεί ο κακομοίτσης, απού ’θελα ζήσει άλλους τόσους χρόνους απού τη χαρά κι απού το καμάρι ντου, να γραφτεί τέθοιο βιβλίο στα κρητικά τα λόγια! Μα μπορεί να το ’χει κιόλας διαβασμένο στον ουρανό, προπαντός αν του το ’πήγεν ο Μαυρογόνατος γ-ή ο Πατελάρος, οι δυο γιατροί, που θα καμαρώνουν κι εκείνοι πως γράφουνται μέσα!... 

Είντα κάθομαι και ροζονάρω, που θα με θαρρούνε ούλοι ανεραϊδοπαρμένο και μοσκοκούζουλο! Μα μήμπα να ’ναι, θα μου πεις, η πρώτη φορά; Έτσα το ’χω το συνήθειο κι έτσά μ’ αρέσει.
Ώρα καλή σου. Την ευκή του Μητροφάνη και του Δοσίθεου, του Θεόφιλου και του παπά Τζώρτζη (και του Νικόδημου, του άφαντου και κανονισμένου) να ’χετε ούλοι σας.
Αποδούλου (έκειά ’θελα να ’μαι), είκοσι εννιά του Πρωτογούλη (Πέτρου και Παύλου, βοήθειά μας), εν έτει σωτηρίω (;) ΄βιη΄.
Ο μαγάρι κι αντισκάρος στη γαλέρα τσ’ αγάπης και τση λευτεριάς,
ο αδερφός τση Κοκκινοσκουφίτσας (κείνης απού πολεμά λύκους, δράκους και κουρσάρους)
Πρασινοσκουφάκος με τ’ όνομα.

Ν. Ε. ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, Ο ΑΝΤΙΣΚΑΡΟΣ ή «και τα μάτια της στο πράσινο της Βερόνας»
 
«Η Κρήτη ανάμεσα στα οράματα και στον αγώνα, λίγο πριν τη δική της Άλωση»

Ελπινίκη Νικολουδάκη-Σουρή
Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης

ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ - Φωτο από εδώ (ο συγγραφέας)

«Κακομοίρα Αννεζίνα, σαλή και καταφρονεμένη, σαν το μάλαμα του αλωνιού είναι κι η καρδιά σου∙ ο άνεμος παίρνει τ’ άχερα κι ο αφέντης τον καρπό του και δεν απομένει στα έρμα σου χεροπάλαμα παρά μόνο η αχερόσκονη, να σε τρώει μέρα νύχτα. Θ’ αρχίξεις πάλι να τραγουδείς στσι στράτες ‘Μου το πήρανε! Μου το αρπάξανε!’ κι άθρωπος δε θα κατέχει τον καημό σου∙ μόνο ο θεός, α δε σ’ έχει κι εκείνος ξεχασμένη.» (01)

Αυτή η ψυχοπονετική αποστροφή του αφηγητή στην Αννεζίνα, ένα δευτερεύον αλλά σημαδιακό πρόσωπο του μυθιστορήματος Αντισκάρος είναι η επιγραμματική και αλληγορική αναγνώριση της αβέβαιης τύχης που κατατρέχει όχι μόνο τη φτωχολογιά την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη αλλά γενικότερα και τον τόπο μας στο διάβα των αιώνων.
Το νέο ιστορικό μυθιστόρημα του κυρίου Νικόλαου Παπαδογιανάκη, ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης, πραγματεύεται όσα γεγονότα συνέβησαν και όσα έργα συνέβαλαν ώστε η Κρήτη να αλλάξει κατακτητή, όταν ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669) λήγει με το μαρτυρικό πέρασμά της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας χάνει οριστικά και τον έλεγχο στη Μεσόγειο. Το προβλέπει ο ντοτόρος [γιατρός] Νικολός, το κύριο πρόσωπο του μυθιστορήματος, ο γιος αυτής της σαλής της Αννεζίνας, όταν έχει μάθει «ποιος είναι» και βλέπει τον πρεβεδούρο Μινότο, να περιμένει τους εκπροσώπους του πασά για να παραδώσει τα κλειδιά του Ρεθύμνου: 

«Σκεφτόταν άραγε αν και πότε θα ξανάβλεπε το σπίτι του ή θωρούσε πως η θάλασσα μίκραινε, μίκραινε για τη Γαληνοτάτη, που θα ’πρεπε πια αργά ή γρήγορα να σύρει τις γαλέρες της από τα μέρη της Ανατολής και ν’ αφήσει πίσω της τα κάστρα και τα πόρτα δίχως άρμενα, και μούλους σπαρμένους παντού∙ μούλους που δεν θα ’ξεραν πού ανήκουν, ποιοι είναι και θα γυρεύουν το αίμα τους, τη γενιά τους, το είναι τους.» (02)
Η περίοδος του 15ου -17ου αι. είναι για την Κρήτη σημαντική, γιατί, παρά την κατάκτηση, η νήσος παράλληλα με τις οκονομικές σχέσεις που αναπτύσσει με την Δύση, ευρισκεται σε μια αλληλοπεριχώρηση μ’ αυτήν, σ’ έναν διάλογο στον χώρο του πολιτισμού· δίδει όσα έχει ακόμη ζωντανά από την δική της παράδοση και δέχεται το πνεύμα της Αναγέννησης. Αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης  υπήρξαν τα  λαμπρά έργα στον χώρο της Τέχνης και της Λογοτεχνίας, στα οποία τα δυτικά πρότυπα προσαρμόζονται στο τοπικό στοιχείο, που διατηρεί έντονη την βυζαντινή συνέχεια· «ένα είδος μεικτό αλλά νόμιμο». Αυτή η αλληλοπεριχώρηση δεν έπαυσε ποτέ να ισορροπεί σε μια «εμπεδόκλεια αρμονία» φιλότητος και νείκους, έλξης και άπωσης, σε όλα τα επίπεδα, μέχρι και την ύστατη ακόμη στιγμή,  όταν με την πτώση του Χάντακα, κατίσχυσε πλέον ο βάρβαρος κατακτητής.

Στον Αντισκάρο οι ήρωες αναζητούν την ταυτότητά τους, μέχρι το τέλος, ανάμεσα στην παράδοση της Ελληνικής Ανατολής και στον αναδυόμενο Νέο Κόσμο της Δύσης. Ο «ντοτόρος» Νικολός είναι ένας διχασμένος ήρωας· «είναι αυτός που δεν είναι και δεν είναι αυτός που είναι». Παράλληλα, η Κιάρα, ο Δοσίθεος ο Μητροφάνης, ο Λομπάρδος, οι εκπρόσωποι της Γαληνοτάτης, είναι δυνάμεις ενός πεδίου, στο οποίο ο ήρωας θα περάσει με τις προδιαγραφές της  «μοίρας» του, αλλά και με τις αποφάσεις και πράξεις του, σε μια τραγική διάσταση.
Ο συγγραφέας πιστός στις συμβάσεις του ιστορικού μυθιστορήματος υφαίνει τον μύθο του μέσα σ’ αυτό το ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον. Το κύριο μέλημά του είναι η Δυτική Κρήτη στα τέσσερα πρώτα χρόνια του Κρητικού Πολέμου (1645-1649)∙ και, μάλιστα, ενδιαφέρεται να αποδοθούν με ακρίβεια η αντίληψη και η αντίδραση του συλλογικού εντόπιου «προσώπου» όχι μόνο μπροστά στην οργανωμένη και ορμητική επέλαση του οθωμανικού στρατού αλλά και απέναντι στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι της εποχής, απέναντι στη στάση που κράτησαν η Βενετία και τα υπόλοιπα χριστιανικά κράτη, όταν οι Βενετοί διοικητές και οι ντόπιοι πολέμαρχοι ζητούσαν τη βοήθειά τους. Τα επώνυμα γνωστά πρόσωπα, όπως ο Cornaro, o Gonzaca, o Molino, ο Αρκολέος, ο Χουσεΐν πασάς που είναι στη γραμμένη Ιστορία κεντρικά εδώ έχουν δευτερεύοντα ρόλο και, ως επί το πλείστον, δρουν αντιστικτικά προς πρωταγωνιστικά φανταστικά.

Δεν είναι όμως μόνο η εμπεδόκλεια αρμονία, όπως τονίζει ο συγγραφέας, η φιλότης και το νείκος που διέπει τις σχέσεις του αφομοιωμένου βενετοκρητικού ευγενούς με την εντόπια παράδοση και τους Κρητικούς, αλλά είναι και το κενό των έμπρακτων αποφάσεων που πλανάται στο μυθιστόρημα ως εφιάλτης. Ο μυθιστοριογράφος, βαθύς γνώστης και ερευνητής της βυζαντινής λογοτεχνίας, επώνυμης και δημώδους, της ευρωπαϊκής, της κρητικής λογοτεχνίας και των κειμένων του λαϊκού μας πολιτισμού εισάγει στο ιστορικό μυθιστόρημα την παράδοση της βυζαντινής χρονογραφίας, την ιδεολογία της και τη γραφή της που εδώ εξελίσσεται στην «καθομιλουμένη» του τόπου μας.

Η κύρια ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στα πολεμικά γεγονότα. Η απόβαση των μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων στη Γωνιά (Ιούνιος 1645), η πολιορκία και η πτώση των Χανίων (27 Ιουνίου 1645-18 Αυγούστου 1645), η οργάνωση της άμυνας στα χωριά μεταξύ Χανίων και Ρεθύμνου, όπου τα μοναστήρια, οι καλόγεροι και οι ντόπιοι αγωνιστές προσφέρουν υπεράνθρωπη βοήθεια στους Βενετούς (Σεπτέμβριος 1645-Οκτώβριος 1645), η προετοιμασία της άμυνας στο Ρέθυμνο, η επερχόμενη πανούκλα, οι συνεννοήσεις των οπλαρχηγών άλλοτε με τον Κορνάρο, διοικητή των στρατιωτικών δυνάμεων των Βενετών στο Ρέθυμνο και άλλοτε με τον Χουσεΐν πασά  η οργάνωση του νοσοκομείου στην πόλη, οι τελευταίες ημέρες της (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1646), η έξοδος των πολιορκημένων (9 Νοεμβρίου 1646), η καταστροφή του Αρτού από τον Χουσεΐν πασά (10 Νοεμβρίου 1646) συνεπάγονται μια δυναμική όσο και συναρπαστική δράση των προσώπων∙ απομονωμένα και αβοήθητα καίγονται σχεδόν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μέσα στη φωτιά του πολέμου. Τι εξέφραζε, αλήθεια, το θαύμα της πολιτισμικής άνθισης στην Κρήτη κατά τα τέλη του 16ου και την πρώτη εικοσαετία του 17ου αιώνα;

Ωστόσο, αυτή η ιστορία, που θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της το ιστορικό μυθιστόρημα, είναι το κυριότερο μέρος δύο άλλων ιστοριών. Πρώτα –  πρώτα αναπτύσσει είκοσι δύο  fragmenta που βρέθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1692 σε μια κασέλα στο κατακαημένο ξωμονάστηρο του Αγίου Παύλου. Ο ντοτόρος Νικολός, δόκιμος καλόγερος, γράφει το ημερολόγιό του με αφετηρία τη θητεία του ως αντισκάρου στη βενετσάνικη γαλέρα. 
Γραμμένο στην καθομιλουμένη της Κρήτης του 17ου αιώνα, με στοιχεία της λαϊκής ιερατικής ιδιολέκτου και απηχήσεις του πνεύματος και του ύφους της βυζαντινής χρονογραφίας, με κενά από τη φωτιά και τον χρόνο, εμπνέουν τον αναγνώστη του εικοστού αιώνα και τον συγγραφέα να συμπληρώσει και να αναπτύξει την ιστορία των προσώπων που έχουν ως βασικό τόπο στη ζωή τους την Κρήτη. Το Τσιριγότο, το Τσιρίγο, η Padova, η Βενετία, η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος είναι οι τόποι υποδοχής και σωτηρίας των προσώπων που τους περιζώνει ο κίνδυνος του Σουλτάνου. Έτσι, εισάγεται στο μυθιστόρημα ο κοσμοπολιτισμός με τη διπλή του όψη. Οι ιταλικές πόλεις, η Ζάκυνθος και η Κέρκυρα εκπέμπουν τη λάμψη μιας ευημερίας, που μοιάζει να υπονομεύει τις σταθερές αξίες του κρητικού πολιτισμού.

Ο ντόπιος αφηγητής, αεικίνητος και πάντα κοντά στα διάφορα πρόσωπα, βλέπει την εντοπιότητα να τη διαπερνά η ιταλική κουλτούρα, να την εμπλουτίζει αλλά και να δημιουργεί δύο ειδών συνειδήσεις: αυτές που αφομοιώνονται στις πρόσκαιρες υλικές αξίες, όπως είναι ο Πιέρος στην Padova και τις άλλες, με την κρίση ταυτότητας∙ ο ντοτόρος Νικολός, ο ρέμπελος, ο αλτρουιστής αλλά και ο ξένος μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, με τη γερή αρματωσιά, που θα ’λεγε κι ο Σεφέρης, της  ανθρωπιστικής παιδείας, δεν μπορεί να βρει την ισορροπία ανάμεσα στη γενναιότητα του επαναστάτη, στην αυτοδιάθεση του επιστήμονα και τις σειρήνιες προκλήσεις της Βενετίας ή της Ιταλίας γενικότερα. 
Όπως αυτός, έτσι και το χειρόγραφό του έχει μια περίεργη τύχη∙ ανήκε σ’ ένα γέρο χωρικό που πήγαινε στην Αθήνα και είχε μαζί του τη «φυλλάδα»∙ πνίγηκε όμως στο ναυάγιο του πλοίου ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ κοντά στη Φαλκονέρα. Μαζί του χάθηκε και το ημερολόγιο. Ο συγγραφέας είχε προλάβει να αντιγράψει αυτά τα είκοσι δύο αποσπάσματα που του δίνουν την ώθηση να ανασυνθέσει τη ζωή του πρωταγωνιστή του πάντα δίπλα στις ζωές των άλλων.

Ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τις ιστορίες των ανθρώπων να εξελίσσονται μέσα σ’ ένα περίεργο κράμα συνθηκών και συμπτώσεων, καθιστώντας τις πόλεις και την περιφέρεια των Χανίων και του Ρεθύμνου «μοιραίο χωροχρόνο». Εντός του διαμορφώνονται οι άνθρωποι και από εκεί φαίνεται να τους δίνει ένα λάκτισμα η κάθε ιστορική στιγμή προς την ανοιχτή θάλασσα, προς την αμφίσημη Ευρώπη, προς την εσωστρεφή αναζήτηση του «εαυτού».  
Και είναι φυσικό να συμπάσχει ο αναγνώστης και να εξοργίζεται με την πολιτική των οικονομικών συμφερόντων, της αδιαφορίας και της αδράνειας, με την υποτίμηση του αγώνα που κάνει ο τόπος σ’ αυτήν την αναμέτρηση.
Όταν οι Τούρκοι, π.χ., αποβιβάζονται στο Κολυμπάρι και κατευθύνονται προς τα Χανιά, ο ντοτόρος Νικολός παίρνει διαταγή από τον Βενετό διοικητή να βοηθήσει στο Νοσοκομείο της πόλης τον γέρο γιατρό Μπαρτολομαίο. Στην Επισκοπή συναντά  Κρητικούς και συζητούν για την εισβολή της πολυάριθμης τούρκικης στρατιάς και την αδράνεια του Μεγάλου Δούκα της Κρήτης που εδρεύει στον Χάνδακα. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται νύξη για την αδιαφορία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας και ο Νικολός διερωτάται: 
«Μα, πώς γίνεται να πλακώσει η Τουρκιά κι οι Ρετούρηδες να μη νοιάζουνται για τον τόπο;» (03)

Αλλά και ο αλχημιστής, ο ηλικιωμένος Βενετός γιατρός Μπαρτολομαίο εκμυστηρεύεται στον Νικολό τις δυνατότητες που έχουν οι μπόμπες που κατασκευάζει και σχολιάζει την αδιαφορία της Γαληνοτάτης με αυτά τα λόγια:

«Το λέω από δυο χρόνια τώρα. Χρειάζομαι διάργυρο και τειάφι και βότανο από κουτσουλιές. Σαν τα γύρεψα, ο διάργυρος είναι ακριβός και χρειαζούμενος να κάνουν στη Βενεθιά καθρέφτες για τις μεγάλες κυράδες, αποκρίθηκαν, κι οι … κουτσουλιές… Γέλασαν μαζί μου∙ ε, αυτό δα κι αν είναι… κουτσουλιές θα μαζώνομε… είπανε. Και χρειάζεται πολύς διάργυρος. Δεν καταλαβαίνουν και θα χαθούν.» (04)
Καθώς, μάλιστα, η ανάγνωση του μυθιστορήματος χρειάζεται την παράλληλη υποστήριξη έγκυρων ιστορικών συγγραμμάτων (05), σκεφτόμαστε τα ιστορικά και τα φανταστικά πρόσωπα του μυθιστορήματος να παίρνουν τη θέση τους στα διάστιχα των επιστημονικών βιβλίων∙ να ζουν, να αγωνιούν, να αγαπούν και να μισούν, να υπερασπίζονται ή να μηχανεύονται υπογείως εξοντώσεις που μπορεί να τις επινοούν προσωπικά πάθη, συντελούν όμως σε ιστορικές καταστροφές∙ γιατί, ο άνθρωπος, ο τόπος, ο χρόνος και τα γεγονότα σφιχτοδένονται στο μυθιστόρημα. Στις πολιορκίες των Χανίων και του Ρεθύμνου οι σολντάτοι, οι αστοί, οι καπετάνιοι με τις «πατούλιες» τους γίνονται ένα σώμα, μια δύναμη για να υπερασπίσουν τις αδύναμες πόλεις. 
Ο αγώνας της επιβίωσης και η αβεβαιότητα της επόμενης μέρας, προς στιγμήν, παραμερίζουν, θα έλεγε κανείς, τα πάθη και τα μίση. Οι μηχανορραφίες, τα συμφέροντα, οι προσηλυτισμοί, οι αντιπάθειες που σιγοβράζουν ανάμεσα στους Βενετοκρητικούς και τους Βενετούς ευγενείς, η καχυποψία των ντόπιων καπετάνιων απέναντι στις Διοικήσεις των πόλεων, η κατάντια των βιλλάνων από τους φόρους και τις αγγαρείες, η οργή των Εβραίων λόγω της αφαίμαξής των, όλα τούτα που αποτελούν την καθημερινότητα της Κρήτης υποχωρούν, όταν η πανούκλα και η Τουρκιά κατακλύζουν το Ρέθυμνο: «Η Φορτέτζα στέκει σαν ξεδοντιασμένη γριά. Δεν υπάρχει ελπίδα…» (06)

Η λογοτεχνικότητα

Στις αρετές του μυθιστορήματος θα προσθέσουμε την απόλυτη σχέση του τόπου με τους χαρακτήρες. Η πόλη έχει διαφορετικά ήθη, διαφορετική ψυχαγωγία από την ύπαιθρο. Ο άνθρωπος της υπαίθρου έχει το σθένος να εντάσσει σε μια αδιάσπαστη ενότητα τη ζωή και τον θάνατο, το γλέντι και το πένθος, τον γάμο και τον πόλεμο. Τα τραγούδια, ριζίτικα, ρίμες και μαντινάδες, τα παραμύθια, οι παραδόσεις, οι διοσημίες, τα όνειρα, ακόμη και η λαϊκή «παραποίηση» της Οδύσσειας  ακτινοβολούν από μόνα τους, έχουν όμως και ρόλο συμπαράστασης, έκφρασης και ερμηνείας των διαθέσεων που έχει η κοινότητα την ώρα που τα τραγουδά. 
Η διαύγεια του νοήματος και ο ρυθμός είναι διαφορετικός από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή ποίηση που απαγγέλλεται στις συνάξεις των βενετοκρητικών αρχόντων. Εκεί, με εξαίρεση τη «ριζίτικη» πρόσληψη του ποιητή Αλκαίου, το πάθος των στίχων υποβάλλει την αστάθεια και τη μελαγχολία, ενώ ο πολιτισμικός διάλογος που δημιουργείται  αντικατοπτρίζει αυτούς τους κόσμους της έλξης και άπωσης, που είπαμε παραπάνω.
Όλα τούτα τα καλύπτει η τραγική ειρωνεία, γιατί στο μυθιστόρημα δεν ταλανίζονται μόνο οι ήρωες από το ερώτημα «ξέρουμε ποιοι είμαστε;», αλλά και εμείς οι αναγνώστες. Ποιον ρόλο παίζει, αλήθεια, η μνήμη στις τύχες και στο τέλος αυτών των ανθρώπων; Κι εμείς ποια ηθική και πολιτική στάση διαμορφώνουμε  ζώντας σ’ αυτό το σταυροδρόμι των πολιτισμών; Και ο Νικολός; Μπόρεσε να πραγματοποιήσει αυτό που του εμπιστεύθηκε ο Μπαρτολομαίο στην πρώτη του επίσκεψη στο εργαστήρι των Χανιών; «Να κάμεις το μολύβι χρυσάφι∙ να κάμεις τη μολυβένια καρδιά και το νου χρυσάφι.» (07) Κι εμείς αναλογιζόμαστε τις δυνάμεις μας σαν τον Νικολό «σε τούτο το αντιμάμαλο των καιρών», αν μπορούμε να ξαλαφρώσουμε την καρδιά μας.
  
Σημειώσεις

(01) Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, Ο Αντισκάρος, Λεξίτυπον, Αθήνα 2018, σελ. 125.
(02) Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, ό. π., σελ. 435.
(03) Ό. π., σελ. 100
(04), Ό. π., σελ. 109
(05) Ενδεικτικά: Θεοχάρης Δετοράκης,  Ιστορία της Κρήτης, αυτοέκδοση, Αθήνα 1986, σσ. 254-260 και η ενότητα Χρύσας Μαλτέζου «Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της Βενετοκρατίας (1211-1669», στο Ν.Μ. Παναγιωτάκης (επιστημονική επιμέλεια), Κρήτη. Ιστορία και Πολιτισμός, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη – ΤΕΔΚ, Κρήτη 1988, σσ. 156-157.
(06) Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, ό. π. σελ. 426.
(07) Ό. π., 111.

"Από την μακρινή Τανζανία και εκ βάθους καρδίας Καλή Σαρακοστή..."

Orthodox Mission Of Tanzania ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΑΜΠΕΛΩΝΑ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ    "ΚΥΡΙΕ εσύ που νήστεψες 40 ημέρες στην έρημο, δώσε μας δύναμη να ...