Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Μια ανούσια ιστορία (διήγημα)

Το διήγημα αυτό είναι γραμμένο το 2004, κατά τη διαμονή του συγγραφέα στην πόλη των Χανίων. Δημοσιεύεται για πρώτη φορά. Εμπνέεται μόνον από τα Νέα Καταστήματα, πλέκοντας ένα λογοτεχνικό τοπίο, όπου πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα είναι φανταστικά. Η φωτογραφία, σκοπίμως, είναι από άλλη πόλη.
 


Στα σουβλατζίδικα της Πλατείας 1866, στα Χανιά (που οι ντόπιοι τη λένε Νέα Καταστήματα), συμβαίνει μια γλωσσολαλία παράξενη και κάθε μέρα έχουμε Πεντηκοστή. Αλβανοί, Άραβες, Ρώσοι, Γεωργιανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ουκρανοί και Ρουμάνοι τρώνε γύρο, πίνουν μπίρα και καπνίζουν κουβεντιάζοντας, παρέες παρέες, και δεν πλεονάζουν οι Έλληνες· ούτε πίσω απ’ το γκισέ πλεονάζουν· ούτε οι πινακίδες είναι ελληνικές· όμως αυτές είναι γραμμένες στην παγκόσμια γλώσσα της αυτοκρατορίας, που όλοι οι λαοί του κόσμου αναγνωρίζουν τώρα πια, καλύτερα μάλιστα κι από τις δικές τους γλώσσες. Έξω περνάνε τα ταξί.

Αυτή η πραγματικότητα είναι συγχρόνως πεζή και ποιητική, ανάλογα με το μάτι που την κοιτάζει.

Το δικό μου το μάτι, που βλέπει πάντα ό,τι δεν υπάρχει, πρόσεξε αμέσως τον Τζεμάλ. Απ’ όλους τους ανθρώπους, είδα μόνο τον Τζεμάλ· ουδείς έτερος υπήρξε για μένα, καθώς σταμάτησα να φάω μόνος, όπως πάντα (όχι, όπως συνήθως), στη γωνία απέναντι από… τα πάντα. Απέναντι από την πόλη· στο κέντρο της πόλης.

Απέναντι από την αλήθεια, εκεί όπου συνήθως βρίσκομαι.

Ο Τζεμάλ είναι ποιητής. Δε φαίνεται αυτό όταν τον βλέπεις πρώτη φορά, να φωνασκεί ανάμεσα στην παρέα του (όλοι μελαψοί, από ένα λαό που κατοικούσε κάποτε τη Βακτριανή, αλλά τώρα δεν υπάρχει ούτε η ανάμνησή του, παρά μόνο στα παραμύθια άλλων λαών, που κι αυτά πεθαίνουν, γιατί τα καταβροχθίζει η Τηλεόραση, το big mouth της αυτοκρατορίας). Όταν όμως σταματήσει να μιλάει και τραβήξει μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του χαϊδεύοντας το μικρό γκρίζο του μούσι (στενό, ανάμεσα στη μύτη και το πηγούνι) και ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στα πάντα, που περνάνε απ’ έξω (στην πιάτσα των ταξί, στην πλατεία, τη νύχτα, το άπειρο, απέναντι στην πόλη, στο κέντρο της πόλης), τότε για ένα δευτερόλεπτο καταλαβαίνεις, αν είσαι έμπειρος, ότι δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ποιητής. Αν είσαι ασκημένος να παρατηρείς αυτά που θα μπορούσαν να υπάρχουν, αυτά που διαφεύγουν από τα μάτια των άλλων, διακρίνεις την ποίηση στις κινήσεις του, στο βλέμμα του, στον καπνό που αφήνουν απαλά τα ρουθούνια του, ένα δευτερόλεπτο πριν επανέλθει στην πραγματικότητα, δηλαδή στην πραγματικότητα της συντροφιάς του.

«Τζεμάλ», τον πλησιάζω. Με κοιτάζει και το βλέμμα του με ρωτάει πώς ξέρω τ’ όνομά του. Ο σύντροφοί του σταματάνε να μιλούν, θέλουν ν’ ακούσουν την απάντησή μου στο βλέμμα του.

Χαμογελάω. Και ο Τζεμάλ δακρύζει· κατάλαβε ότι είμαι φίλος. Οι σύντροφοί του μου κάνουν τόπο να κάτσω· ζητάνε απ’ το κορίτσι (ξένη φυσικά, μια μικρή Ουκρανέζα με ελιές στο λαιμό, κάτω απ’ το γιακά της) να φέρει μπίρες κι ένα ποτήρι για μένα.

«Τζεμάλ», δείχνω με τον αντίχειρά μου το δρόμο, όπου περνάνε τα ταξί, απέναντι στην πόλη, στο κέντρο της πόλης, πίσω απ’ τη τζαμαρία, κοιτώντας πάντα τον άντρα στα υγρά μάτια του· «όταν κοιτάζεις εκεί, τι βλέπεις;».

Ο Τζεμάλ χαμογελάει, αλλά το ίδιο κι οι σύντροφοί του. Το κορίτσι φέρνει τις μπίρες· βάζουμε στα ποτήρια, πίνουμε. Έχω μιλήσει τη γλώσσα της Βακτριανής (γι’ αυτό χαμογέλασαν ο Τζεμάλ και οι σύντροφοί του), που την έμαθα σ’ ένα από τα αμέτρητα ταξίδια μου, σ’ εκείνα που απέχτησα πληγές και γνώσεις. Ήμουν γέρος τότε.

Ο Τζεμάλ ρίχνει μια φευγαλέα ματιά εκεί όπου είχε δείξει το χέρι μου, πίσω απ’ το τζάμι, κατόπιν με κοιτάζει όπως τον κοιτούσα εγώ, και μου απαντάει:

«Στη σπηλιά του αφέντη των Κρυστάλλων τρύπωσαν δυο χρυσαλλίδες, από κείνες που γίνονται όνειρα όταν ωριμάσουν. Ήθελαν να γίνουν όνειρα κοριτσιών· όμως μια μαύρη χρυσαλλίδα, μαγεμένη, έκλεινε το δρόμο και δεν τις άφηνε να προχωρήσουν. Μπήκαν σε μια λάμπα από χαρούμενο κρύσταλλο, κι εκείνη άναψε· έλαμψε για λίγες στιγμές κι έπειτα λυπήθηκε, έκλαψε και έσβησε μ’ ένα στεναγμό. Μπήκαν σε μια δεύτερη λάμπα, από θλιμμένο κρύσταλλο, κι εκείνη έριξε ένα θαμπό φως και τις άφησε να κουρνιάσουν στις αραχνιασμένες μικρές γωνιές της και να υφάνουν το αθέατο κουκούλι τους. Το πρωί ο αφέντης των Κρυστάλλων τις βρήκε ξερές, τυλιγμένες σε ιστούς αράχνης· η μαγεμένη χρυσαλλίδα είχε πεθάνει μαζί τους, σε κάποια άλλη γωνιά του σύμπαντος, για να θεραπεύσει τα τραύματά της. Είχαν γίνει το όνειρο του θανάτου».

Κοιτάζω πίσω απ’ τον ώμο του, στο τζάμι, όπου είχα δείξει από την αρχή.

«Εκεί είναι οι νεκρές χρυσαλλίδες;» τον ρωτάω. «Όχι», μου λέει και δείχνει την καρδιά μου· «εκεί είναι». Κατόπιν γύρισε στους φίλους του κι έδειξε το στήθος του. «Εδώ είναι» είπε.

Έσβησε το τσιγάρο του. Οι φίλοι του δεν τον άφησαν να πληρώσει.


Την άλλη μέρα ο Τζεμάλ βρέθηκε νεκρός. Τον σκότωσαν οι φίλοι του έξω απ’ το μαγαζί (μπροστά στα μάτια μου, μπροστά στα μάτια των λίγων περαστικών και των πολλών ταξιτζήδων), γιατί; Γιατί αποπλάνησε το δεκάχρονο κορίτσι του ενός και ασέλγησε πάνω του παρά φύσιν.

Γι’ αυτό τον σκότωσαν· η ιστορία που μου είπε ήταν η ομολογία και η καταδίκη του· στην πραγματικότητα την είπε στους φίλους του, καλώντας έτσι το μαχαίρι να τρυπήσει το σημείο του στήθους του που έδειξε και είπε “εδώ είναι”· εννοούσε την καρδιά του.

Γιατί το έκανε; Δε μου φάνηκε μετανιωμένος· πιο πολύ νομίζω πως δεν είχε πια λόγο να ζει, είχε φτάσει στο τέρμα εκείνων που ήθελε να κάνει· είχε καταστρέψει το κορμί, την ψυχή και την τιμή του κοριτσιού, είχε ερωτευτεί σαρκί και αίματι το απείραχτο δεκάχρονο σώμα, είχε κουρελιάσει τη ζωή του φίλου του· τι άλλο πια του έμενε να ποιήσει;

*****

Μισώ αυτό τον κόσμο. Αυτός ο κόσμος είναι καμωμένος από αίμα και λάσπη. Από τη στάχτη των Τιτάνων που καταβρόχθισαν το Διόνυσο –και από τη στάχτη του Διόνυσου, που υπήρχε μέσα στα υπολείμματα της δικής τους.

Είμαστε ίδιοι μ’ εκείνους τους μελαψούς Βακτριανούς; Ίσως· αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά· ένας δικός μας ασελγεί και το κρύβει· ο Τζεμάλ ασελγεί και καλεί το μαχαίρι, και πεθαίνει.

Όσο έζησα στα Χανιά, πήγα πολλές φορές στο συγκεκριμένο μέρος· στο ίδιο, και σε άλλα, βρήκα πολλούς ποιητές· από πολλούς λαούς, από πολλές χώρες. Κανείς δεν ήταν σαν το Τζεμάλ· ο Τζεμάλ εποίησε το κακόν και προκάλεσε τη νέμεση.

Δεν τον θαυμάζω· αλλά τον γνωρίζω· και αυτή η γνωριμία τον κάνει ένα κομμάτι του εαυτού μου, που συνταιριάζει την ποίηση με το έγκλημα, σαν κένταυρο.

Δεν ξανάδα τους φίλους του. Τουλάχιστον ο ένας φαντάζομαι ότι πήγε στη φυλακή. Δεν τον αναζήτησα, δεν ήταν δικός μου φίλους. Ήταν μόνο μια σκιά, που θα στοιχειώνει τη γωνία, όπου έπεσε ο Τζεμάλ, το μεγάλο στοιχειό που θα στοιχειώνει όχι μόνο τον τόπο όπου έπεσε, αλλά και τις ζωές μας.

Λέω ψέματα· τον αναζήτησα. Μέσω των εργατών που περιμένουν για μεροκάματο τα χαράματα στην άλλη μεριά της πλατείας (αν και κανείς δεν ήξερε τη γλώσσα της Βακτριανής), έμαθα ποιος ήταν. Βρήκα την οικογένειά του, τους φίλους του. Και πέντε χρόνια αργότερα, ζήτησα και πήρα σε γάμο το κορίτσι.

Τη λένε Ημέρα. Ήταν ο μόνος τρόπος να θεραπεύσω την καθημαγμένη ψυχή της, αλλά και να διώξω από πάνω μου τον ήσκιο του φόνου του Τζεμάλ, του μεγάλου στοιχειού, που στοιχειώνει όχι μόνο τον τόπο όπου έπεσε (απέναντι στην πόλη, στο κέντρο της πόλης), αλλά και τις ζωές μας.

Αγαπώ τη γυναίκα μου· ταξίδεψα μαζί της στις χώρες των παραμυθιών, που μόνο με τη λευκοφόρα ψυχή της μπόρεσαν να έρθουν σε ύπαρξη και για μας και για τα χιλιάδες απίθανα όντα που τις κατοικούνε.

Το τέλος αυτής της ιστορίας θα σας το πω στο όρος Μαγώγ, όταν θα έρθετε στη μεγάλη σάλα με τα γυριστά σπαθιά, όπου το Καλό και το Κακό διαρκώς πολεμάνε. Δεν είναι μακριά· είναι ακριβώς στα Νέα Καταστήματα, απέναντι από την πιάτσα των ταξί, στην πλατεία, τη νύχτα, το άπειρο, απέναντι στην πόλη, στο κέντρο της πόλης. Εκεί έρχονται σε ύπαρξη όλοι οι αληθινοί άνθρωποι, όταν συναντηθούν με το πρόσωπο της φρίκης· και αγαπήσουν το θύμα τους, και αγαπηθούν απ’ αυτό, και ταξιδέψουν στις χώρες των χιλιάδων απίθανων όντων με το μαγικό χαλί της αγάπης, που περνάει πάνω απ’ τη θάλασσα του πόνου, χωρίς να την κρύβει.

Παραλίγο να πω ψέματα, ότι όλα αυτά τα έπραξα –ενώ, στην πραγματικότητα, αυτά με έχουν πράξει. Καλημέρα σας, αγαπητοί μου αναγνώστες.

Εγώ

Η Μαύρη Τρίτη και 13 Απριλίου 1204: Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους «χριστιανούς»

του μακαριστού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού (+2019), Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Η Άλωση του 1204 και οι συνέπει...