Ὁ Κυβερνήτης ζοῦσε πολὺ ἁπλά. «Ἐμένα μοῦ χρειάζονται 60 λεπτὰ γιὰ νὰ ζήσω», ἔλεγε. Καὶ ὁ Μακρυγιάννης: «Ὁ Κυβερνήτης ἔτρωγε ἐπὶ τέσσερις μέρες μία κότα». Εἶχε φοβερὰ ἀδυνατίσει. Στὴν παράκληση τοῦ ἰατροῦ του ἡ ἀπάντηση ἦταν: «Τότε μονάχα θὰ βελτιώσω τὴν τροφήν μου, ὅταν θὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα Ἑλληνόπουλο ποὺ νὰ πεινάει». Δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ἀποκαλοῦν «Κόμη». Πολὺ καλύτερα ἀποδεχόταν τὸ «Μπάρμπα–Γιάννης» τοῦ λαοῦ.
Ντυνόταν ἁπλά. Ὁ Νικόλαος Δραγούμης περιγράφει ἐκεῖνο τὸ χαριτωμένο περιστατικὸ ποὺ συνέβη στὴν πρώτη περιοδεία του στὴν Κορινθία, ὅταν τὸν παρεκάλεσε ὁ Κολοκοτρώνης νὰ ἀλλάξει στολή, ἐπειδὴ ὁ λαὸς ζητωκραύγαζε γιὰ Κυβερνήτη του τὸν προπορευόμενο ταχυδρομικὸ διανομέα Καρδαρᾶ «ἐνδεδυμένον βελούδινον χρυσοκέντητον σεγκούνιον». Ἡ στολή ὅμως ποὺ τελικὰ φόρεσε δὲν διέφερε ἀπὸ ἐκείνη τῶν δασονόμων τῆς ἐποχῆς τῆς Ἀντιβασιλείας ἐπὶ Ὄθωνος (κοινῶς τοῦ δραγάτη!).
Διαβάστε ολόκληρο το αφιέρωμα εδώ, παρακαλώ.